Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα-
τεί Φιλαδελφείας
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου
Μακεδόνος τών Πρωτογένου
5 καὶ Πρωτογένου τού υιού
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ-
νων τινών λαμπαδάρχων
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους)
10 τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης
ανδρών ου καθηκόντως
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε-
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣-
15 σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών-
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις
αυταρκείται εμοί τε καὶ
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις,
20 ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι
αγώνι κατασυνεργούντες
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ-
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ-
25 ιδείν με αγνωμονούμενον
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι
γυμνασίου νεανίσκους,
30 όπως απολυθώ τής λαμπα-
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο-
τάξαι μου τὸ υπόμνημα
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣-
[τος απολώμαι (;) – – -]

Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.

Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχονιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχονιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).

Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).

Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.

Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχηςλαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιώνλαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).

Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).

Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).

Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.

Ο γυμνασίαρχοςγυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).

Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).

Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).

               Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).

Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …

(1η στήλη)

Παγκράτει αρχισωματοφύλακι καὶ πρὸς τήι συντάξει
παρʼ Αντιμάχου τού Αριστομήδου Μακεδόνος [τώ]ν Απολλωνίου
τής γ ιπ(παρχίας) (εκατονταρούρου) καὶ παρʼ Hρακλείδου Αρίστωνος
Θραικός,
τής αυτής ιππαρχίας, ορφανού, μετὰ προστάτιδος
5 τής ούσης αυτού απὸ συγγραφής συνοικισίου τής αυ-
τού μητρὸς Θαίδος τής Απολλωνίου. επαπορούντ̣ω̣ν̣
τών παρὰ τού προγεγραμμένου ορφανού καὶ τής μ̣η̣τ̣ρ̣[ὸς επὶ]
τοίς ορίοις ού έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχὼς
ο προγεγραμμένος Αντίμαχος κλήρου (αρουρών) μ περί τε
10 Κερκεσούχα καὶ Άρεως κώμην τής Πολ̣[έ]μ̣ονος
μερίδος, ανθʼ ού ἠλλάξατο πρὸς αυτὸν ο τού Hρακλείδου
πατὴρ Αρίστων περὶ Βούβαστον τής Hρακλείδ̣ο̣υ̣
μερίδος, αξιούμεν συντάξαι γράψαι Νικο̣λ̣ά̣ωι
επιστάτει τής ε ιππαρχίας τών Αρ  ̣  ̣ς
15 ποιήσασθαι τὴν παράδειξιν τού διασεσαφημένου
κ̣[λ]ήρου τών μ (αρουρών) ακολούθως τήι ε̣γ̣δ̣ο̣θ̣ε̣ί̣σ̣η̣ι̣
Αντιμάχωι σχηματογραφίαι ἧς τὸ αντ̣ί̣γ̣ρ̣α̣φ̣ο̣ν̣
υ̣π̣ο̣τέτακται. τούτου δέ γενομένου [τευξό-]
μ̣ε̣θ̣α τής παρὰ σού φιλανθρωπίας.
20 ευ̣τ̣ύ̣χ̣ε̣ι̣

Το κείμενο έχει, όπως και το Π14, την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα των συντακτών της αίτησης (στ. 1-6). Στη συνέχεια αναφέρεται κάπως αναλυτικά ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-13) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 13-19). Το αίτημα αφορά την παράδειξιν ενός κλήρου βάσει μιας επισυναπτόμενης σχηματογραφίας (για την παράδειξιν βλ. παρακ.). Η αίτηση τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 20).

Μετά την αίτηση ακολουθεί συνημμένο το αντίγραφο της σχηματογραφίας, το οποίο δεν έχει περιληφθεί εδώ (στ. 21-51∙ περί σχηματογραφίας βλ. παρακ.). Μετά από αυτό ακολουθούν οι στ. 52-56, όπου δίνεται στον αρμόδιο αξιωματούχο Νικόλαο εντολή ικανοποίησης του αιτήματος.

 

Οι κληρούχοι-συντάκτες της αίτησης και οι εμπλεκόμενοι Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι

Η αίτηση υποβάλλεται από δύο κληρούχους ιππείς, τον Μακεδόνα Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, και τον Θράκα Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνος. Οι κληρούχοι στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν έφεδροι στρατιώτες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί κλήροι γης με την υποχρέωση αφενός να καλλιεργούν τη γη (την οποία όμως συχνά δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι, αλλά την εκμίσθωναν –ολόκληρη ή ένα μέρος της– σε κάποιον καλλιεργητή) και αφετέρου να υπηρετούν στον στρατό, όταν καλούνταν (για τον θεσμό των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 30-5· Préaux 1939: 468-480· για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Οι κλήροι αυτοί ήταν διασκορπισμένοι στη χώρα της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και η έκτασή τους κυμαινόταν ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο κάθε στρατιώτης δημιουργώντας διαφορετικές κατηγορίες κληρούχων (κατά τον 2ο αι. π.Χ. αναφέρονται κληρούχοι εκατοντάρουροι, ογδοηκοντάρουροι, τριακοντάρουροι, εικοσιάρουροι, δεκάρουροι, επτάρουροι, πεντάρουροι· για τις κατηγορίες των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 172-183). Ο Αντίμαχος αναφέρεται ως εκατοντάρουρος, κάτι που σήμαινε ότι του είχαν εκχωρηθεί 100 άρουρες γης. Oι εκατοντάρουροι κληρούχοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από το ιππικό, όπως εδώ ο Αντίμαχος. Το κείμενο δεν αναφέρει σε ποια κατηγορία κληρούχων ανήκαν ο Αρίστων και ο γιος του Ηρακλείδης. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι υπηρετούσαν και αυτοί στο ιππικό. Στον στ. 3 αναφέρεται ότι ο Αντίμαχος και ο Ηρακλείδης ανήκουν στην 3η ιππαρχίαν. Ωστόσο, στο στ. 14 ζητούν από τον Παγκράτη να δώσει εντολή στον επιστάτην της 5ης ιππαρχίας να κάνει την παράδειξιν του κλήρου, κάτι που κατά την Montevecchi στο P.Mil.Congr. XVII σελ. 8 οφείλεται σε αβλεψία του γραφέα είτε στον 3ο είτε στον 14ο στίχο.

Πάντως, κατά τον 2ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Στ΄ Φιλομήτορα κι έπειτα, η ονομασία των κληρούχων δεν σήμαινε πλέον ότι κατείχαν απαραίτητα και τον αντίστοιχο αριθμό αρουρών. Ο κανόνας, όπως φαίνεται από τα παπυρικά κείμενα του 2ου αι. π.Χ., ήταν η κατοχή μικρότερου αριθμού αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε τίτλοι και ιδιοκτησία να συμπίπτουν.

Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τον συγκεκριμένο πάπυρο αλλά και από άλλους (βλ. ενδεικτικά P.Lille I 4 στ. 26-27· P.Lond. VII 2015), ο κλήρος κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο, ακόμη και αν αυτός είναι ανήλικος, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο Ηρακλείδης, κάτι που δείχνει ότι ο κλήρος αρχίζει να θεωρείται προσωπική ιδιοκτησία (P.Mil.Congr. XVII σελ. 16).

Η αίτηση απευθύνεται στον Παγκράτη, ο οποίος σε διάφορα παπυρικά έγγραφα εμφανίζεται να κατέχει το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει (Pros.Ptol. II 2499· Boyaval 1978· Boyaval 1980). Ο πρὸς τήι συντάξει είναι σύμφωνα με τον Geraci 1981 ένας αξιωματούχος της στρατιωτικής διοίκησης με αρμοδιότητα επί των κληρούχων και των κλήρων τους. Τόσο από τον υπό εξέταση πάπυρο όσο και από άλλα έγγραφα (Papathomas 1996: 179-191 αρ. 1) αντλούμε την πληροφορία ότι έδινε την εντολή για την έκδοση σχηματογραφίας των κλήρων που βρίσκονταν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ζητείται να δώσει εντολή σε έναν άλλον αξιωματούχο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας Νικόλαο, να κάνει την παράδειξιν του κλήρου (στ. 13-14).

Με το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει αναφέρεται παρακάτω στον ίδιο πάπυρο και ένα άλλο άτομο, ο Αντίπατρος (SB XVI 12720 στ. 29). Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέχουν άλλοι δύο πάπυροι (P.Tebt. III 2, 952· Papathomas 1996: 185-186) ο Αντίπατρος φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει τουλάχιστον από το 145 ως το 142 π.Χ. με πεδίο αρμοδιότητας τον Αρσινοΐτη νομό, και συγκεκριμένα την Πολέμωνος μερίδα (Papathomas 1996: 185). Αντίθετα, η αρμοδιότητα του Παγκράτη δεν περιοριζόταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αντιπάτρου, μόνο σε μια μερίδα, αλλά απλωνόταν σε ολόκληρο τον Αρσινοΐτη νομό, καθώς παρουσιάζεται να έχει εξουσία τόσο στην Πολέμωνος μερίδα (Κερκεσούχα, Άρεως κώμη, Κερκεόσιρις), όσο και στην Ηρακλείδου μερίδα (Φιλαδέλφεια). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Παγκράτης κατείχε ένα ιεραρχικά ανώτερο αξίωμα με αρμοδιότητα σε έναν ολόκληρο νομό, ενώ ταυτόχρονα είχε και υφισταμένους, όπως τον Αντίπατρο, ο οποίος είχε εξουσία σε μια μόνο μερίδα. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι, εκτός από το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει, κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του αρχισωματοφύλακα και τών ισοτίμων τοίς πρώτοις φίλοις που βρίσκονταν αρκετά υψηλά στην ιεραρχία (για τους τιμητικούς τίτλους βλ. Π14).

 

Ο κλήρος, η παράδειξις και η σχηματογραφία

Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένας κλήρος που είχε λάβει σε ανταλλαγή ο Αρίστων από τον Αντίμαχο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο κληρούχοι συμφώνησαν την ανταλλαγή των κλήρων τους και η συμφωνία τους πήρε γραπτή μορφή (στ. 32: σ[υμ]β[ολαίου]). Στο μεταξύ όμως ο Αρίστων πέθανε. Ο Αντίμαχος προχώρησε στην παράδειξιν των 40 αρουρών που είχε ανταλλάξει με τον Αρίστωνα (στ. 8: έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχώς), αλλά οι συγγενείς και η μητέρα του Ηρακλείδη, του ανήλικου και ορφανού πλέον γιου του Αρίστωνα, αμφισβητούν τα όρια αυτού του κλήρου, φοβούμενοι πιθανόν ότι ο Αντίμαχος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τον θάνατο του Αρίστωνα. Ο Ηρακλείδης, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του ως προστάτιν υποβάλλει από κοινού με τον Αντίμαχο αίτηση στον Παγκράτη και ζητούν να δώσει εντολή στον Νικόλαο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας, που ήταν όπως φαίνεται ο υπεύθυνος αξιωματούχος, ώστε η παράδειξις του κλήρου να γίνει σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αίτηση σχηματογραφίαν (στ. 35-50), την έκδοση της οποίας είχε ζητήσει προηγουμένως ο Αντίμαχος.

Ο όρος παράδειξις δεν απαντά συχνά σε παπυρικά έγγραφα της πτολεμαϊκής περιόδου. Στη προκείμενη περίπτωση παράδειξις σημαίνει την απόδοση του κλήρου με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που επιδιώκεται εδώ με την παράδειξιν δεν είναι να επικυρωθεί η ανταλλαγή των κλήρων, αλλά να γίνει προσδιορισμός του κλήρου (θέση, σύνορα, έκταση) από τον υπεύθυνο αξιωματούχο σύμφωνα με τη σχηματογραφίαν, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον για τα σύνορά του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 9-10).

Η σχηματογραφία είναι ένα διάγραμμα στο οποίο δίνονται σχηματικά σε σχοινία οι διαστάσεις του κλήρου σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα και έπειτα το εμβαδόν του σε άρουρες υπολογισμένο κατά προσέγγιση, ενώ έχει προηγηθεί η περιγραφή της θέσης του κλήρου στην κώμη· στο τέλος ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή των συνόρων του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 11). Από τη σχηματογραφία προκύπτει ότι ο κλήρος του Αντιμάχου αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο βρίσκεται στην Άρεως κώμη (στ. 35-41) και τα άλλα δύο στην κώμη των Κερκεσούχων (στ. 42-50). Σώζονται τα σύνορα μόνο του πρώτου τμήματος του κλήρου, έχουμε όμως τις διαστάσεις και των τριών τμημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το εμβαδόν τους και να κάνουμε τις απαραίτητες συμπληρώσεις στον πάπυρο (βλ. σχετικά P.Mil.Congr. XVII σ. 12-15).

Ὀρφανός και προστάτις

Η Θαΐς αναφέρεται στο κείμενο (στ. 4) ως προστάτις του ορφανού γιου της, του Ηρακλείδη. Όπως έδειξε η Criscuolo 1981, ο όρος ορφανός μπορούσε να αποδοθεί τόσο σε κάποιον ορφανό γιο κληρούχου, όσο και σε κάποιον που δεν έχει σχέση με τον στρατό (π.χ. P.Enteux.PSI XIII 1310· BGU VIII 1849). Επιπλέον, δεν δηλώνει απαραίτητα έναν ανήλικο που βρίσκεται υπό κηδεμονία.

Σύμφωνα με το κείμενο η Θαΐς είχε ορισθεί ως προστάτις του γιου της, σε περίπτωση που πέθαινε ο σύζυγός της, στο συμβόλαιο γάμου που είχαν συντάξει (στ. 4-6· για τη συγγραφὴ συνοικισίου, βλ. Π12). Η χρήση του όρου προστάτις για μια γυναίκα είναι μοναδική στα παπυρικά έγγραφα και κατά την Montevecchi 1981 δηλώνει μάλλον ότι η μητέρα έχει την ευθύνη για τη φροντίδα και προστασία του γιου της, κάτι που μοιάζει με την κηδεμονία, χωρίς όμως να έχει νομικό χαρακτήρα. Το ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο μια γυναίκα δεν μπορούσε να έχει την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, συνετέλεσε πιθανότατα στην επιλογή αυτού του όρου που στερούνταν συγκεκριμένης νομικής σημασίας τόσο στο συμβόλαιο γάμου όσο και στην αίτηση που εξετάζουμε.

Στον Παγκράτη, αρχισωματοφύλακα και αρμόδιο για τη σύνταξη από τον Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, Μακεδόνα, έναν από τους άνδρες του Απολλωνίου, της τρίτης ιππαρχίας εκατοντάρουρο, και από τον Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνα, Θράκα, από την ίδια ιππαρχία, ορφανό, μαζί με την κηδεμόνα (στ. 5) του, που σύμφωνα με το συμβόλαιο γάμου είναι η μητέρα του Θαΐδα του Απολλωνίου. Καθώς οι συγγενείς του προαναφερθέντος ορφανού και η μητέρα του αμφισβητούν τα όρια του κλήρου των σαράντα αρουρών κοντά στα (στ. 10) Κερκεσούχα και την κώμη του Άρεως στη μερίδα του Πολέμωνος, του οποίου ήδη πρωτύτερα ο προαναφερθείς Αντίμαχος τυχαίνει να έχει κάνει την παράδειξιν και αντί του οποίου ο πατέρας του Ηρακλείδη, Αρίστων, αντάλλαξε αυτόν (τον κλήρο) κοντά στη Βούβαστο, στη μερίδα του Ηρακλείδη, ζητούμε να διατάξεις να γραφεί επιστολή στον Νικόλαο, επιστάτη της πέμπτης ιππαρχίας, έναν από τους άνδρες του Αρ – -, (στ. 15) να κάνει την παράδειξιν του προαναφερόμενου κλήρου των σαράντα αρουρών σύμφωνα με τη σχηματογραφία την εκδοθείσα για τον Αντίμαχο, το αντίγραφο της οποίας έχει επισυναφθεί. Αν γίνει αυτό, θα τύχουμε της φιλανθρωπίας σου. (στ. 20) Χαίρε.

μπροστινή πλευρά (recto)
(1ο χέρι) Διονυσίωι τών φίλων καὶ
στρατηγώι
παρὰ Πτολεμαίου τού Γλαυκίου
Μακεδόνος τών όντων εν κατοχήι
5 εν τώι μεγάλωι Σαραπιείωι έτος
ήδη δέκατον. Αδικούμαι
υπὸ τών εν τώι αυτώι ιερώι
καλλυντών καὶ αρτοκόπων
τών νυνὶ εφημερευόντων,
10 καταβαινόντων δέ καὶ εις τὸ
Ανουβιείον, Ἁρχήβιος ιατρού
καὶ Μυὸς ιματιοπώλου καὶ
τών άλλων, ων τὰ ονόματα
αγνοώ. Τού γὰρ ιθ (έτους) Φαώφι ια
15 παραγενόμενοι επὶ τὸ
Ασταρτιείον, εν ωι κατέχομαι
ιερώι, εισεβιάζοντο βουλό-
μενοι εξσπάσαι με καὶ αλο-
γήσαι, καθάπερ καὶ εν τοίς πρό-
20 τερον χρόνοις επεχείρησαν
ούσης αποστάσεως, παρὰ τὸ
Ἕλληνά με είναι. Επεὶ ο[ύ]ν
εγὼ μέν συνιδὼν αυτοὺς
απονενοημένους εμαυτὸν
25 συνέκλεισα, Ἁρμαιν δέ
τὸν παρ΄ εμού ευρόντες
επὶ τού δρόμου καταβαλόντες
έτυπτον τοίς χαλκοίς
ξυστήρσιν. Αξιώ ούν σε συν-
30 τάξαι γράψαι Μενεδήμωι
τώι παρὰ σού εν τώι Ανουβιείωι
επαναγκάσαι αυτοὺς τὰ δίκαιά μοι
ποιήσαι, εὰν δέ μὴ υπομένωσιν,
εξαποστείλαι αυτοὺς επὶ σέ,
35 όπως διαλάβης περὶ αυτών μισο-
πονήρως.
Ευτύχει.
(4ο χέρι) Μενεδήμωι. Προνοήθητι ὡς τεύξεται
τών δικαίων.
40 (έτους) ιθ Φαώφι ιθ.
πίσω πλευρά (verso)
(3ο χέρι) (έτους) ιθ Φαώφι ιη
Πτολεμαίου. (5ο χέρι) Μενεδήμωι
(2ο χέρι) τών καλ-
λυντών

Το συγκεκριμένο κείμενο έχει την τυπική δομή υπομνήματος. Πρόκειται για διαμαρτυρία σχετικά με μια φυλετική (;) διαμάχη. Το έγγραφο υποβλήθηκε στον στρατηγό Διονύσιο από τον Μακεδόνα Πτολεμαίο, γιο του Γλαυκία, κάτοχον στο Μεγάλο Σαραπιείο (στ. 1-6). Ακολουθεί η αναλυτική έκθεση των γεγονότων που οδήγησαν τον Πτολεμαίο να συντάξει το υπόμνημα (στ. 6-29). Στη συνέχεια, ο Πτολεμαίος προχωρά στο αίτημά του (στ. 29-36): Ζητά από τον Διονύσιο να δώσει διαταγή στον υφιστάμενό του Μενέδημο να επιληφθεί του θέματος υποχρεώνοντας τους δράστες να του αποδώσουν το δίκιο του, και, αν δεν συμμορφωθούν, να φροντίσει ο ίδιος ο Διονύσιος για την απόδοση της δικαιοσύνης. Το υπόμνημα τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 37). Κάτω από το υπόμνημα έχει προστεθεί από τον Διονύσιο η εντολή προς τον Μενέδημο να αποδώσει δικαιοσύνη (στ. 38-40).

 

Συντάκτης και παραλήπτες του υπομνήματος, Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι

Συντάκτης του υπομνήματος είναι ο Πτολεμαίος, γιος του Γλαυκία, Μακεδόνας (Lewis 1986: 74-79). Ο πατέρας του Γλαυκίας ήταν κληρούχος Μακεδονικής καταγωγής εγκατεστημένος στην κώμη Ψίχιν, στον Ηρακλεοπολίτη νομό, και πέθανε το 164 π.Χ. κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων στην Αίγυπτο μάλλον με βίαιο τρόπο (UPZ I 9 και 14). Γνωστά είναι ακόμη τρία αδέλφια του Πτολεμαίου, ο Ίππαλος, ο Σαραπίων και ο Απολλώνιος (UPZ I 9), ο οποίος μάλιστα στρατολογήθηκε ως κληρούχος το 158/7 π.Χ., μετά από αίτημα του αδελφού του Πτολεμαίου προς τους βασιλείς (UPZ I 14). Ο ίδιος ο Πτολεμαίος εγκαταστάθηκε το 172 π.Χ., γύρω στα τριάντα του χρόνια, ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και συγκεκριμένα στο Ασταρτιείον, τον μικρό ναό της Αστάρτης που βρισκόταν στο συγκρότημα του Σαραπιείου (βλ. παρακ.).

Το υπόμνημα του Πτολεμαίου απευθύνεται, όπως και άλλα δικά του υπομνήματα (UPZ I 2, 5, 8), στον Διονύσιο, τον στρατηγό του Μεμφίτη νομού, όπου βρισκόταν το Μεγάλο Σαραπιείο. Ο στρατηγός κατείχε αρχικά τη στρατιωτική κυρίως εξουσία στο επίπεδο του νομού, αργότερα όμως, από τα μέσα περίπου του 3ου αι. π.Χ., συγκέντρωσε στα χέρια του και ένα μεγάλο μέρος της διοικητικής εξουσίας, που ως τότε βρισκόταν στα χέρια του νομάρχη, αποκτώντας έτσι πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο Διονύσιος κατέχει επίσης τον τιμητικό τίτλο τών φίλων (τού βασιλέως). Πρόκειται για τίτλο συνηθισμένο στις αυλές των ελληνιστικών ηγεμόνων (πρβλ. Ε5). Στο πτολεμαϊκό βασίλειο ο τίτλος αυτός περιοριζόταν αρχικά σε άτομα τα οποία ανήκαν στην αυλή του μονάρχη, στελέχωναν τα βασιλικά συμβούλια και κατείχαν τα ανώτερα αξιώματα∙ όμως τον 2ο αι. π.Χ. έπαψε να δίνεται μόνο σε μέλη της αυλής και επεκτάθηκε σε όσους κατείχαν κάποιο –συνήθως ανώτερο– αξίωμα στην πτολεμαϊκή γραφειοκρατία. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. μαρτυρούνται κατά ιεραρχική σειρά οι εξής τιμητικοί τίτλοι, που υποδηλώνουν σχέση με το πρόσωπο του βασιλέα (Mooren 1977: 1-73, ειδικά για τους τίτλους που αποδίδονταν στους στρατηγούς σ. 97-108): συγγενής, πρώτος φίλος, αρχισωματοφύλαξ, φίλος, διάδοχος, σωματοφύλαξ. Συνεπώς, ο Διονύσιος δεν είναι υψηλόβαθμος στην ιεραρχία της πτολεμαϊκής αυλής.

Ο Μενέδημος είναι ο υφιστάμενος αξιωματούχος στον οποίο προωθείται το υπόμνημα από τον στρατηγό Διονύσιο. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος ζητά από τον στρατηγό να δώσει διαταγή στον Μενέδημο, τω παρὰ σού εν τω Ανουβιείω, να επιληφθεί του θέματος. Φαίνεται, λοιπόν, ότι πρόκειται για αντιπρόσωπο του στρατηγού στο Ανουβιείο (μάλλον δεν ταυτίζεται με τον ομώνυμο αρχιφυλακίτη στο UPZ I 5 στ. 6).

 

Tο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και η ιδιότητα του κατόχου

Ο Μακεδόνας Πτολεμαίος εμφανίζεται ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από τη φαραωνική εποχή στη Μέμφιδα είχε κατασκευασθεί ένα σημαντικό συγκρότημα ναών για τη λατρεία των σπουδαιότερων αλλά και κάποιων λιγότερο σημαντικών θεοτήτων της Κάτω Αιγύπτου. Κεντρική θέση κατείχε η λατρεία του θεού-ταύρου Άπιδος, ο οποίος στη χθόνια εκδοχή του λατρευόταν ως Όσιρις-Άπις. Από εδώ προέρχεται η ονομασία του Σαράπιδος, νέας θεότητας που συνδύασε στοιχεία της αιγυπτιακής και ελληνικής λατρείας και εισήχθη –για πολιτικούς λόγους– από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα (Staumbaugh 1972· Fraser 1972: I 246-276· Hornbostel 1973). Μετά τη δημιουργία της νέας λατρείας οι Πτολεμαίοι επέκτειναν το ιερό της Μέμφιδας, που από τότε αναφερόταν ως το Μεγάλο Σαραπιείο (Thompson 1988: 212-215). Εκτός από τον Σάραπι στο συγκρότημα της νεκρόπολης της Μέμφιδας συνέχισαν να λατρεύονται και άλλες θεότητες σχετιζόμενες ή μη με τη λατρεία του Σαράπιδος, όπως η Ίσις, ο Ιμχοτέπ (θεότητα που ταυτιζόταν με τον Ασκληπιό), ο Άνουβις αλλά και η Αστάρτη, στον ναό της οποίας ζούσε ως κάτοχος ο Πτολεμαίος.

Οι κάτοχοι ζούσαν στον ναό και απολάμβαναν την προστασία του θεού προσφέροντας σε αντάλλαγμα κάποιες ιερές υπηρεσίες (Delekat 1964: 176-181· Dunand 1973: 183). Ενδεχομένως λειτουργούσαν ως ‘εκπρόσωποι’ του θεού δίνοντας χρησμούς και ερμηνεύοντας όνειρα (Cumont 1937: 148-149· Merkelbach 1995: 73, 210-211). Οι πάπυροι που αφορούν τον Πτολεμαίο δεν αναφέρουν ποια ήταν τα ακριβή καθήκοντά του στην υπηρεσία του θεού.

Οι πηγές μας δείχνουν ότι οι χωροταξικοί περιορισμοί της κατοχής δεν ήταν απόλυτοι. Ορισμένοι κάτοχοι είχαν ελευθερία κινήσεων σε ολόκληρο το τέμενος του Σαραπιείου, άλλοι παρέμεναν έγκλειστοι σε ένα ναό, ενώ σε ειδικές περιστάσεις μπορούσαν να εγκαταλείψουν για ορισμένο διάστημα το ιερό. Έτσι, ο Πτολεμαίος μπόρεσε να αφήσει για λίγο τον ιερό χώρο στον οποίο ζούσε, προκειμένου να παραστεί στον γάμο του αδελφού του Σαραπίωνα και γενικά διατηρούσε τους δεσμούς του με τον έξω κόσμο, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι επικοινωνούσε ελεύθερα με τα αδέλφια του (UPZ I 66, 67, 71, 75), αλλά και με την πτολεμαϊκή διοίκηση (UPZ I 5-11, 14). Ο Πτολεμαίος φαίνεται ότι έζησε τουλάχιστον για είκοσι χρόνια στο Μεγάλο Σαραπιείο, πιθανόν ως τον θάνατό του (Lewis 1986: 75).

 

Η φιλονικία

Οι εμπλεκόμενοι

Ο Πτολεμαίος απευθύνεται στον στρατηγό της Μέμφιδας Διονύσιο, επειδή δέχθηκε επίθεση από τους καλλυντάς και αρτοκόπους (στ. 6-14), δηλαδή τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από αυτούς κατονομάζει κάποιον Αρχήβιν, ιατρόν, και ένα Μύν, ιματιοπώλην, ενώ αναφέρει ότι συμμετείχαν και άλλοι, τα ονόματα των οποίων δεν γνωρίζει. Ο γιατρός είναι Αιγύπτιος και ταυτίζεται με τον ομώνυμο κλυστήν που συμμετείχε και σε μεταγενέστερη επίθεση εναντίον του Πτολεμαίου (UPZ I 8 στ. 34). Ο Μύς θα μπορούσε βάσει του ονόματός του να είναι Κάρας ή Αιγύπτιος και συμμετείχε επίσης στην προαναφερθείσα μεταγενέστερη επίθεση (UPZ I 8 στ. 33)∙ ίσως να ταυτίζεται με τον ομώνυμο κοπροξύστην (πρόκειται γι᾿ αυτόν που καθαρίζει ένα χώρο από την κοπριά), που υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές των συμπλοκών στο Μεγάλο Σαραπιείο κατά το έτος 156 π.Χ. (UPZ I 119 στ. 39).

Στη μεταγενέστερη επίθεση που δέχτηκε ο Πτολεμαίος (UPZ I 8 στ. 32-34) λαμβάνουν μέρος και κατονομάζονται εκτός από τον Αρχήβι και τον Μυ ένας σακκοφόρος (αχθοφόρος), ένας σιτοκάπηλος (πωλητής σιτηρών), ένας ασιλλοφόρος (πρόκειται γι’αυτόν που φέρει ζυγό για μεταφορά φορτίων) και ένας ταπιδύφος (υφαντής ταπήτων)∙ όλοι αυτοί υπηρετούν στο Μεγάλο Σαραπιείο, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, ως καλλυνταί (UPZ I 8 στ. 6). Πρόκειται, επομένως, για Αιγυπτίους (όπως φαίνεται από τα ονόματά τους) λαϊκούς οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο ιερό μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε έτος (ίσως ένα συγκεκριμένο μήνα), εκ περιτροπής με άλλες ομάδες, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τη φράση τών νυνὶ εφημερευόντων (στ. 9). Το ακριβές αντικείμενο εργασίας των καλλυντών δεν είναι εύκολο να καθορισθεί. Τα χάλκινα ξυστήρια που αναφέρονται στον στ. 29 φαίνεται ότι αποτελούσαν τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στην εργασία τους. Αν θεωρήσουμε ότι ευσταθεί η ταύτιση του Μυός με τον ομώνυμο κοπροξύστην στο UPZ I 119 (εκεί φαίνεται να υπηρετεί κατά τη διάρκεια του μήνα Παύνι και όχι του Φαώφι, όπως στο κείμενό μας), τότε οι καλλυνταί θα μπορούσαν να είναι αυτοί που σκούπιζαν στον χώρο του Μεγάλου Σαραπιείου. Η χρήση, ωστόσο, χάλκινων ξυστήρων υποδεικνύει ότι ίσως ήταν επιφορτισμένοι με μια πιο λεπτή εργασία, όπως με τον καθαρισμό κάποιου ιερού χώρου ή ιερών αντικειμένων (UPZ I σ. 137).

Στη συμπλοκή αναφέρεται και κάποιος Αρμάις, Αιγύπτιος που δέχθηκε επίθεση, επειδή ανήκε στον κύκλο του Πτολεμαίου. Ο Αρμάις αυτός πιθανόν ταυτίζεται με τον κάτοχον Αρμάι (Pros.Ptol. IX 7325), αποστολέα του υπομνήματος UPZ I 2 στον στρατηγό Διονύσιο εξαιτίας μιας άλλης επίθεσης που υπέστη στο Μεγάλο Σαραπιείο (Goudriaan 1988: 44).

Αίτια και συνθήκες της φιλονικίας

Το περιστατικό της επίθεσης ήταν κάθε άλλο παρά μεμονωμένο. Ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι είχαν επιχειρήσει να τον βλάψουν και κατά τη διάρκεια παλαιότερης εξέγερσης (στ. 19-21). Η εξέγερση αυτή ταυτίζεται, όπως φαίνεται, με εκείνη που αναφέρεται στο UPZ I 14 στ. 9 (εν τοίς ταραχής χρόνοις) κατά την οποία πέθανε ο πατέρας του Πτολεμαίου, Γλαυκίας, και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των εξεγέρσεων που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των ετών 168-164 π.Χ. στην Αίγυπτο (Veisse 2004: 36-38, 132-134) και οι οποίες πιθανόν σχετίζονται με τη σύγχρονη εξέγερση του Διονυσίου Πετοσαράπιδος στην Αλεξάνδρεια (Διόδωρος 31.15a· για τις εξεγέρσεις των Αιγυπτίων βλ. και McGing 1997). Δύο χρόνια μετά το παρόν υπόμνημα ο Πτολεμαίος απευθύνεται εκ νέου στον στρατηγό Διονύσιο παραπονούμενος πάλι για επίθεση που δέχτηκε (UPZ I 8), ενώ ανάλογα περιστατικά φαίνεται ότι έλαβαν χώρα και στη συνέχεια και οδήγησαν τον Πτολεμαίο να απευθυνθεί στους ίδιους τους βασιλείς το 156 π.Χ. (UPZ I 15).

Ο Πτολεμαίος συνδέει την επίθεση που δέχτηκε, όπως και αυτή που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, με το ότι είναι Έλληνας (στ. 21-22), αποδίδοντας έτσι την εχθρότητα των Αιγυπτίων που εργάζονταν στο Μεγάλο Σαραπιείο προς εκείνον σε φυλετικούς λόγους. Το ίδιο επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα (UPZ I 8 στ. 14, 15 στ. 16-17). Οι δράστες παρουσιάζονται, λοιπόν, από τον Πτολεμαίο ως μια ομάδα ατόμων που διαπράττουν βίαιες επιθέσεις, επειδή τρέφουν αισθήματα αντιπάθειας απέναντι στους Έλληνες.

Τόσο η περίπτωση του Πτολεμαίου, όσο και διάφορα άλλα κείμενα που αναφέρουν –αντίστροφα– παράπονα των Αιγυπτίων για κακομεταχείριση από τους Έλληνες (π.χ. P.Yale I 46∙ P.Col. IV 66), αποκαλύπτουν τη δυσαρέσκεια που ένιωθαν κάποιοι Αιγύπτιοι απέναντι στα μέλη της ελληνικής τάξης. Αυτή η δυσφορία προς την προνομιακή θέση των Ελλήνων εκφράσθηκε πολλές φορές με βίαιο τρόπο περί τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όταν λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και των εξωτερικών απειλών η πτολεμαϊκή εξουσία έδειξε εμφανή σημάδια εξασθένησης (Lewis 1986: 85-87, βλ. τις εξεγέρσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω). Ίσως η ‘διείσδυση’ του Έλληνα Πτολεμαίου σε ένα αιγυπτιακό ιερό όξυνε την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια κάποιων Αιγυπτίων, ιδιαίτερα σε μια εποχή εντάσεων, όταν μαίνονταν εξεγέρσεις σε διάφορα σημεία της αιγυπτιακής χώρας.

Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα από το Σαραπιείο, στον κύκλο του Πτολεμαίου ανήκουν και Αιγύπτιοι, όχι μόνον ο Αρμάις, που αναφέρεται στον υπό εξέταση πάπυρο, αλλά και οι δίδυμες Θαυής και Ταούς, τις οποίες ο Πτολεμαίος –παλιός φίλος του πατέρα τους– είχε υπό την προστασία του ενεργώντας ως εκπρόσωπός τους στις επαφές τους με την πτολεμαϊκή διοίκηση. Οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε ο Πτολεμαίος με κάποιους γηγενείς Αιγυπτίους καταδεικνύουν ότι σε καθημερινή βάση η συμβίωση μεταξύ των δύο λαών μπορούσε να είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες αρκετά ομαλή.

            Αποδίδοντας τις επιθέσεις που δέχτηκε στο ότι είναι Έλληνας, ο Πτολεμαίος ίσως δίνει απλά τη δική του εξήγηση στα γεγονότα. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να αποκρύπτει συνειδητά την αληθινή αιτία της φιλονικίας και να εκμεταλλεύεται την ένταση που υπήρχε εκείνη την περίοδο μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων πιστεύοντας ότι έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες να δικαιωθεί από τον Έλληνα στρατηγό (Huss 2001: 589-590). Ο ισχυρισμός του, άλλωστε, για τον φυλετικό χαρακτήρα της επίθεσης στο πρόσωπό του φαίνεται να προσκρούει στο γεγονός ότι θύμα των καλλυντών και αρτοκόπων είναι και ο Αιγύπτιος Αρμάις. Η διαμάχη του, επομένως, με τους Αιγυπτίους που υπηρετούσαν στο Σαραπιείο θα μπορούσε να αποδοθεί περισσότερο σε προσωπική αντιπάθεια που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους κατά

(μπροστινή πλευρά) Στον Διονύσιο, έναν από τους φίλους του βασιλέα και στρατηγό, από τον Πτολεμαίο, γιο του Γλαυκία, Μακεδόνα, έναν από τους “κατόχους” (στ. 5) στο Μεγάλο Σαραπιείο ήδη δέκα χρόνια. Αδικούμαι από τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που υπηρετούν τώρα εκ περιτροπής στο ίδιο ιερό, (στ. 10) οι οποίοι όμως κατεβαίνουν και στο ιερό του Ανούβιδος, από τον Αρχήβι, τον γιατρό, και τον Μυ, τον ιματιοπώλη, και τους άλλους των οποίων τα ονόματα αγνοώ. Γιατί στις 11 του Φαώφι του 19ου έτους, (στ. 15) αφού έφτασαν στο μικρό ιερό της Αστάρτης, στο οποίο παραμένω κάτοχος, εισχώρησαν με τη βία θέλοντας να με σύρουν έξω και να με εκφοβίσουν, όπως ακριβώς επιχείρησαν και (στ. 20) παλαιότερα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, επειδή είμαι Έλληνας. Εγώ, λοιπόν, αφού διαπίστωσα ότι ήταν εκτός εαυτού, (στ. 25) κλείστηκα μέσα, καθώς όμως βρήκαν στον δρόμο τον Αρμάιν, έναν από τους δικούς μου, τον έριξαν κάτω και τον χτύπησαν με τα χάλκινα ξυστήρια τους. Σου ζητώ, λοιπόν, να δώσεις εντολή (στ. 30) να γράψουν στον Μενέδημο, τον υφιστάμενό σου στο ιερό του Ανούβιδος, να τους εξαναγκάσει να μου αποδώσουν δικαιοσύνη, και αν δεν συμμορφωθούν, να τους στείλει σε σένα (στ. 35) για να αποφασίσεις γι’ αυτούς με αγάπη για τη δικαιοσύνη. Σε χαιρετώ. Στον Μενέδημο. Φρόντισε να του αποδοθεί δικαιοσύνη. (στ. 40) 19ο έτος, 19 Φαώφι. (πίσω πλευρά) 19ο έτος, 18 Φαώφι. (Αφορά) τον Πτολεμαίο. Στον Μενέδημο. Σχετικά με τους καθαριστές.

Ἱέρακι τω καὶ Νεμεσίωνι στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου) Hρακ(λείδου) μερίδος
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως. ενέτυχον, κύριε,
διὰ βιβλιδίου τω λαμπροτάτω ηγεμόνι Αιμιλίω Σατουρνείννω δηλών τὴν γενο-
μένην μοι επέλευσιν υπὸ Σώτου τινὸς καταφρονήσαντος τής περὶ τὴν όψιν μου ασ-
5 θενείας βουλομένου αυτού τὰ υπάρχοντά μου κατασχείν βία καὶ αυθαδία χρώμενος
καὶ έσχον ιερὰν υπογραφὴν εντυ̣χείν τω κρατίστω επιστρατήγω· τού δέ Σώ〈του〉 τελευ-
τήσαντος, ο τούτου αδελφὸς Ιούλιος καὶ αυτὸς τὴν περὶ αυτου〈ς〉 βία χρησάμενος επήλ-
θεν τοίς εσπαρμένοις υπʼ εμού εδάφεσει καὶ εβάστασε ουκ ολίγον χόρτον ου μό-
νον αλλὰ καὶ εξέκοψε απὸ τού υπάρχοντός μου ε[λ]αιώνος όντος περὶ κώμην Κερκε-
10 σούχα ελάεινα φυτὰ απεξηραμμένα καὶ ερίκινα, άπερ παραγενάμενος ενθάδε
πρὸς τὸν καιρὸν τής συνκομιδής έμαθον ταύτα υπὸ αυτού πεπραχθαι, εφʼ οίς
μὴ αρκεσθεὶς πάλειν επήλθεν μετὰ τής γυναικὸς αυτού καὶ Ζηνα τινος{ς} έχον-
τες βρέφος βουλόμενοι τὸν γεωργόν μου φθώνω περικλίσαι ώστε κατα-
λείψε τὴν ιδ[ί]αν γεωργίαν μετὰ τὸ θερίσαι εκ μέρους απὸ ετέρου μου κλήρου,
15 καὶ αυτοὶ σ{σ}υνεκομίσαντο. τούτων γενομένων εγενόμην πρὸς τὸν
Ιούλιον μετὰ [δ]ημοσίων όπως αυτὰ ταύτα ενμάρτυρον γένηται. πάλιν
τω αυτω τρόπω προσ{σ}[έ]ριψάν μοι [τὸ] αυτὸ βρέφος βουλόμενοι καὶ με φθόνω
περικλίσαι πα[ρό]ντων Πετεσούχου καὶ Πτολλα πρεσβυτέρων κώμης Καρα-
νίδος διαδεχο[μ]ένων καὶ τὰ κατὰ τὴν κομμωγραμματείαν καὶ Σωκρα
20 υπηρέτου, καὶ τών δημοσίων παρόντων τὸ βρέφος ο Ιούλιος συνκομι-
σάμενος τὰ περιγενόμενα εκ τών εδαφών γένη απηνέγκατο εις τὴν
οικίαν αυτού, άπερ φανερὰ εποίησα διά τε τών αυτών δημοσίων καὶ πρα-
κτόρων σιτικών τής αυτής κώμης. διὸ κατὰ τὸ αναγκαίον επιδίδωμι
καὶ αξιώ τάδε τὰ βιβλίδια εν καταχωρισμω γενέσθο πρὸς τὸ μένειν μοι
25 τὸν λόγον πρὸς αυτοὺς επὶ τού κρατίστου επιστρατήγου περὶ τών υπ⟦ο⟧’ αυ-
τών τετολμημένων καὶ τών υπέρ τών εδαφών δημοσίων εκφορίων
τω κυριακω λόγω διὰ τὸ αυτοὺς ου δεόντως συνκεκομικέναι.
(2ο χέρι)
Γέμελλος ο καὶ Ὡρίων ὡς (ετών) κϛ ασθενὴς τὰς όψεις.
(3ο χέρι)
(έτους) ε Λουκίου Σεπτιμίου Σεουήρου Ευσεβούς Περτίνακος Σεβαστού Παχὼν  κζ.

Το έγγραφο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος· στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-2). Στην συνέχεια αναφέρεται αναλυτικά ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 2-23) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 23-27). Το αίτημα αφορά την διατήρηση του παρόντος εγγράφου στο αρχείο των αξιωματούχων προκειμένου το θύμα να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του στο προκείμενο δικαστήριο. Ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα της αίτησης (στ. 28) και η ημερομηνία του εγγράφου (στ. 29). Πρβλ. Π10.

Θέμα του κειμένου είναι η αίτηση του Γέμελλου προς τον στρατηγό Ιέρακα, συνεχίζοντας εν μέρει την ιστορία που ειπώθηκε στον P. Mich. VI 422, η οποία συνοψίζεται στους στ. 2-6. Με το παρόν υπόμνημα, ο Γέμελλος ισχυρίζεται ότι ο Ιούλιος με βία εισέβαλλε στα χωράφια του και απέσπασε αρκετά γεωργικά προϊόντα που του ανήκαν, ενώ σε μια δεύτερη εισβολή του έγινε χρήση κάποιας μαγικής πρακτικής από τον Ιούλιο, έχοντας ως μαγικό μέσο ένα έμβρυο. Στόχος της πρακτικής αυτής, όπως ισχυρίζεται το θύμα, ήταν η παρεμπόδιση των εργασιών και η απρόσκοπτη συλλογή των καρπών του Γέμελλου. Στη συνέχεια πήγε ο ίδιος στον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους, προκειμένου να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες των γεγονότων. Ακόμη όμως και τότε ο Ιούλιος δεν δίστασε και χρησιμοποίησε και πάλι το έμβρυο προκειμένου να τους αδρανοποιήσει, ενώ παράλληλα άρχισε να μαζεύει τους καρπούς από το χωράφι του Γέμελλου· αφού τελείωσε, πήρε το έμβρυο και επέστρεψε στο σπίτι του. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Γέμελλος προέβη στην σύνταξη υπομνήματος, ζητώντας το έγγραφο αυτό να παραμείνει στο αρχείο ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του ενώπιον του επιστρατήγου στην δικαστική υπόθεση που θα ακολουθήσει.

Ο συντάκτης του υπομνήματος αυτού, Γέμελλος, αναφέρει ότι κατά την δεύτερη εισβολή του Ιουλίου στα χωράφια του, συνοδευόταν από την γυναίκα του και από κάποιον Ζηνά, κρατώντας ένα έμβρυο. Το έμβρυο αυτό το χρησιμοποίησε, ως φαίνεται, προκειμένου να εφαρμόσει μία μαγική πρακτική αδρανοποίησης εναντίον του καλλιεργητή του Γέμελλου· μάλιστα την ίδια πρακτική χρησιμοποίησε και δεύτερη φορά, όταν ο Γέμελλος πήγε να βρει τον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους. Και σε εκείνη την περίπτωση ο Ιούλιος έριξε το έμβρυο προς το μέρος του Γέμελλου με στόχο να αδρανοποιήσει τους παρευρισκόμενους και να καταφέρει να συλλέξει καρπούς από τα χωράφια του Γέμελλου.

Κατά τον Frankfurter πρόκειται για ένα είδος περιοριστικού ξορκιού-κατάδεσμος (Faraone ‒ Obbink 1991· Gager 1992· Ogden 1999), αν κρίνουμε και από το ρήμα περικλείω, το οποίο ο συντάκτης της αίτησης χρησιμοποιεί δύο φορές, αλλά και από το γεγονός ότι τα θύματα ένιωσαν να περιορίζονται μεταφυσικά από τις κακόβουλες χειρονομίες κάποιου άλλου. Η σύνδεση των συμβολικών χειρονομιών με την χρήση του εμβρύου ως αντικειμένου μαγείας, όπως φαίνεται, δηλώνει ότι ο θύτης είχε ως σκοπό να περιορίσει και να αδρανοποιήσει τον καλλιεργητή στην πρώτη περίπτωση και τον Γέμελλο και τους αξιωματούχους στην δεύτερη (Frankfurter 2006: 40). Όπως αναφέρει ο Frankfurter (2006: 42), η συγκεκριμένη μαγική πρακτική δεν μαρτυρείται σε μαγικά κείμενα, αλλά ούτε στους μαγικούς παπύρους που αποτελούν εγχειρίδια για την δημιουργία καταδέσμων. Από αυτό το γεγονός αντιλαμβανόμαστε την ποικιλία των «μαγικών» αντικειμένων και μέσων που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή και το γεγονός ότι αυτές οι πρακτικές τούς ήταν γνωστές. Ωστόσο, στην περίπτωση του εμβρύου θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αποτελεσματικότητά του να αδρανοποιήσει τόσους ανθρώπους κατά κοινή ομολογία και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, πιθανόν οφείλεται στην νεωτερικότητα του μαγικού μέσου (Frankfurter 2006: 42).

Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ο ανορθόδοξος τρόπος κατά τον οποίο τελέσθηκε το «ξόρκι». Η συνήθης πρακτική των καταδέσμων αφορούσε την τέλεσή της υπό άκρα μυστικότητα, κατά την οποία ο θύτης με συγκεκριμένες χειρονομίες, μαγικές λέξεις-φράσεις και μαγικά αντικείμενα επιχειρούσε να επιβάλλει την επιθυμία του σε ένα πρόσωπο και να επηρεάσει την ζωή του ενάντια στην θέλησή του (Jordan 1985: 151). Έπειτα ο κατάδεσμος και το μαγικό αντικείμενο (αν υπήρχε) τοποθετούνταν σε μυστικές τοποθεσίες (πολύ συχνά σε κάποιο τάφο ή κάποια πηγή) προκειμένου να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του ξορκιού (Ogden 1999: 15). Σε αντίθεση με τον κανόνα αυτόν, ο Γέμελλος αφηγείται μία πρακτική μαγείας, η οποία τελέστηκε σε δημόσια θέα υπό την παρουσία πολλών προσώπων και ο θύτης φαίνεται να ένιωθε ιδιαίτερη άνεση ως προς αυτό το περιστατικό.

Επιπλέον, απόκλιση από τον κανόνα αποτελεί το γεγονός ότι κατά την τέλεση του μαγικού τελετουργικού δεν γίνεται επίκληση σε κάποια χθόνια θεότητα, όπως θα περίμενε κανείς σε έναν κατάδεσμο (Gager 1992: 12· Ogden 1999: 44). Σύμφωνα με την περιγραφή του Γέμελλου, το τελετουργικό του Ιούλιου περιλάμβανε μία χειρονομία (η προσέγγισή του με το έμβρυο και η εναπόθεσή του στο έδαφος), κάποια λόγια που θα δήλωναν τον σκοπό του τελετουργικού και της χειρονομίας (δηλαδή ότι επρόκειτο να τους περιδέσει με κακία) και κυρίως την χρήση μαγικού αντικειμένου, δηλαδή του εμβρύου. Τα λόγια του θύτη, ωστόσο, δεν τα παραθέτει ο Γέμελλος στην αίτησή σου, στοιχείο που μας παραπέμπει να υποθέσουμε ότι είτε δεν το θεώρησε σημαντικό να προβεί σε τέτοιες λεπτομέρειες, είτε ο Ιούλιος δεν χρησιμοποίησε πλήθος λέξεων και φράσεων, τυπικών σε μία μαγική τελετουργία.

Ο πάπυρος αποτελεί συνέχεια του P.Mich. VI 422, ο οποίος συνιστά αίτηση του Γέμελλου προς τον έπαρχο της Αιγύπτου, ενώ ο P.Mich. VI 423 αποτελεί αίτηση του ίδιου προσώπου προς τον στρατηγὸν της Ηρακλείδου μερίδος. Στον P.Mich. VI 423 ο Γέμελλος αναφέρει ότι προηγήθηκε αίτηση προς τον έπαρχο και πως εκείνος έδωσε την υπογραφή του και ανέθεσε στον επιστράτηγον να επιμεληθεί του θέματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Γέμελλος με νέα αίτησή του απευθύνεται στον στρατηγὸν μάς οδηγεί στην σκέψη ότι η ακρόαση ενώπιον του επιστρατήγου δεν είχε πραγματοποιηθεί ως εκείνο το χρονικό σημείο και αναμένεται. Η δεύτερη αυτή αίτηση προέκυψε καθώς ο Ιούλιος προέβη για δεύτερη φορά σε καταπάτηση της περιουσίας του Γέμελλου και σε κλοπή των γεωργικών του καρπών από τα χωράφια του.

Ο συγκεκριμένος πάπυρος μάς δίνει την αφορμή να αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους οι εκάστοτε αξιωματούχοι απαντούσαν στους συντάκτες των αιτήσεων από την στιγμή που αυτές γίνονταν αποδεκτές. Μελετώντας, λοιπόν, τα παπυρικά κείμενα και συγκεκριμένα τις αιτήσεις προς τις αρχές, προκύπτει ότι υπήρχαν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους ένας αξιωματούχος επικοινωνούσε με τον αιτούντα ή με κάποιον κατώτερό του αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε την υπόθεση μετέπειτα. Αρχικά, ο αξιωματούχος που λάμβανε την αίτηση μπορούσε να συντάξει ένα σύντομο γράμμα με το οποίο έδινε οδηγίες σε έναν κατώτερό του αξιωματούχο για τον τρόπο με τον οποίο αυτός πρέπει να προχωρήσει με την υπόθεση. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο πάπυρος P.Oxy. XLV 3240 συνταγμένο από τον έπαρχο της Αιγύπτου Μέττιο Ρούφο προς τον στρατηγὸν της Οξυρρύγχου Ιούνιο Εστιαίο (Kelly 2011: 87).

Ένας δεύτερος τρόπος επικοινωνίας με τον συντάκτη της αίτησης ήταν μέσω ενυπόγραφης σημείωσης του ανώτερου αξιωματούχου στο κάτω μέρος της αίτησής του, μέσω της οποίας του όριζε σε ποιον κατώτερό του έπρεπε εκείνος να απευθυνθεί στην συνέχεια (Kelly 2011: 88). Έτσι, η μορφή που αποκτούσε μία αίτηση που παραδόθηκε στον έπαρχο και έπρεπε να μεταβιβαστεί στον στρατηγὸν ήταν η ακόλουθη: στο κάτω μέρος του εγγράφου έχουμε την υπογραφή του συντάκτη της αίτησης, από κάτω της, με ένα διαφορετικό χέρι, έχουμε την υπογραφή του επάρχου και με ένα άλλο χέρι την οδηγία να επιστραφεί η αίτηση πίσω στον συντάκτη της. Εκείνος, έπειτα, είχε την ευθύνη να παραδώσει την αρχική αίτηση μαζί με την υπογραφή του επάρχου στον στρατηγὸν προκειμένου να ζητήσει από αυτόν ακρόαση. Στην δική μας περίπτωση, ο έπαρχος χρησιμοποίησε τον δεύτερο τρόπο επικοινωνίας με τον Γέμελλο, καθώς ο ίδιος στους στίχους 2‒6 αναφέρει ότι απέσπασε την υπογραφή του επάρχου και ότι την περίπτωσή του έχει αναλάβει πλέον ο επιστράτηγος.

Η μέθοδος που ακολουθούσε ο έπαρχος προκειμένου να επικοινωνήσει με τον αιτούντα ποίκιλε σε βάθος χρόνου. Έτσι, κατά την διάρκεια του 1ου και τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. ο έπαρχος προτιμούσε την χρήση επιστολών προκειμένου να απαντήσει στις αιτήσεις που του παραδίδονταν. Κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 2ου αιώνα παρατηρείται μία αλλαγή, καθώς ξεκινά να εμφανίζεται η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου στο κάτω μέρος των αιτήσεων. Παρ’ όλα αυτά και η πρακτική της ενυπόγραφης σημείωσης παρουσίαζε παραλλαγές. Αρχικά, κάθε μία αίτηση υπογραφόταν ξεχωριστά και επιστρεφόταν στον αρχικό συντάκτη της, ωστόσο, για μία σύντομη περίοδο (από τα τέλη του 150 μ.Χ. έως τις αρχές του 170 μ.Χ.), εμφανίζεται μία καινοτομία όσον αφορά την ανάθεση των περιστατικών στους κατώτερους αξιωματούχους (Kelly 2011: 88). Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αμεσότερα και ταχύτερα ο τεράστιος όγκος των αιτήσεων προς τον έπαρχο, οι αιτήσεις δεν υπογράφονταν ατομικά, αλλά αντιθέτως συλλέγονταν και κατηγοριοποιούνταν ανάλογα με την φύση του αιτήματος. Αιτήσεις της ίδιας φύσεως και θεματικής συγκολλούνταν σε έναν κύλινδρο, στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου επισυναπτόταν η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου και στελνόταν έπειτα στον κατώτερο αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε στο εξής τις υποθέσεις αυτές (Serfass 2001: 184-5).

Προς τα τέλη του 2ου αιώνα επανήλθε το σύστημα της ατομικής ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου στο σώμα των αιτήσεων, πλέον όμως δεν επιστρέφονταν αυτές στους συντάκτες τους, αλλά παρουσιάζονταν με κάποιο τρόπο σε ένα δημόσιο μέρος. Αν ο αιτών στην συνέχεια επιθυμούσε ένα αντίγραφο της αίτησής του και της ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου που ήταν επισυναπτόμενη, μπορούσε να δημιουργηθεί ένα αντίγραφο υπό την παρουσία μαρτύρων από τους παπύρινους κυλίνδρους που είχαν αρχειοθετηθεί από τον έπαρχο. Η πρακτική αυτή συνιστούσε αποτρεπτικό παράγοντα για εκείνους τους διαδίκους που ψεύδονταν αναφορικά με προηγούμενη επικοινωνία τους με αξιωματούχους (Kelly 2001: 89).

Προς τον Ιέρακα που ονομάζεται επίσης Νεμεσίων, στρατηγό της Ηρακλείδου μερίδος του Αρσινοΐτη νομού, από τον Γέμελλο, που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολιναρίου, Αντινοΐτη. Προσέφυγα, κύριέ μου, με αίτημα στον επιφανέστερο Έπαρχο Αιμίλιο Σατουρνείνο, ενημερώνοντάς τον για την επίθεση που μου έκανε κάποιος Σώτας, ο οποίος με περιφρονούσε λόγω της αδύναμης όρασής μου (στ. 5) και ήθελε ο ίδιος να αποκτήσει την περιουσία μου με βία και αλαζονεία, και έλαβα την ιερή υπογραφή του που με εξουσιοδοτούσε να προσφύγω στην εξοχότητά του τον επιστράτηγο. Τότε ο Σώτας πέθανε και ο αδελφός του Ιούλιος, ενεργώντας επίσης με τη βία που τους χαρακτήριζε, μπήκε στα χωράφια που είχα σπείρει και πήρε σημαντική ποσότητα σανού―και όχι μόνο αυτό, αλλά έκοψε και αποξηραμένους βλαστούς ελιάς και ρείκια από τον ελαιώνα μου κοντά στην κώμη Κερκεσούχα. (στ. 10) Όταν έφτασα εκεί την ώρα της συγκομιδής, έμαθα ότι αυτά είχαν διαπραχθεί από αυτόν. Επιπλέον, μη αρκούμενος σε αυτά, ήρθε και πάλι μαζί με τη γυναίκα του και κάποιον Ζηνά, έχοντας μαζί τους ένα βρέφος (= έμβρυο), σκοπεύοντας να εμποδίσουν με κακία τον καλλιεργητή μου, ώστε να εγκαταλείψει την εργασία του, αφού είχε θερίσει εν μέρει από ένα άλλο χωράφι μου, (στ. 15) και οι ίδιοι μάζεψαν τη σοδειά. Όταν συνέβη αυτό, πήγα στον Ιούλιο με τη συνοδεία αξιωματούχων, προκειμένου να γίνουν μάρτυρες αυτών των πραγμάτων/αυτές οι υποθέσεις να καταγραφούν. Και πάλι, με τον ίδιο τρόπο, έριξαν τον ίδιο βρέφος προς το μέρος μου, με σκοπό να με εμποδίσουν/περιβάλουν και με κακία, παρουσία του Πετεσούχου και του Πτολλά, γερόντων του χωριού της Καρανίδος, που ασκούν και τα καθήκοντα του γραμματέα του χωριού, και του Σωκρά (στ. 20) του βοηθού, και ενώ οι αξιωματούχοι ήταν εκεί, ο Ιούλιος, αφού μάζεψε την υπόλοιπη σοδειά από τα χωράφια, πήρε το βρέφος και το πήγε στο σπίτι του. Τις πράξεις αυτές τις έκανα δημόσιες μέσω των ίδιων αξιωματούχων και των εισπρακτόρων των φόρων των σιτηρών του ίδιου χωριού. Γι’ αυτό αναγκαστικά υποβάλλω την παρούσα αναφορά και ζητώ να παραμείνει στο αρχείο, ώστε να διατηρήσω το δικαίωμα να καταθέσω/μιλήσω (στ. 25) εναντίον τους ενώπιον του εξοχότατου επιστρατήγου σχετικά με τις αδικίες που διέπραξαν και τα δημόσια μισθώματα των χωραφιών που οφείλονται στο αυτοκρατορικό ταμείο, επειδή αδικαιολόγητα έκαναν τη συγκομιδή. (2ο χέρι) Γέμελλος που ονομάζεται επίσης Ωρίων, ηλικίας περίπου 26 ετών, του οποίου η όραση είναι μειωμένη. (3ο χέρι) Έτος 5ο του Λουκίου (;) Σεπτιμίου Σευήρου Ευσεβούς Περτίνακος Αυγούστου, 27η του μηνός Παχών.

Κυίντω Αιμιλλίω Σατουρνείνω
επάρχω Αιγύπτου
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος
Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως
5 καὶ ὡς χρηματίζει γεουχούντ(ος)
εν Καρανίδι τού Αρσινοείτου
νομού τής Hρακλείδου μερίδ(ος).
πρὸ πολλού, κύριε, ο ημέτερος
πατὴρ ετελεύτησεν επʼ ε-
10 μοὶ καὶ αδελφη μου κληρονό-
μοις καὶ αντιλήμμεθα
τών υπαρχόντων μη-
δενὸς επελθόντος. ομοίως
δέ συνέβη καὶ τὸν θείόν μου
15 Γάιον Ιούλιον Λογγείνον
τελευτήσαι πρὸ οκταετίας
καὶ τούτου τὰ υπάρχοντα
επεκράτησα καὶ συν‹ε›κομισα-
μην τὴν πρόσοδον μηδενὸ(ς)
20 κωλύσαντος. νυνεὶ δέ
Ιούλιος καὶ Σώτας αμφότεροι
Ευδατος ου δεόντως βιαίω(ς)
καὶ αυθάδως επεληλύθασι
εδάφεσί μου μετὰ τὸ τὴν
25 κατασπορὰν ποιήσασθαί
με καὶ εκώλυσάν με
εν τούτοις δυνάμι τη
περὶ αυτοὺς επὶ τών τό-
πων, καταφρονούντων
30 τὴ〈ν〉 περὶ τὴν όψιν μου
ασθένιαν· όθεν επὶ σέ
τὸν σωτήρα κατέφυγον,
αξιών εάν σου τη τύχη
δόξη ακούσαί μου πρὸς
35 αυτοὺς όπως δυνηθώ
τών ιδίων αντιλμαβάνεσθ(αι)
καὶ ω υπὸ σού τού κυρίου ευεργ(ετημένος).
διευτύχ(ει).
(2ο χέρι)
⟦Γέμελλος⟧ ⟦ο⟧ ⟦καὶ⟧ ⟦Ὡριωνο̣ς̣⟧ ⟦ε̣π̣ι̣δ̣έ̣δωκα⟧ ⟦.⟧
40 ⟦Σαβε̣ί̣ν̣ο̣ς̣⟧ ⟦έ̣γ̣ρ̣α̣ψ̣α̣⟧ ⟦υ̣π̣(έρ)⟧ ⟦α̣υ̣τ̣(ου)⟧ ⟦[.]⟧

Το παρόν έγγραφο έχει την τυπική δομή μιας αίτησης. Την αναφορά του ονόματος και της ιδιότητας του συντάκτη και του παραλήπτη (στ. 1-7) ακολουθεί ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 8-31) και το αίτημα (στ. 31-37), το οποίο αφορά την επανάκτηση της περιουσίας του «θύματος». Η αίτηση ολοκληρώνεται με το χαιρετισμό (στ. 38), ενώ μετά το αίτημα ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα και το όνομα του γραφέα (στ. 39-40). Πρβλ. Π11.

Το κείμενο αποτελεί αίτηση του Γέμελλου (ή και Ωρίωνα) προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κόιντο Αιμίλιο Σατουρνείνο με στόχο να καταγγείλει την καταπάτηση της γεωργικής του έκτασης από τα αδέρφια Ιούλιο και Σώτα, την οποία ο Γέμελλος και η αδερφή του είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους. Οι δύο αυτοί άνδρες εισήλθαν με βία και αλαζονεία, όπως ισχυρίζεται το θύμα, στα σπαρμένα χωράφια του Γέμελλου και τον εμπόδισαν από την εργασία που αυτά απαιτούν, ενώ αυτός και η αδερφή του τα είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους νομίμως. Για το λόγο αυτό ζητά από τον έπαρχο της Αιγύπτου να λάβει υπόψιν του αυτήν του την αίτηση και να τον δικαιώσει, ανακτώντας την περιουσία του.

Ο P.Mich. VI 422 αποτελεί αίτηση του Γέμελλου προς τις αρχές και συγκεκριμένα προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο (Reinmuth 1935· Wolff 2002: 104-105). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιτήσεις προς τις αρχές, παράλληλα με τις φορολογικές αποδείξεις, αποτελούν τον πιο συνηθισμένο τύπο εγγράφου· σώζονται περισσότεροι από χίλιοι πάπυροι αιτήσεων, που προέρχονται και από τις τρεις χρονικές περιόδους της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου. Μέσω των αιτήσεων οι κάτοικοι της χώρας αναζητούσαν αποζημίωση σε περιπτώσεις εξύβρισης ή βίαιης μεταχείρισης, ή βοήθεια σε περιπτώσεις αδικίας εις βάρος τους (Palme 2009: 377).

Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι αιτήσεις απευθύνονται σε όλες τις βαθμίδες της επαρχιακής διοίκησης, από τον τοπικό αστυνόμο, τον εξηγητήν, τον στρατηγὸν σε αστικό περιβάλλον, όπως και από τον βασιλικὸν γραμματέα στο επίπεδο περιφέρειας, έως τον επιστράτηγον και τον iuridicus αλλά και τον ίδιο τον έπαρχον. Ειδικά στην περίπτωση του επάρχου, μπορούσε κανείς να ζητήσει ακρόαση ενώπιόν του κατά τις ετήσιες επισκέψεις (conventus) που πραγματοποιούσε εκτός της πόλης της Αλεξάνδρειας, όπου έδρευε (Palme 2009: 378· Kelly 2011: xiv). Αυτό, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς σύμφωνα με τα παπυρικά έγγραφα που μας σώζονται, το 208/210 μ.Χ. σε μία και μόνο conventus του επάρχου στην Αρσινόη της Αιγύπτου, σε διάστημα δύο ημερών παραδόθηκαν 1804 αιτήσεις (P.Yale I 61· Haensch 1994: 487). Είναι, επομένως, μη ρεαλιστικό να θεωρούμε πως όλες αυτές οι υποθέσεις παρουσιάστηκαν ενώπιον του επάρχου κατά την παραμονή του στην πόλη.

Προς τον Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο, Έπαρχο της Αιγύπτου, από τον Γέμελλο που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολινάριου, Αντινοέως, (στ. 5) και όπως και αν ονομάζεται, γαιοκτήμονα στην Καρανίδα, στην περιφέρεια του Ηρακλείδου, του Αρσινοίτη νομού. Πριν από πολύ καιρό, άρχοντά μου, ο πατέρας μας πέθανε, (στ. 10) αφήνοντας εμένα και την αδελφή μου ως κληρονόμους, και αναλάβαμε την περιουσία του, χωρίς να αντιδράσει κανείς. Ομοίως, και ο θείος μου, (στ. 15) ο Γάιος Ιούλιος Λογγίνος, πέθανε πριν από οκτώ χρόνια, και εγώ ανέλαβα την ιδιοκτησία της περιουσίας του και εισέπραξα τα έσοδα, χωρίς να με (στ. 20) εμποδίσει κανείς. Τώρα, όμως, ο Ιούλιος και ο Σώτας, και οι δύο γιοι του Ευδάτος, αδίκως, με βία και αλαζονεία, μπήκαν στα χωράφια μου, (στ. 25) αφού τα είχα σπείρει, και με εμπόδισαν απ’ αυτά μέσω της εξουσίας που ασκούν στον τόπο, περιφρονώντας με (στ. 30) λόγω της αδύναμης όρασής μου. Γι’ αυτό κατέφυγα σε σένα, τον σωτήρα, ζητώντας σου, αν αυτό φαίνεται καλό στην τύχη σου, να ακούσεις την καταγγελία μου (στ. 35) εναντίον τους, ώστε να μπορέσω να ανακτήσω την περιουσία μου και να λάβω αυτή την ευεργεσία από τα χέρια σου, κύριέ μου. Χαίρε. (2ο χέρι) Εγώ, ο Γέμελλος, ονομαζόμενος και Ωρίων, υπέβαλα αυτήν την αίτηση. (στ. 40) Εγώ ο Σαβείνος έγραψα γι’ αυτόν …