vacat | |
[Έδοξεν τ]ώι δήμωι· Αραβιαν[ὸς ήρχεν ․․․․c. 8․․․․ επρυ]- | |
[τάνευε]ν· Εύτυχος εγραμ[μάτευεν· ․․․․c. 8․․․․ επε]- | |
[στάτει]· Δρυαντιανὸς άρχων [τών Ευμολπιδών είπεν]· | |
[επει]δὴ καὶ διατελούμε[ν εν τοίς νύν καθάπερ] καὶ | |
5 | [δ]ι̣ὰ τών παρωχημένων [χρόνων τελούντες τὰ μυ]στήρι- |
α καὶ τὰ πάτρια προστάττ[ει νόμιμα μετὰ Ευμο]λπιδών | |
πεφροντικέναι όπως άν [εν κόσμωι αχθ]είη τὰ ιερὰ | |
δεύρο τ’ εκ τής̣ Ελευσείνο[ς καὶ πάλιν εξ] άστεως Ε- | |
λευσείνάδε, αγαθήι τύχ[ηι δεδόχθαι] τ̣ώι δήμωι προσ- | |
10 | τάξαι τώι κοσμητήι τών [εφήβων κ]ατὰ τὰ αρχαία νόμι- |
μα [ά]γειν Ελευσίνάδε τοὺ[ς εφήβ]ους τήι τρίτηι επὶ δέ- | |
[κα] τού Βοηδρομιώνος με[τὰ το]ύ ειθισμένου σχήμα- | |
[τος] τής άμα ιεροίς πομπ[ής, ί̣]να τήι τετράδι επὶ δέκα πα- | |
[ραπ]έμψωσιν τὰ ιερὰ μέχ[ρι] τού Ελευσεινίου τού υπὸ | |
15 | [τήι π]όλει, ὡς άν κόσμο[ς τ]ε πλείων καὶ φρουρὰ μείζων |
[περὶ] τὰ ιερὰ υπάρχο[ι], επειδὴ καὶ ο φαιδυντὴς τοίν θε- | |
[οίν] αγγέλλει κατὰ τὰ πάτρια τήι ιερείαι τής Αθηνας ὡς | |
[ήκει τὰ] ιερὰ κ[α]ὶ̣ η παραπέμπουσα στρατιά, κατὰ τὰ αυτὰ | |
[δέ τήι] ενάτηι επὶ δέκα τού Βοηδρομιώνος προσ- | |
20 | [τάξα]ι̣ τώι κοσμητήι τών εφήβων άγειν τοὺς εφή[βους] |
[πάλιν Ε]λευσείνάδε μετὰ τού αυτού σχήματος π̣[αραπέμ]- | |
[πο]ντας τὰ ιερά· μέλειν δέ τούτου τώι κατ’ εν[ιαυτὸν] | |
κ̣οσμητήι, όπως μηδέπ̣οτε τούτο εκλε[ιφθείη μη]- | |
δέ ολιγωρηθείη ποτέ τὰ τής ευσεβείας [τής πρὸς τὼ θε]- | |
25 | ώ. παραπέμπειν δέ τοὺς εφήβους π[άντας, έχοντας] |
τὴν πανοπλίαν, εστεφανωμέν[ους μυρρίνης στεφά]- | |
νωι, βαδείζοντας εν τάξει. επ[εὶ] δ[έ προστάττομεν τοίς ε]- | |
φήβοις τὴν τοσαύτην οδοιπορήσαι [οδόν, δίκαιον αυτοὺς] | |
καὶ θυσιών καὶ σπονδών καὶ παιάνων τώ[ν κατὰ τὴν] | |
30 | οδὸν μεθέξειν, ὡς άν τά τε ιερὰ μετὰ φρουρα[ς ισχυρο]- |
τέρας καὶ πομπής μακροτέρας άγοιτο, οί τε έφ[ηβοι] | |
παρακολουθούντες τήι περὶ τὸ θείον τής πόλεω[ς] | |
θεραπείαι καὶ άνδρες ευσεβ̣έστεροι γείνοιντο· μεθέ- | |
ξουσιν δ[έ] καὶ οι έφηβοι πάντες τών τε άλλων ων άν | |
35 | παρέχ[ηι τ]οίς Ευμολπίδαις ο άρχων τού γένους, καὶ τή[ς] |
δι[αν]ομής. γενέσθαι δέ τὴν γνώμην ταύτην φα[νερ]- | |
ὰν καὶ τήι εξ Αρείου πάγου βουλήι καὶ τήι βουλ[ήι] τών | |
Φ v καὶ τώι ιεροφάντηι καὶ τώι γένει τών Ευ[μο]λπιδών. | |
αναγράψαι δέ τὸ ψήφισμα τούτο τὸν [τα]μία[ν τ]ού γέ- | |
40 | νους τών Ευμολπιδών εν τρισὶν [στή]λαις καὶ στήσαι |
τὴν μέν εν Ελευσινίωι τώι υπὸ [τ]ε͂ι̣ π̣όλει, τὴν δέ εν v | |
τώι Διογενείωι, τὴν δέ εν Ελ̣ευσείνι εν τώι ιερώι πρὸ | |
τού βου[λ]ευτηρίου. |
Με πρόταση του άρχοντος του γένους των Ευμολπιδών, η πόλη μεριμνά για την σύμφωνα με παλιό έθιμο (κατὰ τὰ αρχαία νόμιμα) διεξαγωγή της πομπής των Ελευσινίων καθορίζοντας λεπτομερείς ρυθμίσεις για τη συμμετοχή των εφήβων, υπό τον κοσμητή τους, ως συνοδών των ιερών αντικειμένων της ελευσίνιας λατρείας στην πλήρη πομπική διαδρομή από την Ελευσίνα προς το άστυ και από εκεί μετά πέντε μέρες πάλι προς την Ελευσίνα. Η παραπέμπουσα στρατιά των νέων Αθηναίων, εξαρτυμένη και στολισμένη κατά τις πάτριες προδιαγραφές, συντηρεί σχεδόν ρομαντικά και ξανατονώνει τα χρώματα ενός παλιού πίνακα θρησκευτικής παράδοσης της πόλης, ενώ το γένος των Ευμολπιδών διατηρεί πλήρη τα παλαιότατα δικαιώματά του ως προς τη διεξαγωγή της ελευσίνιας λατρείας. Ταυτόχρονα όμως το ευρύτερο πολιτικό πλαίσιο γίνεται όλο και περισσότερο ρωμαϊκό: ο επώνυμος άρχων Αραβιανός τοποθετείται οπωσδήποτε μετά το διάταγμα του Καρακάλλα (212 μ.Χ.) για την καθολική απονομή των ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων (Follet 1976: 510: 215/6-225/6 μ.Χ.), φαίνεται δε πολύ πιθανό να ταυτίζεται με τον γνωστό από αλλού πρεσβευτή του ανθυπάτου της Ασίας Μ. Ούλπιο Δομίτιο Αραβιανό (Follet 1976: 75-77). Η εδώ ονομαστική μορφή τόσο του ίδιου όσο και του τότε άρχοντος των Ευμολπιδών δεν παρουσιάζει καν το χαρακτηριστικό (βασικό) τριμερές σχήμα τυπικών ρωμαϊκών ονομάτων, με την κατάληξή της όμως (Αραβιανός, Δρυαντιανός) υποδεικνύει επίσης σαφώς την προχωρημένη ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο με τις τότε διαδεδομένες ονομαστικές συνήθειες ως χρόνο της όλης ενέργειας (πρβλ. την κατά κανόνα χρονολόγηση των εις –ιανός ονομάτων της Αθήνας στο 2ο και 3ο αι. μ.Χ., όπως προκύπτει από τα αντίστοιχα λήμματα στο LGPN II, βάσει του καταλόγου της σελ. 504, καθώς και τις συναφείς παρατηρήσεις για το ονομαστικό λεξικό της Κω στο Buraselis 2000: 117). Η σημασία της εξ Αρείου Πάγου βουλής, ιδίως για την παρακολούθηση θρησκευτικών θεμάτων, και κατά την περίοδο αυτή υποδηλώνεται σαφώς (στ. 36-37), ενώ η κυρίως βουλή της πόλης έχει ξαναβρεί την παλιά της, πιο περιορισμένη σύνθεση (πεντακοσίων μελών, τυπικά τουλάχιστον), παρά την προσθήκη ως δέκατης τρίτης φυλής της Αδριανίδος. Ο ρόλος του άρχοντος των Ευμολπιδών ως οικονομικού χορηγού της τελετουργίας θυμίζει επίσης τον όλο και συχνότερο συνδυασμό κατοχής αξιωμάτων και ανάληψης ευεργετικών υποχρεώσεων προς την κοινότητα στα ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια. Ο δήμος δεν παρακάμπτεται, εξακολουθεί να αποφασίζει, αλλά τα διακεκριμένα μέλη της πολιτικής κοινότητας εισηγούνται και συμβαστάζουν αποφασιστικά την όλη συνέχεια του πολιτικού-θρησκευτικού σκηνικού.
Απόφαση του δήμου. Ο Αραβιανός ήταν (επώνυμος) άρχων […], ο Εύτυχος γραμματεύς […]. Μίλησε ο Δρυαντιανός ο άρχων των Ευμολπιδών. Επειδή και τώρα όπως (στ. 5) στα περασμένα χρόνια τελούμε πάντοτε τα (Ελευσίνια) Μυστήρια και τα πάτρια έθιμα ορίζουν να μεριμνούμε σε συνεργασία με το γένος των Ευμολπιδών, και για να έρχονται με λαμπρότητα τα ιερά (αντικείμενα) στο άστυ από την Ελευσίνα και για να επιστρέφουν μετά εκεί, με καλή τύχη αποφάσισε ο δήμος (στ. 10) να διατάξει τον κοσμητή των εφήβων να οδηγεί κατά το αρχαίο έθιμο τη δεκάτη τρίτη του Βοηδρομιώνος μηνός τους εφήβους στην Ελευσίνα κατά τον παραδοσιακό σχηματισμό της συνοδευτικής των ιερών πομπής, ώστε τη δεκάτη τετάρτη (του ίδιου μήνα) να συνοδεύσουν τα ιερά μέχρι του Ελευσινίου κάτω από (στ. 15) την Ακρόπολη, για να περιβάλλει τα ιερά μεγαλύτερη λαμπρότητα και φρουρά, αφού και ο φαιδυντής των δύο θεών (Δήμητρος και Κόρης) αναγγέλλει κατά τα πάτρια στην ιέρεια της Αθηνάς ότι έφθασαν τα ιερά και το συνοδευτικό στράτευμα. Με τον ίδιο δε τρόπο στις δέκα εννιά του Βοηδρομιώνος (στ. 20) να δοθεί εντολή στον κοσμητή των εφήβων να τους οδηγήσει πάλι στην Ελευσίνα με τον ίδιο σχηματισμό ως συνοδεία των ιερών. Να φροντίζει δε ο κοσμητής κάθε χρονιάς, ώστε ποτέ τα παραπάνω να μην παραλειφθούν ούτε να παραμεληθεί η εκδήλωση ευσεβείας προς τις δύο θεές. (στ. 25) Να συνοδεύουν δε (την πομπή) όλοι οι έφηβοι φορώντας τις πανοπλίες τους, στεφανωμένοι με στεφάνια μυρσίνης, βαδίζοντας με τάξη. Αφού δε διατάσσουμε τους εφήβους να βαδίσουν όλη αυτή τη διαδρομή, είναι δίκαιο να συμμετάσχουν και στις θυσίες, τις σπονδές και τους παιάνες (στ. 30) που θα διεξαχθούν καθ’ οδόν, ώστε και τα ιερά να προχωρούν με ισχυρότερη φρουρά, και μακρότερη πομπή, και οι έφηβοι, βλέποντας τη φροντίδα της πόλεως για τα θεία, να γίνονται και άντρες ευσεβέστεροι. Θα έχουν δε μερίδιο και όλοι οι έφηβοι και των άλλων (ειδών) που (στ. 35) θα παρέχει στους Ευμολπίδες ο άρχων του γένους, και της χρηματικής διανομής. Να γνωστοποιηθεί δε η απόφαση αυτή και στην εξ Αρείου Πάγου βουλή και στη βουλή των πεντακοσίων και στον ιεροφάντη και στο γένος των Ευμολπιδών. Να αναγράψει δε αυτό το ψήφισμα ο ταμίας του γένους (στ. 40) των Ευμολπιδών σε τρεις στήλες και να στήσει τη μία στο Ελευσίνιο κάτω από την Ακρόπολη, την άλλη στο Διογένειο (γυμνάσιο), την τρίτη δε στην Ελευσίνα στο ιερό μπροστά από το βουλευτήριο.
Ιούλιος Τήρης εξ εκατο[ντάρχου] | |
σπείρης αʹ [Φ]λ(αβίας) <Β>έσ(σων) ζών εα[υτω] | |
ηρόειον κα[τ]εσκεύασεν καὶ Ου- | |
αλερία Αρτέμεινι τη ευσεβεστά- | |
5 | τη γ[υ]ναικὶ καὶ Ιουλίω Ιουλιανω |
ιππ[ε]ί Ῥωμαίων τω υιω καὶ Ιουλ̣ία | |
Αρτέμεινι τη θυγατρί | |
[Iul]ius Teres ex (centurione) coh(ortis) ∙ I ∙ F̣ḷ(aviae) | |
[Bes]sọr(um) ∙ vivo sibi fecit et Vạ[le]- | |
10 | riae Artemini coiugi carissim[ae] |
et Iulio Iuliano equiti Romanọ | |
filio suo et Iuliae Artemini filiae. |
Πρόκειται για δίγλωσση –ελληνική (στ. 1-7) και λατινική (στ. 8-12)– επιτάφια επιγραφή ενός εκατόνταρχου και της οικογένειάς του από την οποία πληροφορούμαστε ότι αυτός, ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή, κατασκεύασε ηρώο για τον ίδιο, τη σύζυγό του, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την κόρη του.
Το φαινόμενο των δίγλωσσων επιγραφών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής εκδοχής στην εν λόγω επιγραφή
Δίγλωσσες επιγραφές απαντούν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήδη από την Αρχαϊκή εποχή (βλ. ενδεικτικά SEG XXIX 63: ελληνικά-καρικά). Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί ίσως η ελληνιστική «Στήλη της Ροζέτας», που συντάχθηκε σε ελληνικά και αιγυπτιακά (δημοτική και ιερογλυφική γραφή). Μία από τις συνέπειες της ρωμαϊκής επέκτασης στην ανατολή ήταν και η διάδοση της λατινικής γλώσσας, η οποία, ωστόσο, υπήρξε ομολογουμένως περιορισμένη στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αντανάκλαση του φαινομένου αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσες (λατινικές/ελληνικές ή ελληνικές/λατινικές) επιγραφές, κυρίως επιτάφιες και αναθηματικές, που χαράσσονταν με πρωτοβουλία Ρωμαίων πολιτών εγκατεστημένων στην ανατολή αλλά και ντόπιων, καθώς και επίσημα έγγραφα για τη σύνταξη των οποίων μεριμνούσαν οι αρχές μιας πόλης και η ρωμαϊκή διοίκηση (για τις δίγλωσσες επιγραφές στη ρωμαϊκή ανατολή βλ. Touloumakos 1995· βλ. επίσης EpigraphicDatabaseHeidelberg [https://edh.ub.uni-heidelberg.de], όπου έχει δημοσιευθεί πολύ μεγάλος αριθμός δίγλωσσων επιγραφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Στην εδώ σχολιαζόμενη επιγραφή, οι πρώτοι επτά στίχοι ακολουθούνται από ακόμη πέντε, που συνιστούν τη λατινική εκδοχή του επιταφίου κειμένου.
Όσον αφορά το κείμενο που εξετάζουμε, η ελληνική εκδοχή του (στ. 1-7) διαφοροποιείται από τη λατινική (στ. 8-12) σε δύο σημεία. Πρώτον, ο όρος ηρωον παραλείπεται στη λατινική απόδοση. Ο αφηρωισμός των νεκρών μαρτυρείται συχνά σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου και το ταφικό μνημείο αποκαλείται συχνά ηρωον, ιδίως σε επιγραφές της Μακεδονίας συγκριτικά με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (για τον όρο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου 2009: 391). Αντιθέτως, η πρακτική αυτή δεν μαρτυρείται συχνά στις λατινικές επιγραφές, στις οποίες, μάλιστα, παραλείπεται συχνά η αναφορά του ταφικού μνημείου ως αντικείμενου του ρήματος fecit, όπως ακριβώς και στην παρούσα επιγραφή.
Δεύτερον, η σύζυγος του Ιούλιου Τήρη προσδιορίζεται στην ελληνική εκδοχή ως ευσεβεστάτη, στη λατινική εκδοχή ως carissima. Το επίθετο υπερθετικού βαθμού carissima αποτελεί τον τυπικό προσδιορισμό που αποδίδεται σε τεθνεώσες συζύγους και συνήθως συνοδεύεται από άλλες φράσεις ή επίθετα, όπως bene merens, incomparabilis, sanctissima, dignissima, rarissima και pia/pientissima/piissima (Rieß 2012: 492-493). Το επίθετο ευσεβὴς δεν αντιστοιχεί σημασιολογικά στο carissima (πολυαγαπημένη), ούτε χαρακτηρίζει σταθερά τις συζύγους σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές (βλ. όμως I.Smyrna 216 και ιδίως I.Sinope 121), αν και η ευσέβεια αποτελεί βασική αρετή των γυναικών. Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσδιορισμοί αυτοί δεν μεταφράζονται απλώς από τη μία γλώσσα στην άλλη, αλλά ακολουθούν το πολιτισμικό πλαίσιο της κάθε γλώσσας. Όσον αφορά την αποκατάσταση του κειμένου, αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό κείμενο βοηθάει στη συμπλήρωση του λατινικού (π.χ. Ιούλιος – [Iul]ius, <Β>έσ(σων) – [Bes]sọr(um)), αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο (F̣ḷ(aviae) – [Φ]λ(αβίας)).
Η καταγωγή της οικογένειας του Ιούλιου Τήρη
Η καταγωγή του Ιούλιου Τήρη και της οικογένειάς του είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Το όνομα Τήρης είναι χαρακτηριστικό θρακικό με ευρεία διάδοση στη Θράκη και τη Μακεδονία (Dana, OnomThrac 355-358). Η χρονολόγηση της επιγραφής και η παρουσία της κοόρτης ήδη από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. στη Μακεδονία ίσως συνηγορούν υπέρ της μακεδονικής του καταγωγής, αν και αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Όσον αφορά την καταγωγή της συζύγου του, το όνομά της πιθανότατα αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο, καθώς χρησιμοποιείται η δοτική του ονόματος Άρτεμις με επένθετο –ν-, που αποτελεί χαρακτηριστικό της μακεδονικής διαλέκτου (Σβέρκος – Τζαναβάρη 2009: 216-217). Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι απολύτως ασφαλή, βέβαιη είναι, όμως, η κατοχή ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων τόσο από τον Τήρη όσο και από την Άρτεμη, η οποία συνεπάγεται το δικαίωμα σύναψης γάμου βάσει ρωμαϊκού δικαίου (ius conubii), με αποτέλεσμα τα τέκνα τους να θεωρούνται νόμιμα και με πλήρη δικαιώματα στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου.
Η cohors I Flavia Bessorum και η θητεία στα auxilia
Ο Ιούλιος Τήρης υπηρέτησε στα βοηθητικά σώματα (auxilia) του ρωμαϊκού στρατού, τα οποία στελεχώνονταν κυρίως από επαρχιώτες σε αντίθεση με τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Το όνομα κάθε «μονάδας» δήλωνε συνήθως τον αυτοκράτορα επί του οποίου αυτή δημιουργήθηκε και τον τόπο καταγωγής των στρατιωτών. Εν προκειμένω, το επίθετο Φλαβία (Flavia) παραπέμπει σε έναν από τους τρεις αυτοκράτορες της ομώνυμης δυναστείας (69-96 μ.Χ.), πιθανότατα στον Ουεσπασιανό (69-79 μ.Χ.· Matei-Popescu 2013: 222-223), και η γενική Βέσσων (Bessorum) στο θρακικό φύλο Βέσσοι που ήταν εγκατεστημένο στη δυτική Θράκη. Ο ακριβής χρόνος της αρχικής στρατολόγησης της κοόρτης αυτής δεν είναι γνωστός, αλλά οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες της προέρχονται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Αρχικά είχε σταθμεύσει στην επαρχία της Άνω Μοισίας, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στην επαρχία της Μακεδονίας, όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες από τη Λυγκηστίδα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Η παλαιότερη χρονικά μαρτυρία για παρουσία της κοόρτης στην επαρχία της Μακεδονίας είναι ένα ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα του 120 μ.Χ. που αναφέρει ρητά: in coh(orte) I F(lavia) Be[ssorum quae est Mace]/doniae (CIL 16, 67 στ. 6-7· βλ. και ανωτέρω Χρονολόγηση). Η μετακίνηση του στρατιωτικού σώματος δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο εξωτερικό κίνδυνο ή αναταραχή. Ο Sherk 1957: 54 θεωρεί πως έλαβε χώρα μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού (101/2 και 105/6 μ.Χ.) και επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης στρατού στην επαρχία ακόμη και σε μία σχετικά ειρηνική περίοδο, για την προστασία από άλλους κινδύνους, όπως η ληστεία. Ακολουθεί χρονικά το πρόσφατα δημοσιευθέν δίπλωμα από τις Σέρρες, το οποίο χρονολογείται το 178 μ.Χ. και μαρτυρεί την ύπαρξη τόσο έφιππου όσο και πεζοπόρου τμήματος (Eck – Pangerl 2022). Τέλος, μετά το 212 μ.Χ. χρονολογείται η επιτάφια επιγραφή ενός eques singularis από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε αποσπαστεί από την κοόρτη στη φρουρά του επαρχιακού διοικητή (IG X 2.1, 384).
Είναι γνωστό ότι η υπηρεσία στο ρωμαϊκό στρατό συνεπαγόταν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στα auxilia ο στρατιώτης αποκτούσε ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποδίδονταν και στα τέκνα του. Η ρωμαϊκή πολιτεία του Τήρη ανάγεται, βέβαια, σε κάποιο πρόγονό του που πολιτογραφήθηκε, όπως αποδεικνύει το gentilicium του, επί Ιουλίων-Κλαυδίων· η στρατολόγησή του, αν και Ρωμαίου πολίτη, στα auxilia και όχι σε κάποια λεγεώνα φανερώνει ίσως την επιθυμία του να παραμείνει κοντά στον τόπο καταγωγής του, όπου στρατοπέδευε η κοόρτη εκείνο το διάστημα, και όχι σε κάποια μεθοριακή επαρχία της αυτοκρατορίας.
Η οικογένεια του Τήρη επωφελήθηκε πάντως από τα προνόμια που συνδέονταν με τη στρατιωτική υπηρεσία. Στην επόμενη γενιά ανήλθε ταχύτατα κοινωνικά, αφού ο γιος του Τήρη έγινε μέλος της τάξης των ιππέων (ordo equester). Η άνοδος στην τάξη των ιππέων για όσους υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχοι, όπως ακριβώς ο Ιούλιος Τήρης, και έφταναν στον βαθμό του primus pilus ήταν δυνατή αν και δύσκολη. Από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ωστόσο, η κοινωνική άνοδος των εκατόνταρχων διευκολύνθηκε και το status του ιππέα έγινε κατ’ ουσίαν κληρονομικό (Alföldy 2009: 289). Η απουσία αναφοράς στην κοινωνική θέση του Τήρη, ο οποίος ανεγείρει το μνημείο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο γιος του Ιουλιανός εντάχθηκε στην τάξη των ιππέων πιθανώς χάρη στη δική του υπηρεσία, αφού η παράλειψη των πληροφοριών εκείνων που θα συνέδεαν την κοινωνική άνοδο της οικογένειας με τον ίδιο τον Τήρη και συνεπώς θα τον προέβαλαν, δεν είναι αναμενόμενη.
Ο Ιούλιος Τήρης εκατόνταρχος της α΄ κοόρτης Φλαβίας Βέσσων κατασκεύασε όντας ακόμη εν ζωή αυτό το ηρώο για τον ίδιο και την Ουαλερία Άρτεμη, την ευσεβέστατη (στ. 5) σύζυγό του, και τον Ιούλιο Ιουλιανό, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την Ιουλία Άρτεμη, την κόρη του.
Αγαθήι vac. τύχηι. | |
Τήν τού θειοτάτου | |
καί ανεικήτου αυτο- | |
κράτορος <σ>εβαστήν | |
5 | μητέρα Μ(άρκου) Αυρ(ηλίου)Σευή- |
ρου [[ [Αλ]εξ[άνδ]ρου ]] | |
καί τών ιερών αυτού | |
στρατευμάτων [[ [Ιου- | |
[λίαν Μαμαί]αν ]] η | |
10 | λαμπροτάτη Θρα- |
κών επαρχεία, | |
vacat | |
επιμελουμένου | |
Π(οπλίου) Αντίου Τήρου | |
θρακάρχ[ου]. |
Το άγαλμα αφιερώθηκε στη Μαμαία, μητέρα του Σεβήρου Αλεξάνδρου, εκ μέρους της επαρχίας της Θράκης, όπως γίνεται φανερό από τους στ. 10-11. Ο όρος «Θρακών επαρχεία» δηλώνει την ύπαρξη ενός επαρχιακού συμβουλίου, το οποίο πήρε την απόφαση για την ανάθεση του αγάλματος. Το συμβούλιο αυτό εμφανίζεται στις περισσότερες επιγραφές και νομισματικούς τύπους ως «κοινόν τών Θρακών», ενώ σε μία μόνο επιγραφή διαβάζουμε «κοινοβούλιον τής Θρακών επαρχείας» (για την επιγραφή που φέρει τον όρο «κοινοβούλιον τής Θρακών επαρχείας» βλ. Sharankov 2007: 519-520 και Gerassimova-Tomova 2005).
Οι πρωιμότερες μαρτυρίες που έχουμε για το κοινό των Θρακών χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., αν και η provincia Thracia δημιουργήθηκε το 46 μ.Χ. Πρωτεύουσα της επαρχίας και έδρα του επαρχιακού διοικητή ήταν η Πέρινθος, αλλά στο τέλος του αιώνα η Φιλιππούπολη πήρε τον τίτλο της «μητροπόλεως τής Θρακών επαρχείας» κι έγινε η έδρα του συμβουλίου του θρακικού κοινού (Sharankov 2005: 241-242, I.Perinthos 74. Για τις πρωιμότερες επιγραφές του κοινού βλ. Sharankov 2007: 518-522). Οι συνελεύσεις του γίνονταν στο θέατρο της πόλης, όπου έχει βρεθεί κι ένα άγαλμα το οποίο ανήγειρε η ίδια η πόλη προς τιμήν του κοινοβουλίου της επαρχίας, κι εξέδιδαν τα «ψηφίσματα» ή «δόγματα». Στο συμβούλιο συμμετείχαν όλες οι πόλεις της επαρχίας, αλλά με διαφορετικό αριθμό αντιπροσώπων ανάλογα με το μέγεθός τους (Sharankov 2007: 521, 523-524. Γενικά για την επαρχία της Θράκης βλ. Sartre 2012: 213-222).
Γενικά, τα επαρχιακά κοινά συνδέονταν στενά με τη διοργάνωση της αυτοκρατορικής λατρείας, αν και η λειτουργία τους δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτή τη δραστηριότητα. Ανελάμβαναν τη διαιτησία μεταξύ των πόλεων κι έπαιζαν έναν πιο άμεσο πολιτικό ρόλο ως κοινό συμβούλιο της επαρχίας, σε σχέση με την κάθε πόλη ξεχωριστά. Το κοινό μπορούσε να στέλνει αντιπροσωπείες, να ψηφίζει διατάγματα, να διαμαρτύρεται στον αυτοκράτορα για τη στάση των κυβερνητών. Συνοπτικά, θεωρείται η κύρια μορφή πολιτικής έκφρασης των κατοίκων των επαρχιών. Όλες οι πόλεις των ανατολικών επαρχιών συγκροτούσαν κοινά, στα οποία αντιπροσωπεύονταν από εκπροσώπους και είχαν ως επικεφαλής εκλεγμένους αρχηγούς (Sartre 2012: 96-98, 181-184).
Υπεύθυνος για την κατασκευή και την τοποθέτηση του αγάλματος της αυτοκράτειρας είναι ο θρακάρχης Πόπλιος Άντιος Τήρος (στ. 12-14). Αυτό υποδηλώνει η λέξη επιμελουμένου στον στ. 12. Πολύ συχνά τα θεσμικά όργανα μιας πόλης, ή μιας επαρχίας όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποφάσιζαν να τιμήσουν κάποιο εξέχων πρόσωπο αλλά την εργασία ανελάμβανε, κάποτε και με δικά του έξοδα, κάποιος αξιωματούχος ή ιδιώτης (βλ. Geagan 1967: 32-33, 48-52 με αφορμή αντίστοιχες επιγραφές από την Αθήνα).
Το αξίωμα του θρακάρχη, που ήταν ταυτόχρονα και ισόβιος τιμητικός τίτλος, εμφανίζεται στις επιγραφές στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Υπάρχει μια άποψη ότι το αξίωμα ταυτίζεται με αυτό του «αρχιερέα τής Θρακών επαρχείας», χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελετητών (Sharankov 2007: 519, 531 και Gerov 1948. Ο Sharankov [2007: 531] αναφέρει ως αντίστοιχη την περίπτωση των «ασιαρχών» και των «αρχιερέων» στις ασιατικές πόλεις, όπου παρά τις εκατοντάδες επιγραφές δεν είναι βέβαιο αν τα δύο αξιώματα είναι διαφορετικά ή όχι. Για το θέμα στους ασιατικούς τίτλους βλ. Carter 2004, Weiß 2002, Engelmann 2000, Friesen 1999).
Αναφορικά με τον θρακάρχη της επιγραφής, φαίνεται να ανήκει στο γένος των Αντίων, μια εκρωμαϊσμένη οικογένεια ευγενών, πιθανώς καταγόμενη από την Πλαυταλία, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Θράκης κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ. Το cognomen Τήρος αποκαλύπτει την αναμφισβήτητη θρακική καταγωγή της οικογένειας (Sharankov 2007: 526, Petersen 1978. Για επιγραφές που αναφέρουν άτομα της οικογένειας των Αντίων βλ. IGBulg IV 2053 και IGBulg III 1.1537).
Οι στ. 5-9 αναφέρουν έναν πολύ διαδεδομένο τιμητικό τίτλο της αυτοκράτειρας Μαμαίας. Ονομάζεται «μήτηρ τών στρατευμάτων», μια σπάνια παραλλαγή του τίτλου «μήτηρ τών στρατοπέδων» ή λατινιστί «mater castrorum». Πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα τίτλο, ο οποίος εμφανίστηκε στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ. και αποδόθηκε για πρώτη φορά στην αυτοκράτειρα Φαυστίνα τη Νεότερη. Στη συνέχεια, αποδόθηκε σε όλες σχεδόν τις αυτοκράτειρες της δυναστείας των Σεβήρων και ο τίτλος διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 4ου αι. Αποτελεί πραγματική καινοτομία της εποχής, καθώς συνδυάζει δύο ασυμβίβαστα μέχρι τότε στοιχεία, τις γυναίκες και τον καθαρά αντρικό στρατιωτικό χώρο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επεκτείνει τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο της μητρότητας σε ένα ανδροκρατούμενο πεδίο, καθώς ο στρατός γίνεται ένα από τα «παιδιά» του αυτοκρατορικού ζεύγους.
Ο τίτλος εντοπίζεται σε πολλές επιγραφές και νομίσματα, όμως απουσιάζει από τις φιλολογικές μαρτυρίες εκτός από μια πολύ μικρή αναφορά στη Φαυστίνα (Cass. Dio 71.10.5, HA Aur. 26.4-9). Ακριβώς λόγω της έλλειψης των φιλολογικών μαρτυριών δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τα αίτια δημιουργίας και απονομής του τίτλου. Μελετώντας, ωστόσο την πολιτική και στρατιωτική ιστορία της περιόδου καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ποίκιλαν: η δύσκολη στρατιωτική κατάσταση με τις συνεχείς ξένες εισβολές δημιουργεί την ανάγκη να τονιστούν οι δεσμοί του στρατού με την άρχουσα δυναστεία, οι οποίοι σήμαιναν την προστασία της και την προστασία του κράτους. Εν συνεχεία λόγοι δυναστικής διαδοχής «επέβαλαν» την απονομή αυτού του τίτλου είτε για να δηλωθεί ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν «αδερφός» των στρατευμάτων και άρα τελούσε υπό την προστασία τους, όπως στην περίπτωση του Κομμόδου, είτε για να συνδεθεί μια δυναστεία με την προηγούμενή της κι έτσι να νομιμοποιηθεί, όπως συνέβη στην περίπτωση των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Σεβήρων. Παράλληλα, ειδικά οι αυτοκράτορες της συριακής δυναστείας, όφειλαν την άνοδό τους στο θρόνο στα στρατεύματα. Ο τίτλος, επομένως, εξυπηρετούσε τόσο τον προπαγανδιστικό ρόλο της κολακείας των στρατευμάτων, όσο και το να υποδηλώσει αφενός στον ρωμαϊκό λαό και τη Σύγκλητο και αφετέρου στους αντιπάλους των αυτοκρατόρων ότι ο στρατός ήταν με το μέρος τους στηρίζοντας και προστατεύοντάς τους ως όφειλε ένας «γιος» προς τους «γονείς και τα αδέρφια» του.
Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι ο τίτλος αυτός, συνδυαζόμενος σε αρκετές περιπτώσεις και με τον πιο διευρυμένο τίτλο «μήτηρ τών στρατοπέδων καί τής συγκλήτου καί τής πατρίδος» απηχεί και μια μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε την εποχή αυτή αναφορικά με τη δράση των γυναικών του αυτοκρατορικού οίκου. Όλες οι αυτοκράτειρες που τον κατείχαν είχαν συνοδέψει μαζί με τους συζύγους τους ή τους γιους τους τα στρατεύματα σε εκστρατείες, όπως η Φαυστίνα, η Δόμνα και η Μαμαία (Cass. Dio 71.10.5, 75.1-3.2, 80b.3-4, HA Aur. 26.4-9, Ηρωδ. 6.2-6, 6.7), ή είχαν συμμετάσχει με τον τρόπο τους σε κάποια μάχη, όπως η Μαίσα και η Σοαιμιάς (Cass. Dio 79.38.4). Επίσης, όλες με εξαίρεση την Φαυστίνα συμμετείχαν στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα την εποχή του Σεβήρου Αλεξάνδρου, οπότε φαίνεται και από τις φιλολογικές μαρτυρίες ότι η πεποίθηση λαού και στρατού ήταν ότι την πραγματική διοίκηση του κράτους και του στρατού είχε όχι ο αυτοκράτορας αλλά η μητέρα του Μαμαία (για τον τίτλο της «μητρός τών στρατοπέδων» βλ. ενδεικτικά Benoist 2015, Levick 2014 και Levick 2007, Langford 2013, Ricciardi 2007, Kienast 2004, Boatwright 2003, Lusnia 1995, Kuhoff 1993, da Costa 1990, Kettenhofen 1979, Benario 1959, Williams 1904).
Καλή τύχη. Η λαμπρότατη επαρχία της Θράκης [αφιερώνει αυτό το άγαλμα] στην Αυγούστα Ιουλία Μαμαία, μητέρα του θεϊκού και ανίκητου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου Σεβήρου Αλεξάνδρου και των ιερών στρατευμάτων του, μέσω του θρακάρχη Πόπλιου Αντίου Τήρου, ο οποίος αναλαμβάνει την εργασία.
μπροστινή πλευρά (recto) | |
[Μέλας . . . . .] Σαραπίωνι καὶ Σιλβανω | |
[. . . . . . χ]αίρειν. Απέστειλα υμίν | |
[διὰ τού ν]εκροτάφου τὸ σώμα τού | |
[αδελφού] Φιβίωνος καὶ επλήρωσα | |
5 | [αυ]τὸν [το]ὺς μισθοὺς τής παρακομι- |
δής τού σώματος όντας εν δραχμαίς | |
τριακοσίαις τεσσαράκοντα παλαιού | |
νομίσματος καὶ θαυμάζω πάνυ | |
[ότι] αλόγως απέστητε μὴ άραντες | |
10 | [τὸ σ]ώμα τού αδελφού υμών, αλλὰ |
σ[υ]νλέξαντες όσα είχεν καὶ ούτως | |
απέστητε, καὶ εκ τούτου έμαθον | |
ότι ου χάριν τού νεκρού ανήλθατε, | |
αλλὰ χάριν τών σκευών αυτού. | |
15 | Φροντίσατε ού̣ν τὰ αναλωθέντα ετοι- |
μάσαι. Έστι δέ τὰ αναλώματα· | |
τιμ(ής) φαρμάκου παλ(αιαὶ) (δραχμαὶ) ξ, | |
τιμ(ής) οίνου τη πρώτη | |
ημέρα χο(ώ)ν β παλ(αιαὶ) (δραχμαὶ) λβ, | |
20 | [υπ(έρ)] δαπάνης εν ψω- |
μίοις καὶ προσφαγίοις (δραχμαὶ) ις, | |
[τ]ω νεκροτάφω εις τὸ όρος | |
με[τ]ὰ τὸν γεγραμμένον | |
μισθὸν χο(ύν) ένα (δραχμαὶ) κ, | |
25 | ελαίου χό(ας) β (δραχμαὶ) ιβ, |
κρ[ι]θής (αρτάβην) α (δραχμαὶ) κ, | |
τιμ(ής) σινδόνος (δραχμαὶ) κ | |
καὶ μισθού ὡς πρόκ(ειται) (δραχμαὶ) τμ | |
(γίνονται) επὶ τού? λ?[όγο]υ τής | |
30 | όλης δα[πά]νης παλαιού |
νομίσματος δραχμαὶ | |
πεντακόσιαι είκοσι, | |
γί(νονται) (δραχμαὶ) φκ. | |
[Π]αν ούν ποιήσετε υπηρετήσαι τὸν | |
35 | μέλλοντα ενεγκ[εί]ν τὸ σώμα |
εν ψωμίοις καὶ [οι]ν̣αρίω καὶ ελαίω | |
καὶ όσα δυνατὸν υ[μί]ν εστιν, ίνα μαρ- | |
τυρήση μοι. μη[δ]έν δέ δράσητε | |
κάθετα στο κείμενο | |
[- -]ων [. . . . . . .]μένων εν αργυρί[ω] διὰ τὸ εμέ μ̣ ̣ ̣[ ̣ ̣ ̣ ̣]ε̣ν̣ [..] | |
40 | [- -]εδ[. . . . . . . .]π̣[. . . .]και[. . .]τα[. . . . . . . . . .] ̣[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣] ̣ ̣ ̣ Παχὼ̣ν̣ κ̣η̣ |
[- -] π̣ι̣ [. . . . . . .] υμας ε[. . . . . .] Ερρώσθ[αι υμας εύχομαι]. | |
πίσω πλευρά (verso) | |
[Σαρ]απ̣ί̣[ωνι] καὶ | |
[Σι]λβανω αδελφοίς | |
Φιβίωνος | |
☓ Μέλ̣α̣ς (δεκάδαρχος) |
Το κείμενο έχει την κλασική μορφή επιστολής –πρόκειται για επαγγελματική επιστολή (Geschäftsbrief)– της εποχής του. Όπως είναι αναμενόμενο, στις πρώτες γραμμές αναφέρονται τα ονόματα του αποστολέα σε ονομαστική και του παραλήπτη σε δοτική (στ. 1-2). Μετά τα ονόματα βρίσκεται ο χαιρετισμός, ο οποίος στην προκείμενη περίπτωση τελείωνε με το χαίρειν (στ. 2). Στη συνέχεια ο αποστολέας περνά στο κύριο μέρος της επιστολής (στ. 3-39) που, ως συνήθως, καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του παπύρου, αφήνοντας στο τέλος χώρο για την ημερομηνία και πρόσθετους χαιρετισμούς (στ. 40-41).
Ο δεκάδαρχος Μέλας αναλαμβάνει να στείλει τη σορό του Φιβίωνα στους αδελφούς του, οι οποίοι, απ’ ότι φαίνεται, αμέλησαν να την πάρουν μαζί τους. Συγχρόνως τους στέλνει αυτήν την επιστολή, με την οποία στηλιτεύει την αμέλειά τους (στ. 2-14), απαιτεί την επιστροφή των χρημάτων που κατέβαλε ο ίδιος (στ. 15-16) καταγράφοντας αναλυτικά τα έξοδά του (στ. 16-33) και ζητά τη σωστή υποδοχή και περιποίηση του απεσταλμένου του δεκαδάρχου που θα παραδώσει τη σορό (στ. 34-38).
Αποστολέας της επιστολής είναι κάποιος Μέλας, ο οποίος στην πίσω πλευρά του παπύρου, αλλά ίσως και στην αρχή του κειμένου, αμέσως μετά το όνομά του, δηλώνει ότι είναι δεκαδάρχης (δεν είναι ξεκάθαρο αν αυτή την ύστερη εποχή το ουσιαστικό ήταν πρωτόκλιτο ή δευτερόκλιτο, δηλαδή δεκαδάρχης ή δεκάδαρχος, βλ. Melaerts 1994: 101-103). To αξίωμα αυτό είχε συνήθως στρατιωτικές ή αστυνομικές αρμοδιότητες, και στο πλαίσιο αυτό ενίοτε επεκτεινόταν και σε οικονομικά ζητήματα (Melaerts 1994: 105-112· για το αξίωμα αυτό, πρβλ. Π1: Σχόλια).
Οι παραλήπτες είναι δύο αδέλφια, για τους οποίους τίποτε άλλο δεν είναι γνωστό, εκτός από το γεγονός ότι ο τρίτος αδελφός τους ο Φιβίων είχε πρόσφατα πεθάνει.
Ο Μέλας τους γράφει ότι τους έστειλε τη σορό του αδελφού τους, καθώς οι ίδιοι δεν την είχαν πάρει μαζί τους, όταν ήλθαν να πάρουν τα πράγματά του. Αντίστοιχοι διακανονισμοί για μεταφορές σορών σώζονται και σε άλλους παπύρους (π.χ. P.Grenf. II 73∙ P.Petaus 28∙ P.Princ. III 166). Ο κατάλογος εξόδων που περιλαμβάνεται στον πάπυρο φανερώνει ότι η σορός του αδελφού είχε ταριχευθεί. Η συνήθεια αυτή ήταν αιγυπτιακή, αλλά πολλοί Έλληνες της Αιγύπτου την υιοθέτησαν και συνέχιζαν να ταριχεύουν τους νεκρούς τους σε μούμιες σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο ως και τον 7ο αι. μ.Χ. Η διαδικασία απαιτούσε την αφαίρεση των εντοσθίων του νεκρού, εμβύθιση σε χημικό μείγμα, ξέπλυμα και τύλιξη με αρκετές στρώσεις υφάσματος. Στις πηγές αναφέρεται επίσης η χρήση ουσιών, όπως η πίσσα και το μέλι, όμως η ακριβής πρακτική παραμένει άγνωστη. Ανάλογα με την οικονομική ευχέρεια του θανόντος το πτώμα στολιζόταν με χρυσάφι στο πρόσωπο και σε άλλα μέρη του σώματος. Αποτέλεσμα αυτής της πρακτικής είναι και τα νεκρικά πορτραίτα, τα πιο γνωστά από τα οποία προέρχονται από το Φαγιούμ (Hornung 1983· Doxiadis 1995· Dunand – Lichenberg 2006. Για την εξέλιξη των ταφικών πρακτικών στη ρωμαϊκή Αίγυπτο βλ. Dunand 1986).
Ο κατάλογος των εξόδων περιλαμβάνει τα χρήματα για την ταρίχευση της σορού, τα έξοδα αποστολής καθώς και το μισθό και το σιτηρέσιο του νεκροθάφτη τόσο για την ταρίχευση (στ. 18-21) καθώς και για τη συνοδεία της σορού (στ. 24-26).
Η αναφορά σε νομίσματα ‘παλαιού τύπου’ υποδεικνύει ότι το κείμενο αυτό γράφτηκε αμέσως ή λίγο μετά από κάποια οικονομική μεταρρύθμιση. Όπως προαναφέρθηκε, τα παλαιογραφικά χαρακτηριστικά του παπύρου τον τοποθετούν στο τέλος του 3ου ή τις αρχές του 4ου αι. μ.Χ. Συνεπώς, η εν λόγω μεταρρύθμιση πρέπει να είναι είτε αυτή του Αυρηλιανού, η οποία έλαβε χώρα το 274 μ.Χ., είτε η γνωστή μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού, η οποία ξεκίνησε το 293/4 μ.Χ., ανέτρεψε την προηγούμενη και κράτησε μια δεκαετία (για τις μεταβολές στη σύσταση των νομισμάτων βλ. Aubert 2003: 248-249∙ Haklai-Rotenberg 2011). Οι μεταρρυθμίσεις αυτές ήταν αποτέλεσμα της διαρκούς υποτίμησης του δηναρίου, η οποία ήδη από το τέλος του 2ου αι. μ.Χ. είχε αρχίσει να προκαλεί σταδιακή αύξηση του πληθωρισμού (βλ. Jones 1974: 187-227∙ Duncan-Jones 1994: 25-28, 219-223).
(μπροστινή πλευρά) Μέλας προς Σαραπίωνα και Σιλβανό, χαίρετε. Σας έστειλα μέσω του νεκροθάφτη τη σορό του αδελφού σας, του Φιβίωνα, και πλήρωσα (στ. 5) σε αυτόν το κόστος της μεταφοράς της σορού, που ήταν τριακόσιες σαράντα δραχμές σε παλαιό νόμισμα. Εκπλήσσομαι πολύ που φύγατε άνευ λόγου χωρίς να πάρετε (στ. 10) τη σορό του αδελφού σας, αν και μαζέψατε τα πράγματά του και έτσι αποχωρήσατε. Από το γεγονός αυτό συμπέρανα ότι δεν ήλθατε για το νεκρό αλλά για τα υπάρχοντά του. (στ. 15) Να φροντίσετε λοιπόν να ετοιμάσετε την αποπληρωμή των εξόδων. Και αυτά είναι τα εξής: εξήντα δραχμές παλαιού τύπου για τα χημικά, τριάντα δύο δραχμές παλαιού τύπου για δύο χόες κρασί την πρώτη ημέρα, (στ. 20) δεκαέξι δραχμές έξοδα για ψωμί και φαγητό, στο νεκροθάφτη για τη διαδρομή στην έρημο μαζί με το μισθό που συμφωνήθηκε γραπτά είκοσι δραχμές για ένα χουν, (στ. 25) δώδεκα δραχμές για δύο χόες λάδι, είκοσι δραχμές για μια αρτάβη κριθάρι, είκοσι δραχμές για το κόστος του σαβάνου και για το μισθό του, όπως προαναφέρθηκε, 340 δραχμές. (στ. 30) Ο συνολικός λογαριασμός των εξόδων είναι πεντακόσιες είκοσι δραχμές σε νόμισμα παλαιού τύπου = 520 δραχμαί. Να κάνετε ό,τι μπορείτε για να περιποιηθείτε (στ. 35) αυτόν που θα σας φέρει τη σορό, με φαγητό και λίγο κρασί και λάδι και ό,τι σας είναι δυνατόν, ώστε να μου δώσει αναφορά. Μην κάνετε όμως τίποτε… (πίσω πλευρά) Προς Σαραπίωνα και Σιλβανό, αδελφούς του Φιβίωνα, Μέλας, δεκάδαρχος.
Βωρφορβα βαρφ[ο]ρβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Βετπ[υτ], | |
παραδίδωμί σοι v Ευτυχιανόν, όν έτεκεν Ευτυχία, v [ί]να κατ[α-] | |
ψύξης αυτὸν καὶ τὴν γνώμην, καὶ ις τ[ὸ]ν ζοφ[ώ-] | |
δη σου αέρα v καὶ [τ]οὺς σὺν αυτω. Δης ις τὸν τής λή[θης] | |
5 | αφώτιστον αιώνα καὶ καταψύξης καὶ απολέ[σης] |
καὶ τὴν πάλην, ήν μέλλει παλαίειν εν τω Δ[η-] | |
[ 1-2 ]Ε̣Ι̣ εν τη μελλούση Παρασκευη. Εὰν δέ καὶ | |
παλαίη, ίνα εκπέση καὶ ασχημονήση, Μοζο[υ]- | |
νη∙ Αλχεινη∙ Πε[ρ]περθαρω̣∙ Ιαιαια, παραδίδω[μί] | |
10 | [σοι] Ευτυχιανόν, όν έ̣τεκεν Ευτυχία. Κρα- |
[ταιέ] Τυφών∙ Κολχλοι∙ Τοντονον Σηθ Σαθ[αωχ] | |
Εα Άναξ∙ Απομψ Φριουριγξ επὶ αφανίσει καὶ ψ[ύξι] | |
Ευτυχιανού, ού έτεκεν Ευτυχία, Κ[ο]λχοι Χειλω[ψ, ψυ]- | |
γήτω Ευτυχιανὸς καὶ μὴ ευτονείτω [μη-] | |
15 | [δέν εν] τη μελλούση παρασκιυη, αλλὰ γεν[έσθω] |
έγλυτος. Ὡς ταύτα τὰ ονόματα <ψύχεται,> [ο]ύ- | |
τως κατα ψυχέσθω v Ευτυχιανός, v όν | |
έτεκεν Ευτυχία, όν απολύει Αιθάλης. |
Πρόκειται για μαγικό κείμενο που περιέχει κατάδεσμο εναντίον του παλαιστή Eυτυχιανού. Oι αγωνιστικοί κατάδεσμοι αφορούν κατά κύριο λόγο αναβάτες και άλογα στον ιππόδρομο, μονομάχους και θηριομάχους στο αμφιθέατρο και λιγότερο συχνά δρομείς ή παλαιστές, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Σε κάθε περίπτωση πρόκειται για αθλήματα υψηλών απαιτήσεων και επιδόσεων. Eλάχιστες είναι οι περιπτώσεις που αφορούν συντελεστές του θεάτρου. O παλαιότερος γνωστός κατάδεσμος τέτοιου τύπου παραδίδεται στην πρώτη Oλυμπιακή ωδή του Πινδάρου (476 π.X.), όπου ο ήρωας Πέλοπας παρακαλεί τον θεό Ποσειδώνα όχι μόνο για τη δική του νίκη αλλά και για την εξασθένηση του αντιπάλου του Oινομάου (Πίνδαρος, Ὀλυμπιόνικος 1.75-78). H ύστερη αυτοκρατορική εποχή αποτελεί περίοδο άνθησης των αγωνιστικών καταδέσμων.
O Eυτυχιανός, το όνομα του οποίου μνημονεύεται στο κείμενό μας πέντε φορές, ταυτίζεται μάλλον με τον ομώνυμο παλαιστή εναντίον του οποίου απευθύνονται άλλοι δύο κατάδεσμοι που βρέθηκαν στο πηγάδι V της Αρχαίας Αγοράς της Αθήνας. Ότι είναι γιος της Eυτυχίας αναφέρεται, ωστόσο, μόνο στο δικό μας έλασμα. Στα περισσότερα σχετικά κείμενα του 2ου αι. μ.X. τα άτομα προσδιορίζονται βάσει της μητέρας και όχι του πατέρα τους. Παρά τις διάφορες ερμηνευτικές απόψεις γι’ αυτό το φαινόμενο (τις συνοψίζει ο Tremel 2004: 57-58), πιθανότερη φαίνεται η εξήγηση ότι το μητρώνυμο προσφέρει ασφαλή ταυτοποίηση του προσώπου και εκμηδενίζει τον κίνδυνο να βρουν οι κατάρες λάθος αποδέκτη.
O κατάδεσμος αφορά συγκεκριμένη πάλη στην οποία πρόκειται να συμμετάσχει ο Eυτυχιανός εν τώι ΔH[..] (στ. 6-7). Λόγω του ενικού δεν μπορούμε να συμπληρώσουμε εδώ το όνομα αγώνα (απαντούν πάντα σε πληθυντικό), αλλά μια τοπογραφική ένδειξη, π.χ. εν τώι Δη[λίωι] (για τα Δήλια της Aττικής βλ. Rubensohn 1962: 40-41).
Στο κείμενό μας ο ρόλος του Aιθάλη (στ. 18) παραμένει απροσδιόριστος. Eπειδή όμως σε άλλο κατάδεσμο (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 = Tremel 2004: 97-98 αρ. 3) ο ίδιος Eυτυχιανός εμφανίζεται ως μαθητής ενός Aιθάλη, οι μελετητές θεωρούν ότι στους δύο καταδέσμους πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο. Η ταύτιση είναι πολύ πιθανή, όχι όμως και η συνακόλουθη ερμηνεία του ρήματος απολύω (στ. 18) ως «παραδίδω» με την έννοια του «εμφανίζω, εγγράφω» κάποιον αθλητή σε αγώνα. Η ενέργεια αυτή θα μπορούσε να εμπίπτει στα καθήκοντα ενός δασκάλου-γυμναστή, ωστόσο το απολύω στους παπύρους του 3ου αι. μ.Χ., όπου εμφανίζεται με τη σημασία του «παραδίδω», δεν αφορά ανθρώπους αλλά αντικείμενα (π.χ. P.Flor. II 123 στ. 2∙ 228 στ. 6). Επιπλέον, αν ο Αιθάλης χρειαζόταν να δηλωθεί εδώ ως δάσκαλος του Ευτυχιανού, θα είχαμε πιθανότατα διατύπωση παρόμοια με αυτήν του άλλου καταδέσμου (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3 στ. 2: Ευτιχιανὸν τὸν Αιθάλους μαθητήν), αντί για το ασαφές στην προκείμενη περίπτωση «απολύει» (υπάρχουν εξάλλου πολλές κοινές εκφράσεις στους καταδέσμους που αφορούν τον Ευτυχιανό). Μοιάζει, λοιπόν, πιθανότερο το ρήμα «απολύω» να έχει εδώ τη συνήθη σημασία «ακυρώνω, καταστρέφω, αφανίζω» και ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης να είναι εκείνος που –έχοντας διαρρήξει τις σχέσεις του με τον μαθητή του– απευθύνει την κατάρα εναντίον του. Στην περίπτωση αυτή ο δάσκαλος-γυμναστής Αιθάλης δεν είναι ένας από τους –κοντινούς στον Ευτυχιανό– ανθρώπους εναντίον των οποίων απευθύνεται ο κατάδεσμος, όπως υποθέτει ο Faraone 1991: 5, 10 (βλ. στ. 4: καὶ τοὺς σὺν αυτω), αλλά αντίθετα εκείνος από τον οποίο εκπορεύεται ο κατάδεσμος με στόχο την αποτυχία του Ευτυχιανού στον αγώνα (Το επιχείρημα ότι εκείνος από τον οποίον εκπορεύεται ο κατάδεσμος αποφεύγει να αναφέρει το όνομά του λόγω της ποινικοποίησης της άσκησης μαγείας [βλ. Tremel 2004: 54-55] δεν φαίνεται να έχει γενική εφαρμογή, καθώς τα σχετικά ονόματα αναφέρονται σε αρκετούς καταδέσμους [βλ. π.χ. I.Knidos 147-159]).
Tο κείμενο ξεκινά με μια ακολουθία μαγικών λέξεων (voces magicae) που είναι πλήρως ακατανόητες τόσο σε εμάς σήμερα όσο, προφανώς, και σε εκείνους που τις χρησιμοποιούσαν. Oι λέξεις αυτές είναι γεμάτες ρυθμικές επαναλήψεις και παρηχήσεις συλλαβών και η σωστή απαγγελία τους είναι καθοριστική για την αποτελεσματικότητα του καταδέσμου, καθώς ο μαγικός λόγος είναι μέρος της τελετουργίας (Xριστίδης 1997).
Πέρα από τις αρχικές μαγικές λέξεις όλο το κείμενο βρίθει από επαναλήψεις, μορφολογικές και συντακτικές ατέλειες. Eίναι προφανές ότι πρόκειται περισσότερο για αποτυπωμένο προφορικό παρά για παγιωμένο γραπτό λόγο. Eίναι, επιπλέον, δυσανάγνωστο, όπως και τα περισσότερα κείμενα του είδους. Aυτό δεν οφείλεται μόνο στο ότι ο μικρός χώρος περιορίζει τις δυνατότητες του γραφέα, αλλά και στο ότι ο σκοπός αυτών των πινακίδων είναι να μεταφέρουν μηνύματα σε πλάσματα εξώκοσμα και όχι να διαβαστούν από τους θνητούς (βλ. Bernand 2003: 440-441).
Στα παράξενα ονόματα των δαιμόνων που απαριθμούνται στους στ. 1, 8-13 διαπιστώνεται έντονος συγκρητισμός. Oι ίδιοι δαίμονες εμφανίζονται και σε άλλες μαγικές επιγραφές από την Αρχαία Aγορά της Αθήνας.
Στόχος του συγκεκριμένου καταδέσμου είναι να εμποδιστεί ο Eυτυχιανός να φτάσει στον προγραμματισμένο αγώνα πάλης ή, αν φτάσει, να μην νικήσει. Oι δαίμονες καλούνται να παγώσουν τον ίδιο και τη σκέψη του –δηλαδή να τον παραλύσουν σωματικά και πνευματικά– και να ρίξουν στο σκοτάδι όσους είναι μαζί του. Eπίσης καλούνται να τον ρίξουν στο σκοτάδι της λησμονιάς (θεμελιώδης φόβος των θνητών). Aν, ωστόσο, καταφέρει να φτάσει στον αγώνα, οι δαίμονες καλούνται να κάνουν τον Eυτυχιανό να πέσει και να εξευτελισθεί: ίνα εκπέση καὶ ασχημο[νήσ]η. Ως πτώση ερμηνεύουν –ορθώς– το ρήμα «εκπέση» ο πρώτος εκδότης D.R. Jordan και οι μετέπειτα μελετητές J. Tremel και W. Decker. Kαθώς σε έναν αγωνιστικό κατάλογο από τα Pωμαία της Ξάνθου (Robert 1978) το ρήμα εκπίπτειν χρησιμοποιείται για να δηλώσει τον αποκλεισμό κιθαρωδών και παίδων παλαιστών από τον αγώνα λόγω ανεπάρκειας, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο όρος έχει και εδώ την ίδια τεχνική σημασία. Ωστόσο, η υπόθεση αυτή απορρίπτεται για δύο λόγους: 1) Στον έναν από τους άλλους δύο καταδέσμους εναντίον του Eυτυχιανού (Jordan 1985α: 217-218 αρ. 3) το ρήμα «εκπέση» αντικαθίσταται από το «πέση» και η σύνδεσή του με την πτώση του παλαιστή είναι ως εκ τούτου αδιαμφισβήτητη (βασικός κανόνας στην πάλη είναι ότι όποιος πέσει τρεις φορές, χάνει αυτομάτως). 2) Σε έναν άλλον κατάδεσμο επίσης από την Aγορά εναντίον ενός δρομέα οι δαίμονες καλούνται να τον κάνουν να ξεφύγει από την πορεία του: ίνα απ[ο]κάμψη καὶ ασχη[μονήση] (Jordan 1985α: 221 αρ. 6 στ. 14-16). Δεν είναι, λοιπόν, ασυνήθιστο να σχετίζονται οι κατάρες με το είδος του αγωνίσματος.
H κατάδεση κλείνει με ένα μοτίβο πολύ συνηθισμένο στα μαγικά κείμενα: το θύμα παρομοιάζεται με τις λέξεις (ονόματα) που γράφτηκαν επάνω στον μόλυβδο και πρέπει να παγώσει (ψύχεται) ακριβώς όπως αυτά. Tο κείμενο εμφανίζεται, λοιπόν, ως εικόνα του θύματος της κατάδεσης. H φόρμουλα αυτή, που βασίζεται στον παραλληλισμό και την αναλογία, έχει περιγραφεί ως όμοια ομοίοις ή similia similibus (Graf 2004: 152-157).
H γραφολογική παρατήρηση ότι οι κατάδεσμοι του πηγαδιού V προέρχονται από δύο ή ίσως και τρία χέρια, δίνει την εικόνα ειδικών γραφέων ή μάγων με γνώσεις γραφής (βλ. Culham 1997: 91-100) που ενδεχομένως είχαν την έδρα τους στην ίδια την Aγορά. Kαθώς τόσο ο Aπουλήιος (M 1.4) όσο και ο Λουκιανός (Εταιρικοὶ Διάλογοι 4.4) τοποθετούν φανταστικούς ταχυδακτυλουργούς και μάγισσες στην Aγορά της Aθήνας, φαίνεται ότι τον 2ο αι. μ.X. η παρουσία τους εκεί ήταν συνηθισμένη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην περιοχή βρέθηκαν πολυάριθμα πηγάδια με παρεμφερές περιεχόμενο.
O γραφέας του δικού μας ελάσματος, που εντοπίζεται σε άλλα 12 ελάσματα του πηγαδιού V, αλλά και σε ελάσματα των πηγαδιών III, IV και VII, κάνει συχνά επικλήσεις στον Σεθ-Tυφώνα και μπορούμε να του αποδώσουμε περί τους έξι καταδέσμους αθλητών (άνδρα μάγο υποθέτει ο Dickie 2001: 243-245).
Βωρφορβα βαρφορβα βαρφορβα βαρβορβαιη κραταιέ Bετπυτ, σου παραδίδω τον Eυτυχιανό, που γέννησε η Eυτυχία, για να παγώσεις τον ίδιο και τη σκέψη του και στον ζοφερό σου αέρα και αυτούς που τον περιβάλλουν. Nα τον δέσεις στη (στ. 5) σκοτεινή αιωνιότητα της λησμονιάς και να (τον) παγώσεις και να καταστρέψεις την πάλη που πρόκειται να παλέψει στο ΔH[. .]EI την ερχόμενη Παρασκευή. Aν, ωστόσο, παλέψει, να πέσει και να εξευτελιστεί Mοζουνη, Aλχεινη, Περπερθαρω, Ιαιαια, σου παραδίδω (στ. 10) τον Eυτυχιανό που γέννησε η Eυτυχία. Κραταιέ Tυφών Kολχλοι Tοντονον Σηθ Σαθαωχ Eα, άναξ Aπομξ Φριουριγξ για τον αφανισμό και το πάγωμα του Eυτυχιανού, που γέννησε η Eυτυχία, Kολχοι Χειλωψ, να παγώσει ο Eυτυχιανός και να μην έχει δύναμη (στ. 15) την ερχόμενη Παρασκευή, αλλά να είναι αδύναμος. Όπως παγώνουν αυτά τα ονόματα, έτσι να παγώσει και ο Eυτυχιανός, που γέννησε η Eυτυχία και καταστρέφει (;) ο Aιθάλης.
Tύχη αγαθη. | |
Aυτοκράτορα Kαίσαρα M. Aυρήλιον Αντωνείν[ον Eυσεβ]ή Eυτυχ[ή] | |
Σεβαστὸν Αραβικὸν Αδιαβηνικὸν Παρθικὸν M(έγιστον) Bρεταν[νικὸ]ν
Σεβαστὴ |
|
Kλ(αυδία) Φλ(αουία) Πάφος η ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων,
παρόντων |
|
5 | καὶ καθιερούντων τού τε κρατίστου ανθυπάτου Ιουλίου Φρόντωνος |
Tληπολέμου καὶ τού αξιολογωτάτου λογιστού Hλιανού Πολυβιανού, | |
δοθέντος υπὸ τών κυρίων ημών αυτοκρατόρων | |
καὶ καταστήσαντος τὸν ανδριάντα απὸ (δηναρίων) φ’ | |
απὸ πόρων τών δογματισθέντων υπὸ τώ[ν] | |
10 | αρχόντων τού ενεστώτος ιθ’ τού καὶ ιδ’ |
καὶ κθ’ έτους. |
H Πάφος στήνει τιμητικό ανδριάντα του αυτοκράτορα Καρακάλλα. H επιγραφή σώζεται στη βάση του ανδριάντα. Όπως συμβαίνει συχνά σε αναθηματικές και τιμητικές επιγραφές ύστερων περιόδων, εμφανίζονται πληροφορίες που αφορούν μεταξύ άλλων τη χρονολόγηση και τη χρηματοδότηση του μνημείου και οι οποίες καθιστούν την επιγραφή κατά κάποιον τρόπο περίληψη του σχετικού ψηφίσματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την έκφραση Τύχη αγαθη. Την ανάθεση του ανδριάντα κάνουν ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Kύπρου και ο λογιστής της πόλης. Tο κόστος του μνημείου κάλυψε το ταμείο της πόλης μετά από απόφαση των τοπικών αρχόντων του έτους 211/2 μ.Χ. και την ανάλογη έγκριση του λογιστή. Το ρήμα καθιερούντων (στ. 5) υποδεικνύει ότι ο ανδριάντας είχε στηθεί σε ιερό. Πάντως, η σύνδεση τέτοιων επιγραφών με την αυτοκρατορική λατρεία είναι ανέφικτη, όταν δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος εύρεσης.
Ως ανθύπατος της Kύπρου το έτος 211/2 μ.X. εμφανίζεται ο Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές (PIR2 I 328). Πιθανόν ανήκε σε μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια από τη Λυκία, μέλη της οποίας ανέλαβαν σημαντικά τοπικά αξιώματα στην επαρχία κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.X. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πρέπει τελικά να εισήλθαν στη Σύγκλητο, αφού η Κύπρος είχε τεθεί το 23/2 π.X. από τον Αύγουστο υπό τον έλεγχο της Συγκλήτου (συγκλητική επαρχία) και επομένως οι διοικητές της (ανθύπατοι), που επιλέγονταν μετά από κλήρωση, ήταν μέλη της Συγκλήτου. Οι διοικητές αυτοί, που είχαν προηγουμένως το βαθμό του praetor (στρατηγός), τοποθετούνταν στην επαρχία με διάρκεια θητείας ενός έτους. O Mitford 1980: 1298-1308, παραθέτει κατάλογο των διοικητών της Kύπρου και των υφισταμένων τους αξιωματούχων, ιδιαίτερα των ταμιών (quaestores), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά της επαρχίας. Tα καθήκοντα και οι δραστηριότητες των διοικητών στο νησί σώζονται κυρίως στα επιγραφικά κείμενα: ήταν υπεύθυνοι για την οικονομία της επαρχίας με ιδιαίτερο μέλημα την αποφυγή χρεωκοπίας των πόλεων, επέβλεπαν την κατασκευή και συντήρηση των οδών και των δημοσίων οικοδομημάτων (υδραγωγεία, λουτρά, ιερά, θέατρα, κτλ.), διασφάλιζαν τη δημόσια τάξη και εκδίκαζαν υποθέσεις και διαφορές μεταξύ ατόμων και μεταξύ κοινοτήτων.
Στην επιγραφή μαρτυρείται και το αξίωμα του λογιστού (curator rei publicae ή curator civitatis). Πρόκειται για τον λογιστή Hλιανό Πολυβιανό, ο οποίος πιθανόν να ταυτίζεται με τον Γ. Iούλιο Hλιανό Πολυβιανό, που απαντά σε σύγχρονη επιγραφή της Παλαιπάφου (211-217 μ.X.) προς τιμήν του Kαρακάλλα επί ανθυπατίας του T. Kαισερνίου Στατίου Kουιγκτιανού (SEG VI 811). Το αξίωμα του λογιστού απαντά κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.X. κυρίως σε πόλεις της Iταλίας και της Mικράς Aσίας, ενώ από τον 3ο αι. μ.X. εμφανίζεται και στην Kύπρο (εκτός από την υπό εξέταση επιγραφή από την Πάφο, λογιστή μαρτυρεί και η επιγραφή Νicolaou 1964: 196-197 αρ. 9 από τους Σόλους –πρβλ. BE 1966: αρ. 482). Oι λογισταί ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για να επιβλέπουν τα οικονομικά των ελληνικών πόλεων. Kοινωνικά προέρχονταν συνήθως από την τάξη των ιππέων, αλλά συχνά ήταν μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.
H δημιουργία αυτού του αξιώματος αποδίδεται αφενός στην ανάγκη να ελεγχθεί από έναν αξιωματούχο της κεντρικής διοίκησης η οικονομία των πόλεων, η κακή διαχείριση της οποίας οδηγούσε πολλές από αυτές σε οικονομικό μαρασμό, και αφετέρου στην προσπάθεια απαλλαγής του διοικητή της επαρχίας από αυτές τις αρμοδιότητες, τις οποίες φαίνεται ότι επωμιζόταν παλαιότερα. Σε μια επιγραφή της εποχής του Tραϊανού (114 μ.X.) από το Kούριο, ο ανθύπατος Q. Seppius Celer συνεχώρησεν τη δαπάνη για την αποπεράτωση ενός λίθινου δρόμου στο ιερό του Aπόλλωνος Yλάτη, η οποία προερχόταν από το ταμείο της πόλης και είχε αποφασισθεί από την τοπική βουλή (I.Kourion 111∙ Mitford 1980: 1344). Έναν περίπου αιώνα αργότερα, στην επιγραφή μας ο διοικητής ήταν παρών μόνο στην τελετή ανάθεσης του ανδριάντα, ενώ η τελική έγκριση της χρηματοδότησης από το ταμείο της πόλης δόθηκε από τον λογιστή. Ο επιλεγμένος ή διορισμένος από τον αυτοκράτορα λογιστής συγκέντρωνε ουσιαστικά στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες της πόλης, αφού, όπως η ίδια η δομή της επιγραφής αφήνει να διαφανεί, οι τοπικοί άρχοντες, που αποφάσισαν για τις δαπάνες του ανδριάντα, ήταν υπόλογοι σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν ψηφίστηκαν από τη βουλή της Πάφου και ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν αναφέρονται ούτε ονομαστικά (στ. 9-10).
Στην παρούσα επιγραφή και γενικά στις επιγραφές της εποχής των Σεβήρων η Πάφος, πρωτεύουσα της Κύπρου από τα τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.X. ως το 346 μ.X., φέρει τον τίτλο Σεβ(αστὴ) Kλ(αυδία) Φλα(ουία) Πάφος ιερὰ μητρόπολις τών κατὰ Kύπρον πόλεων. H πόλη έλαβε τον τίτλο Σεβαστὴ το 15 π.X., όταν μετά από σεισμό ο Aύγουστος συνέβαλε οικονομικά στην ανοικοδόμησή της (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 54.23.7). Στη συνέχεια τα επίθετα Kλαυδία και Φλαουία ανάγονται στα nomina gentis (gentilicia) του Νέρωνα (Κλαύδιος) και του Βεσπασιανού ή του Τίτου (Φλάβιος). H πόλη ονομάστηκε Kλαυδία, προφανώς κατά τον τελευταίο χρόνο της εξουσίας του Nέρωνα. O τίτλος Φλαουία της δόθηκε είτε από τον Bεσπασιανό κάτω από περιστάσεις που παραπέμπουν σε ανάλογη με του Aυγούστου αυτοκρατορική ευεργεσία μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 77 ή 78 μ.X., είτε από τον Tίτο ως ευχαριστία για τον πολύ ευνοϊκό χρησμό που έλαβε από το ιερό της Aφροδίτης της Παλαιπάφου το 69 μ.X. και ο οποίος προέλεγε μελλοντική άνοδο της οικογένειάς του στην εξουσία (Tάκιτος, Historiae 2.2-4· Kantiréa 2007β). Η προσθήκη τέτοιων επιθέτων στα ονόματα πόλεων είναι συνήθης και ενδεικτική των καλών σχέσεων της εκάστοτε πόλης με τους αυτοκράτορες. H πρακτική αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με την απόκτηση του αυτοκρατορικού gentilicium από τους υπηκόους (συμπεριλαμβανομένων και των απελεύθερων δούλων) στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχώρησε τη ρωμαϊκή πολιτεία. Με τον τρόπο αυτό άτομα και πόλεις προσγράφονται στην ευρύτερη οικογένεια του εκάστοτε αυτοκράτορα-πάτρωνα ή ευεργέτη.
H Πάφος πήρε τον τίτλο της μητροπόλεως τών κατὰ Κύπρον πόλεων αργότερα. Η χορήγηση αυτού του τίτλου έγινε μάλλον από τον Aδριανό, όπως μαρτυρεί επιγραφή προς τιμήν του αυτοκράτορα (IGR III 62), μολονότι τα περισσότερα επιγραφικά κείμενα στα οποία η πόλη φέρει τον τίτλο αυτό χρονολογούνται κατά την περίοδο των Σεβήρων (196/7-235 μ.X.· ενδεικτικά SEG VI 811· XX 252). H Πάφος εκπληρούσε πολλές από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση και διατήρηση αυτού του τίτλου (βλ. Heller 2006: 283-341): είχε τον έλεγχο του αρχαίου και φημισμένου ιερού της Aφροδίτης της Παλαιπάφου, ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας και πολύ πιθανόν έδρα του τοπικού Κοινού, και λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Kύπρου λόγω του πολυσύχναστου λιμανιού της (για την Πάφο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Mitford 1980: 1309-1315 και πιο πρόσφατα Balandier 2016). Αυτή η επίσημη αναγνώριση από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία όχι μόνο επέτεινε το κύρος της Πάφου, αλλά παράλληλα της εξασφάλιζε σημαντικότατα οικονομικά οφέλη, αφού η πόλη διοργάνωνε και φιλοξενούσε αγώνες και γιορτές προς τιμήν των αυτοκρατόρων σε επαρχιακό επίπεδο, ενώ άτομα τα οποία κατείχαν υψηλά αξιώματα στο Kοινό έπρεπε να ασκούν τα καθήκοντά τους στη μητρόπολη, ακόμα και εάν προέρχονταν από άλλες πόλεις της επαρχίας.
Και η Σαλαμίνα, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη του νησιού και κυρία του ιερού του Διός, χαρακτηρίζεται ως μητρόπολις της Kύπρου σε επιγραφή προς τιμήν του Aδριανού το 124/5 μ.X. (I.Salamis 92 = I.Salamine 140). Φαίνεται ότι ο Αδριανός της απένειμε αυτόν τον τίτλο παράλληλα με την Πάφο κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Aνατολή κατά τα έτη 123-125 μ.X. ή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε στην Κύπρο η βίαιη εξέγερση των Iουδαίων το 115/6 μ.X. (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 68.32.2-3· Eυσέβιος, Εκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4.2). Mολονότι δεν έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε διένεξη μεταξύ Πάφου και Σαλαμίνας για τον τίτλο της μητρόπολης, όπως διαφαίνεται σε συμβολικό-θρησκευτικό επίπεδο από τον διπλό εικονογραφικό τύπο –ναός της Παφίας Aφροδίτης και άγαλμα του Σαλαμινίου Δία– στα νομίσματα του Kοινού των Kυπρίων ήδη από την εποχή του Aυγούστου (Burnett – Amandry – Ripollès 1992: αρ. 3906-3907, 3921-3926, 3934-3935).
Aγαθή Tύχη. Η Σεβαστή Kλαυδία Φλαβία Πάφος, η ιερή μητρόπολη των πόλεων της Kύπρου (έστησε) τον αυτοκράτορα (: τον ανδριάντα του) Kαίσαρα Mάρκο Aυρήλιο Aντωνίνο, Eυσεβή, Eυτυχή, Σεβαστό, Aραβικό, Aδιαβηνικό, Mέγιστο Παρθικό, Bρετανικό. Ηταν παρόντες (στ. 5) και πραγματοποίησαν την καθιέρωση (του ανδριάντα) ο κράτιστος ανθύπατος Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος και ο αξιολογότατος λογιστής Hλιανός Πολυβιανός, που ορίστηκε από τους κυρίους μας αυτοκράτορες και έστησε τον ανδριάντα για 500 (δηνάρια) από τους πόρους που ψηφίστηκαν (στ. 10) από τους άρχοντες του τρέχοντος έτους 19ου (του Σεπτιμίου Σεβήρου), και του 14ου (του Kαρακάλλα) και του 29ου.
(1ο χέρι) | |
τοίς επὶ τών θυσιών | |
ηρημένοις | |
π(αρὰ) Αυρηλίου Σάκις απὸ | |
κώμης Θεοξενίδος | |
5 | άμα τοίς τέκνοις Αιώνι |
καὶ Hρα καταμένοντες | |
εν κώμη Θεαδελφεία. | |
αὶ θύοντες τοίς θεοίς | |
διετελέσαμεν καὶ νύν | |
10 | επὶ παρόντων υμών |
κατὰ τὰ προσταχθέντα | |
εθύσαμεν καὶ εσπείσαμεν | |
καὶ τών ιερείων εγευσά- | |
μεθα καὶ αξιούμεν υμας | |
15 | υποσημιώσασθαι. διευ- |
τυχείτε. | |
(2ο χέρι) | |
Αυρήλιοι Σερήνος καὶ | |
Ερμας είδαμεν υμας | |
θυσιάζοντος. | |
(1ο χέρι) | |
20 | (έτους) α Αυτοκράτορος Καίσαρος |
Γαΐου [Μ]εσσίου Κουίντου | |
Τραιαν[ο]ύ Δεκίου Ευσεβούς | |
Ευτυχούς Σεβαστού | |
Παύνι κγ. |
Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου
Πρόκειται για έγγραφη δήλωση που κάνει ο Αυρήλιος Σάκις προς τις αρμόδιες αρχές, δηλαδή τους υπεύθυνους για τις θυσίες στην πόλη του, ότι ο ίδιος και τα παιδιά του πρόσφεραν θυσίες στους θεούς, όπως έκαναν και στο παρελθόν.
Όπως όλα τα σχετικά κείμενα, έτσι και αυτό χωρίζεται σε τρία μέρη: το πρώτο μέρος (στ. 1-7) είναι δομημένο ως επίσημη αίτηση και περιλαμβάνει το όνομα του αποστολέα και το αξίωμα του παραλήπτη. Ακολουθεί η βεβαίωση του αποστολέα ότι ο ίδιος και μέλη της οικογένειάς του τέλεσαν θυσίες και η επιβεβαίωση από αυτόπτες μάρτυρες (στ. 8-19). Τέλος, καταγράφεται η ημερομηνία της δήλωσης (στ. 20-24).
Αποστολέας, παραλήπτες και μάρτυρες
Αποστολέας του κειμένου και κύριο πρόσωπο της δήλωσης είναι κάποιος Αυρήλιος Σάκις. Ο Winter τον ταυτίζει με τον αποστολέα ενός άλλου κειμένου που φυλάσσεται στη Φλωρεντία (P.Flor. 9· P.Mich. III 157· Rathbone 1991: 207) και με το οποίο ο Σάκις, γιος του Μαξίμου, βοσκός που δούλευε για τον Αυρήλιο Αππιανό, καταγγέλλει στο δεκαδάρχην Αυρήλιο Απολλώνιο μια επίθεση που υπέστη και κατά την οποία άγνωστοι του έκλεψαν τον γάιδαρό του (για τους δεκαδάρχας, βλ. Π5). Στον πάπυρο της Φλωρεντίας που χρονολογείται το 255 μ.Χ. ο Σάκις δηλώνει 35 ετών. Επομένως, αν τα δύο πρόσωπα ταυτίζονται, όταν γράφτηκε το δικό μας κείμενο, ο Αυρήλιος Σάκις ήταν 30 ετών.
Παραλήπτες, όπως συνήθως συμβαίνει σε αυτό το είδος κειμένου, είναι οι εκλεγμένοι υπεύθυνοι για τις θυσίες, δηλαδή τοπικοί αρμόδιοι οι οποίοι επέβλεπαν την ομαλή εκτέλεση του διατάγματος του Δεκίου.
Ο Αυρήλιος Σερήνος και ο Αυρήλιος Ερμάς, που υπογράφουν τη βεβαίωση, λειτουργούν ως μάρτυρες. Επίσημα έγγραφα έπρεπε να υπογράφονται από μάρτυρες για να αποκτήσουν νομική ισχύ (βλ. Wolff 1978: 114-122). Ο Ερμάς είναι ενδεχομένως γνωστός και από άλλα κείμενα αυτής της περιόδου και ίσως είχε διατελέσει κωμάρχης (Rathbone 1991: 20 σημ. 25).
Η πολιτική των Ρωμαίων αυτοκρατόρων απέναντι στους χριστιανούς – διωγμοί
Πάπυροι σαν αυτόν που εξετάζουμε είναι επακόλουθο του διατάγματος, με το οποίο ο αυτοκράτορας Δέκιος (Σεπτέμβριος/Οκτώβριος 249-Ιούνιος 251 μ.Χ.) μετά την άνοδό του στο θρόνο κατέστησε υποχρεωτικές για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας τις θυσίες στους θεούς της Ρώμης και τη συμμετοχή σε γεύμα με τα ζώα της θυσίας. Σε αυτή, όπως και στις περισσότερες σχετικές δηλώσεις, διαβάζουμε ότι οι θυσίες έγιναν κατὰ τὰ προσταχθέντα (στ. 11). Όσοι –κυρίως χριστιανοί– αρνούνταν να θυσιάσουν στους παραδοσιακούς θεούς της αυτοκρατορίας και επομένως να συμμετάσχουν στην επίσημη λατρεία του ρωμαϊκού κράτους έθεταν εαυτούς αυτόματα έξω από την πολιτική κοινότητα της αυτοκρατορίας και αντιμετωπίζονταν ως αντικαθεστωτικά στοιχεία (η άρνησή τους αφορούσε και την αυτοκρατορική λατρεία, με την οποία οι αυτοκράτορες επιδίωκαν την ισχυροποίηση της εξουσίας τους στις επαρχίες). Η ποινή ήταν φυλάκιση, βασανιστήρια και τελικά θανάτωση ή εξορία και δήμευση της περιουσίας. Αν πείθονταν να θυσιάσουν στους παραδοσιακούς θεούς, δεν υφίσταντο καμία ποινή (Heinen 1991: 1935-1936). H έκδοση των σχετικών επίσημων πιστοποιητικών ενείχε περίπου την έννοια δηλώσεων νομιμοφροσύνης των ελεύθερων κατοίκων της αυτοκρατορίας, που μετά το διάταγμα του Καρακάλλα του 212 μ.Χ. είχαν γίνει πλέον Ρωμαίοι πολίτες (πρβλ. τη συχνή εμφάνιση Αυρηλίων στο ονομαστικό του παπύρου· σχετικά Μπουραζέλης 1989: 120-148).
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία οι συστηματικοί διωγμοί ξεκινούν την εποχή του Νέρωνα, όταν οι χριστιανοί κατηγορήθηκαν για τη φωτιά του 64 μ.Χ. στη Ρώμη (βλ. Keresztes 1979). Διωγμοί παρουσιάζονται περιστασιακά και τον 2ο αι. μ.Χ., στην περίοδο της βασιλείας του Τραϊανού και των υπόλοιπων αυτοκρατόρων της δυναστείας των Αντωνίνων, ενώ κατά τη διάρκεια της δυναστείας των Σεβήρων έχουμε αρκετές μαρτυρίες για περιορισμένες τοπικά και χρονικά διώξεις των χριστιανών που δεν δείχνουν όμως να έχουν τον χαρακτήρα γενικευμένου διωγμού (Για τους διωγμούς των χριστιανών, βλ. Frend 1965· Molthagen 1970: 61-84· Sordi 1979· Frend 1984: 271-324· Lane Fox 1986: 419-492· Montevecchi 1988: 288-291· Robinson 1995· Giovannini 1996· Beard – North – Price 1998: 228-244. Ειδικά για την περίοδο των Σεβήρων, βλ. και Μπουραζέλης 1989: 55-63). Μετά το τέλος της δυναστείας των Σεβήρων (235 μ.Χ.), και κυρίως από τα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., οι θρησκευτικοί διωγμοί αποτέλεσαν σταθερό στοιχείο της πολιτικής της Ρώμης. Με διεξαγωγή συστηματικών διωγμών έχουν κατά κύριο λόγο συνδεθεί οι αυτοκράτορες Δέκιος, Βαλεριανός και Διοκλητιανός (ειδικά για τον διωγμό του Δεκίου, βλ. Andreotti 1956).
Οι διωγμοί του 3ου αι. μ.Χ. συνδέονται με την πολιτική και κοινωνική κρίση που διέρχεται η αυτοκρατορία κατά την περίοδο αυτή. Είναι ενδιαφέρον ότι στους εθνικούς συγγραφείς της εποχής η παραδοσιακή θρησκεία παρουσιάζεται ως απαραίτητη για τη διατήρηση του imperium Romanum (ανέκαθεν στενά συναρτημένου με την εύνοια των θεών κατά τις ρωμαϊκές αντιλήψεις), η ευσέβεια ως εγγύηση για την έξοδο της αυτοκρατορίας από την κρίση και οι χριστιανοί ως υπεύθυνοι για όλα τα δεινά (βλ. ενδεικτικά Δίων Κάσσιος 52.36.1 κ.εξ.· Φιλόστρατος, Βίος Απολλωνίου Τυανέως 5.36· Πορφύριος, Κατὰ χριστιανών απόσπ. 80).
Προς αυτούς που έχουν εκλεγεί ως υπεύθυνοι για τις θυσίες από τον Αυρήλιο Σάκι, από την κώμη Θεοξενίδα, (στ. 5) μαζί με τα παιδιά του, Αιώνα και Ηρά, που κατοικούν στην κώμη Θεαδέλφεια. Πάντοτε θυσιάζαμε στους θεούς και τώρα (στ. 10) μπροστά σας σύμφωνα με το διάταγμα θυσιάσαμε και κάναμε σπονδές και γευτήκαμε τα ιερά σφάγια και σας ζητούμε (στ. 15) να παράσχετε βεβαιώσεις γι’ αυτό. Χαίρετε. Ο Αυρήλιος Σερήνος και ο Αυρήλιος Ερμάς σας είδαμε να θυσιάζετε. (στ. 20) Στο πρώτο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Γαΐου Μεσσίου Κουίντου Τραïανού Δεκίου Ευσεβούς Ευτυχούς Σεβαστού, 23 Παύνι.
Ἣν εσορας στήλην μεστὴν ε- | |
σορας, φίλε, πένθους. | |
Κάτθανε γὰρ Ζώη ούνομα | |
κλησκομένη | |
5 | οκτωκαιδεκέτης, λείψα- |
σα γονεύσι δάκρυα | |
καὶ πάπποις τὰ όμοια, ού- | |
περ γαίης λίπε πένθη. | |
Ἦν δέ γάμω ζευχθε<ί>σα κύ- | |
10 | ησέ τε <τ>έκνον άωρον, |
ού τεχθέντος άφωνος | |
λίπεν φάος ηελίοιο. | |
Πηνειὸς δέ πατήρ χεύων | |
δάκρ<υ> θήκε τόδ᾿ έργον | |
15 | σύν τε φίλη αλόχω, οίς ήν |
τέκνον έν τε κουκ άλλο. | |
Ουδέ γὰρ εξ αυτής έσχον | |
τέκνον φώ<ς> λιπούσης | |
αλλ᾿ άτεκνοι λύπη καρ- | |
20 | τέρεον βίοτον. |
Θρήνος για τον πρόωρο θάνατο μιας νεαρής γυναίκας, που πέθανε κατά τη γέννα του πρώτου της παιδιού μαζί με το μωρό της. Όντας μοναχοπαίδι άφησε τους γονείς της χωρίς καμία προσδοκία για το μέλλον.
Το ποίημα και η ιστορία
Το επιτάφιο επίγραμμα αποτελείται από πέντε ελεγειακά δίστιχα (ανά δύο, οι στίχοι της επιγραφής περιέχουν από ένα στίχο του ποιήματος). Το ποίημα διηγείται τη θλιβερή ιστορία μιας οικογένειας. Ο Πηνειός και η γυναίκα του είχαν ένα μοναχοπαίδι, την κόρη τους Ζωή. Πριν συμπληρώσει τα δεκαοχτώ της χρόνια, την πάντρεψαν. Τρεις γενιές της ίδιας οικογένειας (η Ζωή και ο άντρας της, οι γονείς της και οι παππούδες της) περίμεναν με χαρά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Αλλά άλλες ήταν οι βουλές της μοίρας. Η Ζωή και το νεογέννητο πέθαναν (ίσως σε πρώιμη γέννα) και μαζί τους χάθηκε η ελπίδα για τη συνέχεια της οικογένειας. Η μοίρα της Ζωής και του νεογέννητου δεν είναι ασυνήθιστη για τα δεδομένα της αρχαιότητας. Πολλές πηγές, κυρίως επιτάφιες επιγραφές, μαρτυρούν την παιδική θνησιμότητα και τον θάνατο κατά τον τοκετό της μητέρας, του παιδιού ή και των δύο (Vérilhac 1982· Demnand 1994· Suder 1995· Martin-Kichler 2000· Bourbou 2001).
Τα εργαλεία της ταφικής ποίησης
Πολλές φορές οι συντάκτες επιτάφιων επιγραμμάτων επιχειρούν να δώσουν κάποια παρηγοριά θυμίζοντας ότι κανένας δεν είναι αθάνατος (θάρσει, ουδεὶς αθάνατος: π.χ. SEG XXXVII 1103· XLIII 638, 667, 1020, 1069, 1167· XLV 1450, 1686, 2181· Vérilhac 1982: 227-235) ή αφήνοντας κάποια ελπίδα για τη μεταθανάτια ζωή (Chaniotis 2000· Le Bris 2001· Peres 2003· Wypustek 2013). Η ιδιαιτερότητα αυτού του θεσσαλικού επιγράμματος συνίσταται στο ότι δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρηγοριάς, ακόμα και αν ο θάνατος χαρακτηρίζεται στο στ. 8 ως φυγή από τις επίγειες θλίψεις (γαίης λίπε πένθη: βλ. Vérilhac 1982: 236-240). Η πρώτη κιόλας φράση του ποιήματος προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι η στήλη είναι γεμάτη πόνο και ο τελευταίος στίχος δεν αφήνει καμιά ελπίδα: οι γονείς της Ζωής δεν ζουν πλέον τη ζωή τους, απλώς την υπομένουν (καρτέρεον βίοτον). Μετά τον θάνατο της Ζωής, δεν υπάρχει πλέον ζωή –ο ποιητής χρησιμοποιεί συνειδητά τη λέξη βίοτος–, αλλά ούτε και προσδοκία νέας ζωής. Ένα ανάλογο αίσθημα μεταδίδει ένα επίγραμμα από τη Σάμο: “με τον θάνατό μου χήρεψε όλο το σπίτι· γιατί ούτε εγώ μένω πίσω ούτε κι άφησα ένα βλαστάρι φεύγοντας” (IG XII 6, 873: πας γὰρ εμού φθιμένης χήρος δόμος ούτε γὰρ αυτή λείπομαι ούτ᾿ έλιπον βλαστόν αποιχoμένη).
Αν και ο ανώνυμος ποιητής δεν χειρίζεται άριστα το μέτρο, αποφεύγει τις κοινοτοπίες και προσπαθεί να καταδείξει την ατομικότητα της σκληρής μοίρας του Πηνειού και της οικογένειάς του. Ένα από τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι η επανάληψη ετυμολογικώς συγγενών, συνώνυμων ή ομόηχων λέξεων που δίνει στο ποίημα τη ρυθμικότητα του μοιρολογιού: ήν εσορας… μεστὴν εσορας (στ. 1-2)· λείψασα… δάκρυα (στ. 5-6), λίπε πένθη (στ. 8), λίπεν φάος (στ. 12) και φώ<ς> λιπούσης (στ. 18: αντί για φωτὶ λιπούσης που αναγράφεται μάλλον από λάθος του γραφέα· πρβλ. στ. 19: λύπη)· τέκνον έν (στ. 16), τέκνον (στ. 18), άτεκνοι (στ. 19)· μεστὴν… πένθους (στ. 1-2) και λίπε πένθη (στ. 8)· φίλε (στ. 2) και φίλη (στ. 15). Ο πόνος εκφράζεται ηχητικά από την παρήχηση του -π: λείψα|σα γονεύσι δάκρυα | καὶ πάπποις τὰ όμοια, ού|περ γαίης λίπε πένθη (στ. 5-8) και Πηνειὸς δέ πατήρ (στ. 13).
Την πρωτοτυπία του ποιητή δείχνει και το γεγονός ότι στην αρχή του ποιήματος, όταν απευθύνει το λόγο στον αναγνώστη της στήλης, δεν τον χαρακτηρίζει, ως συνήθως στην ταφική ποίηση, ως παροδίτη αλλά ως φίλο, καθιστώντας τον έτσι έμμεσα μέτοχο της θλίψης. Έτσι κατορθώνει ακόμα και σήμερα να μας μεταδώσει συγκίνηση.
Η χρήση των ονομάτων στην ταφική ποίηση
Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα μέλη της οικογένειας (η μητέρα και ο άντρας της Ζωής, οι παππούδες) μένουν ανώνυμα. Η εξήγηση είναι απλή. Ο ποιητής κατονομάζει μόνο τα πρόσωπα των οποίων το όνομα προσφέρεται από την ίδια του την ετυμολογία για να εκφράσει την τραγικότητα του συμβάντος. Η τραγική ειρωνεία ότι η νεαρή νεκρή λέγεται Ζωή προσθέτει έμφαση στην απελπισία των συγγενών: “πέθανε η ζωή” είναι η πρώτη φράση, “δεν ζούμε, αλλά ανεχόμαστε τη ζωή” η τελευταία. Το μέγεθος της θλίψης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο πατέρας της νεκρής έχει το όνομα του μεγαλύτερου ποταμού της περιοχής (Πηνειός)· έτσι ο χείμαρρος των δακρύων του έμμεσα παραλληλίζεται με την ορμητική και ανεξάντλητη ροή του ποταμού. Το όνομα Πηνειός μαρτυρείται συχνά ως ανθρωπωνύμιο όχι μόνο στη Θεσσαλία αλλά και στη Σάμο, στη Σπάρτη και στην Τήνο (βλ. τα σχετικά λήμματα στο LGPN I-IV). Το όνομα Ζωή είναι πολύ συνηθισμένο.
Οι ποιητές επιτάφιων επιγραμμάτων συχνά εκμεταλλεύονται την ετυμολογία των ονομάτων των νεκρών ή των συγγενών τους. Σε ένα επίγραμμα από τη Στρατονίκεια (I.Stratonikeia 1202) διαβάζουμε: θρέψας μοι Κάρπος στήλην μνήμης επέθηκεν πάντα ολέσας καρπὸν τών επ᾿ εμο[ὶ] καμάτων (“ο Κάρπος, που με ανάθρεψε, τοποθέτησε στήλη για να με θυμούνται, χάνοντας όλο τον καρπό των κόπων του για την ανατροφή μου”). Σε άλλα επιγράμματα τονίζεται η τραγική ειρωνεία που προκύπτει από το ελπιδοφόρο όνομα του νεκρού και τη μοίρα του. “Αλύπητος ήταν το πλάνο όνομά μου”, εκφράζει το παράπονό του ένας νεκρός στις Ερυθρές που οι συντυχίες δεν του χάρισαν ζωή χωρίς λύπη (I.Erythrai Klazomenai 309 = Steinepigramme Ι 03/07/08). Στην ίδια πόλη ένας άλλος ποιητής υπογραμμίζει το πλάνο (ψευδήγορον) όνομα του δεκαοχτάχρονου νεκρού: “δεκαοχτάχρονο με άρπαξε ο αχόρταγος δαίμων, εμένα, τον Φωτινό, πικρό πένθος για τους γονείς μου. Το όνομά μου λέει ψέματα. Δεν βλέπω το γλυκό το φως, αλλά τον φριχτό για τους ανθρώπους Άδη” (I.Erythrai Klazomenai 306 = Steinepigramme Ι 03/07/16). Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν απόλυτη συνείδηση της σημασίας των ονομάτων που συχνά δίνονταν συνειδητά, π.χ. για να υπογραμμίσουν τη σχέση με κάποια θεότητα (“θεοφόρα ονόματα”), να τονίσουν τη σχέση μελών μιας οικογένειας (Solin 1990), να υποδηλώσουν την επαγγελματική απασχόληση, ιδίως στις τέχνες και τα θεάματα (Chaniotis 1990: 97), ή να εκφράσουν προσδοκίες. Με προσδοκίες δόθηκε και στη Ζωή το όνομά της, αλλά η ζωή τις διέψευσε.
Αυτή τη στήλη που βλέπεις, φίλε, τη βλέπεις γεμάτη πένθος. Γιατί η Ζωή –αυτό το όνομα της είχαν δώσει– πέθανε (στ. 5) δεκαοχτώ χρονών αφήνοντας στους γονείς της μονάχα δάκρυα, το ίδιο και στους παππούδες της, από τη στιγμή που άφησε της γης τα πένθη. Είχε παντρευτεί (στ. 10) και έφερε στα σπλάχνα της ένα παιδί, που πέθανε πριν την ώρα του· μόλις το γέννησε, βουβή εγκατέλειψε του ήλιου το φως. Ο πατέρας της, ο Πηνειός, χύνοντας δάκρυα, της έστησε αυτό το έργο, (στ. 15) μαζί με την αγαπημένη του γυναίκα. Ένα παιδί μόνο είχαν· δεν είχαν άλλο. Αλλά ούτε και από την κόρη τους απόκτησαν παιδί (εγγόνι), αφού άφησε το φως, αλλά χωρίς παιδιά και με θλίψη (στ. 20) υπέμειναν καρτερικά τη ζωή τους.