(3ο χέρι)              έλ(αβον) (έτους) ιθ δ Μεχ(εὶρ) κ̣ϛ
(1ο χέρι) [. . . .]ωι
σ̣υνκεχωρήκαμ̣[εν] Π̣  ̣  ̣  ̣ιωι Κασιώ̣[τη]ι καὶ τοίς τούτου κληρονόμοις
κατʼ ενιαυτὸν εξάγειν πυρού αρτάβ[ας] μυρίας καὶ εισάγειν οίνου κεράμια
5 Κ̣ωα πεντακισχείλια μηδέν υπὸ [μ]η̣δενὸς π̣ρ̣ασσομένωι τέλος
[μ]ηδ΄ άλην καθόλου δαπάνην· επ[ικε]χωρήκαμεν δέ καὶ ων έχει κατ̣ὰ̣
τὴν χώρ̣α̣ν̣ εδαφών πάντων ατ̣[έλει]α̣[ν ε]φ΄ ω· ουδέν ούτε εις τὴν διοί-
κησιν ούτε εις τὸν ίδιον ημών κα[. . .]ων λόγον καθ΄ οντινούν τρόπον
πραχθήσεται επὶ τὸν αεὶ χρόνον· ε[ίναι] δέ καὶ τοὺς γεωργούντας αυτώι
10 πάντας ανεπάφους καὶ ατελείς μ[ηδ]έν υπ?ὸ? μ?η?δενὸς πρασσομέν[ο]υς̣
μηδ΄ εν ταίς κατὰ καιρὸν γεινομέν[αις ε]πιγραφαίς εν τοίς νομοίς συνεισ-
φόρους μηδέ λαϊκὰς ἢ στρατηγικ?[ὰς] πρασσομένους δαπάνας· τά τε
πρὸς τὴν? κατασπορὰν κτήνη κα[ὶ τ]ὰ? πρὸς τὴν τ?ών πυρών καταγωγὴν
υποζύγια καὶ πλοία κατ?ὰ τὸν αυτ[ὸν] τ̣ρόπον ανέπαφα καὶ ατελή καὶ
15 ανενγ̣άρευτα είναι. γραφήτωι ού[ν oί]ς καθήκει, ίν΄ ειδότες
κατακολουθώσι.
(2ο χέρι) γινέσθωι.

 

Πρόκειται για βασιλικό διάταγμα με το οποίο η Κλεοπάτρα Ζ’ και ο γιος της και συμβασιλέας Καισαρίων χορηγούν προνόμια. Καθώς δεν προηγείται συνοδευτική επιστολή, το κείμενο φαίνεται να αποτελεί ‘εσωτερικό σημείωμα’ των βασιλέων προς κάποιον αξιωματούχο που ενεργεί ως ενδιάμεσος (van Minnen 2000: 30). Στη συνέχεια, αυτός ο αξιωματούχος θα έπρεπε –σύμφωνα με την εντολή που του δίνεται (στ. 15-16)– να δημιουργήσει αντίγραφα του διατάγματος και να το διαβιβάσει σε όσους αφορά –μεταξύ άλλων στον διοικητή και τον υπεύθυνο του ιδίου λόγου, όπως φαίνεται από τους στ. 7-8 – προσθέτοντας στην αρχή μια συνοδευτική επιστολή, όπως συνέβη σε άλλα δύο διατάγματα της Κλεοπάτρας Ζ’ που σώζονται σε επιγραφές και συνοδεύονται από επιστολές (1. Rigsby 1996: 568-571 αρ. 226 [46 π.Χ.]· 2. C.Ord.Ptol. 76 [41 π.Χ.]).

Στον πρώτο στίχο του παπύρου υπάρχει η ημερομηνία παραλαβής του, η οποία προστέθηκε προφανώς από την υπηρεσία στην Αλεξάνδρεια, όπου απευθυνόταν το διάταγμα. Ακολουθεί το ίδιο το διάταγμα, που αρχίζει με τη λέξη συνκεχωρήκαμεν, χωρίς να υπάρχει καμία αναφορά του ονόματος της Κλεοπάτρας. Αν πρόκειται, όπως υποστηρίζεται, για ‘εσωτερικό σημείωμα’ προς έναν ανώτερο αξιωματούχο, η παράλειψη αυτή είναι απόλυτα λογική, αφού εκείνος θα αναγνώριζε εύκολα ότι ήταν διάταγμα της βασίλισσας και θα φρόντιζε να το δηλώσει στην επιστολή με την οποία θα συνόδευε τα αντίγραφα που θα προωθούσε. Στους στ. 4-15 αναφέρονται τα προνόμια που χορηγούνται. Οι δύο τελευταίοι στίχοι 15-16 του διατάγματος περιέχουν την καθεαυτήν εντολή προς τον αξιωματούχο, η οποία εισάγεται με το ρήμα γραφήτω σε προστακτική: να διαβιβασθεί το διάταγμα σε όσους αφορά, ώστε να εφαρμοσθεί η χορήγηση των προνομίων. Τέλος, έχει προστεθεί από διαφορετικό χέρι η προστακτική γινέσθωι, με την οποία δίνεται η εντολή για την εκτέλεση όσων ορίζονται στο διάταγμα.

Η ταυτότητα του αξιωματούχου στον οποίο απευθύνεται το παρόν διάταγμα παραμένει άγνωστη. Από την κατάληξη του ονόματός του (στ. 2: [. . . .]ωι) αποκλείεται το ενδεχόμενο να πρόκειται για τον αξιωματούχο Θέωνα (Pros.Ptol. I 33), στον οποίο απευθύνονται τα άλλα δύο διατάγματα της Κλεοπάτρας Ζ’ (βλ. παραπ. σημ. 198). Νωρίτερα κατά τη βασιλεία της Κλεοπάτρας, ο Θέωνας εμφανίζεται να κατέχει τον τίτλο του συγγενούς και το αξίωμα του πρς τοίς προχείροις, ένα αξίωμα που στην τελευταία φάση της βασιλείας του Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή (55-51 π.Χ.) βλέπουμε συνδυασμένο με αυτό του διοικητή και του πρὸς τω ιδίω λόγω στο πρόσωπο κάποιου Ηφαιστίωνα (Pros.Ptol. I 31). Είναι πιθανόν ο αποδέκτης του δικού μας διατάγματος να κατείχε το αξίωμα του πρς τοίς προχείροις ως διάδοχος του Θέωνα. Βέβαιο πάντως είναι ότι το αξίωμά του, όποιο και αν είναι, βρίσκεται ψηλά στην ιεραρχία, αφού φαίνεται ότι ενεργεί ως μεσολαβητής ανάμεσα στους μονάρχες και άλλους ανώτερους αξιωματούχους, όπως τους στρατηγούς των νομών, τους οποίους έχει ευθύνη να ενημερώσει για τις βασιλικές αποφάσεις.

Όσον αφορά τον αποδέκτη των προνομίων, που βρίσκεται στον στ. 3 του κειμένου, o van Minnen 2000 προτείνει την ανάγνωση Π̣ο̣π̣λ̣ίωι Κανιδ̣[ίω]ι και ταυτίζει το πρόσωπο αυτό με τον Publius Canidius Crassus, ο οποίος υπήρξε στρατηγός στις εκστρατείες του Αντωνίου εναντίον των Πάρθων και ήταν εν μέρει υπεύθυνος για την κατάληψη της Αρμενίας και άλλων περιοχών στην Ανατολή. Επιπλέον, υπήρξε επικεφαλής του χερσαίου στρατεύματος κατά τη σύγκρουση Οκταβιανού και Μάρκου Αντωνίου στο Άκτιο και δολοφονήθηκε από τον Οκταβιανό αμέσως μετά τη νίκη του.

Έναν Ρωμαίο αναγνωρίζει εδώ και ο Zimmermann 2002: 136 που προτείνει την ανάγνωση Κ̣ο̣ι̣ν̣τ̣ωι Κασκ[ελίω]ι υποστηρίζοντας ότι πρόκειται για ένα άγνωστο μέχρι τώρα μέλος της gens Cascellia που κατείχε μεγάλη εδαφική ιδιοκτησία στην Αίγυπτο και δραστηριοποιούνταν στο χώρο του εμπορίου εξάγοντας σιτάρι και εισάγοντας κρασί.

Η Κλεοπάτρα χορηγεί αρχικά φορολογική απαλλαγή στην εξαγωγή 10000 αρταβών σιταριού ετησίως και στην εισαγωγή 5000 κώων κεραμίων οίνου (στ. 4-5· περί χορήγησης προνομίων πρβλ. Ε8 –από τη Δελφική Αμφικτυονία, Ε5 –από τη Φαναγόρεια). Καθώς ο αποδέκτης των προνομίων φαίνεται να κατείχε γη στην Αίγυπτο (στ. 7-8), η ποσότητα αυτή του σίτου θα μπορούσε να αποτελεί το πλεόνασμα της παραγωγής της δικής του ιδιοκτησίας, είναι πιθανόν, ωστόσο, ένα μέρος να είχε αγορασθεί στη χώρα της Αιγύπτου, προκειμένου να εξαχθεί. Το ότι χορηγείται ατέλεια για 10000 αρτάβες σίτου δεν αποκλείει το ενδεχόμενο να ήταν στην πραγματικότητα πολύ μεγαλύτερη η ποσότητα που ο αποδέκτης του προνομίου εξήγε ετησίως.

Η φοροαπαλλαγή για την εισαγωγή του οίνου αφορά 5000 κωα κεράμια. Ο όρος κεράμιον δηλώνει το αγγείο που χρησιμοποιούνταν για τη συσκευασία ενός προϊόντος, όπως εδώ του οίνου. Η χρήση ενός γεωγραφικού επιθέτου, όπως κωον (αλλά και κνίδιον, ρόδιον, κολοφώνιον κτλ.), για τον προσδιορισμό ενός αγγείου, είναι συνήθης τόσο κατά την πτολεμαϊκή αλλά και τη ρωμαϊκή περίοδο στην Αίγυπτο (Kruit – Worp 2000). Καθώς η φοροαπαλλαγή έπρεπε να αφορά μια συγκεκριμένη ποσότητα οίνου, η φράση κωα κεράμια δήλωνε πιθανότατα αγγεία συγκεκριμένης χωρητικότητας (ανάλογα με τα μέτρα που χρησιμοποιούνταν στη συγκεκριμένη περιοχή) και όχι απλά αγγεία από την Κω που περιείχαν κώο κρασί (van Minnen 2000: 33). Κατά τη ρωμαϊκή εποχή η χωρητικότητα του κώου κεραμίου υπολογίζεται γύρω στα 26 λίτρα (Kruit – Worp 2000: 118-119) και συνεπώς ο αποδέκτης των προνομίων μπορούσε να εισάγει ατελώς περίπου 130000 λίτρα οίνου, ποσότητα που μάλλον δεν ήταν μεγάλη ως προς το σύνολο του διακινούμενου οίνου. Το γεγονός αυτό μαζί με την παρατήρηση ότι οι 10000 αρτάβες σίτου (300 τόνοι περίπου) αντιστοιχούν σε ένα μικρό ποσοστό της συνολικής ποσότητας σιταριού που εξαγόταν από την Αίγυπτο, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απαλλαγή από τους φόρους δεν ζημίωνε σημαντικά τα έσοδα του πτολεμαϊκού κράτους.

Το δεύτερο σημαντικό προνόμιο αφορά τη γη που κατείχε ο αποδέκτης των προνομίων στην Αίγυπτο (ίσως να του είχε χορηγηθεί από την Κλεοπάτρα παλαιότερα). Η γη αυτή απαλλάσσεται για πάντα από οποιουσδήποτε φόρους τόσο αυτούς που αφορούν το κρατικό ταμείο, τη διοίκησιν, όσο και εκείνους που περιέρχονται στον ίδιον ημών κα[….]ων λόγον, δηλαδή τον ιδιωτικό βασιλικό θησαυρό της Κλεοπάτρας και … (στ. 6-9). Ιδιαίτερα σημαντικό είναι ότι από τους φόρους της γης απαλλάσσονται και οι καλλιεργητές, οι οποίοι μάλιστα εξαιρούνται και από προσωπικές υποχρεώσεις και έκτακτες εισφορές που επιβάλλονταν κατά καιρούς στους νομούς της Αιγύπτου (στ. 9-12). Επιπλέον, οι ίδιοι καλλιεργητές απαλλάσσονται από λαϊκὰς ἢ στρατηγικὰς δαπάνας (στ. 12). Ο όρος λαϊκός αναφέρεται συνήθως στους Αιγύπτιους ιδιώτες και ο όρος στρατηγικός στους στρατηγούς των νομών∙ στη συγκεκριμένη περίπτωση, ωστόσο, αυτή η απόδοση των όρων δεν θα είχε νόημα. Ο van Minnen 2003: 40-41 συνδέει τον όρο λαϊκός με τον όρο λαός που, όπως επισημαίνει, χρησιμοποιείται κάποιες φορές στα πτολεμαϊκά κείμενα για να δηλώσει γενικά τον στρατό (πρβλ. I.Egypte prose 16 στ. 12-13) και ερμηνεύει τη φράση ως “δαπάνες για τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους του στρατού”, αναγνωρίζοντας, ωστόσο, ότι αυτή η ερμηνεία είναι κάπως προβληματική.

Το τελευταίο προνόμιο που χορηγείται αφορά τα ζώα που χρησιμοποιούνταν στις γεωργικές εργασίες (δεν διευκρινίζεται αν αυτά ανήκαν στον αποδέκτη των προνομίων ή στους καλλιεργητές του) και τα υποζύγια και πλοία που χρησιμοποιούνταν για τη μεταφορά του σίτου. Ορίζεται ότι αυτά θα είναι ανέπαφα, ατελή και ανενγάρευτα, θα παραμένουν δηλαδή ανέγγιχτα και θα απαλλάσσονται από φόρους και αγγαρείες (στ. 12-15). Καθώς ο όρος αγγαρεία χρησιμοποιείται στους παπύρους κυρίως με τη σημασία της “χωρίς αμοιβή υποχρεωτικής εργασίας για μεταφορά αξιωματούχων, στρατιωτών, σιταριού” (Fachwörter, s.v. αγγαρεία), η λέξη ανενγάρευτα πρέπει να αφορά την απαλλαγή από επιτάξεις των ζώων, των υποζυγίων και των πλοίων, κυρίως από τον στρατό.

Η συνεχής στρατιωτική κινητοποίηση των πτολεμαϊκών δυνάμεων εν αναμονή της σύγκρουσης με τον Οκταβιανό και η παρουσία των ρωμαϊκών λεγεώνων του Αντωνίου στην Αίγυπτο (για τους Ρωμαίους στρατιώτες στην Αίγυπτο βλ. Van’t Dack 1988) πρέπει να είχαν συντελέσει στο να πολλαπλασιασθούν οι έκτακτες οικονομικές εισφορές και οι πιέσεις από τον στρατό προς τον πληθυσμό της Αιγύπτου, κάτι που καθιστά ιδιαίτερα σημαντικές τις απαλλαγές που προαναφέρθηκαν (oι έκτακτες εισφορές αποτελούσαν σύνηθες, αν όχι μόνιμο, φαινόμενο, και κατά τη βασιλεία του Πτολεμαίου ΙΒ’ Αυλητή, πατέρα της Κλεοπάτρας. Ο Πτολεμαίος ΙΒ’ είχε καταβάλει αρκετές φορές χρήματα σε ισχυρούς Ρωμαίους άνδρες, για να κερδίσει την εύνοιά τους και να παραμείνει στον θρόνο της Αιγύπτου [Hölbl 1994: 197-200· Huss 2001: 680-683, 687, 692 κ.α.]).

Ας σημειώσουμε, τέλος, ότι τα συγκεκριμένα προνόμια που χορηγούνται από την Κλεοπάτρα δεν αφορούν μόνον τον άμεσο αποδέκτη αλλά και τους κληρονόμους του (στ. 3).

Το διάταγμα αυτό αποτελεί σημαντικότατη πηγή αφενός για τις σχέσεις του πτολεμαϊκού κράτους με τη Ρώμη και τον βαθμό ένταξης και δράσης επιφανών Ρωμαίων στην Αίγυπτο λίγο πριν από την καθοριστική σύγκρουση, αφετέρου για την πολιτική της Κλεοπάτρας Ζ’. Όποιος και αν είναι ο αποδέκτης των προνομίων –είτε πρόκειται για κάποιον Ρωμαίο έμπορο που ανήκε σε ένα σημαντικό γένος, όπως θα μπορούσε να είναι ο Κόιντος Κασκέλλιος, είτε πρόκειται για τον στρατηγό του Αντωνίου Πόπλιο Κανίδιο Κράσσο–, το διάταγμα αποκαλύπτει ότι κατά την ύστερη πτολεμαϊκή περίοδο κάποια μέλη της ρωμαϊκής ελίτ όχι μόνον ασκούσαν εμπόριο με την Αίγυπτο σε ευρεία κλίμακα, εισάγοντας είδη όπως κρασί και εξάγοντας σίτο, αλλά κατείχαν και γη. Η χορήγηση όλων αυτών των απαλλαγών αλλά και η ενδεχόμενη δωρεά γης στη χώρα της Αιγύπτου εντάσσονται σε μια προσπάθεια της Κλεοπάτρας Ζ’ να αποκτήσει καλές σχέσεις με σημαίνοντες Ρωμαίους εξασφαλίζοντας έτσι πολιτικά οφέλη ή ακόμη αποτελεί μέσο για να τους κρατήσει στο δικό της στρατόπεδο. Ιδιαίτερα αν αποδέκτης των προνομίων είναι ο Πόπλιος Κανίδιος Κράσσος, θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτήν την ενέργεια ως μια προσπάθεια της Κλεοπάτρας να κρατήσει τον Ρωμαίο στρατηγό με το μέρος της και να εξασφαλίσει μελλοντικά τις υπηρεσίες του ή πιθανόν να τον ανταμείψει για την προηγούμενη δράση του –ιδιαίτερα στην Ανατολή, όπου είχε συντελέσει στην κατάκτηση περιοχών (π.χ. Αρμενία), βασιλείς των οποίων είχαν αναγορευθεί τα παιδιά της βασίλισσας της Αιγύπτου στην περίφημη τελετή του 34 π.Χ. στην Αλεξάνδρεια, ένα μόλις χρόνο πριν το διάταγμα. Ενδεχομένως, μάλιστα, η Κλεοπάτρα να είχε σκοπό να αποζημιώσει τον Κανίδιο για απώλειες που είχε στη Ρώμη, όπου ο Οκταβιανός είχε πιθανόν δημεύσει την περιουσία του (van Minnen 2003: 40).

Είναι ενδιαφέρον ότι η πολιτική της Κλεοπάτρας προς τους Ρωμαίους διέφερε από αυτήν του πατέρα της: ο Πτολεμαίος ΙΒ’ Αυλητής πρόσφερε μεγάλα χρηματικά ποσά σε σημαίνοντες Ρωμαίους (βλ. Hazzard 2000: 146-148 με σημ. 219, 225), προκειμένου να κερδίσει την εύνοιά τους –κάτι που είχε ως συνέπεια εκείνοι να ζητούν πάντα περισσότερα–, η διάδοχός του, αντίθετα, χρησιμοποίησε την τακτική των προνομίων, που δεν ζημίωναν σημαντικά, ή τουλάχιστον άμεσα, την οικονομία της Αιγύπτου.

Τα γράμματα του διατάγματος είναι ομοιόμορφα και προέρχονται από έμπειρο χέρι. Ο πρώτος στίχος του παπύρου (ημερομηνία παραλαβής του) είναι γραμμένος από διαφορετικό χέρι (το τρίτο στη χρονική σειρά), ενώ στο τέλος υπάρχει μια υπογραφή (γινέσθωι) από ένα άλλο, μικρότερο και προσεκτικότερο, χέρι (το δεύτερο στη χρονική σειρά). Σύμφωνα με τον van Minnen 2003: 37-38, πρόκειται για υπογραφή της ίδιας της Κλεοπάτρας, η οποία, αφού υπαγόρευσε σε κάποιον αξιωματούχο το κείμενο του διατάγματος, υπέγραψε με το δικό της χέρι από κάτω. Αμφιβολίες εκφράζουν σχετικά με την άποψη αυτή οι Bagnall – Derow 2004: 109-110 αρ. 63 και ο Legras 2013: 161.

(3ο χέρι) Έλαβα: έτος 19 = 4, Μεχείρ 26 (1ο χέρι) Προς [ ] Έχουμε παραχωρήσει στον ……… ………. και τους κληρονόμους του το προνόμιο της ετήσιας εξαγωγής 10000 αρταβών σίτου και της εισαγωγής 5000 κώων κεραμίων οίνου, (στ. 5) χωρίς να εισπράττει κανείς από αυτόν κανένα φόρο ούτε να υπάρχει καμία άλλη επιβάρυνση. Έχουμε παραχωρήσει επίσης ατέλεια για όλα τα εδάφη που κατέχει στη χώρα με τον όρο να μην εισπραχθεί κανένας φόρος ούτε για το δημόσιο ταμείο ούτε για τον ‘ίδιον λόγον’ το δικό μας …………. με κανέναν τρόπο για πάντα. Ακόμη, όλοι οι καλλιεργητές του (στ. 10) να απαλλάσσονται από αγγαρείες και φόρους, χωρίς κανείς να απαιτεί οτιδήποτε από αυτούς, ούτε καν να συνεισφέρουν στις εισφορές που επιβάλλονται κατά καιρούς στους νομούς ούτε να πληρώνουν τις δαπάνες για τους στρατιώτες ή τους αξιωματούχους του στρατού (;). Και τα ζώα που χρησιμοποιούνται για το όργωμα και τη σπορά και τα υποζύγια και τα πλοία για τη μεταφορά του σίτου να απαλλάσσονται με τον ίδιο τρόπο από υποχρεώσεις και από φόρους και (στ. 15) να μην μπορούν να επιταχθούν για αγγαρείες. Να γραφεί λοιπόν σε αυτούς τους οποίους αφορά, ώστε γνωρίζοντάς το να ενεργούν ανάλογα. (2ο χέρι) Να γίνει.

Μενέδημος Απολλοδότωι καὶ Λαοδικέων
[τ]οίς άρχουσι καὶ τήι πόλει χαίρειν. τού
[γ]ραφέντος πρὸς ημας προστάγματος
[παρὰ τ]ού βασιλέως υποτέτακται
5 [τὸ αντί]γραφον∙ κατακολουθείτε ούν
τοίς επεσταλμένοις καὶ φροντίσατε
όπως αναγραφέν τὸ πρόσταγμα εις στήλην
λιθίνην ανατεθήι εν τώι επιφανεστάτωι
τών εν τήι πόλει ιερών.
10 Έρρωσθε Θιρ΄ Πανήμου ι΄.

vacat

Β[α]σιλεὺς Αντίοχο[ς Μ]ενεδήμωι χαίρειν.
[Βου]λόμενοι τής αδελφής βασιλίσσης
Λαοδίκης τὰς τιμὰς επὶ πλείστον αύξειν
καὶ τούτο αναγκαιότατον εαυτοίς
15 νομίζοντες είν[αι] διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως
καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ
πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι καὶ τὰ άλλα μέν
όσα πρέπει καὶ δίκαιόν εστιν παρ’ ημών [αυτ]ήι
συναντασθαι διατελούμεν μετὰ φιλοστοργίας
20 ποιούντες, κρίνομεν δέ καθάπερ ημών
αποδείκνυνται κατὰ τὴν βασιλείαν αρχιερείς,
καὶ ταύτης κ[αθ]ίστασθαι εν τοίς αυτοίς τό[ποι]ς
αρχιερείας, αἳ φ[ορ]ήσουσιν στεφάνους χρυ[σούς]
έχοντας εικόν[α]ς αυτής, ενγραφήσονται δέ [καὶ]
25 εν τοίς συν[αλ]λάγμασ[ι], μετὰ τοὺς τών προ[γόνων]
καὶ ημών αρχι[ερε]ίς. επεὶ ούν αποδέδει[κται]
εν τοίς υπὸ σ[έ τό]ποις Λαοδίκη{ς}, συ[ντελείσθω]
πάντα τοίς προγεγραμμένοις ακολ[ούθως],
καὶ τὰ αντίγραφα τών επιστολών αναγραφέν[τα]
30 εις στήλας ανατεθήτω εν τοίς επιφανεστάτοις τό[ποις],
όπως νύν τε καὶ εις τὸ λοιπὸν φανερὰ γ[έν]ηται η ημε[τέρα]
καὶ εν τούτοις πρὸς τὴν αδελφὴν [προ]αίρεσις.
      Θιρ΄ Ξαν[δικού . . ].

 

Ο βασιλέας Αντίοχος Γ’ θεσμοθετεί τη λατρεία της συζύγου του βασίλισσας Λαοδίκης διορίζοντας αρχιέρειες σε όλη την επικράτεια. Πρόκειται για τυπικό δείγμα βασιλικής αλληλογραφίας. Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά κείμενα. Ένα διαβιβαστικό έγγραφο με τη μορφή επιστολής από τον υπεύθυνο σατράπη της περιοχής Μενέδημο προς τον υφιστάμενό του Απολλόδοτο και την πόλη των Λαοδικέων (στ. 1-10) και ένα βασιλικό πρόσταγμα, που έχει επίσης τη μορφή επιστολής (στ. 12-33). Οι αποφάσεις του προστάγματος ακολουθούν τη λέξη κρίνομεν (στ. 20).

Η χρονολογία μάς επιτρέπει να ταυτίσουμε τον βασιλέα Αντίοχο που αναφέρεται στον στ. 11 με τον Αντίοχο Γ’ τον Μέγα (243-187 π.Χ.). Πρόκειται για έναν από τους πλέον δραστήριους και δυναμικούς βασιλείς της δυναστείας (Grainger 1997: 15-22· Sherwin-White – Kuhrt 1993: 188-216· Dreyer 2007: 239-290), μετά τον ιδρυτή της Σέλευκο Α’ Νικάτορα (358-281 π.Χ.). Το συγκεκριμένο έγγραφο γράφτηκε το 193 π.Χ., δηλαδή την παραμονή της σύγκρουσης του Αντιόχου με τη Ρώμη (Grainger 2002· Dreyer 2007).

Ο Μενέδημος, προς τον οποίο γράφει ο Αντίοχος (στ. 11), πρέπει μάλλον να ταυτισθεί με τον Μενέδημο από τα Αλάβανδα, στέλεχος στον στρατό του Αντιόχου (Grainger 1997: 104). Σύμφωνα με την επιγραφή που εξετάζουμε, το 193 π.Χ. τον βρίσκουμε επικεφαλής της σατραπείας της Μηδίας, ενώ μια αναθηματική επιγραφή που χρονολογείται στο 182 π.Χ. πάλι από τη Λαοδίκεια της Μηδίας τον αναφέρει ως επικεφαλής των άνω σατραπειών (I.Estremo Oriente 279· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 307· IG Iran Asie centr. αρ. 67).

Ο Απολλόδοτος (Robert 1967: 290 σημ. 4), στον οποίο με τη σειρά του γράφει ο Μενέδημος (στ. 1-2), θα πρέπει να είναι ο βασιλικός αντιπρόσωπος στη Λαοδίκεια, γνωστός ως επιστάτης (για το αξίωμα αυτό βλ. Sherwin-White – Kuhrt 1993: 165-166· Capdetrey  2007: 301-306).

Η βασίλισσα Λαοδίκη, την οποία και αφορά το διάταγμα (στ. 12-13), ήταν κόρη του βασιλέα Μιθριδάτη Β’ του Πόντου και παντρεύτηκε τον Αντίοχο Γ’ το 222 π.Χ. στη Σελεύκεια-Ζεύγμα (Grainger 1997: 49· Bielman 2002: 43-47).

Η Λαοδίκη που διορίζεται αρχιέρεια της συνονόματης βασίλισσας στη Μηδία (στ. 27· Grainger 1997: 48) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ και της βασίλισσας Λαοδίκης (Robert 1949: 18· αντίθετη άποψη Edson 1954). Είναι φυσικό οι αρχιέρειες της λατρείας ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας να ανήκουν στις οικογένειες της αριστοκρατίας ή και στην ίδια τη βασιλική οικογένεια (για τη Λαοδίκη αλλά και τη Βερενίκη, που ορίζεται αρχιέρεια της λατρείας στο αντίγραφο της επιστολής που βρέθηκε στη Φρυγία, βλ. Iossif – Lorber 2007: 64· Iossif 2014: 140-146).

Στην συγκεκριμένη επιγραφή ο Αντίοχος Γ’ ιδρύει τη λατρεία της συζύγου του, βασίλισσας Λαοδίκης. Η λατρεία των ηγεμόνων αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες και σύνθετες εξελίξεις στην ελληνιστική εποχή. Οι διάδοχοι και επίγονοι του Αλεξάνδρου στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ερείσματα νομιμότητας, ενώ οι ελληνικές πόλεις βρήκαν στην απόδοση θεϊκών τιμών ένα μέσο διαπραγμάτευσης με τους ελληνιστικούς ηγεμόνες που μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ήταν πλέον οι ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων του ελληνιστικού κόσμου. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εδραίωση αυτής της λατρείας έπαιξε επιπλέον το γεγονός ότι οι κατακτημένοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Περσίας συνέδεαν παραδοσιακά τον εκάστοτε ηγεμόνα τους με το θείο (αν και οι συνδέσεις αυτές διαφοροποιούνταν ως προς το περιεχόμενο και τον βαθμό). Η λατρεία των ελληνιστικών ηγεμόνων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη λατρεία που τους προσφέρουν οι πόλεις και αυτή που διοργανώνουν οι ίδιοι στην επικράτειά τους για τους εαυτούς τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και εν γένει τη δυναστεία τους (τη διάκριση αυτή παρουσιάζει αναλυτικά ο Walbank 1987, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία). Η επιγραφή που εξετάζουμε εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία.

Ενδιαφέρον έχει η αιτιολόγηση της ίδρυσης της λατρείας της Λαοδίκης από τον Αντίοχο Γ’: διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι (στ. 15-17). Η στοργή και η μέριμνα για την οικογένεια αλλά και η ευσέβεια προς το θείο αποτελούν τις βασικές αξίες, για τις οποίες επαινούνται και τιμώνται οι ελληνιστικές βασίλισσες (βλ. Kotsidu 1999· γενικά για τις ελληνιστικές βασίλισσες βλ. Savalli-Lestrade 1994· Savalli-Lestrade 2003· Carney 2010: 201-208· Caneva 2012). Από την αρχή της δυναστείας η σύζυγος του Σελευκίδη βασιλέα κατείχε περίοπτη θέση δίπλα του στηρίζοντας την πολιτική του, προσφέροντας ευεργεσίες εκ μέρους του και δίνοντας με την ευσέβειά της κύρος και νομιμότητα στη βασιλική οικογένεια ως μητέρα των παιδιών και διαδόχων του θρόνου (Sherwin-White – Kuhrt 1993: 127-128· Carney 2010: 205-206). Τα κίνητρα του Αντιόχου Γ’ για την καθιέρωση της λατρείας της συζύγου του δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς οι πηγές που διαθέτουμε δεν μας βοηθούν να την εντάξουμε σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Βέβαια το 193 π.Χ., καθώς ο Αντίοχος Γ’ βρισκόταν στα πρόθυρα της σύγκρουσης με τη Ρώμη (Grainger 2002: 142-143· Dreyer 2007: 203-236), ήταν έντονη η ανάγκη ενίσχυσης και αποδοχής της εξουσίας του και ίσως σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεοποίηση της Λαοδίκης.

Το πρόσταγμα ορίζει να διορισθούν σε όλη την επικράτεια του βασιλείου αρχιέρειες της Λαοδίκης (στ. 22-23). Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν αρχιερείς για τη λατρεία των προγόνων του Αντιόχου, αλλά και αρχιερείς για τη λατρεία του ιδίου και των προγόνων (στ. 21, 25-26). Οι αρχιερείς που διορίζονται για αυτές τις λατρείες έχουν υπό τον έλεγχό τους περισσότερα ιερά σε μια ευρύτερη περιοχή. Για τον θεσμό του αρχιερέα γενικά βλ. Müller 2000. Για τους αρχιερείς στους Σελευκίδες βλ. Ma 1999: 145-147· Capdetrey 2007: 322-327. Για τις αρχιέρειες βλ. Bielman 2002: 45, 48· Iossif 2014: 143-144. Οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες ανήκαν προφανώς στις αριστοκρατικές οικογένειες που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα ή στην ίδια τη βασιλική οικογένεια. Στο αντίγραφο της Μηδίας που πραγματευόμαστε η αρχιέρεια Λαοδίκη (στ. 27) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ (βλ. παραπ.). Στο αντίγραφο της Φρυγίας (I.Estremo Oriente 452 στ. 4 και 453 στ. 19· Merkelbach – Stauber 2005: 302 στ. 4, 31) αρχιέρεια διορίζεται η Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου (στ. 4), ο οποίος ήταν δυνάστης της Τελμησσού και συγγενής του Αντιόχου (για την ταύτιση του Πτολεμαίου βλ. Welles, RC σ. 161-162 και Grainger 1997: 115). Από μια επιγραφή που χρονολογείται το 209 π.Χ. και αφορά την τοποθέτηση του Νικάνορα ως αρχιερέα των ιερών στις περιοχές πέρα από τον Ταύρο (Ma 1999: 288-292 αρ. 4), μαθαίνουμε ότι τέτοιου τύπου διορισμοί ίσχυαν ως ανταμοιβή προσώπων που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα (φίλοι τού βασιλέως, βλ. Ε5 link), στελέχωναν τη βασιλική διοίκηση και ήταν γνωστοί για την αφοσίωση (πίστιν) και την καλή τους διάθεση (εύνοιαν) απέναντι στον βασιλέα. Από την ίδια επιγραφή προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες ενός αρχιερέα είχαν να κάνουν με την εποπτεία των θυσιών στα ιερά της ευθύνης του και με τον έλεγχο των οικονομικών τους.

Η απουσία της αναφοράς των αρχιερέων της δυναστικής λατρείας σε έγγραφα σφηνοειδούς γραφής από τη Βαβυλώνα δείχνει ότι η διάταξη αυτή πιθανόν αφορούσε μόνο τα έγγραφα σε ελληνική γλώσσα. Η διάταξη προφανώς δεν αφορούσε ούτε τις ελληνικές πόλεις της σελευκιδικής επικράτειας: σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι πόλεις δεν είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν ως επώνυμους τους ιερείς της δυναστικής λατρείας, ενώ αντίθετα χρονολογούν ενίοτε με βάση τους ιερείς των βασιλικών λατρειών που έχουν ιδρύσει οι ίδιες (πρβλ. van Nuffelen 2004: 280-281, 298-300). Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαιρούνταν από τη χρήση των αρχιερέων ως χρονολογικού στοιχείου περιοχές υπήκοων πληθυσμών που διέθεταν κάποιο βαθμό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση. Η από το κέντρο εκπορευόμενη λατρεία των προγόνων και των ζώντων βασιλέων απευθυνόταν ενδεχομένως στα στελέχη της διοίκησης και στον στρατό, τα φυσικά στηρίγματα ενός Σελευκίδη ηγεμόνα, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο του κράτους του (για τη διοίκηση του Σελευκιδικού κράτους βλ. Ma 1999: 108-149).

Ο Μενέδημος χαιρετά τον Απολλόδοτο, τους άρχοντες και την πόλη των Λαοδικέων. Επισυνάπτεται το αντίγραφο του προστάγματος που έστειλε σε εμάς ο βασιλέας∙ (στ. 5) ακολουθήστε λοιπόν τις οδηγίες που έχει στείλει ο βασιλέας μέσω επιστολής και φροντίστε να αναγραφεί το πρόσταγμα σε πέτρινη στήλη και να ανατεθεί στο πιο διακεκριμένο από τα ιερά της πόλης. (στ. 10) Να είστε καλά. 119ο έτος, 10η Πανήμου. Ο βασιλέας Αντίοχος χαιρετά τον Μενέδημο. Επειδή θέλουμε να αυξήσουμε πολύ τις τιμές για την αδελφή μας βασίλισσα Λαοδίκη και επειδή αυτό το θεωρούμε εξαιρετικά αναγκαίο, (στ. 15) όχι μόνο εξαιτίας της στοργής και της φροντίδας που δείχνει στην κοινή της ζωή μαζί μας, αλλά και επειδή επιδεικνύει ευσέβεια στους θεούς, συνεχίζουμε μεν να κάνουμε με στοργή και όλα τα άλλα όσα της ταιριάζουν και είναι δίκαιο να λάβει από μας, (στ. 20) αποφασίζουμε δε ότι, όπως έχουν διορισθεί στο βασίλειο δικοί μας αρχιερείς, να διορισθούν στις ίδιες περιοχές και δικές της αρχιέρειες, οι οποίες θα φορούν χρυσά στεφάνια που θα έχουν την εικόνα της. Θα αναγράφονται επίσης (τα ονόματά τους) (στ. 25) στα συμβόλαια μετά τους αρχιερείς των προγόνων μας και τους δικούς μας. Εφόσον, λοιπόν, έχει διορισθεί (ως αρχιέρεια) στις περιοχές υπό τη διοίκησή σου η Λαοδίκη, ας γίνουν όλα σύμφωνα με αυτά που έχουν διαταχθεί, και τα αντίγραφα των επιστολών, αφού αναγραφούν (στ. 30) σε στήλες, να ανατεθούν στα πιο διακεκριμένα μέρη, ώστε τώρα και στο μέλλον να γίνει φανερή η καλή μας διάθεση προς την αδελφή μας σχετικά με αυτά. 119ο έτος, Μαρτίου…