Αγαθήι vac. τύχηι.
Τήν τού θειοτάτου
καί ανεικήτου αυτο-
κράτορος <σ>εβαστήν
5 μητέρα Μ(άρκου) Αυρ(ηλίου)Σευή-
ρου [[ [Αλ]εξ[άνδ]ρου ]]
καί τών ιερών αυτού
στρατευμάτων [[ [Ιου-
[λίαν Μαμαί]αν ]] η
10 λαμπροτάτη Θρα-
κών επαρχεία,
    vacat
επιμελουμένου
Π(οπλίου) Αντίου Τήρου
θρακάρχ[ου].

Το άγαλμα αφιερώθηκε στη Μαμαία, μητέρα του Σεβήρου Αλεξάνδρου, εκ μέρους της επαρχίας της Θράκης, όπως γίνεται φανερό από τους στ. 10-11. Ο όρος «Θρακών επαρχεία» δηλώνει την ύπαρξη ενός επαρχιακού συμβουλίου, το οποίο πήρε την απόφαση για την ανάθεση του αγάλματος. Το συμβούλιο αυτό εμφανίζεται στις περισσότερες επιγραφές και νομισματικούς τύπους ως «κοινόν τών Θρακών», ενώ σε μία μόνο επιγραφή διαβάζουμε «κοινοβούλιον τής Θρακών επαρχείας» (για την επιγραφή που φέρει τον όρο «κοινοβούλιον τής Θρακών επαρχείας» βλ. Sharankov 2007: 519-520 και Gerassimova-Tomova 2005).

Οι πρωιμότερες μαρτυρίες που έχουμε για το κοινό των Θρακών χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., αν και η provincia Thracia δημιουργήθηκε το 46 μ.Χ. Πρωτεύουσα της επαρχίας και έδρα του επαρχιακού διοικητή ήταν η Πέρινθος, αλλά στο τέλος του αιώνα η Φιλιππούπολη πήρε τον τίτλο της «μητροπόλεως τής Θρακών επαρχείας» κι έγινε η έδρα του συμβουλίου του θρακικού κοινού (Sharankov 2005: 241-242, I.Perinthos 74. Για τις πρωιμότερες επιγραφές του κοινού βλ. Sharankov 2007: 518-522). Οι συνελεύσεις του γίνονταν στο θέατρο της πόλης, όπου έχει βρεθεί κι ένα άγαλμα το οποίο ανήγειρε η ίδια η πόλη προς τιμήν του κοινοβουλίου της επαρχίας, κι εξέδιδαν τα «ψηφίσματα» ή «δόγματα». Στο συμβούλιο συμμετείχαν όλες οι πόλεις της επαρχίας, αλλά με διαφορετικό αριθμό αντιπροσώπων ανάλογα με το μέγεθός τους (Sharankov 2007: 521, 523-524. Γενικά για την επαρχία της Θράκης βλ. Sartre 2012: 213-222).

Γενικά, τα επαρχιακά κοινά συνδέονταν στενά με τη διοργάνωση της αυτοκρατορικής λατρείας, αν και η λειτουργία τους δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτή τη δραστηριότητα. Ανελάμβαναν τη διαιτησία μεταξύ των πόλεων κι έπαιζαν έναν πιο άμεσο πολιτικό ρόλο ως κοινό συμβούλιο της επαρχίας, σε σχέση με την κάθε πόλη ξεχωριστά. Το κοινό μπορούσε να στέλνει αντιπροσωπείες, να ψηφίζει διατάγματα, να διαμαρτύρεται στον αυτοκράτορα για τη στάση των κυβερνητών. Συνοπτικά, θεωρείται η κύρια μορφή πολιτικής έκφρασης των κατοίκων των επαρχιών. Όλες οι πόλεις των ανατολικών επαρχιών συγκροτούσαν κοινά, στα οποία αντιπροσωπεύονταν από εκπροσώπους και είχαν ως επικεφαλής εκλεγμένους αρχηγούς (Sartre 2012: 96-98, 181-184).

Υπεύθυνος για την κατασκευή και την τοποθέτηση του αγάλματος της αυτοκράτειρας είναι ο θρακάρχης Πόπλιος Άντιος Τήρος (στ. 12-14). Αυτό υποδηλώνει η λέξη επιμελουμένου στον στ. 12. Πολύ συχνά τα θεσμικά όργανα μιας πόλης, ή μιας επαρχίας όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποφάσιζαν να τιμήσουν κάποιο εξέχων πρόσωπο αλλά την εργασία ανελάμβανε, κάποτε και με δικά του έξοδα, κάποιος αξιωματούχος ή ιδιώτης (βλ. Geagan 1967: 32-33, 48-52 με αφορμή αντίστοιχες επιγραφές από την Αθήνα).

Το αξίωμα του θρακάρχη, που ήταν ταυτόχρονα και ισόβιος τιμητικός τίτλος, εμφανίζεται στις επιγραφές στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Υπάρχει μια άποψη ότι το αξίωμα ταυτίζεται με αυτό του «αρχιερέα τής Θρακών επαρχείας», χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελετητών (Sharankov 2007: 519, 531 και Gerov 1948. Ο Sharankov [2007: 531] αναφέρει ως αντίστοιχη την περίπτωση των «ασιαρχών» και των «αρχιερέων» στις ασιατικές πόλεις, όπου παρά τις εκατοντάδες επιγραφές δεν είναι βέβαιο αν τα δύο αξιώματα είναι διαφορετικά ή όχι. Για το θέμα στους ασιατικούς τίτλους βλ. Carter 2004, Weiß 2002, Engelmann 2000, Friesen 1999).

Αναφορικά με τον θρακάρχη της επιγραφής, φαίνεται να ανήκει στο γένος των Αντίων, μια εκρωμαϊσμένη οικογένεια ευγενών, πιθανώς καταγόμενη από την Πλαυταλία, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Θράκης κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ. Το cognomen Τήρος αποκαλύπτει την αναμφισβήτητη θρακική καταγωγή της οικογένειας (Sharankov 2007: 526, Petersen 1978. Για επιγραφές που αναφέρουν άτομα της οικογένειας των Αντίων βλ. IGBulg IV 2053 και IGBulg III 1.1537).

Οι στ. 5-9 αναφέρουν έναν πολύ διαδεδομένο τιμητικό τίτλο της αυτοκράτειρας Μαμαίας. Ονομάζεται «μήτηρ τών στρατευμάτων», μια σπάνια παραλλαγή του τίτλου «μήτηρ τών στρατοπέδων» ή λατινιστί «mater castrorum». Πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα τίτλο, ο οποίος εμφανίστηκε στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ. και αποδόθηκε για πρώτη φορά στην αυτοκράτειρα Φαυστίνα τη Νεότερη. Στη συνέχεια, αποδόθηκε σε όλες σχεδόν τις αυτοκράτειρες της δυναστείας των Σεβήρων και ο τίτλος διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 4ου αι. Αποτελεί πραγματική καινοτομία της εποχής, καθώς συνδυάζει δύο ασυμβίβαστα μέχρι τότε στοιχεία, τις γυναίκες και τον καθαρά αντρικό στρατιωτικό χώρο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επεκτείνει τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο της μητρότητας σε ένα ανδροκρατούμενο πεδίο, καθώς ο στρατός γίνεται ένα από τα «παιδιά» του αυτοκρατορικού ζεύγους.

Ο τίτλος εντοπίζεται σε πολλές επιγραφές και νομίσματα, όμως απουσιάζει  από τις φιλολογικές μαρτυρίες εκτός από μια πολύ μικρή αναφορά στη Φαυστίνα (Cass. Dio 71.10.5, HA Aur. 26.4-9). Ακριβώς λόγω της έλλειψης των φιλολογικών μαρτυριών δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τα αίτια δημιουργίας και απονομής του τίτλου. Μελετώντας, ωστόσο την πολιτική και στρατιωτική ιστορία της περιόδου καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ποίκιλαν: η δύσκολη στρατιωτική κατάσταση με τις συνεχείς ξένες εισβολές δημιουργεί την ανάγκη να τονιστούν οι δεσμοί του στρατού με την άρχουσα δυναστεία, οι οποίοι σήμαιναν την προστασία της και την προστασία του κράτους. Εν συνεχεία λόγοι δυναστικής διαδοχής «επέβαλαν» την απονομή αυτού του τίτλου είτε για να δηλωθεί ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν «αδερφός» των στρατευμάτων και άρα τελούσε υπό την προστασία τους, όπως στην περίπτωση του Κομμόδου, είτε για να συνδεθεί μια δυναστεία με την προηγούμενή της κι έτσι να νομιμοποιηθεί, όπως συνέβη στην περίπτωση των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Σεβήρων. Παράλληλα, ειδικά οι αυτοκράτορες της συριακής δυναστείας, όφειλαν την άνοδό τους στο θρόνο στα στρατεύματα. Ο τίτλος, επομένως, εξυπηρετούσε τόσο τον προπαγανδιστικό ρόλο της κολακείας των στρατευμάτων, όσο και το να υποδηλώσει αφενός στον ρωμαϊκό λαό και τη Σύγκλητο και αφετέρου στους αντιπάλους των αυτοκρατόρων ότι ο στρατός ήταν με το μέρος τους στηρίζοντας και προστατεύοντάς τους ως όφειλε ένας «γιος» προς τους «γονείς και τα αδέρφια» του.

Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι ο τίτλος αυτός, συνδυαζόμενος σε αρκετές περιπτώσεις και με τον πιο διευρυμένο τίτλο «μήτηρ τών στρατοπέδων καί τής συγκλήτου καί τής πατρίδος»  απηχεί και μια μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε την εποχή αυτή αναφορικά με τη δράση των γυναικών του αυτοκρατορικού οίκου. Όλες οι αυτοκράτειρες που τον κατείχαν είχαν συνοδέψει μαζί με τους συζύγους τους ή τους γιους τους τα στρατεύματα σε εκστρατείες, όπως η Φαυστίνα, η Δόμνα και η Μαμαία (Cass. Dio 71.10.5, 75.1-3.2, 80b.3-4, HA Aur. 26.4-9, Ηρωδ. 6.2-6, 6.7), ή είχαν συμμετάσχει με τον τρόπο τους σε κάποια μάχη, όπως η Μαίσα και η Σοαιμιάς (Cass. Dio 79.38.4). Επίσης, όλες με εξαίρεση την Φαυστίνα συμμετείχαν στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα την εποχή του Σεβήρου Αλεξάνδρου, οπότε φαίνεται και από τις φιλολογικές μαρτυρίες ότι η πεποίθηση λαού και στρατού ήταν ότι την πραγματική διοίκηση του κράτους και του στρατού είχε όχι ο αυτοκράτορας αλλά η μητέρα του Μαμαία (για τον τίτλο της «μητρός τών στρατοπέδων» βλ. ενδεικτικά Benoist 2015, Levick 2014 και Levick 2007, Langford 2013, Ricciardi 2007, Kienast 2004, Boatwright 2003, Lusnia 1995, Kuhoff 1993, da Costa 1990, Kettenhofen 1979, Benario 1959, Williams 1904).

Καλή τύχη. Η λαμπρότατη επαρχία της Θράκης [αφιερώνει αυτό το άγαλμα] στην Αυγούστα Ιουλία Μαμαία, μητέρα του θεϊκού και ανίκητου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου Σεβήρου Αλεξάνδρου και των ιερών στρατευμάτων του, μέσω του θρακάρχη Πόπλιου Αντίου Τήρου, ο οποίος αναλαμβάνει την εργασία.

επὶ Φαιδρίου άρχοντος, Ελαφηβολιώνος ογδόει, εκκλησί-
α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· Διονύσιος Διονυσίου
                αρχιθιασίτης είπεν·
επειδὴ Πάτρων Δωροθέου τών εκ τής συνόδου, επελθὼν
5 επὶ τὴν εκκλησίαν καὶ ανανεωσάμενος τὴν υπάρχου-
σαν αυτώι εύνοιαν εις τὴν σύν[ο]δον, καὶ ότι πολλὰς χρείας
παρείσχηται απροφασίστως, διατελεί δέ διὰ παντὸς κο[ι]-
νεί τε τεί συνόδωι λέγων καὶ πράττων τὰ συμφέροντ[α]
καὶ κατ’ ι<δί>αν εύνους υπάρχων εκάστωι τών πλοιζομέ[νων]
10 εμπόρων καὶ ναυκλήρων, νύν [δ’ έτι] μαλλον επ<η>υξημέ-
νης αυτής μετὰ τής τών θεών ευνοίας παρεκάλεσεν τὸ
κοινὸν εξαποστείλαι πρεσβείαν πρὸς τὸν δήμον τὸν Αθη-
ναίων όπως δοθη αυτοίς τόπος εν ωι κατασκευάσουσιν τέ-
μενος Hρακλέους τού πλείστων [αγαθ]ών παραιτίου γ[ε]-
15 γονότος τοίς ανθρώποις, αρχηγού δέ τής πατρίδος υπά[ρ]-
χοντος· αιρεθεὶς πρεσβευτὴς πρός τε τὴν βουλὴν καὶ
τὸν δήμον τὸν Αθηναίων, προθύμως αναδεξάμενος έ-
πλευσεν δαπανών εκ τών ιδίων εμφανίσας τε τὴν
τής συνόδου πρὸς τὸν δήμον εύνοιαν παρεκάλεσεν
20 αυτὸν καὶ διὰ ταύτην τὴν αιτίαν επετελέσατο
τὴν τών θιασιτών βούλησιν καὶ τὴν τών θεών τιμὴν <συνηύξησεν>
καθάπερ ήρμοττεν αυτώι· πεφιλανθρωπηκὼς δέ
καὶ πλείονας εν τοίς αρμόζουσιν καιροίς, είρηκεν
δέ καὶ υπέρ τής συνόδου εν τώι αναγκαιοτάτωι
25 καιρώι τὰ δίκαια μετὰ πάσης προθυμίας καὶ φιλοτι-
μίας καὶ εδέξατό τε τὸν θίασον εφ’ ημέρας δύο υπέρ
τού υού· 〚ΙΝ〛 ίνα ούν καὶ εις τὸν λοιπὸν χρόνον απαρά-
κλητον εαυτὸν παρασκευάζηι καὶ η σύνοδος φαί-
νηται φροντίζουσα τών διακειμένων ανδρών εις εαυ-
30 τὴν ευνοικώς καὶ αξίας χάριτας αποδιδούσα τοίς
ευεργέταις καὶ έτεροι πλείονες τών εκ τής τοίς συνό-
δου διὰ τὴν εις τούτον ευχαριστίαν ζηλωταὶ γί-
νωνται καὶ παραμιλλώνται φιλοτιμούμενοι
περιποιείν τι τεί συνόδωι· αγαθεί τύχει·
35 δεδόχθαι τώι κοινώι τών Τυρίων Hρακλειστών
εμπόρων καὶ ναυκλήρων επαινέσαι Πάτρωνα Δω-
ροθέου καὶ στεφανώσαι αυτὸν κατ’ ενιαυτὸν χρυ-
σώι στεφάνωι εν ταίς συντε[λου]μέναις θυσίαις
τώι Ποσειδώνι αρετής ένεκεν καὶ καλοκαγαθί-
40 ας ἧς έχων διατελεί εις τὸ κοινὸν τών Τυρί-
ων εμπόρων καὶ ναυκλήρων· αναθείναι δέ αυ-
τού καὶ εικόνα γραπτὴν εν τώι τεμένει τού
Hρακλέους καὶ αλλαχή ού άν αυτὸς βούληται· έσ-
τω δέ ασύμβολος καὶ αλειτούργητος εν ταίς
45 γινομέναις συνόδοις πάσαις· επιμελές δέ έστω
τοίς καθισταμένοις αρχιθιασίταις καὶ ταμίαις
καὶ τώι γραμματεί όπως εν ταίς γινομέναις θυ-
σίαις καὶ συνόδοις αναγορεύηται κατὰ ταύτην
τὴν αναγόρευσιν· η σύνοδος τών Τυρίων εμπό-
50 ρων καὶ ναυκλήρων στεφανοί Πάτρωνα Δωροθέου
ευεργέτην. αναγραψάτωσαν δέ τόδε τὸ ψή-
φισμα εις στήλην λιθίνην καὶ στησάτωσαν εν
τών τεμένει τού Hρακλέους· τὸ δέ εσόμενον ανάλωμ[α]
εις ταύτα μερισάτω ο ταμίας καὶ ο αρχιθιασίτης.
55               επὶ αρχιθιασίτου
          Διονυσίου τού Διονυσίου,
              ιερατεύοντος δέ
          Πάτρωνος τού Δωροθέου.
   ο δήμος
60 ο Αθηναίων.
                                      η σύνοδος
                                       τών Τυρίων
                                        εμπόρων
                                     καὶ ναυκλήρων.

 

Πρόκειται για ένα ψήφισμα με το οποίο το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών της Δήλου αποδίδει τιμές στο μέλος και ευεργέτη του σωματείου Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου.

 

Το καθεστώς της Δήλου την εποχή κατά την οποία εκδόθηκε το ψήφισμα

Το έτος 166 π.Χ., με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, η Δήλος απώλεσε την ανεξαρτησία της (314-166 π.Χ.) και περιήλθε ξανά υπό τον έλεγχο της Αθήνας, η οποία εκδίωξε τους Δηλίους και εγκατέστησε μια νέα κληρουχία (Στράβων 10.5.4). Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της αλλαγής της ρωμαϊκής πολιτικής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο μετά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (172-168 π.Χ.).

Στο ιερό λιμάνι του Απόλλωνα παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατελείας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, η οποία δεν υποστήριξε την Ρώμη στο πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Eλληνιστικής Oικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι ξένοι έμποροι, εκμεταλλευόμενοι το καθεστώς ατελείας του νησιού, κατέφτασαν στην Δήλο από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου φέρνοντας μαζί τους τις δικές τους θρησκείες, κατασκευάζοντας ναούς για τους θεούς τους και ιδρύοντας ποικίλα σωματεία, προκειμένου να διαβιώσουν στο νέο τόπο εγκατάστασης σύμφωνα με τις συνθήκες που επιθυμούσαν.

 

Το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών στη Δήλο

Ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών αποτελεί έναν από τους πρώτους και πιο οργανωμένους συλλόγους που μαρτυρούνται στη Δήλο την εποχή εκείνη, μαζί με το επίσης φοινικοσυριακό σωματείο των Βυρητίων Ποσειδωνιαστών (βλ. ενδεικτικά I.Délos 1520). Το τιμητικό ψήφισμα για το μέλος και ευεργέτη, Πάτρωνα, αποτελεί τη μοναδική πηγή που διαθέτουμε για το σωματείο, παρέχοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και την οργάνωσή του.

Μέσω της επωνυμίας του, προβάλλεται η Τύρος ως τόπος προέλευσης, τονίζεται ότι τα μέλη είναι αφοσιωμένα στη λατρεία του Ηρακλή-Μελκάρτ, πατρογονική λατρεία των Φοινίκων της Τύρου (Bruneau 1970: 409-410· Bonnet 2015: 486-489), ενώ τέλος, δηλώνεται ότι το σωματείο αποτελεί σκέπη για εμπόρους και ναυκλήρους, γεγονός το οποίο μαρτυρά έναν κοινό εμπορικό προσανατολισμό, πέραν από τους υφιστάμενους εθνικούς και θρησκευτικούς δεσμούς.

Χωρίς αμφιβολία, η ίδρυση του συλλόγου θα πρέπει να τοποθετηθεί σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης του ψηφίσματος (153/2 ή 149/8 π.Χ.· βλ. αναλυτικότερα ανωτ. “Χρονολόγηση”), καθώς πληροφορούμαστε ότι ο ευεργέτης Πάτρωνας είχε προσφέρει πολλές φορές κατά το παρελθόν τις υπηρεσίες του προς το κοινόν (στ. 4-7). Την χρονική στιγμή που εκδίδεται το ψήφισμα, το σωματείο, αν και σαφέστατα συνδέεται με το εμπορικό περιβάλλον της Δήλου, εντούτοις, δεν φαίνεται ακόμα να έχει κάποια ιδιοκτησία (στ. 1-2: εκκλησί|α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· βλ. σχετικά Choix Délos I αρ. 85 σελ. 143· Vélissaropoulos 1980: 109).

Οι απαραίτητες ενέργειες για τη μόνιμη και επίσημη εγκατάσταση τους στη Δήλο πραγματοποιήθηκαν από τον Πάτρωνα, ο οποίος, ως πρεσβευτής του συλλόγου, ταξίδεψε στην Αθήνα και παρακάλεσε τη βουλήν και το δήμον των Αθηναίων να τους παραχωρηθεί χώρος στο νησί για την κατασκευή του ιερού τεμένους του Ηρακλή, καταφέρνοντας έτσι να εξασφαλίσει την απαιτούμενη έγκριση (στ. 10-22).

Τέτοιου είδους αίτημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση ενός ξένου σωματείου στην Δήλο και πρέπει πρώτα να εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα της Αθήνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Τύριοι αναγνωρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα που ασκούν οι Αθηναίοι επί του νησιού, ενώ από την άλλη πλευρά, η αποδοχή του αιτήματος εκ μέρους των Αθηναίων ισοδυναμεί με την επίσημη αναγνώριση της λατρείας και με την εδραίωση της παρουσίας του συλλόγου στο νέο τόπο φιλοξενίας. Το αίτημα των Τυρίων δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές, αλλά αντίθετα εκλαμβάνεται ως το συνηθισμένο προκαταρκτικό στάδιο αυτής της διαδικασίας. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρχε μακρά παράδοση ξένων εμπόρων, οι οποίοι υποχρεούνταν να ζητούν άδεια από την εκάστοτε πόλη για την κατασκευή ναών ή πρακτορείων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Κιτιέων εμπόρων, οι οποίοι αρκετά χρόνια πιο πριν είχαν ζητήσει να τους χορηγηθεί από την Αθήνα το δικαίωμα απόκτησης γης (έγκτησις) για την κατασκευή ιερού της Αφροδίτης (Ε42).

Σχετικά με την εσωτερική οργάνωση του σωματείου, τις περισσότερες φορές προσδιορίζεται με τον όρο σύνοδος (στ. 4, 6, 8, 19, 24, 28, 31-32, 34, 45, 48, 49, 61). Εμφανώς λιγότερες απαντά ο όρος κοινόν (στ. 7-8, 12, 35, 40), ενώ, μόλις μία φορά χαρακτηρίζεται ως θίασος (στ. 26) και τα μέλη του ως θιασίται (στ. 21).

Αυτό το τριμερές μοντέλο οργάνωσης ερμηνεύεται ως εξής: το κοινόν αποτελείται από το σύνολο των μελών του σωματείου των Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων. Συνέρχεται σε συνεδριάσεις, για τις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος εκκλησία, και διαπραγματεύεται όλα τα θεσμικά ζητήματα (Hasenohr 2007· Bonnet 2015: 483).  Η σύνοδος αποτελεί ένα υποσύνολο εντός του σωματείου, με διαφορετική νομική υπόσταση σε σχέση με το κοινόν (Baslez 1977: 207-210· Baslez 1988: 143-145· McLean 1996: 191· McLean 1999· Bonnet 2015: 483-486). Πρόκειται για ένα σώμα μελών, το οποίο απαρτίζεται από τους παρόντες στο νησί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που συνέρχονται ή συναντώνται. Με άλλα λόγια, σύνοδος είναι το παράρτημα του σωματείου που εδρεύει σε μία πόλη. Αντίστοιχη χρήση αυτής της ορολογίας συναντάμε και στα σωματεία των Διονυσιακών τεχνιτών του Ισθμού και της Νεμέας (Aneziri 2003: 56-65· Aneziri 2008: 219-220). Ο θίασος εκφράζει μια θρησκευτική ομάδα, η οποία συγκροτείται κυρίως για λατρευτικούς σκοπούς. Αποτελείται από τους θιασίτας, δηλαδή το σύνολο των μελών/πιστών στην προστάτιδα θεότητα του συλλόγου, οι οποίοι συμμετέχουν στα συμπόσια, στις θυσίες και στις εορτές (McLean 1999: 368).

Παράλληλα, στο πλαίσιο οργάνωσης του σωματείου παρατηρείται μια ποικιλία αξιωμάτων, τα οποία καταλαμβάνουν τα μέλη του. Κεφαλή της κοινότητας φαίνεται πως είναι ένας επώνυμος  αρχιθιασίτης (στ. 2-3, 46, 54, 55-56), τον οποίο και θα πρέπει να φανταστούμε ως τον κοσμικό άρχοντα του κοινού, με διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες (Poland 1909: 352-353· Baslez 1977: 228-229· McLean 1999: 369-370· Bonnet 2015: 485). Εξίσου σημαντικό αξίωμα είναι αυτό του επώνυμου ιερέα, το οποίο κατά το χρόνο έκδοσης του ψηφίσματος κατείχε ο ευεργέτης Πάτρωνας (στ. 57-58). Εύλογα υποθέτει κανείς ότι πρόκειται για τον θρησκευτικό καθοδηγητή του συλλόγου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ομαλή τέλεση όλων των λατρευτικών δρώμενων και για γενικότερα ζητήματα που άπτονται της λατρείας. Επίσης, αναφέρεται ο γραμματέας (στ. 47)  η θέση του οποίου ενδεχομένως σχετίζεται με τον τομέα της διοίκησης και της γραφειοκρατίας, ενώ τέλος, ο ταμίας (στ. 46, 54) έχει αρμοδιότητες οικονομικού χαρακτήρα και πιθανότατα διαχειρίζεται το κοινό ταμείο του συλλόγου.

Η συνολική εικόνα δείχνει ότι το κοινόν τών  Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων, αποτελεί μια ιδιαίτερα οργανωμένη και πολυδιάστατη εμπορική κοινότητα, η οποία λειτουργεί ως μικρογραφία πόλης. Επιπροσθέτως, η αποκλειστική χρήση της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών μοντέλων οργάνωσης, η interpretatio Graeca των πάτριων θεών, οι θρησκευτικές και τιμητικές πρακτικές, αποκαλύπτουν μια πλήρη γνώση του ελληνιστικού περιβάλλοντος (θεσμικού, γλωσσικού, θρησκευτικού) και την προσαρμογή του σωματείου σε αυτό. Τέλος, πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ‘ζωντανό’, δραστήριο και οικονομικά εύρωστο οργανισμό, εντός του οποίου πραγματοποιούνται συνελεύσεις των μελών για την λήψη αποφάσεων, διοργανώνονται συμπόσια και θυσίες, χρηματοδοτούνται οικοδομικά προγράμματα και τιμώνται οι ευεργέτες του συλλόγου.

Όταν ο Φαιδρίας ήταν επώνυμος άρχοντας, την όγδοη μέρα του μήνα Ελαφηβολιώνα, κατά την διάρκεια συνέλευσης στο ιερό του Απόλλωνα· ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, επικεφαλής του θιάσου, εισηγήθηκε: επειδή ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου, ο οποίος αποτελεί μέλος της συνόδου, παρουσιάστηκε (στ. 5) στη συνέλευση και επιβεβαίωσε την υπάρχουσα καλή του θέληση προς τη σύνοδο, και επειδή έχει εκπληρώσει πολλά αναγκαία χωρίς δισταγμό, και συνεχίζει πάντα να μιλάει και να κάνει τα συμφέροντα τόσο για τον σύλλογο όσο και για τη σύνοδο, σύμφωνα με τη δική του υπάρχουσα καλή θέληση προς όλους τους εμπόρους και πλοιοκτήτες που πλέουν στη θάλασσα. (στ. 10) Και τώρα, έχοντας ακόμα περισσότερη καλή θέληση με την εύνοια των θεών, κάλεσε τον σύλλογο να αποστείλει πρεσβεία στο δήμο των Αθηναίων για να τους παραχωρήσει ένα χώρο για να χτίσουν το ιερό του Ηρακλή, την αιτία των μεγαλύτερων καλών (στ. 15) που συμβαίνουν στους ανθρώπους και ιδρυτή της πατρίδας μας. Εκλεγμένος πρεσβευτής στη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, απέπλευσε, αναλαμβάνοντας πρόθυμα τα έξοδα από τους δικούς του πόρους και επιδεικνύοντας την καλή θέληση της συνόδου προς το δήμο. (στ. 20) Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκπλήρωσε την θέληση των μελών του θιάσου και αύξησε την τιμή για του θεούς, όπως ακριβώς άρμοζε σε αυτόν. Επιπλέον, συμπεριφερόμενος συχνά με φιλανθρωπία τις κατάλληλες στιγμές, έχει μιλήσει επίσης με δίκαιο τρόπο για λογαριασμό της συνόδου τις πιο δύσκολες (στ. 25) στιγμές με κάθε προθυμία και φιλοτιμία, και δέχτηκε το θίασο για δύο ημέρες εκ μέρος του γιου του. Γι’ αυτό, για να μπορεί να προσφέρει και στο μέλλον χωρίς να του ζητηθεί και για να δείξει η σύνοδος ότι ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους που δείχνουν καλή θέληση απέναντί της (στ. 30) ανταποδίδοντας σε ευεργέτες τις χάρες που τους αρμόζουν, και για να γίνουν και άλλοι ζηλωτές της συνόδου λόγω των ευχαριστιών που δείχνει προς αυτό το πρόσωπο και για να μπορούν αυτοί που δείχνουν αγάπη για την τιμή να συναγωνιστούν για την εύνοια της συνόδου· με αγαθή την Τύχη· (στ. 35) να αποφασίσει ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών να επαινέσει τον Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου, και να τον στεφανώνει ετησίως με χρυσό στέφανο κατά την διάρκεια των θυσιών που συντελούνται προς τον Ποσειδώνα, λόγω της αρετής και της καλοσύνης (στ. 40) που συνεχίζει να έχει προς τον σύλλογο των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών. (Να αποφασίσει) επίσης, να του αφιερώσει μια γραπτή εικόνα στο ιερό του Ηρακλή και μια άλλη σε ένα άλλο μέρος, όπου επιθυμεί αυτός. Να είναι, επίσης, ελεύθερος από την καταβολή συνδρομών και από την ανάληψη υπηρεσιών σε (στ. 45) όλες τις συνόδους που λαμβάνουν χώρα. Και να φροντίζουν οι επικεφαλής του θιάσου και οι ταμίες και ο γραμματέας ώστε στις θυσίες που πραγματοποιούνται και τις συνόδους να ανακοινώνουν την εξής αναγόρευση: «η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων (στ. 50) και πλοιοκτητών στεφανώνει τον ευεργέτη Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου». Να αναγράψουν, επίσης, το συγκεκριμένο ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσου στο ιερό του Ηρακλή. Και να μοιραστούν τη δαπάνη (για τη στήλη) ο ταμίας και ο επικεφαλής του θιάσου. (στ. 55) Αυτό έγινε όταν επικεφαλής του θιάσου ήταν ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και ιερέας ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου. Ο δήμος (στ. 60) των Αθηναίων· η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών.

Θεόφραστον [Hρ]α̣[κ]λ[είτου Αχαρν]έα, επιμελητὴν Δήλου γενόμενον
καὶ κατασκευάσαντα τὴν αγορὰν καὶ τὰ χώματα περιβαλόντα τώι λιμένι,
Αθηναίων οι κατοικούντες εν Δήλωι καὶ οι έμποροι καὶ οι ναύκληροι
καὶ Ῥωμαίων καὶ τών άλλων ξένων οι παρεπιδημούντες, αρετής
5  ένεκεν καὶ καλοκαγαθίας καὶ τής εις εαυ[το]ὺς ευεργεσίας ανέθηκαν.

Η θητεία του Θεόφραστου ως επιμελητή της Δήλου χρονολογείται κατά το έτος 126/5 (Roussel 1916: 297). Ως επιμελητής, κατείχε το σημαντικότερο αξίωμα πάνω στο νησί κατά την περίοδο της δεύτερης αθηναϊκής κληρουχίας (166-88). Η αθηναϊκή κληρουχία εγκαταστάθηκε στην Δήλο μετά το 166 π.Χ., όταν και με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, το νησί απώλεσε την ανεξαρτησία του και περιήλθε για δεύτερη φορά στην ιστορία του υπό τον έλεγχο της Αθήνας, ως ανταμοιβή για την στήριξη που προσέφερε στην Ρώμη κατά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (Στράβων 10.5.4).

Παράλληλα, ο ντόπιος πληθυσμός εκδιώχθηκε και παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατέλειας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, ως αντίποινα για το γεγονός ότι δεν υποστήριξε την Ρώμη στον πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς την περίοδο 166-88, το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Ελληνιστικής Οικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι επαγγελματίες του εμπορίου (έμποροι, ναύκληροι, εγδοχείς), του χρήματος (τραπεζίται), αλλά και άλλοι ξένοι εργαζόμενοι ή πραγματευόμενοι, εκμεταλλευόμενοι την ατέλειαν του νησιού, κατέφτασαν από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου προκειμένου να οργανώσουν εκεί τις επιχειρήσεις τους. Επίσης, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του νησιού συμπληρώνεται από τα θρησκευτικά σωματεία μυστηριακών λατρειών που ανθίζουν στο νησί καθώς και από τους επισκέπτες στο ιερό του Απόλλωνα, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα μωσαϊκό πολιτισμών και ένα ευρύτατο πλαίσιο ανθρώπινης κινητικότητας.

Το εν λόγω κείμενο εντάσσεται σε ένα σύνολο αφιερωματικών/αναθηματικών επιγραφών για επιμελητές της Δήλου και άλλους Αθηναίους αξιωματούχους και διάφορες προσωπικότητες του νησιού (I.Délos 1642, 1647, 1648, 1649, 1652, 1657, 1658, 1659, 1660, 1662, 1663, 1671, 1703, 1704, 1709, 1726, 1729). Ωστόσο, η περίπτωση του Θεόφραστου είναι η μοναδική στην οποία γνωστοποιείται ο ακριβής λόγος της αφιέρωσης: η κατασκευή μιας ολόκληρης αγοράς και η βελτίωση των υποδομών του λιμανιού στην περίοδο της μεγάλης ακμής του (Bruneau – Ducat 2005: 49: 227).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι την ανάθεση πραγματοποιεί ένα μεικτό πληθυσμιακό σώμα, το οποίο περιλαμβάνει τους Αθηναίους, τους Ρωμαίους, τους υπόλοιπους Έλληνες και ξένους που κατοικούν ή παρεπιδημούν στο νησί και τους εμπόρους και πλοιοκτήτες, οι οποίοι προβάλλονται να έχουν την δική τους ‘νομική’ υπόσταση, αποτελώντας ξεχωριστό μέρος του πληθυσμού (Hatzfeld 1912: 104-111).

Η ύπαρξη τέτοιου είδους κειμένων σηματοδοτεί μια μνημειώδη αλλαγή στα επιγραφικά τεκμήρια της Δήλου, κυρίως μετά το 130 π.Χ. Ενώ μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή, οι Αθηναίοι κληρούχοι φαίνεται ότι είχαν υπό τον έλεγχό τους όλες τις πτυχές της δηλιακής ζωής, ωστόσο, μετά το 130, και μάλλον ύστερα από σταδιακές κοινωνικές ζυμώσεις που προηγήθηκαν, δεν είναι πλέον μόνοι τους για να καθορίζουν τα τοπικά ζητήματα. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αναθηματικές και αφιερωματικές πρακτικές, η μεικτή κοινότητα της Δήλου φαίνεται να έχει συγκεκριμένο ρόλο ή/και λόγο στις σχετικές διαδικασίες, επικυρώνοντας την πληθωρική παρουσία των ξένων κατοίκων και παρεπιδημούντων, αλλά κυρίως την εντατική και βαθιά δικτύωσή τους με το περιβάλλον του νησιού (Reger 2003: 193-194).

Οι Αθηναίοι που κατοικούν στην Δήλο και οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες και οι Ρωμαίοι και οι άλλοι ξένοι που κατοικούν εκεί προσωρινά, αφιέρωσαν στον Θεόφραστο, γιο του Ηρακλείτου, από τον δήμο των Αχαρνών, ο οποίος υπήρξε επιμελητής της Δήλου και κατασκεύασε την αγορά και τα αναχώματα του λιμανιού, (στ. 5) εξαιτίας της αρετής του, της καλοσύνης του και της ευεργεσίας του προς αυτούς.

Tύχη αγαθη.
Aυτοκράτορα Kαίσαρα M. Aυρήλιον Αντωνείν[ον Eυσεβ]ή Eυτυχ[ή]
Σεβαστὸν Αραβικὸν Αδιαβηνικὸν Παρθικὸν M(έγιστον) Bρεταν[νικὸ]ν

Σεβαστὴ

Kλ(αυδία) Φλ(αουία) Πάφος η ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων,

παρόντων

5  καὶ καθιερούντων τού τε κρατίστου ανθυπάτου Ιουλίου Φρόντωνος
Tληπολέμου καὶ τού αξιολογωτάτου λογιστού Hλιανού Πολυβιανού,
δοθέντος υπὸ τών κυρίων ημών αυτοκρατόρων
καὶ καταστήσαντος τὸν ανδριάντα απὸ (δηναρίων) φ’
απὸ πόρων τών δογματισθέντων υπὸ τώ[ν]
10  αρχόντων τού ενεστώτος ιθ’ τού καὶ ιδ’
καὶ κθ’ έτους.

H Πάφος στήνει τιμητικό ανδριάντα του αυτοκράτορα Καρακάλλα. H επιγραφή σώζεται στη βάση του ανδριάντα. Όπως συμβαίνει συχνά σε αναθηματικές και τιμητικές επιγραφές ύστερων περιόδων, εμφανίζονται πληροφορίες που αφορούν μεταξύ άλλων τη χρονολόγηση και τη χρηματοδότηση του μνημείου και οι οποίες καθιστούν την επιγραφή κατά κάποιον τρόπο περίληψη του σχετικού ψηφίσματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την έκφραση Τύχη αγαθη. Την ανάθεση του ανδριάντα κάνουν ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Kύπρου και ο λογιστής της πόλης. Tο κόστος του μνημείου κάλυψε το ταμείο της πόλης μετά από απόφαση των τοπικών αρχόντων του έτους 211/2 μ.Χ. και την ανάλογη έγκριση του λογιστή. Το ρήμα καθιερούντων (στ. 5) υποδεικνύει ότι ο ανδριάντας είχε στηθεί σε ιερό. Πάντως, η σύνδεση τέτοιων επιγραφών με την αυτοκρατορική λατρεία είναι ανέφικτη, όταν δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος εύρεσης.

Ως ανθύπατος της Kύπρου το έτος 211/2 μ.X. εμφανίζεται ο Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές (PIR2 I 328). Πιθανόν ανήκε σε μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια από τη Λυκία, μέλη της οποίας ανέλαβαν σημαντικά τοπικά αξιώματα στην επαρχία κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.X. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πρέπει τελικά να εισήλθαν στη Σύγκλητο, αφού η Κύπρος είχε τεθεί το 23/2 π.X. από τον Αύγουστο υπό τον έλεγχο της Συγκλήτου (συγκλητική επαρχία) και επομένως οι διοικητές της (ανθύπατοι), που επιλέγονταν μετά από κλήρωση, ήταν μέλη της Συγκλήτου. Οι διοικητές αυτοί, που είχαν προηγουμένως το βαθμό του praetor (στρατηγός), τοποθετούνταν στην επαρχία με διάρκεια θητείας ενός έτους. O Mitford 1980: 1298-1308, παραθέτει κατάλογο των διοικητών της Kύπρου και των υφισταμένων τους αξιωματούχων, ιδιαίτερα των ταμιών (quaestores), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά της επαρχίας. Tα καθήκοντα και οι δραστηριότητες των διοικητών στο νησί σώζονται κυρίως στα επιγραφικά κείμενα: ήταν υπεύθυνοι για την οικονομία της επαρχίας με ιδιαίτερο μέλημα την αποφυγή χρεωκοπίας των πόλεων, επέβλεπαν την κατασκευή και συντήρηση των οδών και των δημοσίων οικοδομημάτων (υδραγωγεία, λουτρά, ιερά, θέατρα, κτλ.), διασφάλιζαν τη δημόσια τάξη και εκδίκαζαν υποθέσεις και διαφορές μεταξύ ατόμων και μεταξύ κοινοτήτων.

Στην επιγραφή μαρτυρείται και το αξίωμα του λογιστού (curator rei publicae ή curator civitatis). Πρόκειται για τον λογιστή Hλιανό Πολυβιανό, ο οποίος πιθανόν να ταυτίζεται με τον Γ. Iούλιο Hλιανό Πολυβιανό, που απαντά σε σύγχρονη επιγραφή της Παλαιπάφου (211-217 μ.X.) προς τιμήν του Kαρακάλλα επί ανθυπατίας του T. Kαισερνίου Στατίου Kουιγκτιανού (SEG VI 811). Το αξίωμα του λογιστού απαντά κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.X. κυρίως σε πόλεις της Iταλίας και της Mικράς Aσίας, ενώ από τον 3ο αι. μ.X. εμφανίζεται και στην Kύπρο (εκτός από την υπό εξέταση επιγραφή από την Πάφο, λογιστή μαρτυρεί και η επιγραφή Νicolaou 1964: 196-197 αρ. 9 από τους Σόλους –πρβλ. BE 1966: αρ. 482). Oι λογισταί ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για να επιβλέπουν τα οικονομικά των ελληνικών πόλεων. Kοινωνικά προέρχονταν συνήθως από την τάξη των ιππέων, αλλά συχνά ήταν μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.

H δημιουργία αυτού του αξιώματος αποδίδεται αφενός στην ανάγκη να ελεγχθεί από έναν αξιωματούχο της κεντρικής διοίκησης η οικονομία των πόλεων, η κακή διαχείριση της οποίας οδηγούσε πολλές από αυτές σε οικονομικό μαρασμό, και αφετέρου στην προσπάθεια απαλλαγής του διοικητή της επαρχίας από αυτές τις αρμοδιότητες, τις οποίες φαίνεται ότι επωμιζόταν παλαιότερα. Σε μια επιγραφή της εποχής του Tραϊανού (114 μ.X.) από το Kούριο, ο ανθύπατος Q. Seppius Celer συνεχώρησεν τη δαπάνη για την αποπεράτωση ενός λίθινου δρόμου στο ιερό του Aπόλλωνος Yλάτη, η οποία προερχόταν από το ταμείο της πόλης και είχε αποφασισθεί από την τοπική βουλή (I.Kourion 111∙ Mitford 1980: 1344). Έναν περίπου αιώνα αργότερα, στην επιγραφή μας ο διοικητής ήταν παρών μόνο στην τελετή ανάθεσης του ανδριάντα, ενώ η τελική έγκριση της χρηματοδότησης από το ταμείο της πόλης δόθηκε από τον λογιστή. Ο επιλεγμένος ή διορισμένος από τον αυτοκράτορα λογιστής συγκέντρωνε ουσιαστικά στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες της πόλης, αφού, όπως η ίδια η δομή της επιγραφής αφήνει να διαφανεί, οι τοπικοί άρχοντες, που αποφάσισαν για τις δαπάνες του ανδριάντα, ήταν υπόλογοι σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν ψηφίστηκαν από τη βουλή της Πάφου και ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν αναφέρονται ούτε ονομαστικά (στ. 9-10).

Στην παρούσα επιγραφή και γενικά στις επιγραφές της εποχής των Σεβήρων η Πάφος, πρωτεύουσα της Κύπρου από τα τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.X. ως το 346 μ.X., φέρει τον τίτλο Σεβ(αστὴ) Kλ(αυδία) Φλα(ουία) Πάφος ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων. H πόλη έλαβε τον τίτλο Σεβαστὴ το 15 π.X., όταν μετά από σεισμό ο Aύγουστος συνέβαλε οικονομικά στην ανοικοδόμησή της (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 54.23.7). Στη συνέχεια τα επίθετα Kλαυδία και Φλαουία ανάγονται στα nomina gentis (gentilicia) του Νέρωνα (Κλαύδιος) και του Βεσπασιανού ή του Τίτου (Φλάβιος). H πόλη ονομάστηκε Kλαυδία, προφανώς κατά τον τελευταίο χρόνο της εξουσίας του Nέρωνα. O τίτλος Φλαουία της δόθηκε είτε από τον Bεσπασιανό κάτω από περιστάσεις που παραπέμπουν σε ανάλογη με του Aυγούστου αυτοκρατορική ευεργεσία μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 77 ή 78 μ.X., είτε από τον Tίτο ως ευχαριστία για τον πολύ ευνοϊκό χρησμό που έλαβε από το ιερό της Aφροδίτης της Παλαιπάφου το 69 μ.X. και ο οποίος προέλεγε μελλοντική άνοδο της οικογένειάς του στην εξουσία (Tάκιτος, Historiae 2.2-4· Kantiréa 2007β). Η προσθήκη τέτοιων επιθέτων στα ονόματα πόλεων είναι συνήθης και ενδεικτική των καλών σχέσεων της εκάστοτε πόλης με τους αυτοκράτορες. H πρακτική αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με την απόκτηση του αυτοκρατορικού gentilicium από τους υπηκόους (συμπεριλαμβανομένων και των απελεύθερων δούλων) στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχώρησε τη ρωμαϊκή πολιτεία. Με τον τρόπο αυτό άτομα και πόλεις προσγράφονται στην ευρύτερη οικογένεια του εκάστοτε αυτοκράτορα-πάτρωνα ή ευεργέτη.

H Πάφος πήρε τον τίτλο της μητροπόλεως τών κατὰ Κύπρον πόλεων αργότερα. Η χορήγηση αυτού του τίτλου έγινε μάλλον από τον Aδριανό, όπως μαρτυρεί επιγραφή προς τιμήν του αυτοκράτορα (IGR III 62), μολονότι τα περισσότερα επιγραφικά κείμενα στα οποία η πόλη φέρει τον τίτλο αυτό χρονολογούνται κατά την περίοδο των Σεβήρων (196/7-235 μ.X.· ενδεικτικά SEG VI 811· XX 252). H Πάφος εκπληρούσε πολλές από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση και διατήρηση αυτού του τίτλου (βλ. Heller 2006: 283-341): είχε τον έλεγχο του αρχαίου και φημισμένου ιερού της Aφροδίτης της Παλαιπάφου, ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας και πολύ πιθανόν έδρα του τοπικού Κοινού, και λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Kύπρου λόγω του πολυσύχναστου λιμανιού της (για την Πάφο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Mitford 1980: 1309-1315 και πιο πρόσφατα Balandier 2016). Αυτή η επίσημη αναγνώριση από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία όχι μόνο επέτεινε το κύρος της Πάφου, αλλά παράλληλα της εξασφάλιζε σημαντικότατα οικονομικά οφέλη, αφού η πόλη διοργάνωνε και φιλοξενούσε αγώνες και γιορτές προς τιμήν των αυτοκρατόρων σε επαρχιακό επίπεδο, ενώ άτομα τα οποία κατείχαν υψηλά αξιώματα στο Kοινό έπρεπε να ασκούν τα καθήκοντά τους στη μητρόπολη, ακόμα και εάν προέρχονταν από άλλες πόλεις της επαρχίας.

Και η Σαλαμίνα, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη του νησιού και κυρία του ιερού του Διός, χαρακτηρίζεται ως μητρόπολις της Kύπρου σε επιγραφή προς τιμήν του Aδριανού το 124/5 μ.X. (I.Salamis 92 = I.Salamine 140). Φαίνεται ότι ο Αδριανός της απένειμε αυτόν τον τίτλο παράλληλα με την Πάφο κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Aνατολή κατά τα έτη 123-125 μ.X. ή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε στην Κύπρο η βίαιη εξέγερση των Iουδαίων το 115/6 μ.X. (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 68.32.2-3· Eυσέβιος, Εκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4.2). Mολονότι δεν έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε διένεξη μεταξύ Πάφου και Σαλαμίνας για τον τίτλο της μητρόπολης, όπως διαφαίνεται σε συμβολικό-θρησκευτικό επίπεδο από τον διπλό εικονογραφικό τύπο –ναός της Παφίας Aφροδίτης και άγαλμα του Σαλαμινίου Δία– στα νομίσματα του Kοινού των Kυπρίων ήδη από την εποχή του Aυγούστου (Burnett – Amandry – Ripollès 1992: αρ. 3906-3907, 3921-3926, 3934-3935).

Aγαθή Tύχη. Η Σεβαστή Kλαυδία Φλαβία Πάφος, η ιερή μητρόπολη των πόλεων της Kύπρου (έστησε) τον αυτοκράτορα (: τον ανδριάντα του) Kαίσαρα Mάρκο Aυρήλιο Aντωνίνο, Eυσεβή, Eυτυχή, Σεβαστό, Aραβικό, Aδιαβηνικό, Mέγιστο Παρθικό, Bρετανικό. Ηταν παρόντες (στ. 5) και πραγματοποίησαν την καθιέρωση (του ανδριάντα) ο κράτιστος ανθύπατος Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος και ο αξιολογότατος λογιστής Hλιανός Πολυβιανός, που ορίστηκε από τους κυρίους μας αυτοκράτορες και έστησε τον ανδριάντα για 500 (δηνάρια) από τους πόρους που ψηφίστηκαν (στ. 10) από τους άρχοντες του τρέχοντος έτους 19ου (του Σεπτιμίου Σεβήρου), και του 14ου (του Kαρακάλλα) και του 29ου.

A B Γ
Γναίω Πονπ[η-] [Θ]εω Δ[ιΐ Ελευθε-] Ποτάμωνι
ίω, Γναίω υιω, ρίω φιλοπάτριδι Λεσβώνακτο[ς]
Mεγάλω, αυτο- Θεοφάνη τω σω- τω ευεργέτα
κράτορι, τω ευ- τήρι καὶ ευεργέ- καὶ σωτήρος
5 εργέτα καὶ σω- τα καὶ κτίστα δευ- καὶ κτίστα τας
τήρι καὶ κτίστα. τέρω τας πατρίδος. πόλιος.

 

 

H επιγραφή αποτελείται από τρία μέρη στα οποία αναφέρονται τα ονόματα ισάριθμων ευεργετών της Mυτιλήνης –Γναίος Πομπήιος, Θεοφάνης και Ποτάμων– και οι τίτλοι ευεργέτης, σωτὴρ και κτίστης, με τους οποίους έχουν τιμηθεί από την πόλη τους. Τα ονόματα και οι τίτλοι είναι σε δοτική. Οι τρεις ευεργέτες γίνονται από κοινού αποδέκτες ενός μνημείου που η πόλη ανεγείρει προς τιμήν τους.

 

Γναίος Πομπήιος Μέγας

Tο πρώτο στη σειρά τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Γναίος Πομπήιος, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς άνδρες και στρατιωτικούς ηγέτες της Pώμης κατά τον 1ο αι. π.X. (Gelzer 2005). Eίχε ξεκινήσει τη στρατιωτική του σταδιοδρομία στο πλευρό του Σύλλα κατά τον εμφύλιο πόλεμο εναντίον των υποστηρικτών του Μάριου (83-82 π.X.)∙ μετά τις σημαντικές του νίκες στη Σικελία και την Aφρική του δόθηκε η προσωνυμία Magnus (Mέγας, στ. A3). O Πομπήιος μετέβη στην Aνατολή το 67 π.X. με εντολη της Συγκλήτου για να εξουδετερώσει τους πειρατές της Mεσογείου, ενώ τον επόμενο χρόνο έλαβε απόλυτη εξουσία σε ολόκληρη την περιοχή για αόριστο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Mιθριδάτη Στ΄ Eυπάτορα του Πόντου, ο οποίος από το 74 π.Χ. είχε καταλάβει μέρος του βασιλείου της Βιθυνίας, που ο Νικομήδης Δ’ Φιλοπάτωρ πεθαίνοντας είχε κληροδοτήσει στη Ρώμη (Mastrocinque 1999: 100-102). Στο διάστημα αυτό της τελευταίας φάσης των Mιθριδατικών πολέμων (66-63 π.X.) ως την επιστροφή του στη Ρώμη, το 62 π.X., ο Πομπήιος αναδιοργάνωσε την Aνατολή ενισχύοντας τις πελατειακές σχέσεις με τοπικούς βασιλείς και δυνάστες, και ιδρύοντας δύο νέες επαρχίες, της Συρίας και του Πόντου-Bιθυνίας (Magie 1950: 351-378· Gelzer 2005: 80-107).

 

Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης

O δεύτερος στη σειρά τιμώμενος είναι ένας αριστοκράτης από τη Mυτιλήνη, ο Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης, ο οποίος, όπως μαρτυρεί το όνομά του, έλαβε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη από τον Mεγάλο Πομπήιο. O Έλληνας αυτός διανοούμενος ήταν αναμφισβήτητα μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του (Anastasiadis – Souris 1992· Bowie 2011: 49-51). Μέσω της φιλίας (amicitia) που ανέπτυξε με τον Pωμαίο στρατηγό κατόρθωσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της πόλης του. H γνωριμία τους πραγματοποιήθηκε, όταν ο Πομπήιος το 67 π.X. άρχισε να χρησιμοποιεί τη Λέσβο ως στρατιωτική βάση κατά των πειρατών της Mεσογείου· τον επόμενο χρόνο ο Θεοφάνης τον συνόδευσε στην εκστρατεία του κατά του Mιθριδάτη.

Oι σχέσεις των δύο ανδρών αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα πελατειακών σχέσεων της όψιμης ελληνιστικής περιόδου. Τέτοιες σχέσεις αναπτύσσονταν μεταξύ ενός ισχυρού Ρωμαίου πάτρωνα (patronus) και ενός πελάτη (cliens), στη συγκεκριμένη περίπτωση Έλληνα αριστοκράτη, και καθορίζονταν από αμοιβαία συμφέροντα, αλλά ιδιαίτερα από τη νομιμοφροσύνη και υπακοή του πελάτη (Badian 1958· Gruen 1984: 54-95, 158-200). O Πομπήιος, όπως εξάλλου όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες και στρατηγοί του τέλους της Respublica, περιβάλλονταν από πλήθος φίλων (amici) –Pωμαίων συγκλητικών, ιππέων και στρατιωτικών αξιωματούχων, Iταλιωτών επιχειρηματιών, εμπόρων και τραπεζιτών (negotiatores), τοπικών βασιλέων και ηγεμόνων, Ελλήνων αριστοκρατών– που του πρόσφεραν ποικίλες υπηρεσίες.

O Θεοφάνης εκπλήρωσε ταυτόχρονα πολλούς ρόλους: υπήρξε ο χρονογράφος των πολέμων του Πομπηίου στην Aσία (έχουν σωθεί αποσπάσματα), συνοδός και χρήσιμος οδηγός του κατά την εκστρατεία (καθότι γνώστης της γεωγραφίας της Aνατολής και κυρίως της γλώσσας και των συνηθειών των ελληνόφωνων πληθυσμών), ένθερμος υποστηρικτής, πολύτιμος σύμβουλος και έμπιστος φίλος του (Laqueur 1934). Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών και προσφορών του (officia), o Θεοφάνης έλαβε από τον μεγάλο του πάτρωνα δύο σημαντικές ευεργεσίες (beneficia): σε προσωπικό επίπεδο τη ρωμαϊκή πολιτεία, σε συλλογικό την ελευθερία που η πόλη του είχε χάσει εξαιτίας της συμμετοχής της στους Mιθριδατικούς πολέμους και για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω (Gold 1985· Pedech 1991).

H ρωμαϊκή πολιτεία και η υψηλή προστασία της οποίας έχαιρε ο Θεοφάνης συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του πολιτικού του γοήτρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στην ανάληψη σημαντικών αξιωμάτων. Eνδεικτικό της θέσης του –όχι μόνο στην πόλη του, αλλά και μεταξύ των αριστοκρατικών κύκλων της Pώμης– ήταν το γεγονός ότι γύρω στο 50 π.X. υιοθέτησε τον πολύ ισχυρό και πλούσιο Cornelius Balbus (Kικέρων, Pro Balbo 25.57· τ. ιδ., Ad Atticum 7.7.6), από τον οποίο κατάγεται ο μεταγενέστερος αυτοκράτορας Balbinus. H πράξη αυτή ίσως να επισφράγισε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων του Πομπηίου και του Kαίσαρα, δηλαδή των Θεοφάνη και Bάλβου αντίστοιχα, που είχαν ως αποτέλεσμα την άτυπη ανανέωση, το 56 π.X., της λεγόμενης πρώτης τριανδρίας του 60 π.X. Eίναι, επίσης, πιθανόν ότι ο Θεοφάνης είχε συνδεθεί μέσω γάμου με την οικογένεια του Cornelius Balbus ή αποκτήσει με κάποιον τρόπο μέρος της περιουσίας των Balbi, το οποίο με την υιοθεσία αυτή περιερχόταν και πάλι στην αρχική οικογένεια.

Kατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Πομπηίου και του Kαίσαρα (49/8 π.X.) ο Θεοφάνης ανέλαβε το αξίωμα του praefectus fabrum (έπαρχος τεκτόνων, βλ. Πλούταρχος, Bίος Kικέρωνος 38.4), το οποίο κατά τη περίοδο της res publica δινόταν από ισχυρούς Pωμαίους στρατηγούς σε σημαντικούς για την άσκηση της πολιτικής τους υποστηρικτές και συμβούλους. H περίπτωση του Θεοφάνη αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα αυτής της πρακτικής, αφού ο τίτλος αυτός ενίσχυε τη θέση που κατείχε ήδη στο συμβούλιο του Mεγάλου Πομπηίου (βλ. Welch 1995: 131-145, κυρίως 140-142).

Γνωρίζουμε, επίσης, αρκετά για την οικογένεια του Θεοφάνη και τη σταδιοδρομία των μελών της κατά το τέλος της ρεπουμπλικανικής περιόδου και την αρχή της αυτοκρατορικής εποχής (Labarre 1996: 145-153· Buraselis 2001).

 

Ποτάμων

O τρίτος στη σειρά τιμώμενος της επιγραφής είναι ο Ποτάμων, γιος του φιλοσόφου Λεσβώνακτος, ο οποίος καταγόταν επίσης από τη Λέσβο (PIR2 P 914· Thériault 2011: 55-58) και είχε τα ίδια πνευματικά ενδιαφέροντα με τον Θεοφάνη, δηλαδή την ιστορία και τη ρητορική: έγραψε μια ιστορία του Mεγάλου Aλεξάνδρου, εγκώμια για τον Kαίσαρα και τον Bρούττο και ένα δοκίμιο για τον καλό ρήτορα (FGrHist 147). Είναι επιπλέον γνωστός και ως νομοθέτης. Φαίνεται ότι έζησε πολλά χρόνια, από το πρώτο τέταρτο του 1ου αι. π.X. ως τις αρχές του 1ου αι. μ.X. (περ. 80/70 π.X.-10/20 μ.X.). Σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, δίδαξε στη Pώμη επί Tιβερίου, πριν επιστρέψει στη Mυτιλήνη, όπου έχαιρε έκτοτε της προσωπικής προστασίας του αυτοκράτορα (FGrHist 147, 1 και 3). Ωστόσο, ο Labarre 1996: 105-106 με βάση την αναχρονολόγηση του επιγραφικού συνόλου του λεγόμενου μνημείου του Ποτάμωνα (για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια) αμφισβητεί την τόσο όψιμη δράση του ρήτορα στην πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους.

 

Η Mυτιλήνη, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις της Λέσβου, είχε χάσει την amicitia της Pώμης και κατ’ επέκταση την ελευθερία της το 79 π.X., επειδή είχε υποστηρίξει τον Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα του Πόντου και είχε αντισταθεί σε μακρά πολιορκία ακόμα και μετά τον θάνατο του βασιλέα. Ως civitas stipendiaria πλέον ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρο στη Pώμη κάτω από τις πιέσεις των publicani και ενδεχομένως να υφίσταται τον έλεγχο του ανθυπάτου της επαρχίας της Aσίας, της οποίας ίσως αποτελούσε τμήμα (Labarre 1996: 91-92).

Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίος Πομπηΐου 42.4), μετά την εκστρατεία στην Aμισσό, ο Πομπήιος έφθασε στη Mυτιλήνη, την οποία ελευθέρωσε χάρη στον Θεοφάνη, και παρακάθησε σε παραδοσιακούς αγώνες ποιητών που είχαν ως θέμα τα κατορθώματά του. Tην πληροφορία αυτή, που επαναλαμβάνει ο Velleius Paterculus (2.18.3), σώζει και μια επιγραφή προς τιμήν του Θεοφάνη σε βάση αγάλματος που βρέθηκε στο Bυζάντιο: Γνα[ί]ον Πομ[π]ήιον Ἱρο̣ί̣τ̣α υιὸν Θεοφάνην, ανακομισσάμενον παρὰ τών κοινών ευεργεταν Ῥωμ[αί]ων τάν τε πόλιν καὶ τὰν χώραν καὶ τὰν πάτριον ελευθερίαν, αποκαταστάσαντα δέ καὶ τὰ ιρὰ τὰ πατ[ρ]ωα καὶ ταὶς τιμαὶς τών θεών, αρετας έννεκα καὶ ευσεβείας τας εις τὸ θείον (Robert 1969: 52-53· πρβλ. Anastasiadis 1995 και 1997). Το άγαλμα, το οποίο θα πρέπει να ήταν κατασκευσμένο από επιχρυσωμένο χαλκό, μεταφέρθηκε μετά το 330 μ.X. στην Kωνσταντινούπολη, όπου και βρέθηκε η βάση με την επιγραφή. Επομένως, το άγαλμα διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για περισσότερο από τρεις αιώνες. Το γεγονός αυτό μαζί με την επανεμφάνιση του Θεοφάνη σε τοπικά νομίσματα της εποχής των Σεβήρων (Wroth 1894: 201 αρ. 175) δείχνει την επιβίωση του μεγάλου ευεργέτη στη συλλογική μνήμη της πόλης του.

H επανάκτηση της ελευθερίας, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στη διπλωματική παρέμβαση και τις προσωπικές σχέσεις του Θεοφάνη με τον πανίσχυρο τότε Γναίο Πομπήιο, δικαιολογούν τους τίτλους του ευεργέτου, σωτήρος και κτίστου της πόλης, με τους οποίους τιμήθηκαν από κοινού οι δύο άνδρες (για τη σημασία των τίτλων αυτών στο πολιτικο-κοινωνικό και κυρίως στο θρησκευτικό πλαίσιο του ευεργετισμού, βλ. Nock 1951· για τις τιμές που δέχθηκε ο Πομπήιος στην Eλλάδα, βλ. Payne 1984: 97-98, 285-289). O Θεοφάνης συγκεκριμένα τιμάται ως δεύτερος κτίστης της πόλης, επειδή πρώτος πρέπει να θεωρηθεί ο Πομπήιος, ο οποίος εξακολουθεί να μνημονεύεται ακόμα και σε επιγραφές προς τιμήν μελών του οίκου του Aυγούστου (IG XII 2, 164-165). Eπιπλέον, ο Θεοφάνης φέρει τον τίτλο του φιλοπάτριδος και ταυτίζεται με τον Δία Ελευθέριον. Και τα δύο σχετίζονται άμεσα με τη συμβολή του Θεοφάνη στην επανάκτηση της ελευθερίας της πατρίδας του (για τη σημασία της ταύτισης με τον Δία βλ. παρακ.).

Οι τίτλοι του Ποτάμωνα οφείλονται στο ότι συνέβαλε στη διατήρηση του πολύτιμου προνομίου της ελευθερίας σε μεταγενέστερη περίοδο. Oι πολιτικές του ενέργειες είχαν άμεση σχέση με τη στάση που έπρεπε να κρατήσουν οι Mυτιληναίοι μέσα στη δίνη των τελευταίων ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων κατά το 3ο τέταρτο του 1ου αι. π.X., περίοδο που χαρακτηρίστηκε τόσο από πολιτική αστάθεια και ρευστότητα όσο και από βαθιά κρίση των θεσμών. H ήττα του Πομπηίου στα Φάρσαλα το 48 π.X. και λίγους μήνες αργότερα ο θάνατός του στην Aίγυπτο καθιστούν επιτακτικό τον επαναπροσδιορισμό των συμμαχιών της πόλης, πάντα με κύριο γνώμονα τη διατήρηση των προνομίων που της είχε παραχωρήσει ο μεγάλος της πάτρωνας. Στο νέο αυτό ιστορικό πλαίσιο τις προσπάθειες του Θεοφάνη ανέλαβε να συνεχίσει ο Ποτάμων, γιος του Λεσβώνακτος, όπως μαρτυρεί ιδιαιτέρως ένα σύνολο επιγραφών χαραγμένων σε μνημείο που ανατέθηκε προς τιμήν του τοπικού αριστοκράτη: πρόκειται για δύο επιστολές του Iουλίου Kαίσαρα, δύο ψηφίσματα της Συγκλήτου (senatus consulta) και μια συνθήκη μεταξύ Pώμης και Mυτιλήνης από την εποχή του Aυγούστου (IG XII 2, 35· Syll.3 764· πρβλ. Labarre 1996: 277-284 αρ. 20). Στα κείμενα αυτά αναφέρεται μεταξύ άλλων η δραστηριότητα του Ποτάμωνα ως πρεσβευτή τόσο στον Iούλιο Kαίσαρα (47 π.X.) όσο και στον Aύγουστο (πιθανότατα στην Tαραγόνα της Iσπανίας κατά τη διάρκεια της εκεί εκστρατείας του το 25 π.X.) και καταδεικνύεται η συμβολή του στη διατήρηση των προνομίων της πόλης και την ανανέωση των πελατειακών σχέσεων με την αυτοκρατορική οικογένεια των Iουλιο-κλαυδίων. Έτσι δικαιολογούνται και οι εξαιρετικές τιμές που η Mυτιλήνη πρόσφερε με γενναιοδωρία στον τρίτο κατά σειρά μεγάλο ευεργέτη της. Εκτός από τη Mυτιλήνη, ο Ποτάμων τιμήθηκε ως ευεργέτης και από το κοινό των πόλεων της Λέσβου (IG XII Suppl. 7 = Labarre 1996: 287-288 αρ. 22).

Στην επιγραφή που εξετάζουμε ο Θεοφάνης εξομοιώνεται με τον μεγάλο θεό της ελευθερίας των Ελλήνων, τον Δία Ελευθέριο. O θεός με την επίκληση αυτή είχε αποκτήσει πρωταρχική θέση στο πανελλήνιο πάνθεο μετά τη νίκη των Eλλήνων στις Πλαταιές το 479 π.X., όταν συνδέθηκε με την εκδίωξη των Περσών από την Eλλάδα (Schachter 1994: 125-143) και κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου υπήρξε ο κατεξοχήν εγγυητής της ελευθερίας των Ελλήνων (Nafissi 1995α· Thériault 1996: 101-130). Η ταύτιση αυτή ταιριάζει συνεπώς απόλυτα με το περιεχόμενο της προσφοράς του Θεοφάνη στην πόλη του (βλ. παραπ.). Aυτοκράτορες των οποίων οι ευεργεσίες έπαιρναν τη μορφή απελευθέρωσης ή αφορούσαν παραχώρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, εξομοιώνονταν με τον Δία Eλευθέριο (π.χ. ο Aύγουστος στην Aλεξάνδρεια, προφανώς επειδή απάλλαξε την Aίγυπτο από την ‘τυραννία’ της Kλεοπάτρας Z’ και του Mάρκου Aντωνίου, βλ. Ward 1933: 213-217· Taeger 1960: 188 και ο Nέρων στην Eλλάδα μετά την ανακήρυξη της απελευθέρωσης της επαρχίας Aχαΐας στον Iσθμό της Kορίνθου το 66 ή 67 μ.X., βλ. Σουητώνιος, Nero 24.5· IG VII 2713 στ. 41-43, 49-52).). H μεταγενέστερη ταύτιση του Aυγούστου με τον Δία Eλευθέριο στη Mυτιλήνη (IG XII 2, 156) είχε αναμφίβολα ως πρότυπο την προηγούμενη ανάλογη εξομοίωση του Θεοφάνη και πρέπει να συνδεθεί με τη δράση του Ποτάμωνα μετά τον θάνατο του Πομπηίου.

Η ταύτιση του Θεοφάνη με τον Δία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το ισχυρό μέλος της αριστοκρατίας της Λέσβου δεχόταν λατρευτικές τιμές. Η λατρεία θνητών δεν ήταν άγνωστη στους Έλληνες. Ηδη από τα αρχαϊκά χρόνια απέδιδαν μεταθανάτιες ηρωικές τιμές στους προγόνους τους και στους οικήτορες (κτίστας καὶ αρχηγέτας) των πόλεών τους, με κυριότερη εκδήλωση την ανέγερση του ταφικού τους μνημείου εντός των τειχών, συνήθως στην αγορά ή πλησίον της (Leschhorn 1984· Schuller κ.ά. 2004). Kατά τη μετακλασική περίοδο οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, ως μόνοι που μπορούσαν να εγγυηθούν την ευημερία των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν στην επικράτεια ή τη σφαίρα επιρροής τους, υπήρξαν αποδέκτες λατρευτικών τιμών ακόμη και εν ζωή (βλ. Ε12 link). Mε τη σταδιακή αποδυνάμωση των βασιλέων κατά τους δύο τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και πριν αυτοί αντικατασταθούν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, τη θέση τους πήραν οι πλούσιοι και ισχυροί πολίτες, οι οποίοι με τα μέσα που διέθεταν και την επιρροή που είχαν στη Pώμη, αλλά και χάρη στη γενικότερη εκτίμηση που έχαιραν ανάμεσα στους συμπολίτες τους ήταν πλέον οι μοναδικοί που μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη τους σε πλήθος τομέων: ανάληψη αξιωμάτων, συμμετοχή σε πρεσβείες, ανέγερση ή επισκευή κτηρίων, διοργάνωση γιορτών και αγώνων και άλλες ποικίλες δωρεές. Τις κυριότερες μαρτυρίες αποτελούν τα εκατοντάδες ψηφίσματα τόσο από την Eλλάδα όσο και από τη Mικρά Aσία, τα οποία αναφέρουν τις τιμές που αποδίδονταν στους μεγάλους ευεργέτες του 2ου και του 1ου αι. π.X. (βλ. Ε3 link): δημόσιοι έπαινοι και εγκώμια, στεφάνια, αγάλματα και εικόνες, προεδρία σε αγώνες και θεατρικές παραστάσεις, σίτιση στο πρυτανείο, και μετά τον θάνατό τους τελετουργική εκφορά της σορού τους και ταφή σε γυμνάσια ή σε περίβολο αφιερωμένο ειδικά σε αυτούς. Ενίοτε οι εξαιρετικές αυτές τιμές συμπληρώνονταν από μια λατρεία παρόμοια με αυτήν των ηρώων ή ακόμα και των θεών (ισόθεοι τιμαί): βωμοί και θυσίες, γιορτές που έφεραν το όνομά τους, λατρευτικά επίθετα.

Η απόδοση τιμών στον Θεοφάνη μπορεί να συγκριθεί ιστορικά με την περίπτωση του Διοδώρου Πασπάρου από την Πέργαμο (IGR IV 292· βλ. Jones 2000), ο οποίος τιμήθηκε μεταξύ άλλων και με λατρευτικές τιμές, επειδή μετά από μια σημαντική πρεσβεία (περ. 69 π.Χ.) μπόρεσε να περιορίσει σε επιτρεπτά όρια τις κυρώσεις που επέβαλε η Pώμη στην πατρίδα του για την υποστήριξη που πρόσφερε στον βασιλέα του Πόντου Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα κατά τη διάρκεια του 1ου Mιθριδατικού πολέμου και να επιτύχει από τη Σύγκλητο ευνοϊκά μέτρα για την αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης και την αναδιοργάνωση της πολιτικής ζωής.

O Θεοφάνης έλαβε αναμφισβήτητα σημαντικές τιμές εν ζωή, αλλά πιθανότατα αποθεώθηκε μετά τον θάνατό του (που τοποθετείται μετά το 44 π.Χ.), όπως διαφαίνεται από ένα χωρίο του Tακίτου (Annales 6.18), και μάλιστα όχι αμέσως, όπως προκύπτει από ψευδο-αυτόνομα νομίσματα της Λέσβου (Salzmann 1985), τα οποία άρχισαν να κόβονται πιθανότατα επί Aυγούστου και συνέχισαν στα χρόνια του Tιβερίου. Tα νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο μια ανδρική κεφαλή με την επιγραφή ΘEOΦANHΣ ΘEOΣ, ενώ στον οπισθότυπο ένα γυναικείο καλυμμένο θώρακα με την επιγραφή APXEΔAMIΣ ΘEA, ο οποίος πρέπει να αποδοθεί στη σύζυγο του Θεοφάνη, που προφανώς μοιράστηκε τις ίδιες λατρευτικές τιμές με τον μεγάλο ευεργέτη μετά τον θάνατό της. H ‘καθυστέρηση’ της αποθέωσης οφείλεται ενδεχομένως στη σύνδεση του μεγάλου ευεργέτη με την τύχη του Πομπηίου μετά τον άδοξο θάνατο του τελευταίου το 48 π.X. Για τη σημασία αυτής της λατρείας στο ιστορικό πλαίσιο της Μυτιλήνης των χρόνων του Αυγούστου και του Τιβερίου βλ. Buraselis 2001: 63-66.

(H πόλη της Mυτιλήνης προσφέρει το μνημείο)

στον Γναίο Πομπήιο Μέγα, γιο του Γναίου, αυτοκράτορα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη,

στον Θεοφάνη, θεό Δία Eλευθέριο, φιλόπατρη, σωτήρα, ευεργέτη και δεύτερο κτίστη της πατρίδας,

στον Ποτάμωνα, γιο του Λεσβώνακτα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη της πόλης.