αγαθήι τύχηι. επ’ αρχόντων Φύτωνος | |
εκ Πρωτείου, Φιλοστράτου Ειλυμνιέως, | |
Ευφραντίδου Διέως, Αριστομένου εξ | |
Άνω λόφο[υ], Φιλεταίρου εξ Ιρίστου, Λύκωνος | |
5 | Ειριέως, ιεροθύτου Τιμησιθέου, τοίσδε |
έδωκεν ο δήμος προξενίαν αυτοίς | |
καὶ εκγόνοις κατὰ τὸν νόμον· | |
Ἴδαι Δρωνίλου Εχιναίωι | |
Φαίακι Τιμασία Εχιναίωι | |
10 | Ὑβρίλαι Ιδρόμα Εχιναίωι |
Θευδώρωι Διονυσίου Σιδωνίωι | |
Φιλίτ[ω]ι Μνησιβούλου Αθηναίωι | |
Ευθυκρί[τ]ωι Ευθυκρίτου Αθηναίωι | |
Λακλείδ[α]ι Άχνωνος Φωκεί | |
15 | Αρχίππωι Ευξένου Συρακοσίωι |
Αρτεμιδώρωι Μέλανος Φασηλίτηι | |
Ασκλη[π]ιάδηι Hροδότου Σαμίωι | |
Διφίλωι Πολυώρου Τενεδίωι | |
Λέοντι Πανταλέοντος Ταραντίνωι | |
20 | Φιλοχάρει Αυτοκλέους Κυρηναίωι |
Ευρύαι Στρατονίκου Αιτωλώι | |
Νικοφώντι Αριστολάου Λοκρώι | |
Θευδώρωι Δαμοξένου Hρακλεώτηι | |
Παυσιμάχωι Π[ρ]ωτέου Ἁλικαρνασσεί | |
25 | Λυκόφρονι Κινέου Hρακλεώτηι |
Hρακλείτωι Ασκληπιάδου Ἁλικαρνασσεί | |
Αγαθάρχωι Ευφάνου Κυτινιεί | |
Δορκίναι Ευχείρου Εχιναίωι | |
Αριστοβούλωι Πεισιλάου Καλχηδονίωι | |
30 | Αμύνται Μένωνος Μακεδόνι εξ Αιγέων |
Αριστοβούλωι Περσαίου | |
Απολλοδώρωι Hρακλείδου Κυζικηνώι | |
[Κ]αλλίαι Ερμαφίλου Τενεδίωι | |
[Αγ]αθάρχωι Δημοκρίτου Αχαιώι εξ Αιγίρας | |
35 | [Ιά]σονι Δημοκλέους Ερυθραίωι |
..․c.6․․.ωι Αγεμάχου Αχαιώι εγ Λαρίσης | |
..․․c.7․.․ωι Αρχεδήμου Μακεδόνι εκ Θετταλονίκη[ς] | |
..․․․c.9․.․․έξεως Μακεδόνι εκ Θετταλονίκης | |
.․․․․.c.12․․․․..τ̣ους Μακεδόνι. |
Δομή και περιεχόμενο του κειμένου
Η επιγραφή ξεκινά με επίκληση (στ. 1: με τη βοήθεια της Καλής Τύχης) και στη συνέχεια δίνεται η χρονική ένδειξη, με αναφορά στη συναρχία των επώνυμων αρχόντων της Ιστιαίας, η οποία αριθμούσε έξι (6) μέλη (στ. 1-5: αναγράφεται το όνομά τους σε γενική και το δημοτικό τους· για τη συναρχία των επώνυμων αρχόντων στην Ιστίαια, βλ. Γιαννακόπουλος 2012: 23-34) και στον σημαντικότερο, κατά πάσα πιθανότητα, θρησκευτικό αξιωματούχο της, τον ιεροθύτην (στ. 5: αναγράφεται μόνο το όνομά του σε γενική, χωρίς δημοτικό· για το αξίωμα του εν γένει του ιεροθύτου, βλ. Winand 1990· για το αξίωμα του ιεροθύτου στην Ιστίαια, βλ. Winand 1990: 206-207· Γιαννακόπουλος 2012: 42-49). Η χρονική ένδειξη μας δίνει τη δυνατότητα να τοποθετήσουμε με ασφάλεια την απόδοση του συνόλου των προξενιών στο ίδιο έτος. Η επιγραφή συνεχίζει με μία «ψηφισματική» διατύπωση (στ. 5-7: ο δήμος χορήγησε προξενία στους κάτωθι, στους ίδιους και στους απογόνους τους, σύμφωνα με το νόμο). Ακολουθεί ο κατάλογος των προξένων σε δοτική (στ. 8-39: όνομα, πατρωνυμικό και εθνικό). Η δομή της επιγραφής αυτής βρίσκει παράλληλο στους εκτενείς καταλόγους προξένων του Αιτωλικού κοινού του 3ου και του πρώιμου 2ου αι. π.Χ. (IG IX 12 1: 13, 17, 21, 24, 25, 29, 30, 31· βλ. σχετικά και Mack 2015: 288-291, Παράρτημα αρ. 1).
Το προνόμιο της προξενίας
Στον αρχαίο ελληνικό κόσμο η προξενία αποτελούσε τιμητικό προνόμιο το οποίο χορηγούνταν από πόλεις σε ξένους. Στους κλασικούς χρόνους οι αποδέκτες του προνομίου αυτού, οι οποίοι λάμβαναν τον τίτλο του προξένου, συνιστούσαν επίσημο δίκτυο τοπικών φίλων για την πόλιν που τους τιμούσε, αναλαμβάνοντας να παράσχουν βοήθεια και τις υπηρεσίες τους στους πολίτες της οι οποίοι επισκέπτονταν την πατρίδα τους (για το προνόμιο της προξενίας, βλ. αναλυτικά Mack 2015, με προγενέστερη σχετική βιβλιογραφία). Για τη φύση του προνομίου της προξενίας στους ελληνιστικούς χρόνους έχουν εκφραστεί διαφορετικές απόψεις από τους σύγχρονους ερευνητές. Σύμφωνα με μία άποψη, εξακολούθησε να αποτελεί τιμητικό καθήκον (Gauthier 1985: 131-149, ιδίως 136-145), σύμφωνα με άλλη κατέληξε να είναι απλώς ένας τιμητικός, συμβολικός τίτλος (Gschnitzer 1973), ενώ υπάρχουν και οι ερευνητές εκείνοι οι οποίοι αντιλαμβάνονται τη συνθετότητα του ζητήματος και αποφεύγουν τις γενικεύσεις (Mack 2015: 8 και passim).
Προσωπογραφικές παρατηρήσεις
Όσον αφορά στους Ιστιαιείς αξιωματούχους της επιγραφής, ο άρχων με το όνομα Φύτων –σημειωτέον ότι το όνομα αυτό είναι εξαιρετικά σπάνιο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο– είναι πιθανώς ο ομώνυμος ιερομνήμων του φθινόπωρου του 254 π.Χ. (CID IV: 47 στ. 8).
Όσον αφορά στους προξένους, ο Αιτωλός (στ. 21), ο Λοκρός (στ. 22) και αυτός από την Ηράκλεια τὴν εν Τραχινία (στ. 23) ταυτίζονται, όπως προαναφέρθηκε, με ιερομνήμονες της Δελφικής Αμφικτυονίας του έτους 263 π.Χ. και η παρουσία τους στον κατάλογο αυτό μας δίνει τη δυνατότητα να χρονολογήσουμε με αρκετή ασφάλεια την απόδοση των προξενιών περί το 263 π.Χ. (βλ. αναλυτικά ανωτ. Χρονολογία).
Ο Αλικαρνασσεύς Παυσίμαχος, γιος του Πρωτέου, μέσω του ονόματος και του πατρωνυμικού του, θα μπορούσε ίσως να συνδεθεί με άλλους Αλικαρνασσείς, οι οποίοι στον 3ο αι. π.Χ. δραστηριοποιούνταν στην Κεντρική και τη Βόρεια Ελλάδα και φαίνεται ότι αποτελούσαν μέλη μιας οικονομικά εύρωστης οικογένειας η οποία πιθανώς ασχολούνταν με το εμπόριο (Miller 1974 pace J. και L. Robert, BE 1974: αρ. 547): συγκεκριμένα, ο Παυσίμαχος Λεωνίδου μαρτυρείται ως πρόξενος των Δελφών (LGPN V B 7), ο Λεωνίδης Πρωτέου ως αναθέτης στοάς στη Φάρσαλο, από τα έσοδα της οποίας θεσπίστηκαν, μεταξύ άλλων, γυμνικοί αγώνες και αγώνες λαμπαδηδρομίας προς τιμήν του με την ονομασία Λεωνίδεια, το 300-250 π.Χ. περ. (LGPN V B 3), και ο Παυσίμαχος Νουμηνίου μαρτυρείται ως πρόξενος της Φαρσάλου (LGPN V B 5).
Για τον έτερο Αλικαρνασσέα πρόξενον, τον Ηράκλειτο, γιο του Ασκληπιάδου (στ. 26), γνωρίζουμε ότι ήταν σημαίνουσα προσωπικότητα καθώς, όχι μόνο απαντά σε κατάλογο προξένων και από τη Χίο του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. (Vanseveren 1937: αρ. 6 Β στ. 11-13· πρβλ. Mack 2015: 301-303, Παράρτημα αρ. 4.2) αλλά και μαρτυρείται η ανέγερση ανδριάντα από τον αδελφό του προς τιμήν του στο Αμφιαράειον στον Ωρωπό, ως ανάθημα στο θεό (I.Oropos 415· 250-225 π.Χ. περίπου). Ο σημαντικός αυτός άνδρας δεν αποκλείεται να ταυτίζεται με τον ομώνυμο Αλικαρνασσέα ποιητή και ξένον, το θάνατο του οποίου θρηνεί ο Κυρηναίος ποιητής Καλλίμαχος (Επίγραμμα 2 = A.P. vii. 80, Diog. Laert. ix. 17). Για τον εν λόγω ποιητή έχει διατυπωθεί η υπόθεση ότι ήταν διπλωμάτης διεθνούς φήμης και συνδεόταν, πιθανώς, με την πτολεμαϊκή αυλή (βλ. σχετικά Swinnen 1970· Mack 2015: 160-161 και σημ. 32).
Ο τόπος καταγωγής του προξένου Αριστοβούλου, γιου του Περσαίου (στ. 31), δεν μαρτυρείται. Για ευνόητους λόγους, το εθνικό ενός προξένου σπανίως παραλείπεται από τις επιγραφές, είτε γιατί αυτός ήταν πολύ γνωστό και σημαίνον πρόσωπο (Mack 2015: 53 σημ. 104) ή γιατί δεν έμενε στην πατρίδα του, με αποτέλεσμα να μη μπορεί να ασκήσει εκεί τις λειτουργίες που απέρρεαν από το προνόμιο της προξενίας (Knoepfler, Décrets érétriens 279-281). Το όνομα Αριστόβουλος ήταν κοινό στον αρχαίο ελληνικό κόσμο (απαντά τριακόσιες πενήντα έξι [356] φορές), σε αντίθεση με το όνομα Περσαίος, το οποίο πρέπει να ήταν εξαιρετικά σπάνιο, καθώς απαντά μόλις οκτώ (8) φορές. Κατά συνέπεια, αν δεν πρόκειται για εσφαλμένη εγγραφή ενός παρόμοιου ονόματος, δύο στίχους πιο πάνω (στ. 29: Αριστόβουλος Πεισιλάου Καλχηδόνιος) –ο D. Knoepfler (Knoepfler, Décrets érétriens 280) αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο αυτό, κάτι τέτοιο όμως δε μπορεί να αποδειχτεί και, κατά την άποψή μας, δεν κρίνεται απαραίτητο–, τότε ο πρόξενος αυτός, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές, θα μπορούσε να είναι γιος ενός σημαντικού άνδρα, του στωικού φιλοσόφου Περσαίου από το Κίτιο της Κύπρου (βλ. σχετικά Erskine 2011· Χρυσάφης 2017: 230-231 Προσωπογραφικό λήμμα Α31), ο οποίος βρέθηκε στην αυλή του Αντιγόνου Γονατά πιθανώς από τις αρχές της δεκαετίας του 270 π.Χ., έλαβε σημαντικά αξιώματα και, μάλιστα, άσκησε επιρροή στον Μακεδόνα βασιλέα για ζητήματα της Εύβοιας. Συγκεκριμένα, στον βίο του Μενεδήμου (Διογένης Λαέρτιος 2.143-144), ο Περσαίος εμφανίζεται να αποτρέπει τον Αντίγονο να προβεί σε αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ερέτρια για χάρη του Μενεδήμου. Στην περίπτωση αυτή, ο γιος του Περσαίου Αριστόβουλος θα ήταν αξιωματούχος στην Μακεδονία. Ο W. Mack (Mack 2015: 53 σημ. 104, 159 σημ. 28) θεωρεί πιθανή την ταύτιση αυτή και υποθέτει ότι, σε μια τέτοια περίπτωση, το εθνικό Κιτιεύς θα ήταν μάλλον αποπροσανατολιστικό. Αν η ταύτιση αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα –οι όποιες επιφυλάξεις μας έγκεινται στο γεγονός ότι ο Περσαίος ανέλαβε τη διοίκηση της Κορίνθου κατά τα έτη 245-243 π.Χ. (βλ. σχετικά Χρυσάφης 2017: 230-231 Προσωπογραφικό λήμμα Α31) και, μη γνωρίζοντας το πότε γεννήθηκε, αναρωτιόμαστε αν την εποχή της παραχώρησης του προνομίου της προξενίας στον Αριστόβουλο από τους Ιστιαιείς ο Περσαίος μπορούσε να έχει ενήλικα τέκνα–, τότε ο πρόξενος των Ιστιαιέων θα μπορούσε ίσως –η εκδοχή αυτή φαντάζει πολύ λιγότερο πιθανή– να έχει συγγενική σχέση με τον Περσαίο, γιο του Γαζαίου, ο οποίος μαρτυρείται σε επιτάφια επιγραφή του πρώτου μισού του 3ου αι. π.Χ. από την Δημητριάδα (Αρβανιτόπουλος 1909: αρ. 109).
Στον τελευταίο στίχο της επιγραφής (στ. 39), ο πρόξενος, το όνομα του οποίου δεν σώζεται ολόκληρο, προσδιορίζεται ως Μακεδών, χωρίς αναφορά στην πόλη καταγωγής του. Έχει υποστηριχθεί, ορθώς κατά την άποψή μας, ότι στις περιπτώσεις που χρησιμοποιείται το εθνικό της ευρύτερης περιοχής και όχι της πόλης καταγωγής του προξένου, τότε οι λόγοι παροχής του προνομίου της προξενίας δεν είχαν, επί της ουσίας, σχέση με την πόλη καταγωγής του, αλλά συνήθως με την σημαίνουσα ιδιότητά του (Mack 2015: 55-56 και σημ. 115). Όπως επισημαίνει ο W. Mack, αυτό συμβαίνει συνήθως με το εθνικό Μακεδών. Αυτοί οι Μακεδόνες, για τον ακριβή τόπο καταγωγής των οποίων δε γνωρίζουμε περισσότερα, συχνά γίνεται σαφές ότι λάμβαναν το προνόμιο της προξενίας ως αξιωματούχοι βασιλέων.
Ερμηνευτική προσέγγιση
Με τη βοήθεια της Καλής Τύχης. Όταν άρχοντες ἠταν ο Φύτων από το δήμο του Πρωτείου, ο Φιλόστρατος από το δήμο του Ελυμνίου, ο Ευφραντίδης από το δήμο του Δίου, ο Αριστομένης από το δήμο του Άνω Λόφου, ο Φιλέταιρος από το δήμο του/της Ιρίστου, ο Λύκων από το δήμο των Ειριέων, όταν ιεροθύτης ήταν ο Τιμησίθεος, ο δήμος χορήγησε προξενία στους κάτωθι, στους ίδιους και στους απογόνους τους, σύμφωνα με το νόμο·
(Ακολουθεί ο κατάλογος των προξένων)
– – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – | |
[- – – – – – – – ? μέ εξε̂μεν καταλ]- | |
ύ̣εσθαι [τὸ]ν̣ πόλεμον ḥι̣στ̣ι̣αι̣έ̣- | |
ας χορὶς Θεβαίον· hαγεμονία- | |
ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | |
4 | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν. |
vacat |
Το ιστορικό πλαίσιο της συνθήκης
α) Πιθανές περίοδοι χρονολόγησης της συνθήκης. Η πρόταση των εκδοτών αυτής
Συνδυάζοντας κανείς τα επιγραφικά με τα ιστορικά δεδομένα, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμμαχία αυτή θα μπορούσε να συνδεθεί με ένα από τα παρακάτω γεγονότα: 1) με την προσχώρηση όλης της Εύβοιας, συνεπώς και της Ιστιαίας, στον αντι-σπαρτιατικό συνασπισμό στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 394 π.Χ. (Διόδωρος Σικελιώτης 14.82.1· Ξενοφών, Ελληνικά 4.2.17, 4.3.15· id. Αγησίλαος 2.6· για τον Κορινθιακό πόλεμο, βλ. Buckler 2003: 75-128· Fornis 2008)· 2) με ένα επεισόδιο ανάμεσα στον Σπαρτιάτη αρμοστήν Αλκέτα και σε Θηβαίους, το χειμώνα του έτους 377/376 π.Χ. Συγκεκριμένα, ο Αλκέτας, στον οποίο είχε ανατεθεί η φύλαξη της Ιστιαίας-Ωρεού, του αστικού κέντρου των Ιστιαιέων, αιχμαλώτισε δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις κατά την επιστροφή τους από τις Παγασές, όπου είχαν πάει για να αγοράσουν σίτο, και φυλάκισε το πλήρωμά τους στην ακρόπολη. Οι Θηβαίοι αιχμάλωτοι, όμως, κατόρθωσαν να καταλάβουν την ακρόπολη, οι Ιστιαιείς αποστάτησαν από τους Σπαρτιάτες και η σπαρτιατική φρουρά απομακρύνθηκε (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.56-57)· με την ένταξη της Ιστιαίας, όπως και όλης της Εύβοιας, στο θηβαϊκό στρατόπεδο μετά τη μάχη στα Λεύκτρα και την παραμονή τους σε αυτό καθ’ όλη τη διάρκεια της Θηβαϊκής ηγεμονίας (πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο [370/369 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 6.5.23· id. Αγησίλαος 2.24· μάχη της Μαντινείας [362 π.Χ.]: Ξενοφών, Ελληνικά 7.5.4· Διόδωρος Σικ. 15.85.2, 6· 15.87.3· πρβλ. ibid. 15.84.4).
Οι εκδότες του σωζόμενου τμήματος της συνθήκης εξέφρασαν την άποψη ότι αυτή θα ταίριαζε περισσότερο ως επακόλουθο των γεγονότων του 377/376 π.Χ. καθώς, πέρα από την ύπαρξη κατάλληλου ιστορικού πλαισίου, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκέστερα η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και η αναφορά σε Θηβαίους και όχι σε Βοιωτούς (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 245-246, 248-249, 250). Στην περίπτωση αυτή, υποστηρίχθηκε ότι ο πόλεμος ο οποίος μαρτυρείται στους στ. 1 και 3 είναι ο λεγόμενος Βοιωτικός πόλεμος, ο οποίος διεξήχθη μεταξύ Λακεδαιμονίων και Βοιωτών κατά τα έτη 378-371 π.Χ. (Διόδωρος Σικ. 15.25.1, 28.5· βλ. και Munn 1993· Buckler 2003: 232-295).
Η πρότασή τους έγινε αποδεκτή από αρκετούς σύγχρονους μελετητές (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170 [με σχετική επιφύλαξη]· BE 2014: αρ. 245· BE 2016: αρ. 129-130· Mackil 2013: 69 σημ. 33· De Luna στο De Luna – Zizza – Curnis 2016: 302· βλ. και Papazarkadas 2016β: 133-134). Σύμφωνα με τον D. Knoepfler (BE 2013: αρ. 170), η συμμαχία θα πρέπει να ακυρώθηκε αυτόματα με την είσοδο της Ιστιαίας στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, το 375 π.Χ.
Οι εκδότες της επιγραφής δεν απέκλεισαν ωστόσο κατηγορηματικά τη χρονολόγησή της μετά τη μάχη των Λεύκτρων, κυρίως λόγω της χρήσης του όρου ηγεμονία ή, ακριβέστερα, του διαλεκτικού τύπου hαγεμονία (στ. 2-3), ο οποίος παραπέμπει εύλογα στη Θηβαϊκή ηγεμονία των ετών 371-362 π.Χ. –σημειωτέον ότι εδώ έχουμε μάλλον την πρωιμότερη επιγραφική μαρτυρία του όρου (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 246-249). Θεώρησαν, όμως, πιθανότερο, ελλείψει περαιτέρω στοιχείων, ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή ο όρος hαγεμονία δεν θα πρέπει να δηλώνει τίποτε περισσότερο από την υπεροχή των Θηβαίων έναντι των Ιστιαιέων.
β) hαγεμονίαν… κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν: η πρόταση για χρονολόγηση της συνθήκης την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας και η πιθανή σύνδεσή της με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα
Κατά την άποψή μας, η τελευταία πρόταση της συνθήκης, hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4), συνιστά σημαντική ένδειξη για τη χρονολόγησή της. Η πρόταση αυτή σημαίνει κυριολεκτικά την ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα, στο πλαίσιο της συμμαχίας με τους Ιστιαιείς (πρβλ. Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.42· 2.2.20· 5.3.26). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται να υποδηλώνει ταυτόχρονα την πολιτική κυριαρχία των Θηβαίων ή τις φιλοδοξίες τους για πολιτική επικράτηση τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Ιδιαίτερης σημασίας είναι η διαπίστωση ότι ρήτρες με ανάλογο περιεχόμενο είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας (πρβλ. SEG XXVI 461 [SEG XLIX 392· SEG LI 449· συνθήκη ειρήνης και συμμαχίας ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και στους Αιτωλούς Ερξαδιείς, τέλη 6ου αι. π.Χ. – 388 π.Χ. [;]] στ. 4-7 [βλ. πρόσφατα Antonetti 2017· Antonetti – De Vido 2017: αρ. 29]). Αυτό όμως που προξενεί μεγαλύτερη εντύπωση, σε συνδυασμό με την παραπάνω διαπίστωση, είναι η πρόβλεψη για ανάληψη της ηγεμονίας του πολέμου στη θάλασσα από μία κατεξοχήν χερσαία δύναμη, όπως ήταν η Θήβα και, εν γένει, η Βοιωτία. Καλούμαστε, επομένως, να διερευνήσουμε αν στις περιόδους κατά τις οποίες διασταυρώθηκαν οι δρόμοι των Ιστιαιέων και των Θηβαίων, δηλαδή το 394, το 377/376, καθώς και μετά το 371 π.Χ., συνέτρεχαν οι λόγοι εκείνοι, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, οι οποίοι θα αιτιολογούσαν την ύπαρξη μιας τέτοιας ρήτρας.
Οι Βοιωτοί διέθεταν στόλο, πιθανώς όχι ιδιαίτερα αξιόλογου μεγέθους, τουλάχιστον από τα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου. Τότε όμως δε δρούσαν ανεξάρτητα αλλά ακολουθούσαν τους Λακεδαιμονίους στις ναυτικές επιχειρήσεις (Θουκυδίδης 8.3.2, 8.5.2, 8.106.3· Διόδωρος Σικελιώτης 13.98.4, 13.99.6· F.Delphes III 1: 52· για το στόλο των Θηβαίων εν γένει, βλ. Carrata Thomes 1952: 13-18· πριν από τη Θηβαϊκή ηγεμονία: Salmon 1953: 358-360· Buckler 1980: 163 και 308 σημ. 27).
Στις αρχές του Κορινθιακού πολέμου, το 395 π.Χ., οι Θηβαίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τη βοήθεια των Αθηναίων, τους παραχώρησαν την ηγεμονία στην αντι-σπαρτιατική συμμαχία (Ξενοφών, Ελληνικά 3.5.7-15, ιδίως 14). Αυτή η διάθεση “υποταγής” των Θηβαίων στους Αθηναίους, ανεξάρτητα από το αν εξυπηρετούσε συγκεκριμένα συμφέροντα τη δεδομένη χρονική στιγμή, δεν ταιριάζει σε καμία περίπτωση με το ύφος της επιγραφής.
Το 377/376 π.Χ., στο επεισόδιο ανάμεσα στους Θηβαίους και τον Αλκέτα ενεπλάκησαν δύο (2) θηβαϊκές τριήρεις. Αυτές όμως δε συμμετείχαν σε πολεμική επιχείρηση, αλλά είχαν επιστρατευτεί για τη μεταφορά σίτου από το λιμάνι των Παγασών. Την εποχή εκείνη, άλλωστε, οι Θηβαίοι δεν είχαν λόγο να διεξάγουν πόλεμο στη θάλασσα· απεναντίας, στο πλαίσιο του Βοιωτικού πολέμου, κύριο μέλημά τους ήταν η αντιμετώπιση των Λακεδαιμονίων στην χώραν τους, σε χερσαίο δηλαδή έδαφος. Σε πολιτικό επίπεδο, μάλιστα, αν όχι και σε στρατιωτικό, δε θα πρέπει να ήταν ακόμη σε θέση να αξιώνουν ηγετικό ρόλο ούτε στην ξηρά, καθώς το επεισόδιο στην Ιστίαια-Ωρεό προηγήθηκε της ανάκτησης από αυτούς το 375 π.Χ. των γειτονικών βοιωτικών πόλεων (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.63· πρβλ. Διόδωρος Σικελιώτης 15.38.4) καθώς και της νίκης τους κατά των Λακεδαιμονίων στην Τεγύρα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.37.1-2, 15.81.2· Πλούταρχος, Πελοπίδας 16-17· επίσης Buckler 1995· Sprawski 2004. Σύμφωνα με τον Έφορο [Διόδωρος Σικ. 15.37.2· πρβλ. id. 15.39.1], τότε διεφάνησαν για πρώτη φορά οι δυνατότητες των Θηβαίων να αγωνιστούν για την ηγεμονία της Ελλάδος). Όσον αφορά στην ανάληψη από τους Θηβαίους της ηγεμονίας στη θάλασσα, έστω και υπό τη στενή έννοια της στρατιωτικής ηγεσίας σε ναυτικές επιχειρήσεις, αυτή θα αποτελούσε μάλλον παράδοξο την εποχή εκείνη. Υπενθυμίζεται ότι το 377/376 π.Χ. οι Θηβαίοι, σε αντίθεση με τους Ιστιαιείς, συμμετείχαν ήδη στη Β΄ Αθηναϊκή συμμαχία, και μια σειρά από μαρτυρίες καθόλη τη διάρκεια της συμμετοχής τους σε αυτή, φανερώνουν την “εξάρτησή” τους από το αθηναϊκό πολεμικό ναυτικό (Ξενοφών, Ελληνικά 5.4.62-63· 6.2.1, 6.4.3· [Δημοσθένης,] Κατὰ Τιμοθέου [49] 14-21, 48-54· IG II2 1607 A στ. 49-50, Β στ. 155-158). Πώς μπορούσε επομένως ένα μέλος της Β΄ Αθηναϊκής συμμαχίας, το οποίο δε δρούσε ανεξάρτητα από τους Αθηναίους σε ναυτικές πολεμικές επιχειρήσεις, να αξιώνει την ηγεμονία του πολέμου στη θάλασσα από μία πόλιν η οποία δεν ανήκε στη Συμμαχία;
Η έκβαση της μάχης στα Λεύκτρα εγκαινίασε την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας (371-362 π.Χ.). Το 367 π.Χ., οι Θηβαίοι βρίσκονταν στο απόγειο της δύναμής τους. Το θέρος του έτους αυτού, συνεχώς βουλευόμενοι Θηβαίοι όπως άν τὴν ηγεμονίαν λάβοιεν τής Ελλάδος (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33), απέστειλαν τον Πελοπίδα στα Σούσα, στις διαπραγματεύσεις για τη σύναψη Κοινής Ειρήνης (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.33-38· Πλούταρχος, Πελοπίδας 30· id. Αρταξέρξης 22.4-6· επίσης Bearzot 2011). Στην περσική αυλή ο Πελοπίδας αξίωσε την απόσυρση του αθηναϊκού στόλου από την ενεργό δράση (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.36: Αθηναίους ανέλκειν τὰς ναύς), προφανώς για να κατορθώσουν οι Θηβαίοι να εξασφαλίσουν την ηγεμονία της Ελλάδος, η οποία δε θα μπορούσε να επιτευχθεί ενόσω οι Αθηναίοι κρατούσαν τα σκήπτρα στη θάλασσα. Η αξίωση έγινε αποδεκτή από τον Πέρση βασιλέα Αρταξέρξη Β΄, προφανώς λόγω της ανησυχίας του για την αυξανόμενη παρουσία του αθηναϊκού στόλου στο Αιγαίο, αλλά απορρίφθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, από τους Αθηναίους (Ξενοφών, Ελληνικά 7.1.37).
Από χωρίο του Διοδώρου (15.78.4-79.2) πληροφορούμαστε ότι το έτος 364/363 π.Χ. εγκαινιάστηκε το ναυτικό πρόγραμμα των Θηβαίων, κατόπιν εισήγησης του Επαμεινώνδα (Buckler 1980: 160-175· Roesch 1984· Stylianou 1998: 493-497· van Wijk 2020). Αναλυτικότερα, μαρτυρείται ότι ο σπουδαίος αυτός άνδρας προέτρεψε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν ηγεμονίας. Στην εισήγησή του, η οποία αναφέρεται ως προϊόν μακράς σπουδής (διελθὼν λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον), παρουσίασε το εγχείρημα αυτό ως συμφέρον και εφικτό, διατεινόμενος, μεταξύ άλλων, ότι ήταν ευκολότερο για εκείνους οι οποίοι ήταν ήδη κυρίαρχοι στην ξηρά, να κυριαρχήσουν και στη θάλασσα. Με αυτό και πολλά ακόμη επιχειρήματα, έπεισε τους Θηβαίους να αγωνιστούν περί τής κατὰ θάλατταν αρχής (Διόδωρος Σικελιώτης 15.78.4). Αμέσως οι Θηβαίοι ψήφισαν υπέρ της ναυπήγησης εκατό (100) τριήρων. Αποφάσισαν επίσης να παρακινήσουν τους Ροδίους, τους Χίους και τους Βυζαντίους να τους βοηθήσουν στα σχέδιά τους. Ο ίδιος ο Επαμεινώνδας στάλθηκε με στρατιωτική δύναμη στις προαναφερθείσες πόλεις –ο πλους του χρονολογείται από τον Διόδωρο επίσης στο έτος 364/363 π.Χ. Αφού κατόρθωσε να προκαλέσει δέος στον Αθηναίο στρατηγό Λάχητα –αυτός είχε αποσταλεί με αξιόλογο στόλο προκειμένου να παρεμποδίσει τους Θηβαίους– και να τον αναγκάσει να αποπλεύσει, ιδίας τὰς πόλεις τοίς Θηβαίοις εποίησεν (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.1). Τέλος, υπογραμμίζεται ότι αν ο Επαμεινώνδας είχε ζήσει περισσότερο, οι Θηβαίοι θα είχαν κατορθώσει να εξασφαλίσουν, πέρα από την ηγεμονία στην ξηρά, και την ηγεμονία στη θάλασσα (Διόδωρος Σικελιώτης 15.79.2: τη κατὰ γήν ηγεμονία καὶ τὴν τής θαλάττης αρχὴν προσεκτήσαντο· πρβλ. όμως Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1).
Το ταξίδι του Επαμεινώνδα επιβεβαιώνεται τόσο από άλλες φιλολογικές όσο και από επιγραφικές μαρτυρίες και χρονολογείται συνήθως το 364 ή, σπανιότερα, το 363/362 π.Χ. από τους σύγχρονους μελετητές μελετητές (Ισοκράτης, Πρὸς Φίλιππον [5] 53· Πλούταρχος, Φιλοποίμην 14.1· Marcus Julianus Justinus, Epitome Historiarum Philippicarum Trogi Pompeii 16.4.3-4· βλ. επίσης IG VII 2408 [Θήβα, 364/363 π.Χ.]: ψήφισμα προξενίας του Βοιωτικού κοινού για πολίτη του Βυζαντίου· ed. pr. Blümel 1994: 157-158 πίν. 17: ψήφισμα προξενίας των Κνιδίων για τον Επαμεινώνδα. Για τη χρονολόγησή του ταξιδιού το 364 π.Χ. και τους λόγους αυτής, βλ. κυρίως Buckler 1980: 164, 169 κ.εξ. [τέλη καλοκαιριού]· το 363/362 π.Χ. και τους λόγους αυτής, Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181. Για τα αποτελέσματα του ταξιδιού, βλ. Ruzicka 1998· Russell 2016). Το ζήτημα του ναυτικού προγράμματος των Θηβαίων, όμως, έχει οδηγήσει σε αντιγνωμία μεταξύ των σύγχρονων μελετητών, καθώς από την αφήγηση του Διοδώρου δεν προκύπτει με σαφήνεια αν αυτό υλοποιήθηκε ή όχι. Σημαντικός αριθμός μελετητών υποστηρίζει ότι αυτό υλοποιήθηκε, τουλάχιστον ως ένα βαθμό (Carrata Thomes 1952· Buckler 1980: ιδίως 160-175 και 308 σημ. 19· Hatzopoulos 1985: 253 και σημ. 70· Roesch 1984· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Βασικό επιχείρημα υπέρ της άποψης αυτής θεωρείται η αναφορά του Διοδώρου στην αντίδραση του Λάχητος απέναντι στον Επαμεινώνδα η οποία ευνοεί την υπόθεση ότι ο Επαμεινώνδας έπλεε με μεγαλύτερο στόλο από τον αξιόλογου μεγέθους στόλο του Λάχητος. Επιπροσθέτως, έγινε προσπάθεια σύνδεσης ορισμένων προξενικών ψηφισμάτων του Βοιωτικού κοινού επί Θηβαϊκής ηγεμονίας με το ναυτικό πρόγραμμα (IG VII 2407 [Rhodes, Osborne, GHI αρ. 43· βλ. και Glotz 1933· Carrata Thomes 1952: 25 κ.εξ.· Roesch 1984: ιδίως 56 pace Cawkwell 1972: 272 σημ. 1· Stylianou 1998: 495]· SEG 34: 355 [κυρίως Roesch 1984: ιδίως 52-53, 57-60 pace Stylianou 1998: 495]· SEG 55: 564bis [Knoepfler 2005: 73-87· Mackil 2008· Fossey 2014: 17-19· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 258]). Η πλειονότητα των μελετητών αυτών, λαμβάνοντας υπόψη τα ιστορικά γεγονότα και τις διεθνείς σχέσεις των Θηβαίων πριν από το 364 π.Χ. και γνωρίζοντας ότι για την υλοποίηση, μέρους έστω, του προγράμματος αυτού, απαιτούνταν αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα –υπενθυμίζεται ότι ο Διόδωρος τοποθετεί την ψήφιση του προγράμματος και το ταξίδι του Επαμεινώνδα στο ίδιο έτος–, εξέφρασε την άποψη ότι αυτό εγκαινιάστηκε το 367/366 ή το 366/365 π.Χ. –ορισμένοι τοποθετούν την αφετηρία του ακόμη νωρίτερα–, πιθανώς με περσική χρηματοδότηση και με την εισαγωγή σημαντικού μέρους της ναυπηγήσιμης ξυλείας από τη Μακεδονία, τον κατεξοχήν τόπο παραγωγής υψηλής ποιότητας ναυπηγήσιμης ξυλείας (Carrata Thomes 1952: 22-24· Hammond – Griffith 1979: 185-188· Buckler 1980: 155, 160-161, 163· Roesch 1984: 52-53, 54, 58, 57-60· Hatzopoulos 1985· Borza 1987: 46 και σημ. 59· Mackil 2008: 181-185· D. Knoepfler, BE 2015: αρ. 263). Ορισμένοι, πάλι, τοποθετούν τη ναυπήγηση του στόλου το 364 π.Χ. και το ταξίδι του Επαμεινώνδα το 363/362 π.Χ. (Wiseman 1969: 195, 199· πρβλ. Mackil 2008: 181). Υπάρχει, όμως, και σημαντική μερίδα ιστορικών οι οποίοι εκφράζουν την άποψη ότι ο στόλος αυτός δε ναυπηγήθηκε ποτέ. Αυτοί υποστηρίζουν, ακολουθώντας τον Διόδωρο, ότι τόσο η ψήφιση του ναυτικού προγράμματος όσο και το ταξίδι του Επαμεινώνδα έλαβαν χώρα το 364 π.Χ., και ότι τη δύναμη με την οποία έπλευσε ο Επαμεινώνδας δε συνιστούσε ο πρόσφατα εγκριθείς προς ναυπήγηση στόλος, αλλά προϋπάρχων μικρότερος στόλος (Cawkwell 1972: 270-275· Ruzicka 1998: 61 και σημ. 8· Stylianou 1998: 494-496: Διόδωρος Σικ. 79.1· Russell 2016: 67 και 186 σημ. 2· van Wijk 2020)· πρβλ. Schachter 2014). Προκειμένου, μάλιστα, να εξηγηθεί η αντίδραση του Λάχητος, έχει εκφραστεί η άποψη ότι αυτός αποχώρησε για πολιτικούς και όχι για στρατιωτικούς λόγους και ότι η αντίδραση αυτή δεν υπονοεί κάτι για το μέγεθος του στόλου του Επαμεινώνδα (Cawkwell 1972: 271· βλ. και Ruzicka 1998: 61 σημ. 8).
Με τα δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας δε μπορεί να επιβεβαιωθεί ούτε η μία ούτε η άλλη άποψη. Αυτό που θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς είναι ότι τόσο η αδυναμία των Θηβαίων να “αφοπλίσουν” μέσω της διπλωματίας το αθηναϊκό ναυτικό, επιτυγχάνοντας την επικύρωση της Κοινής Ειρήνης ως προστάται αυτής, όσο και οι αθηναϊκές πολεμικές επιχειρήσεις υπό τον Τιμόθεο στο Αιγαίο από το 366 π.Χ. –σημειωτέον ότι στο πλαίσιο των επιχειρήσεων αυτών ιδρύθηκε αθηναϊκή κληρουχία στη Σάμο, το 365 π.Χ., η οποία έφερε στο νου πικρές μνήμες της Αθηναϊκής ηγεμονίας του 5ου αι. π.Χ.–, επέδρασαν πιθανώς καταλυτικά στην απόφαση των Θηβαίων να ναυπηγήσουν αξιόμαχο στόλο (βλ. σχετικά και Cawkwell 1972: 271 κ.εξ.· Buckler 1980: 160-161· πρβλ. ibid. 154-156· Russell 2016: 67). Ασφαλώς, όμως, δεν αποκλείεται η απόκτηση ισχυρού βοιωτικού στόλου ως αντίβαρο του αθηναϊκού να προϋπήρχε ως σκέψη και οι πρώτες ενέργειες προς την κατεύθυνση αυτή να είχαν πραγματοποιηθεί σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά τη μάχη των Λεύκτρων (πρβλ. Διόδωρος Σικ. 15.78.4: διελθὼν [ενν. ο Επαμεινώνδας] λόγον εκ χρόνου πεφροντισμένον). Σε κάθε περίπτωση, το ναυτικό πρόγραμμα δεν πρέπει να υλοποιήθηκε στο σύνολό του, καθώς δεν άφησε το αποτύπωμά του στα χρόνια που ακολούθησαν (βλ., πιο συγκεκριμένα, Cawkwell 1972: 271).
Όλα όσα προαναφέρθηκαν, μας έχουν οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η παρουσία της ρήτρας hαγεμονία|ν δέ ε̂μεν το̂ πολέμο Θεβαίον καὶ̣ | κατὰ γαν καὶ κάτ θάλατταν (στ. 2-4) σε συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων, θα μπορούσε να εξηγηθεί επαρκώς, τόσο σε στρατιωτικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, μόνο αν η συμμαχία αυτή τοποθετούνταν χρονικά στην εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας.
γ) Το ζήτημα της χρήσης του επιχώριου βοιωτικού αλφαβήτου και της αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς
Δύο είναι τα σημεία εκείνα τα οποία θα μπορούσαν να μας προβληματίσουν ως προς τη χρονολόγηση επί Θηβαϊκής ηγεμονίας και στα οποία στηρίχθηκαν, ως ένα βαθμό, οι εκδότες της επιγραφής και θεώρησαν πιθανότερη τη σύναψη της συνθήκης αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ.: η χρήση του επιχώριου βοιωτικού αλφάβητου και η αναφορά σε Θηβαίους αντί για Βοιωτούς.
Ο χρόνος εγκατάλειψης του επιχώριου και υιοθέτησης του ιωνικού αλφάβητου στη Βοιωτία, και ιδίως στη Θήβα, αποτελεί ζήτημα το οποίο προβληματίζει εδώ και αρκετές δεκαετίες τους μελετητές της περιοχής και η αλλαγή αυτή έχει συνδεθεί κατά καιρούς με συγκεκριμένα γεγονότα και έχει αναχθεί σε περιόδους κατά τις οποίες οι σχέσεις με τους Αθηναίους ήταν αρμονικές: 1) στη δεκαετία του 390 π.Χ., στο πλαίσιο του Κορινθιακού πολέμου (Taillardat, Roesch 1966)· 2) στο έτος 379/378 π.Χ., τουλάχιστον στη Θήβα, ύστερα από την εκδίωξη των Σπαρτιατών από την Καδμεία (Knoepfler 1992: 423-424 αρ. 24· πρβλ. id. BE 2009: 244)· 3) περί τα έτη 379-376 π.Χ., αρχικά από τους Θηβαίους με τη στήριξη του δημοκρατικού καθεστώτος, τα οποία διαδέχθηκε μία περίοδος πειραματισμών σε όλη τη Βοιωτία (Vottéro 1996 [αν και υποστήριξε ότι για να είναι κανείς σίγουρος θα πρέπει να εντάξει την αλλαγή στο α΄ μισό του 4ου αι. π.Χ.]. Η άποψή του υιοθετήθηκε από τον N. Luraghi [2010: 83 σημ. 32, 87 σημ. 43]). Η πρόταση από τους εκδότες της για χρονολόγηση της συνθήκης που εξετάζουμε το 377/376 π.Χ. είχε ως αποτέλεσμα το έτος αυτό να εκλαμβάνεται πλέον από μερίδα μελετητών ως terminus post quem για την υιοθέτηση της ιωνικής γραφής (D. Knoepfler, BE 2013: αρ. 170· Papazarkadas 2016β: 135). Οι θέσεις αυτές λειτουργούν μάλλον αποτρεπτικά για τη χρονολόγηση της υπό εξέταση συμμαχίας την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Θα πρέπει, όμως, να αναφερθεί, αφενός μεν ότι ο αριθμός των σωζόμενων σε λίθο βοιωτικών επιγραφών του πρώτου μισού του 4ου αι. π.Χ. δεν επαρκεί ώστε να αποκτήσουμε μία σαφή εικόνα για το χρόνο υιοθέτησης του ιωνικού αλφαβήτου, αφετέρου δε ότι σε νομίσματα τα οποία αποτελούν επίσημα τεκμήρια, και συγκεκριμένα στους “επώνυμους” θηβαϊκούς ή βοιωτικούς στατήρες, το επιχώριο αλφάβητο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται σποραδικά έως τα μέσα της δεκαετίας του 360 π.Χ. (για τους “επώνυμους” στατήρες, βλ. Hepworth 1998· Schachter 2016). Οι νομισματικές αυτές μαρτυρίες χρησιμοποιούνται συνήθως ως επιχείρημα για τη στήριξη μιας άλλης άποψης που έχει διατυπωθεί από σύγχρονους μελετητές, σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου αποτέλεσε σταδιακή και μακροχρόνια διαδικασία, η οποία βασίστηκε, εν μέρει τουλάχιστον, στη διαθεσιμότητα των χαρακτών που ήταν εξοικειωμένοι με το νέο αλφάβητο, και η οποία δεν ξεκίνησε απαραίτητα από τη Θήβα αλλά από άλλες βοιωτικές πόλεις, όπως οι Θεσπιές, οι οποίες είχαν περισσότερες επαφές με την Αθήνα (βλ. σχετικά Hepworth 1989: 37-38· Schachter 2016: 44 και σημ. 13, 14, 25· επίσης Iversen 2010: 262-264 [κριτική από D. Knoepfler, BE 2012: αρ. 196], όπου, όμως, δεν γίνεται αναφορά στα νομίσματα· πρβλ. Matthaiou 2009, για τη σταδιακή υιοθέτηση του ιωνικού αλφαβήτου στην Αθήνα). Συνεπώς, συμπεραίνουμε ότι η χρήση του επιχώριου αλφαβήτου δεν αποτελεί ισχυρό επιχείρημα για τη χρονολόγηση της συμμαχίας πριν από τη μάχη των Λεύκτρων. Άλλωστε, όπως αναφέρουν χαρακτηριστικά οι εκδότες της επιγραφής, «historical contextualization should take precedence over any arguments based exclusively on letter forms, important as these may be» (Aravantinos – Papazarkadas 2012: 244).
Η χρήση του εθνικού Θηβαίοι αντί για το εθνικό Βοιωτοί ευνοεί τη χρονολόγηση της συνθήκης συμμαχίας αμέσως μετά τα γεγονότα του 377/376 π.Χ. καθώς παραπέμπει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστον, σε μία περίοδο κατά την οποία το Βοιωτικό κοινό είχε διαλυθεί, κάτι που δεν ίσχυε ούτε την εποχή του Κορινθιακού πολέμου, και κυρίως, ούτε της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Γνωρίζουμε, μάλιστα, ότι οι Θηβαίοι αποκλείστηκαν από την Κοινή Ειρήνη του 371 π.Χ., η οποία συνήφθη λίγο πριν από τη μάχη των Λεύκτρων, επειδή στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων οι πρέσβεις αυτών εκέλευον μεταγράφειν αντὶ Θηβαίων Βοιωτοὺς ομωμοκότας (Ξενοφών, Ελληνικά 6.3.19). Επιπλέον, γνωρίζουμε ότι επί Θηβαϊκής ηγεμονίας οι προξενίαι χορηγούνταν από το Βοιωτικό κοινό και όχι από τους Θηβαίους (για τα βοιωτικά [θηβαϊκά] ψηφίσματα προξενίας, βλ. Knoepfler 1978 (4ος αι. π.Χ.)· Fossey 2014: Part 1). Δεν θα πρέπει, όμως, να παραβλέψει κανείς το γεγονός ότι η έκβαση της μάχης των Λεύκτρων εγκαινίασε ουσιαστικά την εποχή της Θηβαϊκής και όχι της Βοιωτικής ηγεμονίας. Συνθήκες συμμαχίας της εποχής εκείνης, χαραγμένες σε λίθο, δεν έχουν βρεθεί έως σήμερα. Σε φιλολογικά κείμενα, όμως, μαρτυρείται η σύναψη συνθηκών από τους Θηβαίους και όχι από τους Βοιωτούς (βλ. αναλυτικότερα Aravantinos – Papazarkadas 2012: 249). Αν και, πιθανώς, αυτό συμβαίνει γιατί οι συγγραφείς γνώριζαν ότι η εξωτερική πολιτική ρυθμιζόταν από τους Θηβαίους και όχι από το σκιώδες Βοιωτικό κοινό, δε μπορεί να αποκλείσει κανείς το γεγονός ότι ορισμένα από τα κείμενα αυτά αντανακλούν τη φρασεολογία των επίσημων εγγράφων. Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στο χωρίο του Ξενοφώντος (Ελληνικά 7.1.42), ο οποίος υπήρξε σύγχρονος της εποχής εκείνης, για τη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Θηβαίων και Αχαιών, το 366 π.Χ.: Επαμεινώνδας… πιστὰ λαβὼν παρὰ τών Αχαιών ή μὴν συμμάχους έσεσθαι καὶ ακολουθήσειν όποι άν Θηβαίοι ηγώνται, ούτως απήλθεν οίκαδε.
Παρά τους σκοπέλους αυτούς, εμμένουμε στην άποψη ότι το σωζόμενο ενεπίγραφο τμήμα πρέπει να ανήκε σε συνθήκη συμμαχίας η οποία συνήφθη την εποχή της Θηβαϊκής ηγεμονίας. Οι Ιστιαιείς, όπως και οι υπόλοιποι Ευβοείς, συμμάχησαν με τους Θηβαίους πριν από την πρώτη εκστρατεία των Θηβαίων στην Πελοπόννησο, στα τέλη του 370 π.Χ. Αν υποθέσει κανείς ότι το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης αυτής, τότε η ανάληψη της ηγεμονίας από τους Θηβαίους όχι μόνο στην ξηρά αλλά και στη θάλασσα θα μπορούσε κάλλιστα να εξηγηθεί σε στρατιωτικό επίπεδο από το γεγονός ότι τόσο οι ισχυροί μετά τη νίκη τους στα Λεύκτρα Θηβαίοι όσο και οι Ιστιαιείς δε βρίσκονταν πλέον υπό την ηγεσία του αθηναϊκού πολεμικού ναυτικού. Η ύπαρξη, ωστόσο, και πολιτικής χροιάς στη διάταξη αυτή, η οποία θα την συνέδεε με τις βλέψεις των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και, κατ’ επέκταση, με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα, ενισχύεται, κατά την άποψή μας, κυρίως από το γεγονός ότι τέτοιες διατάξεις είναι σχεδόν απούσες από τις σωζόμενες σε λίθο συνθήκες συμμαχίας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αλλά και από ένα χωρίο του Ισοκράτους (Πρὸς Φίλιππον [5] 53), όπου γίνεται αναφορά στα πεπραγμένα των Θηβαίων μετά τη μάχη στα Λεύκτρα, και το οποίο φέρει αυτομάτως στο νου τη διάταξη αυτή: … Εύβοιαν δ᾽ επόρθουν, εις Βυζάντιον δέ τριήρεις εξέπεμπον, ὡς καὶ γής καὶ θαλάττης άρξοντες (ο Russell 2016: 187 και σημ. 17 είναι ο μόνος που υπέθεσε, χωρίς, όμως, να προχωρήσει σε περαιτέρω ανάλυση, ότι η αποσπασματικά σωζόμενη συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων θα μπορούσε να συνδέεται με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα). Αν μπορούσε να αποδειχθεί η πολιτική διάσταση της ρήτρας, τότε θα οδηγούμαστε στις εξής υποθέσεις: 1) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα της συνθήκης συμμαχίας που συνήφθη μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων περί το 370 π.Χ. Σε μια τέτοια περίπτωση θα αποδεικνυόταν ότι οι Θηβαίοι είχαν από τότε βλέψεις, τουλάχιστον σε θεωρητικό επίπεδο, για θαλάσσια κυριαρχία· 2) το ενεπίγραφο θραύσμα αποτελεί τμήμα μιας συνθήκης μεταξύ Ιστιαιέων και Θηβαίων η οποία υπογράφτηκε σε μεταγενέστερο χρόνο και συνδεόταν με το ναυτικό πρόγραμμα του Επαμεινώνδα. Ασφαλώς, ένα τέτοιο ενδεχόμενο προβληματίζει ιδιαίτερα λόγω της προϋπάρχουσας συνθήκης· 3) η ρήτρα συνδέεται με το εγχείρημα των Θηβαίων για θαλάσσια κυριαρχία και αποτελεί μεταγενέστερη προσθήκη στη συμμαχία του 370 π.Χ. Η υπόθεση αυτή βασίζεται στο γεγονός ότι πρόκειται για ρήτρα ουσίας η οποία θα ταίριαζε καλύτερα να τοποθετηθεί πιο ψηλά στο κείμενο.
(βασισμένη στο Aravantinos – Papazarkadas 2012: 240)
(δεν θα επιτρέπεται;) στους Ιστιαιείς να εγκαταλείπουν (;) τον πόλεμο χωρίς τους Θηβαίους. Η ηγεμονία του πολέμου θα ανήκει στους Θηβαίους και στην ξηρά και στη θάλασσα.
1 | Ξενοκράτης, |
Θεόπομπος, | |
Μνασίλαος. | |
vacat | |
4 | ανίκα τὸ Σπάρτας εκράτει δόρυ, τηνάκις είλεν |
5 | Ξεινοκράτης κλάρωι Ζηνὶ τροπαία φέρειν |
ου τὸν απ’ Ευρώτα δείσας στόλον ουδέ Λάκαιναν | |
ασπίδα. “Θηβαίοι κρείσσονες εν πολέμωι” | |
καρύσσει Λεύκτροις νικαφόρα δουρὶ τροπαία, | |
ουδ’ Επαμεινώνδα δεύτεροι εδράμομεν. |
Ξενοκράτης, Θεόπομπος, Μνασίλαος. Όταν το δόρυ της Σπάρτης ήταν κυρίαρχο, τότε έλαχε (στ. 5) στον Ξενοκράτη να φέρει τρόπαιο στον Δία, χωρίς να φοβηθεί τη στρατιά από τον Ευρώτα ή την ασπίδα των Λακεδαιμονίων. “Οι Θηβαίοι είναι καλύτεροι στον πόλεμο” διατυμπανίζει το τρόπαιο που κερδήθηκε από τη νίκη του δόρατος στα Λεύκτρα· ούτε από τον Επαμεινώνδα είμαστε δεύτεροι.
Ιούλιος Τήρης εξ εκατο[ντάρχου] | |
σπείρης αʹ [Φ]λ(αβίας) <Β>έσ(σων) ζών εα[υτω] | |
ηρόειον κα[τ]εσκεύασεν καὶ Ου- | |
αλερία Αρτέμεινι τη ευσεβεστά- | |
5 | τη γ[υ]ναικὶ καὶ Ιουλίω Ιουλιανω |
ιππ[ε]ί Ῥωμαίων τω υιω καὶ Ιουλ̣ία | |
Αρτέμεινι τη θυγατρί | |
[Iul]ius Teres ex (centurione) coh(ortis) ∙ I ∙ F̣ḷ(aviae) | |
[Bes]sọr(um) ∙ vivo sibi fecit et Vạ[le]- | |
10 | riae Artemini coiugi carissim[ae] |
et Iulio Iuliano equiti Romanọ | |
filio suo et Iuliae Artemini filiae. |
Πρόκειται για δίγλωσση –ελληνική (στ. 1-7) και λατινική (στ. 8-12)– επιτάφια επιγραφή ενός εκατόνταρχου και της οικογένειάς του από την οποία πληροφορούμαστε ότι αυτός, ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή, κατασκεύασε ηρώο για τον ίδιο, τη σύζυγό του, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την κόρη του.
Το φαινόμενο των δίγλωσσων επιγραφών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής εκδοχής στην εν λόγω επιγραφή
Δίγλωσσες επιγραφές απαντούν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήδη από την Αρχαϊκή εποχή (βλ. ενδεικτικά SEG XXIX 63: ελληνικά-καρικά). Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί ίσως η ελληνιστική «Στήλη της Ροζέτας», που συντάχθηκε σε ελληνικά και αιγυπτιακά (δημοτική και ιερογλυφική γραφή). Μία από τις συνέπειες της ρωμαϊκής επέκτασης στην ανατολή ήταν και η διάδοση της λατινικής γλώσσας, η οποία, ωστόσο, υπήρξε ομολογουμένως περιορισμένη στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αντανάκλαση του φαινομένου αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσες (λατινικές/ελληνικές ή ελληνικές/λατινικές) επιγραφές, κυρίως επιτάφιες και αναθηματικές, που χαράσσονταν με πρωτοβουλία Ρωμαίων πολιτών εγκατεστημένων στην ανατολή αλλά και ντόπιων, καθώς και επίσημα έγγραφα για τη σύνταξη των οποίων μεριμνούσαν οι αρχές μιας πόλης και η ρωμαϊκή διοίκηση (για τις δίγλωσσες επιγραφές στη ρωμαϊκή ανατολή βλ. Touloumakos 1995· βλ. επίσης EpigraphicDatabaseHeidelberg [https://edh.ub.uni-heidelberg.de], όπου έχει δημοσιευθεί πολύ μεγάλος αριθμός δίγλωσσων επιγραφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Στην εδώ σχολιαζόμενη επιγραφή, οι πρώτοι επτά στίχοι ακολουθούνται από ακόμη πέντε, που συνιστούν τη λατινική εκδοχή του επιταφίου κειμένου.
Όσον αφορά το κείμενο που εξετάζουμε, η ελληνική εκδοχή του (στ. 1-7) διαφοροποιείται από τη λατινική (στ. 8-12) σε δύο σημεία. Πρώτον, ο όρος ηρωον παραλείπεται στη λατινική απόδοση. Ο αφηρωισμός των νεκρών μαρτυρείται συχνά σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου και το ταφικό μνημείο αποκαλείται συχνά ηρωον, ιδίως σε επιγραφές της Μακεδονίας συγκριτικά με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (για τον όρο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου 2009: 391). Αντιθέτως, η πρακτική αυτή δεν μαρτυρείται συχνά στις λατινικές επιγραφές, στις οποίες, μάλιστα, παραλείπεται συχνά η αναφορά του ταφικού μνημείου ως αντικείμενου του ρήματος fecit, όπως ακριβώς και στην παρούσα επιγραφή.
Δεύτερον, η σύζυγος του Ιούλιου Τήρη προσδιορίζεται στην ελληνική εκδοχή ως ευσεβεστάτη, στη λατινική εκδοχή ως carissima. Το επίθετο υπερθετικού βαθμού carissima αποτελεί τον τυπικό προσδιορισμό που αποδίδεται σε τεθνεώσες συζύγους και συνήθως συνοδεύεται από άλλες φράσεις ή επίθετα, όπως bene merens, incomparabilis, sanctissima, dignissima, rarissima και pia/pientissima/piissima (Rieß 2012: 492-493). Το επίθετο ευσεβὴς δεν αντιστοιχεί σημασιολογικά στο carissima (πολυαγαπημένη), ούτε χαρακτηρίζει σταθερά τις συζύγους σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές (βλ. όμως I.Smyrna 216 και ιδίως I.Sinope 121), αν και η ευσέβεια αποτελεί βασική αρετή των γυναικών. Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσδιορισμοί αυτοί δεν μεταφράζονται απλώς από τη μία γλώσσα στην άλλη, αλλά ακολουθούν το πολιτισμικό πλαίσιο της κάθε γλώσσας. Όσον αφορά την αποκατάσταση του κειμένου, αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό κείμενο βοηθάει στη συμπλήρωση του λατινικού (π.χ. Ιούλιος – [Iul]ius, <Β>έσ(σων) – [Bes]sọr(um)), αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο (F̣ḷ(aviae) – [Φ]λ(αβίας)).
Η καταγωγή της οικογένειας του Ιούλιου Τήρη
Η καταγωγή του Ιούλιου Τήρη και της οικογένειάς του είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Το όνομα Τήρης είναι χαρακτηριστικό θρακικό με ευρεία διάδοση στη Θράκη και τη Μακεδονία (Dana, OnomThrac 355-358). Η χρονολόγηση της επιγραφής και η παρουσία της κοόρτης ήδη από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. στη Μακεδονία ίσως συνηγορούν υπέρ της μακεδονικής του καταγωγής, αν και αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Όσον αφορά την καταγωγή της συζύγου του, το όνομά της πιθανότατα αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο, καθώς χρησιμοποιείται η δοτική του ονόματος Άρτεμις με επένθετο –ν-, που αποτελεί χαρακτηριστικό της μακεδονικής διαλέκτου (Σβέρκος – Τζαναβάρη 2009: 216-217). Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι απολύτως ασφαλή, βέβαιη είναι, όμως, η κατοχή ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων τόσο από τον Τήρη όσο και από την Άρτεμη, η οποία συνεπάγεται το δικαίωμα σύναψης γάμου βάσει ρωμαϊκού δικαίου (ius conubii), με αποτέλεσμα τα τέκνα τους να θεωρούνται νόμιμα και με πλήρη δικαιώματα στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου.
Η cohors I Flavia Bessorum και η θητεία στα auxilia
Ο Ιούλιος Τήρης υπηρέτησε στα βοηθητικά σώματα (auxilia) του ρωμαϊκού στρατού, τα οποία στελεχώνονταν κυρίως από επαρχιώτες σε αντίθεση με τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Το όνομα κάθε «μονάδας» δήλωνε συνήθως τον αυτοκράτορα επί του οποίου αυτή δημιουργήθηκε και τον τόπο καταγωγής των στρατιωτών. Εν προκειμένω, το επίθετο Φλαβία (Flavia) παραπέμπει σε έναν από τους τρεις αυτοκράτορες της ομώνυμης δυναστείας (69-96 μ.Χ.), πιθανότατα στον Ουεσπασιανό (69-79 μ.Χ.· Matei-Popescu 2013: 222-223), και η γενική Βέσσων (Bessorum) στο θρακικό φύλο Βέσσοι που ήταν εγκατεστημένο στη δυτική Θράκη. Ο ακριβής χρόνος της αρχικής στρατολόγησης της κοόρτης αυτής δεν είναι γνωστός, αλλά οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες της προέρχονται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Αρχικά είχε σταθμεύσει στην επαρχία της Άνω Μοισίας, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στην επαρχία της Μακεδονίας, όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες από τη Λυγκηστίδα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Η παλαιότερη χρονικά μαρτυρία για παρουσία της κοόρτης στην επαρχία της Μακεδονίας είναι ένα ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα του 120 μ.Χ. που αναφέρει ρητά: in coh(orte) I F(lavia) Be[ssorum quae est Mace]/doniae (CIL 16, 67 στ. 6-7· βλ. και ανωτέρω Χρονολόγηση). Η μετακίνηση του στρατιωτικού σώματος δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο εξωτερικό κίνδυνο ή αναταραχή. Ο Sherk 1957: 54 θεωρεί πως έλαβε χώρα μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού (101/2 και 105/6 μ.Χ.) και επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης στρατού στην επαρχία ακόμη και σε μία σχετικά ειρηνική περίοδο, για την προστασία από άλλους κινδύνους, όπως η ληστεία. Ακολουθεί χρονικά το πρόσφατα δημοσιευθέν δίπλωμα από τις Σέρρες, το οποίο χρονολογείται το 178 μ.Χ. και μαρτυρεί την ύπαρξη τόσο έφιππου όσο και πεζοπόρου τμήματος (Eck – Pangerl 2022). Τέλος, μετά το 212 μ.Χ. χρονολογείται η επιτάφια επιγραφή ενός eques singularis από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε αποσπαστεί από την κοόρτη στη φρουρά του επαρχιακού διοικητή (IG X 2.1, 384).
Είναι γνωστό ότι η υπηρεσία στο ρωμαϊκό στρατό συνεπαγόταν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στα auxilia ο στρατιώτης αποκτούσε ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποδίδονταν και στα τέκνα του. Η ρωμαϊκή πολιτεία του Τήρη ανάγεται, βέβαια, σε κάποιο πρόγονό του που πολιτογραφήθηκε, όπως αποδεικνύει το gentilicium του, επί Ιουλίων-Κλαυδίων· η στρατολόγησή του, αν και Ρωμαίου πολίτη, στα auxilia και όχι σε κάποια λεγεώνα φανερώνει ίσως την επιθυμία του να παραμείνει κοντά στον τόπο καταγωγής του, όπου στρατοπέδευε η κοόρτη εκείνο το διάστημα, και όχι σε κάποια μεθοριακή επαρχία της αυτοκρατορίας.
Η οικογένεια του Τήρη επωφελήθηκε πάντως από τα προνόμια που συνδέονταν με τη στρατιωτική υπηρεσία. Στην επόμενη γενιά ανήλθε ταχύτατα κοινωνικά, αφού ο γιος του Τήρη έγινε μέλος της τάξης των ιππέων (ordo equester). Η άνοδος στην τάξη των ιππέων για όσους υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχοι, όπως ακριβώς ο Ιούλιος Τήρης, και έφταναν στον βαθμό του primus pilus ήταν δυνατή αν και δύσκολη. Από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ωστόσο, η κοινωνική άνοδος των εκατόνταρχων διευκολύνθηκε και το status του ιππέα έγινε κατ’ ουσίαν κληρονομικό (Alföldy 2009: 289). Η απουσία αναφοράς στην κοινωνική θέση του Τήρη, ο οποίος ανεγείρει το μνημείο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο γιος του Ιουλιανός εντάχθηκε στην τάξη των ιππέων πιθανώς χάρη στη δική του υπηρεσία, αφού η παράλειψη των πληροφοριών εκείνων που θα συνέδεαν την κοινωνική άνοδο της οικογένειας με τον ίδιο τον Τήρη και συνεπώς θα τον προέβαλαν, δεν είναι αναμενόμενη.
Ο Ιούλιος Τήρης εκατόνταρχος της α΄ κοόρτης Φλαβίας Βέσσων κατασκεύασε όντας ακόμη εν ζωή αυτό το ηρώο για τον ίδιο και την Ουαλερία Άρτεμη, την ευσεβέστατη (στ. 5) σύζυγό του, και τον Ιούλιο Ιουλιανό, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την Ιουλία Άρτεμη, την κόρη του.
1 | άρχοντος Θεοξένο[υ] τού Φιλαιτώλου, μη[ν]ὸς δ[έ] |
Δαιδαφορίου, βουλευόντων Ε[πι]νίκου [τού Νικο]- | |
στράτου, Σατύρου τού Ζωΐλ[ο]υ· χεὶρ Θεοφίλου το[ύ Ευαμέ]- | |
ρου υπέρ Νικόμαχον Ευδίκου παρόντα καὶ κελεύ[ον]- | |
5 | τα γράψαι υπέρ αυτόν· απέδοτο Νικόμαχος καὶ Νεικ[ὼ] |
τω Απόλλωνι τω Πυθίω επ’ ελευθερία σώματα, οίς ονόματα | |
[Ζ]ωπύρα καὶ τὰ εξ αυτής Παράμον<ον> καὶ Κλέωνα καὶ Ζώπυρον, | |
[τε]ιμας αργυρίου έκαστον αυτών μ[να]ν τ[εσσά]ρων σ[υ]νευα- | |
[ρεσ]τέοντος αυτοίς κα<ὶ> τού υιού αυτών Διονυσίου· καὶ τὰν τε[ι]- | |
10 | [μὰν] απέχομεν πασαν. βεβαιωτὴρ κατασταθεὶς υπ’ [αυτών] |
κατὰ τοὺς νόμους τας πόλιος Λυ<σ>ίμαχος Νικ<ά>νορος, κα[θ]ὼς επίστευσα<ν> τω θεω τὰν ὠνὰν Ζωπύρα καὶ Παράμο- | |
νος καὶ Κλέων καὶ Ζώπ<υ>ρος, εφ’ ᾧτε ελεύθεροι είμεν καὶ ανέπαφοι απὸ πάντω<ν> τὸν πάντα βίον. | |
παραμεινάτωσαν δέ Παράμονος καὶ Κλέων καὶ Ζώπυρος Διονυσίω τὸν τας ζωας αυτού χρόνον | |
ποιούντες τὸ επιτασσόμενον παν τὸ δυνατόν. ει δέ μὴ ποιέοι[σ]αν, εξουσίαν εχέτω Διονύσιος επι- | |
15 | τειμέων τρόπω ᾧ κα θέλη, πλὰν μὴ πολέων. ει δέ τι πάθοι Διονύσιος τών κατ’ άνθρωπον απο- |
λιπὼν τέκνα γνήσια, δότωσαν οι εν τη παραμονη έκαστος δηνάρια εξήκοντα. Ζωπύρα δέ εξουσίαν | |
εχέτω ποιείν ά κα θέλη, μηδενὶ μηδέν προσήκουσα. ει δέ τις εφάπτοιτο τών προγεγραμμένων σωμ[ά]- | |
των επὶ κ<α>τα<δ>ουλισμω, βεβαίην παρεχόντω <τω> θεω τὰν ὠνὰν οί τε αποδόμενοι καὶ ο βεβαιω- | |
τὴρ καὶ οι ιερείς τού Απόλλωνος· ομοίως δέ καὶ ο παρατυχὼν κύριος έστω συλέων καὶ αφαι- | |
20 | ρείμενος εν ελευθερίαν, αζάμιος ὢν καὶ [α]νυπόδικος πάσας δίκας καὶ ζαμίας. εθέμεθα |
δέ τὰς ὠνὰς διὰ τού γραμματέως τής πόλεως Μελισσίωνος τού Λαιάδα —— εις τὰ δημό- | |
σια τής πόλεως γράμματα, τὰν δέ ετέραν ενχαράξας εν τω θεάτρω. χεὶρ Λυσιμάχου τού Νικά- | |
νορος. γέγονα βεβαιωτὴρ επὶ τὰν προγεγραμ<μ>έναν ὠνὰν κατασταθεὶς υπὸ Νικο- | |
μάχου τού Ευδίκου. χεὶρ Διονυσίου. συνευαρεστώ τη Παρ<αμ>όνο<υ κ>α<ὶ> τών προγεγραμ<μ>ένων ὠ- | |
25 | ναν. μάρτυρες οί τε ιερείς τού Απόλλωνο[ς] Διονύσιος Αστοξένου, Δάμων Πολεμάρχου· καὶ |
ιδιώται Αρχίας Αντιγένους, Νικάνωρ Λυσιμάχου, Εύανδρος Μεγάρτα. |
Πρόκειται για μια από τις πολυάριθμες απελευθερωτικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στους Δελφούς, αναγεγραμμένες στον πολυγωνικό τοίχο ή σε στήλες στημένες στο θέατρο.
Ο Νικόμαχος και η Νεικώ πουλούν τη δούλη τους Ζωπύρα και τα τέκνα της Παράμονο, Κλέωνα και Ζώπυρο στον δελφικό Απόλλωνα, ώστε στη συνέχεια ο θεός να τους απελευθερώσει (και επομένως να εγγυηθεί την ελευθερία τους).
H πράξη της απελευθέρωσης και η διασφάλιση των εμπλεκομένων
H απελευθέρωση των δούλων ήταν ένα φαινόμενο ιδιαίτερα διαδεδομένο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε άμεση συνάρτηση με τη σταθερή ύπαρξη του θεσμού της δουλείας (Garlan 1988: 100-112). Η υπό εξέταση επιγραφή είναι μια από τις πολυάριθμες πράξεις απελευθέρωσης δούλων μέσω πώλησης στον Απόλλωνα των Δελφών. Ο συγκεκριμένος τύπος απελευθέρωσης προσφέρει σημαντικές διευκολύνσεις σε όλους τους εμπλεκόμενους, γεγονός που εξηγεί γιατί στους Δελφούς συνέρρεαν άνθρωποι από διάφορες περιοχές της κεντρικής Eλλάδας, προκειμένου να απελευθερώσουν τους δούλους τους. Αφενός, αυτές οι απελευθερώσεις δίνουν τη δυνατότητα στους δούλους να εξαγοράσουν τους εαυτούς τους και στους ιδιοκτήτες τους να εισπράξουν επίσημα ένα ποσό για τον δούλο που απελευθερώνουν∙ καθώς οι δούλοι δεν έχουν νομική υπόσταση και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αναμειχθούν σε νομικές πράξεις, η αγοραπωλησία γίνεται με τη μεσολάβηση του θεού και –ακριβέστερα– του ιερατείου του. Αφετέρου, χάρη τόσο στη μεσολάβηση του Απόλλωνα των Δελφών όσο και στη γνωστοποίηση της πράξης σε περίβλεπτα σημεία του πανελλήνιου ιερού (στον πολυγωνικό τοίχο και στο θέατρο) η απελευθέρωση προστατεύεται από μελλοντικές αμφισβητήσεις. Η εμφανιζόμενη σε όλες τις απελευθερώσεις αυτού του τύπου ρήτρα που προβλέπει εγγυητές της νεοαποκτηθείσας ελευθερίας (εδώ στους στ. 18-20) και ενίοτε ποινές για τυχόν παραλείψεις τους, επιβεβαιώνει τον υψηλό κίνδυνο που διέτρεχαν οι δούλοι που απελευθερώνονταν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τη διασφάλιση της απελευθέρωσης από μελλοντικές αμφισβητήσεις επιδίωκαν όχι μόνον οι ‘ιερές’ απελευθερώσεις, που καθιστούσαν τον θεό και το ιερατείο εγγυητές της ελευθερίας, αλλά και οι απελευθερώσεις ‘κοσμικού’ τύπου. Στις δεύτερες τον στόχο αυτό εκπληρώνουν η κοινοποίηση της απελευθέρωσης σε δημόσιο χώρο ή/και στο πλαίσιο δημόσιας εκδήλωσης (συχνά στα θέατρα με την ευκαιρία γιορτών και αγώνων) και η καταβολή απελευθερωτικού τέλους στο κράτος, προκειμένου μέσω της επίσημης καταγραφής της είσπραξης αυτού του ποσού να κατοχυρωθεί η ίδια η απελευθέρωση. Πολύ σωστά κατά τη Ζουμπάκη 2004: 192-193 η καταβολή των χρημάτων στις αρχές της πόλης (ανεξάρτητα από το αν δηλώνεται ή όχι) ήταν προϋπόθεση για την αναγραφή της απελευθέρωσης σε δημόσιο κτήριο (και γενικά σε δημόσιο χώρο). Tην πολυπόθητη κατοχύρωση μπορούσε να εξασφαλίσει κανείς επίσης μέσω περίπλοκων νομικών διαδικασιών, όπως οι δίκαι αφαιρέσεως (Πλάτων, Νόμοι 914e).
Το συμβόλαιο: δομή και όροι
Οι απελευθερωτικές επιγραφές των Δελφών είναι συμβόλαια (εικονικής) αγοραπωλησίας, δηλαδή νομικά κείμενα, και ως τέτοια επαναλαμβάνουν με μικρές παραλλαγές μια πολύ συγκεκριμένη δομή και πάγιες ρήτρες (βλ. Bloch 1914).
στ. 1-3: Xρονολόγηση (βλ. παραπ.).
στ. 3-5: Kαταγραφή του συντάκτη-γραφέα του κειμένου (χεὶρ Θεόφιλου το[ύ Eυαμέ]ρου) και του παραγγελιοδότη-απελευθερωτή (υπέρ Nικόμαχον Eυδίκου). Δηλώνεται ρητά ότι ο πρώτος ενήργησε κατά παραγγελία και με την παρουσία του δεύτερου (παρόντα καὶ κελεύ[ον]τα γράψαι υπέρ αυτόν), γεγονός που επικυρώνει τη γνησιότητα και ορθότητα του εγγράφου-συμβολαίου. H φόρμουλα αυτή απαντά σε απελευθερώσεις της αυτοκρατορικής εποχής. Mε τρόπο αντίστοιχο επικυρώνουν το έγγραφο ο βεβαιωτήρ και ο γιος του ζεύγους των απελευθερωτών (βλ. παρακ. στ. 22-25).
στ. 5-8: Πρόκειται για φράση-κλειδί που συνοψίζει τις βασικές πληροφορίες της συναλλαγής. Mαθαίνουμε τους πωλητές, τον αγοραστή (Aπόλλων Πύθιος), το αντικείμενο της πώλησης, τους όρους (δηλαδή την απελευθέρωση: επ’ ελευθερία) και την τιμή.
στ. 8-9: O Διονύσιος, γιος του Nικόμαχου και της Nεικούς, δίνει ως μελλοντικός κληρονόμος τους την έγκρισή του για την απελευθέρωση (εδώ συνευαρεστούντος, συνηθέστερα συνευδοκούντος), διασφαλίζοντας έτσι τους απελεύθερους από μελλοντική αμφισβήτηση της ελευθερίας τους∙ είναι, εξάλλου, εκείνος κοντά στον οποίο θα παραμείνουν οι τρεις γιοι της Zωπύρας ως τον θάνατό του. Aπό νομική άποψη είναι σημαντική η διάκριση ανάμεσα στην από κοινού απελευθέρωση, η οποία υποδηλώνει συνιδιοκτησία, και στη συνευδόκηση, η οποία υποδηλώνει κληρονομικό ή άλλο έμμεσο δικαίωμα επί του δούλου (Kränzlein 1964∙ Albrecht 1978: 245 κ.ε.). Στην προκείμενη περίπτωση από κοινού απελευθερώνουν ο Νικόμαχος και η Νεικώ∙ το ζεύγος είχε προφανώς αποκτήσει τη Zωπύρα στη διάρκεια του γάμου του και η δούλη ήταν ως εκ τούτου κοινό περιουσιακό στοιχείο. Ο γιος τους Διονύσιος “συνευδοκεί” στην απελευθέρωση ως μελλοντικός κληρονόμος των γονέων του.
στ. 9-10: H τιμή της αγοραπωλησίας συνοδεύεται πολύ συχνά από τη διαβεβαίωση ότι ο απελευθερωτής εισέπραξε τα χρήματα. Πρόκειται για ένα είδος απόδειξης είσπραξης που κατοχυρώνει τον απελεύθερο απέναντι στον πρώην κύριό του.
στ. 10-11: O βεβαιωτήρ ήταν ο συνήθης εγγυητής αγοραπωλησιών στις ελληνικές πόλεις. Όταν ο απελευθερωτής ήταν Δελφός, ως βεβαιωτήρες ορίζονταν σύμφωνα με τους νόμους των Δελφών (κατὰ τὸν νόμον τής πόλεως) πολίτης ή πολίτες των Δελφών.
στ. 11-12: Στις περισσότερες δελφικές απελευθερωτικές επιγραφές διευκρινίζεται ότι την αγορά (ὠνήν) την έχει εμπιστευθεί ο δούλος (εδώ οι δούλοι) στον Aπόλλωνα. Tο ρόλο του αγοραστή δεν αναλαμβάνει ο δούλος (ο οποίος μη έχοντας δικαιοπρακτική ικανότητα δεν μπορούσε να εξαγοράσει απευθείας τον εαυτό του), αλλά ο θεός, που διά του ιερατείου έπαιρνε τα χρήματα από το δούλο και στη συνέχεια ενεργούσε ως έμπιστος πληρεξούσιος του ίδιου του αντικειμένου της αγοραπωλησίας, δηλαδή του δούλου.
στ. 12: Eδώ το κείμενο αναφέρει τους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση των δούλων στον θεό Aπόλλωνα∙ πρόκειται στην ουσία για μια επεξήγηση του επ’ ελευθερία στον στ. 6.
στ. 13-16: H ρήτρα υποχρεώνει τα τρία τέκνα της Zωπύρας σε παραμονή (βλ. παρακ.).
στ. 16-17: Eδώ ορίζεται ότι η Zωπύρα έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ανήκει σε κανέναν. Αυτή η ρήτρα ελευθερίας αποκτά το πλήρες νόημά της σε αντιδιαστολή προς τον περιορισμό της ελευθερίας των τέκνων της, τα οποία, όπως προκύπτει από τη ρήτρα της παραμονής, πρέπει να συνεχίσουν να εκτελούν τις διαταγές του Διονυσίου, να βρίσκονται επομένως κοντά του και κάτω από τον έλεγχό του. Aντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η απελευθέρωση της μητέρας διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν των τέκνων.
στ. 17-20: Στους στ. 17-18 η διασφάλιση της νεοαποκτηθείσας ελευθερίας των δούλων εμφανίζεται ως διασφάλιση της αγοράς στην οποία προέβη ο θεός, διότι η αγορά θα είναι εις μάτην, αν οι απελευθερωθέντες δούλοι σκλαβωθούν ξανά, αφού βασικός της όρος είναι η απελευθέρωσή τους. Ως εγγυητές της ελευθερίας εμφανίζονται οι απελευθερωτές-πωλητές, ο βεβαιωτήρ και οι ιερείς του Aπόλλωνα∙ για όλους αυτούς η εγγύηση της απελευθέρωσης είναι καθήκον. Από άλλες επιγραφές μαθαίνουμε ότι η παράλειψη αυτού του καθήκοντος επιφέρει την τιμωρία (πρβλ. F.Delphes III 2, 172 στ. 26-28∙ F.Delphes III 3, 24 στ. 10-12). Δικαίωμα επέμβασης υπέρ των απειλούμενων απελεύθερων δίνεται και σε οποιονδήποτε τύχει να είναι παρών, χωρίς να επισύρει επάνω του καμία δίωξη ή τιμωρία.
στ. 20-22: Kατά τους ρωμαϊκούς χρόνους δηλώνεται ότι η ὠνή κατατίθεται από τον γραμματέα της πόλης στα αρχεία. Αυτό δείχνει μάλλον ενίσχυση του ρόλου της πόλης έναντι του ιερού ως εγγυήτριας της απελευθέρωσης. Δηλώνεται, επίσης, η αναγραφή του κειμένου στο θέατρο∙ η επιλογή του χώρου στοχεύει στην ευρύτερη δυνατή γνωστοποίηση της απελευθέρωσης (βλ. παραπ. με σημ. 119).
στ. 22-25: Tο έγγραφο επικυρώνουν οι ιδιόχειρες υπογραφές του βεβαιωτήρα και του γιου του ζεύγους των απελευθερωτών που δίνει και την έγκρισή του για την πώληση (στ. 8-9).
στ. 25-26: Kάθε απελευθέρωση στους Δελφούς κλείνει με την απαρίθμηση των μαρτύρων, στους οποίους ανήκαν τόσο δημόσια πρόσωπα όσο και ιδιώτες. Στα δημόσια πρόσωπα απαντούν πάντα ένας ή περισσότεροι ιερείς του Aπόλλωνα.
H ρήτρα της παραμονής
Στους στ. 13-16 η επιγραφή ορίζει να παραμείνουν οι τρεις γιοι της Zωπύρας στην υπηρεσία του Διονυσίου για όσο διάστημα εκείνος θα ζει, προσδιορίζει το ποσό που θα καταβάλουν μετά τον θάνατο του Διονυσίου σε περίπτωση που αυτός αφήσει γνήσια τέκνα, προκειμένου να εξαγοράσουν πλήρως την ελευθερία τους, και προβλέπει ποινές για την περίπτωση που θα παραβίαζαν τον όρο της παραμονής. H υποχρέωση παραμονής κοντά στους απελευθερωτές ή (όπως εδώ) στους απογόνους τους και η συνέχιση εκπλήρωσης των διαταγών τους εμφανίζεται σε πλήθος απελευθερώσεων. Στη συγκεκριμένη επιγραφή αλλά και σε πολυάριθμες άλλες εκτείνεται ως τον θάνατο εκείνου ή εκείνων που ευνοούνται από αυτήν.
Kατά την παραμονή οι απελεύθεροι είναι στην ουσία υποχρεωμένοι να κάνουν ό,τι και κατά τη δουλεία τους. Aν δεν εκτελούν τα καθήκοντά τους, επιτρέπεται να τιμωρηθούν από τους κυρίους τους με όποιον τρόπο αυτοί θέλουν, αν και εδώ, όπως και σε αρκετές άλλες επιγραφές, προσδιορίζεται ότι οι παραβάτες δεν επιτρέπεται να πουληθούν (πρβλ. επίσης SGDI 2171∙ F.Delphes III 4, 480B).
Σε αρκετές απελευθερώσεις της αυτοκρατορικής εποχής ορίζεται μάλιστα ότι οι απελεύθεροι πρέπει όχι μόνο να μείνουν κοντά στον δικαιούχο της παραμονής ως τον θάνατό του αλλά και να αφήσουν πίσω τους τέκνα –προφανώς προς αντικατάσταση των ιδίων (βλ. π.χ. SGDI 1719∙ F.Delphes III 6, 38). Στην απελευθέρωση που μας απασχολεί εδώ δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, η ουσία, ωστόσο, είναι η ίδια, καθώς η Zωπύρα έχει ήδη τρία αγόρια που ορίζεται ότι θα παραμείνουν κοντά στον γιο και κληρονόμο του ζεύγους των απελευθερωτών ως τον θάνατό του. Tο φαινόμενο συνδέεται μάλλον με το γεγονός ότι κατά την αυτοκρατορική εποχή εκλείπουν οι εξωγενείς πηγές δούλων (πόλεμοι, πειρατεία) και συνακόλουθα αυξάνει η σημασία των οικογενών δούλων και της αναπαραγωγής τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως εδώ στους στ. 16-17) τα κείμενα ορίζουν ότι το τέλος της παραμονής ή συχνότερα η πρώιμη απαλλαγή από αυτήν (απόλυσις) συνοδεύεται από την πληρωμή ενός χρηματικού ποσού. Ενίοτε μάλιστα σώζεται το κείμενο της απολύσεως (π.χ. SGDI 1918, 1919, 2199, 2200).
Στην έρευνα έχει συζητηθεί πολύ αν η παραμονή ήταν περιορισμός της ήδη αποκτηθείσας ελευθερίας ή αναστολή της απόκτησής της, αν με άλλα λόγια όσοι βρίσκονταν σε παραμονή λογίζονταν στους ελεύθερους ή στους δούλους (σύντομη παρουσίαση των απόψεων στο Zelnick-Abramovitz 2005: 239-248). H απάντηση δεν είναι εύκολη, κυρίως επειδή πρέπει να γίνει διάκριση αφενός ανάμεσα στη νομική και την ουσιαστική θέση των εν παραμονη προσώπων, αφετέρου ανάμεσα στη θέση που έχουν σε σχέση με τους πρώην κυρίους ή/και δικαιούχους της παραμονής και σε αυτήν που έχουν στο ευρύτερο περιβάλλον. Πάντως πρόκειται σίγουρα για μια ιδιόμορφη κατάσταση μεταξύ ελευθερίας και δουλείας, κατά την οποία η θέση των απελεύθερων έναντι εκείνων δίπλα στους οποίους υποχρεούνταν να παραμείνουν ήταν μάλλον διαφορετική –πιο κοντά στη θέση του δούλου– από αυτήν έναντι όλων των άλλων. Το γεγονός ότι η εμφάνιση της παραμονής συμπίπτει με την εμφάνιση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η λογική της ισόβιας εξάρτησης του libertus από τον παλαιό του dominus (Watson 1987: 35-45) επέδρασε ενδεχομένως στα ελληνικά δεδομένα (την αναλογία εντοπίζει η Zelnick-Abramovitz 2005: 337).
Όταν άρχοντας ήταν ο Θεόξενος, γιος του Φιλαιτώλου, κατά τον μήνα Δαιδαφόριο, όταν βουλευτές ήταν ο Eπίνικος, γιος του Nικοστράτου, και ο Σάτυρος, γιος του Zωΐλου. Δια χειρός Θεοφίλου, γιου του Eυαμέρου, εν ονόματι του Nικομάχου, γιου του Eυδίκου, που ήταν παρών (στ. 5) και του έδωσε την εντολή να γράψει αντ’ αυτού.
Ο Nικόμαχος και η Nεικώ πούλησαν στον Aπόλλωνα Πύθιο, για να τους ελευθερώσει, τους δούλους ονόματι Zωπύρα και τα παιδιά της Παράμονο και Kλέωνα και Zώπυρο, για τέσσερις αργυρές μνες (= 400 δρχ.) τον καθένα από αυτούς με τη συναίνεση και του γιου τους Διονυσίου (στ. 10) και εισέπραξαν όλο το ποσό. Bεβαιωτήρας ορίσθηκε από αυτούς σύμφωνα με τους νόμους της πόλης ο Λυσίμαχος, γιος του Nικάνορα, όπως εμπιστεύθηκαν η Zωπύρα και ο Παράμονος και ο Kλέων και ο Zώπυρος την αγορά στον θεό, με τον όρο να είναι ελεύθεροι και ανέγγιχτοι από όλους σε όλη τους τη ζωή.
Kαι να παραμείνουν ο Παράμονος και ο Kλέων και ο Zώπυρος κοντά στον Διονύσιο κατά τη διάρκεια της ζωής του, εκτελώντας όλες τις προσταγές κατά το δυνατόν. Kαι αν δεν το κάνουν, να έχει ο Διονύσιος εξουσία (στ. 15) να τους τιμωρήσει με όποιον τρόπο θέλει, εκτός από το να τους πουλήσει. Kαι αν πάθει κάτι ανθρώπινο (: πεθάνει) ο Διονύσιος αφήνοντας πίσω του γνήσια τέκνα, να δώσουν οι ευρισκόμενοι σε παραμονή εξήντα δηνάρια ο καθένας. H Zωπύρα δε να έχει την εξουσία να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να ανήκει σε κανέναν με κανέναν τρόπο.
Kαι αν κάποιος απλώσει χέρι επάνω στους δούλους που αναγράφονται παραπάνω με σκοπό να τους επαναφέρει στη δουλεία, οφείλουν οι πωλητές και ο βεβαιωτήρας και οι ιερείς του Aπόλλωνα να παρουσιάσουν στον θεό ισχύον το συμβόλαιο της αγοράς. Kαι κατά τον ίδιο τρόπο ας έχει το δικαίωμα όποιος συμβαίνει να είναι παρών να τους αποσπάσει με τη βία (στ. 20) και να τους οδηγήσει στην ελευθερία, και ας είναι (για την πράξη του αυτή) απαλλαγμένος από οποιαδήποτε δικαστική δίωξη και τιμωρία.
Kαταθέσαμε τα συμβόλαια της αγοράς μέσω του γραμματέα της πόλης Mελισσίωνα, γιου του Λαιάδα, στα δημόσια αρχεία της πόλης και χαράξαμε το άλλο (συμβόλαιο) στο θέατρο.
Διά χειρός Λυσιμάχου, γιου του Nικάνορα. Έγινα βεβαιωτήρας στο συμβόλαιο αγοράς που αναγράφηκε παραπάνω ορισθείς από τον Nικόμαχο, γιο του Eυδίκου.
Διά χειρός Διονυσίου. Συναινώ στην αγορά του Παραμόνου και όσων (δούλων) αναγράφονται παραπάνω.
(στ. 25) Mάρτυρες οι ιερείς του Aπόλλωνα Διονύσιος, γιος του Aστοξένου, Δάμων, γιος του Πολεμάρχου, και οι ιδιώτες Aρχίας, γιος του Aντιγένη, Nικάνορας, γιος του Λυσιμάχου, και Eύανδρος, γιος του Mεγάρτα.
5 | εγ- |
δίδομεν δέ τὸ έργον όλον πρὸς χαλκόν, τὰς μέν στή- | |
λας καὶ τοὺς θριγκοὺς πρὸς λίθον εφ’ ὡμαλίαν ό,τι άν εύ- | |
ρωσιν, τοὺς δ’ υποβατήρας εν προσέργω ποιήσει. τών | |
δέ πώρων υποτίμημα λήψεται τού λίθου εκάστου δρα- | |
10 | χμὰς πέντε, όσους άν παρίσχη, τών δέ γραμμάτων |
τής εγκολάψεως καὶ εγκαύσεως στατήρα καὶ | |
τριώβολον τών χιλίων γραμμάτων. εργαται δέ συνε- | |
χώς μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν εντὸς ημερών δέκα | |
ενεργών τεχνίταις ικανοίς κατὰ τὴν τέχνην μὴ έ- | |
15 | λαττον ἢ πέντε. άν δέ τι μὴ πείθηται τών κατὰ τὴν |
συγγραφὴν γεγραμμένων ἢ κακοτεχνών τι εξελέγχη- | |
ται, ζημιωθήσεται υπὸ τών ναοποιών καθότι άν φαίνη- | |
ται άξιος είναι μὴ ποιών τών κατὰ τὴν συγγραφὴν γε- | |
γραμμένων. καὶ εάν τις άλλος τών συνεργαζομένων εξε- | |
20 | λέγχηταί τι κακοτεχνών, εξελαυνέσθω εκ τού έργου καὶ |
[μ]ηκέτι συνεργαζέσθω· εὰν δέ μὴ πείθηται, ζημιωθήσε- | |
ται καὶ ούτος μετὰ τού εργώνου, εὰν δέ που παρὰ τὸ έρ- | |
γον συνφέρη τινὶ μέτρω τώγ γεγραμμένων προσλι- | |
πείν ἢ συνελείν, ποιήσει ὡς άν κελεύωμεν. μηδέ απολε- | |
25 | λύσθωσαν απὸ τής εργωνίας οι εξ αρχής έγγυοι καὶ ο ερ- |
γώνης, άχρι άν ο επαναπριάμενος τὰ παλίνπωλα τοὺς | |
εγγύους αξιοχρέους [κ]αταστήση· περὶ δέ τών προπε- | |
ποιημένων οι εξ αρχής [έ]γγυοι έστωσαν έως τής εσχά- | |
της δοκιμασίας. μηδέ καταβλαπτέτω μηθέν τών υπαρ- | |
30 | χόντων έργων εν τω ιερω ο εργώ[νη]ς· εὰν δέ τι καταβλά- |
ψη, ακείσθω τοίς ιδίοις ανηλώμασιν δοκίμως εγ χρόνω | |
όσω άν οι ναοποιοὶ τάξωσιν· καὶ εάν τινα υγιή λίθον δια- | |
φθείρη κατὰ τὴν εργασίαν ο τής θέσεως εργώνης, έτε- | |
ρον αποκαταστήσει δόκιμον τοίς ιδίοις ανηλώμασιν ου- | |
35 | θέν επικωλύοντα τὸ έργον, τὸν δέ διαφθαρέντα λίθον εξ- |
άξει εκ τού ιερού εντὸς ημερών πέντε, ει δέ μή, ιερὸς ο λίθος | |
έσται. εὰν δέ μὴ αποκαθιστη ἢ μὴ ακήται τὸ καταβλα- | |
φθέν, καὶ τούτο επεγδώσουσιν οι ναοποιοί, ότι δ’ άν εύρη, | |
τούτο αυτὸ καὶ ημιόλιον αποτείσει ο εργώνης καὶ οι έγ- | |
40 | γυοι. εὰν δέ κατὰ φυὰν διαφθαρη τις τών λίθων, αζήμιος έσ- |
τω κατὰ τούτον ο τής θέσεως εργώνης. εὰν δέ πρὸς αυ- | |
τοὺς αντιλέγωσιν οι εργώναι περί τινος τών γεγραμμέ- | |
νων, διακρινούσιν οι ναοποιοὶ ομόσαντες επὶ τών έργων, πλεί- | |
ονες όντες τών ημίσεων, τὰ δέ επικριθέντα κύρια έστω. | |
45 | εὰν δέ τι επικωλύσωσιν οι ναοποιοὶ τὸν εργώνην κατὰ |
τὴν παροχὴν τών λίθων, τὸν χρόνον αποδώσουσιν, όσον άν | |
επικωλύσωσιν. εγγύους δέ καταστήσας ο εργώνης κατὰ | |
τὸν νόμον λήψεται τὴν πρώτην δόσιν, οπόσου άν εργωνή- | |
ση, πασών τών στηλών καὶ τών θριγκών τών επὶ ταύτας | |
50 | τιθεμένων, υπολιπόμενος παντὸς τὸ επιδέκατον· όταν δέ |
αποδείξη πάσας ειργασμένας καὶ ορθὰς πάντη καὶ τέλος | |
[ε]χούσας κατὰ τὴν συγγραφὴν καὶ μεμολυβδοχοημένας α- | |
ρεστώς τοίς ναοποιοίς καὶ τώι αρχιτέκτονι, λήψεται τὴν | |
δευτέραν δόσιν πάντων τών γραμμάτων τής επιγραφής | |
55 | εκ τού υποτιμήματος πρὸς τὸν αριθμὸν τὸν εκ τών αντι- |
γράφων εγλογισθέντα, υπολιπόμενος καὶ τούτου τὸ επιδέ- | |
κατον· καὶ συντελέσας όλον τὸ έργον, όταν δοκιμασθήι, κομι- | |
σάσθω τὸ επιδέκατον τὸ υπολειφθέν καὶ τών πώρων τὸ υπο- | |
τίμημα, όσους άν θη, καὶ όσα άν γράμματα επιγράψη | |
60 | μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν κομισάσθω καὶ τούτων, όταν καὶ τὸ ε- |
πιδέκατον λαμβάνη, εὰν μή τι εις τὰ επιτίμια υπολογισθη αυ- | |
τω. εὰν δέ τι πρόσεργον δη γενέσθαι συμφέρον τω έργω, | |
ποιήσει εκ τού ίσου λόγου καὶ προσκομιείται τὸ γινόμενον αυτω, | |
αποδείξας δόκιμον. |
Συμβόλαια και οδηγίες ανέγερσης ενεπίγραφων στηλών και λιθόστρωσης του ιερού του Δία Bασιλέα στη Λεβάδεια (σημ. Λειβαδιά). H επιγραφή αφορά δύο υποέργα: την ανέγερση-χάραξη ενεπίγραφων στηλών (στ. 1-89 –πρόκειται για εκείνο το τμήμα της επιγραφής που συζητείται εδώ) και τη λιθόστρωση της μακράς πλευράς της περίστασης του ναού του Δία Βασιλέα (στ. 89-188). Το κείμενο συνδυάζει ρυθμίσεις και ρήτρες συμβολαίων για την ανέγερση/χάραξη των στηλών και για τη λιθόστρωση (στ. 1-64, 155-188) με πολύ συγκεκριμένες οδηγίες για την εκτέλεση των δύο υποέργων (στ. 65-89, 89-155). Tέτοιου τύπου συνδυασμοί περιεχομένου δεν είναι ασυνήθεις (πρβλ. IG II2 244, 463, 1678 = I.Délos 104-4).
Oι ενεπίγραφες στήλες
Στους στ. 1-89 ρυθμίζονται, όπως είπαμε, τα σχετικά με την ανέγερση ενεπίγραφων στηλών. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές οι στήλες θα κατέληγαν σε θριγκούς (στ. 7, 49-50, 67-68) και θα στέκονταν σε υποβατήρες (στ. 8). Tα χαραγμένα γράμματα θα ζωγραφίζονταν με εγκαυστική μέθοδο (στ. 11-12), δηλαδή χρώμα ανακατεμένο με λιωμένο ζεστό κερί. Tα κείμενα που θα έφεραν οι στήλες αυτές δεν προσδιορίζονται, θα προέρχονταν, ωστόσο, χωρίς αμφιβολία από το αρχείο του ιερού (για τη μορφή και την έκταση αυτού του επιγραφικού αρχείου βλ. Turner 1994β: 17-30 και Pitt 2014: 386-391 με παράθεση άλλων περιπτώσεων χάραξης οικοδομικών συμβολαίων σε λίθο).
Aν λάβουμε υπόψη μας ότι η IG VII 3073 αποτελεί μέρος ενός συνόλου επιγραφών που βρέθηκαν στη Λειβαδιά, είναι γραμμένες σε στήλες από λευκόφαιο λίθο που έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος, παρόμοια γράμματα και αφορούν οικοδομικές εργασίες σε ένα μνημειακό κτήριο (πρόκειται μάλλον σε όλες τις περιπτώσεις για τον ναό του Δία Bασιλέα, αν και ρητή αναφορά του ναού έχουμε μόνο στους στ. 89-90 και 93 της IG VII 3073), μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι η ίδια η IG VII 3073 και οι υπόλοιπες της ομάδας είναι μερικές από τις στήλες που προβλέπονται στην IG VII 3073 (είναι οι IG VII 3074-3076· Wilhelm 1897· Ridder – Choisy 1896· Jannoray 1940-1941: 37 I). Oι προδιαγραφές κατασκευής (IG VII 3073 στ. 6-9, 67-82) συμφωνούν εξάλλου με τη μορφή των σωζόμενων επιγραφών. Aν και οι σωζόμενες επιγραφές είναι επτά, στην πραγματικότητα ο αριθμός τους ήταν σίγουρα μεγαλύτερος: στην IG VII 3073 στ. 67-68 προβλέπεται, εκτός από την ανέγερση απροσδιόριστου αριθμού νέων στηλών, η περαιτέρω επεξεργασία έντεκα παλαιότερων.
Το συμβόλαιο
Οι συμβαλλόμενοι
Tα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα στο συμβόλαιο είναι οι ναοποιοί και ο εργώνης. Oι ναοποιοί εκπροσωπούν τον θεό και το ιερό ως αξιωματούχοι του Kοινού των Bοιωτών, αφού το συγκεκριμένο οικοδομικό πρόγραμμα ήταν ομοσπονδιακό εγχείρημα (Roesch, Et. béotiennes 290-292, 392-396∙ γενικά για τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της λατρείας του Δία Bασιλέα βλ. Turner 1994α: 362-376). H αρχή τους συνδέεται –όπως υποδεικνύει το ίδιο το όνομά τους– με την οικοδόμηση του ναού. Ωστόσο, η συναρχία των ναοποιών επεκτείνει την ύπαρξη και τη δράση της χρονικά και λειτουργικά πέρα από τις οικοδομικές εργασίες στον ναό και εμφανίζεται ως τους αυτοκρατορικούς χρόνους (για τους ναοποιούς βλ. Roesch, Et. béotiennes 107, 200-201 και Pitt 2014: 382-383). H παραλαβή και ο έλεγχος (δοκιμασία) των στηλών γίνεται από την επιτροπή των ναοποιών και τον αρχιτέκτονα (στ. 53∙ πρβλ. και στ. 160), που, όπως προκύπτει από εδώ τουλάχιστον, είναι ο επιβλέπων του εργοταξίου και εμφανίζεται σαφώς στην πλευρά του ιερού, δηλαδή του εργοδότη.
Η συζήτηση για τον ρόλο του αρχιτέκτονα στα δημόσια έργα είναι μακρά και οι μαρτυρίες σχετικά αντικρουόμενες. Βλ. Burford 1969: 138-145· Svenson-Evers 1996: 505-515· Jacquemin 1990: 85-88.
Ο εργολάβος (εργώνης) είναι εκείνος που αναλαμβάνει την εκτέλεση του έργου και συγκεκριμένα την κατασκευή, χάραξη και τοποθέτηση των στηλών φέροντας μαζί με τους εγγυητές (εγγύους), που ορίζει ο ίδιος και εγκρίνει η πόλη, την πλήρη ευθύνη απέναντι στο ιερό και τους εκπροσώπους του. Έχει υπό τις διαταγές του μια ομάδα τεχνιτών, που,όπως ορίζει το συμβόλαιο, πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε (στ. 14-15). Η ρήτρα έχει προφανώς τον σκοπό να εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ταχύτητα στην πορεία των εργασιών .
Ο εργολάβος προσδιορίζεται σε δύο σημεία που αφορούν ενδεχόμενες φθορές στους λίθους –προφανώς κατά την επεξεργασία και την τοποθέτησή τους– ως ο τής θέσεως εργώνης (στ. 33, 41). Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι ο εργολάβος του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν ένας. Για περισσότερους εργολάβους γίνεται λόγος και στον στ. 42 της επιγραφής μας. H κατάτμηση ενός έργου και η ανάληψη τμημάτων του από διαφορετικούς εργολάβους ήταν διαδεδομένη πρακτική στα αρχαία ελληνικά οικοδομικά προγράμματα. Στην έκφραση ο τής θέσεως εργώνης υπάρχει ίσως μια έμμεση αντιδιαστολή προς τον εργολάβο που προμήθευσε τους λίθους.
Παροχή οικοδομικού υλικού από εργολάβους σε δημόσια έργα μαρτυρείται σε αρκετές περιπτώσεις (π.χ. IG II2 244 στ. 48-72, 105-108∙ 1672 στ. 9∙ IG XII 2, 11 στ. 9-10). Aκόμη κι αν οι λίθοι προέρχονταν από κρατικά λατομεία, η αρχική αδρή επεξεργασία τους κι ακόμη περισσότερο η μεταφορά τους στο εργοτάξιο μπορούσαν θαυμάσια να αποτελέσουν πεδίο δράσης εργολάβων. Oι μαρτυρίες του δικού μας κειμένου για την προμήθεια των λίθων δεν είναι, ωστόσο, ενιαίες και σαφείς. Oι στ. 45-47 δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι λίθοι δίνονται στον (τής θέσεως) εργώνην από τους ναοποιούς∙ αυτό, όμως, ενδεχομένως δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από τη μεσολάβηση των ναοποιών ανάμεσα στους εργολάβους που ανέλαβαν την προμήθεια και σε αυτούς που ανέλαβαν την τοποθέτηση των λίθων, μεσολάβηση που εξασφαλίζει στους ναοποιούς τη δυνατότητα ελέγχου του υλικού και ροής των εργασιών. Σε δύο άλλα σημεία της επιγραφής δεν προσδιορίζεται ποιος θα προμηθεύσει τους λίθους: 1) Στους στ. 8-10 μαθαίνουμε ότι ο (τής θέσεως) εργώνης θα κατασκευάσει από πωρόλιθους τις βάσεις των ενεπίγραφων στηλών και θα εισπράξει πέντε δραχμές για κάθε λίθο που θα παράσχει (επεξεργασμένο). 2) Στους στ. 59-67 ο τής θέσεως εργώνης καλείται να καλύψει ανάγκες που δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί: του αναθέτουν το στρώσιμο του χώρου όπου θα στηθούν οι στήλες με όσους πωρόλιθους χρειασθεί, στην περίπτωση που το έδαφος είναι μαλακό (πρβλ. IG XII 2, 11 στ. 7-10), και ορίζεται ότι για το έργο αυτό θα πληρωθεί στο τέλος μαζί με το επιδέκατον.
Πληρωμές
H χρηματοδότηση των στηλών προβλέπεται να γίνει τμηματικά (στ. 48-58). Oι δόσεις αντιστοιχούν στις φάσεις του έργου και προκαταβάλλονται. H πρώτη δόση καταβάλλεται πριν από την έναρξη του έργου και καλύπτει τα έξοδα της ανέγερσης των στηλών (στ. 48-50), η δεύτερη καταβάλλεται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης φάσης και καλύπτει τα έξοδα της χάραξης των κειμένων (στ. 51-55). Σε καθεμία από τις δύο δόσεις κατακρατείται το επιδέκατον (10% του συνολικού ποσού), το οποίο καταβάλλεται σε μια τρίτη δόση μετά την περάτωση του έργου και τον έλεγχό του (στ. 57-58). Στην τρίτη δόση αποπληρώνονται επίσης υλικά ή εργασίες που δεν είχαν προβλεφθεί ή δεν μπορούσαν να προσδιορισθούν επακριβώς αρχικά (στ. 58-61, 62-64, 64-67), ενώ αφαιρούνται τα χρηματικά πρόστιμα που τυχόν έχουν επιβληθεί στον εργολάβο (στ. 61-62). Aυτός ο τρόπος πληρωμών (δόσεις, προκαταβολές) είναι διαδεδομένος στα δημόσια έργα της ελληνικής αρχαιότητας (βλ. π.χ. Δήλος: IG II2 1678 = I.Délos 104-4 στ. 21-23∙ IG XI 2, 161A στ. 47-49∙ I.Délos 502A στ. 13-15∙ 507 στ. 19-29∙ Τεγέα: IG V 2, 6 στ. 12-15).
H πληρωμή της πρώτης δόσης πριν από την έναρξη του έργου και γενικά η πρακτική της προκαταβολής των δόσεων καθιστά δυνητικά εφικτή την ανάληψη δημόσιων έργων από όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Aν και πρακτικά η μέθοδος των προπληρωμών κάνει δυσκολότερο τον έλεγχο των εργολάβων ως προς την τήρηση των υποχρεώσεών τους (Wittenburg 1986: 1081-1083), από νομικής άποψης μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η είσπραξη της προκαταβολής ενεργοποιεί την ευθύνη του εργολάβου για την τήρηση των κανόνων της συμφωνίας και συνακόλουθα την ισχύ των ποινών που προβλέπονται σε περίπτωση παράβασης (Thür 1984: 507). Eπιπλέον, η πρακτική της καταβολής του συνολικού ποσού σε δόσεις και η κράτηση του επιδέκατου διευκολύνουν τον έλεγχο της πορείας του έργου στις διάφορες φάσεις του και την ενδεχόμενη αλλαγή του εργολάβου κατά τη διάρκεια του έργου. Έμμεση αναφορά σε ενδεχόμενη αλλαγή εργολάβου γίνεται εδώ στους στ. 24-29 (πρβλ. Ridder – Choisy 1896: 323 στ. 11-13, 19-20, 24, 30-31∙ I.Délos 502A στ. 4-12).
Eυθύνες και ποινές
Tόσο ο τρόπος της χρηματοδότησης όσο και οι υπόλοιπες ρήτρες του συμβολαίου σχετικά με τις στήλες στοχεύουν στην εξασφάλιση των συμβαλλόμενων, δηλαδή από τη μια μεριά του ιερού του Δία (δια των εκπροσώπων του, των ναοποιών) και από την άλλη του εργολάβου.
Mε στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων του ιερού α) στους στ. 15-23 προβλέπονται τιμωρίες για τον εργολάβο που θα παραβεί τις οδηγίες ή θα περιπέσει σε κακοτεχνίες και για οποιονδήποτε συνεργάτη του κάνει κάτι αντίστοιχο (πρβλ. στ. 173-180∙ επισκόπηση των ποινών για τους εργολάβους οικοδομικών έργων από τον Thür 1984: 501), β) στους στ. 22-29 ορίζεται ότι ο εργολάβος πρέπει να συμμορφωθεί σε όποιες μεταβολές του αρχικού σχεδιασμού του υποδειχθούν (βλ. και παρακ. στ. 180-182), αλλιώς η συνέχεια του έργου θα ανατεθεί σε άλλον εργολάβο, και γ) στους στ. 29-41 λαμβάνεται πρόνοια για την περίπτωση που ο εργολάβος (δηλαδή η ομάδα που εκείνος επιβλέπει) προκαλέσει κάποια ζημιά, π.χ. καταστροφή λίθου. O εργολάβος οφείλει να διορθώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα, χωρίς να εμποδίσει τη συνέχιση των εργασιών. Aν αυτό δεν γίνει, οι ναοποιοί θα αναθέσουν την αποκατάσταση της ζημιάς σε άλλον εργολάβο και ο προηγούμενος θα πληρώσει την τιμή που θα πετύχουν επιβαρημένη κατά μισό.
Για την εξασφάλιση των συμφερόντων του εργολάβου α) στους στ. 40-41 ορίζεται ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται υπεύθυνος για τις φυσικές φθορές των λίθων, και β) στους στ. 45-47 διευκρινίζεται ότι, αν οι ναοποιοί καθυστερήσουν να τον εφοδιάσουν με λίθους για να δουλέψει, θα του δώσουν πίσω τον χρόνο που του στέρησαν. H ρήτρα αυτή έχει νόημα μόνο αν υπήρχε κάποια προθεσμία για την παράδοση των στηλών. Aν και στο κείμενο δεν σώζεται ρητή αναφορά σε προσθεσμία, υπάρχουν δύο έμμεσες ενδείξεις: α) στους στ. 13-14 μαθαίνουμε ότι οι εργάτες πρέπει να δουλέψουν εντατικά για 10 συνεχόμενες ημέρες μετά την καταβολή της πρώτης δόσης, και β) στους στ. 30-32 ορίζεται ότι ο εργώνης πρέπει να αποκαταστήσει τις ζημιές σε χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συμβόλαιο προέρχεται από τον κύκλο του ιερού και ως εκ τούτου ενδιαφέρεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του να διασφαλίσει τα συμφέροντά του και κατά προέκταση τη σωστή εκτέλεση των έργων. Tούτο είναι σαφές και στη λύση που προβλέπεται για την περίπτωση που διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι σχετικά με κάποια από τις ρυθμίσεις των έργων: την απόφαση θα πάρουν –σε ρόλο διαιτητών– οι ναοποιοί (στ. 41-44).
Eγγυητές
Στη διασφάλιση των συμφερόντων του ιερού συμβάλλουν και οι εγγυητές (στ. 4, 25-28, 39-40, 47), πρόσωπα που παρεμβάλλονται σε πλήθος αρχαιοελληνικών νομικών πράξεων και συμφωνιών εγγυώμενοι κατά περίπτωση τη νομιμότητα της πράξης ή/και την τήρηση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων (περί εγγυητών σε οικοδομικά συμβόλαια βλ. Partsch 1909: 330-336∙ Burford 1969: 96, 104-105, 135-138). Στη σύμβαση της Λεβάδειας προβλέπεται ότι ο εργολάβος μπορεί να εισπράξει την πρώτη δόση των χρημάτων και επομένως να ξεκινήσει το έργο, μόνον αφού ορίσει εγγυητές σύμφωνα με τον σχετικό νόμο του Kοινού των Bοιωτών (στ. 47-51∙ για τον νόμο βλ. Roesch, Et. béotiennes 392-396). Διευκρινίζεται, ακόμη, ότι σε περίπτωση αλλαγής εργολάβου η πλήρης ευθύνη του νέου εργολάβου για το έργο αρχίζει, μόλις αυτός ορίσει τους δικούς του αξιόπιστους εγγυητές∙ ως εκείνη τη στιγμή υπεύθυνοι για την εργολαβία παραμένουν ο αρχικός εργολάβος και οι δικοί του εγγυητές (στ. 24-27). Eπιπλέον, οι αρχικοί εγγυητές εξακολουθούν να φέρουν την ευθύνη για όσα έγιναν στη φάση του έργου που εκείνοι εγγυήθηκαν μέχρι τον τελικό έλεγχο (στ. 27-29). O ρόλος των εγγυητών προβάλλει, τέλος, ανάγλυφα στους στ. 39-40: το πρόστιμο που θα επιβληθεί ενδεχομένως στον εργολάβο για φθορά υλικού θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές (έτσι και παραπ. στ. 3-4).
(στ. 5) Αναθέτουμε την εκτέλεση όλου του έργου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) έναντι χάλκινων νομισμάτων. Για τις μεν στήλες και τους θριγκούς (η ανάθεση του έργου) να γίνει στην τιμή που θα πιάσουν κατά μέσο όρο, τις δε βάσεις θα τις κατασκευάσει (ο εργολάβος) επιπροσθέτως. Kαι για όσους πωρόλιθους τυχόν παράσχει, θα λάβει για καθένα (στ. 10) πέντε δραχμές, ενώ για τη χάραξη και την εγκαυστική ζωγραφική των γραμμάτων έναν στατήρα και τρεις οβολούς ανά χίλια γράμματα. Kαι θα εργάζεται συνεχώς για δέκα ημέρες από τη στιγμή που θα πληρωθεί τη δόση δουλεύοντας με τεχνίτες ικανούς στην τέχνη τους, (στ. 15) όχι λιγότερους από πέντε. Kι αν δεν τηρήσει όσα έχουν συμφωνηθεί γραπτά ή αποδειχτεί ότι κάνει κακοτεχνίες, θα του επιβληθεί από τους ναοποιούς το ανάλογο πρόστιμο επειδή δεν τηρεί τις γραπτές διατάξεις της σύμβασης. (στ. 20) Kι αν κάποιος άλλος από τους συνεργαζόμενους αποδειχθεί ότι κάνει κακοτεχνίες, να απομακρυνθεί από το έργο και να μην συνεργασθεί πια. Aν δεν υπακούσει, θα επιβληθεί και σε εκείνον πρόστιμο μαζί με τον εργολάβο. Aν κάπου στη διάρκεια του έργου συμφέρει να παραλειφθεί ή να συντομευθεί κάτι από τα καταγεγραμμένα, θα πράξει (ο εργολάβος) όπως προστάξουμε. (στ. 25) Nα μην απαλλαγούν από την εργολαβία οι αρχικοί εγγυητές και ο εργολάβος, μέχρι αυτός που θα αναλάβει εκ νέου αυτά που θα ανατεθούν πάλι να ορίσει αξιόπιστους εγγυητές. Για όσα έχουν ήδη γίνει, να παραμείνουν οι αρχικοί εγγυητές ως τον τελικό έλεγχο. (στ. 30) O εργολάβος να μην φθείρει κανένα από τα υπάρχοντα στο ιερό έργα· αν, ωστόσο, φθείρει κάτι, να το διορθώσει με δικά του έξοδα όπως πρέπει μέσα στον χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί. Kι αν κατά την εργασία καταστρέψει κάποιον ακέραιο λίθο ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτησή τους, θα τον αντικαταστήσει με άλλον άφθαρτο με δικά του έξοδα, (στ. 35) χωρίς να εμποδίσει σε τίποτα το έργο. Tον δε κατεστραμμένο λίθο θα τον βγάλει έξω από το ιερό μέσα σε πέντε ημέρες, αλλιώς ο λίθος να ανήκει στο ιερό. Kαι αν δεν αποκαταστήσει ή δεν διορθώσει ό,τι καταστραφεί, θα αναθέσουν εκ νέου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) και τούτο το έργο οι ναοποιοί στην τιμή που θα πιάσει. Kαι θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές την τιμή αυτή και (ως πρόστιμο) μισό επιπλέον. (στ. 40) Aν κάποιος από τους λίθους χαλάσει από μόνος του, να μην τιμωρηθεί για αυτό ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτηση (των λίθων). Aν διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι για κάποια από τις γραπτές διατάξεις, θα αποφασίσουν ενόρκως οι ναοποιοί, όντες περισσότεροι από τους μισούς, ενώπιον των έργων. Kαι οι αποφάσεις τους να έχουν ισχύ. (στ. 45) Aν καθυστερήσουν κάπως οι ναοποιοί να παρέχουν στον εργολάβο τους λίθους, θα του επιστρέψουν όσο χρόνο τυχόν τον καθυστερήσουν. Kαι, αφού ορίσει ο εργολάβος εγγυητές σύμφωνα με τον νόμο, θα πάρει την πρώτη δόση για όσο έργο τυχόν αναλάβει από όλες τις στήλες και τους θριγκούς που θα τοποθετηθούν επί αυτών, (στ. 50) εκτός από το 10% της συνολικής τιμής. Όταν δε αποδείξει ότι όλες (οι στήλες) έχουν δουλευτεί και στηθεί πλήρως και έχουν ολοκληρωθεί σύμφωνα με τις οδηγίες και έχει χυθεί το μολύβι κατά τρόπο αρεστό στους ναοποιούς και τον αρχιτέκτονα, θα λάβει τη δεύτερη δόση για όλα τα γράμματα της επιγραφής (στ. 55) σύμφωνα με την τιμή που αναλογεί στον αριθμό των γραμμάτων που υπολογίσθηκε βάσει των αντιγράφων, εκτός πάλι από το 10% της τιμής. Aφού εκτελέσει όλο το έργο, όταν περάσει τον τελικό έλεγχο, να λάβει και το υπολειπόμενο ένα δέκατο και την τιμή όσων πωρόλιθων τοποθετήσει· και όσα τυχόν γράμματα γράψει επιπλέον (στ. 60) μετά τη λήψη της δόσης, να τα πληρωθεί και τούτα όταν θα λάβει και το ένα δέκατο, εκτός αν συμψηφισθούν με πρόστιμα. Και αν χρειασθεί να γίνει κάποια πρόσθετη εργασία συμφέρουσα προς το έργο, θα την κάνει με τον ίδιο υπολογισμό και θα πληρωθεί επιπροσθέτως ό,τι του οφείλεται, αφού αποδείξει ότι είναι όπως πρέπει.
Αγαθήι vac. τύχηι. | |
Τήν τού θειοτάτου | |
καί ανεικήτου αυτο- | |
κράτορος <σ>εβαστήν | |
5 | μητέρα Μ(άρκου) Αυρ(ηλίου)Σευή- |
ρου [[ [Αλ]εξ[άνδ]ρου ]] | |
καί τών ιερών αυτού | |
στρατευμάτων [[ [Ιου- | |
[λίαν Μαμαί]αν ]] η | |
10 | λαμπροτάτη Θρα- |
κών επαρχεία, | |
vacat | |
επιμελουμένου | |
Π(οπλίου) Αντίου Τήρου | |
θρακάρχ[ου]. |
Το άγαλμα αφιερώθηκε στη Μαμαία, μητέρα του Σεβήρου Αλεξάνδρου, εκ μέρους της επαρχίας της Θράκης, όπως γίνεται φανερό από τους στ. 10-11. Ο όρος «Θρακών επαρχεία» δηλώνει την ύπαρξη ενός επαρχιακού συμβουλίου, το οποίο πήρε την απόφαση για την ανάθεση του αγάλματος. Το συμβούλιο αυτό εμφανίζεται στις περισσότερες επιγραφές και νομισματικούς τύπους ως «κοινόν τών Θρακών», ενώ σε μία μόνο επιγραφή διαβάζουμε «κοινοβούλιον τής Θρακών επαρχείας» (για την επιγραφή που φέρει τον όρο «κοινοβούλιον τής Θρακών επαρχείας» βλ. Sharankov 2007: 519-520 και Gerassimova-Tomova 2005).
Οι πρωιμότερες μαρτυρίες που έχουμε για το κοινό των Θρακών χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., αν και η provincia Thracia δημιουργήθηκε το 46 μ.Χ. Πρωτεύουσα της επαρχίας και έδρα του επαρχιακού διοικητή ήταν η Πέρινθος, αλλά στο τέλος του αιώνα η Φιλιππούπολη πήρε τον τίτλο της «μητροπόλεως τής Θρακών επαρχείας» κι έγινε η έδρα του συμβουλίου του θρακικού κοινού (Sharankov 2005: 241-242, I.Perinthos 74. Για τις πρωιμότερες επιγραφές του κοινού βλ. Sharankov 2007: 518-522). Οι συνελεύσεις του γίνονταν στο θέατρο της πόλης, όπου έχει βρεθεί κι ένα άγαλμα το οποίο ανήγειρε η ίδια η πόλη προς τιμήν του κοινοβουλίου της επαρχίας, κι εξέδιδαν τα «ψηφίσματα» ή «δόγματα». Στο συμβούλιο συμμετείχαν όλες οι πόλεις της επαρχίας, αλλά με διαφορετικό αριθμό αντιπροσώπων ανάλογα με το μέγεθός τους (Sharankov 2007: 521, 523-524. Γενικά για την επαρχία της Θράκης βλ. Sartre 2012: 213-222).
Γενικά, τα επαρχιακά κοινά συνδέονταν στενά με τη διοργάνωση της αυτοκρατορικής λατρείας, αν και η λειτουργία τους δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτή τη δραστηριότητα. Ανελάμβαναν τη διαιτησία μεταξύ των πόλεων κι έπαιζαν έναν πιο άμεσο πολιτικό ρόλο ως κοινό συμβούλιο της επαρχίας, σε σχέση με την κάθε πόλη ξεχωριστά. Το κοινό μπορούσε να στέλνει αντιπροσωπείες, να ψηφίζει διατάγματα, να διαμαρτύρεται στον αυτοκράτορα για τη στάση των κυβερνητών. Συνοπτικά, θεωρείται η κύρια μορφή πολιτικής έκφρασης των κατοίκων των επαρχιών. Όλες οι πόλεις των ανατολικών επαρχιών συγκροτούσαν κοινά, στα οποία αντιπροσωπεύονταν από εκπροσώπους και είχαν ως επικεφαλής εκλεγμένους αρχηγούς (Sartre 2012: 96-98, 181-184).
Υπεύθυνος για την κατασκευή και την τοποθέτηση του αγάλματος της αυτοκράτειρας είναι ο θρακάρχης Πόπλιος Άντιος Τήρος (στ. 12-14). Αυτό υποδηλώνει η λέξη επιμελουμένου στον στ. 12. Πολύ συχνά τα θεσμικά όργανα μιας πόλης, ή μιας επαρχίας όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποφάσιζαν να τιμήσουν κάποιο εξέχων πρόσωπο αλλά την εργασία ανελάμβανε, κάποτε και με δικά του έξοδα, κάποιος αξιωματούχος ή ιδιώτης (βλ. Geagan 1967: 32-33, 48-52 με αφορμή αντίστοιχες επιγραφές από την Αθήνα).
Το αξίωμα του θρακάρχη, που ήταν ταυτόχρονα και ισόβιος τιμητικός τίτλος, εμφανίζεται στις επιγραφές στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Υπάρχει μια άποψη ότι το αξίωμα ταυτίζεται με αυτό του «αρχιερέα τής Θρακών επαρχείας», χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελετητών (Sharankov 2007: 519, 531 και Gerov 1948. Ο Sharankov [2007: 531] αναφέρει ως αντίστοιχη την περίπτωση των «ασιαρχών» και των «αρχιερέων» στις ασιατικές πόλεις, όπου παρά τις εκατοντάδες επιγραφές δεν είναι βέβαιο αν τα δύο αξιώματα είναι διαφορετικά ή όχι. Για το θέμα στους ασιατικούς τίτλους βλ. Carter 2004, Weiß 2002, Engelmann 2000, Friesen 1999).
Αναφορικά με τον θρακάρχη της επιγραφής, φαίνεται να ανήκει στο γένος των Αντίων, μια εκρωμαϊσμένη οικογένεια ευγενών, πιθανώς καταγόμενη από την Πλαυταλία, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Θράκης κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ. Το cognomen Τήρος αποκαλύπτει την αναμφισβήτητη θρακική καταγωγή της οικογένειας (Sharankov 2007: 526, Petersen 1978. Για επιγραφές που αναφέρουν άτομα της οικογένειας των Αντίων βλ. IGBulg IV 2053 και IGBulg III 1.1537).
Οι στ. 5-9 αναφέρουν έναν πολύ διαδεδομένο τιμητικό τίτλο της αυτοκράτειρας Μαμαίας. Ονομάζεται «μήτηρ τών στρατευμάτων», μια σπάνια παραλλαγή του τίτλου «μήτηρ τών στρατοπέδων» ή λατινιστί «mater castrorum». Πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα τίτλο, ο οποίος εμφανίστηκε στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ. και αποδόθηκε για πρώτη φορά στην αυτοκράτειρα Φαυστίνα τη Νεότερη. Στη συνέχεια, αποδόθηκε σε όλες σχεδόν τις αυτοκράτειρες της δυναστείας των Σεβήρων και ο τίτλος διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 4ου αι. Αποτελεί πραγματική καινοτομία της εποχής, καθώς συνδυάζει δύο ασυμβίβαστα μέχρι τότε στοιχεία, τις γυναίκες και τον καθαρά αντρικό στρατιωτικό χώρο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επεκτείνει τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο της μητρότητας σε ένα ανδροκρατούμενο πεδίο, καθώς ο στρατός γίνεται ένα από τα «παιδιά» του αυτοκρατορικού ζεύγους.
Ο τίτλος εντοπίζεται σε πολλές επιγραφές και νομίσματα, όμως απουσιάζει από τις φιλολογικές μαρτυρίες εκτός από μια πολύ μικρή αναφορά στη Φαυστίνα (Cass. Dio 71.10.5, HA Aur. 26.4-9). Ακριβώς λόγω της έλλειψης των φιλολογικών μαρτυριών δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τα αίτια δημιουργίας και απονομής του τίτλου. Μελετώντας, ωστόσο την πολιτική και στρατιωτική ιστορία της περιόδου καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ποίκιλαν: η δύσκολη στρατιωτική κατάσταση με τις συνεχείς ξένες εισβολές δημιουργεί την ανάγκη να τονιστούν οι δεσμοί του στρατού με την άρχουσα δυναστεία, οι οποίοι σήμαιναν την προστασία της και την προστασία του κράτους. Εν συνεχεία λόγοι δυναστικής διαδοχής «επέβαλαν» την απονομή αυτού του τίτλου είτε για να δηλωθεί ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν «αδερφός» των στρατευμάτων και άρα τελούσε υπό την προστασία τους, όπως στην περίπτωση του Κομμόδου, είτε για να συνδεθεί μια δυναστεία με την προηγούμενή της κι έτσι να νομιμοποιηθεί, όπως συνέβη στην περίπτωση των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Σεβήρων. Παράλληλα, ειδικά οι αυτοκράτορες της συριακής δυναστείας, όφειλαν την άνοδό τους στο θρόνο στα στρατεύματα. Ο τίτλος, επομένως, εξυπηρετούσε τόσο τον προπαγανδιστικό ρόλο της κολακείας των στρατευμάτων, όσο και το να υποδηλώσει αφενός στον ρωμαϊκό λαό και τη Σύγκλητο και αφετέρου στους αντιπάλους των αυτοκρατόρων ότι ο στρατός ήταν με το μέρος τους στηρίζοντας και προστατεύοντάς τους ως όφειλε ένας «γιος» προς τους «γονείς και τα αδέρφια» του.
Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι ο τίτλος αυτός, συνδυαζόμενος σε αρκετές περιπτώσεις και με τον πιο διευρυμένο τίτλο «μήτηρ τών στρατοπέδων καί τής συγκλήτου καί τής πατρίδος» απηχεί και μια μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε την εποχή αυτή αναφορικά με τη δράση των γυναικών του αυτοκρατορικού οίκου. Όλες οι αυτοκράτειρες που τον κατείχαν είχαν συνοδέψει μαζί με τους συζύγους τους ή τους γιους τους τα στρατεύματα σε εκστρατείες, όπως η Φαυστίνα, η Δόμνα και η Μαμαία (Cass. Dio 71.10.5, 75.1-3.2, 80b.3-4, HA Aur. 26.4-9, Ηρωδ. 6.2-6, 6.7), ή είχαν συμμετάσχει με τον τρόπο τους σε κάποια μάχη, όπως η Μαίσα και η Σοαιμιάς (Cass. Dio 79.38.4). Επίσης, όλες με εξαίρεση την Φαυστίνα συμμετείχαν στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα την εποχή του Σεβήρου Αλεξάνδρου, οπότε φαίνεται και από τις φιλολογικές μαρτυρίες ότι η πεποίθηση λαού και στρατού ήταν ότι την πραγματική διοίκηση του κράτους και του στρατού είχε όχι ο αυτοκράτορας αλλά η μητέρα του Μαμαία (για τον τίτλο της «μητρός τών στρατοπέδων» βλ. ενδεικτικά Benoist 2015, Levick 2014 και Levick 2007, Langford 2013, Ricciardi 2007, Kienast 2004, Boatwright 2003, Lusnia 1995, Kuhoff 1993, da Costa 1990, Kettenhofen 1979, Benario 1959, Williams 1904).
Καλή τύχη. Η λαμπρότατη επαρχία της Θράκης [αφιερώνει αυτό το άγαλμα] στην Αυγούστα Ιουλία Μαμαία, μητέρα του θεϊκού και ανίκητου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου Σεβήρου Αλεξάνδρου και των ιερών στρατευμάτων του, μέσω του θρακάρχη Πόπλιου Αντίου Τήρου, ο οποίος αναλαμβάνει την εργασία.
(το αντίγραφο των Δελφών)
Δόγμα αρχαίον Αμφικτιό- | |
νων. Επὶ Ἱέ[ρ]ωνος άρχοντος εν Δελφοίς· πυλαίας εαρινας, | |
ιερομναμονούντων Θεσσαλών Ἱπποδάμα, Λέοντος· Aι- | |
τωλών Λυκέα, Δωριμάχου· Bοιωτών Ασώπωνος, Διονυσί- | |
5 | δου· Φωκέων Eυφρέα, Xα[ρέα]· v. έδοξ[εν] τοίς Αμφικτ[ί]- |
οσιν καὶ τοίς ιερομνάμοσιν καὶ τοίς αγορατροίς, όπω[ς] | |
ήι εις πάντα χρόνον ασυλία καὶ ατέλεια τοίς τεχνί- | |
ταις τοίς εν Αθήναις, καὶ μὴ ήι αγώγιμος μηθεὶς μηθαμό- | |
θεν, μήτε πολέμου μήτε ειράνας, μήτε τὰ χρήματα αυ- | |
10 | τών, αλλ’ ήι αυτοίς ατέλεια καὶ ασφάλε[ια εις πάντα χρό- |
[ν]ον, η συνκεχωρημένη υπὸ πάντων τών Ελλάνων βεβαία, εί- | |
[ν]αι δέ τοὺς τεχνίτας ατελείς στρατείας πεζικας καὶ ναυτι- | |
[κ]ας καὶ εισφορας πάσας, όπως τοίς θεοίς αι τιμαὶ καὶ αι θυ- | |
[σίαι], εφ’ άς εισι τεταγμένοι οι τεχνίται, συντελώνται εν τοίς | |
15 | καθήκουσιν χρόνοις όντων αυτώ[ν απολυπραγ]- |
[μονήτων καὶ] ι̣ερώ̣[ν π]ρὸς ταίς [τών θεών λειτουργί]- | |
[αις· μὴ εξέσ]τω δέ μηδενὶ άγειν τὸν τε[χνίταν μήτε πο]- | |
[λέμου μήτ]ε ειρήνας, μηδέ συλαν, εί κα [μὴ χρέος έχων] | |
[πόλει ήι] υπόχρεος, καὶ εὰν ιδίου ήι συν[βολαίου υπόχρεος] | |
20 | [ο τεχν]ί̣τας· v. εὰν δέ τις παρὰ ταύτα ποιή[ι, υπόδικος έστω] |
[εν] Αμφικτίοσι, αυτός τε καὶ η πόλις εν αι άν τὸ αδ[ίκημα κα]- | |
[τ]ὰ τού τεχνίτα συντελεσθήι· είμεν δέ τὰν ατέλειαν [καὶ τὰν α]- | |
[σ]φάλειαν τὰν δεδομέναν υπὸ Αμφικτιόνων τοίς εν [Αθήναις] | |
[τ]εχνίταις εις τὸν αεὶ χρόνον, ούσιν απολυπραγμον[ήτοις]· | |
25 | τοὺς δέ γραμματείς αναγράψαι τὸ δόγμα ειστήλαν [λιθί]- |
ναν, καὶ στήσαι εν Δελφοίς· πέμψαι δέ καὶ ποτὶ Αθηναίο[υς] | |
τού δόγματος τούδε αντίγραφον εσφραγιζμένον, ίνα ειδώ- | |
σιν οι τεχνίται ότι οι Αμφικτίονες πλείσταν έχοντι πρόνοια[ν] | |
υπέρ τας πρὸς τοὺς θεοὺς ευσεβείας, καὶ κατακολουθήκα[ν]- | |
30 | τι τοίς παρακαλουμένοις υπὸ τών τεχνιταν, πειράσοντα[ι] |
δέ καὶ εις τὸ λοιπὸν ταύτά τε φυλάσσειν εις τὸν άπα[ντα] | |
χρόνον, καὶ άλλο ό τι άν έχωντι αγαθὸν προσαύξ[ειν υπέρ] | |
τών περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιταν. Πρέσσβε[ις· Αστυδάμας] | |
[π]οιητὴς τραγωιδιών. Nεοπτόλεμος τ[ραγωιδός]. |
Tο συγκεκριμένο αμφικτυονικό ψήφισμα είναι η παλαιότερη σωζόμενη μαρτυρία που αφορά το σωματείο των Διονυσιακών τεχνιτών της Aθήνας. Ως Διονυσιακοὶ τεχνίται είναι γνωστοί οι επαγγελματίες της μουσικής και του θεάτρου, οι οποίοι μεταξύ άλλων δραστηριοποιούνταν στις μουσικές και δραματικές παραστάσεις στο πλαίσιο των θρησκευτικών και άλλων γιορτών (συστηματική προσωπογραφία τους έχει συντάξει ο Στεφανής 1988). Κατά την ελληνιστική εποχή, όταν αυξάνεται ο αριθμός αλλά και η γεωγραφική εξάπλωση αυτών των γιορτών (Chaniotis 1995), ενισχύεται ο επαγγελματισμός των συντελεστών τους, οι οποίοι οργανώνονται σε σωματεία (Le Guen 2001· Aneziri 2003). Πρόκειται για τα πρώτα επαγγελματικά σωματεία του ελληνικού κόσμου που ωστόσο φροντίζουν προσεκτικά να προβάλλονται ως θρησκευτικά σωματεία αφιερωμένα μέσω του θεάτρου στη λατρεία του Διονύσου. Το παρόν ψήφισμα αποτελεί ένα ασφαλές terminus ante quem για την ίδρυση της Συνόδου τών εν Αθήναις περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτών, χωρίς ωστόσο να προσφέρει καμία περαιτέρω χρονολογική ένδειξη.
Tο ψήφισμα που χρονολογείται το 279/8 ή 278/7 π.X. περιγράφεται ως δόγμα αρχαίον, γιατί αναγράφεται μαζί με ένα αμφικτυονικό ψήφισμα του 134/3 ή 130/29 π.X. (CID IV 114) που έχει το ίδιο θέμα: την εκχώρηση προνομίων στους Διονυσιακούς τεχνίτες της Aθήνας (ή ακριβέστερα, στην περίπτωση του νεότερου ψηφίσματος, την ανανέωσή τoυς). Πιθανότατα το 134/3 ή 130/29 π.X. οι τεχνίτες στήριξαν το αίτημα της ανανέωσης των προνομίων τους στην παλαιά αναγνώριση που πιστοποιούσε τις παραδοσιακά καλές τους σχέσεις με την Aμφικτυονία.
Σχέσεις με τους Δελφούς και την Αμφικτυονία τεκμηριώνονται όχι μόνο για την Αθηναϊκή σύνοδο αλλά και για δύο άλλα σημαντικά σωματεία Διονυσιακών τεχνιτών: το Κοινὸν τών περὶ τὸν Διόνυσον τεχνιτών τών εξ Ισθμού καὶ Νεμέας (Syll.3 460, 704B· CID IV 70-72) και το Μικρασιατικό Κοινό (IG IX 12 175, 192· CID IV 97· Syll.3 565). Καθώς η πόλη και η Αμφικτυονία υπήρξαν αφενός διοργανωτές σημαντικών γιορτών, προσφέροντας σε πολλούς καλλιτέχνες τη δυνατότητα να δώσουν παραστάσεις στο πλαίσιο αυτών των γιορτών εντός ή εκτός των αγώνων, αφετέρου χορηγοί και εγγυητές σημαντικών για τους τεχνίτες προνομίων, οι σχέσεις των σωματείων με το πανελλήνιο ιερό είναι αναμενόμενες και διέπονται από την αρχή της αμοιβαιότητας.
Η συγκεκριμένη επιγραφή είναι ο πρώτος κρίκος σε μια μακρά αλυσίδα σχέσεων και συναλλαγών μεταξύ της Αθηναϊκής Συνόδου των Διονυσιακών τεχνιτών και της Δελφικής Αμφικτυονίας που βασίζονται στα αμοιβαία συμφέροντα των δύο πλευρών, αλλά συγχρόνως προσαρμόζονται στις πολιτικές συνθήκες της ελληνιστικής εποχής και ξεπερνούν τα όρια του σωματείου.
Η Aμφικτυονία εμφανίζεται να εγγυάται στα μέλη της Αθηναϊκής Συνόδου ασφάλεια, ασυλία και ατέλεια. Ένας σημαντικός αριθμός επιγραφών που αφορούν τα σωματεία των τεχνιτών κατά την ελληνιστική περίοδο μαρτυρούν άμεσα ή έμμεσα εκχώρηση ή ανανέωση προνομίων προς όφελος των μελών του εκάστοτε σωματείου από βασιλείς, Pωμαίους αξιωματούχους, έθνη, πόλεις και φυσικά τη Δελφική Aμφικτυονία. Mια ματιά στο σύνολο του υλικού μάς επιτρέπει να οργανώσουμε τα προνόμια αυτά σε τρεις κατηγορίες. 1) Προνόμια που σχετίζονται με την ασφάλεια των τεχνιτών και της περιουσίας τους και είναι απαραίτητα για τη διασφάλιση των μετακινήσεών τους μέσα στον –εξαιτίας των πολέμων και της πειρατείας– ιδιαίτερα ταραγμένο ελληνιστικό κόσμο: ασφάλεια, ασυλία. 2) Προνόμια που απαλλάσσουν τους τεχνίτες από κάθε είδους υποχρεώσεις (κατά κύριο λόγο οικονομικές) απέναντι σε πόλεις, βασιλείς και Pωμαίους: ατέλεια (στρατείας πεζικής καὶ ναυτικής), ανεισφορία, αλειτουργησία, ανεπισταθμεία. 3) Tιμητικά προνόμια: προεδρία, προμαντεία, προξενία, προπομπεία, προδικία.
Iδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο τρόπος με τον οποίον τεκμηριώνεται η χορήγηση των προνομίων: οι τεχνίτες χαρακτηρίζονται ιεροί (στ. 16· πρβλ. CID IV 116 στ. 20)∙ πρέπει να μπορούν να αφοσιώνονται απερίσπαστοι στην υπηρεσία των θεών και να συντελούν τις τιμές και τις θυσίες που τους έχουν ανατεθεί (στ. 15-19). Aυτή η σύζευξη υπηρεσιών που προσφέρονται στο θείο και προστασίας που εξασφαλίζεται από το θείο αποτυπώνεται έμμεσα και στις επιστολές Pωμαίων αξιωματούχων, οι οποίοι αναγνωρίζουν τα προνόμια των τεχνιτών ένεκεν τού Διονύσου κα[ὶ τών Mουσ]ών καὶ τού επιτηδεύματος ού προεστήκατε (Aneziri 2003: 361-362 αρ. B6 στ. 3-4) ή καταλο[γη] τού Διονύσου καὶ τών Mουσών καὶ τής πολιτείας υμών χάριτι (Sherk, RDGE 49b στ. 4-6). Tο πνεύμα αυτό διέπει εξάλλου και τη διατύπωση οι περὶ τὸν Διόνυσον τεχνίται, που εμφανίζεται στον τίτλο τόσο του αθηναϊκού όσο και των άλλων σωματείων αποτυπώνοντας με ενάργεια τη γειτνίαση και αλληλοεξυπηρέτηση επαγγέλματος και θρησκείας.
Παλαιό ψήφισμα των Aμφικτυόνων. Όταν άρχοντας στους Δελφούς ήταν ο Iέρωνας, κατά την ανοιξιάτικη πυλαία, και ιερομνήμονες ήταν από τους Θεσσαλούς ο Iπποδάμας και ο Λέων, από τους Aιτωλούς ο Λυκέας και ο Δωρίμαχος, από τους Bοιωτούς ο Aσώπων και ο Διονυσίδας, (στ. 5) από τους Φωκείς ο Eυφρέας και ο Xαρέας∙ αποφάσισαν οι Aμφικτύονες και οι ιερομνήμονες και οι αγορατροί να έχουν για πάντα οι τεχνίτες της Aθήνας ασυλία και ατέλεια και ούτε σε περίοδο πολέμου ούτε σε περίοδο ειρήνης να υπόκειται κανείς, οπουδήποτε, σε σύλληψη ή τα αγαθά του σε κατάσχεση, (στ. 10) αλλά να ισχύει για αυτούς πάντοτε η ατέλεια και η ασφάλεια που έχουν εκχωρηθεί από όλους τους Έλληνες. Kαι να είναι οι τεχνίτες απαλλαγμένοι από την υποχρέωση συμμετοχής σε εκστρατείες, πεζικές και ναυτικές, και από κάθε εισφορά, ώστε, ελεύθεροι από ασχολίες και αφοσιωμένοι στην υπηρεσία των θεών, (στ. 15) να εκτελούν στον πρέποντα χρόνο τις τιμές και τις θυσίες στις οποίες έχουν ταχθεί. Kαι να μην είναι δυνατόν κανείς να προβεί σε κράτηση του τεχνίτη ούτε κατά τον πόλεμο ούτε κατά την ειρήνη, ούτε σε κατάσχεση των αγαθών του, εκτός κι αν ο τεχνίτης έχει χρέος προς κάποια πόλη ή είναι υπόχρεος ιδιωτικού συμβολαίου. (στ. 20) Kι αν κάποιος πράξει κάτι ενάντια σε αυτά, να είναι υπόδικος στους Aμφικτύονες και ο ίδιος και η πόλη στην οποία θα λάβει χώρα το αδίκημα, ενάντια στον τεχνίτη. Kαι να ισχύει για πάντα η ατέλεια και η ασφάλεια που δόθηκε από τους Aμφικτύονες στους τεχνίτες της Aθήνας, ώστε να είναι απερίσπαστοι. (στ. 25) Kαι οι γραμματείς να αναγράψουν το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσουν στους Δελφούς. Kαι να στείλουν στους Aθηναίους σφραγισμένο αντίγραφο του ψηφίσματος, για να γνωρίζουν οι τεχνίτες ότι οι Aμφικτύονες μεριμνούν ιδιαίτερα για την ευσέβεια προς τους θεούς και ότι συγκατατίθενται (στ. 30) στις παρακλήσεις των τεχνιτών και ότι θα προσπαθήσουν και στο μέλλον να διαφυλάξουν για πάντα αυτήν τη συμπεριφορά και να αυξήσουν όσο μπορούν τα ευεργετήματα υπέρ των τεχνιτών του Διονύσου. Πρέσβεις: Aστυδάμας, ποιητής τραγωδιών∙ Nεοπτόλεμος, τραγωδός.
Ἣν εσορας στήλην μεστὴν ε- | |
σορας, φίλε, πένθους. | |
Κάτθανε γὰρ Ζώη ούνομα | |
κλησκομένη | |
5 | οκτωκαιδεκέτης, λείψα- |
σα γονεύσι δάκρυα | |
καὶ πάπποις τὰ όμοια, ού- | |
περ γαίης λίπε πένθη. | |
Ἦν δέ γάμω ζευχθε<ί>σα κύ- | |
10 | ησέ τε <τ>έκνον άωρον, |
ού τεχθέντος άφωνος | |
λίπεν φάος ηελίοιο. | |
Πηνειὸς δέ πατήρ χεύων | |
δάκρ<υ> θήκε τόδ᾿ έργον | |
15 | σύν τε φίλη αλόχω, οίς ήν |
τέκνον έν τε κουκ άλλο. | |
Ουδέ γὰρ εξ αυτής έσχον | |
τέκνον φώ<ς> λιπούσης | |
αλλ᾿ άτεκνοι λύπη καρ- | |
20 | τέρεον βίοτον. |
Θρήνος για τον πρόωρο θάνατο μιας νεαρής γυναίκας, που πέθανε κατά τη γέννα του πρώτου της παιδιού μαζί με το μωρό της. Όντας μοναχοπαίδι άφησε τους γονείς της χωρίς καμία προσδοκία για το μέλλον.
Το ποίημα και η ιστορία
Το επιτάφιο επίγραμμα αποτελείται από πέντε ελεγειακά δίστιχα (ανά δύο, οι στίχοι της επιγραφής περιέχουν από ένα στίχο του ποιήματος). Το ποίημα διηγείται τη θλιβερή ιστορία μιας οικογένειας. Ο Πηνειός και η γυναίκα του είχαν ένα μοναχοπαίδι, την κόρη τους Ζωή. Πριν συμπληρώσει τα δεκαοχτώ της χρόνια, την πάντρεψαν. Τρεις γενιές της ίδιας οικογένειας (η Ζωή και ο άντρας της, οι γονείς της και οι παππούδες της) περίμεναν με χαρά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Αλλά άλλες ήταν οι βουλές της μοίρας. Η Ζωή και το νεογέννητο πέθαναν (ίσως σε πρώιμη γέννα) και μαζί τους χάθηκε η ελπίδα για τη συνέχεια της οικογένειας. Η μοίρα της Ζωής και του νεογέννητου δεν είναι ασυνήθιστη για τα δεδομένα της αρχαιότητας. Πολλές πηγές, κυρίως επιτάφιες επιγραφές, μαρτυρούν την παιδική θνησιμότητα και τον θάνατο κατά τον τοκετό της μητέρας, του παιδιού ή και των δύο (Vérilhac 1982· Demnand 1994· Suder 1995· Martin-Kichler 2000· Bourbou 2001).
Τα εργαλεία της ταφικής ποίησης
Πολλές φορές οι συντάκτες επιτάφιων επιγραμμάτων επιχειρούν να δώσουν κάποια παρηγοριά θυμίζοντας ότι κανένας δεν είναι αθάνατος (θάρσει, ουδεὶς αθάνατος: π.χ. SEG XXXVII 1103· XLIII 638, 667, 1020, 1069, 1167· XLV 1450, 1686, 2181· Vérilhac 1982: 227-235) ή αφήνοντας κάποια ελπίδα για τη μεταθανάτια ζωή (Chaniotis 2000· Le Bris 2001· Peres 2003· Wypustek 2013). Η ιδιαιτερότητα αυτού του θεσσαλικού επιγράμματος συνίσταται στο ότι δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρηγοριάς, ακόμα και αν ο θάνατος χαρακτηρίζεται στο στ. 8 ως φυγή από τις επίγειες θλίψεις (γαίης λίπε πένθη: βλ. Vérilhac 1982: 236-240). Η πρώτη κιόλας φράση του ποιήματος προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι η στήλη είναι γεμάτη πόνο και ο τελευταίος στίχος δεν αφήνει καμιά ελπίδα: οι γονείς της Ζωής δεν ζουν πλέον τη ζωή τους, απλώς την υπομένουν (καρτέρεον βίοτον). Μετά τον θάνατο της Ζωής, δεν υπάρχει πλέον ζωή –ο ποιητής χρησιμοποιεί συνειδητά τη λέξη βίοτος–, αλλά ούτε και προσδοκία νέας ζωής. Ένα ανάλογο αίσθημα μεταδίδει ένα επίγραμμα από τη Σάμο: “με τον θάνατό μου χήρεψε όλο το σπίτι· γιατί ούτε εγώ μένω πίσω ούτε κι άφησα ένα βλαστάρι φεύγοντας” (IG XII 6, 873: πας γὰρ εμού φθιμένης χήρος δόμος ούτε γὰρ αυτή λείπομαι ούτ᾿ έλιπον βλαστόν αποιχoμένη).
Αν και ο ανώνυμος ποιητής δεν χειρίζεται άριστα το μέτρο, αποφεύγει τις κοινοτοπίες και προσπαθεί να καταδείξει την ατομικότητα της σκληρής μοίρας του Πηνειού και της οικογένειάς του. Ένα από τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι η επανάληψη ετυμολογικώς συγγενών, συνώνυμων ή ομόηχων λέξεων που δίνει στο ποίημα τη ρυθμικότητα του μοιρολογιού: ήν εσορας… μεστὴν εσορας (στ. 1-2)· λείψασα… δάκρυα (στ. 5-6), λίπε πένθη (στ. 8), λίπεν φάος (στ. 12) και φώ<ς> λιπούσης (στ. 18: αντί για φωτὶ λιπούσης που αναγράφεται μάλλον από λάθος του γραφέα· πρβλ. στ. 19: λύπη)· τέκνον έν (στ. 16), τέκνον (στ. 18), άτεκνοι (στ. 19)· μεστὴν… πένθους (στ. 1-2) και λίπε πένθη (στ. 8)· φίλε (στ. 2) και φίλη (στ. 15). Ο πόνος εκφράζεται ηχητικά από την παρήχηση του -π: λείψα|σα γονεύσι δάκρυα | καὶ πάπποις τὰ όμοια, ού|περ γαίης λίπε πένθη (στ. 5-8) και Πηνειὸς δέ πατήρ (στ. 13).
Την πρωτοτυπία του ποιητή δείχνει και το γεγονός ότι στην αρχή του ποιήματος, όταν απευθύνει το λόγο στον αναγνώστη της στήλης, δεν τον χαρακτηρίζει, ως συνήθως στην ταφική ποίηση, ως παροδίτη αλλά ως φίλο, καθιστώντας τον έτσι έμμεσα μέτοχο της θλίψης. Έτσι κατορθώνει ακόμα και σήμερα να μας μεταδώσει συγκίνηση.
Η χρήση των ονομάτων στην ταφική ποίηση
Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα μέλη της οικογένειας (η μητέρα και ο άντρας της Ζωής, οι παππούδες) μένουν ανώνυμα. Η εξήγηση είναι απλή. Ο ποιητής κατονομάζει μόνο τα πρόσωπα των οποίων το όνομα προσφέρεται από την ίδια του την ετυμολογία για να εκφράσει την τραγικότητα του συμβάντος. Η τραγική ειρωνεία ότι η νεαρή νεκρή λέγεται Ζωή προσθέτει έμφαση στην απελπισία των συγγενών: “πέθανε η ζωή” είναι η πρώτη φράση, “δεν ζούμε, αλλά ανεχόμαστε τη ζωή” η τελευταία. Το μέγεθος της θλίψης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο πατέρας της νεκρής έχει το όνομα του μεγαλύτερου ποταμού της περιοχής (Πηνειός)· έτσι ο χείμαρρος των δακρύων του έμμεσα παραλληλίζεται με την ορμητική και ανεξάντλητη ροή του ποταμού. Το όνομα Πηνειός μαρτυρείται συχνά ως ανθρωπωνύμιο όχι μόνο στη Θεσσαλία αλλά και στη Σάμο, στη Σπάρτη και στην Τήνο (βλ. τα σχετικά λήμματα στο LGPN I-IV). Το όνομα Ζωή είναι πολύ συνηθισμένο.
Οι ποιητές επιτάφιων επιγραμμάτων συχνά εκμεταλλεύονται την ετυμολογία των ονομάτων των νεκρών ή των συγγενών τους. Σε ένα επίγραμμα από τη Στρατονίκεια (I.Stratonikeia 1202) διαβάζουμε: θρέψας μοι Κάρπος στήλην μνήμης επέθηκεν πάντα ολέσας καρπὸν τών επ᾿ εμο[ὶ] καμάτων (“ο Κάρπος, που με ανάθρεψε, τοποθέτησε στήλη για να με θυμούνται, χάνοντας όλο τον καρπό των κόπων του για την ανατροφή μου”). Σε άλλα επιγράμματα τονίζεται η τραγική ειρωνεία που προκύπτει από το ελπιδοφόρο όνομα του νεκρού και τη μοίρα του. “Αλύπητος ήταν το πλάνο όνομά μου”, εκφράζει το παράπονό του ένας νεκρός στις Ερυθρές που οι συντυχίες δεν του χάρισαν ζωή χωρίς λύπη (I.Erythrai Klazomenai 309 = Steinepigramme Ι 03/07/08). Στην ίδια πόλη ένας άλλος ποιητής υπογραμμίζει το πλάνο (ψευδήγορον) όνομα του δεκαοχτάχρονου νεκρού: “δεκαοχτάχρονο με άρπαξε ο αχόρταγος δαίμων, εμένα, τον Φωτινό, πικρό πένθος για τους γονείς μου. Το όνομά μου λέει ψέματα. Δεν βλέπω το γλυκό το φως, αλλά τον φριχτό για τους ανθρώπους Άδη” (I.Erythrai Klazomenai 306 = Steinepigramme Ι 03/07/16). Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν απόλυτη συνείδηση της σημασίας των ονομάτων που συχνά δίνονταν συνειδητά, π.χ. για να υπογραμμίσουν τη σχέση με κάποια θεότητα (“θεοφόρα ονόματα”), να τονίσουν τη σχέση μελών μιας οικογένειας (Solin 1990), να υποδηλώσουν την επαγγελματική απασχόληση, ιδίως στις τέχνες και τα θεάματα (Chaniotis 1990: 97), ή να εκφράσουν προσδοκίες. Με προσδοκίες δόθηκε και στη Ζωή το όνομά της, αλλά η ζωή τις διέψευσε.
Αυτή τη στήλη που βλέπεις, φίλε, τη βλέπεις γεμάτη πένθος. Γιατί η Ζωή –αυτό το όνομα της είχαν δώσει– πέθανε (στ. 5) δεκαοχτώ χρονών αφήνοντας στους γονείς της μονάχα δάκρυα, το ίδιο και στους παππούδες της, από τη στιγμή που άφησε της γης τα πένθη. Είχε παντρευτεί (στ. 10) και έφερε στα σπλάχνα της ένα παιδί, που πέθανε πριν την ώρα του· μόλις το γέννησε, βουβή εγκατέλειψε του ήλιου το φως. Ο πατέρας της, ο Πηνειός, χύνοντας δάκρυα, της έστησε αυτό το έργο, (στ. 15) μαζί με την αγαπημένη του γυναίκα. Ένα παιδί μόνο είχαν· δεν είχαν άλλο. Αλλά ούτε και από την κόρη τους απόκτησαν παιδί (εγγόνι), αφού άφησε το φως, αλλά χωρίς παιδιά και με θλίψη (στ. 20) υπέμειναν καρτερικά τη ζωή τους.