Ὥρωι Ἁρυώτου [λαογρ(άφω)] Βακ(χιάδος) καὶ Απύνχ(ει) | |
Ὀννώφρεως καὶ το(ίς) άλλ(οις) πρεσβ(υτέροις) | |
παρὰ Πετεύρε(ως) τού Ὥ̣ρ̣ο̣(υ) τών απὸ | |
κώμης Βακ(χιάδος). υπάρχ(ει) [μοι] εν τη κώμη | |
5 | (ήμισυ καὶ τέταρτον) μέρος ο[ι]κ(ίας) εν ᾧ καταγείνομ(αι) καὶ απο- |
γρά(φομαι) εμαυτόν τε καὶ [τ]οὺς εμοὺς | |
εις τὴ(ν) τού διεληλ(υθότος) θ̣ έ̣τ̣ο̣υ̣ς̣ Αυτοκράτορ(ος) | |
Καίσαρος Δομιτιανού Σεβ(αστού) Γερμ(ανικού) | |
απογρα(φήν). | |
10 | ειμεὶ δέ Πετεύρις Ὥρ[ο(υ)] το(ύ) Ὥρο(υ) |
μη(τρὸς) Εριεύς τή(ς) Μενχείους δημ(όσιος) | |
γεωργ(ὸς) (ετών) λ άση(μος) | |
καὶ τὴν γυ(ναίκα) Ταπεί̣ν̣η̣(ν) [τὴ(ν) Α]π̣κ̣όι(τος) (ετών) κε | |
καὶ τοὺς ομοπατρίο(υς) κα[ὶ] ομομητρίο(υς) | |
15 | αδελφο(ὺς) Ὧρο(ν) (ετών) κ |
καὶ Ὡρίωνο άλλο(ν) (ετών) ζ. | |
υπάρχ(ει) δέ καὶ τώι αδελφώι τὸ λ̣ο̣ιπ(όν) (τέταρτον) μέ(ρος) | |
τή(ς) προκ(ειμένης) οικ(ίας) καὶ αυλ(ής) εν ᾧ καταγει(νόμεθα). | |
Πετεύρις ο προγεγραμμένος επιδέδω(κα) | |
20 | καὶ ομνύω Αυτοκράτορα Καίσαρα |
Δομιτιανὸν Σεβαστὸν Γερμανικὸν | |
α̣λ̣η̣θ̣ή̣ είναι τὰ προγ(εγραμμένα) καὶ μηδέ(ν) | |
διε̣ψεύσθα<ι>. έγραψεν Αφροδ(ίσιος) γραμ(ματεὺς) | |
τή(ς) κώμης μὴ ειδό̣το̣ς γράμματα | |
25 | (έτους) δεκάτου Αυτοκράτο̣ρ̣̣ος Καίσαρος |
Δομιτιανού Σεβ(αστού) Γερμ(ανικού), Παχ(ὼν) ιε. |
Ο Πετεύρις από την κώμη Βακχιάδα στέλνει αυτήν την απογραφή εκ μέρους του εαυτού του και της οικογένειάς του στους αρμόδιους αξιωματούχους της κώμης του (στ. 1-4). Δίνει πρώτα λεπτομέρειες της ταυτότητάς του και της κατοικίας του (στ. 10-12) και ύστερα προσθέτει όσους ακόμη κατοικούν και απογράφονται στη συγκεκριμένη κατοικία, τον βαθμό συγγένειας, την ηλικία και την περιουσία τους, με γενική τάση να αναφέρει πρώτα τους στενότερους συγγενείς (στ. 13-18). Τέκνα φαίνεται να μην υπάρχουν, καθώς θα ήταν αναμενόμενο να αναφερθούν. Ακολουθούν ο συνήθης όρκος (στ. 20-23), η υπογραφή του ατόμου που συνέταξε το έγγραφο (στ. 23-24), και η ημερομηνία κατάθεσής του (στ. 25-26).
Στο τέλος του κειμένου (στ. 23-24) μαθαίνουμε ότι την απογραφή έγραψε ο Αφροδίσιος, ο γραμματεὺς τής κώμης. Ο κωμογραμματέας, υπάλληλος του κωμάρχη, ήταν διοικητικός υπάλληλος στο επίπεδο της κώμης (για την κώμη βλ. παρακ.). Στο παρόν κείμενο ο ρόλος του κωμογραμματέα είναι να συντάξει το έγγραφο εκ μέρους του Πετεύρεως, ο οποίος είναι αναλφάβητος. Το φαινόμενο αυτό απαντά εξαιρετικά συχνά στους παπύρους, και τον ρόλο του γραφέα μπορούν να αναλαμβάνουν όχι μόνο κρατικοί υπάλληλοι, αλλά και συγγενείς και γνωστοί (βλ. Youtie 1975α· Youtie 1975β).
Στο παρόν έγγραφο διασώζεται το όνομα αλλά όχι και ο τίτλος του παραλήπτη. Στην πρώτη έκδοση (P.Mich. III) ο Boak εξηγεί ότι ο αναμενόμενος παραλήπτης θα ήταν ο κωμογραμματέας. Καθώς όμως στην προκείμενη περίπτωση ο κωμογραμματέας είναι εκείνος που συνέταξε το κείμενο της απογραφής, ο Boak επιλέγει να συμπληρώσει στον στ. 1 το αξίωμα του λαογράφου, ο οποίος επίσης συχνά εμφανίζεται ως παραλήπτης απογραφών. Οι λαογράφοι σχετίζονταν σίγουρα με τη λαογραφία, τον φόρο που πλήρωναν όλοι οι άνδρες μεταξύ 14 και 60 ετών (με κάποιες εξαιρέσεις, όπως οι Ρωμαίοι πολίτες, καθώς και οι κάτοικοι της Αλεξάνδρειας και της Αντινοόπολης). Λειτουργούσαν είτε μόνοι τους είτε κατά ομάδες, που έφταναν ως και τα έξι άτομα σε κάθε κώμη ή άμφοδο πόλης. Οι περισσότεροι ιστορικοί αμφιβάλλουν, ωστόσο, ότι οι λαογράφοι ασχολούνταν προσωπικά με την είσπραξη του φόρου, αφού γι’ αυτήν ήταν υπεύθυνοι οι πράκτορες (Mertens 1958: 80-83). Λαογράφοι απαντούν στα κείμενα από το πρώτο μισό του 1ου ως και το τέλος του 3ου αι. μ.Χ. Η πρώτη ένδειξη ότι η θέση αποτελούσε πια υποχρεωτική λειτουργία, υπηρεσία δηλαδή που οι πιο εύποροι αναλάμβαναν σαν έμμεση φορολογία, απαντά το 201 μ.Χ. (Lewis 1997β: 35· Drecoll 1997: 196, 279).
Οι πρεσβύτεροι (στ. 2) απαντούν από την πτολεμαïκή εποχή και ως τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ. Από το 118 μ.Χ. ή και νωρίτερα άρχισαν να αποτελούν υποχρεωτική λειτουργία. Δραστηριοποιούνταν στο επίπεδο την κώμης και υπηρετούσαν μέχρι ένα χρόνο (Lewis 1997β: 43· Drecoll 1997: 29, 201, 279). Η αρμοδιότητά τους σταδιακά εντοπίστηκε στον χώρο της οικονομικής διοίκησης (για τους πρεσβυτέρους γενικότερα βλ. Tomsin 1952).
Η οικογένεια που απογράφεται εδώ είναι γνωστή από διάφορα έγγραφα, τα οποία θεωρείται ότι αποτελούν αρχείο (Smolders 2013). Πρόκειται για τουλάχιστον είκοσι τρία έγγραφα, μεταξύ των οποίων έχουν βρεθεί και δύο ακόμη απογραφές, αυτές του 103 και του 117 μ.Χ. (Bagnall – Frier 1994: 192, 200). Το γενεαλογικό της δέντρο, σύμφωνα με το σχεδιάγραμμα το οποίο παρατίθεται στον τρίτο τόμο των παπύρων του Μίσιγκαν, είναι το εξής:
Βελλής (;) Πετεύρις Ι (;)
| |
Κατοίτης Ωρος Ι Μεγχής
| | |
Ωρος Ωρος ΙΙ = Εριεύς Χαρίτων
| ___________________________ |
| | | | |
| Πετεύρις ΙΙ = Ταπείνη | Ὠρίων Ι = Θενατύμις
|________________ | |
| | Ωρος V
Ταπεκύσις = Ωρος ΙΙΙ
_______ |_________
| |
Ωρος ΙV Ὠρίων ΙΙ
Η οικογένεια δηλώνει ως τόπο κατοικίας την κώμη Βακχιάδα. Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε περίπου σαράντα διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, ο μεγαλύτερος νομός, χωριζόταν πρώτα σε μερίδας, και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες. Η Βακχιάς βρισκόταν στην Ηρακλείδου μερίδα του Αρσινοΐτη νομού.
O Πετεύρις, που απογράφει τον εαυτό του και την οικογένεια του, είναι δημόσιος γεωργός. Οι δημόσιοι γεωργοί ήταν μικροκαλλιεργητές που νοίκιαζαν χωράφια από το κράτος σε σταθερές τιμές. Συνήθως έπαιρναν δάνεια σπόρου από τις αρμόδιες αρχές του χωριού τους και πλήρωναν το ενοίκιο του χωραφιού σε χρήμα ή σε είδος ανάλογα με την καλλιέργεια (Rowlandson 1996: 223-224).
O Πετεύρις περιγράφει τον εαυτό του ως άσημον. Σε επίσημα έγγραφα, όπου η πιστοποίηση της ταυτότητας ήταν ιδιαίτερα σημαντική, περιλαμβάνονταν εκτός από το όνομα, πατρώνυμο κλπ., και αναφορά φυσικών χαρακτηριστικών, όπως ουλές και χρώμα του δέρματος. Άσημος, δηλαδή μη σημαδεμένος, είναι εκείνος που δεν έχει προφανή χαρακτηριστικά που να ξεχωρίζουν (βλ. Hübsch 1968).
Ο Πετεύρις είναι ιδιοκτήτης των τριών τετάρτων του σπιτιού μέσα στο οποίο κατοικούν ο ίδιος, η γυναίκα του, και τα δύο του αδέλφια. Στον ένα αδελφό του ανήκει το υπόλοιπο ένα τέταρτο. Η κατακερμάτιση περιουσιακών στοιχείων, κυρίως γης και κατοικιών, ήταν πολύ χαρακτηριστική στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, και οφειλόταν στη διανομή της περιουσίας στα τέκνα. Το μέγεθος του σπιτιού δεν είναι κάτι που αναφέρεται στις απογραφές (αφού η αναφορά σε σπίτια έχει, όπως είπαμε, στόχο να ορίσει τον τόπο κατοικίας και όχι να δηλώσει περιουσιακά στοιχεία) και, όπως δείχνουν οι σχετικές ανασκαφές, υπάρχουν τεράστιες διαφορές στα μεγέθη. Τα σπίτια είχαν ενίοτε περισσότερους από έναν ορόφους, και πολλές φορές υπόγειο. Τα περισσότερα ήταν κολλημένα το ένα με το άλλο μέχρι και σε τρείς τοίχους, αλλά όλα είχαν πρόσβαση σε αυλή (Alston 2002: 52-58· Husson 1983: 45-54, 191-206).
Στον Ώρο, γιο του Αρυώτη, λαογράφο της Βακχιάδας και στον Απύγχη, γιο του Οννώφρη, και στους άλλους πρεσβύτερους, από τον Πετεύρι, γιο του Ώρου, έναν από αυτούς που κατοικούν στην κώμη Βακχιάδα. Στην κώμη (Βακχιάδα) μου ανήκουν (στ. 5) τα τρία τέταρτα ενός σπιτιού, στο οποίο κατοικώ και απογράφω τον εαυτό μου και τους δικούς μου κατά την απογραφή του περασμένου ενάτου έτους του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού. (στ. 10) Εγώ είμαι ο Πετεύρις, γιος του Ώρου και της Εριέως του Μενχείους, εγγονός του Ώρου, δημόσιος γεωργός, τριάντα ετών, ασημάδευτος· και (απογράφω) τη γυναίκα μου την Ταπείνη, κόρη του Απκόιτος, εικοσιπέντε ετών· και τους αδελφούς μου, από τον ίδιο πατέρα και την ίδια μητέρα, (στ. 15) Ώρο, είκοσι ετών, και τον άλλο, τον Ωρίωνα, επτά ετών. Στον αδελφό μου ανήκει το υπόλοιπο τέταρτο του εν λόγω σπιτιού και της αυλής στο οποίο κατοικούμε. Ο προαναφερθείς Πετεύρις κατέθεσα την απογραφή (στ. 20) και ορκίζομαι στο όνομα του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού ότι τα προγεγραμμένα είναι αληθή και ότι τίποτε δεν δηλώθηκε ψευδώς. (Το κείμενο της απογραφής) έγραψε ο Αφροδίσιος, γραμματέας της κώμης, γιατί ο Πετεύρις δεν ξέρει γράμματα. (στ. 25) Έτος δέκατο του Αυτοκράτορα Καίσαρα Δομιτιανού Σεβαστού Γερμανικού, 15 Παχών.
μπροστινή πλευρά (recto) | |
Σωκράτη καὶ Διδύμω τω καὶ Τυράννω | |
γραμματεύσι μητροπόλεως | |
παρὰ Ισχυρατος τού Πρωτα τού Μύσθου | |
[μ]ητρὸς Τασουχαρίου τής Διδα απ[ὸ α]μ- | |
5 | φόδου Ερμουθιακής καὶ τής τούτου γυ- |
ναικὸς Θαισαρίου τής Αμμωνίου [τ]ού | |
Μύσθου μητρὸς Θαισατος απὸ τού αυτού | |
αμφόδου Ερμουθιακής. απογραφόμεθα | |
τὸν γεννηθέντα ημείν εξ αλλήλων υιὸν | |
10 | Ισχυρα[ν] καὶ όντα εις τὸ ενεστὸς ιδ (έτος) Αντωνείνο(υ) |
Κα[ί]σαρος τού κυρίου (έτους) α. διὸ επιδίδωμ[ι] τὸ | |
τής επιγενήσεως υπόμνημα. | |
[Ισχυρ]ας (ετών) μδ άσημος. | |
Θαισάριον (ετών) κδ άσημος. | |
15 | έγραψ[ε]ν υπέρ αυτών Αμμώνιος νομογ(ράφος). |
Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου
Το παρόν έγγραφο στάλθηκε από τους γονείς ενός αγοριού, του Ισχυρά, στις αρμόδιες αρχές με στόχο να δηλώσει τη γέννησή του.
Το εν λόγω έγγραφο, το οποίο συνιστά την απλούστερη μορφή δήλωσης γέννησης, ξεκινά με τα ονόματα και το αξίωμα των παραληπτών (στ. 1-2), δηλώνει λεπτομερώς την ταυτότητα των αποστολέων (στ. 3-9), δίνει τη χρονολογία, το όνομα και την ηλικία του παιδιού (στ. 10-11). Το κείμενο κλείνει με τις υπογραφές των αποστολέων και το όνομα αυτού που υπέγραψε εκ μέρους τους, καθώς, όπως φαίνεται, ήταν αναλφάβητοι (στ. 11-15· πρβλ. Π8).
Η δήλωση γέννησης και οι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι
Στο συγκεκριμένο κείμενο η δήλωση γέννησης υποβλήθηκε κατά το πρώτο έτος του παιδιού. Αυτό μπορεί να μοιάζει φυσικό στους σύγχρονους αναγνώστες, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο κανόνας. Έχουν σωθεί δηλώσεις γέννησης που απογράφουν παιδιά ως και τα πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας τους (π.χ. P.Oxy. XXXVIII 2855, όπου δηλώνεται ένα αγόρι δεκατριών ετών· πρβλ. P.Ups.Frid. σελ. 64). Η συνήθης εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι η δήλωση γέννησης δεν είχε ως κύριο στόχο να ενημερώσει τις αρχές γι’ αυτή καθ’ εαυτήν τη γέννηση του παιδιού, αλλά να προετοιμάσει την εγγραφή του στον σχετικό φορολογικό κατάλογο και κυρίως την πρώτη απογραφή του ως μέλους διακεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας –σε περίπτωση που η οικογένεια ανήκε σε τέτοια κατηγορία (βλ. Nelson 1979· Lewis 1997α: 23). Συνεπώς, η δήλωση φαίνεται ότι μπορούσε να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή ως το 14ο έτος της ηλικίας του απογραφομένου, οπότε και σημειωνόταν η είσοδος στο γυμνάσιο ((Habermann 2004: 339-341). Ο χρόνος δηλαδή της δήλωσης γέννησης ενός παιδιού αντιστοιχούσε στα φορολογικά ή κοινωνικά συμφέροντα της οικογένειας.
Ωστόσο, η εξήγηση ότι τα έγγραφα αυτά υποβάλλονταν στις αρχές με σκοπό να εξασφαλισθεί η διακεκριμένη κοινωνική θέση του νεαρού αγοριού που δήλωναν και τα συνακόλουθα προνόμια σχετικά με τη φορολογία και την εκπαίδευση, δεν συνάδει με το γεγονός ότι κάποιες δηλώσεις που έχουν βρεθεί αφορούν κορίτσια, τα οποία δεν θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να ωφεληθούν από τα προνόμια αυτά (P.Ups.Frid. σελ. 63), καθώς και μερικά αγόρια τα οποία δεν μοιάζουν να ανήκουν σε διακεκριμένη κοινωνική θέση.
Η δήλωση απευθύνεται σε δύο γραμματείς μητροπόλεως. Οι γραμματείς τής μητροπόλεως είναι αντίστοιχη θέση με τους γραμματείς τών κωμών (για κώμας και μητροπόλεις, βλ. Π8).
O νομογράφος, που εδώ γράφει εκ μέρους των αναλφάβητων δηλούντων, ήταν ένα είδος συμβολαιογράφου. Είχε κυρίως δημόσια υπόσταση, ενώ ενίοτε η δράση του αφορούσε και ιδιωτικές υποθέσεις (Μertens 1958: 87-88).
Οι δηλούντες
Η δήλωση καταγράφει τη γέννηση του Ισχυρά. Όπως συνηθιζόταν, τη δήλωση συνέταξαν οι γονείς του παιδιού μέσω κάποιου γραφέα. Από τις λεπτομέρειες που δίνουν οι γονείς ως προς την ταυτότητά τους συνάγεται ότι ίσως ήταν πρώτα ξαδέλφια (καταγράφεται κοινό όνομα παππού –Μύσθος– από την πλευρά του πατεράδων τους, οι οποίοι ήταν ενδεχομένως αδέλφια). Αυτό δεν εκπλήσσει σε μια χώρα σαν την Αίγυπτο όπου εκείνη την εποχή ήταν ακόμη εξαιρετικά συνηθισμένοι οι γάμοι μεταξύ ομοθαλών (: πλήρων) αδελφών (για τον γάμο μεταξύ αδελφών στην Αίγυπτο, βλ. ενδεικτικά Hopkins 1980· Scheidel 1995· Scheidel 1997). Οι δηλούντες αυτοπροσδιορίζονται ως άσημοι, δηλαδή χωρίς ουλές ή άλλα εξωτερικά γνωρίσματα (πρβλ. Π8).
Από το γεγονός ότι η δήλωση απευθυνόταν στους γραμματείς μητροπόλεως, προκύπτει ότι ο Ισχυράς και η Θαισάριον πρέπει να κατοικούσαν και να απογράφονταν στην Αρσινοϊτών πόλιν, όπου και πράγματι βρισκόταν το άμφοδον Ερμουθιακής. Η ακριβής σημασία της λέξης άμφοδον έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας. Ο Wilcken, όπως και ο Rink, το μετέφρασαν ως “δρόμο” (O.Wilck. Ι σελ. 441· Rink 1924: 7). Ο Jouguet 1911: 283 αντίθετα το μετέφρασε ως “συνοικία”, και εξέφρασε την άποψη ότι αυτό μπορεί να σημαίνει είτε μια μικρή διοικητική μονάδα, είτε απλώς μια τοποθεσία. Η εξήγηση του Jouguet έχει υπερισχύσει στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία (βλ. ενδεικτικά τη μελέτη του Daris 1981 που αφορά την μητρόπολιν του Αρσινοΐτη).
Προς τον Σωκράτη και τον Δίδυμο, που λέγεται επίσης και Τύραννος, γραμματείς της μητρόπολης· από τον Ισχυρά, γιο του Πρωτά, γιου του Μύσθου, και της Τασουχαρίου, κόρης του Διδά, από (στ. 5) το άμφοδο της Ερμουθιακής, και από τη γυναίκα του, τη Θαισάριον, κόρη του Αμμωνίου, γιού του Μύσθου, και της Θαισάτος, από το ίδιο άμφοδο της Ερμουθιακής. Απογράφουμε τον γιο μας, τον Ισχυρά, γεννημένο από εμάς τους δύο, (στ. 10) ο οποίος κατά τη φετινή χρονιά, το 14ο έτος του Αντωνίνου Καίσαρα του Κυρίου, είναι ενός έτους. Ως εκ τούτου υποβάλλω τη δήλωση της γέννησης. Ισχυράς, ετών σαράντα τεσσάρων, ασημάδευτος. Θαισάριον, ετών είκοσι τεσσάρων, ασημάδευτη. (στ. 15) Έγραψε εκ μέρους τους ο Αμμώνιος ο γραφέας του νομού.
(1ο χέρι) | |
τοίς επὶ τών θυσιών | |
ηρημένοις | |
π(αρὰ) Αυρηλίου Σάκις απὸ | |
κώμης Θεοξενίδος | |
5 | άμα τοίς τέκνοις Αιώνι |
καὶ Hρα καταμένοντες | |
εν κώμη Θεαδελφεία. | |
αὶ θύοντες τοίς θεοίς | |
διετελέσαμεν καὶ νύν | |
10 | επὶ παρόντων υμών |
κατὰ τὰ προσταχθέντα | |
εθύσαμεν καὶ εσπείσαμεν | |
καὶ τών ιερείων εγευσά- | |
μεθα καὶ αξιούμεν υμας | |
15 | υποσημιώσασθαι. διευ- |
τυχείτε. | |
(2ο χέρι) | |
Αυρήλιοι Σερήνος καὶ | |
Ερμας είδαμεν υμας | |
θυσιάζοντος. | |
(1ο χέρι) | |
20 | (έτους) α Αυτοκράτορος Καίσαρος |
Γαΐου [Μ]εσσίου Κουίντου | |
Τραιαν[ο]ύ Δεκίου Ευσεβούς | |
Ευτυχούς Σεβαστού | |
Παύνι κγ. |
Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου
Πρόκειται για έγγραφη δήλωση που κάνει ο Αυρήλιος Σάκις προς τις αρμόδιες αρχές, δηλαδή τους υπεύθυνους για τις θυσίες στην πόλη του, ότι ο ίδιος και τα παιδιά του πρόσφεραν θυσίες στους θεούς, όπως έκαναν και στο παρελθόν.
Όπως όλα τα σχετικά κείμενα, έτσι και αυτό χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο μέρος (στ. 1-7) είναι δομημένο ως επίσημη αίτηση και περιλαμβάνει το όνομα του αποστολέα και το αξίωμα του παραλήπτη. Ακολουθεί η βεβαίωση του αποστολέα ότι ο ίδιος και μέλη της οικογένειάς του τέλεσαν θυσίες και η επιβεβαίωση από αυτόπτες μάρτυρες (στ. 8-19). Τέλος, καταγράφεται η ημερομηνία της δήλωσης (στ. 20-24).
Αποστολέας, παραλήπτες και μάρτυρες
Αποστολέας του κειμένου και κύριο πρόσωπο της δήλωσης είναι κάποιος Αυρήλιος Σάκις. Ο Winter τον ταυτίζει με τον αποστολέα ενός άλλου κειμένου που φυλάσσεται στη Φλωρεντία (P.Flor. 9· P.Mich. III 157· Rathbone 1991: 207) και με το οποίο ο Σάκις, γιος του Μαξίμου, βοσκός που δούλευε για τον Αυρήλιο Αππιανό, καταγγέλλει στο δεκαδάρχην Αυρήλιο Απολλώνιο μια επίθεση που υπέστη και κατά την οποία άγνωστοι του έκλεψαν τον γάιδαρό του (για τους δεκαδάρχας, βλ. Π5). Στον πάπυρο της Φλωρεντίας που χρονολογείται το 255 μ.Χ. ο Σάκις δηλώνει 35 ετών. Επομένως, αν τα δύο πρόσωπα ταυτίζονται, όταν γράφτηκε το δικό μας κείμενο, ο Αυρήλιος Σάκις ήταν 30 ετών.
Παραλήπτες, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτό το είδος κειμένου, είναι οι εκλεγμένοι υπεύθυνοι για τις θυσίες, δηλαδή τοπικοί αρμόδιοι οι οποίοι επέβλεπαν την ομαλή εκτέλεση του διατάγματος του Δεκίου.
Ο Αυρήλιος Σερήνος και ο Αυρήλιος Ερμάς, που υπογράφουν τη βεβαίωση, λειτουργούν ως μάρτυρες. Επίσημα έγγραφα έπρεπε να υπογράφονται από μάρτυρες για να αποκτήσουν νομική ισχύ (βλ. Wolff 1978: 114-122). Ο Ερμάς είναι ενδεχομένως γνωστός και από άλλα κείμενα αυτής της περιόδου και ίσως είχε διατελέσει κωμάρχης (Rathbone 1991: 20 σημ. 25).
Η πολιτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων απέναντι στους χριστιανούς – διωγμοί
Πάπυροι σαν αυτόν που εξετάζουμε είναι επακόλουθο του διατάγματος, με το οποίο ο αυτοκράτορας Δέκιος (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 249-Ιούνιος 251 μ.Χ.) μετά την άνοδό του στο θρόνο κατέστησε υποχρεωτικές για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας τις θυσίες στους θεούς της Ρώμης και τη συμμετοχή σε γεύμα με τα ζώα της θυσίας. Σε αυτή, όπως και στις περισσότερες σχετικές δηλώσεις, διαβάζουμε ότι οι θυσίες έγιναν κατὰ τὰ προσταχθέντα (στ. 11). Όσοι –κυρίως χριστιανοί– αρνούνταν να θυσιάσουν στους παραδοσιακούς θεούς της αυτοκρατορίας και επομένως να συμμετάσχουν στην επίσημη λατρεία του ρωμαϊκού κράτους έθεταν εαυτούς αυτόματα έξω από την πολιτική κοινότητα της αυτοκρατορίας και αντιμετωπίζονταν ως αντικαθεστωτικά στοιχεία (η άρνησή τους αφορούσε και την αυτοκρατορική λατρεία, με την οποία οι αυτοκράτορες επιδίωκαν την ισχυροποίηση της εξουσίας τους στις επαρχίες). Η ποινή ήταν φυλάκιση, βασανιστήρια και τελικά θανάτωση ή εξορία και δήμευση της περιουσίας. Αν πείθονταν να θυσιάσουν στους παραδοσιακούς θεούς, δεν υφίσταντο καμία ποινή (Heinen 1991: 1935-1936). H έκδοση των σχετικών επίσημων πιστοποιητικών ενείχε περίπου την έννοια δηλώσεων νομιμοφροσύνης των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας, που μετά το διάταγμα του Καρακάλλα του 212 μ.Χ. είχαν γίνει πλέον Ρωμαίοι πολίτες (πρβλ. τη συχνή εμφάνιση Αυρηλίων στο ονομαστικό του παπύρου· σχετικά Μπουραζέλης 1989: 120-148).
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι συστηματικοί διωγμοί ξεκινούν την εποχή του Νέρωνα, όταν οι χριστιανοί κατηγορήθηκαν για τη φωτιά του 64 μ.Χ. στη Ρώμη (βλ. Keresztes 1979). Διωγμοί παρουσιάζονται περιστασιακά και τον 2ο αι. μ.Χ., στην περίοδο της βασιλείας του Τραϊανού και των υπόλοιπων αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αντωνίνων, ενώ κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων έχουμε αρκετές μαρτυρίες για περιορισμένες τοπικά και χρονικά διώξεις των χριστιανών που δεν δείχνουν όμως να έχουν τον χαρακτήρα γενικευμένου διωγμού (Για τους διωγμούς των χριστιανών, βλ. Frend 1965· Molthagen 1970: 61-84· Sordi 1979· Frend 1984: 271-324· Lane Fox 1986: 419-492· Montevecchi 1988: 288-291· Robinson 1995· Giovannini 1996· Beard – North – Price 1998: 228-244. Ειδικά για την περίοδο των Σεβήρων, βλ. και Μπουραζέλης 1989: 55-63). Μετά το τέλος της δυναστείας των Σεβήρων (235 μ.Χ.), και κυρίως από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., οι θρησκευτικοί διωγμοί αποτέλεσαν σταθερό στοιχείο της πολιτικής της Ρώμης. Με διεξαγωγή συστηματικών διωγμών έχουν κατά κύριο λόγο συνδεθεί οι αυτοκράτορες Δέκιος, Βαλεριανός και Διοκλητιανός (ειδικά για τον διωγμό του Δεκίου, βλ. Andreotti 1956).
Οι διωγμοί του 3ου αι. μ.Χ. συνδέονται με την πολιτική και κοινωνική κρίση που διέρχεται η αυτοκρατορία κατά την περίοδο αυτή. Είναι ενδιαφέρον ότι στους εθνικούς συγγραφείς της εποχής η παραδοσιακή θρησκεία παρουσιάζεται ως απαραίτητη για τη διατήρηση του imperium Romanum (ανέκαθεν στενά συναρτημένου με την εύνοια των θεών κατά τις ρωμαϊκές αντιλήψεις), η ευσέβεια ως εγγύηση για την έξοδο της αυτοκρατορίας από την κρίση και οι χριστιανοί ως υπεύθυνοι για όλα τα δεινά (βλ. ενδεικτικά Δίων Κάσσιος 52.36.1 κ.εξ.· Φιλόστρατος, Βίος Απολλωνίου Τυανέως 5.36· Πορφύριος, Κατὰ χριστιανών απόσπ. 80).
Προς αυτούς που έχουν εκλεγεί ως υπεύθυνοι για τις θυσίες από τον Αυρήλιο Σάκι, από την κώμη Θεοξενίδα, (στ. 5) μαζί με τα παιδιά του, Αιώνα και Ηρά, που κατοικούν στην κώμη Θεαδέλφεια. Πάντοτε θυσιάζαμε στους θεούς και τώρα (στ. 10) μπροστά σας σύμφωνα με το διάταγμα θυσιάσαμε και κάναμε σπονδές και γευτήκαμε τα ιερά σφάγια και σας ζητούμε (στ. 15) να παράσχετε βεβαιώσεις γι’ αυτό. Χαίρετε. Ο Αυρήλιος Σερήνος και ο Αυρήλιος Ερμάς σας είδαμε να θυσιάζετε. (στ. 20) Στο πρώτο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Γαΐου Μεσσίου Κουίντου Τραïανού Δεκίου Ευσεβούς Ευτυχούς Σεβαστού, 23 Παύνι.