Ιουλίαν θεὰν Σεβαστὴν Πρόνοιαν | |
η βουλὴ η εξ Αρήου πάγου καὶ η βου- | |
λὴ τών εξακοσίων καὶ ο δήμος | |
αναθέντος εκ τών ιδίων | |
5 | Διονυσίου τού Αύλου Μαρα- |
θωνίου, αγορανομούντων | |
αυτού τε Διονυσίου Μαρα- | |
θωνίου καὶ Κοίντου Ναιβίου | |
Ῥούφου Μελιτέως. |
Από τον 1ο στίχο της επιγραφής μαθαίνουμε ότι το άγαλμα αφιερώθηκε στη Λιβία «θεά Σεβαστή Πρόνοια». Δύο ακόμα επιγραφές από το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας αποδίδουν στη Λιβία αυτό τον χαρακτηρισμό: η επιγραφή IG ΧΙΙ Suppl. 124 από την Ερεσό της Λέσβου και η IGR IV 584 από τους Αϊζανούς της Φρυγίας. Το επίθετο «Πρόνοια» αποδιδόταν κατά κύριο λόγο στη θεά Αθηνά και γι’ αυτό, αν και σε καμία από τις τρεις επιγραφές δεν γίνεται αναφορά στο όνομα της θεάς, μπορούμε να υποθέσουμε ταύτιση της αυτοκράτειρας μαζί της. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της αθηναϊκής επιγραφής, αυτό αποτελεί μεγάλη πιθανότητα καθώς η Αθηνά Πολιάδα είναι η θεά προστάτιδα της πόλης και ο Άρειος Πάγος, ο δήμος και η βουλή των Αθηναίων που κάνουν την ανάθεση είναι λογικό να ήθελαν να τιμήσουν την αυτοκράτειρα με το να την ταυτίσουν με τη βασικότερη θεότητα που λάτρευαν. Επίσης, ο συσχετισμός με την Αθηνά ίσως να γίνεται για να αποδοθεί στη Λιβία η έννοια της προστασίας που προσφέρει η ίδια ως πάτρωνας σε κάποια πόλη ή ιδιώτη και γι’ αυτό χρησιμοποιείται το επίθετο «Πρόνοια». Από την άλλη είναι πιθανό η απόδοση αυτού του επιθέτου στη Λιβία να θέλει να δηλώσει την ευγνωμοσύνη πόλεων ή ιδιωτών για κάποια ευεργεσία της αυτοκράτειρας (βλ. Frija 2010: 45-46, Barrett 2002: 208, Kajava 2002: 92, Mikocki 1995: 27 και 166 αρ. 104-106, Geagan 1967: 33, 124).
Παράλληλα, πρέπει να αναφερθεί και η περίπτωση της μίμησης της ρωμαϊκής θεάς Providentia Augusta. Ο τίτλος της «Σεβαστής Πρόνοιας» που φέρει η Λιβία σε όλες τις παραπάνω επιγραφές μοιάζει να είναι ακριβής μετάφραση του όρου «Providentia Augusta». Ειδικά για την περίπτωση της επιγραφής από την Αθήνα, η Καντηρέα (Kantiréa 2007α: 102-103) επισημαίνει ότι πρέπει να μελετηθεί στο πλαίσιο του συσχετισμού της Λιβίας με την Providentia Augusta, καθώς στα χρόνια της βασιλείας του Τιβερίου, οπότε και χρονολογείται η επιγραφή, γινόταν επίμονη προσπάθεια να διατηρηθεί η διαδοχή μέσα στον οίκο των Ιουλίων – Κλαυδίων και γι’ αυτό η Providentia Augusta συνδέθηκε με τη Salus Publica, ώστε να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της διαδοχής και τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας.
Οι στίχοι 2-3 αποδίδουν τον επίσημο τρόπο με τον οποίο αναφέρεται η πόλη των Αθηνών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η βουλή του Αρείου Πάγου (στ. 2), που κάποτε υπήρξε το κυρίαρχο σώμα της πόλης αλλά αργότερα οι δικαιοδοσίες της συρρικνώθηκαν σημαντικά, γνώρισε ξανά ιδιαίτερη άνθηση κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Είχε ποικίλες δικαστικές αρμοδιότητες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν διάφορα αδικήματα όπως η απάτη η σχετική με τα μέτρα και τα σταθμά της αγοράς, οι απαγωγές, οι επιθέσεις. Μπορούσε ακόμα να αποφασίζει για περιπτώσεις εξορίας, κτηματικών διαφορών, εισαγωγής νέων θεοτήτων στη λατρεία της πόλης, για την εκπαίδευση των νέων καθώς και για τη νομισματική πολιτική. Την περίοδο αυτή έφτασε να γίνει το πιο σημαντικό από τα θεσμικά όργανα της Αθήνας. Γι’ αυτό το όνομά της έμπαινε πρώτο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα τρία όργανα της αθηναϊκής κυβέρνησης – ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 500 ή των 600 και ο δήμος – αναφέρονταν από κοινού.
Η βουλή απαρτίζεται από 600 μέλη μέχρι τη βασιλεία του Αδριανού και στη συνέχεια από 500, εκλεγμένα ανά φυλή. Έχει τη δυνατότητα να ψηφίσει διατάγματα, μόνη ή μαζί με την εκκλησία του δήμου. Οι δικαιοδοσίες της ήταν διευρυμένες και περιελάμβαναν δικαστικές αρμοδιότητες, την ψήφιση τιμητικών διαταγμάτων, την προστασία ορισμένων λατρειών, την εποπτεία της δραστηριότητας των αρχόντων και του θεσμού της εφηβείας.
Η εκκλησία του δήμου, αν και συνεχίζει τη λειτουργία της, δεν έχει την ίδια δύναμη με την προρωμαϊκή εποχή. Ακόμα και μέσα σε αυτήν, δεν έχουν όλοι οι πολίτες τα ίδια δικαιώματα, αλλά διακρίνονται οι εκκλησιάζοντες που κατέχουν τα ανώτερα. Διατηρεί ακόμα τη δύναμη να ψηφίζει τα διατάγματα κι έχει κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες. Σταδιακά όμως οι εξουσίες της περιορίζονται μέχρι που από τον 3ο αι. μ.Χ. και έξης δεν βλέπουμε πια ψήφισμα του δήμου (για τα τρία όργανα της αθηναϊκής πολιτείας βλ. Sartre 2012: 194-195 και για τον θεσμό της εφηβείας 123 υποσημ. 3).
Το πιο κοινό παράδειγμα των συνεργατικών ψηφισμάτων ήταν οι αφιερώσεις σε βάσεις αγαλμάτων και ερμαϊκές στήλες, όπως είναι και η επιγραφή IG II2 3238. Χρησιμοποιήθηκαν πολλοί τρόποι αναφοράς των τριών οργάνων της πόλης, αλλά ο πιο διαδεδομένος ήταν αυτός που μας παραδίδεται στους στίχους 2 – 3 της εξεταζόμενης επιγραφής. Τα άτομα που τιμώνταν στις επιγραφές ήταν υψηλά ιστάμενα, όπως αυτοκράτορες, τοπικοί παράγοντες και αφηρωισμένοι νεκροί.
Πολλές αφιερώσεις αναφέρουν έναν ιδιώτη ο οποίος λειτουργεί ως επιμελητής ή κατασκευαστής του έργου που ανατίθεται. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει και στην παραπάνω επιγραφή, καθώς στους στ. 4 – 6 διαβάζουμε «αναθέντος εκ τών ιδίων/ Διονυσίου τού Αύλου Μαρα/ θωνίου» (σε άλλες επιγραφές για να δηλωθεί το άτομο που αναλαμβάνει την εργασία βλέπουμε τις διατυπώσεις «επιμεληθέντος της αναθήσεως», «επιμεληθέντος», «διά τής προνοίας τού», «ανέθηκαν». Για παραδείγματα επιγραφών με τις παραπάνω διατυπώσεις βλ. Geagan 1967: 33 υποσημ. 9). Εδώ ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 600 και ο δήμος ψηφίζουν το διάταγμα για την ανέγερση του αγάλματος της Λιβίας, αλλά το κόστος της αφιέρωσης καθώς και την επίβλεψη του έργου αναλαμβάνει ο αγορανόμος Διονύσιος, ο γιος του Αύλου από τον Μαραθώνα. Είναι πιθανό ότι οποιοσδήποτε Αθηναίος, με αρκετό πλούτο και κύρος, μπορούσε να εξασφαλίσει ψήφισμα των τριών οργάνων για να αναγείρει κάποιο μνημείο (Geagan 1967: 32-33, 48-52).
Στην επιγραφή αναφέρονται οι δύο αγορανόμοι της πόλης, ο Διονύσιος ο Μαραθωνεύς και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος. Το αξίωμα του αγορανόμου άρχισε να εμφανίζεται στο ρωμαϊκό cursus honorum από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ, ενώ ως αξίωμα υπήρχε ήδη από την κλασική περίοδο. Ως κύριο καθήκον του είχε να ελέγχει την καλή λειτουργία της αγοράς. Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι της ρωμαϊκής περιόδου απορρόφησαν τα καθήκοντα των μετρονόμων της εποχής του Αριστοτέλη (Ath. Pol. 51.2) μαζί με την αρμοδιότητα να επιβλέπουν τη γνησιότητα και την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον στα καθήκοντά τους υπάγονταν, εκτός από την αστυνόμευση της αγοράς, η διασφάλιση της προμήθειας του ψωμιού παράλληλα με την επιτήρηση της ποιότητας και του βάρους του, η εποπτεία του επισιτισμού και της ύδρευσης της πόλης, ο έλεγχος των τιμών και η καταπολέμηση της ακρίβειας καθώς και η υποχρέωση να διατηρούν τα αναγκαία δημόσια οικοδομήματα που αφορούσαν το εμπόριο: λιμάνια, αγορά, στοές. Ακόμα, οι αγορανόμοι μεριμνούσαν για την αποφυγή της δημιουργίας μονοπωλίων. Συχνά παρατηρούνταν ελλείμματα στον επισιτισμό και τότε ο αρμόδιος αξιωματούχος ήταν υποχρεωμένος να τα καλύπτει με προσωπικά του έξοδα και γι’ αυτό τιμώνταν ως ευεργέτης της πόλης (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πλουσιότερος Αθηναίος του 2ου μ.Χ. και μεγάλος ευεργέτης της πόλης, Ηρώδης Αττικός, ο οποίος ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα σε νεαρή ηλικία με το αξίωμα του αγορανόμου [βλ. IG II² 3602] και πιθανόν να τιμήθηκε για κάποια ευεργεσία που έκανε στα πλαίσια του αξιώματος αυτού (βλ. IG II² 3600). Για τον Ηρώδη ως αγορανόμο βλ. Oliver 2012: 95 αρ. 16 και σ. 99, Camia 2008: 26-27, Κοκολάκης 2004: 289, Byrne 2003: 115 αρ. 8 (iv), Tobin 1997: 24-27, 29, 32, 35.). Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι λειτουργούσαν στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο Αγορανομείο, για το οποίο έχει προταθεί ότι βρισκόταν στα ανατολικά της αγοράς κοντά στην πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, που αποτελούσε την κύρια είσοδό της. Η υπόθεση για την τοποθεσία του Αγορανομείου στηρίζεται σε πολλά αρχεία αναφερόμενα στο αξίωμα του αγορανόμου που έχουν βρεθεί στο σημείο αυτό, όπως και η επιγραφή IG II2 3238 (για το αξίωμα του αγορανόμου βλ. Oliver 2012, Sartre 2012: 113, Κοκολάκης 2004: 288-289, Geagan 1967: 123-124, Graindor 1931: 81-82).
Ο Άρειος Πάγος, η βουλή των εξακοσίων και ο δήμος (αφιερώνουν αυτό το άγαλμα) στη θεά Ιουλία Σεβαστή Πρόνοια, (στ. 5) μέσω του Διονυσίου, του γιου του Αύλου από τον Μαραθώνα, ο οποίος ανέλαβε την εργασία με δικά του έξοδα, όταν ήταν αγορανόμοι ο ίδιος ο Διονύσιος από τον Μαραθώνα και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος, ο γιος του Μελιτέως.
(πλευρά Α)
υπέρ βασιλέως Αριαρά- | |
θους Επιφανούς Ατηζωας | |
Δρυηνου γυμνασιαρχήσας | |
καὶ αγωνοθετήσας Ερμη | |
5 | καὶ Hρακλεί α[να]γραφὴν γυ- |
μνασίαρχων [τών] απὸ τού | |
ε’ έτους· [ v. Ατηζ]ωας Δρυη- | |
νου, [ . . . . . . ] Hρακλείδου |
(πλευρά Β)
Αθήναιος Hγ[
Ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης στο γυμνάσιο των Τυάνων, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή έναν κατάλογο γυμνασιάρχων υπέρ του βασιλέα Αριαράθη Στ’ Επιφανούς Φιλοπάτορα.
Η ανάθεση στους θεούς υπέρ του βασιλέα αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο απόδοσης τιμών και έκφρασης της αφοσίωσης και νομιμοφροσύνης των υπηκόων προς τον ηγεμόνα τους. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι αναθέτες είναι, όπως ο γυμνασίαρχος Ατηζώας, δημόσια πρόσωπα: αξιωματούχοι της βασιλικής αυλής, της διοίκησης και του στρατού ή των πόλεων που βρίσκονται στην περιοχή κυριαρχίας του ηγεμόνα..
Το γυμνάσιο ήταν φυσικά το ιδεώδες μέρος για την ανάθεση ενός καταλόγου γυμνασιάρχων από έναν συνάδελφό τους. Η ύπαρξη του γυμνασίου, ενός θεσμού που μυούσε τους νέους στον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης εκπαιδεύοντας πολιτικά και κοινωνικά τους μελλοντικούς πολίτες, πιστοποιεί αναμφίβολα έναν βαθμό εξελληνισμού του βασιλείου της Καππαδοκίας –τουλάχιστον στα αστικά κέντρα– και αποτελεί μια έμμεση μαρτυρία για την οργάνωση των Τυάνων κατά τα πρότυπα των ελληνικών πόλεων επί Αριαράθη Στ’ (γενικά για το γυμνάσιο Delorme 1960, ειδικά για τον ρόλο του γυμνασίου στην Ανατολή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους βλ. τα άρθρα των Groß-Albenhausen 2004 και Bringmann 2004).
Η επιλογή του πέμπτου έτους της ηγεμονίας του Αριαράθη Στ΄ ως χρονικού ορόσημου για την έναρξη του καταλόγου μπορεί να έχει ποικίλες ερμηνείες: σηματοδοτεί πιθανόν τη χρονιά της θητείας του Ατηζωα ως γυμνασιάρχου ή κάποια σημαντική ευεργεσία του βασιλέα προς το γυμνάσιο ή άλλες σημαντικές εξελίξεις, ενδεχομένως πολιτικού χαρακτήρα. Ο θεσμός του γυμνασίου είχε εισαχθεί στο βασίλειο των Αριαραθιδών μάλλον ήδη σε προγενέστερη εποχή.
Ο γυμνασίαρχος Ατηζωας Δρυηνου είναι πέρα από κάθε αμφιβολία αυτόχθων (για τα ανθρωπωνύμια αυτά βλ. Robert, Noms indigènes 493) και έτσι η επιγραφή του γυμνασίου των Τυάνων αποτελεί την πρωιμότερη μαρτυρία στην ιστορία του ελληνιστικού γυμνασίου για την ανάληψη του αξιώματος του γυμνασιάρχου από έναν αυτόχθονα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο άλλοι γυμνασίαρχοι του αποσπασματικά σωζόμενου καταλόγου φέρουν ελληνικά θεοφόρα ονόματα ή πατρώνυμα: Αθήναιος και Hρακλείδης (Parker 2000). Η διάδοση του ονόματος Hρακλείδης (όπως και αυτή του αντίστοιχου θεοφόρου ανθρωπωνυμίου Hράκλειτος) συνδέεται με τη λατρεία του Ηρακλή (βλ. το ευρετήριο των ανθρωπωνυμίων που προέρχονται από το όνομα Ηρακλής: I.Tyana σ. 535). Τουλάχιστον από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. ο Ηρακλής λατρευόταν στο καππαδοκικό βασίλειο και εκτός του γυμνασίου, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος λατρείας του (για τον Ηρακλή στο γυμνάσιο βλ. Aneziri – Damaskos 2004: 248-251). Η γιορτή Hράκλεια μνημονεύεται σε ψήφισμα της πόλης Άνισα που χρονολογείται πιθανότατα στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. (Robert, Noms indigènes 499-501). Νομισματικές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου επιβεβαιώνουν τη σημαντική θέση που κατείχε ο Ηρακλής στο πάνθεον των καππαδοκικών θεών και ηρώων (I.Tyana σ. 373-374). Η απήχηση αυτής της εισαγόμενης λατρείας στον ντόπιο πληθυσμό οφείλεται μάλλον στην ταύτιση του Ηρακλή με κάποια τοπική θεότητα, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας και αλλού. Στα Τύανα ο Ηρακλής θεωρούνταν, ενδεχομένως, γιος της Αστάρτης, της προστάτιδας της πόλης (I.Tyana σ. 373-374, 480-482).
Το όνομα Αθήναιος του τρίτου γυμνασιάρχου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στο καππαδοκικό βασίλειο, ακόμη και μεταξύ των μελών της επόμενης βασιλικής δυναστείας των Αριοβαρζανιδών (96-36 π.Χ.), λόγω εξομοίωσης της θεάς Αθηνάς με τη μεγάλη καππαδοκική θεά Μα (I.Tyana σ. 372-373, 500-501, 534). Η απήχηση που είχε η λατρεία της Αθηνάς αποτυπώνεται στην καππαδοκική νομισματοκοπία: κυρίαρχο εικονογραφικό θέμα των νομισμάτων του βασιλείου από τον 3ο αι. π.Χ. ως και το τέλος της δυναστείας των Αριοβαρζανιδών το 36 π.Χ. αποτελεί ο ελληνικός νομισματικός τύπος της Αθηνάς Νικηφόρου (Simonetta 1997).
Ο γυμνασίαρχος Αθήναιος και ο άγνωστος γυμνασίαρχος με το πατρώνυμο Hρακλείδης μπορεί να ήταν εξελληνισμένοι αυτόχθονες. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη γενική τάση που είχαν οι εξελληνισμένοι αυτόχθονες να υιοθετούν γρήγορα ελληνικά ονόματα, με αποτέλεσμα να σώζονται ελάχιστα μη ελληνικής προέλευσης ονόματα γηγενών που φοίτησαν ή ανέλαβαν αξιώματα στα γυμνάσια του ελληνιστικού κόσμου (βλ. Groß-Albenhausen 2004: 316· Σοφού 2018).
Για τον βασιλέα Αριαράθη Επιφανή ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή τον κατάλογο των γυμνασιάρχων από το πέμπτο έτος: [Ατηζ]ώας ο γιος του Δρυηνού, [ ] ο γιος του Ηρακλεί[δου]
Αθήναιος ο γιος του Ηγ[
Ὁ δήμος ο Αθηνα[ίων] | |
βασίλισσαν Στρατον[ίκην] | |
βασιλέως Αρια(ρ)ά[θου] | |
αρετής ένεκεν καὶ ευνοίας | |
5 | τής εις εαυτὸν |
Αρτέμιδι, [Λητ]οί, Α(π)ό[λλωνι] |
Ανάθεση στη δηλιακή τριάδα Άρτεμη, Λητώ και Απόλλωνα ενός αγάλματος της βασίλισσας Στρατονίκης από το δήμο των Αθηναίων. Σκοπός της ανάθεσης αυτής ήταν να τιμηθεί η βασίλισσα για την αρετή της και την εύνοια που έδειξε προς το δήμο των Αθηναίων (πρβλ. την τιμητική επιγραφή του δήμου της Περγάμου για τη βασίλισσα Στρατονίκη: Müller 1991: 393-396).
Η ταυτότητα του τιμώμενου προσώπου
Η Στρατονίκη (περ. 203/192-134 π.Χ.) ήταν θυγατέρα του βασιλέα της Μεγάλης Καππαδοκίας Αριαράθη Δ΄ και, πιθανότατα, της σελευκιδικής καταγωγής Αντιοχίδος (Allen 1983: 202· αντίθετη άποψη διατυπώνει ο Müller 1991: 401-402). Υπήρξε σύζυγος του βασιλέα της Περγάμου Ευμένη Β’, μετά τον θάνατό του το 158/7 π.Χ. παντρεύτηκε τον αδελφό και διάδοχό του Άτταλο Β’, και ήταν πιθανότατα η μητέρα του τελευταίου Ατταλίδη βασιλέα Άτταλου Γ’ (Hopp 1977: 16-26 και σημ. 2).
Οι θεότητες
Οι δηλιακές θεότητες στις οποίες προσφέρεται το ανάθημα των Αθηναίων ήταν διαδεδομένες όχι μόνο στην Πέργαμο (Hansen 1971: 445-446), αλλά και στην ιδιαίτερη πατρίδα της Στρατονίκης. Στην Καππαδοκία, συγκεκριμένα, η Άρτεμη λατρευόταν με το επίθετο Ταυροπόλος (Στράβων 12.2.3), ενώ διάδοση γνώριζε και η λατρεία του Απόλλωνα με το επίθετο Αρχηγέτης (Στράβων 12.2.6· I.Tyana σελ. 375). Είναι μάλιστα πιθανόν οι δύο θεότητες να λατρεύονταν με αυτά τα επίθετα και στη Δήλο (για την πιθανή λατρεία της Αρτέμιδος Ταυροπόλου στη Δήλο, βλ. Bilde 2003· του Απόλλωνα Αρχηγέτου, Malkin 1986).
Το ιερό της Δήλου και η διεθνής διπλωματία
Στην εποχή κατά την οποία χρονολογείται η επιγραφή, δηλαδή πιθανότατα από το 167 π.Χ. και εξής, η Δήλος, χάρη στο προνομιακό καθεστώς ατέλειας που απολάμβανε, αναπτύχθηκε σε κομβικό σημείο για το διαμετακομιστικό εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου (Στράβων 10.5.4). Ως διεθνής εμπορικός πόλος εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο που φιλοξενούσε πολλές ξένες λατρείες (Bruneau 1970). Έγινε προσφιλής τόπος επίδειξης της ευσέβειας και της γενναιοδωρίας των ηγεμόνων προς τους θεούς, και τόπος ανέγερσης επιγραφών και ανάθεσης μνημείων προς τιμήν ηγεμόνων και άλλων επιφανών προσώπων (βλ. ενδεικτικά Bringmann – Ameling – Schmidt-Dounas 1995: 187-231 αρ. 117-193· Κotsidu 2000: 193-224 αρ. 120-148). Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του νησιού αποτελούσε εγγύηση ότι πράξεις αντάξιες δόξας και τιμής θα είχαν τη μέγιστη δημοσιότητα και απήχηση (Roussel 1987· Habicht 1995: 247-264).
Ο δήμος των Αθηναίων ανέθεσε στην Άρτεμη, τη Λητώ και τον Απόλλωνα το άγαλμα της βασίλισσας Στρατονίκης, κόρης του βασιλέως Αριαράθου, για την αρετή και την εύνοιά της προς αυτόν τον ίδιο.