Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα-
τεί Φιλαδελφείας
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου
Μακεδόνος τών Πρωτογένου
5 καὶ Πρωτογένου τού υιού
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ-
νων τινών λαμπαδάρχων
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους)
10 τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης
ανδρών ου καθηκόντως
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε-
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣-
15 σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών-
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις
αυταρκείται εμοί τε καὶ
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις,
20 ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι
αγώνι κατασυνεργούντες
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ-
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ-
25 ιδείν με αγνωμονούμενον
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι
γυμνασίου νεανίσκους,
30 όπως απολυθώ τής λαμπα-
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο-
τάξαι μου τὸ υπόμνημα
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣-
[τος απολώμαι (;) – – -]

Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.

Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχονιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχονιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).

Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).

Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.

Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχηςλαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιώνλαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).

Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).

Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).

Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.

Ο γυμνασίαρχοςγυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).

Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).

Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).

               Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).

Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …

Ζηνόδωρος Ζήνωνι χαίρειν. ει έρρωσαι, καλώς άν έχοι· υγιαίνομεν δέ καὶ
αυτοί. γίνωσκε Διονύσιον τὸν αδελφὸν νενικηκότα τὸν εν Ἱεραι νήσωι
αγώνα τών Πτολεμαιέ{ι}ων, γέγρ̣αφα ούν σοι ίνα ειδήις. κεκομίσμεθα δέ
καὶ τὸ ιμάτιον ό απέσταλκας, ευχαριστήσεις δέ μοι αποστείλας καὶ τὸ έτερον ήδη·
5 έστω δέ τούτου παχύτερον `καὶ τήι ερ< έ >αι μαλακόν,΄ όπως έχη̣ι
Διονύσιος <ο><ο> αδελφὸς εις τὰ Αρσινόεια.
έρρωσο. (έτους) λε, ⟦Πα⟧ Λωίου η.

Δομή και περιεχόμενο της επιστολής

Η επιστολή του Ζηνόδωρου προς τον Ζήνωνα έχει φιλικό και οικείο ύφος, σαν αυτό που συνηθίζεται μεταξύ δύο γνώριμων ανθρώπων. Τόσο η διαβεβαίωση της καλής υγείας του Ζηνόδωρου και της οικογένειάς του όσο και η ενημέρωση του Ζήνωνα για την επιτυχία του αδερφού τού Ζηνόδωρου Διονύσιου στον αγώνα των Πτολεμαιείων επιβεβαιώνουν ότι ο παραλήπτης γνωρίζει προσωπικά τον Ζηνόδωρο και την οικογένειά του, για αυτό και ενδιαφέρεται να μάθει νεότερα για αυτούς.

Ο αποστολέας ακολουθεί την τυπική δομή μιας επιστολής, χρησιμοποιώντας τη συνηθισμένη προσφώνηση και αποφώνηση (στ. 1 και στ. 6 αντίστοιχα). Ο Ζηνόδωρος αφού ενημέρωσε τον Ζήνωνα ότι έχει λάβει το πρώτο ιμάτιο που του έστειλε σε προγενέστερο χρόνο (στ. 4), ζητά να του αποστείλει και ένα δεύτερο, για να το έχει ο αδερφός του Διονύσιος στα Αρσινόεια (στ. 4). Ο γραφέας αποδεικνύεται ιδιαιτέρως περιγραφικός, λεπτομερής και κατατοπιστικός στην παράθεση του αιτήματός του. Στη σαφήνεια του τρόπου έκφρασης συμβάλλει η άρτια οργανωμένη δομή της επιστολής αλλά και η απουσία παραλείψεων και πλατειασμών. Μάλιστα, ο γράφων χρησιμοποιεί ως μέσο πειθούς την επίκληση στο συναίσθημα του Ζήνωνα. Η συναισθηματική ευχαρίστηση που θα προκληθεί από την υλοποίηση του σχετικού αιτήματος χρησιμοποιείται από τον γράφοντα με σκοπό να πείσει τον παραλήπτη της επιστολής να υλοποιήσει άμεσα το αίτημά του. Η έντονη επιθυμία του Ζηνόδωρου γίνεται εμφανής μέσω της χρήσης του χρονικού επιρρήματος ήδη, το οποίο υπογραμμίζει την ανάγκη για τάχιστη διεκπεραίωση του αιτήματός του, στοχεύοντας στην άμεση ανταπόκριση του παραλήπτη.

 

Πτολεμαίος Β΄ Φιλάδελφος και Αρσινόη – Η λατρεία των «Θεών Αδελφών»

Ο Πτολεμαίος Β΄ ο Φιλάδελφος υπήρξε ο δεύτερος ηγεμόνας της δυναστείας των Πτολεμαίων, που διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του και στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του η Αίγυπτος μεταμορφώθηκε σε σημαντικό κέντρο του ελληνικού πολιτισμού (Huß 2001: 251-331· McKechnie – Guillaume 2008). Η Αρσινόη Β΄, αδελφή του Πτολεμαίου Β΄ Φιλάδελφου από τους ίδιους γονείς, παντρεύτηκε τον αδελφό της και έγινε βασίλισσα της Αιγύπτου. Εξαιτίας αυτού του γάμου, ο Πτολεμαίος και η Αρσινόη έλαβαν τον τίτλο «Φιλάδελφοι».

Πολύ σύντομα μετά τον θάνατο της Αρσινόης ‒αν όχι ακόμα και λίγο πριν από αυτόν‒ και ύστερα από ενέργειες του συζύγου της Πτολεμαίου Β΄, η Αρσινόη θεωρήθηκε πρόσωπο όχι μόνον ιερό αλλά θεϊκό, το οποίο δικαιούνταν λατρείας όμοιας με εκείνη των θεοτήτων. Με αυτόν τον τρόπο καθιερώθηκε η λατρεία της θεοποιημένης βασίλισσας, μορφές έκφρασης της οποίας αποτελούσαν η μνημόνευση της Αρσινόης ως συννάου θεάς σε σημαντικά ιερά της χώρας, η απολαβή θυσιών από τους πιστούς και η διοργάνωση γιορτών προς τιμή της (ενδεικτικά: Nock 1930· Kiessling 1933· Segrè 1937· Quaegebeur 1971· Plantzos 1991-1992· Melaerts 1998· Caneva 2014).

 

Πτολεμαία

Τα Πτολεμαία ή Πενταετηρίς, γιορτή αφιερωμένη στον Πτολεμαίο A΄ και στη σύζυγό του, καθιερώθηκαν το έτος 279-278 π.Χ. από τον Πτολεμαίο Β΄ Φιλάδελφο και γιορτάζονταν κάθε τέσσερα χρόνια στην Αλεξάνδρεια και σε άλλα μέρη της Αιγύπτου, όπως αποδεικνύεται από το κείμενο που μελετάται, σύμφωνα με το οποίο η γιορτή λαμβάνει χώρα στην Ιερά Νήσο (στ. 2), χωριό στην Ηρακλείδου μερίδα, όχι πολύ μακριά από τη Φιλαδέλφεια και την Καρανίδα (Remijsen 2009: 259). Τα Πτολεμαία εορτάζονταν και σε άλλες περιοχές του ελληνιστικού κόσμου, όπως στην Αθήνα και τη Δήλο (πρβλ. IG II2 891, στ. 13-14, I.Délos 380, Β, στ. 60).

Την περίοδο που γράφεται ο PSI IV 364, το 251 π.Χ. –δηλαδή το 35ο έτος βασιλείας του Πτολεμαίου Β΄‒ τα Πτολεμαία γιορτάστηκαν για έκτη φορά, καθώς από τη χρονολογία ανάληψης του θρόνου από τον Φιλάδελφο (279 π.Χ.) έως τη χρονολογία γραφής του εν λόγω παπύρου (251 π.Χ.) προκύπτουν 25 έτη. Είναι λοιπόν πιθανό παλαιότερα τα Πτολεμαία να γιορτάζονταν ανά έτος και έπειτα να καθιερώθηκε ο εορτασμός τους ανά τετραετία· ίσως μάλιστα την πρώτη φορά εορτάστηκαν ανά πέντε έτη, αν κρίνουμε από την εναλλακτική ονομασία Πενταετηρίς.

H γιορτή στόχευε να εδραιώσει το κύρος της δυναστείας των Πτολεμαίων και να δοξάσει την πολιτική και οικονομική τους δύναμη σε όλους τους Έλληνες, για αυτό και κατά τη διάρκεια της διεξαγωγής τους αποστέλλονταν θεωροὶ από όλο τον ελληνικό κόσμο. Δυστυχώς οι πάπυροι δεν αποκαλύπτουν πολλά στοιχεία για τον τρόπο εορτασμού· στη γιορτή περιλαμβανόταν πομπή, αν κρίνουμε από την αναφορά σε ιππέας που θα συμμετείχαν σε αυτήν (P.Ryl. IV 562, Αύγ. 251 π.Χ., Φιλαδέλφεια, στ. 8-10), αγώνας αθλητών, όπως προκύπτει από τον PSI IV 364, και συμπόσιο, όπως αποκαλύπτει η επιστολή PSI IV 409 (275-226 π.Χ., Φιλαδέλφεια), στ. 9-12 (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993· Remijen 2009).

 

Αρσινόεια

Όπως αποκαλύπτεται από τον PSI IV 364, όχι πολύ αργότερα από τα Πτολεμαία φαίνεται ότι ακολουθούσε η γιορτή των Αρσινοείων, αφιερωμένη στη θεοποιημένη βασίλισσα Αρσινόη (Préaux 1947: 71· Vandoni 1964· Perpillou-Thomas 1993). Η γιορτή φαίνεται πως διεξαγόταν στην Αλεξάνδρεια μετά την 8η Λωίου (10η Μεσορή κατά το αιγυπτιακό ημερολόγιο), σύμφωνα με τον πάπυρο που μελετάται, ενώ σύμφωνα με τον P.Cair.Zen. ΙΙ 59185 (255 π.Χ.) μετά την 28η Λωίου, ενώ η 27η Μεσορή δίνεται ως ημερομηνία της γιορτής αυτής στον P.Cair.Zen. III 59312 (250 π.Χ.). Σύμφωνα με τον E. Grzybek (1990: 107), η ημερομηνία κατά το ελληνικό ημερολόγιο σχετίζεται με τον θάνατο της Αρσινόης, τις πρώτες ημέρες του μήνα Παχών, άρα τις πρώτες ημέρες του μήνα Λωίου. Οι Έλληνες συνέχισαν να γιορτάζουν τη γιορτή κάθε χρόνο βάσει του δικού τους μακεδονικού ημερολογίου. Ως εκ τούτου, και σύμφωνα με την F. Perpillou-Thomas (1993: 155-157), θα μπορούσαμε να δεχθούμε την ύπαρξη δύο εορτασμών προς τιμήν της θεοποιημένης Αρσινόης, μία βάσει του μακεδονικού ημερολογίου και μια δεύτερη βάσει του αιγυπτιακού.

Η γιορτή ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, όπως αποδεικνύει σημαντικός αριθμός παπύρων του αρχείου του Ζήνωνα, οι οποίοι αναφέρονται σε αποστολή αγαθών από την ενδοχώρα στην Αλεξάνδρεια, όπως οι P.Cair.Zen. III 59279, 59298, 59501, P.Wisc. II 78, που μαρτυρούν αποστολή χοίρων και αιγών για τη γιορτή, και ο λογαριασμός ξενίων για τον βασιλιά P.Lond. VII 2000 (Rostovtzeff 1922: 108-109, 124-125· Ali 1994· Reekmans 1996: 22-23, 135).

 

Ζήνωνας και παλαίστρα

Ο συγκεκριμένος πάπυρος μαρτυρά το ενδιαφέρον του Ζήνωνα για το αποτέλεσμα του αγώνα στο πλαίσιο της γιορτής. Όπως γίνεται φανερό από άλλα έγγραφα του αρχείου, ο Ζήνωνας υποστήριζε οικονομικά τους αθλητές που εκπαιδεύονταν στις παλαίστρες και λάμβαναν μέρος στους αγώνες (βλ. π.χ. P.Cair.Zen. I 59060). Αξίζει να γίνει ειδική μνεία σε έγγραφα του αρχείου του Ζήνωνα που σχετίζονται με την αλεξανδρινή παλαίστρα και τα αγόρια που εκπαιδεύονταν εκεί. Αναλυτικότερα, φαίνεται ότι ο Ζήνων ενδιαφερόταν για τα αγόρια που εκπαιδεύονταν στην Αλεξάνδρεια για να λάβουν μέρος στους αγώνες που διοργανώθηκαν στο πλαίσιο των Πτολεμαίων, σε διάφορα μέρη της χώρας. Ένα από τα αγόρια που αναφέρονται στην αλληλογραφία του Ζήνωνα είναι ο αθλητής Πύρρος (P.Lond. VII 2312). Ο Ζήνων φαίνεται να φέρει το κόστος της εκπαίδευσής του και μάλιστα υποστηρίζει οικονομικά την οικογένεια του αγοριού, ειδικά τη μητέρα του (PSI IV 443). Εκτός από την Αλεξάνδρεια υπήρξε παλαίστρα στη Φιλαδέλφεια, η οποία στηρίχθηκε σε εθελοντικές συνεισφορές των κατοίκων (PSI IV 391).

Η πληροφόρηση που δίνει ο Ζηνόδωρος στον Ζήνωνα για τη νίκη του αδελφού του Διονύσιου στα αγωνίσματα, σύμφωνα με τον PSI IV 364, μαρτυρά όχι μόνο την ανάγκη του Ζηνόδωρου να ζητήσει το δεύτερο ιμάτιο από τον Ζήνωνα, αλλά και το ενδιαφέρον του τελευταίου για τη νίκη του αθλητή Διονύσιου, το οποίο παραβάλλεται με εκείνο για τη νίκη του Πύρρου, σύμφωνα με τον P.Lond. VII 2312. Θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι το ενδιαφέρον του Ζήνωνα δεν ήταν μόνον αθλητικό· ο Ζήνωνας μεριμνούσε ουσιαστικά για τη νίκη των αθλητών του, καθώς οι ελληνικοί αγώνες ήταν διαγωνισμοί επαγγελματιών και τα βραβεία δεν συνιστούσαν μόνο τιμητικές απονομές αλλά και μεγάλες χρηματικές ανταμοιβές. Θα μπορούσαμε δηλαδή να υποθέσουμε πως ανάλογα με τη νίκη ή την ήττα των καλύτερα εκπαιδευμένων αθλητών, διακυβεύονταν σημαντικά χρηματικά ποσά.

Υφαντουργία και ιματισμός

Η μελέτη των πτολεμαϊκών παπύρων, ιδιαιτέρως εκείνων του 3ου αι. π.Χ., μας επιτρέπει να προβούμε σε συμπεράσματα σχετικά με την ανάπτυξη της υφαντουργίας στην ελληνιστική Αίγυπτο, δραστηριότητα απολύτως συνδεδεμένη με την οικονομική πολιτική και το μονοπωλιακό σύστημα των Πτολεμαίων, τόσο σε επίπεδο πρώτων υλών όσο και σε επίπεδο επεξεργασίας τους.

Οι πάπυροι του Ζήνωνα πληροφορούν για την εκτροφή προβάτων που έδιναν μαλλί για την κατασκευή ρούχων και κλινοσκεπασμάτων. Οι κτηνοτρόφοι κατέβαλλαν ειδικό φόρο εκτροφής αιγοπροβάτων, το εννόμιον, ως χρηματική εισφορά στο κράτος βάσει της κατοχής του κατά κεφαλήν ζώου. Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η μέριμνα που κατέβαλαν οι Έλληνες της Αιγύπτου για την εισαγωγή, τον εγκλιματισμό και την αναπαραγωγή ξενικών ειδών προβάτων, που ξεχώριζαν για την καλή ποιότητα του μαλλιού τους. Τέτοια ήταν τα λεγόμενα Αράβια και Μιλήσια πρόβατα, στην εκτροφή και κουρά των οποίων αναφέρονται κείμενα από το αρχείο του Ζήνωνα: P.Cair.Zen. II 59195, στ. 3, P.Cair.Zen. II 59287, στ. 1-2, P.Cair.Zen. III 59405, στήλη Ι, στ. 7-8, PSI IV 377, απ. Β, στ. 13, P.Cair.Zen. III 59430, στ. 5-6, 10, SB III 6730, στ. 2 (Rostovtzeff 1922: 114-115· Préaux 1947: 31-32· Καλλέρης 1952· Dunand 1979· Orrieux 1983: 263-266· Loftus 2000).

Η ποικιλία των υφασμάτων ήταν ευρεία: ψιλοταπίδες, καυνάκες, χλαμύδες, χιτώνες, ενκοίμητρα, ζώναι, ιμάτια κ.ά. (βλ. ενδεικτικά P.Cair.Zen. I 59048, στ. 2-4 και PSI IV 341, στ. 6-7). Τέλος, αξίζει να αναφέρουμε ότι πάπυροι από το ίδιο αρχείο κάνουν λόγο για την απασχόληση ειδικευμένου εργατικού προσωπικού επιφορτισμένου με το καθήκον της επεξεργασίας πρώτων υλών και της κατασκευής ρουχισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα: PSI IV 341, στ. 1-2, PSI VI 599, στ. 1, PSI IV 371, στ. 8 (Rostovtzeff 1922: 115-118· Préaux 1947: 37-38).

Οι προαναφερθέντες πάπυροι και ο PSI IV 364 μαρτυρούν ότι ο Ζήνων διαχειριζόταν με υποδειγματικό τρόπο τα συμφέροντα του Απολλώνιου στη δωρεὰν στη Φιλαδέλφεια, ενώ, εκμεταλλευόμενος τη διοικητική αυτή θέση, είχε τη δυνατότητα να προμηθευτεί και ο ίδιος πρώτες ύλες και προϊόντα, για την εξυπηρέτηση των αναγκών του ίδιου ή προσφιλών του προσώπων. Ο Ζήνων, αντί να πουλήσει το ακατέργαστο μαλλί, αναλάμβανε την επεξεργασία και την εμπορία του, αυξάνοντας τελικά το προσωπικό του κέρδος.

Ο Ζηνόδωρος χαιρετά τον Ζήνωνα. Εάν είσαι γερός, έχει καλώς· και εμείς είμαστε καλά στην υγεία μας. Να ξέρεις ότι ο Διονύσιος ο αδερφός μου έχει νικήσει τον αγώνα των Πτολεμαιέων στην Ιερά Νήσο· το έχω γράψει λοιπόν για να το μάθεις. Έχουμε βέβαια πάρει το ιμάτιο το οποίο έστειλες· θα με ευχαριστήσεις όταν πια στείλεις και το άλλο. (στ. 5) Ας είναι παχύτερο και πιο μαλακό ως προς το μαλλί, για να το έχει ο Διονύσιος ο αδελφός μου στα Αρσινόεια. Να είσαι καλά! 35ο έτος, 8η Λωίου.