[θ ] ε ο [ ί]· | |||
I | [επὶ Ζ]ωπύρου άρχοντος επὶ τής Πτολεμ̣α̣ιΐδος δεκ[ά]της [πρυ]- | ||
[τανε]ίας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου Αιξωνεὺ̣ςVIII εγραμμάτευεν· | |||
[Ελαφ]ηβολιώνος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανεί- | |||
5 | [ας· εκκ]λησία εν Διονύσου· τών προέδρ[ω]ν επεψήφιζεν Σώπα- | ||
[τρος Φι]λ̣άγρου Ὑβάδης καὶ συμπρόεδροι· vacat | |||
έδοξεν τώι δήμωι· | |||
[Ξένω]ν̣ Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ ο ά̣ρχων Ζώπυρος | |||
[απο]φαίνει τὸν πατέρα τής καταλεγ̣είσης κανηφόρου Ζώπυρον | |||
10 | [π]έμψαι τὴν θυγατέρα τὴν εαυτού Τ̣[— c.6 —] οίσουσαν τὸ ιερὸν | ||
κανούν τώι θεώι κατὰ τὰ πάτρια, προσαγαγείν δέ αυτὸν καὶ θύv– | |||
μα ὡς ἠδύνατο κάλλιστον, επιμεμελήσθαι δέ καὶ τών λοιπών v | |||
τών καθηκόντων εαυτώι εις τὴν πομπὴν καλώς καὶ φιλοτίv– | |||
μως, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· επαινέσαι τὸν πατέρα | |||
15 | τής κανηφόρου Ζώπυρον Δικαίου Μελιτέα καὶ στεφανώσαι v | ||
αυτὸν κιττού στεφάνωι ευσεβείας ένεκα τής πρὸς τοὺς v | |||
θεοὺς καὶ φιλοτιμίας τής εις τὸν δήμον τὸν̣ Αθηναίων· αναγρά- | |||
ψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν̣ κατὰ πρυτανείαν | |||
εν στήληι λιθίν[ε]ι [κα]ὶ στήσαι εν τώι τεμένει τού Διονύσου· v | |||
20 | τὸ δέ γενόμενον α̣<νά>λωμα μερίσαι τὸν τα[μ]ίαν τών στρατιωτι- | ||
κών. vacat | |||
vacat 0,065 | |||
in corona hederacea: |
|||
22 | ο δήμος | ||
τὸν πατέρα | |||
τής κανη- | |||
25 | φόρου | ||
Ζώπυρον | |||
Δικαίου | |||
Μελιτέα | |||
vacat 0,035 | |||
II | επὶ Ζωπύρου άρχοντος, επὶ τής Πτολεμαιΐδος δεκάτης πρυτανεί- | ||
30 | ας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου ΑιξωνεὺςVIII εγραμμάτευεν· Ελαφηβολιώ- | ||
νος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανείας· εκκλησία εν Διο- | |||
νύσου· τών προέδρ̣ων επεψ[ή]φιζεν Σώπατρος Φιλάγρου Ὑβάδης κα[ὶ] | |||
συμπρόεδροι· vacat έδοξεν τώι δήμωι· vacat | |||
Ξένων Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ οι χειροτονηθέντες | |||
35 | επιμεληταὶ τής πομπής επὶ Ζωπύρου άρχοντος τάς τε θυσίας έθυ- | ||
σαν τοίς θεοίς, οίς πάτριον ήν, έπεμψαν̣ δέ καὶ τὴν πομπὴν μετὰ | |||
τού άρχοντος ὡς ἠδύναντο φιλοτιμότατα, επεμελήθησαν δέ καὶ | |||
τών άλλων ων καθήκεν αυτοίς, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· v | |||
επαινέσαι τοὺς επιμελητὰς τής πομπής καὶ στεφανώσαι έκαστον̣ | |||
40 | [α]υτών χρυσώι στεφάνωι ευσεβε[ί]ας ένεκα τής πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ | ||
[φ]ιλοτιμίας τής εις τὴν βουλὴν καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων vvv | |||
[Π]υρρίνον Θεοπόμπου ΓαργήττιονII Αγαθοκλήν Λυσιάδου̣ Βερενικί- | |||
δ̣ηνV Αριστόμαχον Σθενέλου ΜελιτέαVIII Αλκίμαχον Θεοδότου Τρικορ[ύ]- | |||
σιονX Αριστείδην Προξένου ΛαμπτρέαI Εύξενον Αρχίππου Ειρεσίδη̣[ν]VI | |||
45 | Hράκωντα Ευβίου ΦυλάσιονVII Μενέμαχον Ανθεστηρίου εγ Μυρρινο[ύτ]- | ||
τηςII Γόργιν Ξανθίππου ΦιλαίδηνII Α̣ριστείδην Ζωΐλου ΚηφισιέαI | |||
Νουμήνιον Μενάνδρου ἉλαιέαII Αλέξανδρον Αντιγόνου ὈτρυνέαII vv | |||
Τιμοκράτην Τιμοκράτου ΘορίκιονVI Θάρσυτον Σωσάδου ΦιλαίδηνII | |||
Μένανδρον Ξένωνος ὈήθενVII Βάκχιον Βακχίου ΘριάσιονVII Δάφνιν Φανο[δί]- | |||
50 | κου ΑφιδναίονV Θεόδωρον Δημητρίου ΚυδαθηναιέαIII Αθηνά[δ]ην Κρατέ[ρ]- | ||
μου ῬαμνούσιονX Μενέδαμον Ανδροσθένου ΦιλαίδηνII Διονύσιον Ξέν[ω]- | |||
νος ἉμαξαντέαIX Φιλόπολιν [Μ]ικκέου ΠοτάμιονIV Ἴωνα Αριστοβούλ̣ου Αμφ[ι]- | |||
τροπήθενXI Νέαρχον Χαίρωνος Θριάσιον·VII αναγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφι[σ]- | |||
μα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εν στήληι λιθίνει καὶ στήσ[αι] | |||
55 | εν τώι τεμένει τού Διονύσου· τὸ δέ γενόμενον ανάλωμα εις ταύτα μ[ερί]- | ||
σαι τὸν ταμίαν τών στρατιωτικών. vacat | |||
vacat 0,085 | |||
in corona hederacea: | in corona oleaginea: | ||
57 | [η] βουλή, | ||
ο δήμος | |||
τοὺς παίδας | 65 | ο δή[μος] | |
60 | τοὺς ελευθέ- | τοὺς [επιμε]- | |
ρους καὶ τὸν | λητὰ[ς τής] | ||
διδάσκαλον | πομ[πής]. | ||
αυτώ[ν ․․]ΙΟ | |||
Σ[— — —] |
Πρόκειται για δύο ψηφίσματα που εκδόθηκαν επί άρχοντος Ζώπυρου, κατά τη συνεδρία της εκκλησίας τού δήμου την 21η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός (ο οποίος συνέπιπτε περίπου με το δεύτερο ήμισυ του Μαρτίου και το πρώτο του Απριλίου), στο ιερό του Διονύσου, μετά το τέλος των Μεγάλων Διονυσίων. Στην αρχαιότητα οι συνελεύσεις που συνέρχονταν μετά τα Μεγάλα Διονύσια το μήνα Ελαφηβολιώνα, εξέταζαν τις ιερές υποθέσεις και μεταξύ άλλων, έκριναν την ορθή ή μη διοίκηση των αρχόντων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της εορτής και συχνά αποφάσιζαν την απονομή τιμητικών στεφάνων σε αυτούς για την άριστη εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Με το πρώτο ψήφισμα (στ. 2-28), ο δήμος τιμά τον πατέρα της κανηφόρου Ζώπυρο, που έφερε κατά σύμπτωση το ίδιο όνομα με τον επώνυμο άρχοντα, επειδή έθεσε την κόρη του στην υπηρεσία του θεού Διονύσου ως κανηφόρον και ο ίδιος προσέφερε το καλύτερο ζώο ως θυσία και εκπλήρωσε με ζήλο τα καθήκοντά του στην πομπή. Ακολουθεί δεύτερο ψήφισμα (στ. 29-68), όπου επαινούνται οι εικοσιτέσσερις επιμελητές της διονυσιακής πομπής, οι οποίοι φρόντισαν να τελεστεί η πομπή με τον αρμόζοντα τρόπο. Στο τέλος και των δύο ψηφισμάτων ορίζεται να αναγραφούν αυτά σε λίθινη στήλη, να στηθούν στο τέμενος του Διονύσου και να αναλάβει τα έξοδα ο ταμίας τών στρατιωτικών (το ταμείον τών στρατιωτικών δημιουργήθηκε το 373 π.Χ. με στόχο την έγκαιρη συγκέντρωση ποσών για τον πόλεμο: Σακελλαρίου 2004: 208, 270, 272), αιρετός αξιωματούχος ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 43.1), ο οποίος μαζί με τον επὶ τήι διοικήσει αναλάμβανε τα έξοδα για την χάραξη των στηλών από το 229 έως το 169 π.Χ. (για τον επὶ τήι διοικήσει, πρβλ. Σακελλαρίου 2004: 209, 270).
Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια (Pickard-Cambridge 1968: 57-101 και 101-125)
Τα Μεγάλα ή έν άστει Διονύσια εορτάζονταν από την 8η έως τη 13η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός. Σε ανάμνηση της μεταφοράς του λατρευτικού ξοάνου του Διονύσου από το δήμο των Ελευθερών, λίγες μέρες πριν από τα έν άστει Διονύσια μετέφεραν το άγαλμα του Διονύσου Ελευθερέως από το ιερό του στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης σε ένα ναΐσκο στην περιοχή της Ακαδημίας και το τοποθετούσαν σε μιαν εσχάρα, έναν κατάγειο βωμό που κατά μία άλλη άποψη τοποθετείται στην αρχαία Αγορά (Sourvinou-Inwood 1994). Εκεί οι έφηβοι τελούσαν θυσίες και τραγουδούσαν ύμνους στον Διόνυσο (IG II2 1006, 1028˙ Αλκίφρων 4.18.16˙ Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών 2.1.549).
Το βράδυ της 9ης του Ελαφηβολιώνος, της δεύτερης μέρας της γιορτής, μετέφεραν το ξόανο με πομπή, επικεφαλής της οποίας ήταν οι έφηβοι, με τη συνοδεία πυρσών πίσω στο ιερό του Διονύσου. Εκεί κατέληγε, πιθανόν την επόμενη μέρα (10η του Ελαφηβολιώνος), η πομπή, κατά την οποία οι έφηβοι οδηγούσαν έναν ταύρο, καθώς και άλλα ζώα για θυσία (IG II2 1496), και γίνονταν και αναίμακτες προσφορές.
Η κανηφόρος, νέα ευγενούς οικογενείας, είχε εξέχουσα θέση στην πομπή μεταφέροντας στο κεφάλι το κανούν, ένα κάνιστρο με προσφορές και τα απαραίτητα για τη θυσία σκεύη. Φαίνεται ότι στη διονυσιακή πομπή συμμετείχε μία κανηφόρος, όπως συνάγεται από τις επιγραφές (IG II2 668, 896), σε αντίθεση με την παναθηναϊκή πομπή, όπου ελάμβαναν μέρος περισσότερες. Στο ψήφισμα που εξετάζουμε ο δήμος επαινεί και τιμά με στέφανο κισσού τον Ζώπυρο, επειδή η κόρη του υπηρέτησε ως κανηφόρος το θεό Διόνυσο.
Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της γιορτής, είτε στην προκαταρκτική τελετή τής εισαγωγής απὸ τής εσχάρας, είτε κατά τη διάρκεια της πομπής, άνδρες και παιδιά χόρευαν γύρω από βωμούς και ιδιαίτερα το βωμό των δώδεκα θεών (Ξενοφών, Ἱππαρχικός 3.2). Γι’ αυτό, μετά τα ψηφίσματα του δήμου προς τιμήν του Ζωπύρου και των επιμελητών, η βουλή και ο δήμος με άλλο ψήφισμά τους, το οποίο δεν έχει αναγραφεί, τιμούν με στέφανο κισσού τοὺς παίδας τους ελευθέρους καὶ τὸν διδάσκαλον αυτών, που τους εκπαίδευσε στο χορό και στο τραγούδι, όπως φαίνεται από την επιγραφή μέσα στον ανάγλυφο στέφανο κισσού στο κάτω αριστερό μέρος της στήλης.
Ο επώνυμος άρχων μαζί με τους επιμελητάς είχαν τη φροντίδα για την οργάνωση και την τέλεση της διονυσιακής πομπής στα Μεγάλα Διονύσια. Τον 3ο αι. π.Χ. αναφέρονται δέκα τον αριθμό, ενώ στο παρόν ψήφισμα μνημονεύονται εικοσιτέσσερις, χωρίς ίση αντιπροσώπευση των φυλών (η Αιγηίς φυλή αντιπροσωπεύεται από έξι άντρες). Οι επιμεληταί εκλέγονταν με ψήφο της εκκλησίας τού δήμου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. και αναλάμβαναν τα έξοδα για την πομπή. Από την εποχή του Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 56.4) όμως επιλέγονταν με κλήρο και πληρώνονταν 100 μνας (1 μνα = 100 δραχμές) από την πολιτεία για να προμηθευτούν τον απαραίτητο εξοπλισμό. Ο αθηναϊκός δήμος τιμά τους επιμελητάς με τη μεγίστη των τιμών: προσφέρει στον καθένα χρυσό στέφανο ελιάς, που απεικονίζεται ανάγλυφα στο κάτω δεξιό μέρος της στήλης, ενώ ο Ζώπυρος και οι ελεύθεροι παίδες τιμήθηκαν με στέφανο κισσού, του φυτού-συμβόλου του Διονύσου και της λατρείας του.
Αθήνα και Πτολεμαίοι
Ο φιλικός σύνδεσμος της πόλης με τους Πτολεμαίους, που συνεχίζει έως τα χρόνια αυτής της επιγραφής, προβάλλει έμμεσα, τόσο στη μνεία της Πτολεμαΐδος φυλής (στ. 2), όσο και του δήμου των Βερενικιδών (στ. 42), πιθανότατα ιδρυμένου προς τιμήν της συζύγου του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη, της Βερενίκης Β΄, το 224/3 π.Χ. (Whitehead 1986: 20 και σημ. 66).
[Η μετάφραση προέρχεται από το Ε.-Λ. Χωρέμη στο Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Μπουραζέλης 2007: 37-39, με μικρές τροποποιήσεις από την Βάσια Ψηλακάκου.]
Θεοί. Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ (στ. 5) συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή ο άρχων Ζώπυρος ανακοινώνει, ότι ο πατέρας της ορισθείσας κανηφόρου Ζώπυρος, (στ. 10) έστειλε τη θυγατέρα του [-] να μεταφέρει το ιερό κάνιστρο στο θεό σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, προσέφερε δε αυτός και το καλύτερο ζώο για θυσία και μερίμνησε και για τα υπόλοιπα καθήκοντά του σχετικά με την πομπή, όπως έπρεπε και με φιλοτιμία˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τον πατέρα (στ. 15) της κανηφόρου Ζώπυρο, γιο του Δικαίου από το δήμο της Μελίτης, και να τον στεφανώσει με στέφανο κισσού για την ευσέβειά του προς τους θεούς και τη φιλοτιμία του προς το δήμο των Αθηναίων. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου (στ. 20) και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.
(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)
Ο δήμος (τιμά)
τον πατέρα
της κανη(στ. 25)φόρου
Ζώπυρο
γιο του Δικαίου
από το δήμο της Μελίτης
Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά (στ. 30) και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή οι εκλεγμένοι (στ. 35) επιμελητές της πομπής επί Ζωπύρου άρχοντος προσέφεραν τις θυσίες στους θεούς που συνήθιζαν, φρόντισαν δε για την αποστολή της πομπής μαζί με τον άρχοντα με ιδιαίτερο ζήλο και εξετέλεσαν και τα άλλα καθήκοντά τους˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τους επιμελητές της πομπής και να στεφανώσει τον καθένα (στ. 40) τους με χρυσό στέφανο για την ευσέβειά τους προς τους θεούς και τη φιλοτιμία τους προς τη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, τον Πυρρίνο, γιο του Θεοπόμπου από το δήμο του Γαργηττού, τον Αγαθοκλή, γιο του Λυσιάδου από το δήμο των Βερενικιδών, τον Αριστόμαχο, γιο του Σθενέλου από το δήμο της Μελίτης, τον Αλκίμαχο, γιο του Θεοδότου από το δήμο του Τρικορύνθου, τον Αριστείδη, γιο του Προξένου από το δήμο των Λαμπτρών, τον Εύξενο, γιο του Αρχίππου από το δήμο των Ειρεσιδών, (στ. 45) τον Ηράκωντα, γιο του Ευβίου από το δήμο της Φυλής, τον Μενέμαχο, γιο του Ανθεστηρίου από το δήμο της Μυρρινούττης, τον Γόργι, γιο του Ξανθίππου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Αριστείδη, γιο του Ζωΐλου από το δήμο της Κηφισιάς, τον Νουμήνιο, γιο του Μενάνδρου από το δήμο των Αλών, τον Αλέξανδρο, γιο του Αντιγόνου από το δήμο της Οτρύνης, τον Τιμοκράτη, γιο του Τιμοκράτου από το δήμο του Θορικού, τον Θάρσυτο, γιο του Σωσιάδου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Μένανδρο, γιο του Ξένωνος από το δήμο του Οίου, τον Βάκχιο, γιο του Βακχίου από το δήμο της Θρίας, τον Δάφνιν, γιο του Φανοδίκου (στ. 50) από το δήμο των Αφιδνών, τον Θεόδωρο, γιο του Δημητρίου από το δήμο του Κυδαθηναίου, τον Αθηνάδη, γιο του Κατέρμου από το δήμο του Ραμνούντα, τον Μενέδαμο, γιο του Ανδροσθένου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Διονύσιο, γιο του Ξένωνος από το δήμο της Αμαξαντιάς, τον Φιλόπολι, γιο του Μικκέου από το δήμο του Ποταμού, τον Ίωνα, γιο του Αριστοβούλου από το δήμο της Αμφιτροπής, τον Νέαρχο, γιο του Χαίρωνος από το δήμο της Θρίας. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσει (στ. 55) στο τέμενος του Διονύσου και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.
(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού) (μέσα σε στέφανο από κλάδο ελαίας)
η βουλή και Ο δήμος (τιμά)
ο δήμος (τιμούν) τους επιμελητές
τους ελεύθερους της πομπής.
παίδες
και τον διδάσκαλό τους – – –
έδοχσεν το͂ι δέμοι· τ̣[ὸς ε Σ]αλαμ̣[ίνι κλερόχ]ος | |
οικε͂ν εα Σαλαμίνι [ ․ ․ 5 ․ ․ ]λεν [ ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ Αθέ]νε- | |
σι τελε͂ν καὶ στρατ[εύεσθ]αι ⋮ τ̣[ὰ δ’ ε Σαλαμίνι] μ- | |
έ μι[σθ]ο͂ν, εὰ μέ οικ[ ․ ․ ․ 7 ․ ․ ․ ]ο[ ․ μισθόμενο․ ⋮ ε]ὰ- | |
5 | ν δέ μισθο͂ι, αποτί[νεν τὸ μισθόμενον καὶ τὸ] μ̣- |
ισθο͂ντα ℎεκάτε[ρον ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ 19 ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ․ ] | |
ες δεμόσιο[ν ∶ εσπράτεν δέ τὸν ά]- | |
ρχο[ν]τα, εὰν [δέ μέ, ευθ]ύ[νεσθαι ∶ τ]- | |
ὰ δέ [ℎ]όπλα π[αρέχεσ]θ̣α[ι αυτὸς ∶ τ]- | |
10 | ριά[κ]οντα ∶ δρ[αχμο͂ν ⋮] ℎο[πλισμένο]- |
ν δέ [τ]ὸν άρχοντ[α τὰ ℎόπλα κρίν]- | |
εν ⋮ [επ]ὶ τε͂ς β[ο]λε͂[ς ․ ․ ․ c.11 ․ ․ ․ ․ ] |
Πρόκειται για το αρχαιότερο σωζόμενο αττικό ψήφισμα. Η προσθήκη του όγδοου θραύσματος (Ματθαίου 1990-1991: 10-13) καθιστά πολύ πιθανό ότι η απόφαση αυτή του αθηναϊκού δήμου αφορά τους κληρούχους (συμπλήρωση κληρόχ]ος, στ. 1) που εγκαταστάθηκαν στη Σαλαμίνα.
Οι κληρουχίες, όπως οι αποικίες, συντελούσαν στην αποκατάσταση ακτημόνων πολιτών με τη διανομή σε αυτούς κλήρων γης. Όμως, ενώ οι αποικίες γίνονταν ανεξάρτητα κράτη, οι κληρουχίες αποτελούσαν τμήμα του αθηναϊκού κράτους και κατ’ επέκταση οι κληρούχοι διατηρούσαν την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη και, όπως οι πολίτες των τριών πρώτων τιμοκρατικών τάξεων, πλήρωναν εισφορά και στρατεύονταν ως οπλίτες.
Σύμφωνα με το ψήφισμα στις υποχρεώσεις των κληρούχων περιλαμβάνονται: η καταβολή φόρου και η παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας (στ. 3) στις τάξεις των οπλιτών, δεδομένου ότι ο εξοπλισμός κάθε κληρούχου υπολογίζεται σε τριάντα δραχμές (στ. 9-10), καθώς και η μόνιμη διαμονή τους στην Σαλαμίνα που επιβάλλεται με τη μη εκμίσθωση των κλήρων τους (στ. 3-4). Με βάση τις συμπληρώσεις στους στίχους 4-8 φαίνεται ότι, εάν παραβιασθεί η διάταξη αυτή, ο εκμισθών και ο μισθωτής υποχρεούνται στην καταβολή προστίμου, η είσπραξη του οποίου ανατίθεται στον άρχοντα της Σαλαμίνας. Ο άρχοντας έχει επίσης την ευθύνη ελέγχου αυτού του εξοπλισμού (στ. 9-11). Σύμφωνα με την Αθηναίων πολιτεία (54.8) του Ψευδο-Αριστοτέλους, ο άρχοντας της Σαλαμίνας οριζόταν ετήσια από την εκκλησίαν τού δήμου.
Είναι γνωστό ότι η Σαλαμίνα αποτέλεσε αιτία μακρόχρονων πολέμων ανάμεσα στους Μεγαρείς και τους Αθηναίους και ότι αυτή περιήλθε τελικά στους Αθηναίους (βλ. Πλούταρχος, Σόλων 8-10· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων πολιτεία 17.2). Η σημασία του νησιού δηλώνεται και από το ψήφισμα (για τη χρονολόγησή του, βλ. ανωτ. Χρονολογία).
Αν και οι συμπληρώσεις που έγιναν δεν είναι πάντοτε βέβαιες, κύριος σκοπός του ψηφίσματος είναι ασφαλώς η μόνιμη εγκατάσταση των κληρούχων στην Σαλαμίνα και η στράτευσή τους στις τάξεις των οπλιτών. Πρέπει λοιπόν να συμπεράνουμε ότι μετά την εκδήλωση των εχθρικών διαθέσεων της Σπάρτης η φρούρηση της Σαλαμίνας κρίθηκε επιβεβλημένη από τους Αθηναίους για την προστασία και διασφάλιση της κατοχής της.
Ο δήμος αποφάσισε: οι κληρούχοι στη Σαλαμίνα να διαμένουν στη Σαλαμίνα… να καταβάλλουν φόρους στους Αθηναίους και να στρατεύονται· να μην εκμισθώνουν τη γη που τους παραχωρήθηκε στη Σαλαμίνα και να μη διαμένει σε αυτήν ο μισθωτής της· εάν (στ. 5) την εκμισθώσουν, ο εκμισθών και ο μισθωτής πληρώνουν ως πρόστιμο το τριπλάσιο του μισθώματος στο δημόσιο, η είσπραξη (του προστίμου) ανατίθεται στον άρχοντα, ο οποίος να λογοδοτεί σε περίπτωση παράλειψης που αφορά αυτό το καθήκον· οι ίδιοι οι κληρούχοι οφείλουν να παρέχουν τον οπλισμό τους (στ. 10) αξίας τριάντα δραχμών και ο άρχοντας θα έχει την ευθύνη ελέγχου αυτού του εξοπλισμού.
αγαθη τύχηι | |
επεὶ 〚Νέρων〛 Κλαύδιος Καίσαρ Σεβαστὸς | |
Γερμανικὸς Αυτοκράτωρ, ο αγαθὸς δαίμων τής | |
οικουμένης, σὺν άπασιν οίς ευεργέτησεν αγα- | |
5 | θοίς τὴν Αίγυπτον τὴν εναργεστάτην πρόνοι̣- |
αν ποιησάμενος έπεμψεν ημείν Τιβέριον Κλαύδ[ι]- | |
ον Βάλβιλλον ηγεμόνα, διὰ̣ δ̣έ̣ τ̣ά̣ς̣ τούτου χ̣[ά]- | |
ριτας καὶ ευεργεσίας πλημύρουσα πασιν αγαθοίς η̣ | |
Αίγυπτος, τὰς τού Νείλου δωρεὰς επαυξομέ- | |
10 | νας κατ’ έτος θεωρούσα, νύν μαλλον απέλαυ- |
σ̣ε τής δικαίας αναβάσεως τού θεού· έδοξε | |
τοίς απὸ κώμης Βουσείρεως τού Λητο[πολ]ε̣ί̣- | |
του παροικούσι ταίς πυραμίσι καὶ τοίς ε̣ν̣ αυτ[ω] | |
καταγεινομένοις τοπογραμματεύσι καὶ κω- | |
15 | μογραμματε̣ύ̣σ̣ι̣ ψη[φίσ]α̣σ̣θαι κ[αὶ αν]αθείναι |
στήλην λιθίνην παρὰ̣ [τω]ι μ̣[εγίσ]τ̣ωι θεώ̣ι̣ Ḥλ̣ί̣- | |
[ω]ι Αρμάχει, εκ τών ενκεχαρ[ρισμ]ένω̣ν̣ α̣γ̣[αθών] | |
[δηλούσα]ν τὴν πρὸς αυτού[ς ε]υ̣εργεσίαν, | |
εξ ων επισ[τήσονται καὶ ]τ̣ὴ̣ν̣ π̣ρ̣ὸς όλην τὴ[ν] | |
20 | Αίγυπτον καλοκα[γαθίαν πάντες· αρμό]- |
ζει γὰρ τὰς ισοθέους αυτο̣ύ̣ χάρι[τας] ε̣ν̣ε̣στηλ{ει}- | |
{δ}ωμένας {²⁶ενεστηλωμένας}²⁶ τοίς ιεροίς γράμμασιν αιώνι μνημο- | |
νεύεσθαι [παντί]. παραγενόμενος γὰρ ημώ̣[ν] | |
εις τὸν νομὸν καὶ προσκυ̣νήσας τὸν Ηλιο[ν] | |
25 | Ἅρμα̣χιν επόπτην καὶ σωτήρα τήι τε τών πυρ[α]- |
μί̣δ̣ω̣ν̣ μεγ̣[αλ]ειότητι καὶ υπερφυία τερφθείς, | |
[θεασ]άμενός τ̣ε̣ πλείστης ψαμμού διὰ τὸ μήκος | |
τού [χρόνου] πε․․․․․․․γ̣ον․ν ψ̣άμματα πρώτος | |
τής ․․․․․․εονι․․․ι— — —α․ θήραι- | |
30 | [ς] — — — — — — — — — — — —αστην |
— — —ιεν— — — — — — — — — —ιτου | |
— — — — — — — — — — — — — — —την | |
— — — — — — — —θε— — — —μ․․․λει | |
— — — — — — — — — — — — — — —<ο> | |
35 | [(έτους) —ʹ Νέρωνος] Κλαυδ̣[ίου Καίσαρος Σεβαστο]ύ |
[Γερμανικού Αυτοκρά]τ[ορος — — —]. |
Στο τιμητικό ψήφισμά τους, οι κάτοικοι της Βουσίρεως του Λητοπολίτου νομού τιμούν τον Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, Ρωμαίο ιππέα ελληνικής καταγωγής και διοικητή της Αιγύπτου επί Νέρωνα. Η επιγραφή αυτή ανήκε σε μια υποκατηγορία τιμητικών ψηφισμάτων του ελληνικού κόσμου, όπου, πέρα από τον τιμώμενο, την οικογένειά του ή τους προγόνους του, τιμούνταν παράλληλα όσοι με τις πράξεις τους επέτρεψαν σε εκείνον ή εκείνους να δράσουν με ορισμένο τρόπο. Τα πρόσωπα εκείνα ήταν συνήθως θεοί ή αυτοκράτορες, επομένως η ευεργεσία αναγόταν τελικά στους θεούς και αποκτούσε έτσι μια σχεδόν «θεολογική» ερμηνεία (Kokkinia 2012: 499-501).
Στο προοίμιο της επιγραφής, οι Βουσιρίτες ευχαριστούσαν δύο θεούς. Ο πρώτος ήταν ο αυτοκράτορας Νέρων, τον οποίο αποκαλούσαν αγαθὸν δαίμονα τής οικουμένης, δηλαδή θεό προστάτη της ανθρωπότητας (Kokkinia 2012: 500 με σημ. 2). Μεταξύ των πολλών ευεργετημάτων του προς την Αίγυπτο συγκαταλεγόταν και η «πλέον πασιφανής πρόνοια», δηλαδή ο διορισμός του Βαλβίλλου ως διοικητή. Ο δεύτερος ήταν ο θεός προστάτης της Αιγύπτου, ο Νείλος, ο οποίος «επικύρωσε» τον διορισμό. Διότι, σύμφωνα με τους Βουσιρίτες, ο ποταμός αύξανε κάθε έτος τις δωρεές του προς την επαρχία, ενώ επί των ημερών του Βαλβίλλου υπερχείλισε όσο ποτέ άλλοτε (νύν μαλλον απέλαυσ̣ε τής δικαίας αναβάσεως τού θεού).
Οι ακριβείς λόγοι της τίμησης του Βαλβίλλου δεν είναι γνωστοί. Αναφέρονταν στους τελευταίους στίχους της επιγραφής, όπου και η μεγαλύτερη φθορά της. Αυτό το οποίο γνωρίζουμε είναι ότι, σύμφωνα με τους στίχους 23-29, ο έπαρχος είχε επισκεφτεί τον Λητοπολίτη νομό και το οροπέδιο της Γκίζας, όπου προσκύνησε τον θεό Άρμαχι (μια μορφή του θεού Ώρου), τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ηλιο ή Απόλλωνα (Fauth 1995: 34-120), και εντυπωσιάστηκε από τη μεγαλοπρέπεια και το υπερφυσικό μέγεθος των πυραμίδων. Η επιγραφή βρισκόταν πλησίον της Μεγάλης Σφίγγας, επομένως ο ναός του θεού Αρμάχιος ίσως ταυτιζόταν με το μνημείο, το οποίο θα τον αναπαριστούσε (I.British Mus. IV 1067). Σύμφωνα με τους στίχους 27-29, ο Βάλβιλλος αφού είδε την πολλή άμμο η οποία είχε επισωρευθεί γύρω από το μνημείο με το πέρασμα του χρόνου, διέταξε να την απομακρύνουν, ίσως για πρώτη φορά μετά από χίλια χρόνια (ψ̣άμματα πρώτος τής… Βλ. Foertmeyer 1989: 16). Ως τότε, το μνημείο θα είχε την ίδια περίπου μορφή πριν τις ανασκαφές του 19ου αι., το οποίο, σύμφωνα με φωτογραφίες και γκραβούρες της εποχής του Διαφωτισμού, ήταν καλυμμένο με άμμο ως το στήθος.
Από άλλες αρχαίες μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι ο Βάλβιλλος ήταν ένας literatus της εποχής. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Σενέκα, ο οποίος ως παιδαγωγός και σύμβουλος του Νέρωνα θα τον γνώριζε προσωπικά, ο διοικητής της Αιγύπτου υπήρξε uirorum optimus perfectusque in omni litterarum genere rarissime (Sen. QNat. 4a.2.13). Μάλιστα, είχε περιοδεύσει τη χώρα του Νείλου και είχε συγγράψει ένα έργο όπου περιέγραφε τις εντυπώσεις του. Εκεί, ανέφερε πως στο Ηρακλεωτικό στόμιο του Νείλου (ή Κανωβικό, πλησίον της Αλεξάνδρειας) είχε δει δελφίνια να κατανικούν κροκόδειλους χτυπώντας τους στο μαλακό τους υπογάστριο (Sen. ό.π.).
Η έρευνα είχε από παλιά ταυτίσει τον έπαρχο της Αιγύπτου με τον ομώνυμο ανώτερο αξιωματούχο του Κλαυδίου, τον Ρωμαίο ιππέα, Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, τον οποίο οι Εφέσιοι είχαν τιμήσει λίγο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα (Ephesos 1278. Πρβ. στο ίδιο, 1277, όπου τιμήθηκε ως επίτροπος. Βλ. FiE III αρ. 42 (J. Kiel)· Cichorius 1927· Stein 1933 (επίσης, PIR2 C 813)· Schwartz 1950· Pflaum 1960: 34-41· Demougin 1992: 447-449, κ.ά.). Εκεί, πέρα από χιλίαρχος, έπαρχος των αρχιτεκτόνων, και τιμηθείς με στρατιωτικές τιμές για τη συμβολή του στη βρετανική εκστρατεία το 43 μ.Χ., αναφερόταν ως υπεύθυνος των πρεσβειών και των απαντητικών επιστολών του Κλαυδίου προς τον ελληνικό κόσμο (ad∙ legationes∙ et∙ resp[onsa Graeca? Ca]esaris∙ Aug(usti)∙divi∙ Claudị), πράγμα το οποίο υποδήλωνε την ελληνική καταγωγή του, καθώς επίσης ως επίτροπος και αρχιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας στην Αίγυπτο, όπως και υπεύθυνος του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Πιθανώς, ήταν εκείνος ο οποίος επιμελήθηκε τη δημιουργία του νέου Μουσείου της πόλης, το οποίο έφερε το όνομα του Κλαυδίου, όπως και τη θεσμοθέτηση στα δύο πλέον Μουσεία των δημοσίων αναγνώσεων των δύο ιστορικών έργων τα οποία ο αυτοκράτορας συνέγραψε στα ελληνικά, δηλαδή της Ιστορίας των Ετρούσκων και της Καρχηδόνας (Suet. Claud. 42).
Η πιθανή ελληνική καταγωγή του Βαλβίλλου προκύπτει ακόμη από την εικαζόμενη ταύτισή του με τον ομώνυμο αστρολόγο του Νέρωνα, τον οποίο αναφέρει ο Σουητώνιος εξ αφορμής της εμφάνισης ενός κομήτη στον ουρανό της Ρώμης, πιθανώς του Χάλεϋ, το 66 μ.Χ. (Suet. Ner. 36.1. Πρβ. Tac. Ann. 14.22, 15.47). Σύμφωνα με τον C. Cichorius, ήταν ο ανώνυμος αστρολόγος ο οποίος τον Δεκέμβριο του 37 μ.Χ. προέβλεψε στην Αγριππίνα ότι ο Νέρων θα γινόταν κάποτε αυτοκράτορας, και ο οποίος υπήρξε γιος του επίσης αστρολόγου, Θρασύλλου (PIR2 T 190), δηλαδή του σημαντικότερου Έλληνα φίλου και συμβούλου του αυτοκράτορα Τιβερίου (Tac. Ann. 6.22, 14.9. Βλ. Cichorius 1922: 390-398. Επίσης, Cichorius 1927). Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ταυτιζόταν ακόμη με τον ομώνυμο αστρολόγο και ευνοούμενο του Βεσπασιανού, τον Βάρβιλλο, για χάρη του οποίου ο αυτοκράτορας παραχώρησε στους Εφεσίους το μοναδικό προνόμιο να τελούν αγώνες προς τιμήν του, τα Βαρβίλληα ή Βαλβίλληα, γνωστά από πλήθος επιγραφών (Κάσ. Δ. 66.9.2.). Παρότι η θεωρία εκείνη του C. Cichorius δεν ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία των μελετητών, εντούτοις δεν αποδείχθηκε ποτέ με πειστικό τρόπο ως λανθασμένη.
Ο Γερμανός μελετητής είχε υποθέσει ακόμη πως η Κλαυδία Βαλβίλλα, η φίλη της Σεβαστής Σαβίνης, η οποία συνόδευσε τον αυτοκράτορα Αδριανό στην Αίγυπτο, το 130 μ.Χ., υπήρξε απόγονος του Βαλβίλλου (Cichorius 1922: 395-398). Η Βαλβίλλα είχε χαράξει στα πόδια του Κολοσσού του Μέμνονος, στην Κοιλάδα των Βασιλέων, τέσσερα ποιήματα στην αιολική διάλεκτο, μιμούμενη την ποιήτρια Σαπφώ (I.Colosse Memnon 28-31). Σε ένα από εκείνα, το οποίο βρισκόταν στην αριστερή πτέρνα του αγάλματος, ανέφερε τους δύο παππούδες της ως εξής: ευσέβεες γὰρ έμοι γένεται πάπποι τ’ εγένο̣ντο,/ Βάλβιλλός τ’ ο σόφος κ’ Αντίοχος βασίλευς,/ Βάλβιλλος γενέταις ματρος βασιλήϊδος άμμας̣,/ τώ πάτε̣ρος δέ πάτηρ Αντίοχος βασίλευς·/ κήνων εκ γενέας κάγω λόχον αίμα τὸ καλον (I.Colosse Memnon 29, στίχ. 15-19).
Η αναφορά του Βαλβίλλου ως σοφού ταίριαζε με το προφίλ του ομώνυμου διοικητή της Αιγύπτου. Χάρη στις διασυνδέσεις του στη Ρώμη και τον ελληνικό κόσμο, η κόρη του και πιθανή μητέρα της Βαλβίλλας, η βασίλισσα Κλαυδία Καπιτωλείνα, η οποία τιμήθηκε στην Πέργαμο (MDAI(A) 32 (1907) 335,66: (…ο πατὴρ αυτής Κλ(αύδιος) Βάλβιλλος. Βλ. PIR2 C 1086), παντρεύτηκε τον Γάιο Ιούλιο Αντίοχο Επιφανή, δηλαδή τον γιο του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής, του Αντιόχου Δ’ (PIR2 I 149 και 150). Μετά τον θάνατο του Επιφανούς, η Καπιτωλείνα φαίνεται πως παντρεύτηκε τον Μάρκο Ιούνιο Ρούφο, επίσης διοικητή της Αιγύπτου (PIR2 I 812). Από τον πρώτο της γάμο, η Καπιτωλείνα απέκτησε, πέρα από την Κλαυδία Βαλβίλλα, και τον Γάιο Ιούλιο Αντίοχο Επιφανή Φιλόπαππο, ύπατο suffectus το 109 μ.Χ. και ευεργέτη της Αθήνας (PIR2 I 151).
Με τη βοήθεια της καλής τύχης. Επειδή ο Αυτοκράτωρ Νέρων Κλαύδιος Καίσαρ Σεβαστός Γερμανικός, ο θεός προστάτης της οικουμένης, μαζί με όλα τα καλά με τα οποία ευεργέτησε (στ. 5) την Αίγυπτο, έπραξε την πλέον εναργή πρόνοια στέλνοντάς μας ως διοικητή τον Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, χάρη στην εύνοια και τις ευεργεσίες του οποίου η Αίγυπτος πλημμυρίζει από όλα τα αγαθά και βλέπει τις δωρεές του Νείλου να αυξάνονται (στ. 10) χρόνο με τον χρόνο, ενώ τώρα, περισσότερο από ποτέ, επωφελήθηκε από τη δίκαιη υπερχείλιση του θεού (Νείλου). Οι κάτοικοι της κώμης της Βουσίρεως του Λητοπολίτου νομού, οι οποίοι ζουν κοντά στις πυραμίδες, όπως και οι τοπικοί γραμματείς και οι γραμματείς της κώμης, (στ. 15) θεώρησαν καλό να αποφασίσουν με ψήφισμα και να αναθέσουν λίθινη στήλη πλησίον του μέγιστου θεού Ηλίου-Αρμάχιος. Η στήλη αυτή θα δηλώνει την ευεργεσία του Βαλβίλλου προς αυτούς, χάρη στα αγαθά τα οποία τους παραχώρησε, ενώ από αυτά οι πάντες θα μάθουν (στ. 20) για την καλοσύνη του προς όλη την Αίγυπτο. Αρμόζει λοιπόν στις ίσες προς τους θεούς αρετές του, αφού χαραχθούν σε στήλη με ιερογλυφικά, να μνημονεύονται στους αιώνες. Διότι, αφού ήρθε στον νομό μας και προσκύνησε τον θεό Ηλιο-Άρμαχι, (στ. 25) τον επόπτη και σωτήρα, και αφού ευφράνθηκε από τη μεγαλοπρέπεια και το υπερφυσικό μέγεθος των πυραμίδων, όταν αντίκρισε πάρα πολλή άμμο εξαιτίας του μήκους του χρόνου… την άμμο πρώτος…
(στ. 29-36: πρόκειται για ιδιαίτερα αποσπασματικούς στίχους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η αναφορά του έτους διακυβέρνησης του Νέρωνα, δηλαδή μεταξύ του δεύτερου και του έκτου έτους αφότου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας).
Επὶ στεφανηφόρου Τιβερίου Πανκρατίδου τού | |
Διοφάντου —— μηνὸς —— Κουρεώνος Σεβαστ[η·] | |
έδοξεν τη βουλη καὶ τω δήμω, γνώμη στρα- | |
τηγών καὶ τού γραμματέως τού δήμου κα[ὶ] | |
5 | αρχιερέως τών πατρίων θεών καὶ τών Σε- |
βαστών Παμμένους τού Διοκλέους· | |
επ<ε>ὶ Τιβέριος Κλαύδιος Σεβαστού απελεύ- | |
θερος Τύραννος, πολείτης ημέτερος, ανὴ[ρ] | |
δεδοκιμασμένος τοίς θείοις κριτηρίοις | |
10 | τών Σεβαστών επί τε τη τέχνη τής ιατρι- |
κής καὶ τη κοσμιότητι τών ἠθών, παραγενόμενος | |
ις τὴν πατρίδα ανάλογον πεποίηται τὴν επιδη- | |
μίαν τη περὶ εαυτὸν εν πασι σεμνότητι, προσ- | |
ενεχθεὶς φ[ι]λανθρώπως πασι τοίς πολείταις | |
15 | ὡς μηδένα υφ’ αυτού παρὰ τὴν αξίαν τού καθ’ ε̣- |
αυτὸν μεγέθους επιβεβαρήσθαι, εφ’ οίς η βουλὴ | |
καὶ ο δήμος αποδεχόμενο[ι] τὸν άνδρα προσ- | |
ήκον ήγηνται τιμήσαι αυτόν· δεδόχθαι τη | |
βουλη καὶ τω δήμω τετιμήσθαι Τιβέριον Κλαύ- | |
20 | διον Σεβαστού απελεύθερον Τύραννον καὶ |
είναι εν αποδοχη τω δήμω, δεδόσθαι τε αυ- | |
τω ατέλειαν πάντων <δέ> τών τελών ων κατεσ- | |
κεύακε εργαστηρίων επὶ τής χώρας ἧς | |
κώμη Καδυίη. |
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος, αυτοκρατορικός απελεύθερος και γιατρός, τιμήθηκε από τους συμπατριώτες του, τους Μάγνητες επί του Μαιάνδρου, για δύο λόγους. Πρώτον, για τη δράση του στη Ρώμη, όπου επέδειξε επάρκεια στην ιατρική επιστήμη, αλλά και ήθος κατά την υπηρεσία του στους αυτοκράτορες. Η αναφορά ανὴ[ρ] δεδοκιμασμένος τοίς θείοις κριτηρίοις τών Σεβαστών επί τε τη τέχνη τής ιατρικής ήταν ρητορική έκφραση η οποία προσέδιδε «θεϊκή επικύρωση» στην ιδιότητα του Τυράννου ως γιατρού (Harrison 2022: 284. Για την αναφορά στην ιατρικὴν τέχνην και τις παραλλαγές της, βλ. Oehler 1909: 8). Η παραπάνω έκφραση ήταν μάλλον έμπνευση του βασικού εισηγητή της γνώμης, δηλαδή του Παμμένους Διοκλέους, ο οποίος ήταν γραμματεὺς τού δήμου και, ιδίως, αρχιερεὺς τών πατρίων θεών καὶ τών Σεβαστών.
Ο Τύραννος ήταν γιατρός στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, ωστόσο αγνοούμε εάν ήταν προσωπικός γιατρός των αυτοκρατόρων ή μέλος του ιατρικού προσωπικού των ανακτόρων. Σύμφωνα με τον W. Dittenberger δεν είχε το ίδιο κύρος με γιατρούς όπως ο Κώος αρχιατρός, Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, τον οποίο πάντως θα γνώριζε (Syll.3 807. Πρβ. Kaplan 1990: 91). Σε ότι αφορούσε την αναφορά, τη κοσμιότητι τών ἠθών, αυτή δεν ήταν κενή νοήματος ή σημασίας. Ιδιαίτερα για τους γιατρούς του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος, πολλοί από τους οποίους αναμίχθηκαν στις αυλικές συνωμοσίες της εποχής, μεταξύ άλλων και ο Ξενοφών (πρβ. επίσης, PIR2 C 710 και E 108), η αφοσίωση και το ηθικό τους ανάστημα θα ήταν για τους αυτοκράτορες εξίσου σημαντικά με τις ιατρικές τους γνώσεις.
Η δεύτερη αιτιολόγηση της τίμησης του Τυράννου αφορούσε τη συμπεριφορά του όταν επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί, επέδειξε την ίδια επιστημονική επάρκεια και ποιότητα χαρακτήρα, ενώ δεν έβλαψε ποτέ κανέναν παρά τη σημαντική του θέση (Samama 2003: 346-347, με σημ. 15). Ο θαυμασμός και η γενική αποδοχή του Τυράννου από τους συμπολίτες του φαίνεται ακόμη από την αναφορά του ως πολείτου ημετέρου. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος, πολλά χρόνια νωρίτερα, είχε προσφωνήσει με ανάλογο τρόπο τον ναύαρχό του, τον Σέλευκο Θεοδότου, σε μια επιστολή του προς τους συμπατριώτες του, τους πολίτες της Ρωσού, στο στόμιο του Ισσικού κόλπου (Σέλευκος ο καὶ υμέτερος πολεί[της καὶ έμ]ος ναύαρχος). Εκεί, δήλωνε παράλληλα την πρόθεσή του να αξιοποιήσει ανθρώπους σαν τον Σέλευκο ως μεσολαβητές του με τις πόλεις της ελληνικής Ανατολής (IGLSyr ΙΙΙ 1 718, στίχ. 87 κ.εξ.). Την πολιτική εκείνη του Αυγούστου ακολούθησαν και οι διάδοχοί του, επομένως η δράση του Τυράννου στην πατρίδα του θα εντασσόταν στο πλαίσιο εκείνο.
Είναι αξιοσημείωτο πως, δύο τουλάχιστον άτομα τα οποία υποστήριξαν τη γνώμην εκείνη προς τη βουλή και τον δήμο της Μαγνησίας, ήταν άτομα τα οποία μοιράζονταν κοινά συμφέροντα με τον Τύραννο. Ο πρώτος, ο επώνυμος άρχων της πόλης το έτος εκείνο (Samama 2003: 346 σημ. 12), ο στεφανηφόρος, Τιβέριος (Κλαύδιος) Πανκρατίδης, ο γιος του Διοφάντου, φαίνεται πως όφειλε επίσης τα πολιτικά του δικαιώματα σε κάποιον Κλαύδιο αυτοκράτορα. Από δύο ακόμη επιγραφές γνωρίζουμε ότι μέλη της οικογένειάς του τιμήθηκαν επίσης από τη βουλή και τον δήμο της Μαγνησίας. Επρόκειτο για τον Παγκρατίδην Παγκρατίδου τού [Διοφάντου], ίσως γιο του, ο οποίος τιμήθηκε ως ήρωας (Magnesia 256), όπως και την πιθανή κόρη ή εγγονή του, την Κλαυδία Διοφαντίδα, ιέρεια της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής για δύο φορές (Magnesia 240).
Ο δεύτερος, ο προαναφερθείς Παμμένης Διοκλέους, ήταν επίσης ένας άνθρωπος επιρροής, καθώς αναφερόταν ταυτόχρονα ως γραμματεύς του δήμου και αρχιερεύς των πάτριων θεών και των Σεβαστών. Η διπλή κατοχή των αξιωμάτων εκείνων στη Μαγνησία ήταν κανόνας από τα χρόνια του Νέρβα και εξής, όμως η πρακτική φαίνεται πως ξεκίνησε από τον Παμμένη (Frija 2012: 93 με σημ. 104). Όπως οι στρατηγοί, ο Παμμένης είχε τη δυνατότητα ως γραμματεύς και αρχιερεύς να προτείνει γνώμας στα θεσμικά όργανα της πόλης. Το γεγονός ότι οι πρώτοι παρέμειναν ανώνυμοι είναι μάλλον ενδεικτικό για το ποιος τελικά θα ήταν ο κύριος εισηγητής εκείνης της γνώμης. Παρότι η τίμηση του Τυράννου είχε τη δικαιολογητική της βάση σε δύο αποδεκτά κριτήρια για τους απλούς πολίτες της Μαγνησίας, δηλαδή την προϋπηρεσία του στο αυτοκρατορικό περιβάλλον και την προσφορά του στην πατρίδα του, οι διασυνδέσεις του στη Ρώμη και τη Μαγνησία θα συνέβαλαν καθοριστικά στη λήψη της σχετικής απόφασης.
Άλλωστε, το κίνητρο του ψηφίσματος φαίνεται πως αποσκοπούσε κυρίως στην εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων του Τυράννου. Παρότι η εξαγγελία ότι βρισκόταν εν αποδοχη τω δήμω ήταν ιδιαίτερα τιμητική για έναν πρώην δούλο όπως εκείνος, το πιο πρακτικό προνόμιο αναφερόταν στο τέλος και αφορούσε την ατέλειαν πάντων <δέ> τών τελών στα εργαστήρια τα οποία εκείνος κατασκεύασε στην χώρα όπου βρισκόταν η κώμη της Καδυίης, για την οποία δεν έχουμε καμία άλλη μαρτυρία στις πηγές μας (Samama 2003: 347 σημ. 16).
Τα εργαστήρια εκείνα ήταν ίσως χειρουργεία ή πολυϊατρεία, αντίστοιχα εκείνων τα οποία αναφέρονταν σε επιγραφή από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας κατά τον 3ο αι. π.Χ. (SEG 30.1175. Βλ. Nutton 1992: 46, σημ. 123· Nissen 2010: 132-134). Ωστόσο, άλλοι μελετητές θεώρησαν πιθανότερο πως επρόκειτο για εργαστήρια με τη σημερινή έννοια της λέξης, και αφορούσαν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Τυράννου στην πατρίδα του, οι οποίες δεν σχετίζονταν με την ιατρική του κατάρτιση. Κάτι τέτοιο υποδηλώνει η ιδιότητά του ως αυτοκρατορικού απελεύθερου, όπως και το γεγονός ότι η τιμητική επιγραφή δεν αναφέρει ρητά ότι δραστηριοποιήθηκε ως γιατρός στη Μαγνησία (Samama 2003: 346, σημ. 15· Sève 2011: 285).
Η περίπτωση του Κλαυδίου Τυράννου ομοιάζει με εκείνη του γνωστότερου γιατρού του Κλαυδίου, του προαναφερθέντος Γαΐου Στερτινίου Ξενοφώντος. Όπως εκείνος, ο Τύραννος προσέφερε τις υπηρεσίες του στους αυτοκράτορες, και, μετά από μια επιτυχή σταδιοδρομία στη Ρώμη, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου τιμήθηκε από τους συμπολίτες του (Herzog 1922: 240 κ.εξ.· Buraselis 2000: 93-110). Δεν γνωρίζουμε τους λόγους της επιστροφής του εκείνης. Ενώ για τον Ξενοφώντα μπορούμε να υποθέσουμε πως η λυκοφιλία του με την Αγριππίνα υπέσκαψε τελικά τη θέση του στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, για τον Τύραννο δεν μπορούμε να κάνουμε ανάλογη υπόθεση, καθώς αγνοούμε τους αυτοκράτορες τους οποίους υπηρέτησε. Το βέβαιο είναι ότι, εφόσον έζησε την εποχή εκείνη, θα γνώριζε τον Ξενοφώντα, όπως πιθανώς και τον γιατρό του Κλαυδίου και επίσης απελεύθερό του, τον Τιβέριο Κλαύδιο Επάγαθο. Ο τελευταίος κατείχε ακόμη το αξίωμα του ακκήσσου (accensus), δηλαδή του ακολούθου του αυτοκράτορα και πάτρωνά του. Μαζί με τον άγνωστο κατά τα άλλα Τιβέριο Κλαύδιο Λειουιανό, αφιέρωσαν σε εκείνον μια στοά στα Σίδυμα της Λυκίας (TAM II 184).
Τον καιρό της στεφανηφορίας του Τιβερίου Πανκρατίδου, του γιου του Διοφάντου, την πρώτη ημέρα του μήνα Κουρεώνος. Απόφαση της βουλής και του δήμου, έπειτα από γνώμη των στρατηγών και του γραμματέα του δήμου και (στ. 5) αρχιερέα των πάτριων θεών και των Σεβαστών, Παμμένους, του γιου του Διοκλέους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος, απελεύθερος του Σεβαστού, συμπολίτης μας, ο οποίος δοκιμάστηκε επιτυχώς στη θεϊκή κρίση (στ. 10) των Σεβαστών στην ιατρική τέχνη, αλλά και στην κοσμιότητα των ηθών, πραγματοποίησε, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, μια διαμονή ανάλογη με την αξιοπρέπεια η οποία σε κάθε περίσταση τον χαρακτήριζε, προσφέροντας τις υπηρεσίες του με καλοσύνη προς όλους τους συμπολίτες του, (στ. 15) δίχως να βλάψει κανέναν παρά τη δύναμή του. Για αυτούς τους λόγους, η βουλή και ο δήμος, αφού τον έκριναν ευνοϊκά, θεώρησαν σωστό να τον τιμήσουν. Φάνηκε λοιπόν σωστό στη βουλή και τον δήμο ο Τιβέριος Κλαύδιος (στ. 20) Τύραννος, απελεύθερος του Σεβαστού, να τιμηθεί και να απολαμβάνει της εύνοιας του δήμου, όπως και να του παραχωρηθεί πλήρης φορολογική ατέλεια στα εργαστήρια τα οποία κατασκεύασε στη χώρα στην οποία η Καδυίη είναι κώμη.
[θ]εοί· | |
επὶ Νικοκράτους άρχοντ- | |
ος, επὶ τής Αιγείδος πρώτ- | |
ης πρυτανείας· τών προέδ- | |
5 | ρων επεψήφιζεν Θεόφιλο- |
ς Φηγούσιος· έδοξεν τήι β- | |
ουλεί· Αντίδοτος Απολλο- | |
δώρου Συπαλήττιος είπε- | |
ν· περὶ ων λέγουσιν οι Κιτ- | |
10 | ιείς περὶ τής ιδρύσειως |
τήι Αφροδίτηι τού ιερού, | |
εψηφίσθαι τεί βουλεί το- | |
ὺς προέδρους, οἳ άν λάχωσ- | |
ι προεδρεύειν εις τὴν πρ- | |
15 | ώτην εκκλησίαν, προσαγα- |
γείν αυτοὺς καὶ χρηματί- | |
σαι, γνώμην δέ ξυνβάλλεσ- | |
θαι τής βουλής εις τὸν δή- | |
μον, ότι δοκεί τήι βουλεί | |
20 | ακούσαντα τὸν δήμον τών |
Κιτιείων περὶ τής ιδρύσ- | |
ειως τού ιερού καὶ άλλου | |
Αθηναίων τού βουλομένο- | |
υ βουλεύσασθαι, ό τι άν αυ- | |
25 | τώι δοκεί άριστον είναι. |
επὶ Νικοκράτους άρχοντ- | |
ος, επὶ τής Πανδιονίδος δ- | |
ευτέρας πρυτανείας· τών | |
προέδρων επεψήφιζεν Φα- | |
30 | νόστρατος Φιλαίδης· έδο- |
ξεν τώι δήμωι· Λυκο͂ργος Λ- | |
υκόφρονος Βουτάδης είπ- | |
εν· περὶ ων οι ένποροι οι Κ- | |
ιτιείς έδοξαν έννομα ικ- | |
35 | ετεύειν αιτούντες τὸν δ- |
ήμον χωρίου ένκτησιν, εν | |
ωι ιδρύσονται ιερὸν Αφρ- | |
οδίτης, δεδόχθαι τώι δήμ- | |
ωι· δούναι τοίς εμπόροις | |
40 | τών Κιτιέων ένκτησιν χ[ω]- |
ρίου, εν ωι ιδρύσονται τὸ | |
ιερὸν τής Αφροδίτης, καθ- | |
άπερ καὶ οι Αιγύπτιοι τὸ | |
τής Ἴσιδος ιερὸν ίδρυντ- | |
45 | αι. |
Η επιγραφή αποτελείται από δύο διακριτά ψηφίσματα. Οι στίχοι 1-25 περιλαμβάνουν το προβούλευμα της Βουλής των Πεντακοσίων, ενώ οι στίχοι 26-45 το ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου. Και τα δύο αφορούν το αίτημα μίας ομάδας Κιτιέων εμπόρων για χορήγηση προνομίων, συγκεκριμένα αυτού της έγκτησης, προκειμένου να ανεγείρουν ναό της Αφροδίτης.
Προβούλευμα και ψήφισμα: Η πορεία του αιτήματος των Κιτιέων
Η επιγραφή φωτίζει ποικίλες όψεις της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ. Και τα δύο κείμενα απαρτίζονται από τα τυπικά δομικά συστατικά ενός ψηφίσματος, αν και παραλείπονται το αιτιολογικό μέρος και η απόφαση για την αναγραφή, παράλειψη που φανερώνει ότι η δημοσίευση της απόφασης έγινε με τη φροντίδα των εμπόρων και όχι της πόλης (Schwenk 1985: 144· Lambert 2018: 39). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το προβούλευμα δεν περιλαμβάνει μία σαφώς διατυπωμένη πρόταση επί της οποίας θα αποφάσιζε η εκκλησία του δήμου, αλλά συνιστά ένα «ανοιχτό προβούλευμα» (Rhodes – Osborne, GHI 465-466), αναθέτει δηλαδή τη λήψη απόφασης εξ ολοκλήρου στη συνέλευση των Αθηναίων. Κατά τους P.J. Rhodes – R. Osborne η βουλή δεν επέδειξε το ίδιο ενδιαφέρον με τον Λυκούργο για την υπόθεση των Κιτιέων, ενώ κατά τον Sokolowski (LSCG 68) η βουλή προώθησε το αίτημα στην εκκλησία, καθώς δεν μπόρεσε να λάβει θετική απόφαση κατά πλειοψηφία (για τον επίμαχο χαρακτήρα του θέματος βλ. επίσης Pečirka 1966: 139 και Lambert 2018: 235 και 255). Τα ακριβή γεγονότα δεν μπορούν να ανασυσταθούν, προκαλεί, ωστόσο, εντύπωση ότι η βουλή δεν έλαβε θέση για ένα θέμα που είχε και οικονομικές προεκτάσεις, ενώ παράλληλα η Αθήνα δεν φαίνεται να είχε λόγο να αρνηθεί την παραχώρηση του συγκεκριμένου προνομίου, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε δοθεί «άδεια» σε Αιγυπτίους, πιθανότατα πάλι εμπόρους, για ανέγερση ιερού της Ίσιδος (στ. 42-45˙ για την εισαγωγή ξένων λατρειών στην Αθήνα και ιδίως τον Πειραιά βλ. π.χ. Πλ. Πολ. 327a και Garland 1987: 108-109).
Η σύγκριση των δύο ψηφισμάτων αποδεικνύει ότι εκείνο της βουλής είναι γενικά διατυπωμένο χωρίς να χρησιμοποιούνται τεχνικοί όροι σχετικά με το αίτημα των εμπόρων. Σύμφωνα με το πρώτο ψήφισμα, η βουλή κλήθηκε να αποφασίσει περὶ ων λέγουσιν οι Κιτιείς, ενώ στο δεύτερο χρησιμοποιούνται οι φράσεις αιτούντες και έννομα ικετεύειν, οι οποίες παραπέμπουν σε διαδικασία διατύπωσης αιτήματος κυρίως από μη Αθηναίους πολίτες (βλ. αναλυτικά Zelnick-Abramovitz 1998). Ακόμη, από το ψήφισμα της βουλής απουσιάζει ο όρος έγκτησις. Τέλος, οι αιτούντες αποκαλούνται απλώς Κιτιείς, ενώ στο ψήφισμα της εκκλησίας χαρακτηρίζονται επιπλέον ως ένποροι. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν το αίτημα παρουσιάστηκε αναλυτικά και στα δύο αυτά σώματα, και μάλιστα παρουσία των εμπόρων. Είναι γνωστό πως στη βουλή και τη συνέλευση συμμετείχαν μόνο Αθηναίοι πολίτες, ενώ ένας ξένος μπορούσε να μιλήσει αυτοπροσώπως σε μία συνεδρίαση, μόνο αν του είχε δοθεί το προνόμιο της προσόδου. Δεδομένης της αναφοράς σε ακρόαση (στ. 20), μπορούμε να εικάσουμε ότι η βουλή επιθυμούσε να παρουσιάσουν οι ίδιοι οι Κιτιείς το αίτημά τους ενώπιον των οργάνων της πόλης επιτρέποντάς τους για τον λόγο αυτό να παρευρεθούν στη συνέλευση και μεταθέτοντας στην τελευταία τη λήψη απόφασης.
Η ταυτότητα και το αίτημα των Κιτιέων
Ένα ακόμη ερώτημα που έχει απασχολήσει την έρευνα είναι αν οι Κιτιείς είχαν συστήσει σωματείο. Η άποψη πως οι έμποροι αποκαλούνται δήμος τών Κιτιειών (Demetriou 2012: 218) και συνεπώς αποτελούν ένα οργανωμένο σύλλογο στηρίζεται σε συντακτική παρανόηση. Ο όρος δήμον δηλώνει τους Αθηναίους πολίτες και αποτελεί υποκείμενο της μετοχής ακούσαντα, η οποία δέχεται αντικείμενο σε πτώση γενική (τών Κιτιείων και άλλου)· άλλωστε ο όρος δήμος μαρτυρείται ως τώρα μόνο μία φορά ως δηλωτικός ενός σωματείου στην ύστερη κλασική Λήμνο (CAPInv. 262). Ακόμη κι αν απουσιάζει κάποιος σχετικός όρος (σύνοδος, κοινόν), δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σύστασης σωματείου. Ο Leiwo (1997: 115) τάσσεται υπέρ της άποψης αυτής, και ο Jones (1999: 41) εύστοχα τονίζει τη σημασία του ρήματος δοκώ, το οποίο δηλώνει τη λήψη μιας επίσημης απόφασης και ίσως παραπέμπει σε μια συγκροτημένη ομάδα εμπόρων που λειτουργούσε βάσει συγκεκριμένων κανόνων και διαδικασιών. Αντίθετα, ο Arnaoutoglou (2003: 90) αντιμετωπίζει τους εμπόρους ως «εθνοτική ομάδα» και όχι ως λατρευτικό ή επαγγελματικό σωματείο, ενώ πιο πρόσφατα παρατηρεί ότι ο σωματειακός χαρακτήρας αυτής της ομάδας βρίσκεται ακόμη εν τη γενέσει (CAPInv. 295).
Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα των Κιτιέων εμπόρων, το οποίο γίνεται τελικά δεκτό, αφορά την παραχώρηση του δικαιώματος κατοχής γης, αποκλειστικό δικαίωμα των πολιτών, προκειμένου να ιδρύσουν ιερό της θεάς Αφροδίτης. Η φράση χωρίου ένκτησιν δεν είναι η συνήθης, καθώς η φράση γής ένκτησιν απαντά στις περισσότερες σχετικές επιγραφές (Pečirka 1966: 140-141˙ βλ. όμως IG II2 43 στ. 37-39). Κατά τον M.I. Finley η λέξη χωρίον δηλώνει το «οικόπεδο προς οικοδόμηση», ερμηνεία που εν μέρει επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η λέξη γή, που χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με τον όρο οικία, δηλώνει την έκταση προς καλλιέργεια, ενώ κατά τον W.K. Pritchett χωρίον σημαίνει γενικά την ακίνητη περιουσία. Πιθανώς ο όρος αυτός επελέγη επειδή το δικαίωμα έγγειας ιδιοκτησίας παραχωρείται εδώ άπαξ και για συγκεκριμένο σκοπό και όχι στο γενικό πλαίσιο απονομής προνομίων, ενώ παράλληλα ίσως υποδηλώνει ήδη καθορισμένο οικόπεδο (Pečirka 1966: 60 σημ. 2).
Αντικρουόμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί επίσης ως προς το αν η χορήγηση του προνομίου σήμαινε και την αποδοχή της ξένης λατρείας (Foucart 1873: 127-128), ή αν απλώς παραχωρούνταν το δικαίωμα κατοχής γης (Poland 1909: 81). Ο Arnaoutoglou (2003: 90, με την παλαιότερη βιβλιογραφία) εύστοχα επισημαίνει ότι η απονομή του προνομίου συνιστά και μια έμμεση αποδοχή της λατρείας, η ακριβής ταυτότητα της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί δεδομένης της απουσίας λατρευτικού επιθέτου (pace Raptou 1999: 190). Μερίδα ερευνητών θεωρεί πως πρόκειται για την Αφροδίτη Ουρανία, καθώς στην ίδια περιοχή έχει βρεθεί η ανάθεση της Αριστόκλειας από το Κίτιο στη θεά (IG II2 4636, πρβλ. Kloppenborg – Ascough 2011: 31)· δεδομένης της έντονης παρουσίας του φοινικικού στοιχείου στο Κίτιο ίσως πρόκειται εδώ για μία «Αφροδίτη» που συγχωνεύει στοιχεία της ελληνικής θεότητας και της φοινικικής Αστάρτης (Bonnet 2015: 428-429), η οποία ενδέχεται να συνδεόταν ακριβώς με την Αφροδίτη Ουρανία (Burkert 1993: 324-325).
Αθηναϊκή οικονομία και παραχώρηση προνομίων
Πρέπει, τέλος, να διερευνηθούν τα κίνητρα πίσω από την απόφαση των Αθηναίων σχετικά με την ίδρυση ιερού της Ίσιδος και της Αφροδίτης (για την πιθανή ανάμειξη στην απόφαση υπέρ των Αιγυπτίων ενός προγόνου του Λυκούργου, βλ. Simms 1989, η οποία απορρίπτει την άποψη αυτή και θεωρεί πιθανότερο να αποτελεί η παροχή έγκτησης στους Αιγυπτίους, την οποία επικαλείται εδώ ο Λυκούργος, ένα πρόσφατο γεγονός). Στο διάστημα 338-326 π.Χ. ο Λυκούργος, εισηγητής του ψηφίσματος στην εκκλησία του δήμου, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας, ιδίως στον έλεγχο των οικονομικών της πόλης (για την πολιτική του δράση βλ. συνοπτικά Rhodes 2010). Στους Πόρους ο Ξενοφών είχε ήδη υποστηρίξει την ανάγκη λήψης μέτρων που θα ενίσχυαν τις εμπορικές συναλλαγές της πόλης και θα βελτίωναν τις συνθήκες διαβίωσης των μετοίκων και των εμπόρων (Ξεν., Πόρ., 2.6-3.5, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: ει η πόλις διδοίη οικοδομησομένοις εγκεκτήσθαι οἳ άν αιτούμενοι άξιοι δοκώσιν είναι). Πράγματι, ο Λυκούργος εφάρμοσε μέτρα, όπως η αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου, που συνέβαλαν στη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών της πόλης. Η παραχώρηση προνομίων σε εμπόρους αποτέλεσε επίσης βασικό στοιχείο της πολιτικής της Αθήνας κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδο, ιδίως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, με στόχο την προώθηση των συνεργασιών της πόλης (Lambert 2018: 100-102). Αξίζει να σημειωθούν εδώ οι σταθερές εμπορικές επαφές της Αθήνας με την Αίγυπτο (Habermann 1986: 97-99) και το Κίτιο, καθώς και οι εν γένει στενές επαφές της πόλης με την Κύπρο στην περίοδο αυτή (Raptou 1999: 160-162). Η Αθήνα θα εξασφάλιζε, λοιπόν, μέσω της παραχώρησης του δικαιώματος της έγκτησης και άλλων προνομίων τον ανεφοδιασμό της σε αγαθά, ιδίως σιτηρά, ενώ πιθανώς θα προσείλκυε ξένους για μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυξάνοντας τα έσοδά της μέσω της φορολογίας (μετοίκιον).
Θεοί· Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την πρώτη πρυτανεία, της Αιγεΐδος φυλής, ο Θεόφιλος από τον Φηγούντα έθεσε εκ μέρους (στ. 5) των προέδρων το ζήτημα προς ψηφοφορία. Η Βουλή αποφάσισε· ο Αντίδοτος, γιος του Απολλοδώρου, από τον δήμο Συπαληττού έκανε την εισήγηση· σχετικά με όσα υποστηρίζουν οι Κιτιείς (στ. 10) για την ίδρυση του ιερού της Αφροδίτης, να αποφασίσει η Βουλή: οι πρόεδροι, όποιοι τυχόν κληρωθούν, να τους καλέσουν στην πρώτη (στ. 15) Συνέλευση και να θέσουν προς συζήτηση το θέμα, και να γνωστοποιήσουν την άποψη της Βουλής στο Δήμο, ότι δηλαδή αυτή κρίνει σωστό, (στ. 20) αφού ακούσει ο Δήμος τους Κιτιείς σχετικά με την ίδρυση του ιερού, και όποιον άλλο Αθηναίο επιθυμεί να εκφράσει τη γνώμη του, να αποφασίσει ό,τι (στ. 25) θεωρεί καλύτερο.
Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την δεύτερη πρυτανεία, της Πανδιονίδος φυλής, εκ μέρους των προέδρων έθεσε το ζήτημα προς ψηφοφορία (στ. 30) ο Φανόστρατος από το δήμο Φιλαϊδών. Ο Δήμος αποφάσισε· ο Λυκούργος, γιος του Λυκόφρονα, από τον δήμο Βουτάδων έκανε την εισήγηση· σχετικά με το νόμιμο κατά τους Κιτιείς εμπόρους (στ. 35) αίτημά τους, να τους παραχωρήσει ο Δήμος το δικαίωμα κατοχής γης, στην οποία θα ιδρύσουν ιερό της Αφροδίτης, να αποφασίσει ο Δήμος· να παραχωρήσουν στους Κιτιείς εμπόρους (στ. 40) έκταση γης, όπου θα ιδρύσουν το ιερό της Αφροδίτης, όπως ακριβώς και οι Αιγύπτιοι έχουν ιδρύσει το ιερό της Ίσιδας.
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] | |
TE τὰν πόλιν απὸ τώ̣ν ΚΡ̣Ι̣Τ̣[- – – – τὰ δ]αμόσια συνφυ̣[λάσ]- | |
σειν τὰ απὸ προγόνων παραδ̣[εδ]ομένα α[υτα καὶ τὰ δίκαια οφ]είλοντα τηρείσθαι τ̣[ω] | |
τε δάμω τω Ῥωμαίων καὶ Σεβαστω Καίσαρι· περὶ [δέ τούτων έχοντος] τὰν πλείσταν φροντ[ί]- | |
δα Επινίκου τού γραμματέος τών συνέδρων [υ]πέρ̣ [τας πόλιο]ς περὶ τών συμφερόν- | |
5 | των, καθὼς καὶ παρ’ όλον τὸν ενιαυτὸν ποιείται, είνεκεν̣ [του ε]πισκευασθήμεν τὰ δα- |
μόσια καὶ παρακαλούντος τοὺς διὰ παντὸς ποιούντας τὰ [δί]καια ται πόλει Ἕλλανάς | |
τε καὶ Ῥωμαίους τοὺς εν αυτα κατοικούντας καὶ εν τω παρόντ[ι] υπολανβάνοντας τὸ | |
κοινα ασθενές αυτας κατ’ άνδρα υπεχομένους καὶ κατὰ δύναμιν εκ̣πληρούν τὸ βέλ- | |
τιστον επανγελλομένους εις τὰν επισκευὰν αυτας, εις άν υπέ[σχ]οντο, vacat | |
10 | Τείσαρχος Διονυσίου εις τὰν επισκευὰν τού αρχαίου γυμνασίου υποσχόμε[νος] δει- |
νάρια πεντακόσια επεσκεύασε τάν τε ολυμπικὰν στοὰν καὶ τὰν μέσαν vacat | |
Κράτων Αρχεδάμου τὰν γινομέναν αυτω έξοδον εις τὸ γυμνάσιον εις ξύλα δεινάρια – – – | |
ακόσια καὶ τὰ γινόμενα αυτω εν τω μετὰ Φιλόστρατον ενιαυτω εις εναγισμὸν Αριστομέ- | |
νει ταύρου δεινάρια εβδομήκοντα· vacat | |
15 | Τυχαμένης Δορκωνίδα δεινάρια τριακόσια· |
Λεύκιος Βέννιος Γλύκων δεινάρια χίλια· | |
Τείμαρχος Θέωνος δεινάρια διακόσια· | |
Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων δεινάρια τριακόσια· | |
Νικήρατος Θέωνος τὸ βουλείον καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν επισκευάσειν εκ τού ιδίου βίου· | |
20 | Καλλίας Απολλώνιου τὰν παντόπωλιν στοὰν ὡσαύτως επισκευάσειν· |
Μαρκος Αντώνιος Πρόκλος δεινάρια εκατόν· | |
Ευάμερος Φιλοκράτεος δεινάρια διακόσια· | |
Πόπλιος Λικήϊος δεινάρια εκατόν· | |
Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ δεινάρια εκατόν· | |
25 | Πόπλιος Φλαμίνιος δεινάρια εκατόν· |
Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων δεινάρια διακόσια πεντήκοντα· | |
Διονύσιος Αριστομένεος υπέρ Πλεισταρχίαν τὰν ματέρα δεινάρια πεντακόσια εις τὰν επι- | |
σκευὰν τού ναού τας Δάματρος καὶ τας στοας τας λεγομένας Νικαίου· | |
Διογένης Διογένεος υπέρ Διογένη καὶ Φιλωνίδαν καὶ Φιλόξενον δεινάρια εκατὸν πεντήκοντα· | |
30 | Τίτος Νίννιος Φιλιππίων δεινάρια πεντήκοντα· |
[Α]σκλάπων καὶ Ξενοκράτης οι Τιμοκράτεος δεινάρια εκατόν· | |
Νικηφόρος Σωτηρίδα μετὰ Σωτηρίδα τού υιού δεινάρια εκατόν· | |
Δομέτιος τὸν ναὸν επισκευάσειν τού Hρακλέος καὶ Ερμού εν γυμνασίω· Μηνας καὶ Λεύκιος Σάλβιος οι Ζωπύρου επισκευάσειν εν ᾧ | |
τὸ κρεοπώλιόν εστι καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν απὸ δειναρίων τριακοσίων· | |
35 | Λύσων Νικίππου τὸ λογείον τού δεικτηρίου. |
Καὶ συμβουλευόντων επαινείν αυτοὺς εφ’ ᾇ έσχηκαν υπέρ τας πόλιος φροντίδος εις τὸν δαμον | |
τών Ῥωμαίων καὶ ποτὶ τὸν Σεβαστὸν ευνοία, έδοξε τοίς συνέδροις επαινέσαι τοὺς επανγελ[λο]- | |
μένους επὶ πασι τοίς προγεγραμμένοις· όπως δέ ή διάδηλος α δεδομένα υπ’ αυτών τα πόλει χάρις | |
αναθείτω παρὰ τὸ Σεβαστείον Επίνικος ο γραμματεὺς τών συνέδρων εκ τών τας πόλιος εισόδων χαρά- | |
40 | ξαι εις στάλαν λιθίναν καθὼς έκαστος υπέσχετο καὶ ότι επὶ γραμματέος συνέδρων Επινίκου· ὡσ- |
αύτως δέ καθ’ έκαστον αναθημάτων τελεσθησομένων γινέσθω επιγραφὰ ότι υπέσχετο επὶ γραμ- | |
ματέως συνέδρων Επινίκου. |
Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου
Η επιγραφή μαρτυρεί μία επίδοση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του γραμματέως τών συνέδρων της Μεσσήνης Επίνικου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επισκευή δημόσιων κτηρίων της πόλης. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για ένα ψήφισμα το οποίο εξέδωσε η πόλη για να επαινέσει τον Επίνικο καθώς και τους πολίτες και παρεπιδημούντες οι οποίοι συμμετείχαν στην επίδοση αυτή.
Το παρόν ψήφισμα εμφανίζει τα παραδοσιακά δομικά μέρη ενός ψηφίσματος, αν και η δομή του χαρακτηρίζεται παράλληλα από ιδιαιτερότητες. Συγκεκριμένα, το ψήφισμα ξεκινά με το προοίμιο (έως και στ. 9), συνεχίζει με τον κατάλογο των συμμετεχόντων στην επίδοση (στ. 10-35), ενώ ακολουθεί μία σύντομη αιτιολόγηση (στ. 36-37), το ρήμα επικύρωσης (έδοξε) και η κυρίως απόφαση για την απόδοση τιμών στους δωρητές και την αναγραφή του ψηφίσματος (στ. 37-42), με μία σύντομη προτρεπτική διάταξη (στ. 38).
Ιδιαιτερότητα στη δομή του κειμένου συνιστά το γεγονός ότι το όνομα του πρώτου δωρητή χωρίζεται από αυτό των υπολοίπων μέσω ενός διαστήματος, ενώ παράλληλα διαφέρει και ως προς το μέγεθος των γραμμάτων. Σύμφωνα με τον Migeotte 1985α: 603, η επιλογή αυτή αιτιολογείται πιθανώς από το γεγονός ότι ο Τείσαρχος ήταν ο πρώτος που υποσχέθηκε να συμμετάσχει στην επίδοση και έκανε την πιο γενναιόδωρη προσφορά· το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος αυτού, όμως, δεν ευσταθεί, εφόσον ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων προσέφερε χίλια δηνάρια, ενώ και άλλοι δωρητές χρηματοδότησαν την επισκευή περισσότερων του ενός κτηρίων (στ. 19, 27-28). Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων δωρεών. Η πρώτη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που εκφέρονται συνήθως με απαρέμφατο μέλλοντα εξαρτώμενο από το εννοούμενο ρήμα υπέσχετο, εκφέρεται με οριστική αορίστου, συνεπώς η επισκευή που ανέλαβε ο Τείσαρχος εμφανίζεται ως τετελεσμένη. Όσον αφορά τις δωρεές του Κράτωνα, γιου του Αρχεδάμου, η ξυλεία που θα αγοραζόταν με τα χρήματα που προσέφερε θα χρησιμοποιούνταν μάλλον για λειτουργικές ανάγκες του γυμνασίου (π.χ. θέρμανση) και όχι για οικοδομικές εργασίες (για τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται οι όροι (κατα)ξύλωσις/ξυλούν, βλ. π.χ. IG IV2 1, 103 στ. 130· IG XII 3, 1270 στ. Α15· I.Milet 1039 Ι στ. 7), ενώ η δεύτερη δωρεά είναι σαφές ότι δεν σχετίζεται με εργασίες επισκευής (αγορά ταύρου για τη θυσία προς τιμήν του σημαντικού Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη). Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση παραπέμπει περισσότερο σε δαπάνη στο πλαίσιο ετήσιου αξιώματος παρά σε έκτακτη δωρεά στο πλαίσιο της επίδοσης.
Οργάνωση και συμμετοχή στην επίδοση: προσωπογραφικές παρατηρήσεις
Κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η πόλη αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες (στ. 8), οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη σχετικά παραμελημένη κατάσταση των κτηρίων της. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Επίνικου ήταν σημαντική (24 ή 25 δωρητές· η μόνη γυναίκα που μνημονεύεται στον στ. 27 δεν συμμετείχε άμεσα στην επίδοση, αφού η δωρεά πραγματοποιήθηκε από τον γιο της), αλλά τα ποσά που προσφέρθηκαν κρίνονται χαμηλά, με το σύνολο να ανέρχεται περίπου στα 6.000 δηνάρια. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ανάγκη για μικρές παρεμβάσεις στα αναφερόμενα κτήρια. Όσον αφορά τους δωρητές, ένα μέρος αυτών ήταν είτε Ρωμαίοι πολίτες είτε Μεσσήνιοι με ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δωρεές τους δεν προορίζονταν για την επισκευή συγκεκριμένου κτηρίου, με εξαίρεση τον Δομίτιο ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού του Ερμή και του Ηρακλή που βρισκόταν στο γυμνάσιο. Αν και δεν χρηματοδότησαν όλοι οι υπόλοιποι Μεσσήνιοι δωρητές την επισκευή ενός συγκεκριμένου κτηρίου, είναι εμφανές ότι επιθυμούσαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Ρωμαίους πολίτες, να συνδεθούν στη συλλογική μνήμη με το κτήριο που ‘επισκεύασαν’ μέσω της δωρεάς τους.
Παρόλο που για τους Ρωμαίους πολίτες της επιγραφής δεν διαθέτουμε αρκετές μαρτυρίες, οι Μεσσήνιοι δωρητές είναι γνωστοί και από άλλες πηγές. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την ανάμειξη των μελών της τοπικής ελίτ στην αποκατάσταση των υποδομών της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Διονύσιος Αριστομένους, ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού της Δήμητρας (στ. 27-28). Πρόκειται για μέλος γνωστής οικογένειας της τοπικής αριστοκρατίας, που τιμήθηκε μετά θάνατον με αφηρωισμό. Ο Νικήρατος Θέωνος, που ανέλαβε την επισκευή του βουλείου (στ. 19) ανήκε επίσης σε εύπορη οικογένεια της πόλης, καθώς βάσει προσωπογραφικών δεδομένων ο Luraghi υποστηρίζει πως ήταν μέλος της οικογένειας των Σαιθιδών, η οποία ήκμασε ιδιαιτέρως τον 2ο αι. μ.Χ. Όσον αφορά τον Κράτωνα Αρχεδάμου (στ. 12-14), γνωρίζουμε ότι διετέλεσε γυμνασίαρχος το 4 μ.Χ. Η θητεία αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να συσχετιστεί με ασφάλεια με εκείνη που φαίνεται να εννοείται στους στ. 12-14 της εν λόγω επιγραφής.
Επισκευή δημόσιων κτηρίων: τοπική ταυτότητα και αυτοκρατορικό πρότυπο
Τα προς επισκευή κτήρια είχαν τόσο πρακτική όσο και συμβολική διάσταση και αφορούσαν διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Χώροι του γυμνασίου, βασικού θεσμού για την εκπαίδευση των νέων, ο ναός του Ερμή και του Ηρακλή, θεών προστατών του γυμνασίου, αλλά και στοές, μερικές από τις οποίες εξυπηρετούσαν ανάγκες σχετικές με την αγορά, δέχθηκαν επισκευές. Η ολυμπικὴ στοὰ εικάζεται ότι φιλοξενούσε αγάλματα Μεσσήνιων αθλητών που είχαν διακριθεί στους Ολυμπιακούς αγώνες, συνεπώς η επισκευή της θα ενίσχυε την τοπική υπερηφάνεια και την ιστορική συνείδηση των Μεσσηνίων. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να είχε και η επισκευή του ναού της Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (4.27.6-7), η Δήμητρα ήταν μία από τις θεότητες στις οποίες προσέφεραν θυσίες κατά την ίδρυση της Μεσσήνης οι ιερείς της πόλης (για την απεικόνιση της θεάς σε νομίσματα της πόλης βλ. BCD Peloponnesos 758). Παράλληλα δέχθηκαν επισκευή κτήρια πολιτικού χαρακτήρα και κτήρια που συνδέονταν με την ψυχαγωγία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο βουλείον, όρος που παραπέμπει στο βουλευτήριο, και στο λογείον του δεικτηρίου, πιθανώς τη σκηνή του εκκλησιαστήριου (Ορλάνδος 1959 [1965]: 172), όπου λάμβαναν χώρα παραστάσεις (θεατρικές, μουσικές) προς τιμήν του Ασκληπιού. Η συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτό της σχετικής με τον Αριστομένη προσφοράς του Κράτωνα αποτελεί ένδειξη για τη σημασία του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος της πόλης στους ρωμαϊκούς χρόνους καθώς και για την πρόθεση των αρχών να τιμήσουν τα άτομα εκείνα που συνέβαλαν στην αναβίωσή του.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο βασικός στόχος του παρόντος ψηφίσματος ήταν η απόδοση τιμών σε όσους συμμετείχαν στην επίδοση. Οι απονεμηθείσες τιμές περιλάμβαναν τον έπαινο, τη χάραξη του ψηφίσματος και την ανάθεσή του σε έναν επιφανέστατο τόπο, καθώς και την άδεια ίδρυσης αναθηματικής επιγραφής από τους δωρητές, προνόμιο που αποδιδόταν συχνά σε ευεργέτες που αναλάμβαναν την επισκευή ή την κατασκευή ενός κτηρίου (πρβλ. IG V 1, 1463· AE 1998: αρ. 1254). Η ίδρυση της παρούσας στήλης κοντά στο Σεβαστείο αποτελεί μία ακόμη ένδειξη αφενός μεν για τη σύνδεση αυτού του προγράμματος επισκευών με την πολιτική του Αυγούστου σε μία προσπάθεια εξασφάλισης της εύνοιάς του, αφετέρου δε για την ενσωμάτωση της αυτοκρατορικής λατρείας και ιδεολογίας στον δημόσιο βίο και τον δημόσιο χώρο της πόλης. Παρατηρείται, συνεπώς, μία σύζευξη τοπικού παρελθόντος και ρωμαϊκού παρόντος η οποία χαρακτηρίζει και άλλα έργα επισκευής στη Μεσσήνη, όπως η αναμόρφωση της κρήνης της Αρσινόης στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (SEG XLVI 418· πρβλ. Kantiréa 2007α: 137· Themelis 2019: 48-53): η κρήνη που είχε λάβει το όνομά της από τη μητέρα του Ασκληπιού (Παυσανίας 4.31.12) κοσμήθηκε με αγάλματα των αυτοκρατόρων, τα οποία αφιέρωσαν ευεργέτες της πόλης. Η σύζευξη αυτή εξυπηρετούσε τους στόχους των τελευταίων, οι οποίοι επεδίωκαν την ενίσχυση της θέσης τους στην τοπική κοινωνία και την προώθηση των επαφών τους με τη ρωμαϊκή διοίκηση και την κεντρική εξουσία.
Η πόλη… να διαφυλάσσει τα δημόσια κτήρια που έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοι σ’ αυτή και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς το ρωμαϊκό λαό και τον Σεβαστό Καίσαρα. Και επειδή γι’ αυτά επιδεικνύει τη μεγαλύτερη επιμέλεια –όπως πράττει καθ’ όλο το έτος (της θητείας του)– ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, δηλαδή για το συμφέρον και το όφελος της πόλης, (στ. 5) προκειμένου να επισκευαστούν τα δημόσια κτίρια, και επειδή απευθύνει έκκληση στους Έλληνες και τους Ρωμαίους που κατοικούν στην πόλη και πράττουν σε κάθε ευκαιρία το σωστό γι’ αυτή και αντιλαμβανόμενοι τις οικονομικές της δυσκολίες στις παρούσες συνθήκες την ενισχύουν με τα δικά του μέσα ο καθένας στο μέτρο του δυνατού και υπόσχονται να φέρουν εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ό,τι χρειάζεται για την επισκευή των κτηρίων της· και σχετικά με αυτή υποσχέθηκαν τα εξής:
(στ. 10) Ο Τείσαρχος, γιος του Διονυσίου, υποσχέθηκε να δώσει πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του αρχαίου γυμνασίου και επισκεύασε την Ολυμπική και τη Μέση στοά.
Ο Κράτων, γιος του Αρχεδάμου, τη δαπάνη για ξυλεία για το γυμνάσιο, …ακόσια δηνάρια και τη δαπάνη που του αναλογεί, για το μετά τον Φιλόστρατο έτος, για τη θυσία ταύρου προς τιμήν του Αριστομένη, εβδομήντα δηνάρια.
(στ. 15) Ο Τυχαμένης, γιος του Δορκωνίδα, τριακόσια δηνάρια.
Ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων χίλια δηνάρια.
Ο Τείμαρχος, γιος του Θέωνα, διακόσια δηνάρια.
Ο Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων τριακόσια δηνάρια.
Ο Νικήρατος, γιος του Θέωνα, υποσχέθηκε να επισκευάσει το βουλευτήριο και την παρακείμενη στοά με δικά του έξοδα.
(στ. 20) Ο Καλλίας, γιος του Απολλώνιου, υποσχέθηκε να επισκευάσει κατά τον ίδιο τρόπο την παντόπωλη στοά.
Ο Μάρκος Αντώνιος Πρόκλος εκατό δηνάρια.
Ο Ευήμερος, γιος του Φιλοκράτη, διακόσια δηνάρια.
Ο Πόπλιος Λικήιος εκατό δηνάρια.
Ο Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ εκατό δηνάρια.
(στ. 25) Ο Πόπλιος Φλαμίνιος εκατό δηνάρια.
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων διακόσια πενήντα δηνάρια.
Ο Διονύσιος, γιος του Αριστομένη, υπέρ της μητέρας του Πλεισταρχίας, πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του ναού της Δήμητρας και της στοάς που αποκαλείται «του Νικαίου».
Διογένης, γιος του Διογένη, υπέρ του Διογένη, του Φιλωνίδα και του Φιλόξενου εκατόν πενήντα δηνάρια.
(στ. 30) Ο Τίτος Νίννιος Φιλιππίων πενήντα δηνάρια.
Ο Ασκλάπων και ο Ξενοκράτης, γιοι του Τιμοκράτη, εκατό δηνάρια.
Ο Νικηφόρος, γιος του Σωτηρίδα, μαζί με τον γιο του τον Σωτηρίδα εκατό δηνάρια.
Ο Δομίτιος υποσχέθηκε να επισκευάσει τον ναό του Ηρακλή και του Ερμή στο γυμνάσιο.
Ο Μηνάς και ο Λεύκιος Σάλβιος, οι γιοι του Ζωπύρου, υποσχέθηκαν ότι θα επισκευάσουν το κτήριο που στεγάζει το κρεοπωλείο και την παρακείμενη στοά δίνοντας τριακόσια δηνάρια.
(στ. 35) Ο Λύσων, γιος του Νικίππου, τη σκηνή του δεικτηρίου.
Καθώς, λοιπόν, συζητείτο στη συνέλευση σχετικά με την απονομή επαίνου σε αυτούς για την ευνοϊκή διάθεση που επέδειξαν με την έγνοια τους για την πόλη και προς τον δήμο των Ρωμαίων και προς τον Σεβαστό, οι σύνεδροι αποφάσισαν να επαινέσουν εκείνους που υπόσχονται τα προαναφερθέντα. Και για να είναι εμφανής σε όλους η ευεργετική διάθεση αυτών προς την πόλη, να χαράξει ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, σε λίθινη στήλη με έξοδα της πόλης (στ. 40) την υπόσχεση που έδωσε ο καθένας και ότι αυτό συνέβη όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος, και να την αφιερώσει κοντά στο ναό των Σεβαστών. Ομοίως, σε καθένα από τα αναθήματα που θα ολοκληρώνεται να χαράσσεται επιγραφή ότι ο αναθέτης έδωσε τη συγκεκριμένη υπόσχεση όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος.
․ Αθηναί[ων κ]αὶ επεμελ[ήθη] όπως ὡς | |
κ̣άλλιστα πορευθήσονται οι πρέσ- | |
βεις ὡς βασιλέα, οὓς ο δήμος έπεμψ- | |
εν καὶ αποκρίνασθαι τώι ήκοντι π- | |
5 | αρὰ το͂ Σιδωνίων βασιλέως ότι καὶ |
ες τὸν λοιπὸν χρόνον ὢν ανὴρ αγαθ- | |
ὸς περὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων ου- | |
κ έστι ότι ατυχήσει παρὰ Αθηναίω- | |
ν ων άν δέηται. είναι δέ καὶ πρόξεν- | |
10 | ον τού δήμου τού Αθηναίων Στράτω- |
να τὸν Σιδώνος βασιλέα καὶ αυτὸν | |
καὶ εκγόνος. τὸ δέ ψήφισμα τόδε αν- | |
αγραψάτω ο γραμματεὺς τής βολής | |
εστήληι λιθίνηι δέκα ημερών καὶ | |
15 | καταθέτω εν ακροπόλει, ες δέ τὴν α- |
ναγραφὴν τής στήλης δούναι τοὺς | |
ταμίας τώι γραμματεί τής βολής Δ | |
ΔΔ δραχμὰς εκ τών δέκα ταλάντων. π- | |
οιησάσθω δέ καὶ σύμβολα η βολὴ πρ- | |
20 | ὸς τὸν βασιλέα τὸν Σιδωνίων, όπως |
άν ο δήμος ο Αθηναίων ειδήι εάν τι | |
πέμπηι ο Σιδωνίων βασιλεὺς δεόμ- | |
ενος τής πόλεως, καὶ ο βασιλεὺς ο Σ- | |
ιδω̣νίων ειδήι όταμ πέμπηι τινὰ ὡ- | |
25 | ς αυτὸν ο δήμος ο Αθηναίων. καλέσα- |
ι δέ καὶ επὶ ξένια τὸν ήκοντα παρὰ | |
το͂ Σιδωνίων βασιλέως ες τὸ πρυτα- | |
νείον ες αύριον. | |
Μενέξενος είπεν· τὰ μέν άλλα καθά- | |
30 | περ Κηφισόδοτος· οπόσοι δ’ άν Σιδω- |
νίων οικο͂ντες ες Σιδώνι καὶ πολι- | |
τευόμενοι επιδημώσιν κατ’ εμπορ- | |
ίαν Αθήνησι, μὴ εξείναι αυτὸς μετ- | |
οίκιον πράττεσθαι μηδέ χορηγὸν | |
35 | μηδένα καταστήσαι μηδ’ εισφορὰν |
μηδεμίαν επιγράφεν. |
Πρόκειται για μία πολύ σημαντική επιγραφή για τους στόχους και τα μέσα που χρησιμοποιούσε η αθηναϊκή πολιτεία στις αρχές του 4ου αιώνα είναι η IG II2 141. Προσφέρει σημαντικές πληροφορίες πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο αθηναϊκά ψηφίσματα από τα οποία έχει χαθεί η αρχή του πρώτου. Οι στίχοι 1-28 αποτελούν το τιμητικό ψήφισμα της αθηναϊκής συνέλευσης προς τον βασιλιά Abdashtart I, ο οποίος στην ελληνική γλώσσα αναφέρεται ως Στράτωνας, της πόλης Σιδώνας, ενώ οι στίχοι 29-36 συνιστούν μια τροπολογία στοχεύοντας στην προσέλκυση Σιδώνιων εμπόρων στην Αθήνα.
Το αρχικό κομμάτι της στήλης που έφερε όλα τα στοιχεία χρονολόγησης του ψηφίσματος έχει χαθεί. Η αδυναμία αυτή προκάλεσε μια εντονότατη συζήτηση κατά την οποία αναπτύχθηκαν δύο θέσεις. Η παραδοσιακή ανάγει το κείμενο μεταξύ των ετών 378-360 π.Χ., με επικρατέστερα τα έτη 377-376 π.Χ. (Johnson 1914: 420 και 423, Tod, GHI II 118-119, Moysey 1976: 182-184, Austin 1944: 98-99, Trail 2001: 293 και 2003: 227, Rhodes – Osborne, GHI 86 και Vagionakis 2017: 169 και 172-173) και η σύγχρονη με χρονολόγηση πέριξ της Ανταλκιδείου Ειρήνης (Ματθαίου 2016α και Ματθαίου 2016β: 118, Tracy 2014-2019: 49-50 και De Lisle 2020: 11-15). Ως τεκμήρια χρησιμοποιήθηκαν η αθηναϊκή πρεσβεία στον Μέγα Βασιλιά, στ. 1-4, τα έτη της βασιλείας του Στράτωνα, στ. 10-11, ο χρονικός περιορισμός των 10 ημερών για την ανέγερση της στήλης, στ. 12-15, το ταμείο των Δέκα Ταλάντων, στ. 17-18, καθώς και τα ονόματα των δύο εισηγητών, στ. 29-30.
Φυσικά, τα ερωτήματα είναι πολλά και εμφανίζονται ήδη από τον δεύτερο στίχο. Η πρεσβεία της Αθήνας ακολουθώντας τον θαλάσσιο δρόμο αντί τον παραδοσιακό χερσαίο διαμέσου της Μικράς Ασίας παρουσιάζεται στον Στράτωνα δεχόμενη την απαραίτητη βοήθεια για τη συνέχιση του ταξιδιού της. Συνεπώς, επιβεβαιώνονται οι ήδη υπάρχουσες καλές σχέσεις της με τον Στράτωνα αλλά και η σύνδεση αυτού με τον Αρταξέρξη Β΄ τη συγκεκριμένη περίοδο. Πιθανότατα το αποτέλεσμα της αποστολής ήταν θετικό και η πόλη προς αναγνώριση της συμβολής του του αποδίδει συγκεκριμένα προνόμια. Οι Αθηναίοι διπλωμάτες επιστρέφουν ενδεχομένως συνοδευόμενοι από έναν απεσταλμένο του Στράτωνα.
Πότε όμως στάλθηκε η συγκεκριμένη πρεσβεία; Οι καταγεγραμμένες αθηναϊκές αντιπροσωπείες στον Πέρση βασιλιά για το διάστημα των σαράντα πρώτων χρόνων του αιώνα είναι μόλις δύο. Γνωστές είναι οι αποστολές του 394/3 π.Χ. (Αθήν. Δειπν. 229 F και 251 Α-Β και Πλούτ. Πελ. 30) και του 368/7 π.Χ. (Ξεν Ελλ. 7.1.33-37, Πλούτ. Πελ. 30 και Διόδ. 15.76.3). Η παρουσία του Ιφικράτη στη Φοινίκη το 374 π.Χ. (Διόδ. 15.29.3-4 και 41.3 και Πλούτ. Αρτ. 24.1), ο ανοιχτός δίαυλος επικοινωνίας που αναφέρει ο Ξενοφώντας (Ελλ. 7.1.37) το 367 π.Χ. και τα λόγια του Δημοσθένη (7.29, 9.16, 19.137 και 253) για αναγνώριση της κυριότητας της Αμφίπολης από την Αθήνα μεταξύ 367-362 π.Χ. ενδεχομένως δηλώνουν νέα ή νέες διπλωματικές αποστολές.
Οι στίχοι 1-4 φανερώνουν τις πραγματοποιηθείσες ενέργειες του Στράτωνα προς τους πρεσβευτές για τις οποίες η πόλη αποδίδει τον ρόλο του προξένου στον ίδιο και στους απογόνους του, στ. 9-12. Παρεμβάλλονται οι στίχοι 4-9 όπου ο δήμος δεσμεύεται για εκ νέου ανταπόδοση εφόσον συνεχιστεί η θετική στάση του Σιδώνιου βασιλιά προς την Αθήνα.
Στη συνέχεια του ψηφίσματος, στ. 12-18, αναγράφονται οι όροι προκειμένου να τοποθετηθεί η στήλη. Ο γραμματέας της βουλής αναλαμβάνει το έργο με την υποχρέωση να το ολοκληρώσει εντός 10 ημερών, στ. 12-14. Το συγκεκριμένο χρονικό όριο εντοπίζεται αρκετές φορές την εικοσαετία 355-335 π.Χ. (Austin 1944: 99 και Vagionakis 2017: 173-174) καθιστώντας τη συγκεκριμένη επιγραφή την παλαιότερη επιβεβαιωμένη αναφορά του προσδιορισμού. Ενδιαφέρον προκύπτει από το περιεχόμενο των ψηφισμάτων με τον 10ήμερο περιορισμό διότι όλα είναι τιμητικού περιεχομένου (IG II2 130, 133, 149, 206, 253, 274, 278, 287 και 289). Σε όσα από αυτά διασώζονται τα ονόματα διαπιστώνεται πως πρόκειται για μη Αθηναίους. Ποια όμως ήταν η ανάγκη για μια τέτοια απόφαση; Αρκεί η καθυστερημένη ανέγερση των ψηφισμάτων; Το επιχείρημα αυτό αφήνει αναξιοποίητες τις δύο σημαντικές ομοιότητες∙ το χρονικό όριο εντοπίζεται σε τιμητικές επιγραφές μη Αθηναίων πολιτών. Είναι βάσιμο να υποστηριχθεί ότι οι τιμώμενοι ή οι αντιπρόσωποι αυτών ήταν παρόντες τόσο κατά την ψήφιση των τιμών όσο και κατά την τοποθέτηση της στήλης.
Ο στίχος 15 καταγράφει ως σημείο τοποθέτησης την Ακρόπολη χρησιμοποιώντας τη φράση «εν ακροπὸλει» σε αντίθεση με προγενέστερες περιόδους όπου η αντίστοιχη διατύπωση ήταν «εμ πόλει». Στις αρχές του 4ου αι. χρησιμοποιούνταν και οι δύο όροι, όμως, από τη δεύτερη δεκαετία ο νεώτερος επικρατεί του παλαιότερου έως ότου τον εξαλείφει. Ασαφή χρονικό προσδιορισμό προσφέρουν οι στίχοι 16-18, με τους ταμίες των 10 Ταλάντων, αλλού καταγράφονται ως ταμίες της θεάς Αθηνάς, να αποδίδουν στον γραμματέα της βουλής τα χρήματα για τα απαραίτητα έξοδα. Το συγκεκριμένο ταμείο πιστοποιείται μόνο από επιγραφικές πηγές (IG II2 22, 173 και 244). Η δημιουργία του πιθανότατα τοποθετείται τη δεύτερη δεκαετία του 4ου αι. με σκοπό την κάλυψη των εξόδων αναγραφής ψηφισμάτων της πόλης (Johnson 1914: 420 και 423, Tod, GHI II 65, Rhodes – Osborne, GHI 90 και Vagionakis 2017: 173).
Οι στίχοι 18-25 παραθέτουν πληροφορίες για τον τρόπο αναγνώρισης του γνησίου των διπλωματικών αποστολών. Η επιβεβαίωση θα γινόταν με τη χρήση συμβόλων, στ. 19, δηλαδή πήλινα πλακίδια τα οποία τα έσπαγαν σε δύο κομμάτια δίνοντας από ένα στα δύο εμπλεκόμενα μέρη. Αυτά αλληλοσυμπληρώνονταν με μοναδικό τρόπο αποδεικνύοντας τη γνησιότητα των εμπλεκόμενων μερών (ενδ. βλ. Gauthier 1972). Η συγκεκριμένη επιγραφή προσφέρει την παλαιότερη μαρτυρία για χρησιμοποίηση συμβόλων της Αθήνας με μη ελληνική πολιτική οντότητα (Η επόμενη το 349/8 π.Χ. με τον σατράπη Ορόντη, IG II2 207, Moysey 1976: 182 και Vagionakis 2017: 176-177).
Το τιμητικό ψήφισμα του Στράτωνα ολοκληρώνεται με την αναγραφή της παροχής φιλοξενίας στον απεσταλμένο του την επόμενη μέρα από την ψήφιση των τιμών στο πρυτανείο της πόλης, στ. 25-28.
Το δεύτερο κείμενο της επιγραφής, στίχοι 29-36, αποτελεί μία σημαντική παροχή προς τους Σιδώνιους εμπόρους που διαμένουν μόνιμα στη μητρόπολή τους. Δεν αποτελεί υπερβολή να ειπωθεί πως αυτοί οι 8 στίχοι είναι το ουσιαστικότερο κομμάτι της επιγραφής. Στους στίχους 29-30 αναγράφονται τα ονόματα των δύο Αθηναίων εισηγητών. Ο Κηφισόδοτος εισηγήθηκε το τιμητικό ψήφισμα υπέρ του Στράτωνα ενώ ο Μενέξενος τη νομοθέτηση για τους Σιδώνιους εμπόρους. Οι δύο άνδρες αναφέρονται χωρίς τα πατρώνυμα ή τα δημοτικά τους ενώ φέρουν κοινά αθηναϊκά ονόματα. Οι προσπάθειες σύγχρονων ιστορικών να αναγνωρίσουν τα δύο πρόσωπα τοποθετούν τη δράση τους γύρω από την παραδοσιακή χρονολόγηση της επιγραφής (Ο Μενέξενος ενδεχομένως αναγνωρίζεται στις IG II2 111, 1237 και 1604 στ. 39-40. Το όνομα του Κηφισόδοτου εμφανίζεται αρκετές φορές. Ίσως κατάγονταν από τον δήμο του Κεραμεικού. Ο συγκεκριμένος πολίτης ήταν αρκετά δραστήριος στο δεύτερο τέταρτο του 4ου αιώνα, IG II2 143 στ. 36 και Δημοσθ. 20.146 και 150. Ίσως ταυτίζεται με τον Κηφισόδοτο των παρακάτω πηγών, Agora XVI 48, Ξεν. Ελλ. 6.3.2 και 7.1.12-14, Αριστοτ. Ρητ. 3.10.7 Δημ. 51.1, και Διον. Αλικ. Άμμ. 8, Traill 2001: 293 και 2003: 227, Rhodes – Osborne, GHI 90-91, Vagionakis 2017: 176-177 και De Lisle 2020: 13). Ελλείψει των λοιπών στοιχείων, όμως, καμία εξακρίβωση δεν μπορεί να είναι δεδομένη.
Με βάση την τροπολογία οι Σιδώνιοι πολίτες που επισκέπτονται την Αθήνα για εμπορικούς σκοπούς αποκτούν συγκεκριμένα οικονομικά προνόμια (Η μετοχή «πολιτευόμενοι», στ. 31-32, και το επίθετο «πολιτικών» Διόδ. 16.44.6 κάνουν λόγο για πληθυσμό με αναγνωρισμένο το δικαίωμα του πολίτη εντός της Σιδώνας.). Η διατύπωση της πρότασης του Μενέξενου είναι τέτοια ώστε αποκλείει τους ήδη εγκατεστημένους Σιδώνιους εντός του αθηναϊκού κράτους. Τα δικαιώματα αυτά ήταν η απαλλαγή τους από τον μετοίκιο φόρο (Σε επίπεδο εθνοτικής ομάδας παρόμοιο μέτρο ίσως πάρθηκε και για τους πολίτες των πόλεων Κνωσού και Κυδώνας, Agora XVI 51[1], περί το 360 π.Χ.), τις χορηγίες αλλά και από οποιαδήποτε άλλη φορολόγηση. Στόχος αυτής της οικονομικής πολιτικής, η ακόμα μεγαλύτερη προσέλκυση Σιδώνιων εμπόρων στην πόλη. Η συγκεκριμένη τακτική απέδωσε καρπούς, διότι από το δεύτερο μισό του 4ου έως και έπειτα επιγραφές επιβεβαιώνουν την ισχυρή παρουσία τους (IG II2 343, 711, 2946, 8358, 8388, 10265α-10286, Whitehead 1977: 23 και Vagionakis 2017: 177).
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του κειμένου είναι απαραίτητος ένας σύντομος σχολιασμός αναφορικά με τη χρονολόγηση της επιγραφής. Η ομάδα των ιστορικών που τοποθετεί τη στήλη χρονικά πέριξ της Ανταλκίδειου Ειρήνης ανέπτυξε τη θέση της βασιζόμενη στην αναγνώριση του έργου του χαράκτη της επιγραφής. Το «χέρι» του ταυτίστηκε με αυτό των IG II2 17 και Agora XVI 50 ίσως και την IG II2 70, στις αρχές του 4ου αιώνα. Οι συγκεκριμένοι ερευνητές παραμέρισαν το σύνολο των υπολοίπων στοιχείων επαναχρονολογώντας τα. Χωρίς να θέλω να αμφισβητήσω την ταυτοποίηση του έργου του λιθογράφου η επιγραφή πρέπει να πλησιάσει τα πρώιμα χρόνια της παραδοσιακής χρονολόγησης.
Οι αναφερόμενες στον τιμώμενο βασιλέα φιλολογικές πηγές είναι μεταγενέστερες ενώ οι παρεχόμενες πληροφορίες επικεντρώνονται στη γεμάτη ακολασίες ζωή του και στον βίαιο θάνατό του (Αθήν. Δειπν. 531 Α-Ε, Αιλιαν. Ποικ. Ιστ. 7.2, Justin. Trog. Pomp. Ep. XVIII.3 και Jerom. Adv. Jovin. 1.45). Το σημαντικότερο στοιχείο που παραθέτουν αφορά τη σύγκριση του τρόπου ζωής του με τον βασιλιά της Σαλαμίνας Νικοκλή. Ο γιος του Ευαγόρα Α΄ αναρριχήθηκε στον θρόνο το 374 π.Χ. ενώ απεβίωσε φυλακισμένος των Περσών ως απόρροια της συμμετοχής του στην αποστασία το σατραπών το 361 π.Χ. Η γλώσσα των αρχαίων συγγραφέων με τις συγκρίσεις των δύο ανδρών υποδηλώνουν την ταυτόχρονη βασιλεία τους, έστω για ένα διάστημα. Ο βίαιος θάνατός του Στράτωνα, για να αποφύγει τη σύλληψη του από τους Πέρσες, δεν τοποθετείται χρονικά από τις πηγές με τα έτη 362-360 π.Χ. να είναι ιδιαίτερα δελεαστικά λόγω της γενικευμένης αποστασίας. Ελλείψει των αδιάψευστων τρόπων χρονολόγησης της επιγραφής κάθε περαιτέρω προσπάθεια τοποθέτησής της με ασφάλεια στη γραμμή του χρόνου είναι επισφαλής.
Η στοιχηδόν επιγραφή παρά την απώλεια του αρχικού τμήματός της και των ερωτημάτων που δημιουργεί, προσφέρει σημαντικότατες πληροφορίες. Απεικονίζει τις επιδιώξεις της Αθήνας και έναν τρόπο για να τις υλοποιήσει. Η πόλη εκμεταλλεύεται την εύνοια και τους δεσμούς που αναπτύσσει με μονάρχες και μέσω αυτών προωθεί τα δικά της συμφέροντα. Πρόκειται για μέθοδο που στον επερχόμενο ελληνιστικό κόσμο των βασιλέων και της Ρώμης γενικεύεται.
…. των Αθηναίων, και φρόντισε πως θα ταξιδέψουν όσο το δυνατόν καλύτερα στον βασιλιά (ενν. τον Πέρση) οι πρέσβεις, τους οποίους ο δήμος έστειλε. Και να δοθεί απάντηση στον απεσταλμένο (στ. 5) του βασιλιά των Σιδωνίων ότι και στο μέλλον, εφόσον εκείνος (ενν. ο βασιλιάς των Σιδωνίων) συνεχίζει να έχει καλή στάση προς το δήμο των Αθηναίων, δεν υπάρχει περίπτωση να απορριφθεί από τους Αθηναίους οποιοδήποτε αίτημά του. Επίσης, (στ. 10) ο Στράτωνας, ο βασιλιάς της Σιδώνας, να είναι και πρόξενος του δήμου των Αθηναίων και ο ίδιος και οι απόγονοί του. Επιπλέον, το συγκεκριμένο ψήφισμα ο γραμματέας της βουλής να αναγράψει εντός 10 ημερών σε λίθινη στήλη και (στ. 15) να τη στήσει στην ακρόπολη· και για την αναγραφή της στήλης να δώσουν οι ταμίες στον γραμματέα της βουλής 30 δραχμές από τα 10 τάλαντα (το ταμείο των 10 ταλάντων). Ακόμη, να κατασκευάσει και σφραγίδες αναγνώρισης η βουλή (στ. 20) για τον βασιλιά των Σιδωνίων, ώστε ο δήμος των Αθηναίων να γνωρίζει εάν ο βασιλιάς των Σιδωνίων στέλνει κάτι ζητώντας από την πόλη, και ο βασιλιάς των Σιδωνίων να γνωρίζει όταν στέλνει κάποιον (στ. 25) σε αυτόν ο δήμος των Αθηναίων. Ακόμη, να καλέσει για να φιλοξενήσει τον απεσταλμένο του βασιλιά των Σιδωνίων αύριο στο πρυτανείο. Ο Μενέξενος είπε· τα μεν άλλα να γίνουν, όπως ακριβώς εισηγήθηκε (στ. 30) ο Κηφισόδοτος· όσοι δε από τους Σιδωνίους, οι οποίοι κατοικούν στη Σιδώνα και έχουν το δικαίωμα του πολίτη, επισκέπτονται την Αθήνα για εμπορικούς σκοπούς, να μην επιτρέπεται σε αυτούς να πληρώνουν το μετοίκιο φόρο, ούτε χορηγός (στ. 35) να διορίζεται κανείς από αυτούς, ούτε να εγγράφονται στον κατάλογο για την καταβολή κάποιας εισφοράς.
1 | αγαθήι [τ]ύχηι. |
[ε]πὶ Σαραπίωνος άρχοντος επὶ τής Οινείδος τετάρτης πρυτανείας ἧι Σο- | |
φοκλής Δημητρίου Ιφιστιάδης εγραμμάτευεν, Πυανοψιώνος ογδόηι επὶ | |
δέκα, δεκάτηι τής πρυτανείας· εκκλησία κυρία εν τώι θεάτρωι· τών προ- | |
5 | έδρων επεψήφιζεν Πτολεμαίος Θεοδότου Φλυεὺς καὶ συνπρόεδροι v |
έδοξεν τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι v Εξάκων Εξάκωντος Παλληνεὺς εί%⁸⁰- | |
πεν v επειδὴ οι εφηβεύσαντες επὶ Μενοίτου άρχοντος θύσαντες ταίς εγ- | |
γραφαίς εν τώι πρυτανείωι επὶ τής κοινής εστίας μετά τε τού κοσμητού καὶ | |
τού ιερέως τού δήμου καὶ τών Χαρίτων καὶ τών εξηγητών κατὰ τὴν τού δή- | |
10 | μου προαίρεσιν δαπανήσαντος είς τε τὴν θυσίαν καὶ τὰ νομιζόμενα εκ τών |
ιδίων τού κοσμητού διετέλεσαν πειθαρχούντες αυτώι τε καὶ τοίς παιδευ%⁸⁰- | |
ταίς v έθυσαν δέ καὶ τὰς θυσίας απάσας τοίς θεοίς καὶ τοίς ευεργέταις τού δή- | |
μου v εποιήσαντο δέ καὶ τὴν απάντησιν τοίς ιεροίς καὶ προέπεμψαν τὸν Ἴακ- | |
χον ήραντο δέ καὶ τοὺς βούς δι’ εαυτών τοίς Μυστηρίοις καὶ παρέστησαν τήι Δή- | |
15 | μητρι καὶ τήι Κόρηι θύμα ὡς κάλλιστον, καὶ καλλιερήσαντες διενείμαντο τὰ |
κρέα v ομοίως δέ καὶ τὰς άλλας θυσίας συνετέλεσαν εν τοίς γυμνασίοις καὶ | |
τοὺς δρόμους ὡς ευσχημονέστατα καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὰς πομπὰς επόμ- | |
πευσαν απάσας v απήντησαν δέ καὶ τοίς ευεργέταις τού δήμου Ῥωμαίοις | |
εισήγαγον δέ τήν τε Παλλάδα καὶ τὸν Διόνυσον έν τε Πειραιεί καὶ εν άστει καὶ ε- | |
20 | βουθέτησαν εν εκατέραι τών πόλεων εμ πασιν τὴν αυτών φιλοτιμίαν αποδει- |
κνύμενοι v έθυσαν δε’ καὶ τοίς μεγάλοις θεοίς καὶ τήι Αρτέμιδι τήι Μουνυχ[ίαι] | |
καὶ τώι Διὶ τώι Σωτήρι καὶ τεί Αθηναι καὶ περιέπλευσαν v εποιήσαντο δέ καὶ τ[ὸν] | |
εις Σαλαμίνα πλούν επὶ τὸν αγώνα τών Αιαντείων καὶ έθυσα̣ν̣ [επὶ τ]ού τρο[παίου] | |
καὶ παραγενόμενοι εις Σαλαμίνα καὶ καλλιερήσαντες ανε[στράφησαν ευτά]κ̣[τως καὶ] | |
25 | ευσχημόνως καὶ διὰ ταύτα εστεφανώθησαν υπὸ [τού δήμου τού Σαλα]μ̣ινίων̣ [χρυ]- |
σώι στεφάνωι ὡσαύτως δέ καὶ ο κοσμητὴς [αυτών Δ]ημήτ[ριος Ουλιάδ]ου Αλωπεκή- | |
θεν ανήνεγκαν δέ καὶ τὰ αριστεία τοίς [Παν]αθην[αίοι]ς καὶ Ελ[ευσινίοις] καὶ παρήγαγον | |
θύμα ὡς κάλλιστον v απεδ[είξαντο δέ] καὶ εν τοίς Θησείοι[ς καὶ Επι]ταφ[ί]οις καὶ τεί βου- | |
λεί κατά τε τοὺς νόμους [καὶ] τὰ ψηφίσματα τού δήμου καὶ εν [εκάστ]ωι μ[η]νὶ εποιούντο | |
30 | τὰς πρὸς αυτοὺς αμίλ[λ]ας τιθέντων αυτοίς αθλα τών γυμ[να]σιάρχων vv ανέθη- |
καν δέ καὶ φιάλ[ην τεί τε] Δήμητρι καὶ τεί Κόρει καὶ τεί μητρὶ τ[ών] θεών κα[ὶ βυ]βλία εκα- | |
τὸν εις τὴν βυ[βλιοθήκη]ν πρώτοι κατὰ τὸ ψήφισμα ό Θεοδωρίδη[ς] Πειραι[εὺς] είπεν κα[ὶ] | |
οπλοθήκη[ν σ]πο[υδή]ς καὶ φιλοτιμίας ουθέν ενλείποντες v [δι]ετήρ[ησ]αν δέ καὶ | |
τὴν πρ[ὸς α]λλήλο[υς] ομόνοιαν καὶ φιλίαν εν όλωι τώι ενιαυτώι vv όπως ούν ή τε βου- | |
35 | λὴ κα[ὶ ο] δήμος φ[αίν]ωνται τιμώντες τοὺς πειθαρχούντα[ς] τοίς τε νόμοις καὶ |
τοί[ς ψ]ηφίσμασιν, [αγ]αθήι τύχηι δεδόχθαι τήι βουλήι, τοὺς λαχόντας προέδρους εις | |
τ[ὴν ε]πιούσαν εκ[κλη]σίαν χρηματίσα[ι] περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλ[λ]εσθαι τής | |
κτλ. {²IG II(2).1009 l. 14 to end}² | |
II.67 | Δωσίθεος Χαρ[․3-4․] Α̣ιθαλίδης {²⁷IG Δωσίθεος Χαρ[ίου Χ]ολλίδης}²⁷ |
71 | [Ν]ικόσ[τ]ρατ[ο]ς Δ[ιο]κλέους Φρεάρρ[ιος] |
Η δημοσιευθείσα στο περιοδικό Hesperia (Τ. 16 170, 67) επιγραφή περιλαμβάνει τιμητικό ψήφισμα της πόλης για τη δράση του σώματος των εφήβων του έτους 117-6 π.Χ. επί άρχοντα Μένοιτου. Ακολουθεί κατά γράμμα το μοτίβο των εφηβικών ψηφισμάτων της τελευταίας περιόδου του 2ου αι. π.Χ.
Πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του κειμένου αποτελεί η σύνδεσή του με έτερο εφηβικό ψήφισμα, IG II2 1009. Η αναγνώριση πως οι δύο επιγραφές αποτελούν ουσιαστικά ένα κείμενο έγινε από τον Meritt ήδη από τη δημοσίευσή της.
Ο θεσμός της εφηβείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αποτελούσε μια διαδικασία περάσματος από την παιδική ηλικία στον κόσμο των ενήλικων ανδρών, των πολιτών (ενδ. βλ. Chankowski 2010: 47-62). Οι πληροφορίες από την Αθήνα καθιστούν δυνατή τη συστηματική μελέτη του (ενδ. βλ. Brenot 1920: Reinmuth 1929: Vidal-Naquet 1968 και Chankowski 2010: 114-117). Η εφηβεία την περίοδο της επιγραφής είχε διάρκεια ενός έτους με έντονο θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα αντίθετα από τη στρατιωτική προετοιμασία των κλασικών χρόνων (Pélékidis 1962: 183 και 212 και Mikalson 1998: 292-293). Τα εφηβικά ψηφίσματα της Αθήνας απαρτίζουν ένα σημαντικό σύνολο επιγραφών, κομμάτι αυτού είναι οι Hesperia 16 (1947) 170, 67 και IG II2 1009, διότι αποτελούν ένα κείμενο το οποίο έσπασε και βρέθηκε σε διαφορετικούς χρόνους στο ίδιο όμως σημείο.
Στις γραμμές που ακολουθούν αναλύεται αποκλειστικά η επιγραφή των 37 στίχων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hesperia. Βάση του περιεχομένου μπορεί να χωριστεί σε 3 ενότητες. Η πρώτη, στ. 1-6, περιλαμβάνει τα ακριβή στοιχεία χρονολόγησης, η δεύτερη, στ. 6-31, τις θρησκευτικές δράσεις των εφήβων ενώ η τελευταία, στ. 31-37, τις μη θρησκευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες.
Στην αρχή του ψηφίσματος αναγράφονται τα ονόματα του επώνυμου άρχοντα, του γραμματέα και του επιστάτη των προέδρων. Επίσης, πληροφορούμαστε την ακριβή ημερομηνία και το όνομα της πρυτανεύουσας φυλής. Ανώτατος αξιωματούχος για το έτος 116/5 π.Χ. ήταν ο, κατά τα λοιπά άγνωστος, Σαραπίωνας. Το κοινό του όνομα καθιστά την ταυτοποίησή του αδύνατη (απλή αναφορά στις IG II2 1009, 1228, I.Délos 1513 και ίσως 2529). Γραμματέας της συνέλευσης διετέλεσε ο Σοφοκλής Δημητρίου από τον δήμο των Ιφιστιάδων, πρόσωπο ενεργό στον δημόσιο βίο (IG II2 1940 στ. 36). Επιστάτης των προέδρων ήταν ο επίσης άγνωστος Πτολεμαίος Θεοδότου από την Φλύα (ενδεχομένως ο Πολύ[…]ης Πτολεμαίου Φλυεύς, έφηβος την ίδια χρονιά να ήταν γιος του, IG II2 1009, Col. II στ. 81). Τόπος τέλεσης της συνέλευσης, το θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη.
Τιμώμενοι ήταν οι έφηβοι επί άρχοντα Μενοίτου, 117/6 π.Χ. Το συγκεκριμένο πρόσωπο αναγράφεται σε επιγραφές αποκλειστικά βάση του συγκεκριμένου αξιώματος (ενδ. βλ. IG II2 1010, I.Délos 2055-2056 και I.Rhamnous 148). Εισηγητής ήταν ο Εξάκων Εξάκωντος από την Παλλήνη το όνομά του οποίου εντοπίζεται μόνο εδώ και στην IG II2 1009. Ίσως ο πατέρας του διετέλεσε βουλευτής το 140/39 π.Χ., Hesperia 17 (1948) 19,9 στ. 73.). Ο ομιλητής ξεκαθαρίζει πως τα τιμώμενα πρόσωπα είναι οι «εφηβεύσαντες» με τη συγκεκριμένη μετοχή να αποτελεί το υποκείμενο όλων των ρημάτων και των μετοχών ονομαστικής πτώσης που ακολουθούν.
Η πρώτη πράξη του εφηβικού σώματος, στ. 7-11, ήταν οι εγγραφαίς ή εισιτήρια. Οι νέοι άνδρες επισκέφθηκαν το πρυτανείο όπου συνοδεία του κοσμητή/επιστάτη τους και του ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων πραγματοποίησαν θυσία, με έξοδα του κοσμητή, στην κοινή εστία της πόλης. Το τελετουργικό όπως περιγράφεται έχει χαρακτηριστικά προγενέστερης περιόδου, τα οποία δεν μπορεί να είναι παλαιότερα του 229 π.Χ. χρονιά απομάκρυνσης των μακεδονικών φρουρών και θέσπισης της συγκεκριμένης λατρείας (IG II2 844 στ. 33-48 και Pélékidis 1962: 218). Η αναφορά στις Χάριτες ίσως σχετίζεται με την επίκληση δύο εξ αυτών, της Αυξώς και της Ηγεμόνης, στον εφηβικό όρκο (Λυκούργ. 1.77).
Οι στίχοι 13-16 περιγράφουν τη συμμετοχή τους στην πομπή προς την Ελευσίνα, όπως προκύπτει από την αναφορά του Ίακχου, και τα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι έφηβοι θυσίασαν στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη τα βόδια που μετέφεραν για τον σκοπό αυτό και διαμοίρασαν τα σφάγια (Η λέξη «τὰ κρέα» στ. 15-16 εντοπίζεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό και μόνο σε πεζά κείμενα, Threatte 1996: 136).
Οι στίχοι 16-18 αποτελούν γενικόλογη περιγραφή της συμμετοχής των εφήβων σε θρησκευτικές γιορτές. Οι επόμενοι τέσσερις 18-22, παρουσιάζουν συγκεκριμένες ενέργειές τους με κέντρο τον Πειραιά. Στον στίχο 19, όπως και σε άλλες εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008 και 1011), αναγράφονται οι μεταφορές δύο αγαλμάτων∙ του Παλλαδίου και του Διονύσου. Δεν παρέχονται πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο τέλεσης των δύο πομπών. Η μεταφορά του ειδωλίου της Αθηνάς Παλλάδας βασίζεται σε μυθική μάχη Αθηναίων και Αργείων στο Φάληρο κατά την επιστροφή τους από την Τροία (Παυσ. 1.28.9 και Φιλόχ. FGrHist 328 F 64 b). Οι νομοφύλακες οργάνωναν τη μεταφορά του Παλλαδίου στην ακτή του Φαλήρου με συνοδεία των γεννητών και την επιστροφή του στο άστυ υπό το φως πυρσών (Burkert 1970: 356-368 και Robertson 1992: 141). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου στον Πειραιά με την ύπαρξη ιερού του θεού (IG II2 380, 410, 1011, 1028 και 1325, ενδ. βλ. Mikalson 1998: 38, 42-43, 51-52 και 204-206 και Kloppenborg – Ascough 2011). Οι έφηβοι συνοδεύουν το άγαλμα στον Πειραιά και στην Αθήνα με πιθανούς σταθμούς τα θέατρα των δύο πόλεων, χώροι στενά συνδεδεμένοι με τη διονυσιακή λατρεία (Pélékidis 1962: 239 και 244-245 και Robertson 1992: 143).
Στον στίχο 21 εντοπίζεται η λατρεία των Μεγάλων Θεών. Παρά τη λάμψη του ιερού πρωτίστως στη Σαμοθράκη και δευτερευόντως στην αθηναϊκή κληρουχία της Λήμνου ως κρατική γιορτή στην Αθήνα οι Μεγάλοι Θεοί εντοπίζονται επιγραφικά μόλις 3 φορές σε διάστημα 8 ετών (IG II2 1006 το 123/2 π.Χ., IG II2 1008 το 118/7 π.Χ. και στην παρούσα επιγραφή). Πιθανότατα η λατρεία τους εισήχθη μετά το 166 π.Χ. από τη Δήλο όπου κατείχαν σημαντική θέση με δικό τους ναό ονόματι Σαμοθράκιον (I.Délos 1417). Η ελλιπής παρουσία τους και το μικρό χρονικό διάστημα μαρτυρούν έλλειψη ενδιαφέροντος και αποδοχής οδηγώντας σύντομα στην κατάργηση της γιορτής.
Στον ίδιο στίχο μνημονεύεται και η πραγματοποίηση θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης Μουνιχίας. Η λατρεία της συνδεόταν και με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εξού και οι λεμβοδρομίες (Πλούτ. Ηθ. 349 F και ενδ. βλ. IG II2 1006 και 1011). Η παρουσία των Μακεδόνων στον Πειραιά οδήγησε στην αφάνεια τη συγκεκριμένη λατρεία. Επιγραφικά επανεμφανίζεται μόλις το 122/1 π.Χ. Οι εορτές με συμμετοχή εφήβων στον Πειραιά ολοκληρώνονται με θυσίες στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά Σωτείρα. Η λατρεία του Διός Σωτήρος είναι προγενέστερη (η παλαιότερη στον Αριστοφάνη Πλούτ. 1173-1190) ενώ η εμφάνιση της Αθηνάς Σωτείρας τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. (το 273 π.Χ., IG II2 676).
Οι στίχοι 22-27 είναι αφιερωμένοι στα Αιάντεια της Σαλαμίνας. Η λατρεία του Αίαντα εντός του αθηναϊκού κράτους δεν ήταν καινούργια. Η απόδοση των τιμών σχετιζόταν και με τη συμβολή που θεωρούσαν πως είχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Ηρόδ. 8.64.2 και 121.1). Η πρωιμότερη αναφορά των Αιαντείων με συμμετοχή εφήβων χρονολογείται το 214/3 π.Χ. (Hesperia 48 (1979), 174-8) και η τελευταία το 94/3 π.Χ. (IG II2 1029). Η αναφορά στο ίδιο απόσπασμα της γιορτής Δημοκρατία είναι πολύ πιθανόν να σχετίζεται με την απομάκρυνση των μακεδονικών φρουρών το 229 π.Χ. Πληροφορίες για τον τρόπο τέλεσής τους αντλούνται από αρκετές ελληνιστικές εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008, 1011, 1028-30, 1227, IG II3, 1 1313, Hesperia 24 (1955), 220-239 και 48 (1979), 174-8). Άγνωστος παραμένει ο χρόνος διεξαγωγής τους. Συνδυάζοντας τα δεδομένα οι έφηβοι έφταναν στο νησί αφού πραγματοποιούσαν θυσία στο τρόπαιο της ναυμαχίας και στον Δία Τροπαίο. Τελούνταν πομπή, λαμπαδηδρομία, λεμβοδρομία και θυσία υπέρ του Αίαντα. Σε ορισμένες από τις επιγραφές προσφέρονταν θυσίες στον Ασκληπιό ενώ σε μία αναγράφεται και ο Ερμής. Η ολοκλήρωση της γιορτής σήμαινε την επιστροφή στην Αθήνα (Pélékidis 1962: 247-249, Culley 1977: 294-295 και Mikalson 1998: 182-184 και 253). Η απόδοση χρυσού στεφάνου στο εφηβικό σώμα και στον κοσμητή του Δημήτριο Ουλιάδη από τον δήμο της Αλωπεκής (ίσως αξιωματούχο επί της κοπής νομισμάτων, Svoronos 1923: πίν. 46,3 και 46,4 και Traill, PAA 146) από τον δήμο των Σαλαμινίων υπαγορεύει την ενεργό συμμετοχή των πολιτών του νησιού στη γιορτή (Παυσ. 1.35.3).
Το κομμάτι της επιγραφής που καλύπτεται από τους στίχους 27-30 είναι ιδιαίτερα συνοπτικό. Αρχικά, αναφέρονται τα Παναθήναια και για δεύτερη φορά τα Ελευσίνια Μυστήρια. Παρέδωσαν τα βραβεία στις γιορτές αυτές και τέλεσαν θυσίες. Αναπάντητη απορία δημιουργεί η συστηματική απουσία τους από τη σημαντικότερη γιορτή της Αθήνας. Στο παρόν ψήφισμα η μοναδική αναφορά για συμμετοχή εφήβων στα Παναθήναια. Επίσης, έλαβαν μέρος στα Θήσεια και στα Επιτάφεια, γιορτές που στις εφηβικές επιγραφές της περιόδου αναγράφονται πάντα μαζί. Οι στίχοι 28-30 δείχνουν πως περιελάμβαναν κάποιας μορφής στρατιωτική επιθεώρηση ενώ κατά τη διάρκειά τους πραγματοποιούνταν και λαμπαδηδρομίες (IG II2 1030 στ. 9, Deubner 1932: 224-226 και 230-231 και Pélékidis 1962: 215-216 και 228-236).
Τα τελευταία θρησκευτικά καθήκοντα, στ. 30-31, συνδέονται με τις λατρείες της Δήμητρας, της Περσεφόνης και της Ρέας όπου οι έφηβοι αφιέρωσαν φιάλες στις τρεις αυτές θεές. Προς τιμήν της Ρέας, μητέρας των θεών, τελούνταν τα Γαλάξια. Το πλήρες όνομα της γιορτής ήταν «Γαλάξια H Μήτηρ τών θεών» (IG II2 1011, σε φιλολογικά κείμενα εντοπίζεται στους Θεόφρ. Χαρ. 21.11 και τον Ησύχ. λ. Γαλάξια). Το περιεχόμενο της γιορτής και ο ακριβής τόπος τέλεσής της παραμένουν άγνωστα.
Το τελευταίο κομμάτι του ψηφίσματος, στ. 31-37, καλύπτεται από ενέργειες μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην πρώτη εξ αυτών υλοποιώντας ψήφισμα, το οποίο σχεδόν σίγουρα υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, από τον άγνωστο σε εμάς, Θεοδωρίδη από τον Πειραιά παρέδωσαν 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη των εφήβων στο γυμνάσιο. Επίσης, τονίζεται η μέριμνα που επέδειξαν για τη συντήρηση της οπλοθήκης αλλά και η διατήρηση της πειθαρχίας και της τάξης εντός του σώματος. Η τελευταία πρόταση της παρούσας επιγραφής περιγράφει τη διαδικασία βάση της οποίας η βουλή αποφασίζει την τίμηση των εφήβων και του κοσμητή τους. Η θετική απόφαση εντοπίζεται ολόκληρη στη στήλη IG II2 1009.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του εφηβικού αυτού ψηφίσματος είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτό ότι αποτελεί κομμάτι ενός μεγάλου συνόλου. Οι πολλές και σημαντικές επιγραφές της περιόδου, περί τα τέλη του 2ου και των αρχών του 1ου αι. π.Χ., πρέπει να εξετάζονται ως ένα σύνολο που περιέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τον θεσμό της εφηβείας, την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης.
Καλή τύχη. Επί επώνυμου άρχοντα Σαραπίωνα κατά τη διάρκεια της τέταρτης πρυτανείας της Οινηίδας της οποίας ήταν γραμματέας ο Σοφοκλής του Δημητρίου από τον δήμο Ιφιστίου, στις 18 του Πυανοψιώνος, στη δέκατη πρυτανεία∙ την προκαθορισμένη συνέλευση στο θέατρο∙ από τους προέδρους ο Πτολεμαίος Θεοδότου από τον δήμο της Φλύας έθεσε σε ψηφοφορία και οι συμπρόεδροι. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος. Ο Εξάκων Εξάκωντος από τον δήμο Παλλήνης είπε: αφού οι έφηβοι επί επώνυμου Μένοιτου θυσίασαν σύμφωνα με τις γραφές στην κοινή εστία στο πρυτανείο μαζί και με τον επιστάτη και με τον ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων και των εισηγητών σύμφωνα με την απόφαση του δήμου αφού δαπάνησε και για τη θυσία και για τα έθιμα από την προσωπική περιουσία ο επιστάτης, εξακολουθούσαν να πειθαρχούν και σε αυτόν και στους δασκάλους. Πραγματοποίησαν δε και τις θυσίες όλες στους θεούς και στους ευεργέτες του δήμου. Υλοποίησαν επίσης και το αντάμωμα των προσφορών και συνόδευσαν τον Ίακχο και μετέφεραν τα δικά τους βόδια στα Ελευσίνια Μυστήρια και παρουσίασαν στη Δήμητρα και στην Κόρη το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και αφού πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία διαμοίρασαν τα σφάγια. Ομοίως δε και τις άλλες θυσίες με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα πραγματοποίησαν στα γυμνάσια και τις πλατείες και τις λαμπαδηδρομίες και τις πομπές όλες συνόδευσαν. Επίσης, παρουσιάστηκαν στους ευεργέτες του δήμου Ρωμαίους ενώ οδήγησαν δε και την Παλλάδα και τον Διόνυσο και στον Πειραιά και στο άστυ και θυσίασαν βόδια σε κάθε μία από τις πόλεις φανερώνοντας σε όλους τη φιλοτιμία τους. Ακόμη θυσίασαν και στους Μεγάλους Θεούς και στην Άρτεμη Μουνυχία και στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά και περιέπλευσαν. Έκαναν δε και το ταξίδι προς τη Σαλαμίνα με σκοπό τη γιορτή των Αιαντείων και θυσίασαν επί του μνημείου και αφού παρευρεθήκαν στη Σαλαμίνα και πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία επέστρεψαν με τάξη και σεμνότητα και για αυτά στεφανώθηκαν με χρυσό στεφάνι από τον δήμο των Σαλαμινίων όπως επίσης και ο επιστάτης αυτών Δημήτριος Ουλιάδης από τον δήμο της Αλωπεκής. Απέδωσαν δε και τα βραβεία στα Παναθήναια και Ελευσίνια και παρουσίασαν το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επιπλέον φανέρωσαν και στα Θήσεια και Επιτάφεια και στη βουλή και σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου και κάθε μήνα πραγματοποιούσαν τους συναγωνισμούς τους καταβάλλοντας σ’ αυτούς τα βραβεία των γυμνασιαρχών. Ακόμη αφιέρωσαν και φιάλη και στην Δήμητρα και στην Κόρη και στη μητέρα των θεών και 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη πρώτοι σύμφωνα με το ψήφισμα το οποίο ο Θεοδωρίδης από τον δήμο του Πειραιά ανέφερε και χωρίς να παραλείψουν καθόλου το ενδιαφέρον και τη φιλοτιμία για την οπλοθήκη. Διατήρησαν επίσης και τη μεταξύ τους ομόνοια και φιλία καθόλη τη διάρκεια του έτους. Για να φαίνεται λοιπόν ότι και η βουλή και ο δήμος τιμούν αυτούς που πειθαρχούν και στους νόμους και στα ψηφίσματα, αποφάσισε η βουλή με καλή τύχη, τους προέδρους οι οποίοι κληρώθηκαν στην επόμενη συνέλευση να συζητήσουν για αυτούς, επίσης να παράσχουν απόφαση για την……
Δωσίθεος Χαρ…. από τον δήμο Αιθαλιδών
Νικόστρατος Διοκλέους από τον δήμο Φρεαρρίων.
Ψάφισμα Ἱππία Ἱππία τού Ἱππία Αργείου | |
περὶ τας παρακαταθήκας τας Αθάνας. | |
Ι | επ’ ιερέως τας Αθάνας Αριστείδα, τού δέ Ἁλίου Πλε[ι]- |
στάρχου Πα. ιϛ΄. έδοξε μασ[τ]ροίς καὶ Λινδίοις Ἱππίας γ΄ Αργ. είπε· | |
5 | επειδὴ συνβαίνει τὰς μέν ποθόδους τὰς Λινδίων υστερείν, τὰ δέ ει[ς] |
τὰς θυσίας καὶ παναγύ[ρε]ις αναλ[ώ]ματα πολλάκις επείγειν καὶ τού- | |
[τ]ω τρόπω τοὺς άρχοντας εις δυ[σχ]ρη̣στίαν ενπείπτειν, συνφέ̣- | |
ρον δέ εστι Λινδ[ίοι]ς̣ κ[α]ὶ τὰ[ς τώ]ν θεών τειμὰς καὶ τὸ τού [κ]οινού | |
πρέπον διαφυλά[σσ]εσθαι ό[ν]τος εξ ετοίμου αργυρίου εις τὰς | |
10 | παναγύρεις καὶ τ[ὰ]ς τών θεών τειμάς· Τύχα Αγαθα· δεδό- |
χθαι Λινδίοις· κυρωθέντος τούδε τού ψαφίσματος τὸ γεγο- | |
νὸς περίψαφον τ[ώ]ν ιεροταμιαν Μενεκράτευς καὶ Ασκλαπι- | |
άδα καὶ Ἁγησάνδρου απὸ τας ιεροταμείας αυτών εκ τας τ[ρι]- | |
[ε]τίας καὶ εί τι παρειλήφαντι εκ τούτου καὶ εί τί κα παραλάβωντ[ι] | |
15 | [τ]οὶ ενεστακότες ιεροταμίαι Διονύσιος καὶ Καλλίμαχος κα[ὶ] |
[Π]υθόδωρος, παραδόντω ιερὸν εις παρακαταθήκαν τας Αθάνα[ς] | |
[τ]ας Λινδίας καὶ τού Διὸς τού Πολιέως Καλλιστράτω β΄ τω ιερεί | |
[τ]ας Αθάνας εν[ια]υ̣σίω̣· [ομ]οίως δέ καὶ τοὶ επιστάται τοὶ άρχοντε[ς] | |
[τ]ὸν επ’ ιερέως Καλλ[ιστρ]άτου καὶ Ῥοδοπείθευς ενιαυ[τὸν] | |
20 | [ελέ]σθων άνδρας [ε΄] εγ μέν τών ιερατευκότων τ[ας] |
[Α]θάνας γ΄, εγ δέ τών̣ [άλλω]ν Λινδίων β΄· τοὶ δέ αιρεθέ[ν]- | |
[τε]ς παραλαβόντ[ω παρ]ὰ τού ιερέως τας Αθάνας | |
τού δαμοσίου επ̣[ιστά]ν̣το[ς τ]ὰ αποκείμεν[α εν] | |
[τ]ω νακορείω χάλκ[ε]α καὶ σιδά̣[ρ]εα καὶ [ε]πιδειξάν[τω] | |
25 | [τ]οίς μαστροίς καὶ Λινδίοι[ς εν τω] μα[στ]ρείω τω ε̣[ν τα] |
[π]όλει αγομένω τω – – κα[ὶ αποδ]όσθω α[υ]τὰ παρα[κο]- | |
[λ]ουθούντων πασι καὶ τών̣ [δα]μοσίων καὶ αποδόμεν̣[οι] | |
παραδόντω τὸ πεσὸν [α]ργ̣ύ̣ριον [τ]ω ιερεί τας Αθάνα[ς] | |
[ι]ερὸν ήμειν εν παρακατ̣[αθ]ήκα τας Αθάνας τας Λινδί[ας] | |
30 | καὶ τού Διὸς τού Πολιέω[ς]· επειδὴ δέ καὶ ανδριάντες |
[τ]ινές εντι εν τα αναβ[ά]σει καὶ αυτα τα άκρα ανεπίγραφοι καὶ | |
άσαμοι, συνφέρον δέ [ε]στι καὶ τούτους ήμειν επισάμους επιγρ[α]- | |
[φ]ὰν έχοντας ότι θεο(ί)ς ανάκεινται, δεδόχθαι Λινδίοις· κυ τούδε | |
[τ]ού ψα τοὶ αυτοὶ επιστάται μ[ισθω]σάντω εκάστου ανδριάντος τὰν | |
35 | [ε]πιγραφάν, διαχειρο[τονησ]άντων Λινδίων, ει δεί τού ευρίσ- |
κοντος κατακυρού[ν ἢ μ]ή, καὶ [εί κ]α [δ]όξη τού ευρίσκοντος κα- | |
[τ]ακυρούν τὸ πεσὸν αργύριον, [α]πὸ τού[τ]ων καταβαλόμε- | |
[ν]οι λ[όγ]ον, π[ό]σου ε[κ]ά[σ]το[υ α] επιγραφ[ὰ απε]δόθ[η] παραδόντω ιερὸν | |
[ή]μ[ειν εις] πα[ρ]ακα[τ]α[θ]ήκαν τας Α[θ]άνας τ[α]ς Λινδία̣ς καὶ τ[ού] | |
40 | [Διὸς τού Πολιέ]ω̣ς̣· [τοὶ δέ] ὠνησά[μ]ε[ν]οι τὰς επιγραφὰς μὴ |
[εχόντων εξουσίαν απ]ε[νε]νκεί[ν] εκ τας άκρας ανδριάν[τας] | |
[τρόπω μηδ]ενὶ μηδέ παρευρέσει μηδεμια ἢ ένοχοι εόντ[ω] | |
[ασεβεί]α· πο̣ιησάμενοι δέ τὰν αίτησιν εχόντων εξουσ[ίαν] | |
[μετενεγκ]είν ά κα συνχωρήσωσι διὰ τας αιτήσιος Λίν[δ]ιοι· |
Η επιγραφή ξεκινά (στ. 1-2) με αναφορά στο είδος της απόφασης (ψήφισμα), στον εισηγητή (Ιππίας Ιππίου) και στην ίδια την υπόθεση που ρυθμίζει (παρακαταθήκη της θεάς Αθηνάς). Στη συνέχεια, δίνεται η ημερομηνία (στ. 3-4: 16 του μηνός Πανάμου, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Αριστείδας, δηλαδή το 22 μ.Χ.). Η απόφαση εγκρίθηκε από τους μαστρούς και τη συνέλευση των πολιτών (στ. 4). Αφορμή για το εν λόγω ψήφισμα στάθηκε η δύσκολη οικονομική συγκυρία και, πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη πόρων για τη διοργάνωση των εορτών (στ. 5-7). Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε να εξευρεθούν οι απαραίτητοι πόροι (στ. 7-10) μέσω α) της απόδοσης υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες (στ. 11-18), β) της πώλησης σιδερένιων και χάλκινων αντικειμένων (στ. 18-30), γ) της πώλησης του δικαιώματος προσθήκης νέας επιγραφής σε ανδριάντες (στ. 30-44), δ) της πρόσκλησης για επίδοση (στ. 44-58), ε) της εξοικονόμησης των «ιερών χρημάτων» με το να είναι άμισθο το αξίωμα των ιεροθυτών (στ. 59-75) και στ) της πιο σχολαστικής συλλογής πόρων από την ιδιωτική λατρεία (στ. 77-86).
Το ιερό και η πόλη
Η επιγραφή σκιαγραφεί λεπτομερώς τη σχέση μεταξύ της πόλης της Λίνδου και του ιερού της Αθηνάς Λινδίας, της πολιάδος θεότητας. Παρατηρείται στενή σύνδεση μεταξύ ιερού και πόλης, με τις δύο αυτές αρχές να είναι αλληλεξαρτώμενες και να διαπνέουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητα όλης της κοινότητας (για τη σχέση ιερών και πόλεων: βλ. Chankowski 2011: 142-143˙ Camia 2017: 51-52). Τα πολιτικά όργανα της πόλης παρεμβαίνουν για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος, χωρίς αυτό να υποβιβάζει θεσμικά το ιερό και τις εξουσίες του. Αντιθέτως, μέσω του ψηφίσματος, αναγνωρίζεται ο κομβικός ρόλος του ιερού, των εορτών και των χρημάτων που πρέπει να εξασφαλισθούν, καθώς με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσεται η συλλογική ευπρέπεια της πόλης (στ. 7-10).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των αξιωματούχων που εμφανίζονται ως εκτελεστές της απόφασης και οι οποίοι κατέχουν τόσο πολιτικά όσο και θρησκευτικά αξιώματα της πόλης και του ιερού. Η συνεργασία τους είναι μάλιστα ένδειξη της εξεύρεσης μιας αρμονικής λύσης για το υπάρχον οικονομικό πρόβλημα (Dignas 2002: 95). Υπάρχει προφανώς ξεκάθαρος διαχωρισμός των σφαιρών δικαιοδοσίας των δύο μερών. Ό,τι, όμως, τελικώς συμβαίνει εξυπηρετεί την πόλη και τους πολίτες της (Migeotte, Souscriptions 125˙ Camia 2017: 43). Οι πολιτικοί αξιωματούχοι είναι οι μαστροί (στ. 4, 25) και οι άρχοντες (στ. 7, 18), ενώ οι αξιωματούχοι του ναού είναι οι ιεροταμίαι (στ. 12, 15), οι επιστάται (στ. 18, 34, 45), οι ιεροθύται (στ. 61, 65, 68-69), ο αρχιεροθύτης (στ. 65) και ο ιερεὺς ο καθ’ υοθεσίαν (στ. 86). Ως ξεχωριστή κατηγορία πρέπει να υπολογιστούν οι πέντε αρμόδιοι άνδρες που θα εκλεγούν για να πωλήσουν τα σιδερένια και χάλκινα αντικείμενα του ναού (στ. 18-28). Αυτοί δεν φέρουν πρακτικά κάποιο αξίωμα αλλά είναι επισήμως εκτελεστές της ληφθείσας απόφασης. Αναφέρεται, τέλος, ο ιερέας της Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, καθώς είναι ο ανώτατος αξιωματούχος του ιερού αλλά και ο επώνυμος άρχων της πόλης (Sherk 1990: 281-283).
Η παρακαταθήκη
Το ψήφισμα ασχολείται με την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης η οποία ανήκει στην Αθηνά Λινδία και στον Δία Πολιέα (Chankowski 2015: 122). Ορίζει με ποιες προσόδους θα ενισχυθεί και ποιος θα είναι ο σκοπός αυτού του ταμείου. Επίσης προβλέπεται ποιος θα είναι ο διαχειριστής, πού θα βρίσκεται το κεφάλαιο και ποια θα είναι η διάρκεια ύπαρξης της παρακαταθήκης. Στο σύνολο των 150 στίχων του ψηφίσματος, το συγκεκριμένο ταμείο των θεών αναφέρεται δέκα φορές: τέσσερις φορές προσδιορίζεται ως παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας (στ. 2, 59, 62-63, 82-83), τέσσερις φορές της Αθηνάς και του Διός Πολιέος (στ. 16-17, 29-30, 39-40, 57) και δύο φορές δεν υπάρχει αναφορά σε θεότητα (στ. 72, 92).
Οι οικονομικοί πόροι με τους οποίους θα τροφοδοτηθεί η παρακαταθήκη θα προέλθουν από τέσσερις πηγές εσόδων (βλ. παραπάνω, α-δ). Σχετικά με την πρώτη, την απόδοση των υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες του έτους 22 μ.Χ. (στ. 11-18), ορίζεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να αποδώσουν το πλεονασματικό ποσό στον επερχόμενο ιερέα της θεάς Καλλίστρατο. Κατά το έτος ανάληψης των καθηκόντων του, το 23 μ.Χ., οι ορισθέντες αξιωματούχοι θα πρέπει να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα τρία μέτρα (β-δ). Συγκεκριμένα, οι επιστάτες και οι άρχοντες θα εκλέξουν μια επιτροπή πέντε ατόμων η οποία θα συλλέξει τα προς πώληση χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο (στ. 18-30). Ακολούθως, οι επιστάτες θα πωλήσουν τις επιγραφές των ανδριάντων (στ. 30-44) και έπειτα θα προσκαλέσουν δημόσια σε επίδοση (στ. 44-58). Διαχειριστής της παρακαταθήκης ορίζεται ο επώνυμος ιερέας της Αθηνάς Λινδίας Καλλίστρατος. Το ποσό που θα συγκεντρωθεί θα βρίσκεται στο ιερό και θα αποτελεί ιδιοκτησία των θεών (στ. 71-72, 78, 82-83, 102). Προσδιορίζεται, επίσης, η διάρκεια ζωής του ταμείου, καθώς δηλώνεται η επιθυμία να διατηρηθεί αιωνίως και ο ιερέας της Αθηνάς να είναι υπεύθυνος για τη διαχείρισή του (στ. 92-94) – αν και, ως προς το τελευταίο, έχει υποστηριχθεί ότι η παρακαταθήκη δημιουργείται προσωρινά για να καλύψει μια έκτακτη ανάγκη (Migeotte, Souscriptions 124-125˙ για την αντίθετη άποψη, βλ. Harter-Uibopuu 2013: 22).
Επαναχρήσεις αγαλμάτων
Για την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης χρησιμοποιήθηκαν πόροι που συλλέχθηκαν μέσω της πλειοδοσίας ανδριάντων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ανδριάντες που δεν φέρουν επιγραφές (ανεπίγραφοι) και διακριτικά (άσαμοι) και οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό αλλά και στον περίβολό του στην ακρόπολη (στ. 30-32). Αποτελεί γενικό συμφέρον οι ανδριάντες αυτοί να σηματοδοτηθούν (επίσαμοι) και να δηλωθεί με επιγραφή ότι αφιερώνονται στους θεούς (στ. 32-33). Με αυτό το σκεπτικό, οι Λίνδιοι αποφασίζουν τη μίσθωση της επιγραφής κάθε ανδριάντα (στ. 33-35). Τα χρήματα τα οποία θα λάβουν θα καταβληθούν στην παρακαταθήκη (στ. 37-40). Οι μισθωτές των επιγραφών δεν θα έχουν καμία εξουσία πάνω στους ανδριάντες που βρίσκονται στην ακρόπολη –διαφορετικά θα κατηγορηθούν για ασέβεια– και μόνο στην περίπτωση που τους δοθεί σχετική άδεια από τους Λινδίους θα μπορέσουν να τους μετακινήσουν σε άλλον τόπο (στ. 40-44): ίσως τα έργα αυτά να ήταν σημαντικότερα από όσα είχαν τοποθετηθεί στον δρόμο της ανάβασης και να είχαν μεγάλη αξία ή ίσως θα έπρεπε να οριστεί ένα αυστηρό πλαίσιο, το οποίο να προστατεύει την υλική περιουσία του ιερού από όσους πλειοδότες θεωρούσαν ότι τους ανήκαν οι ανδριάντες και, για αυτόν τον λόγο, θα επιχειρούσαν να τους αποσπάσουν από την ακρόπολη χάριν κέρδους (για τις επαναχρήσεις, βλ. Blanck 1969˙ Shear 2007˙ Krumeich 2010˙ Leypold – Mohr – Russenberger 2014˙ Keesling 2017˙ Moser 2017˙ Queyre – von den Hoff 2017˙ Weidgenannt 2019).
Η σύγχρονη έρευνα έχει ερμηνεύσει τις ενεπίγραφες βάσεις που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί ως αποτέλεσμα της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στην εκάστοτε κοινότητα (Blanck 1969: 98-102). Ο ειδικός όρος που χρησιμοποιείται εκτεταμένα στη βιβλιογραφία για να προσδιορίσει αυτές τις επαναχρήσεις είναι «μεταγραφή». Ως μεταγραφή νοείται τόσο η προσθήκη νέου κειμένου συνήθως κάτω από το διατηρούμενο αρχικό κείμενο (IG I3 850˙ IG II2 4168) όσο και η προσθήκη κειμένου μετά την απόξεση του πρωταρχικού (IG II2 4181). Αυτού του είδους οι επαναχρήσεις πρέπει να ήταν κοινωνικά ανεπιθύμητες (βλ. Κικέρων, Epistulae ad Atticum, 6.1.26) ή ακόμα και έκνομες (βλ. IGR IV 1703, στ. 14-20), γι’ αυτό και δεν υπάρχουν αναφορές πέρα ελαχίστων. Μάλιστα, ο Δίων Χρυσόστομος (Ροδιακός, 161) εκφέρει λόγο έντονα επικριτικό για αυτήν την πρακτική, την οποία αντιλαμβάνεται ως μια πράξη επιβολής λήθης στην κοινότητα, καθώς, προκειμένου αυτή να αποκομίσει πρόσκαιρα, οικονομικά κυρίως, οφέλη, καταστρέφει η ίδια το ιστορικό παρελθόν της.
Οι ανδριάντες οι οποίοι πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθούν χαρακτηρίζονται ανεπίγραφοι και άσαμοι. Ίσως ο όρος «άσαμος» να είναι ταυτόσημος με τον όρο «ανεπίγραφος» και η επανάληψη αυτή να λειτουργεί εμφατικά, ώστε να τονιστεί περισσότερο το γεγονός ότι οι εν λόγω ανδριάντες δεν φέρουν κάποιο κείμενο, γεγονός που δικαιολογεί την επαναχρησιμοποιήσή τους (Kajava 2003: 72). Ωστόσο, ο ίδιος όρος μπορεί να σημαίνει και την απώλεια ή την απουσία χρώματος στην επιγραφή, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται δυσανάγνωστη και να δείχνει παραμελημένη (Blanck 1969: 101-102). Είναι αλήθεια πως η απουσία επιγραφής σε ανδριάντες που βρίσκονται σε δημόσια θέα γεννά ερωτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με αναθήματα ή τιμητικές αναθέσεις. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι, εάν για κάποιο λόγο η επιγραφή είχε φθαρεί, το ιερό ήταν σε θέση να εντοπίσει την ταυτότητα του αναθέτη (Harter-Uibopuu 2014: 464-467 παρ. 21˙ βλ. επίσης IG XII, 4 2:538, όπου φαίνεται πώς ένα ξεχασμένο ανάθημα παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά του διατηρεί τη μνήμη της αναθέτριας).
Σχετικά με τους πλειοδότες, στο ψήφισμα γίνεται χρήση των όρων «μισθωσάντω» (στ. 34) και «ὠνησάμενοι» (στ. 40), με τον πρώτο να αναφέρεται στην ενοικίαση κάποιου αγαθού και τον δεύτερο στην αγορά του. Η χρήση αυτών των δύο διαφορετικών όρων έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι η καταβολή του ποσού από τους πλειοδότες γίνεται εφάπαξ (Kajava 2003: 75-77). Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή δεν λύνει το πρόβλημα που σχετίζεται με τον όρο «ὠνησάμενοι», καθώς οι πλειοδότες φαίνονται τελικά να είναι αγοραστές και όχι μισθωτές. Επίσης, απορίες ενδεχομένως να ανακύψουν και ως προς το τι γίνεται σε περίπτωση που υπάρξει ξανά πλειοδοσία για τα ίδια αντικείμενα, όπως και για την αντίδραση του πλειοδότη (πρβλ. Kajava 2003: 76-77˙ Harter-Uibopuu 2014: 465-466 παρ. 59). Αν επανεξετάσει κανείς, όμως, τις αναφορές σε ενοικίαση (στ. 34-35) και αγορά (στ. 40-41) οι οποίες υπάρχουν στο ψήφισμα, παρατηρεί ότι η μίσθωση συνδέεται με τον ανδριάντα ενώ η αγορά και η ιδιοκτησία αποσυνδέεται από αυτόν και συνδέεται με την επιγραφή.
Ψήφισμα του Ιππία, γιου του Ιππία, εγγονού του Ιππία, από τον δήμο του Άργους, σχετικά με την παρακαταθήκη της Αθηνάς. Το έτος που ιερέας της Αθηνάς ήταν ο Αριστείδας και του Ηλιου ο Πλείσταρχος, κατά τη 16η ημέρα του μήνα Πανάμου. Αποφάσισαν οι μαστροί και οι Λίνδιοι, ο Ιππίας Γ΄, από τον δήμο του Άργους, πρότεινε. Επειδή συμβαίνει τα μεν έσοδα της κοινότητας των Λινδίων να υστερούν, (στ. 5) τα δε έξοδα για τις θυσίες και τις πανηγύρεις να είναι συχνά πιεστικά και με αυτόν τον τρόπο οι άρχοντες να έρχονται σε δύσκολη θέση, και επειδή είναι συμφέρον για τους Λινδίους να διαφυλάξουν τις τιμές προς τους θεούς και τη συλλογική αξιοπρέπεια, με το να υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα τα οποία θα προορίζονται για τις πανηγύρεις και την απόδοση τιμών στους θεούς. Για καλή τύχη, (στ. 10) να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Αφού επικυρωθεί αυτό το ψήφισμα, το οποίο θα ισχύει και για τους ιεροταμίες Μενεκράτη, Ασκληπιάδα και Αγήσανδρο, των οποίων η τριετής θητεία τελειώνει, και αν έχουν παραλάβει κάτι από αυτά και αν και οι ιεροταμίες που πρόκειται να αναλάβουν καθήκοντα Διονύσιος, Καλλίμαχος και (στ. 15) Πυθόδωρος παραλάβουν κάτι, να τα παραδώσουν ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως, στον επόμενο ιερέα της Αθηνάς Καλλίστρατο Β΄. Και ομοίως, όταν επώνυμος ιερέας (της Λίνδου) θα είναι ο Καλλίστρατος και (της Ρόδου) ο Ροδοπείθης, οι επιστάτες και οι άρχοντες να επιλέξουν πέντε άνδρες, (στ. 20) τρεις προερχόμενους από όσους έχουν διατελέσει ιερείς της Αθηνάς και δύο μεταξύ των υπόλοιπων Λινδίων. Αυτοί, αφού εκλεγούν, να παραλάβουν από τον ιερέα της Αθηνάς, με τη βοήθεια του δημόσιου δούλου, τα χάλκινα και τα σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο και να τα παρουσιάσουν στους μαστρούς και τους Λινδίους στον χώρο του μαστρείου (στ. 25) της πόλης – -. Και, αφού οι δημόσιοι τα εξετάσουν όλα, να τα πωλήσουν, και, αφού τα πωλήσουν, να παραδώσουν τα χρήματα στον ιερέα της Αθηνάς ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Και επειδή κάποιοι ανδριάντες, (στ. 30) οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό και πάνω στην ακρόπολη, δεν φέρουν επιγραφές και διακριτικά, είναι συμφέρον να σηματοδοτηθούν, φέροντας επιγραφή (η οποία θα αναγράφει) ότι είναι αφιερωμένοι στους θεούς. Να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Με αυτό το ψήφισμα οι ίδιοι επιστάτες να εκμισθώσουν την επιγραφή του κάθε ανδριάντα, ενώ οι Λίνδιοι να αποφασίσουν με ψήφο (στ. 35) αν πρέπει να επικυρωθεί ή όχι η προσφορά του καλύτερου πλειοδότη. Και αν αποφασισθεί να επικυρωθεί νικητήρια η προσφορά, αφού (οι επιστάτες) κάνουν έναν απολογισμό της τιμής για την οποία η επιγραφή του κάθε ανδριάντα αποδόθηκε, να παραδώσουν τα χρήματα τα οποία θα προέλθουν από αυτά ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Αυτοί που έχουν αγοράσει τις επιγραφές (στ. 40) να μην έχουν εξουσία να μετακινήσουν από την ακρόπολη τους ανδριάντες με κανέναν τρόπο και με καμία πρόφαση, αλλιώς να είναι ένοχοι για ασέβεια. Να έχουν δικαίωμα όμως να αλλάξουν θέση στον ανδριάντα μόνο αν το αιτηθούν στους Λινδίους και αφού τους δώσουν τότε αυτοί σχετική άδεια (στ. 44).
επὶ Διονυσίου άρχοντος τού μετὰ | |
Παράμονον επὶ τής Αιαντίδος ε- | |
βδόμης πρυτανείας, ή Λάμιος Τιμού- | |
χου Ῥαμνούσιος εγραμμάτευεν· Γα- | |
5 | μηλιώνος ογδόη ισταμένου, ογδό- |
η τής πρυτανείας· βουλὴ εμ βουλευ- | |
τηρίωι· τών προέδρων επεψήφιζεν | |
Στρατοφών Στρατοκλέους Σουνι- | |
εὺς καὶ συνπρόεδροι· | |
10 | έδοξεν τεί βουλεί· |
Ῥήσος Αρτέμωνος Ἁλαιεὺς είπεν· | |
επειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος πρὸς | |
τὴν βουλὴν Διόγνητος εξ Οίου ταμί- | |
ας ναυκλήρων καὶ εμπόρων τών φε- | |
15 | ρόντων τὴν σύνοδον τού Διὸς τού |
Ξενίου εμφανίζει τεί βουλεί βούλεσ- | |
θαι τὴν σύνοδον αναθείναι εικόνα γρα- | |
πτὴν εν όπλω τού εαυτών προξέ- | |
νου, κεχειροτονημένου δέ καὶ επιμε- | |
20 | [λ]ητού επὶ τὸν λιμένα Διοδώρου τού |
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ- | |
τού καὶ διὰ ταύτα παρακαλεί τὴν βου- | |
λὴν επικυρώσαι εαυτώι ψήφισμα· | |
αγαθε[ί] τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί επι- | |
25 | κεχω[ρ]ήσθα[ι] Διογνήτω καὶ τη συνόδω |
[π]ο[ι]ήσα[σθ]αι τ[ὴν] ανάθεσιν τή[ς] γρα- | |
πτής εικόνος εν όπλω Διοδώρου τού | |
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ- | |
τού καθάπερ παρακαλεί τὴν βουλήν. |
Το τιμητικό ψήφισμα της βουλής των Αθηνών μάς πληροφορεί για την άδεια που ζητάει από τη βουλή ένα εμπορικό σωματείο που φέρει το όνομα του Ξένιου Δία, ώστε να εγείρει αναθηματικό μνημείο προς τιμήν ενός κρατικού αξιωματούχου. Το συγκεκριμένο σωματείο έχει ως μέλη του εμπόρους και ναυκλήρους.
Το περιεχόμενο της επιγραφής μπορεί να χωριστεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο, στ. 1-10, περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία χρονολόγησης, το δεύτερο, στ. 11-23, καλύπτει το αίτημα του σωματείου προς τη βουλή και τέλος το τρίτο, στ. 24-29, την απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου.
Από τον πρώτο στίχο αναφέρεται το όνομα του επώνυμου άρχοντα, Διονύσιος. Η ακριβής χρονολόγηση ωστόσο προκύπτει από την αναφορά του προκατόχου του, Παράμονου στ. 1-2. Με το όνομα Διονύσιος εντοπίζονται άλλοι πέντε επώνυμοι άρχοντες μόνο για τον 2ο αι. π.Χ. Πρόκειται για μία από τις λιγοστές επιγραφές όπου εντοπίζεται αυτός ο τρόπος σύνταξης (ακόμη στις IG II2 916, 1014, 1029 και 1047). Σκοπός η αποφυγή της σύγχυσης για τους ανθρώπους που θα διάβαζαν αναρτημένες αποφάσεις της πόλης έχοντας εκδοθεί διαφορετικές χρονικές περιόδους στις οποίες οι επώνυμοι άρχοντες έφεραν το ίδιο όνομα.
Οι στίχοι 2-9 παραθέτουν τα στοιχεία για το πότε συνεδρίασε η βουλή. Γραμματέας της διαδικασίας ήταν ο Ραμνούσιος Λάμιος Τιμούχου και επιστάτης των προέδρων ο Σουνιεύς Στρατοφών Στρατοκλέους. Είναι πολίτες που συμμετέχουν στον δημόσιο βίο της πόλης τους χωρίς όμως να αποτελούν σημαίνουσες προσωπικότητες (Ο γιος του Λάμιου αναγράφεται σε δελφική επιγραφή, F.Delphes III 2:48[2] + 53, χρονολογημένη το 98/7 π.Χ. ως Πυθαϊστής, στ. 31-32, ενώ ο Στρατοφών επιστάτης των προέδρων το 107/6 π.Χ., IG II2 1011 στ. 65 και 74-75). Το αρχικό κομμάτι στης στήλης, στ. 10, ολοκληρώνεται με τη φράση, «έδοξεν τεί βουλεί».
Οι στίχοι 11-23 αποτελούν τον βασικό κορμό της επιγραφής. Εισηγητής του αιτήματος ήταν ο Ρήσος Αρτέμωνος από τον δήμο των Αλών ενώ η πρόταση είχε κατατεθεί από τον Διόγνητο του δήμου Οίου. Πρόκειται για πρόσωπα κατά τα λοιπά άγνωστα σε εμάς. Οι φράσεις που συνοδεύουν το όνομα του Διόγνητου μέχρι και τον στίχο 16 είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ο συγκεκριμένος Αθηναίος πολίτης έχει την ιδιότητα του ταμία στο εμπορικό σωματείο (για εμπόρους και ναυκλήρους ενδ. βλ. Vélissaropoulos 1980: 35-37 και 48-56) των οποίων η πλειοψηφία, πιθανότατα απαρτίζεται από μη Αθηναίους πολίτες. Ο παραπάνω ισχυρισμός καθίσταται βάσιμος από το όνομα της συνόδου, Ξένιος Δίας (Radin 1910: 55, Vélissaropoulos 1980: 104 και Mikalson 1998: 278). Ωστόσο, αν και η συγκεκριμένη λατρεία προσδιορίζει ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή επιτρεπόταν η είσοδος και σε Αθηναίους (μεικτή σύνθεση εμφανίζεται και στη σύνοδο του Ηρακλή το 159/8 π.Χ., Bol, 1981, Städel-Jahrbuch 8, 361-362). Ο Διόγνητος ήταν ο ταμίας της συντεχνίας συνεπώς, είτε από την αρχή είτε πιθανότερα στη συνέχεια, έγιναν αποδεκτοί και Αθηναίοι πολίτες.
Αναμφισβήτητα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη σύνοδος, στ. 15, ως έννοια που απεικονίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας μίας συλλογικότητας τουλάχιστον την ελληνιστική περίοδο. Για να γίνει πληρέστερη η προσπάθεια απεικόνισης του θεσμού της συνόδου θα χρησιμοποιηθούν τόσο στοιχεία του κειμένου όσο και από άλλες αττικές επιγραφές του 2ου αι. π.Χ. Η ένταξη της Δήλου μετά το 166 π.Χ. στο αθηναϊκό κράτος συνδυάστηκε με την παροχή ιδιαίτερων προνομίων. Αποτέλεσε το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου προσελκύοντας εμπόρους όλων των εθνοτήτων πολλοί εκ των οποίων δρούσαν μέσα από επαγγελματικά σωματεία. Ένα από αυτά ίσως ήταν αυτό του Ξένιου Δία (Vélissaropoulos 1980: 104). Η παρούσα επιγραφή τοποθετεί με βεβαιότητα τη δράση του στην Αθήνα χωρίς αυτό να αποκλείει δραστηριότητες και αλλού. Κάτι τέτοιο φαντάζει λογικό λόγω της φορολογικής ατέλειας της Δήλου αλλά στηρίζεται και στην ύπαρξη μόνιμου προξένου του σωματείου στην Αθήνα.
Ο Διόδωρος γιος του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών Αιξωνιδών είναι ο πρόξενος της συντεχνίας στην Αθήνα κατέχοντας τουλάχιστον για τη χρονιά έκδοσης του ψηφίσματος και το πολύ στενά συνδεδεμένο με το εμπόριο αξίωμα του επιμελητή των λιμανιών. Ο θεσμός της προξενείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο προσδιορίζεται από τη δυνατότητα της κάθε πόλης να ορίζει έναν διακείμενο φιλικά προς αυτή πολίτη μιας άλλης πόλης, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην πόλη καταγωγής του, ως πρεσβευτή της αρμόδιο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Έναν αντίστοιχο ρόλο φαίνεται πως είχε ο Διόδωρος εκπροσωπώντας τους εμπόρους και ναυκλήρους του Ξένιου Δία.
Ποια όμως ήταν η παρουσία αυτής της συντεχνίας στον Πειραιά; Η ύπαρξη Αθηναίου ταμία, δηλώνει τη διαρκή παρουσία της. Αξιοποιώντας μνείες άλλων επιγραφών (IG II2 1325, 1329 και 1343) των ίδιων χρόνων φανερώνεται ότι η σύνοδος έχει τη σημασία της συνέλευσης μιας ιδιωτικής συλλογικής οργάνωσης, θρησκευτικού, οικονομικού ή άλλου χαρακτήρα (για τους ιδιωτικούς συλλόγους του αρχαίου ελληνικού κόσμου βλ. Vélissaropoulos 1980: 93-96 και Ismard 2010: 286-291 και 344-364). Επομένως, η σύνοδος του Ξένιου Δία, που συναθροίστηκε στην Αθήνα, είναι πολύ πιθανόν να αποτελούσε μία συνέλευση των παρευρισκόμενων στην πόλη μελών του σωματείου. Ως σώμα έλαβε αποφάσεις, με μία εξ αυτών να αποτελεί το αίτημα στη βουλή ώστε να της επιτραπεί η τίμηση του προξένου της.
Οι στίχοι 17-18 διασαφηνίζουν επακριβώς την τιμή για την οποία η σύνοδος ζητάει την άδεια της βουλής. Οι έμποροι και οι ναύκληροι επιθυμούσαν να κατασκευάσουν μία εγχάρακτη αναπαράσταση του προξένου τους πάνω σε οπλιτική ασπίδα. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος απόδοσης τιμής εμφανίζεται στην Αθήνα τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Η παρούσα επιγραφή του 112/1 π.Χ. αποτελεί την παλαιότερη, έως σήμερα, αναφορά του ενώ εμφανίζεται σε χρήση μέχρι την αυγούστεια περίοδο (ως βέβαιες ή πολύ πιθανές μαρτυρίες αναγνωρίζονται οι επιγραφές: IG II2 1039, 1043, 1048-1050, 1070, Agora XV 264, 265, 268, 277, 295 και Traill 1978: 292-295. Για περισσότερα βλ. Klaffenbach 1961, 1963, 156-157, BE 1962: 176-177 και BE 1964, 192 αρ. 283).
Στους στίχους 18-22 της επιγραφής εντοπίζονται για πρώτη φορά το όνομα του προσώπου που επρόκειτο να τιμηθεί, οι θέσεις του στην κοινωνία αλλά και ο προτεινόμενος τόπος ανέγερσης της εγχάρακτης ασπίδας. Από το τμήμα αυτό αντλήθηκαν τα στοιχεία που σχολιάστηκαν παραπάνω. Πέραν της προξενικής του ιδιότητας ο Διόδωρος κατέχει και τη θέση του επιμελητή επί του λιμένα στο αθηναϊκό κράτος. Έδρα του αξιώματος ο Πειραιάς με την εμφάνισή του να χρονολογείται την ελληνιστική περίοδο. Με επιφύλαξη μπορεί να υποστηριχθεί ότι το συγκεκριμένο αξίωμα αναγράφεται συχνά με διαφορετικά ονόματα («επιμελητὴς Πειραιέως», IG II2 1283, «επιμελητὴς τού εν Πειραεί λιμένος» II2 2336 ή «επιμελητὴς επὶ τού λιμένος» II2 1012-1013, Rοussel 1916: 102). Οι αρμοδιότητές του δεν περιορίζονταν σε αυτές γύρω από την ομαλή λειτουργία των λιμανιών, αλλά επεκτείνονταν σε θέματα σχετικά με την κοινωνική ζωή της πόλης, την έκδοση νομίσματος έως και την επιβολή του νόμου.
Ο πρόξενος και επιμελητής του λιμανιού Διόδωρος είναι ιδιαίτερα επιφανής πολίτης με δράση για δεκαετίες στην πολιτική ζωή της Αθήνας (IG II2 2452 στ. 56, 1012 ως επιμελητής του λιμανιού, 1013 ως αξιωματούχος για τα μέτρα και τα σταθμά και τέλος ως Πυθαϊστής στους Δελφούς F.Delphes III 2:17 στ. 11). Ηταν μέλος ευκατάστατης οικογένειας με συμμετοχή στα δρώμενα της πόλης τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δύο προχριστιανικούς αιώνες (Για τα μέλη και τη δράση της οικογένειας όπου τα ίχνη της ίσως εντοπίζονται ακόμα και από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. βλ. Meritt 1940: 86-88 και 1960: 25-28, Davies, APF 155-156, Geagan 1983: 155-161 και Traill, PAA: 5 375-376).
Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η σύνοδος του Ξένιου Δία επεδίωκε να τιμήσει τον Διόδωρο δε γίνονται γνωστοί. Από υλιστική σκοπιά είναι εύλογο να ειπωθεί πως ως πρόξενος αλλά και κρατικός αξιωματούχος αποτελεσματικά και με ζήλο προωθούσε τα οικονομικά συμφέροντα της συντεχνίας στην πόλη. Προς αναγνώριση του έργου του και ίσως προς παραίνεση για το μέλλον οι ναύκληροι και οι έμποροι επιθυμούν την τίμησή του. Η επιθυμία τους γνωστοποιήθηκε στη βουλή από τον Αθηναίο ταμία τους, διότι υπήρχε η πρόθεση η εγχάρακτη αναπαράστασή του να τοποθετηθεί, καθόλου τυχαία, στην έδρα του επιμελητή του λιμανιού, δηλαδή σε δημόσιο κτίριο (Radin 1910: 55 και Jones 1999: 43-44). Το δεύτερο τμήμα της επιγραφής ολοκληρώνεται με την προτροπή της συντεχνίας προς τη βουλή να δώσει την έγκρισή της, στ. 22-23.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα, στ. 24-29, περιλαμβάνει την απόκριση της αθηναϊκής βουλής. Αυτή δε θα μπορούσε παρά να είναι θετική. Με μια ιδιαίτερα λιτή γλώσσα η βουλή επιτρέπει στον Διόγνητο και στη σύνοδο να πραγματοποιήσουν την ανάθεση, στο επιλεγμένο από τους ίδιους δημόσιο κτίριο. Ο πολύ απλός τρόπος έκφρασης ο οποίος ουσιαστικά, πέραν του απαρεμφάτου «επικεχωρήσθαι», αναδιατυπώνει το κείμενο της συνόδου δημιουργεί μια αίσθηση τετριμμένου. Πιθανότατα τέτοια αιτήματα να έφταναν στη βουλή συνεχώς, η έγκριση των οποίων είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα.
Η επιγραφή παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για πρόσωπα της εποχής και τη λειτουργία του κράτους απεικονίζοντας μια κονωνικοοικονομική πτυχή της αθηναϊκής κοινωνίας τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Αποδίδει, στους σημερινούς της αναγνώστες, πολύ γλαφυρά τη σύνδεση εμπόρων και ναυκλήρων, διαφόρων τόπων καταγωγής, με Αθηναίους πολίτες αλλά και το ίδιο το κράτος. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι εκτός των Διόγνητου και Διόδωρου, στενές σχέσεις με τη σύνοδο του Ξένιου Δία είχε και ο Ρήσος εισηγητής του αιτήματος στη βουλή. Η αθηναϊκή πολιτεία δεν παρεμβαίνει στην οργάνωση και την ανάπτυξη τέτοιων δεσμών αλλά αντίθετα δημιουργεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου ανθίζουν.
Όταν άρχοντας ήταν ο Διονύσιος, αυτός μετά τον (άρχοντα) Παράμονο, στην έβδομη πρυτανεία, της Αιαντίδος φυλής, κατά την οποία γραμματέας ήταν ο Λάμιος, γιος του Τιμούχου από το δήμο του Ραμνούντα· (στ. 5) την όγδοη μέρα του Γαμηλιώνα, την όγδοη μέρα της πρυτανείας· κατά τη συνεδρίαση της βουλής εντός του βουλευτηρίου· από τους προέδρους έθετε (το θέμα) σε ψηφοφορία ο Στρατοφών, ο γιος του Στρατοκλέους από το δήμο του Σουνίου και οι συμπρόεδροί του· (σελ. 10) η βουλή αποφάσισε· ο Ρήσος, γιος του Αρτέμωνος από το δήμο των Αλών πρότεινε: επειδή παρουσιάστηκε στη βουλή ο Διόγνητος από το δήμο του Οίου, ταμίας των ναυκλήρων και των εμπόρων (στ. 15) του σωματείου του Ξένιου Δία, και γνωστοποιεί στη βουλή ότι το σωματείο επιθυμεί να ανεγείρει γραπτή εικόνα σε ασπίδα του δικού τους προξένου και εκλεγμένου (στ. 20) επιμελητή επί του λιμανιού Διόδωρου, γιου του Θεόφιλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, και για αυτό ζητεί από τη βουλή να επικυρώσει το ψήφισμά του, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει η βουλή να (στ. 25) παραχωρήσει το δικαίωμα στον Διόγνητο και το σωματείο να πραγματοποιήσουν την ανέγερση γραπτής εικόνας σε ασπίδα του Διοδώρου, γιου του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, όπως ακριβώς ζητεί από τη βουλή.