Αλεξάνδρου τού Αλεξάνδρου βασιλεύοντος έτει εβδόμωι Πτολεμαίου σατραπεύοντος έτει τεσσαρε- | |
σκαιδεκάτωι μηνὸς Δίου. Συγγραφὴ συνοικισίας Hρακλείδου καὶ Δημητρίας. Λαμβάνει Hρακλείδης | |
Δημητρίαν Κώιαν γυναίκα γνησίαν παρὰ τού πατρὸς Λεπτίνου Κώιου καὶ τής μητρὸς Φιλωτίδος ελεύθερος | |
ελευθέραν προσφερομένην ειματισμὸν καὶ κόσμον (δραχμών) (χιλίων), παρεχέτω δέ Hρακλείδης Δημητρίαι | |
5 | όσα προσήκει γυναικὶ ελευθέραι πάντα, είναι δέ ημας κατὰ ταυτὸ όπου άν δοκήι άριστον είναι βουλευομένοις κοινήι |
βουλήι Λεπτίνηι καὶ Hρακλείδηι. Ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου Δημητρία, | |
στερέσθω ωμ προσηνέγκατο πάντων, επιδειξάτω δέ Hρακλείδης ότι άν εγκαλήι Δημητρίαι εναντίον ανδρών τριών, | |
οὓς άν δοκιμάζωσιν αμφότεροι. Μὴ εξέστω δέ Hρακλείδηι γυναίκα άλλην επεισάγεσθαι εφ’ ύβρει Δημητρίας μηδέ | |
τεκνοποιείσθαι εξ άλλης γυναικὸς μηδέ κακοτεχνείν μηδέν παρευρέσει μηδεμιαι Hρακλείδην εις Δημητρίαν· | |
10 | ειὰν δέ τι ποιών τούτων αλίσκηται Hρακλείδης καὶ επιδείξηι Δημητρία εναντίον ανδρών τριών, οὓς άν δοκιμάζωσιν |
αμφότεροι, αποδότω Hρακλείδης Δημητρίαι τὴμ φερνὴν ήν προσηνέγκατο (δραχμὰς) (χιλίας) καὶ προσαποτεισάτω αργυρί- | |
ου Αλεξανδρείου (δραχμὰς) (χιλίας). H δέ πραξις έστω καθάπερ εγ δίκης κατὰ νόμον τέλος εχούσης Δημητρίαι καὶ τοίς μετὰ | |
Δημητρίας πράσσουσιν έκ τε αυτού Hρακλείδου καὶ τών Hρακλείδου πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών. H δέ συγγραφὴ | |
ήδε κυρία έστω πάντηι πάντως ὡς εκεί τού συναλλάγματος γεγενημένου, όπου άν επεγφέρηι Hρακλείδης κατὰ | |
15 | Δημητρίας ἢ Δημητρία τε καὶ τοὶ μετὰ Δημητρίας πράσσοντες επεγφέρωσιν κατὰ Hρακλείδου. Κύριοι δέ έστωσαν Hρακλεί- |
δης καὶ Δημητρία καὶ τὰς συγγραφὰς αυτοὶ τὰς αυτών φυλάσσοντες καὶ επεγφέροντες κατ΄ αλλήλων. Μάρτυρες | |
Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος | |
Κώιος. |
Πρόκειται για ένα συμβόλαιο γάμου και μάλιστα το αρχαιότερο που έχει σωθεί, το οποίο αποκαλείται συγγραφὴ συνοικισίας (στ. 2). Στο πρώτο τμήμα του συμβολαίου (στ. 2-4) δηλώνεται ότι ο Ηρακλείδης από την Τήμνο λαμβάνει τη Δημητρία ως νόμιμη σύζυγό του (γυναίκα γνησίαν) από τον πατέρα της Λεπτίνη από την Κω και τη μητέρα της Φιλώτιδα και ότι είναι και οι δύο ελεύθεροι. Στη συνέχεια (στ. 4-6) καθορίζεται το ύψος της προίκας που προσφέρει η Δημητρία, ενώ ο Ηρακλείδης αναλαμβάνει την υποχρέωση να παρέχει στη Δημητρία όσα ταιριάζουν σε μια ελεύθερη γυναίκα και να καθορίσει από κοινού με τον πατέρα της νύφης τον τόπο διαμονής του ζευγαριού. Στους στ. 6-13 ακολουθούν οι αμοιβαίες δεσμεύσεις των δύο συζύγων και οι αντίστοιχες κυρώσεις στην περίπτωση που παραβούν κάτι από τα συμφωνηθέντα. Στους στ. 13-16 ορίζεται ότι το συμβόλαιο γάμου θα είναι έγκυρο οπουδήποτε το προσκομίσει είτε ο Ηρακλείδης είτε η Δημητρία και όσοι την αντιπροσωπεύουν, ενώ και τα δύο μέρη έχουν την υποχρέωση να φυλάξουν από ένα αντίγραφο του συμβολαίου, ρήτρα που έρχεται σε αντίθεση με το ότι τα ιδιωτικά συμβόλαια φύλασσε συνήθως ένας από τους μάρτυρες· η διαφοροποίηση αυτή πρέπει να οφείλεται στο ότι πρόκειται για Έλληνες που είχαν εγκατασταθεί στην Αίγυπτο κατά την πρώιμη ελληνιστική εποχή και επομένως βρίσκονταν σε διαρκή μετακίνηση. Τέλος, αναφέρονται τα ονόματα των έξι μαρτύρων (στ. 16-18).
Μέχρι πρόσφατα το κείμενο αυτό θεωρούνταν το αρχαιότερο ελληνικό έγγραφο που έχει σωθεί σε πάπυρο· τη θέση αυτή, ωστόσο, πήρε ένα έγγραφο που προέρχεται από τη Saqqara και έχει χρονολογηθεί στο 331 π.Χ. (SB XIV 11942· Turner 1974). Συνεχίζει, εντούτοις, να αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο συμβόλαιο γάμου στα ελληνικά.
Συμβόλαια γάμου στους παπύρους της Αιγύπτου
Τα συμβόλαια γάμου που προέρχονται από την Αίγυπτο διακρίνονται σε δύο είδη, τη συγγραφὴν συνοικισίου / συνοικισίας, όπως είναι και το συμβόλαιο που εξετάζουμε, και τη συγγραφὴν ομολογίας (π.χ. P.Tebt. I 104· III 1, 815· P.Paris 13· P.Freib. III 26, 29, 30· P.Hib. II 208).
Στη συγγραφὴν συνοικισίας που εξετάζουμε ο σύζυγος εμφανίζεται να παραλαμβάνει τη νύφη από τον πατέρα της (για τη μνεία και της μητέρας βλ. παρακ.): λαμβάνει Hρακλείδης… (στ. 2-4)· αυτή η διατύπωση αποτυπώνει τον παραδοσιακό θεσμό της έκδοσης, ο οποίος φαίνεται ότι μεταφέρεται από τους Έλληνες στην Αίγυπτο (για την εισαγωγή του ελληνικού ιδιωτικού δικαίου στην Αίγυπτο βλ. Taubenschlag 1936). Γενικότερα, αυτός ο τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας, έχει θεωρηθεί ως το έγγραφο που πιστοποιεί τον γάμο με έκδοση της γυναίκας και με το οποίο ξεκινούσε η συζυγική ζωή του ζευγαριού. Ο άλλος τύπος συμβολαίου γάμου, η συγγραφὴ ομολογίας, έχει θεωρηθεί ως ένα οικονομικό έγγραφο που ρύθμιζε το θέμα της προίκας, συναπτόταν πριν από τον γάμο και –αρχικά τουλάχιστον– δεν περιείχε όρους σχετικούς με τις αμοιβαίες υποχρεώσεις των συζύγων και τη σχέση μεταξύ τους, θέματα που ρύθμιζε στη συνέχεια η συγγραφὴ συνοικισίου/συνοικισίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. ΙII 1, 815 fr. 4, 223/2 π.Χ.). Όμως, κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής περιόδου, καθώς η συζυγική ζωή του ζευγαριού ξεκινούσε πολλές φορές ήδη με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας, το έγγραφο αυτό άρχισε να θεωρείται αρκετό για να δηλώσει τον ίδιο τον γάμο. Συνακόλουθα, η συγγραφὴ συνοικισίου έπαψε να θεωρείται απαραίτητη και σταδιακά εγκαταλείφθηκε, ενώ όροι που αφορούσαν τη σχέση των δύο συζύγων και τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους εισήχθησαν στη συγγραφὴν ομολογίας (βλ. ενδεικτικά P.Tebt. Ι 104, 92 π.Χ). Οι πάπυροι P.Freib. IIΙ 26, 29, 30 (179/8 π.Χ.) είναι ενδεικτικοί μιας μεταβατικής φάσης: και στις τρεις περιπτώσεις ο γάμος έχει ήδη αρχίσει με τη σύναψη της συγγραφής ομολογίας και η συγγραφὴ συνοικισίου θα συναφθεί μόνον εάν το ζητήσει η γυναίκα.
Οι συμβαλλόμενοι και οι μάρτυρες
Τα συμβαλλόμενα μέρη του συγκεκριμένου συμβολαίου είναι ο σύζυγος Ηρακλείδης (μάλλον στρατιώτης στη φρουρά της Ελεφαντίνης) και ο πατέρας της Δημητρίας, Λεπτίνης (πιθανότατα στρατιώτης ή έμπορος στην ίδια περιοχή). Η Δημητρία αποτελεί απλώς το αντικείμενο της συμφωνίας μεταξύ των ανδρών και δεν συμμετέχει καθόλου στη σύναψη του συμβολαίου. Άλλωστε, σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, μια γυναίκα δεν έχει καμία νομική εξουσία και δεν μπορεί μόνη της να προχωρήσει στην υπογραφή ενός συμβολαίου, αλλά χρειάζεται πάντα κάποιον άνδρα να ενεργεί ως κηδεμόνας της (κύριος). Το ότι η Δημητρία δεν έχει νομική υπόσταση φαίνεται και από το γεγονός ότι στο μέλλον χρειάζεται κάποιους που θα ενεργήσουν εκ μέρους της ως αντιπρόσωποι (οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες), προκειμένου να εισπράξουν το ποσό που θα ορισθεί να πληρώσει ο σύζυγός της, αν συλληφθεί να παραβαίνει κάποια από τις ορισμένες στο συμβόλαιο υποχρεώσεις του (στ. 12-13, 15). Οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες μπορεί να είναι ο πατέρας της, ο αδελφός της, άλλοι συγγενείς ή ακόμη και κάποιοι τρίτοι.
Στο συγκεκριμένο συμβόλαιο αναφέρεται, ωστόσο, ότι ο Ηρακλείδης ‘λαμβάνει’ τη Δημητρία όχι μόνο από τον πατέρα της αλλά και από τη μητέρα της Φιλωτίδα. Δεν είναι βέβαιο αν η συμμετοχή της μητέρας στην έκδοση ανάγεται στο δωρικό δίκαιο της Κω, τόπου καταγωγής της οικογένειας της νύφης, καθώς κάποιες επιγραφές από το νησί καταγράφουν τους πολίτες της Κω τόσο με το όνομα του πατέρα όσο και της μητέρας τους (Modrzejewski 1981: 250 και σημ. 75· Pomeroy 1984: 90). ή πρόκειται τελικά για μια εξέλιξη στο θεσμό της έκδοσης που λαμβάνει χώρα στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο (Yiftach-Firanko 2003: 43· Parca 2012: 323). Ενδιαφέρουσα είναι, επίσης, η χρήση στο στ. 5 του α΄ πληθυντικού προσώπου ημας, που αφήνει να διαφανεί η φωνή του ζευγαριού (Modrzejewski 1981: 249).
Από την ιδιαίτερη μνεία που γίνεται στο συμβόλαιο για τον τόπο κατοικίας του ζευγαριού (στ. 5), ο οποίος πρέπει να ορισθεί από κοινού από τον σύζυγο και τον πατέρα της νύφης (η μητέρα δεν έχει εδώ κανένα ρόλο), αλλά και από τo ότι ορίζεται με έμφαση η ισχύς του συμβολαίου παντού και η διατήρηση αντιγράφων του από τους δύο συζύγους και όχι από κάποιον συγγραφοφύλακα (στ. 13-16) διαφαίνεται η πιθανότητα μετακίνησης του ζεύγους. Η μετακίνηση, που σχετίζεται ενδεχομένως με το επάγγελμα/ιδιότητα του Ηρακλείδη (στρατιώτης), θα στερούσε από τη Δημητρία τη δυνατότητα να την αντιπροσωπεύσει μέλος της οικογένειάς της σε κάποια νομική διαδικασία, όπως στην περίπτωση της λύσης του γάμου της, αλλά και γενικότερα να της παράσχει οποιαδήποτε βοήθεια. Γι᾿ αυτό τον λόγο το συμβόλαιο προβλέπει ότι στην περίπτωση αυτή θα μπορούσαν να την εκπροσωπήσουν γενικά οι μετὰ Δημητρίας πράσσοντες (στ. 12-13, 15).
Από τους έξι μάρτυρες (στ. 16-18) οι τρεις (Αντικράτης, Λύσις, Διονύσιος) είναι συμπατριώτες του Ηρακλείδη και προφανώς προέρχονται από το περιβάλλον του, ένας, ο Αριστόδικος, κατάγεται από την Κω και προέρχεται μάλλον από το περιβάλλον του πατέρα της νύφης Λεπτίνη, ενώ ανάμεσά τους υπάρχει και κάποιος από τη Γέλα με το όνομα Κλέων και ένας Κυρηναίος, ο Αριστόμαχος (για την εξαμάρτυρον συγγραφήν βλ. Jur.Pap. σ. 101-103).
Η προίκα
Η προίκα που δίνεται στον Ηρακλείδη από τον πατέρα της Δημητρίας περιγράφεται ως φερνὴ και αποτελείται από ρουχισμό και κοσμήματα, δηλαδή κινητά αντικείμενα που ικανοποιούν τις προσωπικές ανάγκες της νύφης (στ. 4, 11-12). Καθώς την περίοδο αυτή οι μετακινήσεις ήταν συνεχείς, μια προίκα αποτελούμενη από κινητά αντικείμενα θα ήταν πιθανότατα πιο επιθυμητή (Pomeroy 1984: 91). Τέτοιου τύπου προίκα δεν προσφέρει παρά μόνον έμμεσο οικονομικό όφελος στον σύζυγο, καθώς τον απαλλάσσει από το να προμηθεύσει ο ίδιος στη σύζυγό του τα είδη αυτά επιβαρύνοντας τα οικονομικά του δικού του οίκου. Η προίκα (φερνή) της Δημητρίας ορίζεται ότι έχει αξία χιλίων δραχμών, ένα ποσό αρκετά σημαντικό.
Η προίκα ήταν εθιμικά επιβεβλημένη στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, αν και δεν ήταν νομικά απαραίτητη για την ολοκλήρωση ενός γάμου. Προσφερόταν από τον κύριον, τον κηδεμόνα της νύφης, στον μέλλοντα σύζυγο (Wolff 1952: 157-181· Wolff 1957). Στο συμβόλαιο που εξετάζουμε και χρονολογείται στα τέλη του 4ου αι. π.Χ., η προίκα προσφέρεται στον σύζυγο από τον πατέρα της νύφης. Σε συμβόλαια γάμου του 3ου αι. π.Χ. (π.χ. P.Tebt. ΙII 1, 815) εμφανίζεται ακόμη και η μητέρα μόνη να προσφέρει την προίκα στον σύζυγο της κόρης της, ενώ από τις αρχές του 2ου αι. π.Χ. σε συμβόλαια που προέρχονται από τη χώρα της Αιγύπτου ο σύζυγος δηλώνει ότι έχει λάβει την προίκα απευθείας από την ίδια τη γυναίκα του (π.χ. P.Freib. III 29· P.Tebt. I 104). Ωστόσο, σε ορισμένα συμβόλαια από την Αλεξάνδρεια (συγχωρήσεις) την προίκα εξακολουθούν να προσφέρουν οι γονείς ως και τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. (π.χ. BGU IV 1100, 1102). Η πόλη φαίνεται να είναι πιο συντηρητική σε σχέση με τη χώρα της Αιγύπτου στο θέμα αυτό.
Οι υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο
Στα συμβόλαια γάμου της πτολεμαϊκής Αιγύπτου ένα μεγάλο τμήμα αφιερώνεται στις υποχρεώσεις των δύο συζύγων και στις αντίστοιχες κυρώσεις σε περίπτωση που δεν τις τηρήσουν αλλά και στην ενδεχόμενη διάλυση του γάμου (για τις υποχρεώσεις των συζύγων και το διαζύγιο βλ. και Arnaoutoglou 1995: 17-21· Vérilhac – Vial 1998: 267-279).
Στο υπό εξέταση συμβόλαιο η παράβαση των υποχρεώσεων της συζύγου περιγράφεται σύντομα: ειὰν δέ τι κακοτεχνούσα αλίσκηται επὶ αισχύνηι τού ανδρὸς Hρακλείδου (στ. 6). Αν και εν πρώτοις φαίνεται να υπονοείται κυρίως η μοιχεία, υπάρχουν και άλλες πράξεις που θα μπορούσαν να επιφέρουν ντροπή στον σύζυγο, όπως η απρεπής δημόσια συμπεριφορά και ενδυμασία της γυναίκας. Ας σημειωθεί ότι σε άλλα συμβόλαια, κυρίως του 2ου αι. π.Χ., ορίζονται επακριβώς οι υποχρεώσεις της γυναίκας. Ο Ηρακλείδης θα πρέπει να αποδείξει τις ενδεχόμενες κατηγορίες εναντίον της συζύγου του μπροστά σε τρεις άντρες τους οποίους θα πρέπει να εγκρίνει και η Δημητρία (στ. 7-8). Η ασαφής διατύπωση των υποχρεώσεων της Δημητρίας αφήνει περιθώριο για διαφορετικές εκτιμήσεις σχετικά με το αν η συμπεριφορά της είναι κακή και ντροπιάζει το σύζυγό της. Αν, ωστόσο, οι τρεις άνδρες θεωρήσουν ότι η Δημητρία έχει υποπέσει σε κάποια τέτοια πράξη, θα στερηθεί την προίκα της (στ. 7). Η στέρηση της προίκας της γυναίκας στην περίπτωση διαζυγίου από δική της υπαιτιότητα εμφανίζεται κυρίως στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU IV 1050), ενώ τα περισσότερα συμβόλαια γάμου από την πτολεμαϊκή χώρα, αν και αναφέρουν αναλυτικά τις υποχρεώσεις της συζύγου, δεν κάνουν μνεία κυρώσεων στην περίπτωση που εκείνη δεν τις τηρήσει. Πρέπει να σημειωθεί, ακόμη, ότι σύμφωνα με το δίκαιο της κλασικής Αθήνας σε περίπτωση διάλυσης του γάμου κάτω από οιεσδήποτε συνθήκες η προίκα επέστρεφε στην οικογένεια της γυναίκας (MacDowell 1996: 140).
Στο προκείμενο συμβόλαιο οι υποχρεώσεις του συζύγου ρυθμίζονται πιο αναλυτικά σε σχέση με αυτές της γυναίκας (στ. 8-9). Ο Ηρακλείδης οφείλει να παρέχει στη σύζυγό του ό,τι ταιριάζει σε ελεύθερη γυναίκα, δηλαδή όχι μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά όλα όσα κάνουν μια ελεύθερη γυναίκα σεβαστή –κυρίως ρούχα και κοσμήματα. Απαγορεύεται να φέρει άλλη γυναίκα στο σπίτι ή να αποκτήσει παιδιά από άλλη γυναίκα. Είναι ενδιαφέρον ότι το συμβόλαιο απαγορεύει μόνο τη μοιχεία που διαπράττεται εντός του οίκου. Δεν απαιτείται μονογαμία εκτός σπιτιού, αρκεί οι ενδεχόμενες ερωτικές σχέσεις να μην οδηγήσουν στην απόκτηση παιδιών. Με την απαγόρευση της απόκτησης παιδιών από κάποια άλλη γυναίκα διασφαλίζεται αφενός η θέση της Δημητρίας ως νόμιμης συζύγου, αφού μόνον εκείνη μπορεί να φέρει στον κόσμο τα παιδιά του συζύγου της, και αφετέρου η θέση των παιδιών της. Καθώς στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο δεν υπάρχει νομικό πλαίσιο που να εξασφαλίζει τη θέση της γυναίκας ως νόμιμης συζύγου και των παιδιών της ως νόμιμων τέκνων διακρίνοντάς τα από τα νόθα, κρίνεται απαραίτητη η ύπαρξη των απαγορεύσεων αυτών στα ιδιωτικά συμβόλαια γάμου (Ogden 1996: 340). Απαγορεύεται, τέλος, ο σύζυγος να κακομεταχειρισθεί (κακοτεχνείν) με οποιονδήποτε τρόπο τη Δημητρία. Η ασάφεια εξασφαλίζει τη σύζυγο από οποιαδήποτε συμπεριφορά που θα μπορούσε να προκαλέσει κάποιο σκάνδαλο και να την προσβάλει στον κοινωνικό της περίγυρο.
Αν ο Ηρακλείδης παραβεί κάποιον από τους όρους του συμβολαίου και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες κοινής αποδοχής, οφείλει όχι μόνο να επιστρέψει την προίκα, αλλά και να καταβάλει, επιπλέον, ως πρόστιμο ένα ποσό ισάξιο αυτής, δηλαδή 1000 δραχμές αργυρίου Αλεξανδρείου (στ. 11-12). Η ενδεχόμενη καταδίκη του συζύγου από τους τρεις άνδρες θα έχει την ισχύ δικαστικής απόφασης (στ. 12: η δέ πραξις έστω καθάπερ εγ δίκης κατὰ νόμον τέλος εχούσης∙ για τον όρο αυτό βλ. Wolff 1941) και συνεπάγεται δικαίωμα κατάσχεσης της περιουσίας του “τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα”, προκειμένου να εισπραχθεί το πρόστιμο των 1000 δραχμών (στ. 11-13). Η φράση πάντων καὶ εγγαίων καὶ ναυτικών είναι τυπική στα ελληνικά κείμενα (π.χ. Δημοσθ., Κατὰ Λακρ. 12), ενώ στα παπυρικά έγγραφα της Αιγύπτου θα αντικατασταθεί σύντομα με μια έκφραση που ταιριάζει περισσότερο στη γεωγραφία της χώρας: εκ τών υπαρχόντων αυτώι πάντων (βλ. π.χ. P.Freib. IIΙ 30 στ. 28· BGU ΙV 1050 στ. 18). Η κατάσχεση απαντά μόνο σε ένα ακόμη συμβόλαιο από τη χώρα της Αιγύπτου (P.Hib. II 208), ενώ είναι συνήθης στις αλεξανδρινές συγχωρήσεις (π.χ. BGU ΙV 1050-1052, 1098-1101).
Κατά το έβδομο έτος της βασιλείας του Αλεξάνδρου, γιου του Αλεξάνδρου, το 14ο έτος της σατραπείας του Πτολεμαίου, το μήνα Δίο. Συμβόλαιο γάμου του Ηρακλείδη και της Δημητρίας. Ο Ηρακλείδης (από την Τήμνο) παίρνει τη Δημητρία από την Κω ως νόμιμη σύζυγό του από τον πατέρα της Λεπτίνη, Κώιο, και τη μητέρα της Φιλωτίδα· και οι δύο είναι ελεύθεροι. Εκείνη φέρει ως προίκα ρουχισμό και κοσμήματα αξίας χιλίων δραχμών και ο Ηρακλείδης θα παρέχει στη Δημητρία (στ. 5) όλα όσα αρμόζουν σε ελεύθερη γυναίκα. Θα ζήσουμε δε μαζί όπου φαίνεται καλύτερο στον Λεπτίνη και τον Ηρακλείδη, αφού αποφασίσουν από κοινού. Εάν η Δημητρία συλληφθεί να κάνει κάποια κακή πράξη που ντροπιάζει τον άνδρα της Ηρακλείδη, να στερηθεί όλα όσα έφερε ως προίκα, ο Ηρακλείδης όμως να αποδείξει ό,τι τυχόν καταγγέλλει εναντίον της Δημητρίας μπροστά σε τρεις άνδρες τους οποίους θα εγκρίνουν και οι δύο. Να μην επιτρέπεται στον Ηρακλείδη να φέρει στο σπίτι άλλη γυναίκα προσβάλλοντας τη Δημητρία, ούτε να τεκνοποιήσει από άλλη γυναίκα, ούτε να κάνει κάποια κακή πράξη ο Ηρακλείδης εναντίον της Δημητρίας με οποιοδήποτε πρόσχημα. (στ. 10) Εάν όμως ο Ηρακλείδης συλληφθεί να κάνει κάτι από αυτά και η Δημητρία το αποδείξει μπροστά σε τρεις άνδρες, τους οποίους εγκρίνουν και οι δύο, να αποδώσει ο Ηρακλείδης στη Δημητρία την προίκα χιλίων δραχμών που εκείνη έχει προσκομίσει και να πληρώσει ως πρόστιμο επιπλέον χίλιες δραχμές σε αργυρό νόμισμα του Αλεξάνδρου. Η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της να έχουν το δικαίωμα εκτέλεσης, σαν να επρόκειτο για δίκη που έχει νομίμως ολοκληρωθεί, εις βάρος του ίδιου του Ηρακλείδη και όλης της περιουσίας του, τόσο στην ξηρά όσο και στη θάλασσα. Αυτό το συμβόλαιο να ισχύει από κάθε άποψη, όπου τυχόν ο Ηρακλείδης το προσκομίσει κατά (στ. 15) της Δημητρίας ή η Δημητρία και όσοι ενεργούν για λογαριασμό της το προσκομίσουν κατά του Ηρακλείδη, σαν να είχε γίνει η συμφωνία σε εκείνο το μέρος. Ο Ηρακλείδης και η Δημητρία να έχουν το δικαίωμα να φυλάξει ο καθένας το δικό του συμβόλαιο και να το προσκομίσουν ο ένας κατά του άλλου. Μάρτυρες: Κλέων Γελώιος, Αντικράτης Τημνίτης, Λύσις Τημνίτης, Διονύσιος Τημνίτης, Αριστόμαχος Κυρηναίος, Αριστόδικος Κώιος.
Ἱέρακι τω καὶ Νεμεσίωνι στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου) Hρακ(λείδου) μερίδος | |
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως. ενέτυχον, κύριε, | |
διὰ βιβλιδίου τω λαμπροτάτω ηγεμόνι Αιμιλίω Σατουρνείννω δηλών τὴν γενο- | |
μένην μοι επέλευσιν υπὸ Σώτου τινὸς καταφρονήσαντος τής περὶ τὴν όψιν μου ασ- | |
5 | θενείας βουλομένου αυτού τὰ υπάρχοντά μου κατασχείν βία καὶ αυθαδία χρώμενος |
καὶ έσχον ιερὰν υπογραφὴν εντυ̣χείν τω κρατίστω επιστρατήγω· τού δέ Σώ〈του〉 τελευ- | |
τήσαντος, ο τούτου αδελφὸς Ιούλιος καὶ αυτὸς τὴν περὶ αυτου〈ς〉 βία χρησάμενος επήλ- | |
θεν τοίς εσπαρμένοις υπʼ εμού εδάφεσει καὶ εβάστασε ουκ ολίγον χόρτον ου μό- | |
νον αλλὰ καὶ εξέκοψε απὸ τού υπάρχοντός μου ε[λ]αιώνος όντος περὶ κώμην Κερκε- | |
10 | σούχα ελάεινα φυτὰ απεξηραμμένα καὶ ερίκινα, άπερ παραγενάμενος ενθάδε |
πρὸς τὸν καιρὸν τής συνκομιδής έμαθον ταύτα υπὸ αυτού πεπραχθαι, εφʼ οίς | |
μὴ αρκεσθεὶς πάλειν επήλθεν μετὰ τής γυναικὸς αυτού καὶ Ζηνα τινος{ς} έχον- | |
τες βρέφος βουλόμενοι τὸν γεωργόν μου φθώνω περικλίσαι ώστε κατα- | |
λείψε τὴν ιδ[ί]αν γεωργίαν μετὰ τὸ θερίσαι εκ μέρους απὸ ετέρου μου κλήρου, | |
15 | καὶ αυτοὶ σ{σ}υνεκομίσαντο. τούτων γενομένων εγενόμην πρὸς τὸν |
Ιούλιον μετὰ [δ]ημοσίων όπως αυτὰ ταύτα ενμάρτυρον γένηται. πάλιν | |
τω αυτω τρόπω προσ{σ}[έ]ριψάν μοι [τὸ] αυτὸ βρέφος βουλόμενοι καὶ με φθόνω | |
περικλίσαι πα[ρό]ντων Πετεσούχου καὶ Πτολλα πρεσβυτέρων κώμης Καρα- | |
νίδος διαδεχο[μ]ένων καὶ τὰ κατὰ τὴν κομμωγραμματείαν καὶ Σωκρα | |
20 | υπηρέτου, καὶ τών δημοσίων παρόντων τὸ βρέφος ο Ιούλιος συνκομι- |
σάμενος τὰ περιγενόμενα εκ τών εδαφών γένη απηνέγκατο εις τὴν | |
οικίαν αυτού, άπερ φανερὰ εποίησα διά τε τών αυτών δημοσίων καὶ πρα- | |
κτόρων σιτικών τής αυτής κώμης. διὸ κατὰ τὸ αναγκαίον επιδίδωμι | |
καὶ αξιώ τάδε τὰ βιβλίδια εν καταχωρισμω γενέσθο πρὸς τὸ μένειν μοι | |
25 | τὸν λόγον πρὸς αυτοὺς επὶ τού κρατίστου επιστρατήγου περὶ τών υπ⟦ο⟧’ αυ- |
τών τετολμημένων καὶ τών υπέρ τών εδαφών δημοσίων εκφορίων | |
τω κυριακω λόγω διὰ τὸ αυτοὺς ου δεόντως συνκεκομικέναι. | |
(2ο χέρι) | |
Γέμελλος ο καὶ Ὡρίων ὡς (ετών) κϛ ασθενὴς τὰς όψεις. | |
(3ο χέρι) | |
(έτους) ε Λουκίου Σεπτιμίου Σεουήρου Ευσεβούς Περτίνακος Σεβαστού Παχὼν κζ. |
Το έγγραφο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος· στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-2). Στην συνέχεια αναφέρεται αναλυτικά ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 2-23) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 23-27). Το αίτημα αφορά την διατήρηση του παρόντος εγγράφου στο αρχείο των αξιωματούχων προκειμένου το θύμα να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του στο προκείμενο δικαστήριο. Ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα της αίτησης (στ. 28) και η ημερομηνία του εγγράφου (στ. 29). Πρβλ. Π10.
Θέμα του κειμένου είναι η αίτηση του Γέμελλου προς τον στρατηγό Ιέρακα, συνεχίζοντας εν μέρει την ιστορία που ειπώθηκε στον P. Mich. VI 422, η οποία συνοψίζεται στους στ. 2-6. Με το παρόν υπόμνημα, ο Γέμελλος ισχυρίζεται ότι ο Ιούλιος με βία εισέβαλλε στα χωράφια του και απέσπασε αρκετά γεωργικά προϊόντα που του ανήκαν, ενώ σε μια δεύτερη εισβολή του έγινε χρήση κάποιας μαγικής πρακτικής από τον Ιούλιο, έχοντας ως μαγικό μέσο ένα έμβρυο. Στόχος της πρακτικής αυτής, όπως ισχυρίζεται το θύμα, ήταν η παρεμπόδιση των εργασιών και η απρόσκοπτη συλλογή των καρπών του Γέμελλου. Στη συνέχεια πήγε ο ίδιος στον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους, προκειμένου να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες των γεγονότων. Ακόμη όμως και τότε ο Ιούλιος δεν δίστασε και χρησιμοποίησε και πάλι το έμβρυο προκειμένου να τους αδρανοποιήσει, ενώ παράλληλα άρχισε να μαζεύει τους καρπούς από το χωράφι του Γέμελλου· αφού τελείωσε, πήρε το έμβρυο και επέστρεψε στο σπίτι του. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Γέμελλος προέβη στην σύνταξη υπομνήματος, ζητώντας το έγγραφο αυτό να παραμείνει στο αρχείο ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του ενώπιον του επιστρατήγου στην δικαστική υπόθεση που θα ακολουθήσει.
Ο συντάκτης του υπομνήματος αυτού, Γέμελλος, αναφέρει ότι κατά την δεύτερη εισβολή του Ιουλίου στα χωράφια του, συνοδευόταν από την γυναίκα του και από κάποιον Ζηνά, κρατώντας ένα έμβρυο. Το έμβρυο αυτό το χρησιμοποίησε, ως φαίνεται, προκειμένου να εφαρμόσει μία μαγική πρακτική αδρανοποίησης εναντίον του καλλιεργητή του Γέμελλου· μάλιστα την ίδια πρακτική χρησιμοποίησε και δεύτερη φορά, όταν ο Γέμελλος πήγε να βρει τον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους. Και σε εκείνη την περίπτωση ο Ιούλιος έριξε το έμβρυο προς το μέρος του Γέμελλου με στόχο να αδρανοποιήσει τους παρευρισκόμενους και να καταφέρει να συλλέξει καρπούς από τα χωράφια του Γέμελλου.
Κατά τον Frankfurter πρόκειται για ένα είδος περιοριστικού ξορκιού-κατάδεσμος (Faraone ‒ Obbink 1991· Gager 1992· Ogden 1999), αν κρίνουμε και από το ρήμα περικλείω, το οποίο ο συντάκτης της αίτησης χρησιμοποιεί δύο φορές, αλλά και από το γεγονός ότι τα θύματα ένιωσαν να περιορίζονται μεταφυσικά από τις κακόβουλες χειρονομίες κάποιου άλλου. Η σύνδεση των συμβολικών χειρονομιών με την χρήση του εμβρύου ως αντικειμένου μαγείας, όπως φαίνεται, δηλώνει ότι ο θύτης είχε ως σκοπό να περιορίσει και να αδρανοποιήσει τον καλλιεργητή στην πρώτη περίπτωση και τον Γέμελλο και τους αξιωματούχους στην δεύτερη (Frankfurter 2006: 40). Όπως αναφέρει ο Frankfurter (2006: 42), η συγκεκριμένη μαγική πρακτική δεν μαρτυρείται σε μαγικά κείμενα, αλλά ούτε στους μαγικούς παπύρους που αποτελούν εγχειρίδια για την δημιουργία καταδέσμων. Από αυτό το γεγονός αντιλαμβανόμαστε την ποικιλία των «μαγικών» αντικειμένων και μέσων που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή και το γεγονός ότι αυτές οι πρακτικές τούς ήταν γνωστές. Ωστόσο, στην περίπτωση του εμβρύου θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αποτελεσματικότητά του να αδρανοποιήσει τόσους ανθρώπους κατά κοινή ομολογία και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, πιθανόν οφείλεται στην νεωτερικότητα του μαγικού μέσου (Frankfurter 2006: 42).
Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ο ανορθόδοξος τρόπος κατά τον οποίο τελέσθηκε το «ξόρκι». Η συνήθης πρακτική των καταδέσμων αφορούσε την τέλεσή της υπό άκρα μυστικότητα, κατά την οποία ο θύτης με συγκεκριμένες χειρονομίες, μαγικές λέξεις-φράσεις και μαγικά αντικείμενα επιχειρούσε να επιβάλλει την επιθυμία του σε ένα πρόσωπο και να επηρεάσει την ζωή του ενάντια στην θέλησή του (Jordan 1985: 151). Έπειτα ο κατάδεσμος και το μαγικό αντικείμενο (αν υπήρχε) τοποθετούνταν σε μυστικές τοποθεσίες (πολύ συχνά σε κάποιο τάφο ή κάποια πηγή) προκειμένου να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του ξορκιού (Ogden 1999: 15). Σε αντίθεση με τον κανόνα αυτόν, ο Γέμελλος αφηγείται μία πρακτική μαγείας, η οποία τελέστηκε σε δημόσια θέα υπό την παρουσία πολλών προσώπων και ο θύτης φαίνεται να ένιωθε ιδιαίτερη άνεση ως προς αυτό το περιστατικό.
Επιπλέον, απόκλιση από τον κανόνα αποτελεί το γεγονός ότι κατά την τέλεση του μαγικού τελετουργικού δεν γίνεται επίκληση σε κάποια χθόνια θεότητα, όπως θα περίμενε κανείς σε έναν κατάδεσμο (Gager 1992: 12· Ogden 1999: 44). Σύμφωνα με την περιγραφή του Γέμελλου, το τελετουργικό του Ιούλιου περιλάμβανε μία χειρονομία (η προσέγγισή του με το έμβρυο και η εναπόθεσή του στο έδαφος), κάποια λόγια που θα δήλωναν τον σκοπό του τελετουργικού και της χειρονομίας (δηλαδή ότι επρόκειτο να τους περιδέσει με κακία) και κυρίως την χρήση μαγικού αντικειμένου, δηλαδή του εμβρύου. Τα λόγια του θύτη, ωστόσο, δεν τα παραθέτει ο Γέμελλος στην αίτησή σου, στοιχείο που μας παραπέμπει να υποθέσουμε ότι είτε δεν το θεώρησε σημαντικό να προβεί σε τέτοιες λεπτομέρειες, είτε ο Ιούλιος δεν χρησιμοποίησε πλήθος λέξεων και φράσεων, τυπικών σε μία μαγική τελετουργία.
Ο πάπυρος αποτελεί συνέχεια του P.Mich. VI 422, ο οποίος συνιστά αίτηση του Γέμελλου προς τον έπαρχο της Αιγύπτου, ενώ ο P.Mich. VI 423 αποτελεί αίτηση του ίδιου προσώπου προς τον στρατηγὸν της Ηρακλείδου μερίδος. Στον P.Mich. VI 423 ο Γέμελλος αναφέρει ότι προηγήθηκε αίτηση προς τον έπαρχο και πως εκείνος έδωσε την υπογραφή του και ανέθεσε στον επιστράτηγον να επιμεληθεί του θέματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Γέμελλος με νέα αίτησή του απευθύνεται στον στρατηγὸν μάς οδηγεί στην σκέψη ότι η ακρόαση ενώπιον του επιστρατήγου δεν είχε πραγματοποιηθεί ως εκείνο το χρονικό σημείο και αναμένεται. Η δεύτερη αυτή αίτηση προέκυψε καθώς ο Ιούλιος προέβη για δεύτερη φορά σε καταπάτηση της περιουσίας του Γέμελλου και σε κλοπή των γεωργικών του καρπών από τα χωράφια του.
Ο συγκεκριμένος πάπυρος μάς δίνει την αφορμή να αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους οι εκάστοτε αξιωματούχοι απαντούσαν στους συντάκτες των αιτήσεων από την στιγμή που αυτές γίνονταν αποδεκτές. Μελετώντας, λοιπόν, τα παπυρικά κείμενα και συγκεκριμένα τις αιτήσεις προς τις αρχές, προκύπτει ότι υπήρχαν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους ένας αξιωματούχος επικοινωνούσε με τον αιτούντα ή με κάποιον κατώτερό του αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε την υπόθεση μετέπειτα. Αρχικά, ο αξιωματούχος που λάμβανε την αίτηση μπορούσε να συντάξει ένα σύντομο γράμμα με το οποίο έδινε οδηγίες σε έναν κατώτερό του αξιωματούχο για τον τρόπο με τον οποίο αυτός πρέπει να προχωρήσει με την υπόθεση. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο πάπυρος P.Oxy. XLV 3240 συνταγμένο από τον έπαρχο της Αιγύπτου Μέττιο Ρούφο προς τον στρατηγὸν της Οξυρρύγχου Ιούνιο Εστιαίο (Kelly 2011: 87).
Ένας δεύτερος τρόπος επικοινωνίας με τον συντάκτη της αίτησης ήταν μέσω ενυπόγραφης σημείωσης του ανώτερου αξιωματούχου στο κάτω μέρος της αίτησής του, μέσω της οποίας του όριζε σε ποιον κατώτερό του έπρεπε εκείνος να απευθυνθεί στην συνέχεια (Kelly 2011: 88). Έτσι, η μορφή που αποκτούσε μία αίτηση που παραδόθηκε στον έπαρχο και έπρεπε να μεταβιβαστεί στον στρατηγὸν ήταν η ακόλουθη: στο κάτω μέρος του εγγράφου έχουμε την υπογραφή του συντάκτη της αίτησης, από κάτω της, με ένα διαφορετικό χέρι, έχουμε την υπογραφή του επάρχου και με ένα άλλο χέρι την οδηγία να επιστραφεί η αίτηση πίσω στον συντάκτη της. Εκείνος, έπειτα, είχε την ευθύνη να παραδώσει την αρχική αίτηση μαζί με την υπογραφή του επάρχου στον στρατηγὸν προκειμένου να ζητήσει από αυτόν ακρόαση. Στην δική μας περίπτωση, ο έπαρχος χρησιμοποίησε τον δεύτερο τρόπο επικοινωνίας με τον Γέμελλο, καθώς ο ίδιος στους στίχους 2‒6 αναφέρει ότι απέσπασε την υπογραφή του επάρχου και ότι την περίπτωσή του έχει αναλάβει πλέον ο επιστράτηγος.
Η μέθοδος που ακολουθούσε ο έπαρχος προκειμένου να επικοινωνήσει με τον αιτούντα ποίκιλε σε βάθος χρόνου. Έτσι, κατά την διάρκεια του 1ου και τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. ο έπαρχος προτιμούσε την χρήση επιστολών προκειμένου να απαντήσει στις αιτήσεις που του παραδίδονταν. Κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 2ου αιώνα παρατηρείται μία αλλαγή, καθώς ξεκινά να εμφανίζεται η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου στο κάτω μέρος των αιτήσεων. Παρ’ όλα αυτά και η πρακτική της ενυπόγραφης σημείωσης παρουσίαζε παραλλαγές. Αρχικά, κάθε μία αίτηση υπογραφόταν ξεχωριστά και επιστρεφόταν στον αρχικό συντάκτη της, ωστόσο, για μία σύντομη περίοδο (από τα τέλη του 150 μ.Χ. έως τις αρχές του 170 μ.Χ.), εμφανίζεται μία καινοτομία όσον αφορά την ανάθεση των περιστατικών στους κατώτερους αξιωματούχους (Kelly 2011: 88). Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αμεσότερα και ταχύτερα ο τεράστιος όγκος των αιτήσεων προς τον έπαρχο, οι αιτήσεις δεν υπογράφονταν ατομικά, αλλά αντιθέτως συλλέγονταν και κατηγοριοποιούνταν ανάλογα με την φύση του αιτήματος. Αιτήσεις της ίδιας φύσεως και θεματικής συγκολλούνταν σε έναν κύλινδρο, στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου επισυναπτόταν η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου και στελνόταν έπειτα στον κατώτερο αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε στο εξής τις υποθέσεις αυτές (Serfass 2001: 184-5).
Προς τα τέλη του 2ου αιώνα επανήλθε το σύστημα της ατομικής ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου στο σώμα των αιτήσεων, πλέον όμως δεν επιστρέφονταν αυτές στους συντάκτες τους, αλλά παρουσιάζονταν με κάποιο τρόπο σε ένα δημόσιο μέρος. Αν ο αιτών στην συνέχεια επιθυμούσε ένα αντίγραφο της αίτησής του και της ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου που ήταν επισυναπτόμενη, μπορούσε να δημιουργηθεί ένα αντίγραφο υπό την παρουσία μαρτύρων από τους παπύρινους κυλίνδρους που είχαν αρχειοθετηθεί από τον έπαρχο. Η πρακτική αυτή συνιστούσε αποτρεπτικό παράγοντα για εκείνους τους διαδίκους που ψεύδονταν αναφορικά με προηγούμενη επικοινωνία τους με αξιωματούχους (Kelly 2001: 89).
Προς τον Ιέρακα που ονομάζεται επίσης Νεμεσίων, στρατηγό της Ηρακλείδου μερίδος του Αρσινοΐτη νομού, από τον Γέμελλο, που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολιναρίου, Αντινοΐτη. Προσέφυγα, κύριέ μου, με αίτημα στον επιφανέστερο Έπαρχο Αιμίλιο Σατουρνείνο, ενημερώνοντάς τον για την επίθεση που μου έκανε κάποιος Σώτας, ο οποίος με περιφρονούσε λόγω της αδύναμης όρασής μου (στ. 5) και ήθελε ο ίδιος να αποκτήσει την περιουσία μου με βία και αλαζονεία, και έλαβα την ιερή υπογραφή του που με εξουσιοδοτούσε να προσφύγω στην εξοχότητά του τον επιστράτηγο. Τότε ο Σώτας πέθανε και ο αδελφός του Ιούλιος, ενεργώντας επίσης με τη βία που τους χαρακτήριζε, μπήκε στα χωράφια που είχα σπείρει και πήρε σημαντική ποσότητα σανού―και όχι μόνο αυτό, αλλά έκοψε και αποξηραμένους βλαστούς ελιάς και ρείκια από τον ελαιώνα μου κοντά στην κώμη Κερκεσούχα. (στ. 10) Όταν έφτασα εκεί την ώρα της συγκομιδής, έμαθα ότι αυτά είχαν διαπραχθεί από αυτόν. Επιπλέον, μη αρκούμενος σε αυτά, ήρθε και πάλι μαζί με τη γυναίκα του και κάποιον Ζηνά, έχοντας μαζί τους ένα βρέφος (= έμβρυο), σκοπεύοντας να εμποδίσουν με κακία τον καλλιεργητή μου, ώστε να εγκαταλείψει την εργασία του, αφού είχε θερίσει εν μέρει από ένα άλλο χωράφι μου, (στ. 15) και οι ίδιοι μάζεψαν τη σοδειά. Όταν συνέβη αυτό, πήγα στον Ιούλιο με τη συνοδεία αξιωματούχων, προκειμένου να γίνουν μάρτυρες αυτών των πραγμάτων/αυτές οι υποθέσεις να καταγραφούν. Και πάλι, με τον ίδιο τρόπο, έριξαν τον ίδιο βρέφος προς το μέρος μου, με σκοπό να με εμποδίσουν/περιβάλουν και με κακία, παρουσία του Πετεσούχου και του Πτολλά, γερόντων του χωριού της Καρανίδος, που ασκούν και τα καθήκοντα του γραμματέα του χωριού, και του Σωκρά (στ. 20) του βοηθού, και ενώ οι αξιωματούχοι ήταν εκεί, ο Ιούλιος, αφού μάζεψε την υπόλοιπη σοδειά από τα χωράφια, πήρε το βρέφος και το πήγε στο σπίτι του. Τις πράξεις αυτές τις έκανα δημόσιες μέσω των ίδιων αξιωματούχων και των εισπρακτόρων των φόρων των σιτηρών του ίδιου χωριού. Γι’ αυτό αναγκαστικά υποβάλλω την παρούσα αναφορά και ζητώ να παραμείνει στο αρχείο, ώστε να διατηρήσω το δικαίωμα να καταθέσω/μιλήσω (στ. 25) εναντίον τους ενώπιον του εξοχότατου επιστρατήγου σχετικά με τις αδικίες που διέπραξαν και τα δημόσια μισθώματα των χωραφιών που οφείλονται στο αυτοκρατορικό ταμείο, επειδή αδικαιολόγητα έκαναν τη συγκομιδή. (2ο χέρι) Γέμελλος που ονομάζεται επίσης Ωρίων, ηλικίας περίπου 26 ετών, του οποίου η όραση είναι μειωμένη. (3ο χέρι) Έτος 5ο του Λουκίου (;) Σεπτιμίου Σευήρου Ευσεβούς Περτίνακος Αυγούστου, 27η του μηνός Παχών.
Κυίντω Αιμιλλίω Σατουρνείνω | |
επάρχω Αιγύπτου | |
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος | |
Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως | |
5 | καὶ ὡς χρηματίζει γεουχούντ(ος) |
εν Καρανίδι τού Αρσινοείτου | |
νομού τής Hρακλείδου μερίδ(ος). | |
πρὸ πολλού, κύριε, ο ημέτερος | |
πατὴρ ετελεύτησεν επʼ ε- | |
10 | μοὶ καὶ αδελφη μου κληρονό- |
μοις καὶ αντιλήμμεθα | |
τών υπαρχόντων μη- | |
δενὸς επελθόντος. ομοίως | |
δέ συνέβη καὶ τὸν θείόν μου | |
15 | Γάιον Ιούλιον Λογγείνον |
τελευτήσαι πρὸ οκταετίας | |
καὶ τούτου τὰ υπάρχοντα | |
επεκράτησα καὶ συν‹ε›κομισα- | |
μην τὴν πρόσοδον μηδενὸ(ς) | |
20 | κωλύσαντος. νυνεὶ δέ |
Ιούλιος καὶ Σώτας αμφότεροι | |
Ευδατος ου δεόντως βιαίω(ς) | |
καὶ αυθάδως επεληλύθασι | |
εδάφεσί μου μετὰ τὸ τὴν | |
25 | κατασπορὰν ποιήσασθαί |
με καὶ εκώλυσάν με | |
εν τούτοις δυνάμι τη | |
περὶ αυτοὺς επὶ τών τό- | |
πων, καταφρονούντων | |
30 | τὴ〈ν〉 περὶ τὴν όψιν μου |
ασθένιαν· όθεν επὶ σέ | |
τὸν σωτήρα κατέφυγον, | |
αξιών εάν σου τη τύχη | |
δόξη ακούσαί μου πρὸς | |
35 | αυτοὺς όπως δυνηθώ |
τών ιδίων αντιλμαβάνεσθ(αι) | |
καὶ ω υπὸ σού τού κυρίου ευεργ(ετημένος). | |
διευτύχ(ει). | |
(2ο χέρι) | |
⟦Γέμελλος⟧ ⟦ο⟧ ⟦καὶ⟧ ⟦Ὡριωνο̣ς̣⟧ ⟦ε̣π̣ι̣δ̣έ̣δωκα⟧ ⟦.⟧ | |
40 | ⟦Σαβε̣ί̣ν̣ο̣ς̣⟧ ⟦έ̣γ̣ρ̣α̣ψ̣α̣⟧ ⟦υ̣π̣(έρ)⟧ ⟦α̣υ̣τ̣(ου)⟧ ⟦[.]⟧ |
Το παρόν έγγραφο έχει την τυπική δομή μιας αίτησης. Την αναφορά του ονόματος και της ιδιότητας του συντάκτη και του παραλήπτη (στ. 1-7) ακολουθεί ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 8-31) και το αίτημα (στ. 31-37), το οποίο αφορά την επανάκτηση της περιουσίας του «θύματος». Η αίτηση ολοκληρώνεται με το χαιρετισμό (στ. 38), ενώ μετά το αίτημα ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα και το όνομα του γραφέα (στ. 39-40). Πρβλ. Π11.
Το κείμενο αποτελεί αίτηση του Γέμελλου (ή και Ωρίωνα) προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κόιντο Αιμίλιο Σατουρνείνο με στόχο να καταγγείλει την καταπάτηση της γεωργικής του έκτασης από τα αδέρφια Ιούλιο και Σώτα, την οποία ο Γέμελλος και η αδερφή του είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους. Οι δύο αυτοί άνδρες εισήλθαν με βία και αλαζονεία, όπως ισχυρίζεται το θύμα, στα σπαρμένα χωράφια του Γέμελλου και τον εμπόδισαν από την εργασία που αυτά απαιτούν, ενώ αυτός και η αδερφή του τα είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους νομίμως. Για το λόγο αυτό ζητά από τον έπαρχο της Αιγύπτου να λάβει υπόψιν του αυτήν του την αίτηση και να τον δικαιώσει, ανακτώντας την περιουσία του.
Ο P.Mich. VI 422 αποτελεί αίτηση του Γέμελλου προς τις αρχές και συγκεκριμένα προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο (Reinmuth 1935· Wolff 2002: 104-105). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιτήσεις προς τις αρχές, παράλληλα με τις φορολογικές αποδείξεις, αποτελούν τον πιο συνηθισμένο τύπο εγγράφου· σώζονται περισσότεροι από χίλιοι πάπυροι αιτήσεων, που προέρχονται και από τις τρεις χρονικές περιόδους της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου. Μέσω των αιτήσεων οι κάτοικοι της χώρας αναζητούσαν αποζημίωση σε περιπτώσεις εξύβρισης ή βίαιης μεταχείρισης, ή βοήθεια σε περιπτώσεις αδικίας εις βάρος τους (Palme 2009: 377).
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι αιτήσεις απευθύνονται σε όλες τις βαθμίδες της επαρχιακής διοίκησης, από τον τοπικό αστυνόμο, τον εξηγητήν, τον στρατηγὸν σε αστικό περιβάλλον, όπως και από τον βασιλικὸν γραμματέα στο επίπεδο περιφέρειας, έως τον επιστράτηγον και τον iuridicus αλλά και τον ίδιο τον έπαρχον. Ειδικά στην περίπτωση του επάρχου, μπορούσε κανείς να ζητήσει ακρόαση ενώπιόν του κατά τις ετήσιες επισκέψεις (conventus) που πραγματοποιούσε εκτός της πόλης της Αλεξάνδρειας, όπου έδρευε (Palme 2009: 378· Kelly 2011: xiv). Αυτό, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς σύμφωνα με τα παπυρικά έγγραφα που μας σώζονται, το 208/210 μ.Χ. σε μία και μόνο conventus του επάρχου στην Αρσινόη της Αιγύπτου, σε διάστημα δύο ημερών παραδόθηκαν 1804 αιτήσεις (P.Yale I 61· Haensch 1994: 487). Είναι, επομένως, μη ρεαλιστικό να θεωρούμε πως όλες αυτές οι υποθέσεις παρουσιάστηκαν ενώπιον του επάρχου κατά την παραμονή του στην πόλη.
Προς τον Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο, Έπαρχο της Αιγύπτου, από τον Γέμελλο που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολινάριου, Αντινοέως, (στ. 5) και όπως και αν ονομάζεται, γαιοκτήμονα στην Καρανίδα, στην περιφέρεια του Ηρακλείδου, του Αρσινοίτη νομού. Πριν από πολύ καιρό, άρχοντά μου, ο πατέρας μας πέθανε, (στ. 10) αφήνοντας εμένα και την αδελφή μου ως κληρονόμους, και αναλάβαμε την περιουσία του, χωρίς να αντιδράσει κανείς. Ομοίως, και ο θείος μου, (στ. 15) ο Γάιος Ιούλιος Λογγίνος, πέθανε πριν από οκτώ χρόνια, και εγώ ανέλαβα την ιδιοκτησία της περιουσίας του και εισέπραξα τα έσοδα, χωρίς να με (στ. 20) εμποδίσει κανείς. Τώρα, όμως, ο Ιούλιος και ο Σώτας, και οι δύο γιοι του Ευδάτος, αδίκως, με βία και αλαζονεία, μπήκαν στα χωράφια μου, (στ. 25) αφού τα είχα σπείρει, και με εμπόδισαν απ’ αυτά μέσω της εξουσίας που ασκούν στον τόπο, περιφρονώντας με (στ. 30) λόγω της αδύναμης όρασής μου. Γι’ αυτό κατέφυγα σε σένα, τον σωτήρα, ζητώντας σου, αν αυτό φαίνεται καλό στην τύχη σου, να ακούσεις την καταγγελία μου (στ. 35) εναντίον τους, ώστε να μπορέσω να ανακτήσω την περιουσία μου και να λάβω αυτή την ευεργεσία από τα χέρια σου, κύριέ μου. Χαίρε. (2ο χέρι) Εγώ, ο Γέμελλος, ονομαζόμενος και Ωρίων, υπέβαλα αυτήν την αίτηση. (στ. 40) Εγώ ο Σαβείνος έγραψα γι’ αυτόν …
Ι[σι]δ[ώρ]ωι στρατηγώι | |
π(αρὰ) Διονύσο(υ) Απολλοδώρου | |
Διονυσ[ί]ου απʼ Ὀξυρύγχων | |
πόλεως δημοσίου ιατρού. | |
5 | τη ενεστώση ημέρα επε- |
τράπην υπὸ σού διὰ Hρακλείδου | |
υπηρέτου εφιδείν σώμα | |
νεκρὸν απηρτημένον | |
Ἱέρακος καὶ προσφωνήσαί σοι | |
10 | ήν εὰν καταλάβωμαι περὶ |
αυτὸ διάθεσιν. επιδὼν ούν | |
τούτο επὶ παρόντι τω αυτω | |
υπηρέτη εν οικία Επαγάθου | |
[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]υ̣μερου Σαραπίωνος | |
15 | [ε]πʼ αμφόδου Πλατείας εύρον |
αυτὸ απηρτημένον βρό- | |
χω· διὸ προσφωνώ. / / (έτους) ιδ | |
Αυτοκράτορος Καίσαρος Μάρκου | |
[Α]υρηλ[ίο]υ Αντωνίνου Σεβαστού Αρ[μενιακο]ύ | |
20 | [Μηδικού] Παρθικού Γερμανικού |
[Μεγίσ]του, Θὼθ γ̅. (m. 2) διὸ | |
[προσφ]ω(νώ). |
Το παρόν έγγραφο έχει την κλασική μορφή υπομνήματος. Στην αρχή του κειμένου αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη του. Πρόκειται για μια ιατρική-ιατροδικαστική έκθεση (προσφώνησιν) που απευθύνεται στον αρμόδιο δημόσιο λειτουργό Ισίδωρο (Ι[σι]δ[ώρ]ωι BL IX 177: Κ[λαυ]δ[ια]νώι ed.), στρατηγὸν του νομού, η οποία εστάλη από τον Διόνυσο (πβ. Clarysse 2013: 260), δημόσιον ιατρὸν από την Οξύρυγχο (στ. 1-4). Επισημαίνεται πως το παρόν κείμενο αποτελεί το πρώτο μέχρι στιγμής κείμενο στο οποίο καταγράφεται η φράση «δημόσιος ιατρός». Ο Διόνυσος δηλώνει ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβε από τον στρατηγόν, επισκέφθηκε την οικία του Επαγάθου όπου βρισκόταν το άψυχο σώμα και εξέτασε τη σορό παρουσία του Ηρακλείδη, εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου του στρατηγού, διαπιστώνοντας θάνατο δι’ απαγχονισμού (στ. 5-17). Η εν λόγω έκθεση αποτελεί τη μόνη έως σήμερα παπυρική μαρτυρία περί απαγχονισμού στην ελληνορωμαϊκή Αίγυπτο.
Σύμφωνα με τον P.Oxy. I 51, ο δημόσιος ιατρὸς Διόνυσος από την Οξύρυγχο δηλώνει ότι τη ενεστώση ημέρα (στ. 5) έλαβε εντολή από τον στρατηγὸν Ισίδωρο, γνωστό και από άλλες παπυρικές αναφορές στο διάστημα μεταξύ 172-175 μ.Χ., να επιθεωρήσει το πτώμα του Ιέρακος που βρέθηκε απαγχονισμένος (στ. 7-9: εφιδείν l. επιδείν σώμα / νεκρὸν απηρτημένον / Ἱέρακος) και να συντάξει την παρούσα έκθεση σχετικά με την διάθεσίν του (στ. 9-11). Η εντολή του να προχωρήσει το έργο χωρίς χρονοτριβές οφείλεται πιθανώς στην ανάγκη άμεσης λήψης αποδεικτικών στοιχείων για τη διαλεύκανση της υπόθεσης του βίαιου-ξαφνικού θανάτου του Ιέρακος και στην όσο το δυνατόν ταχύτερη περισυλλογή και ταφή του νεκρού. Ο υπηρέτης Ηρακλείδης λειτουργεί ως εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του στρατηγού (στ. 6-7) και ως μάρτυρας κατά την εξέταση της σορού από τον Διόνυσο (στ. 11-13: επιδὼν ούν / τούτο επὶ παρόντι τω αυτω / υπηρέτη). Ο Διόνυσος δηλώνει ρητά ότι εξέτασε τη σορό του Ιέρακα (στ. 11-12) στο σπίτι κάποιου Επαγάθου (στ. 13) στο άμφοδον της Πλατείας της Οξυρύγχου (για την ακριβή σημασία της λέξης άμφοδον βλ. Rink 1924: 7· Jouguet 1911: 283· Daris 1981). Εδώ, πρέπει να τονιστεί ότι δεν διευκρινίζεται αν ο Επάγαθος ήταν ο δράστης τυχόν δολοφονίας ή αν πρόκειται για αυτοχειρία, η οποία για κάποιον λόγο συνέβη στην οικία του. Το πόρισμα του Διόνυσου αναφέρει απλώς ότι το πτώμα βρέθηκε κρεμασμένο με θηλιά πιστοποιώντας, έτσι, τον θάνατο του Ιέρακος (στ. 15-17: εύρον / αυτὸ απηρτημένον βρό/χω). Τέλος, ακολουθεί η απαραίτητη υπογραφή του γιατρού (στ. 17), η χρονολόγηση του παπύρου (στ. 17-21) και η υπογραφή του υπηρέτου (στ. 21-22: διὸ / [προσφ]ω(νώ)).
Κρίνοντας από τις λίγες διασωθείσες προσφωνήσεις, φαίνεται ότι τα συγκεκριμένα ιατρικά πιστοποιητικά της ρωμαϊκής Αιγύπτου ήταν, από μία σύγχρονη οπτική, σχετικά μη πολύπλοκα. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι ήταν αρκετά επαρκή για να εκπληρώσουν δύο σημαντικές λειτουργίες. Πρώτον, πιστοποιούσαν ρητά την αιτία του βίαιου θανάτου ή θανάτου που προερχόταν από ατύχημα ή νόσο. Εδώ, π.χ., συμπεραίνουμε ότι ο γιατρός που εξέτασε τη σορό δεν είδε απλώς το πτώμα κρεμασμένο, κάτι το οποίο θα μπορούσε να το κάνει θεωρητικά ο οποιοσδήποτε, αλλά εξετάζοντάς το συμπέρανε ότι το αίτιο του θανάτου του Ιέρακος ήταν αναμφίβολα ο απαγχονισμός. Δεύτερον, σε περιπτώσεις επιθεώρησης τραυμάτων, ασφαλώς, το μέλημα του γιατρού που συνέτασσε την προσφώνησιν ήταν να δοθεί μία όσο το δυνατόν πιο λεπτομερής περιγραφή των τραυμάτων που προκλήθηκαν.
Το παρόν έγγραφο χρονολογημένο στο έτος 173 μ.Χ. αποτελεί το πρώτο έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος του δημοσίου ιατρού. Η ύπαρξη τεσσάρων παπυρικών κειμένων (P.Oslo III 95, BGU II 647, P.Oxy. XVII 2111, P.Oxy. XXXI 2563), χρονολογημένων πριν από το 173 μ.Χ., που μαρτυρούν ιατροὺς να έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες με τους κατοπινούς δημοσίους, χωρίς ωστόσο να φέρουν το επίθετο δημόσιος, δημιουργεί ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απέκτησαν το συγκεκριμένο επίθετο. Η άποψη ότι αυτό σχετίζεται με την παροχή μισθού στους ιατροὺς ως συνήθεια που πήγαζε από την κλασική και ελληνιστική εποχή (Nanetti 1944· Boswinkel 1956: 186-187· Amundsen – Ferngren 1978: 338-339· Abou Bakr 2003: 83· Hirt Raj 2006: 102) αποδυναμώνεται εξαιτίας της έλλειψης ξεκάθαρων παπυρικών μαρτυριών της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου σχετικών με μισθοδοσία των δημοσίων ιατρών (El-Sayed 2012: 266-267· Ρουμπέκας 2017: 99).
Ίσως, ο τίτλος τους οφειλόταν σε πιθανά προνόμια (ατέλειαν και αλειτουργησίαν), που το ρωμαϊκό κράτος συνέχιζε να παραχωρεί με αυτοκρατορικά διατάγματα στους ιατρούς, όταν αυτοί αντεπεξέρχονταν επιτυχώς στη δοκιμασίαν, διαδικασία απόδειξης της ορθής άσκησης του λειτουργήματός τους (Zalateo 1957· Lewis 1965· Abou Bakr 2003: 83· Ρουμπέκας 2017: 99). Ωστόσο, η αναφορά σε δεδοκιμασμένους και όχι σε δημοσίους ιατροὺς μας αποθαρρύνει από το να εικάσουμε ότι η συμπλήρωση του επιθέτου δημόσιος οφειλόταν στο προνόμιο της αλειτουργησίας. Αυτό μάλλον οφειλόταν στο διάταγμα του αυτοκράτορα Αντωνίνου Ευσεβούς στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (Boswinkel 1956: 184 κ.ε.· Torallas Tovar 2004: 189· Ρουμπέκας 2017: 100), ο οποίος περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των γιατρών που δικαιούνταν απαλλαγές από τις λειτουργίας και, ως εκ τούτου, η δοκιμασία κατέστη μέσο δημόσιας αναγνώρισης και διάκρισης του υψηλού κοινωνικού status των δεδοκιμασμένων ιατρών (Ρουμπέκας 2017: 101). Το διάταγμα ουσιαστικά υποχρέωνε τους ιατροὺς που κατείχαν αυτή τη διάκριση να συντάσσουν ύστερα από την απαραίτητη εξέταση οι ίδιοι τις αναφορές εν είδει δημοσίας λειτουργίας (Ρουμπέκας 2017: 101), αρμοδιότητα που κατείχαν οι διοικητικοί υπάλληλοι του κράτους, π.χ., ο υπηρέτης, οι δημόσιοι βοηθοί, οι δημόσιοι ταβουλάριοι ή και ριπάριοι (Torallas Tovar 2004: 190-191· Ρουμπέκας 2017: 102 σημ. 419). Αντίθετα οι μη δεδοκιμασμένοι ιατροὶ αναλάμβαναν λειτουργίας ακόμα και ανεξάρτητες από το επάγγελμά τους (Ρουμπέκας 2017: 104). Τέλος με βάση τις ποικίλες σημασίες του επιθέτου δημόσιος (βλ. El-Sayed 2012: 268-269) έχει προταθεί ότι ο δημόσιος είναι ο γιατρός που αντικατέστησε τον πτολεμαϊκό βασιλικὸν ιατρόν, ο οποίος, βέβαια, δεν άπτονταν ιατροδικαστικών καθηκόντων. Το επίθετο μάλιστα μπορεί να υπογραμμίζει απλώς την κατοικία του δημοσίου ιατρού σε μία περιοχή που αναγνωρίζονταν οι γνώσεις του και ταυτόχρονα να υποδεικνύει ότι ο ίδιος εξαιρούνταν από λειτουργίας που δεν άπτονταν των επαγγελματικών του καθηκόντων (El-Sayed 2012: 269).
Τα καθήκοντα του δημοσίου ιατρού ήταν κυρίως ιατροδικαστικά, αφού βασικός του στόχος ήταν πάντα η εξέταση (επιδείν / επιθεωρηθήναι) και κατόπιν η σύνταξη έκθεσης (προσφωνείν) σχετικά με την κατάσταση της υγείας θυμάτων ατυχήματος, βιαιοπραγίας ή νόσου, ενώ σε περιπτώσεις θανάτου η πιστοποίηση της αιτίας του. Αυτό ενισχύεται και από τον τρόπο που δίνονται οι εντολές του στρατηγού του νομού προς αυτούς, εφόσον οι ανώτεροι αξιωματούχοι δεν ζητούν από τον γιατρό να θεραπεύσει αλλά να επιθεωρήσει την κατάσταση του θύματος ή πάσχοντος (El-Sayed 2012: 268). Μάλιστα ιατροὶ (που δεν προσδιορίζονται ως δημόσιοι) κατ’ εξαίρεση και σαφώς σπανιότερα εμφανίζονται να θεραπεύουν και τραύματα, κάτι το οποίο φαίνεται εύλογο σε εμάς, αλλά με βάση τα διασωθέντα παπυρικά έγγραφα μάλλον δεν ήταν. Τούτο εγείρει, ασφαλώς, απορίες σχετικά με τις γνώσεις των ιατρών, για το αν αυτοί μπορούσαν να προβούν στην απαιτούμενη θεραπεία. Ίσως πάλι αυτό να οφειλόταν και στον κατά βάση δικαστικό-διοικητικό και όχι αμιγώς ιατρικό χαρακτήρα των προσφωνήσεων (βλ. αναλυτικότερα Ρουμπέκας 2017: 104-105).
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει μία όψη συναδελφικότητας και ταυτόχρονης δράσης των δημοσίων ιατρών της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου (βλ. σχετικά Abou Bakr 2003: 84), καθώς, όπως παρουσιάζουν οι πάπυροι, ενίοτε περισσότεροι του ενός γιατροί δρούσαν μαζί στο πλαίσιο της εξέτασης ενός περιστατικού και της απαραίτητης κατοπινής σύνταξης της γνωμάτευσης επ’ αυτού. Έτσι, διακρίνουμε μερικές φορές ταυτόχρονη δράση δύο ή ακόμα και τεσσάρων δημοσίων ιατρών.
Προς τον Ισίδωρο, στρατηγό, από τον Διόνυσο, γιο του Απολλοδώρου, εγγονό του Διονυσίου, από την πόλη των Οξυρύγχων, δημόσιο ιατρό. (στ. 5) Σήμερα έλαβα την εντολή από εσένα μέσω του Ηρακλείδη, του βοηθού σου, να επιθεωρήσω τη σορό ενός άνδρα που βρέθηκε απαγχονισμένος, ονόματι Ιέραξ, και να σου υποβάλω οποιαδήποτε αναφορά (στ. 10) σχετικά με αυτό. Ως εκ τούτου, αφού εξέτασα το πτώμα παρουσία του προαναφερθέντος εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου σου στο σπίτι του Επαγάθου, γιου του […]υμέρου, γιου του Σαραπίωνα, (στ. 15) στη συνοικία της Πλατείας, το βρήκα να είναι κρεμασμένο από μια θηλιά. Για αυτόν τον λόγο συντάσσω την έκθεση. Κατά το 14ο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου Σεβαστού Αρμενιακού (στ. 20) Μηδικού Παρθικού Μεγίστου Γερμανικού, την 3η Θωθ. (m. 2) Για αυτό καταθέτω την αναφορά.
Απολλωνίω στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου) | |
Hρακλ(είδου) μερίδος | |
παρὰ Πεταύτος κωμ[ο]γ̣ρ̣α̣(μματέως) | |
Κερκ(εσούχων) Ό̣[ρο]υς καὶ άλλω̣ν̣ [κ]ω̣(μών). | |
5 | αιτούμενος υπὸ σο[ύ ό]νομ(α) |
εις τὸ καταστήσαι καμή- | |
λους αρσένους σὺν τοίς απὸ | |
τών άλλων κω(μών), δίδωμι | |
τὸν υπογεγρα(μμένον) όντα εύπο- | |
10 | ρον καὶ επιτήδιον. |
έστι δέ· | |
Πνεφερώς Ὀννώφρεως | |
μητ(ρὸς) Ταορσαιέπεως. | |
(έτους) κε Μάρκου Αυρηλίου | |
15 | Κομμόδου Αντωνίνου |
Καίσαρος τού κυρίου | |
Επὶφ ι̅β̅ |
Το παρόν έγγραφο αποτελεί μία υπηρεσιακή-διοικητική επιστολή του κωμογραμματέως Πεταύτος προς τον στρατηγὸν του Αρσινοΐτη νομού, Απολλώνιο (στ. 1-4). Ο Πεταύς –ύστερα από απαίτηση του στρατηγού– προτείνει στον Απολλώνιο ένα άτομο από την κώμη Κερκεσούχα Όρους σε ρόλο επιβλέποντα κατά τη μεταφορά και παράδοση ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 5-7). Μάλιστα, το άτομο αυτό πρόκειται να συνεργαστεί μαζί με τα αντίστοιχα αρμόδια άτομα από άλλες κώμες, που έχουν οριστεί για τον ίδιο σκοπό (στ. 7-8), σχηματίζοντας, έτσι, ένα είδος επιτροπής. Το εν λόγω άτομο, ονόματι Πνεφερώς, γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13), αναφέρεται ότι πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10).
Το αρχείο του κωμογραμματέως Πεταύτος
Τα κείμενα από το αρχείο του Πεταύτος (Seidl 1973: 68-69· Montevecchi 1988: 255· Geens ‒ Broux 2012) σώζονται σε παπύρους των συλλογών της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και του Ινστιτούτου Παπυρολογίας της Κολωνίας. Πρόκειται για τουλάχιστον 134 κείμενα, ενώ ακόμα 6 θεωρούνται αβέβαια (Geens – Broux 2012: 2).
Τα περισσότερα κείμενα αποτελούν δημόσια έγγραφα σχετιζόμενα με το γραφείο του κωμογραμματέως και χρονολογούνται ανάμεσα στα έτη 182 και 187 μ.Χ. H πλειονότητα των εισερχομένων εγγράφων αφορά κυρίως σε επιστολές σταλμένες από ιεραρχικά ανώτερους αξιωματούχους που περιλαμβάνουν τόσο την αρχική επιστολή που εστάλη στους ίδιους όσο και την απαραίτητη συνοδευτική επιστολή του ανωτέρου κρατικού λειτουργού προς τον κωμογραμματέα.
Τα εξερχόμενα έγγραφα συνδέονται κατά κανόνα είτε με αντίγραφα πρωτότυπων εγγράφων είτε με προσχέδια για την προετοιμασία της τελικής εκδοχής εγγράφων, πράγμα το οποίο εξηγεί γιατί αυτά φυλάσσονταν στο αρχείο (Geens – Broux 2012: 2). Άλλα εξερχόμενα έγγραφα, που σχετίζονται με επιστολές προς τον στρατηγὸν του νομού, καταγράφουν προτεινόμενους για διάφορα λειτουργικά αξιώματα-καθήκοντα εντός της κώμης.
Εν κατακλείδι, οι κύριες κατηγορίες εγγράφων του αρχείου συνοψίζονται σε: επιστολές, αιτήσεις, λογαριασμούς, λίστες, ορισμούς λειτουργών, πιστοποιητικά γέννησης, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και γραπτές ασκήσεις (Geens – Broux 2012: 4).
Η διαίρεση της χώρας της Αιγύπτου σε διοικητικές μονάδες: η κώμη Κερκεσούχα Όρους
Αποστολέας της επιστολής είναι ο Πεταύς, κωμογραμματεὺς της κώμης Κερκεσούχων Όρους και των γύρω κωμών (στ. 3-4).
Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε μικρότερες διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, μεγάλος σε έκταση και πυκνός σε ελληνικό πληθυσμό νομός, χωριζόταν πρώτα σε τρεις μερίδας (Hρακλείδου μερίς, Θεμίστου μερίς, Πολέμωνος μερίς), και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες.
Η Κερκεσούχα Όρους, όπως φανερώνει η λέξη «Όρους», βρισκόταν στην άκρη της ερήμου (Calderini – Daris 1980: 108-109· Calderini – Daris 2003: 60). Η κατάληξη «-σουχα» σχετίζεται με τον Σούχο, τον θεό κροκόδειλο του Φαγιούμ (για την παρουσία, εκτροφή και λατρεία του κροκόδειλου στην Αίγυπτο βλ. Chouliara-Raios 1981· Molcho 2014). Το α΄ συνθετικό της λέξης προέρχεται πιθανώς από τη Δημοτική Αιγυπτιακή (Hagedorn κ.ά. 1969: 25-27).
Το αξίωμα του κωμογραμματέως: η περίπτωση του Πεταύτος
Σχετικά με το αξίωμα του κωμογραμματέως, πρέπει να αναφερθεί ότι επρόκειτο για έναν διοικητικό υπάλληλο συνήθως μεταξύ τριάντα και πενήντα ετών (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35). Τα καθήκοντά του συνδέονταν κυρίως με τη διαχείριση της γης, τους φόρους, τα δάνεια, τις απογραφές, τον θεσμό της λειτουργίας κ.ά. (Criscuolo 1978), ενώ η διάρκεια μίας τυπικής θητείας στο αξίωμα διαρκούσε τρία έτη (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35).
Ο Πεταύς ήταν κωμογραμματεὺς μεταξύ του 184 και του 187 μ.Χ. και πιθανώς ανήκε στην εύπορη μεσαία τάξη (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Για την προσωπική ζωή του γνωρίζουμε ότι είχε έναν πατέρα ονόματι Πεταύς (P.Petaus 86, 184-185 μ.Χ.), καθώς και έναν αδελφό με το όνομα Θέων (P.Petaus 31, 183-184 μ.Χ.). Η οικογένειά του καταγόταν από την Καρανίδα του Φαγιούμ.
Εκ πρώτης όψεως προκαλεί εντύπωση ότι ο Πεταύς δεν εμφανίζεται να δραστηριοποιείται ως κρατικός υπάλληλος στον τόπο καταγωγής του. Στη ρωμαϊκή εποχή, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ένας κωμογραμματεὺς ήταν φυσιολογικό να μην εδρεύει στον τόπο κατοικίας-καταγωγής του πιθανώς για λόγους αμεροληψίας (Youtie 1966: 130-132· Hagedorn κ.ά. 1969: 18-20· Lewis 1997β: 35). Συγκεκριμένα, ο Πεταύς έδρευε στην Πτολεμαΐδα Όρμου, ενώ η δικαιοδοσία του εκτεινόταν σε τουλάχιστον πέντε κώμες (Πτολεμαΐς Όρμου, Κερκεσούχα Όρους, Σύρων κώμη, Ψιναρύω, Ηρακλέωνος εποίκιον). Ανάλογα με την κώμη με την οποία σχετίζεται ένα έγγραφο, ο Πεταύς αυτοαποκαλείται ως κωμογραμματεὺς εκείνου του τόπου, με το εύρος της δικαιοδοσίας του να δηλώνεται με τη φράση «καὶ άλλων κωμών».
Το πιο ξεχωριστό στοιχείο σχετικά με τον κωμογραμματέα είναι ότι εκείνος πιθανώς δεν ήξερε να γράφει. Αυτό προκύπτει από τον P.Petaus 121 (περίπου 182-187 μ.Χ.), όπου ο Πεταύς φαίνεται με πόσο κόπο αντιγράφει την υπογραφή του συνολικά δώδεκα φορές. Τα γλωσσικά σφάλματά του δηλώνουν ότι πιθανώς πρόκειται για βραδέως γράφοντα (Geens ‒ Broux 2012: 3). Προφανώς, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την κεντρική διοίκηση μιας εν πολλοίς αναλφάβητης κοινωνίας η εύρεση κάθε τρία χρόνια ενός εγγράμματου κωμογραμματέως (Youtie 1966: 137). Επιπλέον, ο ίδιος ο ρόλος του κωμογραμματέως, ο οποίος ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης, απαιτούσε πιθανώς την ύπαρξη ενός κανονικού γραφέα στο πλάι του (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Τον ρόλο αυτόν μπορεί να είχε ο αδελφός του, αφού, όπως προκύπτει από τον P.Petaus 31 (183-184 μ.Χ.), ο Θέων ήταν ασφαλώς εγγράμματος. Πάντως, ένας κωμογραμματεὺς μπορούσε να είναι μορφωμένος αναλαμβάνοντας συχνά τη σύνταξη εγγράφων εκ μέρους αναλφάβητων ατόμων, χρέος που εκτελούσαν ενίοτε συγγενείς και γνωστοί (Youtie 1975α· Youtie 1975β).
Η χρήση των καμηλών στην αρχαία Αίγυπτο
Παραλήπτης της επιστολής (στ. 1) είναι ο ανώτερος αξιωματούχος και στρατηγὸς του νομού, Απολλώνιος. Από το διάστημα της θητείας του Απολλώνιου υπάρχουν 35 αναφορές παπυρικών εγγράφων σχετιζόμενων με το άτομό του (για έναν πλήρη κατάλογο των σχετικών αναφορών βλ. Whitehorne 2006: 23-24).
Στο παρόν κείμενο, βλέπουμε ότι ο Απολλώνιος είχε ζητήσει από τον κωμογραμματέα να ορίσει κάποιο άτομο (στ. 5) για την επίβλεψη της μεταφοράς και παράδοσης ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 6-7) στο πλαίσιο του θεσμού της λειτουργίας.
Δυστυχώς, δεν πληροφορούμαστε γιατί οι συγκεκριμένες καμήλες πιθανότατα επιτάχθηκαν (για την επίταξη μεταφορικών ζώων βλ. Oertel 1917: 88 κ.ε. Για τη χρήση των ζώων στο πλαίσιο των μεταφορών στην αρχαία Αίγυπτο βλ. Leone 1988· Leone 1998). Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι καμήλες χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς λόγους (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 12-20), για προγραμματισμένες αυτοκρατορικές επισκέψεις (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 6-10) ή ακόμα και για τη μεταφορά κιόνων από πορφυρίτη (BGU III 762, 163 μ.Χ). Αρσενικές καμήλες συναντάμε και στον P.Flor. II 278 = Ch.L.A. XXV 779 = C.Pap.Lat. 145 (μετά το 203 μ.Χ.), προφανώς γιατί εκείνες μπορούσαν να αντέξουν περισσότερο τις δυσκολίες-κακουχίες (πβ. P.Bas. 2, 190 μ.Χ.).
Η χρήση των καμηλών –συνυπάρχοντας συχνά με άμαξες– έχει καθιερωθεί στην Αίγυπτο ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. Τον σημαντικότερο ρόλο, ωστόσο, αναφορικά με τις μεταφορές κατά τη διάρκεια της παπυρολογικής χιλιετίας διαδραμάτιζαν τα γαϊδούρια, το κόστος των οποίων ήταν σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με τα προαναφερθέντα μεταφορικά μέσα (Bagnall 1985: 4-5).
Λειτουργοί και λειτουργίαι στην αρχαία Αίγυπτο
Το προτεινόμενο άτομο ονομάζεται Πνεφερώς και είναι γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13). Το ρήμα δίδωμι (στ. 8 = υποβάλλω ένα όνομα, προτείνω-ορίζω) είναι συνηθισμένο σε προτάσεις ορισμού λειτουργών του 2ου αι. μ.Χ., ενώ αργότερα χρησιμοποιείται παράλληλα με τα εισ– ή προσαγγέλλω (Lewis 1997β: 59). Το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι γνωστό από άλλα κείμενα, κάτι που ισχύει και για τους γονείς του. Μόνο ένας άλλος Πνεφερώς, γιος κάποιου Αροννώφρη και προερχόμενος από την ίδια κώμη, αναφέρεται σε πάπυρο του αρχείου (P.Petaus 108, 185 μ.Χ., στ. 36).
Ο Πνεφερώς πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10: όντα εύπο/ρον καὶ επιτήδιον l. επιτήδειον). Η σχετική έκφραση αποτελεί μία τυπική εκφραστική φόρμουλα, με την οποία πιστοποιείται ότι ο προτεινόμενος πληροί όλα τα κριτήρια (οικονομικά και μη) για την εκτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων. Ο δε λειτουργός στο πλαίσιο της κώμης δεν θα έπρεπε να βρίσκεται γενικά σε κατάσταση ευπορίας, παρά μόνο να κατέχει τα συγκεκριμένα-προκαθορισμένα οικονομικά εφόδια (πόρος), που απαιτούσε το εκάστοτε λειτουργικό καθήκον-αξίωμα για το οποίο προοριζόταν (Drecoll 1997: 76). Διαφορετικά, οι άνθρωποι, των οποίων η περιουσία ήταν χαμηλότερη από την προβλεπόμενη (άποροι), κρίνονταν μη επιλέξιμοι (Lewis 1997β: 74).
Ο Πνεφερώς θα συνεργαστεί μαζί με λειτουργούς από άλλες κώμες (στ. 7-8) στο πλαίσιο μιας επιτροπής, της οποίας η δραστηριότητα πήγαζε από περισσότερα χωριά της κωμογραμματείας μας. Μία παρόμοια επιτροπή συναντάμε στον P.Bas. 2 (190 μ.Χ.), όπου τέσσερα άτομα επιβεβαιώνουν σε μία επιτροπή εξ ευσχημόνων την παραλαβή μερικών επιτεταγμένων καμηλών, τις οποίες οι ίδιοι οφείλουν να μεταφέρουν στη συνέχεια αλλού (για τους ευσχήμονας βλ. Hagedorn κ.ά. 1969: 288-289· Lewis 1993· Lewis 1996: 61-62). Μάλλον δεν διαπράττουμε σφάλμα αν υποθέσουμε ότι και ο Πνεφερώς είχε να επιτελέσει αντίστοιχα καθήκοντα (Hagedorn κ.ά. 1969: 288). Ανάλογη περίπτωση εντοπίζουμε και στον P.Oxy. XII 1414 (271-272 μ.Χ.), όπου οι αναφερόμενοι εκεί καταπομποὶ ζώων φροντίζουν για τη μεταφορά των ζώων.
Η έννοια της λειτουργίας, της προσφοράς υπηρεσιών και οικονομικών πόρων από εύπορους πολίτες στο κοινωνικό σύνολο, είναι γνωστή από την κλασική εποχή (Lewis 1983: 177). Οι μαρτυρίες της ελληνιστικής εποχής φανερώνουν ότι οι Πτολεμαίοι διατήρησαν ένα σύστημα λειτουργιών, χωρίς, ωστόσο, να δεσπόζει στην οικονομική ζωή της Αιγύπτου ή να αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο της διοίκησης του κράτους (Παπαθωμάς 2016: 485). Η κατάσταση αλλάζει άρδην τη ρωμαϊκή εποχή, όταν και το σύστημα λειτουργιών άρχισε να συνδέεται με ολοένα και περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής και της διοίκησης (για έναν πλήρη κατάλογο των λειτουργικών αξιωμάτων βλ. Lewis 1997β).
Με τα λειτουργικά καθήκοντα ήταν επιφορτισμένα κυρίως τα δύο κατώτατα κοινωνικά στρώματα: οι κάτοικοι των μητροπόλεων και της υπαίθρου. Εξαιρούνταν από αυτά οι Ρωμαίοι πολίτες, οι πολίτες των τεσσάρων «ελληνικών» πόλεων (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 486), καθώς και άλλες κατηγορίες πολιτών, όπως οι πρωταθλητές, οι επιστήμονες κ.ά.
Παρά τον τιμητικό χαρακτήρα της, η ανάληψη κάποιας λειτουργίας ήταν συχνά ανεπιθύμητη, αφού σχετιζόταν με σημαντικό οικονομικό κόστος, καταβολή μόχθου, απώλεια χρόνου και ανάληψη επικίνδυνων ευθυνών. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι περισσότεροι προσπαθούσαν παντί τρόπω να αποφύγουν την ανάληψη μιας λειτουργίας.
Προς τον Απολλώνιο, στρατηγό της μερίδας του Ηρακλείδου του Αρσινοΐτη (νομού)· εκ του Πεταύτος, γραμματέα της κώμης Κερκεσούχων Όρους και άλλων κωμών. (στ. 5) Καθώς μου ζητείται από εσένα να ορίσω ένα άτομο για τη μεταφορά αρσενικών καμήλων μαζί με τα αντίστοιχα άτομα από τις υπόλοιπες κώμες, προτείνω τον κάτωθι αναφερόμενο, ο οποίος είναι εύπορος (στ. 10) και κατάλληλος. Αυτός είναι ο εξής: ο Πνεφερώς, ο γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης. Έτος 25ο του Μάρκου Αυρηλίου (στ. 15) Κομμόδου Αντωνίνου Καίσαρα, του Κυρίου μας, 12η Επείφ.
Ατα̣[ -ca- Α]π̣οώ[σιος] Σ[τ]σ̣[τ]ο̣το- | |
ήτις Ὥρου χαίρη̣ν. | |
ομολογώ π̣ε̣π̣ρακέν̣[αι] | |
σοι κάμηλον θήλειαν | |
5 | κολοβὴν `φυρρὴν΄ κεχαρακ- |
μέ̣ν̣η̣ν επὶ τω δεξιω | |
μ̣η̣ρ̣ώ̣ι ΘΕ κ̣α̣ὶ̣ απέχ̣ω̣ | |
τὴν συνπεφωνη- | |
μένην τιμὴν α̣ρ̣γ̣υ̣- | |
10 | ρίου δρακχμ̣ὰ̣ς̣ φεν- |
τακοσίας οκδοή̣κον- | |
τα καὶ βεβαιώ̣σ̣[ω] σοι | |
πάσι βεβαιώσ̣ω κα- | |
θὼς πρόκιται. | |
15 | (έτους) κα Αντωνείνου |
Καίσαρος [τ]ού κ̣υρίου. | |
Μεσορὴ κη. |
Το ανωτέρω νομικό έγγραφο αποτελεί χειρόγραφον, το οποίο σώζει την πώληση μιας θηλυκιάς καμήλας έναντι πεντακοσίων ογδόντα ασημένιων δραχμών. Ο πωλητής αναγνωρίζει ‒σε α΄ ενικό πρόσωπο, κατά τη συνήθη πρακτική‒ την πώληση του ζώου (στ. 3 και 7), το οποίο περιγράφεται αναλυτικά από αυτόν (στ. 4-7). Ακολουθεί η τιμή πώλησης (στ. 9-11), η διαβεβαίωσή της (στ. 12-14) και η ημερομηνία (στ. 15-17).
Πολυάριθμα νομικά έγγραφα αγοραπωλησιών έχουν σωθεί στους πάπυρους της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου. Στις αγοραπωλησίες υπάρχει η εξής σχέση μεταξύ των δικαιοπρακτούντων: ο πωλητής έχει την κυριότητα ενός πράγματος και επιθυμεί τη μεταβίβασή της μέσω της πώλησης, προκειμένου να αποκτήσει ένα χρηματικό ποσό, ενώ ο αγοραστής επιθυμεί την απόκτηση της κυριότητας αυτού του πράγματος δίνοντας ως αντάλλαγμα το αναλογούν προς την αξία αυτού τίμημα (Pringsheim 1950: 86).
Το μεγαλύτερο μέρος τού μέχρι σήμερα δημοσιευθέντος παπυρολογικού υλικού που αφορά σε αγοραπωλησίες περιλαμβάνει κυρίως πωλήσεις αγροτικών και αστικών ακινήτων καθώς και δούλων. Αντιθέτως, οι πωλήσεις ζώων είναι ολιγάριθμες, πιθανόν γιατί ως δικαιοπραξίες με λιγότερη επισημότητα και βαρύτητα δεν φυλάσσονταν από τους ιδιώτες στα αρχεία τους (Keenan – Manning – Yiftach-Firanko 2014: 277).
Η αγοραπωλησία απαιτούσε την ταυτόχρονη εκπλήρωση της μεταφοράς των αγαθών και της καταβολής του χρηματικού ποσού, για να θεωρηθεί η δικαιοπραξία ολοκληρωμένη. Το έγγραφο που συντασσόταν αποτελούσε το πειστήριο (ad probationem) της αμφοτέρωθεν πραγμάτωσης αυτών των υποχρεώσεων (Keenan – Manning – Yiftach-Firanko 2014: 278). Πριν όμως από την ίδια την αγοραπωλησία προηγούταν μία ανεπίσημη συμφωνία (Pringsheim 1950: 157)· αν δεν συμφωνηθεί η τιμή και δεν οριστούν τα προς πώληση αγαθά δεν μπορεί να υπάρξει αγοραπωλησία. Στα νομικά έγγραφα αγοραπωλησιών που μας σώζονται σε πάπυρο η προϋπόθεση της ταυτόχρονης μεταφοράς του πράγματος και καταβολής του χρηματικού ποσού είναι εμφανέστατη ήδη από την πτολεμαϊκή περίοδο, οπότε η μορφή «απέδοτο-επρίατο» είναι κυρίαρχη (Taubenschlag 1944: 245). Αργότερα, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, επικρατεί η μορφή της ομολογίας ex latere venditoris, «ομολογώ-εί πεπρακέναι–καὶ απέχω-ει τὴν τιμήν», όπως ακριβώς και στην ανωτέρω πώληση καμήλας (Pringsheim 1950: 109).
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τους στ. 12-14 ο πωλητής οφείλει να βεβαιώσει το περιεχόμενο του νομικού εγγράφου (καθὼς πρόκειται), δηλαδή την πώληση. Η βεβαίωσις είναι η εγγύηση του πωλητή για τη μεταβίβαση του αγαθού σε περίπτωση διεκδίκησής του από τρίτο. Η διεκδίκηση αυτή μπορεί να ανακύψει σε περίπτωση που ο πωλητής δεν είναι ο ιδιοκτήτης του αγαθού που πωλήθηκε και ως εκ τούτου επιβάλλεται σε αυτόν πρόστιμο (Pringsheim 1950: 429-430· Taubenschlag 1944: 246). Αν ο πωλητής ή ο εγγυητής αρνούνταν να επιβεβαιώσουν τη νομιμότητα της πώλησης, ο αγοραστής θα μπορούσε να προχωρήσει σε δίκην βεβαιώσεως (Pringsheim 1950: 431). Επίσης, η ρήτρα βεβαιώσεως προστάτευε τον αγοραστή και από τον πωλητή σε περίπτωση που αυτός αμφισβητούσε τη μεταβίβαση της κυριότητας του αγαθού. Πρόκειται για μία σημαντική ρήτρα, η οποία χρησιμοποιείται για να αποτρέψει επικείμενες έριδες επί του μεταβιβασθέντος αγαθού (Rupprecht 1982: 245· Keenan – Manning – Yiftach-Firanko 2014: 297).
Το αντικείμενο αγοραπωλησίας στον P.Vind.Worp 9 είναι μια καμήλα. Η καμήλα αποτελούσε σημαντικό μέσο μεταφοράς και ζώο εργασίας γενικότερα στην ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή Αίγυπτο (Leone 1988). Τα στοιχεία που προσφέρει η περιγραφή της καμήλας στο χειρόγραφον αγοραπωλησίας βοηθούν στην ταυτοποίηση του ζώου. Συγκεκριμένα αναφέρονται το φύλο (θήλειαν), το χρώμα (πυρρήν), αλλά και πιο ειδικά στοιχεία, όπως η κομμένη ουρά (κολοβήν) και το πυροσφράγισμα με τα γράμματα ΘΕ (). Τα γράμματα του πυροσφραγίσματος, το οποίο γινόταν συνήθως στον δεξιό μηρό ή στο δεξί σαγόνι, πιθανόν να ήταν τα αρχικά γράμματα του πρώτου ιδιοκτήτη της καμήλας (Worp 1972: 97).
Ο Απ[ ] του Αποώση χαιρετίζει τον Στοτοήτη του Ώρου. Αναγνωρίζω ότι σου έχω πουλήσει τη θηλυκιά, (στ. 5) κολοβή, κοκκινοκαφετί καμήλα, χαραγμένη με τα γράμματα ΘΕ πάνω στον δεξιό μηρό, και έχω εισπράξει τη συμφωνηθείσα τιμή (στ. 10) των πεντακοσίων ογδόντα ασημένιων δραχμών και θα σου εγγυηθώ την ως άνω πώληση με κάθε μέσο. (στ. 15) Κατά το 21ο έτος του Αντωνίνου Καίσαρα του Κύριου, την 28η του (μήνα) Μεσορή.
(3ο χέρι) έλ(αβον) (έτους) ιθ δ Μεχ(εὶρ) κ̣ϛ | |
(1ο χέρι) [. . . .]ωι | |
σ̣υνκεχωρήκαμ̣[εν] Π̣ ̣ ̣ ̣ιωι Κασιώ̣[τη]ι καὶ τοίς τούτου κληρονόμοις | |
κατʼ ενιαυτὸν εξάγειν πυρού αρτάβ[ας] μυρίας καὶ εισάγειν οίνου κεράμια | |
5 | Κ̣ωα πεντακισχείλια μηδέν υπὸ [μ]η̣δενὸς π̣ρ̣ασσομένωι τέλος |
[μ]ηδ΄ άλην καθόλου δαπάνην· επ[ικε]χωρήκαμεν δέ καὶ ων έχει κατ̣ὰ̣ | |
τὴν χώρ̣α̣ν̣ εδαφών πάντων ατ̣[έλει]α̣[ν ε]φ΄ ω· ουδέν ούτε εις τὴν διοί- | |
κησιν ούτε εις τὸν ίδιον ημών κα[. . .]ων λόγον καθ΄ οντινούν τρόπον | |
πραχθήσεται επὶ τὸν αεὶ χρόνον· ε[ίναι] δέ καὶ τοὺς γεωργούντας αυτώι | |
10 | πάντας ανεπάφους καὶ ατελείς μ[ηδ]έν υπ?ὸ? μ?η?δενὸς πρασσομέν[ο]υς̣ |
μηδ΄ εν ταίς κατὰ καιρὸν γεινομέν[αις ε]πιγραφαίς εν τοίς νομοίς συνεισ- | |
φόρους μηδέ λαϊκὰς ἢ στρατηγικ?[ὰς] πρασσομένους δαπάνας· τά τε | |
πρὸς τὴν? κατασπορὰν κτήνη κα[ὶ τ]ὰ? πρὸς τὴν τ?ών πυρών καταγωγὴν | |
υποζύγια καὶ πλοία κατ?ὰ τὸν αυτ[ὸν] τ̣ρόπον ανέπαφα καὶ ατελή καὶ | |
15 | ανενγ̣άρευτα είναι. γραφήτωι ού[ν oί]ς καθήκει, ίν΄ ειδότες |
κατακολουθώσι. | |
(2ο χέρι) γινέσθωι. |
Πρόκειται για βασιλικό διάταγμα με το οποίο η Κλεοπάτρα Ζ’ και ο γιος της και συμβασιλέας Καισαρίων χορηγούν προνόμια. Καθώς δεν προηγείται συνοδευτική επιστολή, το κείμενο φαίνεται να αποτελεί ‘εσωτερικό σημείωμα’ των βασιλέων προς κάποιον αξιωματούχο που ενεργεί ως ενδιάμεσος (van Minnen 2000: 30). Στη συνέχεια, αυτός ο αξιωματούχος θα έπρεπε –σύμφωνα με την εντολή που του δίνεται (στ. 15-16)– να δημιουργήσει αντίγραφα του διατάγματος και να το διαβιβάσει σε όσους αφορά –μεταξύ άλλων στον διοικητή και τον υπεύθυνο του ιδίου λόγου, όπως φαίνεται από τους στ. 7-8 – προσθέτοντας στην αρχή μια συνοδευτική επιστολή, όπως συνέβη σε άλλα δύο διατάγματα της Κλεοπάτρας Ζ’ που σώζονται σε επιγραφές και συνοδεύονται από επιστολές (1. Rigsby 1996: 568-571 αρ. 226 [46 π.Χ.]· 2. C.Ord.Ptol. 76 [41 π.Χ.]).
Στον πρώτο στίχο του παπύρου υπάρχει η ημερομηνία παραλαβής του, η οποία προστέθηκε προφανώς από την υπηρεσία στην Αλεξάνδρεια, όπου απευθυνόταν το διάταγμα. Ακολουθεί το ίδιο το διάταγμα, που αρχίζει με τη λέξη συνκεχωρήκαμεν, χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά του ονόματος της Κλεοπάτρας. Αν πρόκειται, όπως υποστηρίζεται, για ‘εσωτερικό σημείωμα’ προς έναν ανώτερο αξιωματούχο, η παράλειψη αυτή είναι απόλυτα λογική, αφού εκείνος θα αναγνώριζε εύκολα ότι ήταν διάταγμα της βασίλισσας και θα φρόντιζε να το δηλώσει στην επιστολή με την οποία θα συνόδευε τα αντίγραφα που θα προωθούσε. Στους στ. 4-15 αναφέρονται τα προνόμια που χορηγούνται. Οι δύο τελευταίοι στίχοι 15-16 του διατάγματος περιέχουν την καθεαυτήν εντολή προς τον αξιωματούχο, η οποία εισάγεται με το ρήμα γραφήτω σε προστακτική: να διαβιβασθεί το διάταγμα σε όσους αφορά, ώστε να εφαρμοσθεί η χορήγηση των προνομίων. Τέλος, έχει προστεθεί από διαφορετικό χέρι η προστακτική γινέσθωι, με την οποία δίνεται η εντολή για την εκτέλεση όσων ορίζονται στο διάταγμα.
Η ταυτότητα του αξιωματούχου στον οποίο απευθύνεται το παρόν διάταγμα παραμένει άγνωστη. Από την κατάληξη του ονόματός του (στ. 2: [. . . .]ωι) αποκλείεται το ενδεχόμενο να πρόκειται για τον αξιωματούχο Θέωνα (Pros.Ptol. I 33), στον οποίο απευθύνονται τα άλλα δύο διατάγματα της Κλεοπάτρας Ζ’ (βλ. παραπ. σημ. 198). Νωρίτερα κατά τη βασιλεία της Κλεοπάτρας, ο Θέωνας εμφανίζεται να κατέχει τον τίτλο του συγγενούς και το αξίωμα του πρὸς τοίς προχείροις, ένα αξίωμα που στην τελευταία φάση της βασιλείας του Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή (55-51 π.Χ.) βλέπουμε συνδυασμένο με αυτό του διοικητή και του πρὸς τω ιδίω λόγω στο πρόσωπο κάποιου Ηφαιστίωνα (Pros.Ptol. I 31). Είναι πιθανόν ο αποδέκτης του δικού μας διατάγματος να κατείχε το αξίωμα του πρὸς τοίς προχείροις ως διάδοχος του Θέωνα. Βέβαιο πάντως είναι ότι το αξίωμά του, όποιο και αν είναι, βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, αφού φαίνεται ότι ενεργεί ως μεσολαβητής ανάμεσα στους μονάρχες και άλλους ανώτερους αξιωματούχους, όπως τους στρατηγούς των νομών, τους οποίους έχει ευθύνη να ενημερώσει για τις βασιλικές αποφάσεις.
Όσον αφορά τον αποδέκτη των προνομίων, που βρίσκεται στον στ. 3 του κειμένου, o van Minnen 2000 προτείνει την ανάγνωση Π̣ο̣π̣λ̣ίωι Κανιδ̣[ίω]ι και ταυτίζει το πρόσωπο αυτό με τον Publius Canidius Crassus, ο οποίος υπήρξε στρατηγός στις εκστρατείες του Αντωνίου εναντίον των Πάρθων και ήταν εν μέρει υπεύθυνος για την κατάληψη της Αρμενίας και άλλων περιοχών στην Ανατολή. Επιπλέον, υπήρξε επικεφαλής του χερσαίου στρατεύματος κατά τη σύγκρουση Οκταβιανού και Μάρκου Αντωνίου στο Άκτιο και δολοφονήθηκε από τον Οκταβιανό αμέσως μετά τη νίκη του.
Έναν Ρωμαίο αναγνωρίζει εδώ και ο Zimmermann 2002: 136 που προτείνει την ανάγνωση Κ̣ο̣ι̣ν̣τ̣ωι Κασκ[ελίω]ι υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ένα άγνωστο μέχρι τώρα μέλος της gens Cascellia που κατείχε μεγάλη εδαφική ιδιοκτησία στην Αίγυπτο και δραστηριοποιούνταν στο χώρο του εμπορίου εξάγοντας σιτάρι και εισάγοντας κρασί.
Η Κλεοπάτρα χορηγεί αρχικά φορολογική απαλλαγή στην εξαγωγή 10000 αρταβών σιταριού ετησίως και στην εισαγωγή 5000 κώων κεραμίων οίνου (στ. 4-5· περί χορήγησης προνομίων πρβλ. Ε8 –από τη Δελφική Αμφικτυονία, Ε5 –από τη Φαναγόρεια). Καθώς ο αποδέκτης των προνομίων φαίνεται να κατείχε γη στην Αίγυπτο (στ. 7-8), η ποσότητα αυτή του σίτου θα μπορούσε να αποτελεί το πλεόνασμα της παραγωγής της δικής του ιδιοκτησίας, είναι πιθανόν, ωστόσο, ένα μέρος να είχε αγορασθεί στη χώρα της Αιγύπτου, προκειμένου να εξαχθεί. Το ότι χορηγείται ατέλεια για 10000 αρτάβες σίτου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη η ποσότητα που ο αποδέκτης του προνομίου εξήγε ετησίως.
Η φοροαπαλλαγή για την εισαγωγή του οίνου αφορά 5000 κωα κεράμια. Ο όρος κεράμιον δηλώνει το αγγείο που χρησιμοποιούνταν για τη συσκευασία ενός προϊόντος, όπως εδώ του οίνου. Η χρήση ενός γεωγραφικού επιθέτου, όπως κωον (αλλά και κνίδιον, ρόδιον, κολοφώνιον κτλ.), για τον προσδιορισμό ενός αγγείου, είναι συνήθης τόσο κατά την πτολεμαϊκή αλλά και τη ρωμαϊκή περίοδο στην Αίγυπτο (Kruit – Worp 2000). Καθώς η φοροαπαλλαγή έπρεπε να αφορά μια συγκεκριμένη ποσότητα οίνου, η φράση κωα κεράμια δήλωνε πιθανότατα αγγεία συγκεκριμένης χωρητικότητας (ανάλογα με τα μέτρα που χρησιμοποιούνταν στη συγκεκριμένη περιοχή) και όχι απλά αγγεία από την Κω που περιείχαν κώο κρασί (van Minnen 2000: 33). Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η χωρητικότητα του κώου κεραμίου υπολογίζεται γύρω στα 26 λίτρα (Kruit – Worp 2000: 118-119) και συνεπώς ο αποδέκτης των προνομίων μπορούσε να εισάγει ατελώς περίπου 130000 λίτρα οίνου, ποσότητα που μάλλον δεν ήταν μεγάλη ως προς το σύνολο του διακινούμενου οίνου. Το γεγονός αυτό μαζί με την παρατήρηση ότι οι 10000 αρτάβες σίτου (300 τόνοι περίπου) αντιστοιχούν σε ένα μικρό ποσοστό της συνολικής ποσότητας σιταριού που εξαγόταν από την Αίγυπτο, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τους φόρους δεν ζημίωνε σημαντικά τα έσοδα του πτολεμαϊκού κράτους.
Το δεύτερο σημαντικό προνόμιο αφορά τη γη που κατείχε ο αποδέκτης των προνομίων στην Αίγυπτο (ίσως να του είχε χορηγηθεί από την Κλεοπάτρα παλαιότερα). Η γη αυτή απαλλάσσεται για πάντα από οποιουσδήποτε φόρους τόσο αυτούς που αφορούν το κρατικό ταμείο, τη διοίκησιν, όσο και εκείνους που περιέρχονται στον ίδιον ημών κα[….]ων λόγον, δηλαδή τον ιδιωτικό βασιλικό θησαυρό της Κλεοπάτρας και … (στ. 6-9). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι από τους φόρους της γης απαλλάσσονται και οι καλλιεργητές, οι οποίοι μάλιστα εξαιρούνται και από προσωπικές υποχρεώσεις και έκτακτες εισφορές που επιβάλλονταν κατά καιρούς στους νομούς της Αιγύπτου (στ. 9-12). Επιπλέον, οι ίδιοι καλλιεργητές απαλλάσσονται από λαϊκὰς ἢ στρατηγικὰς δαπάνας (στ. 12). Ο όρος λαϊκός αναφέρεται συνήθως στους Αιγύπτιους ιδιώτες και ο όρος στρατηγικός στους στρατηγούς των νομών∙ στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, αυτή η απόδοση των όρων δεν θα είχε νόημα. Ο van Minnen 2003: 40-41 συνδέει τον όρο λαϊκός με τον όρο λαός που, όπως επισημαίνει, χρησιμοποιείται κάποιες φορές στα πτολεμαϊκά κείμενα για να δηλώσει γενικά τον στρατό (πρβλ. I.Egypte prose 16 στ. 12-13) και ερμηνεύει τη φράση ως “δαπάνες για τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους του στρατού”, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι αυτή η ερμηνεία είναι κάπως προβληματική.
Το τελευταίο προνόμιο που χορηγείται αφορά τα ζώα που χρησιμοποιούνταν στις γεωργικές εργασίες (δεν διευκρινίζεται αν αυτά ανήκαν στον αποδέκτη των προνομίων ή στους καλλιεργητές του) και τα υποζύγια και πλοία που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά του σίτου. Ορίζεται ότι αυτά θα είναι ανέπαφα, ατελή και ανενγάρευτα, θα παραμένουν δηλαδή ανέγγιχτα και θα απαλλάσσονται από φόρους και αγγαρείες (στ. 12-15). Καθώς ο όρος αγγαρεία χρησιμοποιείται στους παπύρους κυρίως με τη σημασία της “χωρίς αμοιβή υποχρεωτικής εργασίας για μεταφορά αξιωματούχων, στρατιωτών, σιταριού” (Fachwörter, s.v. αγγαρεία), η λέξη ανενγάρευτα πρέπει να αφορά την απαλλαγή από επιτάξεις των ζώων, των υποζυγίων και των πλοίων, κυρίως από τον στρατό.
Η συνεχής στρατιωτική κινητοποίηση των πτολεμαϊκών δυνάμεων εν αναμονή της σύγκρουσης με τον Οκταβιανό και η παρουσία των ρωμαϊκών λεγεώνων του Αντωνίου στην Αίγυπτο (για τους Ρωμαίους στρατιώτες στην Αίγυπτο βλ. Van’t Dack 1988) πρέπει να είχαν συντελέσει στο να πολλαπλασιασθούν οι έκτακτες οικονομικές εισφορές και οι πιέσεις από τον στρατό προς τον πληθυσμό της Αιγύπτου, κάτι που καθιστά ιδιαίτερα σημαντικές τις απαλλαγές που προαναφέρθηκαν (oι έκτακτες εισφορές αποτελούσαν σύνηθες, αν όχι μόνιμο, φαινόμενο, και κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή, πατέρα της Κλεοπάτρας. Ο Πτολεμαίος ΙΒ’ είχε καταβάλει αρκετές φορές χρήματα σε ισχυρούς Ρωμαίους άνδρες, για να κερδίσει την εύνοιά τους και να παραμείνει στον θρόνο της Αιγύπτου [Hölbl 1994: 197-200· Huss 2001: 680-683, 687, 692 κ.α.]).
Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι τα συγκεκριμένα προνόμια που χορηγούνται από την Κλεοπάτρα δεν αφορούν μόνον τον άμεσο αποδέκτη αλλά και τους κληρονόμους του (στ. 3).
Το διάταγμα αυτό αποτελεί σημαντικότατη πηγή αφενός για τις σχέσεις του πτολεμαϊκού κράτους με τη Ρώμη και τον βαθμό ένταξης και δράσης επιφανών Ρωμαίων στην Αίγυπτο λίγο πριν από την καθοριστική σύγκρουση, αφετέρου για την πολιτική της Κλεοπάτρας Ζ’. Όποιος και αν είναι ο αποδέκτης των προνομίων –είτε πρόκειται για κάποιον Ρωμαίο έμπορο που ανήκε σε ένα σημαντικό γένος, όπως θα μπορούσε να είναι ο Κόιντος Κασκέλλιος, είτε πρόκειται για τον στρατηγό του Αντωνίου Πόπλιο Κανίδιο Κράσσο–, το διάταγμα αποκαλύπτει ότι κατά την ύστερη πτολεμαϊκή περίοδο κάποια μέλη της ρωμαϊκής ελίτ όχι μόνον ασκούσαν εμπόριο με την Αίγυπτο σε ευρεία κλίμακα, εισάγοντας είδη όπως κρασί και εξάγοντας σίτο, αλλά κατείχαν και γη. Η χορήγηση όλων αυτών των απαλλαγών αλλά και η ενδεχόμενη δωρεά γης στη χώρα της Αιγύπτου εντάσσονται σε μια προσπάθεια της Κλεοπάτρας Ζ’ να αποκτήσει καλές σχέσεις με σημαίνοντες Ρωμαίους εξασφαλίζοντας έτσι πολιτικά οφέλη ή ακόμη αποτελεί μέσο για να τους κρατήσει στο δικό της στρατόπεδο. Ιδιαίτερα αν αποδέκτης των προνομίων είναι ο Πόπλιος Κανίδιος Κράσσος, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την ενέργεια ως μια προσπάθεια της Κλεοπάτρας να κρατήσει τον Ρωμαίο στρατηγό με το μέρος της και να εξασφαλίσει μελλοντικά τις υπηρεσίες του ή πιθανόν να τον ανταμείψει για την προηγούμενη δράση του –ιδιαίτερα στην Ανατολή, όπου είχε συντελέσει στην κατάκτηση περιοχών (π.χ. Αρμενία), βασιλείς των οποίων είχαν αναγορευθεί τα παιδιά της βασίλισσας της Αιγύπτου στην περίφημη τελετή του 34 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια, ένα μόλις χρόνο πριν το διάταγμα. Ενδεχομένως, μάλιστα, η Κλεοπάτρα να είχε σκοπό να αποζημιώσει τον Κανίδιο για απώλειες που είχε στη Ρώμη, όπου ο Οκταβιανός είχε πιθανόν δημεύσει την περιουσία του (van Minnen 2003: 40).
Είναι ενδιαφέρον ότι η πολιτική της Κλεοπάτρας προς τους Ρωμαίους διέφερε από αυτήν του πατέρα της: ο Πτολεμαίος ΙΒ’ Αυλητής πρόσφερε μεγάλα χρηματικά ποσά σε σημαίνοντες Ρωμαίους (βλ. Hazzard 2000: 146-148 με σημ. 219, 225), προκειμένου να κερδίσει την εύνοιά τους –κάτι που είχε ως συνέπεια εκείνοι να ζητούν πάντα περισσότερα–, η διάδοχός του, αντίθετα, χρησιμοποίησε την τακτική των προνομίων, που δεν ζημίωναν σημαντικά, ή τουλάχιστον άμεσα, την οικονομία της Αιγύπτου.
Τα γράμματα του διατάγματος είναι ομοιόμορφα και προέρχονται από έμπειρο χέρι. Ο πρώτος στίχος του παπύρου (ημερομηνία παραλαβής του) είναι γραμμένος από διαφορετικό χέρι (το τρίτο στη χρονική σειρά), ενώ στο τέλος υπάρχει μια υπογραφή (γινέσθωι) από ένα άλλο, μικρότερο και προσεκτικότερο, χέρι (το δεύτερο στη χρονική σειρά). Σύμφωνα με τον van Minnen 2003: 37-38, πρόκειται για υπογραφή της ίδιας της Κλεοπάτρας, η οποία, αφού υπαγόρευσε σε κάποιον αξιωματούχο το κείμενο του διατάγματος, υπέγραψε με το δικό της χέρι από κάτω. Αμφιβολίες εκφράζουν σχετικά με την άποψη αυτή οι Bagnall – Derow 2004: 109-110 αρ. 63 και ο Legras 2013: 161.
(3ο χέρι) Έλαβα: έτος 19 = 4, Μεχείρ 26 (1ο χέρι) Προς [ ] Έχουμε παραχωρήσει στον ……… ………. και τους κληρονόμους του το προνόμιο της ετήσιας εξαγωγής 10000 αρταβών σίτου και της εισαγωγής 5000 κώων κεραμίων οίνου, (στ. 5) χωρίς να εισπράττει κανείς από αυτόν κανένα φόρο ούτε να υπάρχει καμία άλλη επιβάρυνση. Έχουμε παραχωρήσει επίσης ατέλεια για όλα τα εδάφη που κατέχει στη χώρα με τον όρο να μην εισπραχθεί κανένας φόρος ούτε για το δημόσιο ταμείο ούτε για τον ‘ίδιον λόγον’ το δικό μας …………. με κανέναν τρόπο για πάντα. Ακόμη, όλοι οι καλλιεργητές του (στ. 10) να απαλλάσσονται από αγγαρείες και φόρους, χωρίς κανείς να απαιτεί οτιδήποτε από αυτούς, ούτε καν να συνεισφέρουν στις εισφορές που επιβάλλονται κατά καιρούς στους νομούς ούτε να πληρώνουν τις δαπάνες για τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους του στρατού (;). Και τα ζώα που χρησιμοποιούνται για το όργωμα και τη σπορά και τα υποζύγια και τα πλοία για τη μεταφορά του σίτου να απαλλάσσονται με τον ίδιο τρόπο από υποχρεώσεις και από φόρους και (στ. 15) να μην μπορούν να επιταχθούν για αγγαρείες. Να γραφεί λοιπόν σε αυτούς τους οποίους αφορά, ώστε γνωρίζοντάς το να ενεργούν ανάλογα. (2ο χέρι) Να γίνει.
μπροστινή πλευρά (recto) | |
[Μέλας . . . . .] Σαραπίωνι καὶ Σιλβανω | |
[. . . . . . χ]αίρειν. Απέστειλα υμίν | |
[διὰ τού ν]εκροτάφου τὸ σώμα τού | |
[αδελφού] Φιβίωνος καὶ επλήρωσα | |
5 | [αυ]τὸν [το]ὺς μισθοὺς τής παρακομι- |
δής τού σώματος όντας εν δραχμαίς | |
τριακοσίαις τεσσαράκοντα παλαιού | |
νομίσματος καὶ θαυμάζω πάνυ | |
[ότι] αλόγως απέστητε μὴ άραντες | |
10 | [τὸ σ]ώμα τού αδελφού υμών, αλλὰ |
σ[υ]νλέξαντες όσα είχεν καὶ ούτως | |
απέστητε, καὶ εκ τούτου έμαθον | |
ότι ου χάριν τού νεκρού ανήλθατε, | |
αλλὰ χάριν τών σκευών αυτού. | |
15 | Φροντίσατε ού̣ν τὰ αναλωθέντα ετοι- |
μάσαι. Έστι δέ τὰ αναλώματα· | |
τιμ(ής) φαρμάκου παλ(αιαὶ) (δραχμαὶ) ξ, | |
τιμ(ής) οίνου τη πρώτη | |
ημέρα χο(ώ)ν β παλ(αιαὶ) (δραχμαὶ) λβ, | |
20 | [υπ(έρ)] δαπάνης εν ψω- |
μίοις καὶ προσφαγίοις (δραχμαὶ) ις, | |
[τ]ω νεκροτάφω εις τὸ όρος | |
με[τ]ὰ τὸν γεγραμμένον | |
μισθὸν χο(ύν) ένα (δραχμαὶ) κ, | |
25 | ελαίου χό(ας) β (δραχμαὶ) ιβ, |
κρ[ι]θής (αρτάβην) α (δραχμαὶ) κ, | |
τιμ(ής) σινδόνος (δραχμαὶ) κ | |
καὶ μισθού ὡς πρόκ(ειται) (δραχμαὶ) τμ | |
(γίνονται) επὶ τού? λ?[όγο]υ τής | |
30 | όλης δα[πά]νης παλαιού |
νομίσματος δραχμαὶ | |
πεντακόσιαι είκοσι, | |
γί(νονται) (δραχμαὶ) φκ. | |
[Π]αν ούν ποιήσετε υπηρετήσαι τὸν | |
35 | μέλλοντα ενεγκ[εί]ν τὸ σώμα |
εν ψωμίοις καὶ [οι]ν̣αρίω καὶ ελαίω | |
καὶ όσα δυνατὸν υ[μί]ν εστιν, ίνα μαρ- | |
τυρήση μοι. μη[δ]έν δέ δράσητε | |
κάθετα στο κείμενο | |
[- -]ων [. . . . . . .]μένων εν αργυρί[ω] διὰ τὸ εμέ μ̣ ̣ ̣[ ̣ ̣ ̣ ̣]ε̣ν̣ [..] | |
40 | [- -]εδ[. . . . . . . .]π̣[. . . .]και[. . .]τα[. . . . . . . . . .] ̣[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] ̣ ̣ ̣ Παχὼ̣ν̣ κ̣η̣ |
[- -] π̣ι̣ [. . . . . . .] υμας ε[. . . . . .] Ερρώσθ[αι υμας εύχομαι]. | |
πίσω πλευρά (verso) | |
[Σαρ]απ̣ί̣[ωνι] καὶ | |
[Σι]λβανω αδελφοίς | |
Φιβίωνος | |
☓ Μέλ̣α̣ς (δεκάδαρχος) |
Το κείμενο έχει την κλασική μορφή επιστολής –πρόκειται για επαγγελματική επιστολή (Geschäftsbrief)– της εποχής του. Όπως είναι αναμενόμενο, στις πρώτες γραμμές αναφέρονται τα ονόματα του αποστολέα σε ονομαστική και του παραλήπτη σε δοτική (στ. 1-2). Μετά τα ονόματα βρίσκεται ο χαιρετισμός, ο οποίος στην προκείμενη περίπτωση τελείωνε με το χαίρειν (στ. 2). Στη συνέχεια ο αποστολέας περνά στο κύριο μέρος της επιστολής (στ. 3-39) που, ως συνήθως, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του παπύρου, αφήνοντας στο τέλος χώρο για την ημερομηνία και πρόσθετους χαιρετισμούς (στ. 40-41).
Ο δεκάδαρχος Μέλας αναλαμβάνει να στείλει τη σορό του Φιβίωνα στους αδελφούς του, οι οποίοι, απ’ ότι φαίνεται, αμέλησαν να την πάρουν μαζί τους. Συγχρόνως τους στέλνει αυτήν την επιστολή, με την οποία στηλιτεύει την αμέλειά τους (στ. 2-14), απαιτεί την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε ο ίδιος (στ. 15-16) καταγράφοντας αναλυτικά τα έξοδά του (στ. 16-33) και ζητά τη σωστή υποδοχή και περιποίηση του απεσταλμένου του δεκαδάρχου που θα παραδώσει τη σορό (στ. 34-38).
Αποστολέας της επιστολής είναι κάποιος Μέλας, ο οποίος στην πίσω πλευρά του παπύρου, αλλά ίσως και στην αρχή του κειμένου, αμέσως μετά το όνομά του, δηλώνει ότι είναι δεκαδάρχης (δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή την ύστερη εποχή το ουσιαστικό ήταν πρωτόκλιτο ή δευτερόκλιτο, δηλαδή δεκαδάρχης ή δεκάδαρχος, βλ. Melaerts 1994: 101-103). To αξίωμα αυτό είχε συνήθως στρατιωτικές ή αστυνομικές αρμοδιότητες, και στο πλαίσιο αυτό ενίοτε επεκτεινόταν και σε οικονομικά ζητήματα (Melaerts 1994: 105-112· για το αξίωμα αυτό, πρβλ. Π1: Σχόλια).
Οι παραλήπτες είναι δύο αδέλφια, για τους οποίους τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό, εκτός από το γεγονός ότι ο τρίτος αδελφός τους ο Φιβίων είχε πρόσφατα πεθάνει.
Ο Μέλας τους γράφει ότι τους έστειλε τη σορό του αδελφού τους, καθώς οι ίδιοι δεν την είχαν πάρει μαζί τους, όταν ήλθαν να πάρουν τα πράγματά του. Αντίστοιχοι διακανονισμοί για μεταφορές σορών σώζονται και σε άλλους παπύρους (π.χ. P.Grenf. II 73∙ P.Petaus 28∙ P.Princ. III 166). Ο κατάλογος εξόδων που περιλαμβάνεται στον πάπυρο φανερώνει ότι η σορός του αδελφού είχε ταριχευθεί. Η συνήθεια αυτή ήταν αιγυπτιακή, αλλά πολλοί Έλληνες της Αιγύπτου την υιοθέτησαν και συνέχιζαν να ταριχεύουν τους νεκρούς τους σε μούμιες σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο ως και τον 7ο αι. μ.Χ. Η διαδικασία απαιτούσε την αφαίρεση των εντοσθίων του νεκρού, εμβύθιση σε χημικό μείγμα, ξέπλυμα και τύλιξη με αρκετές στρώσεις υφάσματος. Στις πηγές αναφέρεται επίσης η χρήση ουσιών, όπως η πίσσα και το μέλι, όμως η ακριβής πρακτική παραμένει άγνωστη. Ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια του θανόντος το πτώμα στολιζόταν με χρυσάφι στο πρόσωπο και σε άλλα μέρη του σώματος. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι και τα νεκρικά πορτραίτα, τα πιο γνωστά από τα οποία προέρχονται από το Φαγιούμ (Hornung 1983· Doxiadis 1995· Dunand – Lichenberg 2006. Για την εξέλιξη των ταφικών πρακτικών στη ρωμαϊκή Αίγυπτο βλ. Dunand 1986).
Ο κατάλογος των εξόδων περιλαμβάνει τα χρήματα για την ταρίχευση της σορού, τα έξοδα αποστολής καθώς και το μισθό και το σιτηρέσιο του νεκροθάφτη τόσο για την ταρίχευση (στ. 18-21) καθώς και για τη συνοδεία της σορού (στ. 24-26).
Η αναφορά σε νομίσματα ‘παλαιού τύπου’ υποδεικνύει ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε αμέσως ή λίγο μετά από κάποια οικονομική μεταρρύθμιση. Όπως προαναφέρθηκε, τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά του παπύρου τον τοποθετούν στο τέλος του 3ου ή τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Συνεπώς, η εν λόγω μεταρρύθμιση πρέπει να είναι είτε αυτή του Αυρηλιανού, η οποία έλαβε χώρα το 274 μ.Χ., είτε η γνωστή μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού, η οποία ξεκίνησε το 293/4 μ.Χ., ανέτρεψε την προηγούμενη και κράτησε μια δεκαετία (για τις μεταβολές στη σύσταση των νομισμάτων βλ. Aubert 2003: 248-249∙ Haklai-Rotenberg 2011). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν αποτέλεσμα της διαρκούς υποτίμησης του δηναρίου, η οποία ήδη από το τέλος του 2ου αι. μ.Χ. είχε αρχίσει να προκαλεί σταδιακή αύξηση του πληθωρισμού (βλ. Jones 1974: 187-227∙ Duncan-Jones 1994: 25-28, 219-223).
(μπροστινή πλευρά) Μέλας προς Σαραπίωνα και Σιλβανό, χαίρετε. Σας έστειλα μέσω του νεκροθάφτη τη σορό του αδελφού σας, του Φιβίωνα, και πλήρωσα (στ. 5) σε αυτόν το κόστος της μεταφοράς της σορού, που ήταν τριακόσιες σαράντα δραχμές σε παλαιό νόμισμα. Εκπλήσσομαι πολύ που φύγατε άνευ λόγου χωρίς να πάρετε (στ. 10) τη σορό του αδελφού σας, αν και μαζέψατε τα πράγματά του και έτσι αποχωρήσατε. Από το γεγονός αυτό συμπέρανα ότι δεν ήλθατε για το νεκρό αλλά για τα υπάρχοντά του. (στ. 15) Να φροντίσετε λοιπόν να ετοιμάσετε την αποπληρωμή των εξόδων. Και αυτά είναι τα εξής: εξήντα δραχμές παλαιού τύπου για τα χημικά, τριάντα δύο δραχμές παλαιού τύπου για δύο χόες κρασί την πρώτη ημέρα, (στ. 20) δεκαέξι δραχμές έξοδα για ψωμί και φαγητό, στο νεκροθάφτη για τη διαδρομή στην έρημο μαζί με το μισθό που συμφωνήθηκε γραπτά είκοσι δραχμές για ένα χουν, (στ. 25) δώδεκα δραχμές για δύο χόες λάδι, είκοσι δραχμές για μια αρτάβη κριθάρι, είκοσι δραχμές για το κόστος του σαβάνου και για το μισθό του, όπως προαναφέρθηκε, 340 δραχμές. (στ. 30) Ο συνολικός λογαριασμός των εξόδων είναι πεντακόσιες είκοσι δραχμές σε νόμισμα παλαιού τύπου = 520 δραχμαί. Να κάνετε ό,τι μπορείτε για να περιποιηθείτε (στ. 35) αυτόν που θα σας φέρει τη σορό, με φαγητό και λίγο κρασί και λάδι και ό,τι σας είναι δυνατόν, ώστε να μου δώσει αναφορά. Μην κάνετε όμως τίποτε… (πίσω πλευρά) Προς Σαραπίωνα και Σιλβανό, αδελφούς του Φιβίωνα, Μέλας, δεκάδαρχος.
μπροστινή πλευρά (recto) | |
έτους δε̣υτέρου Γαΐου Κ̣α̣ί̣σ̣α̣ρος Σ̣εβαστο̣ύ̣ Γ̣ερμ̣α̣νικού, | |
Μεσορὴι τρ̣[ι]α̣κάς, εν κώμη Σινα̣ρὺ τής κά̣τ̣ω̣ι το- | |
παρχίας τού Ὀ̣ξυρυγχ̣ε̣ί̣του. εδάνεισεν̣ Ι̣σ̣χ̣υ̣ρίω\ν/ | |
Διονυσίου Ερμογένει Ερμογένους τού Δ̣η̣μ̣η̣- | |
5 | τ̣ρίου νεω̣τ̣έρωι ⟦ ̣ ̣⟧ καὶ Ερμ̣ί̣α Ζηνοδώ̣ρ̣ο̣υ̣ ν̣ε̣- |
ω̣τ̣έρωι α̣[μ]φοτέροις Πέρσαις τής επιγονή̣ς̣ ε̣ν̣ | |
αγυ̣ια αρ̣[γυρίου Σεβαστ]ο̣ύ̣ κ̣[αὶ Π]τ̣ο̣λ̣ε̣[μαι]κού νομ̣ί̣σ̣- | |
ματο̣ς δρ̣[αχμὰς εκατὸν οκτ]ὼ̣ι κεφαλαίου αίς̣ | |
ουδέν τώ̣[ι καθόλου προσ]ή̣κ̣τ̣α̣ι. αποδότωσαν | |
10 | δέ οι δεδ̣[ανεισμένοι τώι Ι]σχυρίων̣ι τὰς τού |
αργυρίου [δραχμὰς εκατὸν ο]κ̣τὼι τη τριακάδι | |
τού Χοίαχ̣ [τού εισιόντος τρί]του έτους Γαΐου | |
Καίσαρο[ς Σεβαστού Γερμα]ν̣ικού. εὰν δέ μὴ | |
αποδώσι̣ [καθὰ γέγραπται, α]π̣οτεισάτωσαν | |
15 | οι̣ δεδαν[εισμένοι τώι Ισχυρίωνι τὸ μέν δά-] |
νειον μ[εθʼ ημιολίας, τοὺς δέ τόκους τού υ-] | |
περπεσό̣[ντος χρόνου τοὺς καθήκοντας, εγγύων] | |
αλλήλων ε̣[ις έκτισιν όντων, τής πράξεως ούσης τώι] | |
Ισχυρίων̣[ι έκ τε αυτών καὶ εξ ενὸς καὶ εξ ού] | |
20 | εὰ̣ν̣ αυτών̣ [αιρήται καὶ εκ τών υπαρχόντων αυτοίς] |
πάν̣[των καθάπερ εκ δίκης, μὴ ελαττουμένω περὶ] | |
ώ̣̣̔ [άλλων οφείλει Ερμίας ἢ Ισχυρίωνι ἢ τη γυ-] | |
ναικὶ αυτ̣ο̣ύ κ̣[α]θʼ ετέρ̣αν̣ ασ̣φ̣[άλειαν. κυρία] | |
η συνγρα̣φηι. ☓☓☓☓☓ vac. ? | |
25 | (2ο χέρι) Ερμογένης Ερμογένους καὶ Ερμίας Ζηνοδώρου νεώτερος |
δεδα̣ν̣ί̣σμ̣εθα τὰ̣ς τού αρ̣γυρίου δραχμὰς εκατὸν οκτὼι̣ | |
κεφαλαίου καὶ αποδώσομεν διʼ ενγύων αλλήλων | |
καθότι πρόκειται. (3ο χέρι) Ερμ̣ί̣ας Ζηνοδώρου νεώτ̣ε̣ρος | |
καὶ Ερμογένης νεώτερος δεδανείσμεθα τὰς τ̣ο̣ύ̣ {αρ} | |
30 | αργ̣υ̣ρίου δραχμὰς εκατ̣ὸ̣ν οκτὼι κεφαλαίου καὶ |
αποδώσομεν διʼ ενγύω̣ν αλλων καθότι πρόκ̣ε̣ι̣τ̣α̣ι̣, | |
κατὰ μηδέν ελαττουμένου σ̣ου εν οίς άλλοις οφε̣ί̣λω̣ | |
σοι καθʼ ετέραν ασφάλιαν. (4ο χέρι) Ισχυρ̣ίων Διονυ̣σίου | |
δεδάνικα καθότι πρόκε̣ι̣ται. έτους δευτέρου Γαΐου̣ | |
35 | Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού, Μεσορὴι τριακὰς. |
διὰ Αχιλλέως τού πρὸς τώι γραφίωι κώμης | |
Σιναρὺι καὶ ετέρων τό̣πων κε̣χ̣ρημάτισ̣τ̣αι. | |
πίσω πλευρά (verso) | |
(1ο χέρι) έτους β Γαΐου Κ̣α̣ί̣[σ]α̣ρ̣[ο]ς̣ Σ̣ε̣β̣α̣σ̣τ̣ο̣ύ̣ Γερμανικού, | |
Μεσορὴ λ̣. (δραχμών) ρη. Ισχυρίωνος̣ | |
40 | τού Διονυσίου πρ(ὸς) Ερμογένην καὶ Ερμίαν. |
Σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου ο Ισχυρίων δανείζει εκατόν οκτώ δραχμές στον Ερμογένη και τον Ερμία. Το ποσό πρέπει να εξοφληθεί μέσα σε μια προθεσμία τεσσάρων μηνών και πέντε ημερών, ειδάλλως στο οφειλόμενο ποσό θα προστεθούν τόκοι και ποινές. Το συγκεκριμένο συμβόλαιο δανείου ακολουθεί την κλασική μορφή συμβολαιογραφικής πράξης της ρωμαϊκής εποχής (Jur.Pap. σ. 88-89· Wolff 1978: 81-91). Σύμφωνα με αυτήν το συμβόλαιο ξεκινά με τη χρονολογία και την τοποθεσία (στ. 1-3). Αντίθετα με την πρακτική που παρατηρείται στα πτολεμαϊκά κείμενα, στα ρωμαϊκά σπάνια αναφέρεται ο αρμόδιος που συντάσσει το συμβόλαιο στην αρχή του κειμένου, συχνά όμως υπάρχει αναφορά στο σχετικό γραφείο στο τέλος· εδώ, στ. 36-37, πρόκειται για το γραφείο της κώμης Σιναρύ του Οξυρυγχείτη νομού (για τα γραφεία βλ. Wolff 1978: 18-23). Για την έκφραση εν αγυια (στ. 6-7) βλ. Traversa 1961: 109 αρ. 102 σημ. 4· Wolff 1978: 15-16. Το κυρίως τμήμα του συμβολαίου ορίζει τους συμβαλλόμενους, το ποσόν, τις ρήτρες, τους εγγυητές και τις ποινές (στ. 1-24). Έπονται οι ομολογίες των συμβαλλόμενων (στ. 25-37).
Το συμβόλαιο αφορά ένα δάνειο 108 δραχμών, που συνάπτει ο Ισχυρίων (δανειστής) με τον Ερμογένη και τον Ερμία (οφειλέτες). Οι δύο οφειλέτες περιγράφονται ως Πέρσαι τής Επιγονής (στ. 6). Ο όρος δεν προσδιορίζει την εθνικότητα των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται, αλλά αποτελεί ορολογία που παραπέμπει στη νομική και ενίοτε κοινωνική τους θέση (Oates 1963∙ Vandersleyen 1988∙ La’da 1997∙ Clarysse – Thompson 2006: 157-159∙ Vandorpe 2008).
Στους στ. 21-23 το παρόν συμβόλαιο υπαινίσσεται ότι κάποιος από τους δύο οφειλέτες (από τους στ. 32-33 προκύπτει ότι πρόκειται μάλλον για τον Ερμία) χρωστάει ήδη χρήματα στον Ισχυρίωνα ή τη γυναίκα του βάσει άλλου, προγενέστερου συμβολαίου. Παρότι η πλειονότητα των δανείων που έχουν βρεθεί αφορούν συναλλαγή μεταξύ ανδρών, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που συναντάμε γυναίκες στον ρόλο του δανειστή ή του δανειζόμενου. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνηθίζεται να συνοδεύονται από κάποιον κηδεμόνα (κύριον), συνήθως τον σύζυγό τους, τον αδελφό, τον πατέρα, κάποιον άλλο συγγενή ή μη συγγενή (βλ. επίσης Π12). Σπάνια συμβαίνει να μη δηλώνουν κάποιον κύριον (Rupprecht 1967: 16-17). Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι σαφές ποια ήταν η δομή του προγενέστερου συμβολαίου, εάν δηλαδή η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν στη γυναίκα του Ισχυρίωνα ή στον ίδιο. Η φράση “κυρία η συγγραφή” που κλείνει το κύριο μέρος του συμβολαίου, επισημαίνει την ισχύ του (βλ. Haessler 1960∙ Wolff 1941).
H πράξη λαμβάνει χώρα στην κώμη Σιναρύ του Οξυρυγχείτη νομού. Η κώμη αυτή είναι γνωστή από πολλά έγγραφα και η ιστορία της φαίνεται να εκτείνεται από τον 3ο αι. π.Χ. ως τον 6ο αι. μ.Χ. Βρισκόταν στη δυτική όχθη του Bahr Jussuf, όπως και η Οξύρυγχος, αλλά πολύ βορειότερα, καθώς υπάγεται στην Κάτω Τοπαρχία του νομού (για τη διοικητική οργάνωση της χώρας της Αιγύπτου, βλ. Π8∙ για τα τοπωνύμια του Οξυρυγχείτη Νομού, βλ. Benaissa 2009). Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν αρκετά αντίγραφα του συμβολαίου. Πιθανότατα ένα για κάθε συμβαλλόμενο και τουλάχιστον ένα για τις αρμόδιες αρχές.
Η προθεσμία για την εξόφληση του δανείου δεν είναι σταθερή στα συμβόλαια αυτού του τύπου, αλλά ορίζεται κατά περίπτωση επακριβώς (Rupprecht 1967: 21-22, 68-73). Στο προκείμενο συμβόλαιο οι δανειστές οφείλουν να επιστρέψουν τα χρήματα την 30η ημέρα του μήνα Χοίαχ του [τρί]του έτους του αυτοκράτορα Γαΐου, δηλαδή τέσσερις μήνες και πέντε ημέρες μετά τη σύναψη του δανείου (στ. 9-13). Η συμπλήρωση του έτους στον στ. 12 έχει γίνει ενδεικτικά, και μπορεί στην πραγματικότητα η προθεσμία να ήταν μεγαλύτερη.
Tο συμβόλαιο δηλώνει ξεκάθαρα ότι η εξόφληση του εν λόγω δανείου σε τίποτε δεν επηρεάζει τα άλλα χρέη του Ερμία προς τον Ισχυρίωνα. Οι οφειλέτες αποδέχονται την ευθύνη να αποπληρώσουν το δάνειο προσωπικά υπογράφοντας ο καθένας το έγγραφο, αλλά και καλούνται να λειτουργήσουν ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, “δι’ ενγύων αλλήλων” (Taubenschlag 1955: 305-306).
Οι τόκοι δεν προσδιορίζονται στο κείμενο, ενδεχομένως επειδή έτειναν να είναι σταθεροί κατά την περίοδο που γράφτηκε ο πάπυρος. Σε περίπτωση καθυστέρησης της πληρωμής οι οφειλέτες θα πρέπει να επιστρέψουν το αρχικό κεφάλαιο και επιπλέον 50% της αξίας του (ημιολία), καθώς και τους τόκους για όλη την περίοδο της καθυστέρησης (πρβλ. ποινές για εργολάβους στην Ε38). Η πρόβλεψη αυτή είναι αναμενόμενη στα συμβόλαια δανείων της ρωμαϊκής εποχής (βλ. Lewis 1945). Αν οι οφειλέτες δεν τηρούσαν τους όρους του συμβολαίου, ο Ισχυρίων είχε δικαίωμα να στραφεί εναντίον ενός ή και των δύο, αφού το συμβόλαιο αυτό αποτελούσε εκτελεστό τίτλο.
Το συμβόλαιο προσδιορίζει το ακριβές είδος των νομισμάτων με τα οποία γίνεται η συναλλαγή (στ. 7-8). Το αργύριον Σεβαστὸν αναφέρεται στα τετράδραχμα του Τιβερίου, που ήταν κράμα από ασήμι και χαλκό (στ. 7-8· West – Johnson 1944: 1-12). Το επίθετο πτολεμαϊκόν (στ. 7) παραπέμπει στα ασημένια νομίσματα της εποχής του Αυγούστου, που ονομάζονται έτσι γιατί διατήρησαν τη σύνθεση των νομισμάτων της πτολεμαϊκής περιόδου. Οι δραχμές της εποχής του Αυγούστου είχαν πιθανότατα εξισωθεί με το σηστέρτιο, ενώ τα τετράδραχμα του Τιβερίου περιείχαν ποσοστά ασημιού αντίστοιχα με αυτά του ρωμαϊκού δηναρίου και είχαν αξία 27, 28 ή 29 οβολών (Rupprecht 1994: 33∙ Duncan-Jones 1994: 232-235).
Η γραφή είναι χαρακτηριστική για την εποχή. Στον πάπυρο εντοπίζονται τέσσερα διαφορετικά χέρια. Το πρώτο χέρι, αυτό του γραφέα (στ. 1-24 και πίσω πλευρά), μοιάζει, όπως είναι αναμενόμενο, εξασκημένο, αν και προδίδει αρκετή βιασύνη. Ο οφειλέτης Ερμογένης (δεύτερο χέρι, στ. 25-28) θα ήταν υπερβολικό να χαρακτηρισθεί βραδέως γράφων, αν και η γραφή του προδίδει έλλειψη σιγουριάς. Ο οφειλέτης Ερμίας (τρίτο χέρι, στ. 28-33) μπορεί να γράφει άνετα, αν και όχι τόσο όσο ο γραφέας. Αντίθετα, ο δανειστής Ισχυρίων (τέταρτο χέρι, στ. 33-37) εκτελεί τους χαρακτήρες των γραμμάτων με επιδεξιότητα που ξεπερνά και αυτή του γραφέα. Το κάθε χέρι μοιάζει να χρησιμοποιεί διαφορετικό καλάμι.
Έτος δεύτερο του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή, στην κώμη Σιναρύ της Κάτω Τοπαρχίας του Οξυρυγχείτη Νομού. Ο Ισχυρίων, γιος του Διονυσίου, δάνεισε στον Ερμογένη τον νεότερο, γιο του Ερμογένη, εγγονό του Δημητρίου, (στ. 5) και στον Ερμία τον νεότερο, γιο του Ζηνοδώρου, αμφότερους Πέρσες της Επιγονής, στον δρόμο, εκατόν οκτώ δραχμές σε αυτοκρατορικά και πτολεμαϊκά ασημένια νομίσματα, κεφάλαιο στο οποίο τίποτα δεν έχει προστεθεί. (στ. 10) Οι οφειλέτες να επιστρέψουν στον Ισχυρίωνα τις εκατόν οκτώ δραχμές στις 30 του Χοίαχ του επόμενου τρίτου έτους του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού. Εάν δεν τις επιστρέψουν σύμφωνα με το συμβόλαιο, να πληρώσουν (στ. 15) στον Ισχυρίωνα το δάνειο επιβαρυμένο με το μισό του ποσού, καθώς και τους απαραίτητους τόκους υπερημερίας. Και ας είναι εγγυητές ο ένας για τον άλλο για την εξόφληση. Ο Ισχυρίων έχει δικαίωμα απαίτησης και είσπραξης των χρημάτων από αυτούς (τους δύο) ή από τον έναν ή από όποιον (στ. 20) από αυτούς θελήσει και από το σύνολο της περιουσίας τους σαν να επρόκειτο για δικαστική απόφαση, ενώ τα δικαιώματά του δεν περιορίζονται όσον αφορά άλλα χρέη που οφείλει ο Ερμίας στον ίδιο ή τη γυναίκα του σύμφωνα με άλλο συμβόλαιο. Να έχει ισχύ το συμβόλαιο. (στ. 25) Ο Ερμογένης, γιος του Ερμογένη, και ο Ερμίας ο νεóτερος, γιος του Ζηνοδώρου, δανεισθήκαμε το κεφάλαιο των εκατόν οκτώ δραχμών σε ασημένια νομίσματα και θα το επιστρέψουμε λειτουργώντας ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους. Ο Ερμίας ο νεότερος, γιος του Ζηνοδώρου, και ο Ερμογένης ο νεότερος δανεισθήκαμε (στ. 30) το κεφάλαιο των εκατόν οκτώ δραχμών σε ασημένια νομίσματα και θα το επιστρέψουμε λειτουργώντας ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, χωρίς αυτό να μειώνει τα δικαιώματά σου σχετικά με όσα άλλα σου οφείλω σύμφωνα με άλλο συμβόλαιο. Ο Ισχυρίων, γιος του Διονυσίου, δάνεισα τα χρήματα σύμφωνα με τους παραπάνω όρους. Έτος δεύτερο του Γαΐου (στ. 35) Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή. Η συναλλαγή έγινε μέσω του Αχιλλέα, επόπτη του γραφείου της κώμης Σιναρύ και άλλων τόπων. Έτος δεύτερο του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή, 108 δραχμές. Από τον Ισχυρίωνα, (στ. 40) γιο του Διονυσίου, προς τον Ερμογένη και τον Ερμία.
Καλλίμαχος | |
ο συγγενὴς καὶ επ̣ι̣- | |
στράτηγος καὶ στρα- | |
τηγὸς τής Ινδικής | |
5 | καὶ Ερυθρας θαλάσσης |
ήκω πρὸς τὴν κ[υ]ρίαν Ἶσιν | |
καὶ πεπόηκα τὸ προσκύνημα | |
τού κυρίου βασιλέως θεού νέου | |
Διον(ύσ)ου Φιλοπάτορος | |
10 | Φ̣ι̣λ̣αδέλφου |
(έτους) ιθ´, Παχὼν θ´. |
O Καλλίμαχος μας είναι γνωστός από αρκετές επιγραφές, ανάμεσα στις οποίες δύο ακόμη προσκυνήματα στον μεγάλο ναό της Ίσιδας στις Φίλες: το ένα από αυτά κάνει ο ίδιος και πάλι για τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (I.Philae I 53), ενώ το άλλο κάνει ο Σαραπίων Δράκοντος για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56). Ο Καλλίμαχος ανήκε σε μια σημαντική οικογένεια, που είχε και άλλα επιφανή μέλη (Hutmacher 1965: 2-13· David Thomas 1975: 107-109· Blasius 2001: 91-92, 94· McGing 2004).
Ως συγγενής του βασιλέα ο Καλλίμαχος φέρει τον υψηλότερο τιμητικό τίτλο της πτολεμαϊκής αυλής (Mooren 1977: 24-36· για τους τιμητικούς τίτλους των ελληνιστικών βασιλικών αυλών βλ. και Ε6 και Π6) και έχει ως εκ τούτου σημαντική θέση σε αυτή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα σημαντικότατα αξιώματα που κατέχει.
Στο παρόν προσκύνημα, όπως και στα άλλα δύο (I.Philae I 53, 56) εμφανίζεται ως επιστράτηγος. Παρά τις διαφορετικές γνώμες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη φύση και τις ακριβείς δικαιοδοσίες αυτού του υψηλού αξιώματος (για την ιστορία της έρευνας βλ. David Thomas 1975: 11-16), τυγχάνει κοινής αποδοχής η άποψη ότι η δημιουργία του είναι αποτέλεσμα των δυσκολιών της κεντρικής πτολεμαϊκής διοίκησης να ελέγξει την αιγυπτιακή χώρα και κυρίως τις απομακρυσμένες περιοχές της Άνω Αιγύπτου· το αξίωμα εμφανίζεται μετά το 187/6 π.Χ., όταν αποκαταστάθηκε η πτολεμαϊκή κυριαρχία στις περιοχές που είχαν αυτονομηθεί με την εξέγερση του 207/6 π.Χ., και –όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του αξιώματος– είχε υπό τον έλεγχό του στρατηγούς, δηλαδή τους επικεφαλής επιμέρους νομών της Αιγύπτου.
Ο Καλλίμαχος κατέχει, επίσης, το αξίωμα του στρατηγού τής Ινδικής καὶ Ερυθρας θαλάσσης. Το αξίωμα με αυτό τον τίτλο, που περιλαμβάνει τόσο την Ερυθρά όσο και την Ινδική, δημιουργείται από τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (Mooren 1972: 132-133), ενώ υπάρχει ίσως ήδη νωρίτερα με άλλη μορφή. Ανεξάρτητα από το ακριβές περιεχόμενο του γεωγραφικού προσδιορισμού Ινδική (βλ. σημ. 136), ο σχετικός αξιωματούχος ήταν επιφορτισμένος σίγουρα με την επίβλεψη του εμπορίου από και προς την Αίγυπτο που περνούσε από τα παράλια της Ερυθράς θάλασσας. Καθώς η δημιουργία του αξιώματος αυτού με σκοπό τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων λαμβάνει χώρα σε μια χρονική στιγμή που το βασίλειο των Πτολεμαίων αντιμετωπίζει συρρίκνωση και (εσωτερικά/εξωτερικά) προβλήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι συμβάλλει στην ενίσχυση του κύρους της δυναστείας.
H λατρεία της Ίσιδας υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητή στους κύκλους των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο μετά τον Αλέξανδρο, ενώ συγχρόνως διαδόθηκε πολύ εκτός Αιγύπτου, όπου εξάλλου ήταν γνωστή ήδη από τους προελληνιστικούς χρόνους (το σχετικό υλικό έχει συγκεντρωθεί στα Vidman, SIRIS και Bricault 2001).
Η συγκεκριμένη επιγραφή, όπως και πολυάριθμα άλλα προσκυνήματα στην Ίσιδα προέρχονται από το κέντρο λατρείας της θεάς στον χώρο της Αιγύπτου, το μεγάλο ιερό στο νησάκι του Νείλου Φίλες. Τα περισσότερα από αυτά τα προσκυνήματα έχουν γραφτεί στον νότιο τοίχο του νότιου πυλώνα του ιερού, δηλαδή στo προαύλιο του ιερού που βρίσκεται εκτός του κυρίως ναού, και προέρχονται κυρίως από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Θηβαΐδας.
Στο συγκεκριμένο προσκύνημα, όπως και σε πολλά άλλα των Φιλών, η Ἶσις εμφανίζεται ως κυρία· πρόκειται για ένα από τα πολλά επίθετα που συνοδεύουν τη θεά και τα οποία συχνά υποδεικνύουν ιδιότητές της ή σύνδεσή της με άλλες θεότητες (Bricault 1996: 37-42). Το ίδιο επίθετο αποδίδεται στον στ. 8 του παρόντος προσκυνήματος στον θεοποιημένο Πτολεμαίο ΙΒ’.
H σύνδεση του Καλλιμάχου και της οικογένειάς τους με τη λατρεία της Ίσιδας δεν περιορίζεται στο προσκύνημα που αναλύουμε εδώ. Στον ναό της θεάς στις Φίλες καταγράφονται δύο προσκυνήματα γιων του Καλλιμάχου στην Ίσιδα που χρονολογούνται περί τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. ή λίγο αργότερα (I.Philae I 57, 58). Εξάλλου, όπως ήδη αναφέραμε, ο ίδιος έχει κάνει (το ίδιο έτος και ημέρα) ένα ακόμη προσκύνημα αφιερωμένο και πάλι στον Πτολεμαίο ΙΒ’ στο συγκεκριμένο ιερό (Ι.Philae Ι 53), ενώ ένας Σαραπίων Δράκοντος κάνει προσκύνημα στην Ίσιδα για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56, 51 π.Χ.). Γνωρίζουμε, τέλος, ότι ο Καλλίμαχος κατασκευάζει ένα ιερό της Ίσιδας (Ισιδείον) στην Πτολεμαΐδα, το οποίο μάλιστα ανακηρύσσεται ατελές και άσυλο (SB 3926, 46 π.Χ. –για τη χρονολόγηση βλ. Bingen 1970: 375).
Όσο γενικευμένη κι αν ήταν η λατρεία της Ίσιδας, η εκδήλωση ευσέβειας προς αυτή για λογαριασμό του βασιλέα από τον κατεξοχήν υπεύθυνο για την ασφάλεια της πτολεμαϊκής χώρας επιστράτηγο, είχε πιθανότατα μια ειδικότερη πολιτική σημασία και αποτελούσε ίσως μια επιδέξια ένδειξη εύνοιας προς το γηγενές στοιχείο και τις παραδόσεις του.
Ο Καλλίμαχος, συγγενής (του βασιλέα) και επιστράτηγος και στρατηγός της Ινδικής (στ. 5) και Ερυθράς θάλασσας, προσήλθα στην κυρία Ίσιδα και έκανα το προσκύνημα του κυρίου βασιλέα θεού νέου Διονύσου Φιλοπάτορα (στ. 10) Φιλαδέλφου. Έτος 19ο, 9η Παχών.