επὶ Διονυσίου άρχοντος τού μετὰ
Παράμονον επὶ τής Αιαντίδος ε-
βδόμης πρυτανείας, ή Λάμιος Τιμού-
χου Ῥαμνούσιος εγραμμάτευεν· Γα-
5 μηλιώνος ογδόη ισταμένου, ογδό-
η τής πρυτανείας· βουλὴ εμ βουλευ-
τηρίωι· τών προέδρων επεψήφιζεν
Στρατοφών Στρατοκλέους Σουνι-
εὺς καὶ συνπρόεδροι·
10  έδοξεν τεί βουλεί·
Ῥήσος Αρτέμωνος Ἁλαιεὺς είπεν·
επειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος πρὸς
τὴν βουλὴν Διόγνητος εξ Οίου ταμί-
ας ναυκλήρων καὶ εμπόρων τών φε-
15 ρόντων τὴν σύνοδον τού Διὸς τού
Ξενίου εμφανίζει τεί βουλεί βούλεσ-
θαι τὴν σύνοδον αναθείναι εικόνα γρα-
πτὴν εν όπλω τού εαυτών προξέ-
νου, κεχειροτονημένου δέ καὶ επιμε-
20 [λ]ητού επὶ τὸν λιμένα Διοδώρου τού
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ-
τού καὶ διὰ ταύτα παρακαλεί τὴν βου-
λὴν επικυρώσαι εαυτώι ψήφισμα·
αγαθε[ί] τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί επι-
25 κεχω[ρ]ήσθα[ι] Διογνήτω καὶ τη συνόδω
[π]ο[ι]ήσα[σθ]αι τ[ὴν] ανάθεσιν τή[ς] γρα-
πτής εικόνος εν όπλω Διοδώρου τού
Θεοφίλου Ἁλαιέως εν τώι αρχείωι αυ-
τού καθάπερ παρακαλεί τὴν βουλήν.

Το τιμητικό ψήφισμα της βουλής των Αθηνών μάς πληροφορεί για την άδεια που ζητάει από τη βουλή ένα εμπορικό σωματείο που φέρει το όνομα του Ξένιου Δία, ώστε να εγείρει αναθηματικό μνημείο προς τιμήν ενός κρατικού αξιωματούχου. Το συγκεκριμένο σωματείο έχει ως μέλη του εμπόρους και ναυκλήρους.

Το περιεχόμενο της επιγραφής μπορεί να χωριστεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο, στ. 1-10, περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία χρονολόγησης, το δεύτερο, στ. 11-23, καλύπτει το αίτημα του σωματείου προς τη βουλή και τέλος το τρίτο, στ. 24-29, την απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου.

Από τον πρώτο στίχο αναφέρεται το όνομα του επώνυμου άρχοντα, Διονύσιος. Η ακριβής χρονολόγηση ωστόσο προκύπτει από την αναφορά του προκατόχου του, Παράμονου στ. 1-2. Με το όνομα Διονύσιος εντοπίζονται άλλοι πέντε επώνυμοι άρχοντες μόνο για τον 2ο αι. π.Χ. Πρόκειται για μία από τις λιγοστές επιγραφές όπου εντοπίζεται αυτός ο τρόπος σύνταξης (ακόμη στις IG II2 916, 1014, 1029 και 1047). Σκοπός η αποφυγή της σύγχυσης για τους ανθρώπους που θα διάβαζαν αναρτημένες αποφάσεις της πόλης έχοντας εκδοθεί διαφορετικές χρονικές περιόδους στις οποίες οι επώνυμοι άρχοντες έφεραν το ίδιο όνομα.

Οι στίχοι 2-9 παραθέτουν τα στοιχεία για το πότε συνεδρίασε η βουλή. Γραμματέας της διαδικασίας ήταν ο Ραμνούσιος Λάμιος Τιμούχου και επιστάτης των προέδρων ο Σουνιεύς Στρατοφών Στρατοκλέους. Είναι πολίτες που συμμετέχουν στον δημόσιο βίο της πόλης τους χωρίς όμως να αποτελούν σημαίνουσες προσωπικότητες (Ο γιος του Λάμιου αναγράφεται σε δελφική επιγραφή, F.Delphes III 2:48[2] + 53, χρονολογημένη το 98/7 π.Χ. ως Πυθαϊστής, στ. 31-32, ενώ ο Στρατοφών επιστάτης των προέδρων το 107/6 π.Χ., IG II2 1011 στ. 65 και 74-75). Το αρχικό κομμάτι στης στήλης, στ. 10, ολοκληρώνεται με τη φράση, «έδοξεν τεί βουλεί».

Οι στίχοι 11-23 αποτελούν τον βασικό κορμό της επιγραφής. Εισηγητής του αιτήματος ήταν ο Ρήσος Αρτέμωνος από τον δήμο των Αλών ενώ η πρόταση είχε κατατεθεί από τον Διόγνητο του δήμου Οίου. Πρόκειται για πρόσωπα κατά τα λοιπά άγνωστα σε εμάς. Οι φράσεις που συνοδεύουν το όνομα του Διόγνητου μέχρι και τον στίχο 16 είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ο συγκεκριμένος Αθηναίος πολίτης έχει την ιδιότητα του ταμία στο εμπορικό σωματείο (για εμπόρους και ναυκλήρους ενδ. βλ. Vélissaropoulos 1980: 35-37 και 48-56) των οποίων η πλειοψηφία, πιθανότατα απαρτίζεται από μη Αθηναίους πολίτες. Ο παραπάνω ισχυρισμός καθίσταται βάσιμος από το όνομα της συνόδου, Ξένιος Δίας (Radin 1910: 55, Vélissaropoulos 1980: 104 και Mikalson 1998: 278). Ωστόσο, αν και η συγκεκριμένη λατρεία προσδιορίζει ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή επιτρεπόταν η είσοδος και σε Αθηναίους (μεικτή σύνθεση εμφανίζεται και στη σύνοδο του Ηρακλή το 159/8 π.Χ.,  Bol, 1981, Städel-Jahrbuch 8, 361-362). Ο Διόγνητος ήταν ο ταμίας της συντεχνίας συνεπώς, είτε από την αρχή είτε πιθανότερα στη συνέχεια, έγιναν αποδεκτοί και Αθηναίοι πολίτες.

Αναμφισβήτητα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη σύνοδος, στ. 15,  ως έννοια που απεικονίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας μίας συλλογικότητας τουλάχιστον την ελληνιστική περίοδο. Για να γίνει πληρέστερη η προσπάθεια απεικόνισης του θεσμού της συνόδου θα χρησιμοποιηθούν τόσο στοιχεία του κειμένου όσο και από άλλες αττικές επιγραφές του 2ου αι. π.Χ. Η ένταξη της Δήλου μετά το 166 π.Χ. στο αθηναϊκό κράτος συνδυάστηκε με την παροχή ιδιαίτερων προνομίων. Αποτέλεσε το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου προσελκύοντας εμπόρους όλων των εθνοτήτων πολλοί εκ των οποίων δρούσαν μέσα από επαγγελματικά σωματεία. Ένα από αυτά ίσως ήταν αυτό του Ξένιου Δία (Vélissaropoulos 1980: 104). Η παρούσα επιγραφή τοποθετεί με βεβαιότητα τη δράση του στην Αθήνα χωρίς αυτό να αποκλείει δραστηριότητες και αλλού. Κάτι τέτοιο φαντάζει λογικό λόγω της φορολογικής ατέλειας της Δήλου αλλά στηρίζεται και στην ύπαρξη μόνιμου προξένου του σωματείου στην Αθήνα.

Ο Διόδωρος γιος του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών Αιξωνιδών είναι ο πρόξενος της συντεχνίας στην Αθήνα κατέχοντας τουλάχιστον για τη χρονιά έκδοσης του ψηφίσματος και το πολύ στενά συνδεδεμένο με το εμπόριο αξίωμα του επιμελητή των λιμανιών. Ο θεσμός της προξενείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο προσδιορίζεται από τη δυνατότητα της κάθε πόλης να ορίζει έναν διακείμενο φιλικά προς αυτή πολίτη μιας άλλης πόλης, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην πόλη καταγωγής του, ως πρεσβευτή της αρμόδιο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Έναν αντίστοιχο ρόλο φαίνεται πως είχε ο Διόδωρος εκπροσωπώντας τους εμπόρους και ναυκλήρους του Ξένιου Δία.

Ποια όμως ήταν η παρουσία αυτής της συντεχνίας στον Πειραιά; Η ύπαρξη Αθηναίου ταμία, δηλώνει τη διαρκή παρουσία της. Αξιοποιώντας μνείες άλλων επιγραφών (IG II2 1325, 1329 και 1343) των ίδιων χρόνων φανερώνεται ότι η σύνοδος έχει τη σημασία της συνέλευσης μιας ιδιωτικής συλλογικής οργάνωσης, θρησκευτικού, οικονομικού ή άλλου χαρακτήρα (για τους ιδιωτικούς συλλόγους του αρχαίου ελληνικού κόσμου βλ. Vélissaropoulos 1980: 93-96 και Ismard 2010: 286-291 και 344-364). Επομένως, η σύνοδος του Ξένιου Δία, που συναθροίστηκε στην Αθήνα, είναι πολύ πιθανόν να αποτελούσε μία συνέλευση των παρευρισκόμενων στην πόλη μελών του σωματείου. Ως σώμα έλαβε αποφάσεις, με μία εξ αυτών να αποτελεί το αίτημα στη βουλή ώστε να της επιτραπεί η τίμηση του προξένου της.

Οι στίχοι 17-18 διασαφηνίζουν επακριβώς την τιμή για την οποία η σύνοδος ζητάει την άδεια της βουλής. Οι έμποροι και οι ναύκληροι επιθυμούσαν να κατασκευάσουν μία εγχάρακτη αναπαράσταση του προξένου τους πάνω σε οπλιτική ασπίδα. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος απόδοσης τιμής εμφανίζεται στην Αθήνα τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Η παρούσα επιγραφή του 112/1 π.Χ. αποτελεί την παλαιότερη, έως σήμερα, αναφορά του ενώ εμφανίζεται σε χρήση μέχρι την αυγούστεια περίοδο (ως βέβαιες ή πολύ πιθανές μαρτυρίες αναγνωρίζονται οι επιγραφές: IG II2 1039, 1043, 1048-1050, 1070, Agora XV 264, 265, 268, 277, 295 και Traill 1978: 292-295. Για περισσότερα βλ. Klaffenbach 1961, 1963, 156-157, BE 1962: 176-177 και BE 1964, 192 αρ. 283).

Στους στίχους 18-22 της επιγραφής εντοπίζονται για πρώτη φορά το όνομα του προσώπου που επρόκειτο να τιμηθεί, οι θέσεις του στην κοινωνία αλλά και ο προτεινόμενος τόπος ανέγερσης της εγχάρακτης ασπίδας. Από το τμήμα αυτό αντλήθηκαν τα στοιχεία που σχολιάστηκαν παραπάνω. Πέραν της προξενικής του ιδιότητας ο Διόδωρος κατέχει και τη θέση του επιμελητή επί του λιμένα στο αθηναϊκό κράτος. Έδρα του αξιώματος ο Πειραιάς με την εμφάνισή του να χρονολογείται την ελληνιστική περίοδο. Με επιφύλαξη μπορεί να υποστηριχθεί ότι το συγκεκριμένο αξίωμα αναγράφεται συχνά με διαφορετικά ονόματα («επιμελητὴς Πειραιέως», IG II2  1283, «επιμελητὴς τού εν Πειραεί λιμένος» II2 2336 ή «επιμελητὴς επὶ τού λιμένος» II2 1012-1013, Rοussel 1916: 102). Οι αρμοδιότητές του δεν περιορίζονταν σε αυτές γύρω από την ομαλή λειτουργία των λιμανιών, αλλά επεκτείνονταν σε θέματα σχετικά με την κοινωνική ζωή της πόλης, την έκδοση νομίσματος έως και την επιβολή του νόμου.

Ο πρόξενος και επιμελητής του λιμανιού Διόδωρος είναι ιδιαίτερα επιφανής πολίτης με δράση για δεκαετίες στην πολιτική ζωή της Αθήνας (IG II2 2452 στ. 56, 1012 ως επιμελητής του λιμανιού, 1013 ως αξιωματούχος για τα μέτρα και τα σταθμά και τέλος ως Πυθαϊστής στους Δελφούς F.Delphes III 2:17 στ. 11). Ηταν μέλος ευκατάστατης οικογένειας με συμμετοχή στα δρώμενα της πόλης τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δύο προχριστιανικούς αιώνες (Για τα μέλη και τη δράση της οικογένειας όπου τα ίχνη της ίσως εντοπίζονται ακόμα και από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. βλ. Meritt 1940: 86-88 και 1960: 25-28, Davies, APF 155-156, Geagan 1983: 155-161 και Traill, PAA: 5 375-376).

Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η σύνοδος του Ξένιου Δία επεδίωκε να τιμήσει τον Διόδωρο δε γίνονται γνωστοί. Από υλιστική σκοπιά είναι εύλογο να ειπωθεί πως ως πρόξενος αλλά και κρατικός αξιωματούχος αποτελεσματικά και με ζήλο προωθούσε τα οικονομικά συμφέροντα της συντεχνίας στην πόλη. Προς αναγνώριση του έργου του και ίσως προς παραίνεση για το μέλλον οι ναύκληροι και οι έμποροι επιθυμούν την τίμησή του. Η επιθυμία τους γνωστοποιήθηκε στη βουλή από τον Αθηναίο ταμία τους, διότι υπήρχε η πρόθεση η εγχάρακτη αναπαράστασή του να τοποθετηθεί, καθόλου τυχαία, στην έδρα του επιμελητή του λιμανιού, δηλαδή σε δημόσιο κτίριο (Radin 1910: 55 και Jones 1999: 43-44). Το δεύτερο τμήμα της επιγραφής ολοκληρώνεται με την προτροπή της συντεχνίας προς τη βουλή να δώσει την έγκρισή της, στ. 22-23.

Η τρίτη και τελευταία ενότητα, στ. 24-29, περιλαμβάνει την απόκριση της αθηναϊκής βουλής. Αυτή δε θα μπορούσε παρά να είναι θετική. Με μια ιδιαίτερα λιτή γλώσσα η βουλή επιτρέπει στον Διόγνητο και στη σύνοδο να πραγματοποιήσουν την ανάθεση, στο επιλεγμένο από τους ίδιους δημόσιο κτίριο. Ο πολύ απλός τρόπος έκφρασης ο οποίος ουσιαστικά, πέραν του απαρεμφάτου «επικεχωρήσθαι», αναδιατυπώνει το κείμενο της συνόδου δημιουργεί μια αίσθηση τετριμμένου. Πιθανότατα τέτοια αιτήματα να έφταναν στη βουλή συνεχώς, η έγκριση των οποίων είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα.

Η επιγραφή παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για πρόσωπα της εποχής και τη λειτουργία του κράτους απεικονίζοντας μια κονωνικοοικονομική πτυχή της αθηναϊκής κοινωνίας τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Αποδίδει, στους σημερινούς της αναγνώστες, πολύ γλαφυρά τη σύνδεση εμπόρων και ναυκλήρων, διαφόρων τόπων καταγωγής, με Αθηναίους πολίτες αλλά και το ίδιο το κράτος. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι εκτός των Διόγνητου και Διόδωρου, στενές σχέσεις με τη σύνοδο του Ξένιου Δία είχε και ο Ρήσος εισηγητής του αιτήματος στη βουλή. Η αθηναϊκή πολιτεία δεν παρεμβαίνει στην οργάνωση και την ανάπτυξη τέτοιων δεσμών αλλά αντίθετα δημιουργεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου ανθίζουν.

Όταν άρχοντας ήταν ο Διονύσιος, αυτός μετά τον (άρχοντα) Παράμονο, στην έβδομη πρυτανεία, της Αιαντίδος φυλής, κατά την οποία γραμματέας ήταν ο Λάμιος, γιος του Τιμούχου από το δήμο του Ραμνούντα· (στ. 5) την όγδοη μέρα του Γαμηλιώνα, την όγδοη μέρα της πρυτανείας· κατά τη συνεδρίαση της βουλής εντός του βουλευτηρίου· από τους προέδρους έθετε (το θέμα) σε ψηφοφορία ο Στρατοφών, ο γιος του Στρατοκλέους από το δήμο του Σουνίου και οι συμπρόεδροί του· (σελ. 10) η βουλή αποφάσισε· ο Ρήσος, γιος του Αρτέμωνος από το δήμο των Αλών πρότεινε: επειδή παρουσιάστηκε στη βουλή ο Διόγνητος από το δήμο του Οίου, ταμίας των ναυκλήρων και των εμπόρων (στ. 15) του σωματείου του Ξένιου Δία, και γνωστοποιεί στη βουλή ότι το σωματείο επιθυμεί να ανεγείρει γραπτή εικόνα σε ασπίδα του δικού τους προξένου και εκλεγμένου (στ. 20) επιμελητή επί του λιμανιού Διόδωρου, γιου του Θεόφιλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, και για αυτό ζητεί από τη βουλή να επικυρώσει το ψήφισμά του, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει η βουλή να (στ. 25) παραχωρήσει το δικαίωμα στον Διόγνητο και το σωματείο να πραγματοποιήσουν την ανέγερση γραπτής εικόνας σε ασπίδα του Διοδώρου, γιου του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, όπως ακριβώς ζητεί από τη βουλή.

επὶ Φαιδρίου άρχοντος, Ελαφηβολιώνος ογδόει, εκκλησί-
α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· Διονύσιος Διονυσίου
                αρχιθιασίτης είπεν·
επειδὴ Πάτρων Δωροθέου τών εκ τής συνόδου, επελθὼν
5 επὶ τὴν εκκλησίαν καὶ ανανεωσάμενος τὴν υπάρχου-
σαν αυτώι εύνοιαν εις τὴν σύν[ο]δον, καὶ ότι πολλὰς χρείας
παρείσχηται απροφασίστως, διατελεί δέ διὰ παντὸς κο[ι]-
νεί τε τεί συνόδωι λέγων καὶ πράττων τὰ συμφέροντ[α]
καὶ κατ’ ι<δί>αν εύνους υπάρχων εκάστωι τών πλοιζομέ[νων]
10 εμπόρων καὶ ναυκλήρων, νύν [δ’ έτι] μαλλον επ<η>υξημέ-
νης αυτής μετὰ τής τών θεών ευνοίας παρεκάλεσεν τὸ
κοινὸν εξαποστείλαι πρεσβείαν πρὸς τὸν δήμον τὸν Αθη-
ναίων όπως δοθη αυτοίς τόπος εν ωι κατασκευάσουσιν τέ-
μενος Hρακλέους τού πλείστων [αγαθ]ών παραιτίου γ[ε]-
15 γονότος τοίς ανθρώποις, αρχηγού δέ τής πατρίδος υπά[ρ]-
χοντος· αιρεθεὶς πρεσβευτὴς πρός τε τὴν βουλὴν καὶ
τὸν δήμον τὸν Αθηναίων, προθύμως αναδεξάμενος έ-
πλευσεν δαπανών εκ τών ιδίων εμφανίσας τε τὴν
τής συνόδου πρὸς τὸν δήμον εύνοιαν παρεκάλεσεν
20 αυτὸν καὶ διὰ ταύτην τὴν αιτίαν επετελέσατο
τὴν τών θιασιτών βούλησιν καὶ τὴν τών θεών τιμὴν <συνηύξησεν>
καθάπερ ήρμοττεν αυτώι· πεφιλανθρωπηκὼς δέ
καὶ πλείονας εν τοίς αρμόζουσιν καιροίς, είρηκεν
δέ καὶ υπέρ τής συνόδου εν τώι αναγκαιοτάτωι
25 καιρώι τὰ δίκαια μετὰ πάσης προθυμίας καὶ φιλοτι-
μίας καὶ εδέξατό τε τὸν θίασον εφ’ ημέρας δύο υπέρ
τού υού· 〚ΙΝ〛 ίνα ούν καὶ εις τὸν λοιπὸν χρόνον απαρά-
κλητον εαυτὸν παρασκευάζηι καὶ η σύνοδος φαί-
νηται φροντίζουσα τών διακειμένων ανδρών εις εαυ-
30 τὴν ευνοικώς καὶ αξίας χάριτας αποδιδούσα τοίς
ευεργέταις καὶ έτεροι πλείονες τών εκ τής τοίς συνό-
δου διὰ τὴν εις τούτον ευχαριστίαν ζηλωταὶ γί-
νωνται καὶ παραμιλλώνται φιλοτιμούμενοι
περιποιείν τι τεί συνόδωι· αγαθεί τύχει·
35 δεδόχθαι τώι κοινώι τών Τυρίων Hρακλειστών
εμπόρων καὶ ναυκλήρων επαινέσαι Πάτρωνα Δω-
ροθέου καὶ στεφανώσαι αυτὸν κατ’ ενιαυτὸν χρυ-
σώι στεφάνωι εν ταίς συντε[λου]μέναις θυσίαις
τώι Ποσειδώνι αρετής ένεκεν καὶ καλοκαγαθί-
40 ας ἧς έχων διατελεί εις τὸ κοινὸν τών Τυρί-
ων εμπόρων καὶ ναυκλήρων· αναθείναι δέ αυ-
τού καὶ εικόνα γραπτὴν εν τώι τεμένει τού
Hρακλέους καὶ αλλαχή ού άν αυτὸς βούληται· έσ-
τω δέ ασύμβολος καὶ αλειτούργητος εν ταίς
45 γινομέναις συνόδοις πάσαις· επιμελές δέ έστω
τοίς καθισταμένοις αρχιθιασίταις καὶ ταμίαις
καὶ τώι γραμματεί όπως εν ταίς γινομέναις θυ-
σίαις καὶ συνόδοις αναγορεύηται κατὰ ταύτην
τὴν αναγόρευσιν· η σύνοδος τών Τυρίων εμπό-
50 ρων καὶ ναυκλήρων στεφανοί Πάτρωνα Δωροθέου
ευεργέτην. αναγραψάτωσαν δέ τόδε τὸ ψή-
φισμα εις στήλην λιθίνην καὶ στησάτωσαν εν
τών τεμένει τού Hρακλέους· τὸ δέ εσόμενον ανάλωμ[α]
εις ταύτα μερισάτω ο ταμίας καὶ ο αρχιθιασίτης.
55               επὶ αρχιθιασίτου
          Διονυσίου τού Διονυσίου,
              ιερατεύοντος δέ
          Πάτρωνος τού Δωροθέου.
   ο δήμος
60 ο Αθηναίων.
                                      η σύνοδος
                                       τών Τυρίων
                                        εμπόρων
                                     καὶ ναυκλήρων.

 

Πρόκειται για ένα ψήφισμα με το οποίο το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών της Δήλου αποδίδει τιμές στο μέλος και ευεργέτη του σωματείου Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου.

 

Το καθεστώς της Δήλου την εποχή κατά την οποία εκδόθηκε το ψήφισμα

Το έτος 166 π.Χ., με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, η Δήλος απώλεσε την ανεξαρτησία της (314-166 π.Χ.) και περιήλθε ξανά υπό τον έλεγχο της Αθήνας, η οποία εκδίωξε τους Δηλίους και εγκατέστησε μια νέα κληρουχία (Στράβων 10.5.4). Η εξέλιξη αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο της αλλαγής της ρωμαϊκής πολιτικής στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο μετά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (172-168 π.Χ.).

Στο ιερό λιμάνι του Απόλλωνα παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατελείας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, η οποία δεν υποστήριξε την Ρώμη στο πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Eλληνιστικής Oικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι ξένοι έμποροι, εκμεταλλευόμενοι το καθεστώς ατελείας του νησιού, κατέφτασαν στην Δήλο από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου φέρνοντας μαζί τους τις δικές τους θρησκείες, κατασκευάζοντας ναούς για τους θεούς τους και ιδρύοντας ποικίλα σωματεία, προκειμένου να διαβιώσουν στο νέο τόπο εγκατάστασης σύμφωνα με τις συνθήκες που επιθυμούσαν.

 

Το σωματείο των Τυρίων Ηρακλειστών στη Δήλο

Ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών αποτελεί έναν από τους πρώτους και πιο οργανωμένους συλλόγους που μαρτυρούνται στη Δήλο την εποχή εκείνη, μαζί με το επίσης φοινικοσυριακό σωματείο των Βυρητίων Ποσειδωνιαστών (βλ. ενδεικτικά I.Délos 1520). Το τιμητικό ψήφισμα για το μέλος και ευεργέτη, Πάτρωνα, αποτελεί τη μοναδική πηγή που διαθέτουμε για το σωματείο, παρέχοντάς μας πολύτιμες πληροφορίες για τη ζωή και την οργάνωσή του.

Μέσω της επωνυμίας του, προβάλλεται η Τύρος ως τόπος προέλευσης, τονίζεται ότι τα μέλη είναι αφοσιωμένα στη λατρεία του Ηρακλή-Μελκάρτ, πατρογονική λατρεία των Φοινίκων της Τύρου (Bruneau 1970: 409-410· Bonnet 2015: 486-489), ενώ τέλος, δηλώνεται ότι το σωματείο αποτελεί σκέπη για εμπόρους και ναυκλήρους, γεγονός το οποίο μαρτυρά έναν κοινό εμπορικό προσανατολισμό, πέραν από τους υφιστάμενους εθνικούς και θρησκευτικούς δεσμούς.

Χωρίς αμφιβολία, η ίδρυση του συλλόγου θα πρέπει να τοποθετηθεί σε χρόνο προγενέστερο της έκδοσης του ψηφίσματος (153/2 ή 149/8 π.Χ.· βλ. αναλυτικότερα ανωτ. “Χρονολόγηση”), καθώς πληροφορούμαστε ότι ο ευεργέτης Πάτρωνας είχε προσφέρει πολλές φορές κατά το παρελθόν τις υπηρεσίες του προς το κοινόν (στ. 4-7). Την χρονική στιγμή που εκδίδεται το ψήφισμα, το σωματείο, αν και σαφέστατα συνδέεται με το εμπορικό περιβάλλον της Δήλου, εντούτοις, δεν φαίνεται ακόμα να έχει κάποια ιδιοκτησία (στ. 1-2: εκκλησί|α εν τώι ιερώι τού Απόλλωνος· βλ. σχετικά Choix Délos I αρ. 85 σελ. 143· Vélissaropoulos 1980: 109).

Οι απαραίτητες ενέργειες για τη μόνιμη και επίσημη εγκατάσταση τους στη Δήλο πραγματοποιήθηκαν από τον Πάτρωνα, ο οποίος, ως πρεσβευτής του συλλόγου, ταξίδεψε στην Αθήνα και παρακάλεσε τη βουλήν και το δήμον των Αθηναίων να τους παραχωρηθεί χώρος στο νησί για την κατασκευή του ιερού τεμένους του Ηρακλή, καταφέρνοντας έτσι να εξασφαλίσει την απαιτούμενη έγκριση (στ. 10-22).

Τέτοιου είδους αίτημα αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εγκατάσταση ενός ξένου σωματείου στην Δήλο και πρέπει πρώτα να εγκριθεί από τα αρμόδια όργανα της Αθήνας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Τύριοι αναγνωρίζουν τα κυριαρχικά δικαιώματα που ασκούν οι Αθηναίοι επί του νησιού, ενώ από την άλλη πλευρά, η αποδοχή του αιτήματος εκ μέρους των Αθηναίων ισοδυναμεί με την επίσημη αναγνώριση της λατρείας και με την εδραίωση της παρουσίας του συλλόγου στο νέο τόπο φιλοξενίας. Το αίτημα των Τυρίων δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές, αλλά αντίθετα εκλαμβάνεται ως το συνηθισμένο προκαταρκτικό στάδιο αυτής της διαδικασίας. Φαίνεται μάλιστα ότι υπήρχε μακρά παράδοση ξένων εμπόρων, οι οποίοι υποχρεούνταν να ζητούν άδεια από την εκάστοτε πόλη για την κατασκευή ναών ή πρακτορείων, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό των Κιτιέων εμπόρων, οι οποίοι αρκετά χρόνια πιο πριν είχαν ζητήσει να τους χορηγηθεί από την Αθήνα το δικαίωμα απόκτησης γης (έγκτησις) για την κατασκευή ιερού της Αφροδίτης (Ε42).

Σχετικά με την εσωτερική οργάνωση του σωματείου, τις περισσότερες φορές προσδιορίζεται με τον όρο σύνοδος (στ. 4, 6, 8, 19, 24, 28, 31-32, 34, 45, 48, 49, 61). Εμφανώς λιγότερες απαντά ο όρος κοινόν (στ. 7-8, 12, 35, 40), ενώ, μόλις μία φορά χαρακτηρίζεται ως θίασος (στ. 26) και τα μέλη του ως θιασίται (στ. 21).

Αυτό το τριμερές μοντέλο οργάνωσης ερμηνεύεται ως εξής: το κοινόν αποτελείται από το σύνολο των μελών του σωματείου των Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων. Συνέρχεται σε συνεδριάσεις, για τις οποίες χρησιμοποιείται ο όρος εκκλησία, και διαπραγματεύεται όλα τα θεσμικά ζητήματα (Hasenohr 2007· Bonnet 2015: 483).  Η σύνοδος αποτελεί ένα υποσύνολο εντός του σωματείου, με διαφορετική νομική υπόσταση σε σχέση με το κοινόν (Baslez 1977: 207-210· Baslez 1988: 143-145· McLean 1996: 191· McLean 1999· Bonnet 2015: 483-486). Πρόκειται για ένα σώμα μελών, το οποίο απαρτίζεται από τους παρόντες στο νησί τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή που συνέρχονται ή συναντώνται. Με άλλα λόγια, σύνοδος είναι το παράρτημα του σωματείου που εδρεύει σε μία πόλη. Αντίστοιχη χρήση αυτής της ορολογίας συναντάμε και στα σωματεία των Διονυσιακών τεχνιτών του Ισθμού και της Νεμέας (Aneziri 2003: 56-65· Aneziri 2008: 219-220). Ο θίασος εκφράζει μια θρησκευτική ομάδα, η οποία συγκροτείται κυρίως για λατρευτικούς σκοπούς. Αποτελείται από τους θιασίτας, δηλαδή το σύνολο των μελών/πιστών στην προστάτιδα θεότητα του συλλόγου, οι οποίοι συμμετέχουν στα συμπόσια, στις θυσίες και στις εορτές (McLean 1999: 368).

Παράλληλα, στο πλαίσιο οργάνωσης του σωματείου παρατηρείται μια ποικιλία αξιωμάτων, τα οποία καταλαμβάνουν τα μέλη του. Κεφαλή της κοινότητας φαίνεται πως είναι ένας επώνυμος  αρχιθιασίτης (στ. 2-3, 46, 54, 55-56), τον οποίο και θα πρέπει να φανταστούμε ως τον κοσμικό άρχοντα του κοινού, με διοικητικές και δικαστικές αρμοδιότητες (Poland 1909: 352-353· Baslez 1977: 228-229· McLean 1999: 369-370· Bonnet 2015: 485). Εξίσου σημαντικό αξίωμα είναι αυτό του επώνυμου ιερέα, το οποίο κατά το χρόνο έκδοσης του ψηφίσματος κατείχε ο ευεργέτης Πάτρωνας (στ. 57-58). Εύλογα υποθέτει κανείς ότι πρόκειται για τον θρησκευτικό καθοδηγητή του συλλόγου, ο οποίος είναι υπεύθυνος για την ομαλή τέλεση όλων των λατρευτικών δρώμενων και για γενικότερα ζητήματα που άπτονται της λατρείας. Επίσης, αναφέρεται ο γραμματέας (στ. 47)  η θέση του οποίου ενδεχομένως σχετίζεται με τον τομέα της διοίκησης και της γραφειοκρατίας, ενώ τέλος, ο ταμίας (στ. 46, 54) έχει αρμοδιότητες οικονομικού χαρακτήρα και πιθανότατα διαχειρίζεται το κοινό ταμείο του συλλόγου.

Η συνολική εικόνα δείχνει ότι το κοινόν τών  Τυρίων Hρακλειστών εμπόρων καὶ ναυκλήρων, αποτελεί μια ιδιαίτερα οργανωμένη και πολυδιάστατη εμπορική κοινότητα, η οποία λειτουργεί ως μικρογραφία πόλης. Επιπροσθέτως, η αποκλειστική χρήση της ελληνικής γλώσσας και των ελληνικών μοντέλων οργάνωσης, η interpretatio Graeca των πάτριων θεών, οι θρησκευτικές και τιμητικές πρακτικές, αποκαλύπτουν μια πλήρη γνώση του ελληνιστικού περιβάλλοντος (θεσμικού, γλωσσικού, θρησκευτικού) και την προσαρμογή του σωματείου σε αυτό. Τέλος, πρόκειται για έναν ιδιαίτερα ‘ζωντανό’, δραστήριο και οικονομικά εύρωστο οργανισμό, εντός του οποίου πραγματοποιούνται συνελεύσεις των μελών για την λήψη αποφάσεων, διοργανώνονται συμπόσια και θυσίες, χρηματοδοτούνται οικοδομικά προγράμματα και τιμώνται οι ευεργέτες του συλλόγου.

Όταν ο Φαιδρίας ήταν επώνυμος άρχοντας, την όγδοη μέρα του μήνα Ελαφηβολιώνα, κατά την διάρκεια συνέλευσης στο ιερό του Απόλλωνα· ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, επικεφαλής του θιάσου, εισηγήθηκε: επειδή ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου, ο οποίος αποτελεί μέλος της συνόδου, παρουσιάστηκε (στ. 5) στη συνέλευση και επιβεβαίωσε την υπάρχουσα καλή του θέληση προς τη σύνοδο, και επειδή έχει εκπληρώσει πολλά αναγκαία χωρίς δισταγμό, και συνεχίζει πάντα να μιλάει και να κάνει τα συμφέροντα τόσο για τον σύλλογο όσο και για τη σύνοδο, σύμφωνα με τη δική του υπάρχουσα καλή θέληση προς όλους τους εμπόρους και πλοιοκτήτες που πλέουν στη θάλασσα. (στ. 10) Και τώρα, έχοντας ακόμα περισσότερη καλή θέληση με την εύνοια των θεών, κάλεσε τον σύλλογο να αποστείλει πρεσβεία στο δήμο των Αθηναίων για να τους παραχωρήσει ένα χώρο για να χτίσουν το ιερό του Ηρακλή, την αιτία των μεγαλύτερων καλών (στ. 15) που συμβαίνουν στους ανθρώπους και ιδρυτή της πατρίδας μας. Εκλεγμένος πρεσβευτής στη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, απέπλευσε, αναλαμβάνοντας πρόθυμα τα έξοδα από τους δικούς του πόρους και επιδεικνύοντας την καλή θέληση της συνόδου προς το δήμο. (στ. 20) Κατ’ αυτόν τον τρόπο, εκπλήρωσε την θέληση των μελών του θιάσου και αύξησε την τιμή για του θεούς, όπως ακριβώς άρμοζε σε αυτόν. Επιπλέον, συμπεριφερόμενος συχνά με φιλανθρωπία τις κατάλληλες στιγμές, έχει μιλήσει επίσης με δίκαιο τρόπο για λογαριασμό της συνόδου τις πιο δύσκολες (στ. 25) στιγμές με κάθε προθυμία και φιλοτιμία, και δέχτηκε το θίασο για δύο ημέρες εκ μέρος του γιου του. Γι’ αυτό, για να μπορεί να προσφέρει και στο μέλλον χωρίς να του ζητηθεί και για να δείξει η σύνοδος ότι ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους που δείχνουν καλή θέληση απέναντί της (στ. 30) ανταποδίδοντας σε ευεργέτες τις χάρες που τους αρμόζουν, και για να γίνουν και άλλοι ζηλωτές της συνόδου λόγω των ευχαριστιών που δείχνει προς αυτό το πρόσωπο και για να μπορούν αυτοί που δείχνουν αγάπη για την τιμή να συναγωνιστούν για την εύνοια της συνόδου· με αγαθή την Τύχη· (στ. 35) να αποφασίσει ο σύλλογος των Τυρίων Ηρακλειστών εμπόρων και πλοιοκτητών να επαινέσει τον Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου, και να τον στεφανώνει ετησίως με χρυσό στέφανο κατά την διάρκεια των θυσιών που συντελούνται προς τον Ποσειδώνα, λόγω της αρετής και της καλοσύνης (στ. 40) που συνεχίζει να έχει προς τον σύλλογο των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών. (Να αποφασίσει) επίσης, να του αφιερώσει μια γραπτή εικόνα στο ιερό του Ηρακλή και μια άλλη σε ένα άλλο μέρος, όπου επιθυμεί αυτός. Να είναι, επίσης, ελεύθερος από την καταβολή συνδρομών και από την ανάληψη υπηρεσιών σε (στ. 45) όλες τις συνόδους που λαμβάνουν χώρα. Και να φροντίζουν οι επικεφαλής του θιάσου και οι ταμίες και ο γραμματέας ώστε στις θυσίες που πραγματοποιούνται και τις συνόδους να ανακοινώνουν την εξής αναγόρευση: «η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων (στ. 50) και πλοιοκτητών στεφανώνει τον ευεργέτη Πάτρωνα, γιο του Δωροθέου». Να αναγράψουν, επίσης, το συγκεκριμένο ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσου στο ιερό του Ηρακλή. Και να μοιραστούν τη δαπάνη (για τη στήλη) ο ταμίας και ο επικεφαλής του θιάσου. (στ. 55) Αυτό έγινε όταν επικεφαλής του θιάσου ήταν ο Διονύσιος, γιος του Διονυσίου, και ιερέας ο Πάτρωνας, γιος του Δωροθέου. Ο δήμος (στ. 60) των Αθηναίων· η σύνοδος των Τυρίων εμπόρων και πλοιοκτητών.

Θεόφραστον [Hρ]α̣[κ]λ[είτου Αχαρν]έα, επιμελητὴν Δήλου γενόμενον
καὶ κατασκευάσαντα τὴν αγορὰν καὶ τὰ χώματα περιβαλόντα τώι λιμένι,
Αθηναίων οι κατοικούντες εν Δήλωι καὶ οι έμποροι καὶ οι ναύκληροι
καὶ Ῥωμαίων καὶ τών άλλων ξένων οι παρεπιδημούντες, αρετής
5  ένεκεν καὶ καλοκαγαθίας καὶ τής εις εαυ[το]ὺς ευεργεσίας ανέθηκαν.

Η θητεία του Θεόφραστου ως επιμελητή της Δήλου χρονολογείται κατά το έτος 126/5 (Roussel 1916: 297). Ως επιμελητής, κατείχε το σημαντικότερο αξίωμα πάνω στο νησί κατά την περίοδο της δεύτερης αθηναϊκής κληρουχίας (166-88). Η αθηναϊκή κληρουχία εγκαταστάθηκε στην Δήλο μετά το 166 π.Χ., όταν και με απόφαση της Ρωμαϊκής Συγκλήτου, το νησί απώλεσε την ανεξαρτησία του και περιήλθε για δεύτερη φορά στην ιστορία του υπό τον έλεγχο της Αθήνας, ως ανταμοιβή για την στήριξη που προσέφερε στην Ρώμη κατά τον Γ’ Μακεδονικό Πόλεμο (Στράβων 10.5.4).

Παράλληλα, ο ντόπιος πληθυσμός εκδιώχθηκε και παραχωρήθηκε ένα ειδικό καθεστώς ατέλειας, με στόχο να πληγούν τα οικονομικά συμφέροντα της ανταγωνίστριας Ρόδου, ως αντίποινα για το γεγονός ότι δεν υποστήριξε την Ρώμη στον πόλεμο ενάντια στον Περσέα (Πολύβιος 30.31.9-10). Η ανακήρυξη της Δήλου σε ελεύθερο λιμάνι ερμηνεύεται κυρίως ως πολιτική ενέργεια, με σημαντικά, ωστόσο, επακόλουθα σε εμπορικό επίπεδο, καθώς την περίοδο 166-88, το νησί αναδείχθηκε σε ένα από τα σημαντικότερα και πιο κοσμοπολίτικα εμπορικά κέντρα της Ελληνιστικής Οικουμένης (Παυσανίας 3.23.3 και 8.33.2).

Πράγματι, οι επαγγελματίες του εμπορίου (έμποροι, ναύκληροι, εγδοχείς), του χρήματος (τραπεζίται), αλλά και άλλοι ξένοι εργαζόμενοι ή πραγματευόμενοι, εκμεταλλευόμενοι την ατέλειαν του νησιού, κατέφτασαν από κάθε γωνιά του μεσογειακού κόσμου προκειμένου να οργανώσουν εκεί τις επιχειρήσεις τους. Επίσης, ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του νησιού συμπληρώνεται από τα θρησκευτικά σωματεία μυστηριακών λατρειών που ανθίζουν στο νησί καθώς και από τους επισκέπτες στο ιερό του Απόλλωνα, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα μωσαϊκό πολιτισμών και ένα ευρύτατο πλαίσιο ανθρώπινης κινητικότητας.

Το εν λόγω κείμενο εντάσσεται σε ένα σύνολο αφιερωματικών/αναθηματικών επιγραφών για επιμελητές της Δήλου και άλλους Αθηναίους αξιωματούχους και διάφορες προσωπικότητες του νησιού (I.Délos 1642, 1647, 1648, 1649, 1652, 1657, 1658, 1659, 1660, 1662, 1663, 1671, 1703, 1704, 1709, 1726, 1729). Ωστόσο, η περίπτωση του Θεόφραστου είναι η μοναδική στην οποία γνωστοποιείται ο ακριβής λόγος της αφιέρωσης: η κατασκευή μιας ολόκληρης αγοράς και η βελτίωση των υποδομών του λιμανιού στην περίοδο της μεγάλης ακμής του (Bruneau – Ducat 2005: 49: 227).

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι την ανάθεση πραγματοποιεί ένα μεικτό πληθυσμιακό σώμα, το οποίο περιλαμβάνει τους Αθηναίους, τους Ρωμαίους, τους υπόλοιπους Έλληνες και ξένους που κατοικούν ή παρεπιδημούν στο νησί και τους εμπόρους και πλοιοκτήτες, οι οποίοι προβάλλονται να έχουν την δική τους ‘νομική’ υπόσταση, αποτελώντας ξεχωριστό μέρος του πληθυσμού (Hatzfeld 1912: 104-111).

Η ύπαρξη τέτοιου είδους κειμένων σηματοδοτεί μια μνημειώδη αλλαγή στα επιγραφικά τεκμήρια της Δήλου, κυρίως μετά το 130 π.Χ. Ενώ μέχρι εκείνη την χρονική στιγμή, οι Αθηναίοι κληρούχοι φαίνεται ότι είχαν υπό τον έλεγχό τους όλες τις πτυχές της δηλιακής ζωής, ωστόσο, μετά το 130, και μάλλον ύστερα από σταδιακές κοινωνικές ζυμώσεις που προηγήθηκαν, δεν είναι πλέον μόνοι τους για να καθορίζουν τα τοπικά ζητήματα. Τουλάχιστον σε ό,τι αφορά τις αναθηματικές και αφιερωματικές πρακτικές, η μεικτή κοινότητα της Δήλου φαίνεται να έχει συγκεκριμένο ρόλο ή/και λόγο στις σχετικές διαδικασίες, επικυρώνοντας την πληθωρική παρουσία των ξένων κατοίκων και παρεπιδημούντων, αλλά κυρίως την εντατική και βαθιά δικτύωσή τους με το περιβάλλον του νησιού (Reger 2003: 193-194).

Οι Αθηναίοι που κατοικούν στην Δήλο και οι έμποροι και οι πλοιοκτήτες και οι Ρωμαίοι και οι άλλοι ξένοι που κατοικούν εκεί προσωρινά, αφιέρωσαν στον Θεόφραστο, γιο του Ηρακλείτου, από τον δήμο των Αχαρνών, ο οποίος υπήρξε επιμελητής της Δήλου και κατασκεύασε την αγορά και τα αναχώματα του λιμανιού, (στ. 5) εξαιτίας της αρετής του, της καλοσύνης του και της ευεργεσίας του προς αυτούς.

[Αντ]ίδημος Κλεϊπ[πίδου — — — — — είπεν· επειδὴ]
[Νικ]ογένης Νίκωνο[ς Φιλαΐδης χειροτονηθεὶς]
[υπὸ τ]ού δήμου Θησεί[ων αγωνοθέτης εις τὸν ενιαυ]-
[τ]ὸν τὸν επὶ Αριστόλα [άρχοντος τήν τε πομπὴν]
5 [έπεμψεν ε]υσ[χ]ήμ[ον]α [καὶ τ]ὴν θυσ[ίαν συνετέλε]-
[σεν τώι Θησεί κ]ατὰ [τὰ π]άτρια καὶ τής λαμπά[δος καὶ]
[τού γυμ]νικού αγώ[ν]ος εποιήσατο τὴν επ[ιμέλειαν]
[προ]ν[ο]ηθεὶς τού μηθένα τών αγωνιζομένων [αδι]-
[κήμ]α[τι] περιπεσείν· έθηκεν δέ καὶ αθλα τοίς αγω[νι]-
10 [σαμέν]οις σπουδής ουθέν ελλείπων κατὰ τὰ εψηφισ-
[μέ]να [τ]ώ[ι] δήμωι· παρεσκεύασεν δέ καὶ ταίς φυλαίς
[τ]αί[ς νι]κώσαις αθλα τών τε ιππέων καὶ τών επιλέ-
[κτων], ομοίως δέ καὶ τοίς εκ τών εθνών τάγμασιν, καὶ
[τα]ύ[τ]α ανέθηκεν· έδωκεν δέ καὶ τεί βουλεί καθέσιμον
15 [δρ]αχμὰς v ΧΗΗ v καὶ τοίς πρυτάνεσιν εις θυσίαν v Η· v
ανέθηκεν δέ καὶ στήλην εν τώι τού Θησέως τεμέ-
νει εις ήν ανέγραψε τοὺς νικήσαντας, καὶ εις ταύ-
τα πάντα απολογίζεται ανηλωκὼς εκ τών ιδίων
υπέρ τὰς δισχιλίας εξακοσίας ενενήκοντα δραχμάς·
20 καὶ περὶ απάντων ων ὠικονόμηκεν απενήνοχεν λό-
γους εις τὸ μητρώιον καὶ πρὸς τοὺς λογιστὰς καὶ τὰς
ευθύνας έδωκεν· όπως ούν καὶ η βουλὴ καὶ ο δήμος
μνημονεύοντες φαίνωνται τών εις εαυτοὺς φιλοτι-
μουμένων καὶ ετοίμως διδόντων ει〚ι〛ς τὰς επιμελείας,
25 αγαθεί τύχει δεδόχθαι τεί βουλεί τοὺς λαχόντας προ-
[έ]δρους εις τὴν επιούσαν εκκλησίαν χρηματίσαι
[π]ερὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλλεσθαι τής βουλής
[ε]ις τὸν δήμον ότι δοκεί τεί βουλεί, επαινέσαι
[Νικογ]ένην Νίκωνος Φιλαΐδην καὶ στεφανώσαι αυτὸν
30 [χρυσώ]ι στεφάνωι κατὰ τὸν νόμον ευνοίας ένε-
[κεν καὶ] φιλοτιμίας ήν έχων διατελεί περί τε τὴν
[βουλ]ὴ[ν] καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων· αναγορεύσ[αι]
[δέ τὸν] στέφανον Διονυσίων τε τών εν άστει καινο[ίς]
[τ]ρ[αγωιδ]ο[ί]ς καὶ Παναθηναίων καὶ Ελευσινίων καὶ Πτολε-
35 [μαίων το]ίς γυμνικοίς αγώσιν· αναγ[ράψ]αι δέ τόδε τὸ ψή-
[φισμα τὸν γ]ραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εις στήλην
[εν ἧι καὶ ο]ι νενικηκότες.  vacat
37a                          vacat
38                         η βουλὴ
                        ο δήμος
40                        Νικογένην
                       Νίκωνος
                       Φιλαΐδην

Η γιορτή των Θησείων καθιερώθηκε αρχικά προς τιμήν του θρυλικού βασιλιά και κατεξοχήν ήρωα της Αθήνας, Θησέα, μετά το 476/5 π.Χ. με αφορμή την ανακομιδή των οστών του από τη Σκύρο. Τελούνταν αρχικά σε ετήσια βάση. Μια ριζική αναδιάρθρωση και αναβάθμιση της γιορτής σημειώθηκε μετά το τέλος του Γ΄ Μακεδονικού πολέμου (168 π.Χ.) και την επιστροφή των νησιών Λήμνου, Ίμβρου, Δήλου και Σκύρου στην Αθήνα με πρωτοβουλία της Ρώμης (Deshours 2011: 113-123). Η νέα γιορτή τελούνταν πια κάθε δύο χρόνια, αρχής γενoμένης πιθανόν από το 165/4 π.Χ., και περιλάμβανε πομπή, θυσία στον Θησέα, λαμπαδηφορία των κατανεμημένων σε ηλικίες εφήβων, επιθεωρήσεις των στρατευμάτων Αθηναίων και μισθοφόρων, αγώνα σαλπιγκτών και κηρύκων, αθλητικό και ιππικό αγώνα. Οι αγώνες είχαν ανανεωμένο πρόγραμμα αποτελούμενο από δύο μέρη: ένα προοριζόμενο αποκλειστικά για τους πολίτες της πόλης και ειδικά τους εφήβους και ένα πανελλήνιο, στο οποίο είχαν τη δυνατότητα να συμμετέχουν αθλητές από οποιαδήποτε ελληνική πόλη (Bugh 1990).

Εδώ τιμάται με ψήφισμα ο αγωνοθέτης των Θησείων του έτους 161/160 π.Χ. για τον ζήλο και γενικά τη συμβολή του στην προετοιμασία και τη διεξαγωγή της γιορτής και του αγώνα. Στον λίθο, κάτω από το ψήφισμα αναγράφονται τα ονόματα των νικητών σε κάθε κατηγορία αγωνίσματος (col. I 43-86, col. II44-91). Από τις υπόλοιπες επιγραφές της συγκεκριμένης περιόδου που αφορούν τα Θησεία και συνδυάζουν ψήφισμα προς τιμήν του αγωνοθέτη και κατάλογο νικητών, καλύτερα σώζονται οι IG II2 957 (= ΕΜ 7751) και 958 (= ΕΜ 2549+3609+10332+8919).

Οι αγωνοθέτες των Θησείων προέρχονται από εύπορες και γνωστές οικογένειες της υστεροελληνιστικής Αθήνας, γεγονός που εξηγείται από την ιδιαίτερη σημασία που αποκτά η γιορτή στην πολιτική και κοινωνική ζωή της πόλης. Ο συγκεκριμένος αγωνοθέτης, ο Νικογένης (Traill, PAA 713920), ίσως διετέλεσε αργότερα ίππαρχος (Traill, PAA 713885) και υπεύθυνος κοπής των νομισμάτων της πόλης (Traill, PAA 713880). Τιμάται για την οργάνωση της πομπής με ευπρέπεια, τη θυσία στον Θησέα σύμφωνα με την παράδοση, τη σωστή διεξαγωγή της λαμπαδηφορίας και του αθλητικού αγώνα. Τιμάται επίσης για την ανάθεση των βραβείων των νικητών στα διάφορα αγωνίσματα, την προετοιμασία και ανάθεση των βραβείων των φυλών, των ιππέων και των μισθοφόρων στα ομαδικά αγωνίσματα, τη δωρεά 1.200 δραχμών στους βουλευτές και 100 δραχμών στους πρυτάνεις, την αναγραφή των νικητών των αγωνισμάτων σε στήλη που αφιερώθηκε στο τέμενος του Θησέα. Ως αξιέπαινο τονίζεται ακόμη το γεγονός ότι πέρα από τα χρήματα που του δόθηκαν για να φέρει σε πέρας την αγωνοθεσία, δαπάνησε από τη δική του περιουσία περισσότερες από 2.690 δρχ. και ότι δεν παρατηρήθηκε καμία παρατυπία μετά από τον έλεγχο των λογιστών στη διαχείριση των χρημάτων. Η επιβράβευση του αγωνοθέτη για τη φιλοτιμία του γίνεται με έπαινο και χρυσό στεφάνι που θα αναγορευτεί σε σημαντικούς αγώνες της πόλης.

 

Ο Αντίδημος, (γιος) του Κλεϊππίδου, εισηγήθηκε∙ επειδή ο Νικογένης, (γιος) του Νίκωνα, Φιλαΐδης, αφού εκλέχτηκε από τον δήμο αγωνοθέτης των Θησείων για το έτος που ήταν άρχοντας ο Αριστόλας, οργάνωσε ευπρεπή πομπή και πρόσφερε θυσία στον Θησέα σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα και επιμελήθηκε τη λαμπαδηδρομία και τον αγώνα των αθλητών (γυμνικόν) προνοώντας να μην αδικηθεί κανείς από τους αγωνιζόμενους. Έθεσε και βραβεία για αυτούς που μετείχαν στον αγώνα χωρίς να παραλείψει τίποτα σύμφωνα με όσα είχαν ψηφιστεί από τον δήμο. Κατασκεύασε βραβεία και για τις νικήτριες φυλές, για τους ιππείς και για τους επίλεκτους, ομοίως και για τα σώματα των εθνών (ενν. των ξένων μισθοφόρων) και τα ανέθεσε. Έδωσε και στη βουλή χίλιες διακόσιες δραχμές για όσους μετέχουν (ενν. στη γιορτή) και στους πρυτάνεις για θυσία εκατό (δραχμές). Ανήγειρε δε και στήλη στο τέμενος του Θησέα επάνω στην οποία ανέγραψε αυτούς που νίκησαν. Και για όλα αυτά κατέθεσε απολογισμό σύμφωνα με τον οποίο έχει ξοδέψει από δικά του χρήματα πάνω από δύο χιλιάδες εξακόσιες ενενήντα δραχμές. Και για όλα όσα διαχειρίστηκε, έχει αποδώσει λογαριασμό στο μητρώο και στους λογιστές και λογοδότησε. Για να καταστεί, λοιπόν, φανερό ότι η βουλή και ο δήμος μνημονεύουν όσους δείχνουν ζήλο και φιλοτιμία προς αυτούς και παρέχουν με προθυμία φροντίδες, με καλή τύχη να αποφασίσει η βουλή όσοι κληρωθούν πρόεδροι στην επόμενη εκκλησία να συσκεφτούν σχετικά με αυτά και να φέρει η βουλή στον δήμο ως βούλευμα ότι η βουλή αποφασίζει να επαινέσει τον Νικογένη, (γιο) του Νίκωνα, Φιλαΐδη και να τον στεφανώσει με χρυσό στεφάνι σύμφωνα με τον νόμο λόγω της εύνοιας και της φιλοτιμίας που έχει προς τη βουλή και τον δήμο των Αθηναίων. Και να αναγορεύσουν τον στέφανο στα Μεγάλα Διονύσια στον αγώνα των νέων τραγωδιών και στους αθλητικούς αγώνες των Παναθηναίων και Ελευσινίων και Πτολεμαίων. Και να αναγράψει ο γραμματέας της πρυτανείας αυτό το ψήφισμα σε στήλη στην οποία (θα αναγραφούν) και αυτοί που έχουν νικήσει.

Η βουλή

Ο δήμος

τον Νικογένη,

(γιο) του Νίκωνα,

Φιλαΐδη

 

Επὶ Λυσίαδου άρχοντος οίδε ιεροποίησαν

Ῥωμαία

Χρύσιππος εξ Οίου Σμικυθίων Αναγυράσιος

Πτολεμαία

5.

 

 

 

 

10.

 

 

 

 

15.

 

 

 

 

20.

 

 

 

 

25.

 

 

 

 

30.

 

 

 

 

35.

 

 

 

5.      [Α]σκληπιόδοτος Πειραιε

6.      [Ν]ικογένης Φιλαίδης

7.      [Αν]θεστήριος εγ Μυρριν

8.      [Μ]νασαγόρας Αλεξανδ

9.      [Π]αυσίλυπος Πειραιεύς

10.  [Θ]εόφιλος Πειραιεύς

11.  [Α]πελλής Σουνιεύς

12.  Αρίβαζος Πειραιεύς

13.  Ανδρέας Παλληνεύς

14.  Άρεστος Μαραθώνιος

15.  Νικόμαχος Περιθοίδη

16.  Ασκληπιόδωρος Σουνι

17.  [Φ]ιλιππίδης Φλυεύς

18.  [Ε]ρ[μό]δωρος Φρεάρριος

19.  [Φ]είδιππος Φλυε

20.  [Τ]ιμησίθεος Εεχιεύς

21.  [Μ]έ[ν]ων? Αζηνιεύς

22.  [Γλ]αυκίας Θετταλός

23.  [Π]ρωτόλαος Συπαλήττ

24.  [Δ]ιονύσιος Κριωεύς

25.  Παναίτιος Ῥόδιος

26.  Δημόφιλος Πειραιεύς­

27.  [Θ]ράσιππος Ικαριεύς

28.  [Ἴ]ων Αμφιτροπήθε

29.  [Ά]λεξις Μαραθώνιος

30.  [Β]ίων Αζηνιεύς

31.  [Κ]ράτιππος Κηφισιεύ

32.  [Α]ρχέλαος Συπαλήττι

33.  [Θ]εόδωρος Ῥαμνούσιος

34.  [Α]ρίσταρχος Λευκονοεύς

35.   [Μ]έμνωνΣαρδιανός

36.  [Κ]αλλικράτης Αγγελή[θεν]

37.  [Λ]εύκιος

 

Αντίπατρος Πειραιεύς

Θηρύλος Πιθεύς

Σπόριος Ῥωμαίος

Ερμώναξ Ἕρμειος

Αρχικλής Λακιάδης

Λυκίσκος εξ Οίου

Πυθικὸς Αραφήνιος

Φιλήμων Ειρεσίδης

Μενέλαος Πειραιεύς

Κράτερμος Ῥαμνούσιος

Λεόντιχος Αχαρνεύς

Αλέξανδρος Ὀτρυνεύς

Βάκχιος Αθμονεύς

Βασιλείδης Πειραιεύς

Αγιάδας Γαργήττιος

Σέλευκος Δεκελεεύς

Δέξανδρος Αναφλύστιο[ς]

Γόργος Σφήττιος

Μητρόδωρος Πειραιεύς

Μήδειος Πειραιεύς

Μένανδρος Πειραιεύς

Ποσειδώνιος Λαμπτρεύ[ς]

Ποσειδώνιος Πειραιεύς

Εστιαίος Θημακεύς

Αρισταρχος Ῥαμνούσιος

Απολλόδωρος Πειραιεύς

Ασκληπιά[δ]ης Πειραι[εύς]

Λ— —

Το κείμενο είναι ένας κατάλογος όσων υπηρέτησαν ως ιεροποιοί σε δύο γιορτές, τα Ῥωμαία και τα Πτολεμαία, μια συγκεκριμένη χρονιά.

Τα Ρωμαία αποτελούσαν έναν από τους τρόπους με τους οποίους αποδίδονταν τιμές στη Ρώμη μεταξύ άλλων και από πόλεις του ελλαδικού χώρου ήδη κατά τη ρεπουμπλικανική περίοδο (Mellor 1975: 97-107· Deshours 2011: 78). Από τον Β’ Μακεδονικό πόλεμο (200-197 π.Χ.) και εξής η Αθήνα είναι σταθερή σύμμαχος της Ρώμης και αποκομίζει σημαντικά οφέλη από αυτήν την πολιτική –σημαντικότερο εκ των οποίων η μεταβίβαση της κυριαρχίας της Δήλου από τους Ρωμαίους στην Αθήνα το 167 π.Χ. (Habicht 1995: 196-264). Η γιορτή των Ρωμαίων εντάσσεται ακριβώς στο πλαίσιο αυτής της πολιτικής. Λίγο μετά το 155 π.Χ. καταγράφεται επίσης θυσία στο ρωμαϊκό Δήμο από κοινού με άλλους θεούς (Agora ΧV 1807-12), ενώ κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους προεδρία στο θέατρο του Διονύσου είχαν τόσο ο ιερέας του Δήμου, των Χαρίτων και της Ρώμης, όσο και ο ιερέας της θεάς Ρώμης και του Αυγούστου (IG II2 5047, 5114).

Όσον αφορά τα Πτολεμαία, η ίδρυση της γιορτής αυτής απεικονίζει τις καλές σχέσεις της πόλης με το βασίλειο των Πτολεμαίων μετά το 229 π.Χ. και συνδυάζεται με άλλες τιμές που η Αθήνα απευθύνει στον Πτολεμαίο Γ’ την ίδια περίοδο, όπως η εισαγωγή μίας νέας φυλής, της Πτολεμαΐδας, και η θέσπιση λατρείας του ίδιου και της συζύγου του, βασίλισσας Βερενίκης (Habicht 1992). Τα Πτολεμαία στην Αθήνα συνεχίζουν να γιορτάζονται και επί Πτολεμαίου Η’ Ευεργέτη Β’ (145-116 π.Χ.), ενώ οι μαρτυρίες για καλές σχέσεις φτάνουν μέχρι και τη βασιλεία του Πτολεμαίου Θ’ Σωτήρα Β’, παρότι ήδη από τις αρχές του 2ου αιώνα π.Χ. οι Πτολεμαίοι δεν αποτελούσαν προτεραιότητα της εξωτερικής πολιτικής των Αθηναίων.

Σχετικά με τους ιεροποιούς η πλέον κατατοπιστική πηγή που διαθέτουμε είναι ο Αριστοτέλης (Πολιτικά 1322b), ο οποίος προσδιορίζει τα καθήκοντά τους ως αρμοδιότητες πρακτικής φύσης, που σχετίζονται με τη σωστή λειτουργία των ιερών. Στην Αθήνα υπήρχαν ιεροποιοί επιφορτισμένοι με συγκεκριμένες γιορτές, όπως εδώ (Smith 1968: 8-29). Στον συγκεκριμένο κατάλογο μαρτυρούνται εξήντα ένα ονόματα ιεροποιών, ενώ από ένα ακόμη όνομα σώζεται το αρχικό γράμμα. Ο μεγάλος αριθμός των ιεροποιών στα Πτολεμαία (πενήντα εννέα ονόματα έναντι δύο μόλις ιεροποιών στα Ρωμαία) ερμηνεύεται ως ένδειξη μιας εξαιρετικά λαμπρής τέλεσης της συγκεκριμένης γιορτής (βλ. Thompson 1961: 605-606).

Ενδιαφέρον παρουσιάζει η προσωπογραφική εξέταση των ιεροποιών του καταλόγου. Πολλοί από αυτούς, όπως π.χ. ο Παναίτιος ο Ρόδιος (στίχος 25) και ο Μνασαγόρας από την Αλεξάνδρεια (στίχος 8) ή ο Αντίπατρος και ο Ασκληπιόδοτος από τον Πειραιά (στίχος 5), ταυτίζονται με Στωικούς φιλοσόφους, γεγονός που έκανε την επιγραφή γνωστή ως ‘αττική επιγραφή των Στωικών’ (Crönert 1904).

Όταν ο Λυσιάδης ήταν άρχοντας, οι παρακάτω διετέλεσαν ιεροποιοί
στα Ρωμαία
Χρύσιππος από τον δήμο του Οίου Σμικυθίων από τον δήμο του Αναγυρούντα
                                                           στα Πτολεμαία
Ασκληπιόδοτος από τον δήμο του Πειραιά Αντίπατρος από τον δήμο του Πειραιά
Νικογένης από τον δήμο των Φιλαίδων Θήρυλος από τον δήμο του Πίθου
Ανθεστήριος από τον δήμο της Μυρρινούτης Σπόριος Ρωμαίος
Μνασαγόρας Αλεξανδρεύς Ερμώναξ από τον δήμο του Έρμου
Παυσίλυπος από τον δήμο του Πειραιά Αρχικλής από τον δήμο των Λακιαδών
Θεόφιλος από τον δήμο του Πειραιά Λυκίσκος από τον δήμο του Οίου
Απελλής από τον δήμο του Σουνίου Πυθικός από τον δήμο της Αραφήνος
Αρίβαζος από τον δήμο του Πειραιά Φιλήμων από τον δήμο των Ειρεσιδών
Ανδρέας από τον δήμο της Παλλήνης Μενέλαος από τον δήμο του Πειραιά
Άρεστος από τον δήμο του Μαραθώνα Κράτερμος από τον δήμο του Ραμνούντα
Νικόμαχος από τον δήμο των Περιθοιδών Λεόντιχος από τον δήμο των Αχαρνών
Ασκληπιόδωρος από τον δήμο του Σουνίου Αλέξανδρος από τον δήμο της Οτρύνης
Φιλιππίδης από τον δήμο της Φλυάδος Βάκχιος από τον δήμο του Αθμόνου
Ερμόδωρος από τον δήμο των Φρεαρρίων Βασιλείδης από τον δήμο του Πειραιά
Φείδιππος από τον δήμο της Φλυάδος Αγιάδας από τον δήμο του Γαργήττου
Τιμησίθεος από τον δήμο της Ερχιάδος Σέλευκος από τον δήμο της Δεκέλειας
Μένων από τον δήμο της Αζηνιάδος Δέξανδρος από τον δήμο της Αναφλύστου
Γλαυκίας Θεσσαλός Γόργος από τον δήμο της Σφηττού
Πρωτόλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου Μητρόδωρος από τον δήμο του Πειραιά
Διονύσιος από τον δήμο της Κριωάδος Μήδειος από τον δήμο του Πειραιά
Παναίτιος Ρόδιος Μένανδρος από τον δήμο του Πειραιά
Δημόφιλος από τον δήμο του Πειραιά Ποσειδώνιος από τον δήμο των Λαμπτρών
Θράσιππος από τον δήμο του Ικαρίου Ποσειδώνιος από τον δήμο του Πειραιά
Ίων από τον δήμο της Αμφιτρόπης Εστιαίος από τον δήμο του Θημακού
Άλεξις από τον δήμο του Μαραθώνα Αρίσταρχος από τον δήμο του Ραμνούντα
Βίων από τον δήμο της Αζηνιάδος Απολλόδωρος από τον δήμο του Πειραιά
Κράτιππος από τον δήμο της Κηφισιάς Ασκληπιάδης από τον δήμο του Πειραιά
Αρχέλαος από τον δήμο της Συπαλλήτου Λ
Θεόδωρος από τον δήμο του Ραμνούντα
Αρίσταρχος από τον δήμο του Λευκονίου
Μέμνων Σαρδιανός
Καλλικράτης από τον δήμο της Αγγέλης
Λεύκιος
Επὶ θεοκόλου Λέωνος, γραμματέ-
ος τού συνεδρίου Στρατοκλέος.
Κόιντος Φάβιος Κοΐντου Μάξιμος ανθύπατος Ῥωμαίων Δυμαί-
ων τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει χαίρειν· τών περὶ
5 Κυλλάνιον συνέδρων εμφανισάντων μοι περὶ τών συντελε-
σθέντων παρ’ υμίν αδικημάτων, λέγω δέ υπέρ τής εμπρήσε-
ως καὶ φθορας τών αρχ<εί>ων καὶ τών δημοσίων γραμμάτων, ων εγε-
γόνει αρχηγὸς τής όλης συγχύσεως Σώσος Ταυρομένεος ο
καὶ τοὺς νόμους γράψας υπεναντίους τήι αποδοθείσηι τοίς
10 [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι, περὶ ων τὰ κατὰ μέρος διή[λ]θο-
[μεν εν Πά]τραις μετὰ τού παρόντ̣[ο]ς συμβουλίου· επεὶ ούν οι διαπρα-
[ξά]μενοι ταύτα εφαίνοντό μοι τής χειρίστης κ[ατασ]τάσεως
[κ]αὶ ταραχής κα[τασκευὴν] π̣οιούμενοι̣ [τοίς Έλλησι πασ]ι̣ν· ου μό
  ν[ον γὰρ] τής πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ία]ς̣ καὶ χρε[ωκοπίας οι]-
15 [κεί]α̣ αλλὰ καὶ [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]-
λευθερίας αλλότρια καὶ τή[ς] ημετέ[ρα]ς προαιρέσεως· εγ[ὼ πα]-
ρασχομένων τών κατηγόρων αληθινὰς αποδείξεις Σώ-
σον μέν τὸν γεγονότα αρχηγν̣  [τ]ών πραχθέντων καὶ νο-
μογραφήσαντα επὶ καταλύσει τής αποδοθείσης πολιτεί-
20 [α]ς κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, ομοίως δέ καὶ
[…]μίσκον Εχεσθένεος τών δαμιοργών τὸν συμπράξαντα
[τοί]ς εμπρήσασι τὰ αρχεία καὶ τὰ δημόσια γράμματα, επεὶ καὶ
[αυτὸς] ὡμολόγησεν· Τιμόθεον δέ Νικέα τὸμ μετὰ τού Σώσου
[γεγονό]τα νομογράφον, επεὶ έλασσον εφαίνετο ἠδικηκώς, ε-
25 [πέταξα] προάγειν εις Ῥώμην ορκίσας, εφ’ [ω]ι τήι νουμηνίαι τού εν-
[άτου μηνὸ]ς έστα[ι] εκεί καὶ εμφανίσας τ[ώι ε]π̣ὶ τών ξένων στρατη-
[γώι …].ΑΝ̣[.. π]ρότερον επάν̣εισ[ιν ει]ς οίκον, εὰ̣[ν μ]ὴ ΑΥ̣[…]
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -]

Πρόκειται για επιστολή Ρωμαίου ανθυπάτου Κόιντου Φάβιου Μάξιμου προς τη Δύμη της Πελοποννήσου, περιοχή που πρόσφατα (146 π.Χ.) είχε περιέλθει στη ρωμαϊκή κυριαρχία χωρίς να έχει ακόμη οργανωθεί σε επαρχία. Στην αρχή η επιγραφή προσφέρει μια χρονολόγηση βάσει των αξιωματούχων της πόλης Δύμης. Η χρονολόγηση αυτή δεν αποτελεί τμήμα της επιστολής του ανθυπάτου, αλλά εισάγει –ως ένα είδος τοπικής “αρχειακής καταχώρισης”– την αναγραφή της στον λίθο με πρωτοβουλία της πόλης (στ. 1-2). Η επιστολή ξεκινά με έναν χαιρετισμό που τελειώνει με την τυπική λέξη χαίρειν (στ. 3-4). Ο Ρωμαίος αξιωματούχος εξηγεί εξαρχής ότι αποκρίνεται σε πρεσβεία Δυμαίων αποτελούμενη από μέλη του συνεδρίου της πόλης, που του παρουσίασε μια σειρά από αδικήματα, τα οποία έχουν διαπραχθεί στην πόλη τους και αφορούν τον εμπρησμό αρχείων και εγγράφων καθώς και τη σύνταξη νόμων αντίθετων στο πολίτευμα που είχαν δώσει οι Ρωμαίοι. Με την ευκαιρία αυτή μας προσφέρεται μια σύντομη παρουσίαση της υπόθεσης (στ. 4-11). Στη συνέχεια ο ανθύπατος επιβεβαιώνει γενικόλογα την ενοχή των κατηγορουμένων (στ. 11-16) στηριζόμενος στις αποδείξεις των κατηγόρων (στ. 16-17) και ανακοινώνει τις ποινές κατά περίπτωση (στ. 17-27).

Έχοντας υπόψη ότι στη συνέχεια του κειμένου οι Ρωμαίοι εμφανίζονται να αποκαθιστούν την ελευθερία των Ελλήνων (στ. 15-16, βλ. παραπ.) και ότι η Αχαΐα οργανώνεται σε επαρχία μόλις το 27 π.Χ., προκύπτει το ερώτημα μέσα σε ποιο νομικό και διοικητικό πλαίσιο πρέπει να εντάξουμε την παρέμβαση του Ρωμαίου αξιωματούχου στη Δύμη. Η μορφή που φαίνεται να πήρε η ρωμαϊκή εξουσία στις ελληνικές περιοχές που υποτάχτηκαν στους Ρωμαίους το 146 π.Χ. επιτρέπει να συνδυαστούν αυτά τα αντικρουόμενα δεδομένα: η Ρώμη παραιτήθηκε από άμεση εξουσία σε αυτές τις περιοχές, τις ενέταξε, ωστόσο, στο imperium Romanum υπάγοντάς τις στην εξουσία του ανθυπάτου της Μακεδονίας (Αccame 1946: 1-15· Gruen 1984: 523-527· Kallet-Marx 1995β: 42-49). Ηταν κατά τα φαινόμενα ελεύθερες, με την έννοια ότι δεν υπήρχε σε αυτές ένας Ρωμαίος αξιωματούχος από τον οποίο εκπορευόταν άμεσα η εξουσία. Η Ρώμη επενέβαινε μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέσω του Ρωμαίου αξιωματούχου που ήταν επιφορτισμένος με τη διοίκηση της επαρχίας της Μακεδονίας και συνήθως μετά από πρόσκληση της ελληνικής πλευράς.

Ως εκ τούτου φαίνεται ότι το κάλεσμα της Δύμης προς τον Ρωμαίο αξιωματούχο αλλά και η ανταπόκριση του ίδιου δεν αντιστοιχούν σε μια σαφή διοικητική δομή και ένα ξεκάθαρο νομικό πλαίσιο της ρωμαϊκής εξουσίας στον ελλαδικό χώρο. Έλληνες και Ρωμαίοι συνεχίζουν σε αυτήν την περίπτωση μια πρακτική που τους ήταν οικεία ήδη από το τέλος του Β’ Μακεδονικού πολέμου. Ο ανθύπατος Κόιντος Φάβιος Μάξιμος επεμβαίνει μετά από έκκληση της ίδιας της πόλης (ή τουλάχιστον μιας μερίδας επιφανών πολιτών της). Στον στ. 20 διατυπώνει την κρίση του για τον πρωτομάστορα της αναταραχής Σώσο ως εξής: κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα, και το ίδιο αποφασίζει για τον ένα εκ των συνεργών του Σώσου, τον δημιουργό […]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 21). Η κρίση του ανθυπάτου δεν βασίζεται μόνο στις αποδείξεις που του έχουν φέρει οι κατήγοροι για τη δράση των ταραχοποιών (στ. 16-17)∙ στηρίζεται επίσης στην ενδελεχή εξέταση από τον ίδιο τον ανθύπατο και το συμβούλιό του των νόμων που συνέταξαν ο Σώσος και οι συνεργοί του στην Πάτρα και ήταν αντίθετοι στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς (στ. 10-11) και βέβαια στην ομολογία των δύο βασικών κατηγορουμένων (στ. 22-23 –η ομολογία του προηγηθέντος Σώσου συνάγεται έμμεσα από τη διατύπωση επεὶ καὶ [αυτὸς] ὡμολόγησεν που συνοδεύει τον […]μίσκον Εχεσθένεος).

O Ρωμαίος αξιωματούχος εμφανίζεται, επίσης, ως έχων τη δυνατότητα να εφαρμόσει τις ποινές που όρισε, παρότι η περιοχή δεν βρισκόταν κάτω από την άμεση κυριαρχία του. Όπως κι αν κατανοήσουμε την έκφραση κρίνας ένοχον είναι θανάτωι πα[ρ]εχώρισα (στ. 20), στο ρήμα παραχωρώ/παραχωρίζω δεν μπορούμε παρά να αναγνωρίσουμε μια πράξη στην κατεύθυνση εφαρμογής της ποινής. Ο ανθύπατος στέλνει το τρίτο πρόσωπο της υπόθεσης, τον Τιμόθεο Νικέα, ο οποίος νομογράφησε μαζί με τον Σώσο, στη Ρώμη να δικαστεί από τον στρατηγό επί των ξένων (ο praetor peregrini ήταν μάλλον υπεύθυνος και για τους Αχαιούς ομήρους στη Ρώμη, βλ. Πολύβιος 31.23.5) δεσμεύοντάς τον με όρκο να είναι εκεί σε μια συγκεκριμένη ημερομηνία (έτσι μεταξύ άλλων ο R.K. Sherk, RDGE σ. 248). H τελευταία αποσπασματικά σωζόμενη φράση μάλλον έχει την έννοια ότι o Τιμόθεος δεν θα γυρίσει πίσω, αν δεν αθωωθεί.

 

Σχετικά με το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (επομένως και στη Δύμη) και εναντίον του οποίου στράφηκαν ο Σώσος και οι συνεργάτες του προβληματίζουν τα εξής σημεία: 1) τα χαρακτηριστικά αυτού του πολιτεύματος σε σχέση με την πληροφορία που έχουμε από τον Παυσανία 7.16.9 ότι ο Μόμμιος κατάργησε τις δημοκρατίες και διόριζε τους άρχοντες με βάση το τίμημα, 2) η σύνδεση με το πολίτευμα που γνωρίζουμε ότι έδωσε στους Αχαιούς ο Λεύκιος Μόμμιος το 146 π.Χ. με τη βοήθεια δέκα Ρωμαίων απεσταλμένων και τη σύμπραξη του ίδιου του Πολύβιου, από τον οποίο και έχουμε τη σχετική πληροφορία (Πολύβιος 39.5), και 3) η ερμηνεία της ελευθερίας τής αποδεδομένης κατὰ κοινὸν τοίς Ἕλλησιν.

Ότι το πολίτευμα που δόθηκε από τους Ρωμαίους στις ελληνικές πόλεις είχε τιμοκρατικό χαρακτήρα αλλά συγχρόνως διατηρούσε αξιώματα, συλλογικά όργανα και διαδικασίες ευρισκόμενο σε πλήρη αντίθεση με τη μοναρχία και την τυραννίδα είναι πλέον ευρύτερα αποδεκτό στην έρευνα. Μια πλήρως τεκμηριωμένη αναθεώρηση της βασιζόμενης στον Παυσανία άποψης ότι οι Ρωμαίοι κατάργησαν τη δημοκρατία προσφέρει ο Touloumakos 1967: 11-32, αναλύοντας τα δημοκρατικά στοιχεία, όπως αυτά προκύπτουν από τις επιγραφές. Βλ. Kallet-Marx 1995β: 65-76, ο οποίος τονίζει ιδιαίτερα (κυρίως σ. 67-69) την ύπαρξη τιμοκρατικών στοιχείων στα ‘δημοκρατικά’ πολιτεύματα των ελληνικών πόλεων και πριν από το 146 π.Χ. (πρβλ. Grieb 2008: 124-138, 193-198, 256-261, 334-344).

Φαίνεται ότι το συνέδριο –μια μετεξέλιξη της παλαιάς βουλής– είχε αποκτήσει αυξημένες αρμοδιότητες (Fröhlich 2004: 305-308). Έχουμε κάθε λόγο να δεχτούμε ότι, όπως προγενέστερα στις θεσσαλικές πόλεις από τον Φλαμινίνο (Τίτος Λίβιος 34.51.6), έτσι και στην Πελοπόννησο από τον Μόμμιο θεσπίστηκαν (ή ενισχύθηκαν/επεκτάθηκαν ήδη υπάρχοντες) τιμοκρατικοί περιορισμοί για την πρόσβαση στα αξιώματα. Ωστόσο, δεν έχουμε περικοπές του σώματος των πολιτών ή της λειτουργίας των συνελεύσεων του δήμου, ούτε –σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία– ένδειξη για ισόβια μέλη των συνεδρίων κατά το πρότυπο της ρωμαϊκής συγκλήτου. Στην προκείμενη επιστολή προς τη Δύμη ο Ρωμαίος στρατηγός απευθύνεται τοίς άρχουσι καὶ συνέδροις καὶ τήι πόλει (στ. 4)· πρόκειται για μια έκφραση αντίστοιχη με την τοίς άρχουσι, τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι, η οποία αποτυπώνει σαφώς τη συνύπαρξη και σύμπραξη αξιωματούχων και συλλογικών οργάνων στο πλαίσιο της πόλης.

Oι στηριζόμενες στο επιγραφικό υλικό παρατηρήσεις περί διατήρησης των βασικών χαρακτηριστικών της δημοκρατίας –έστω στη συντηρητική μορφή της– και η άποψη του Παυσανία περί κατάργησης της δημοκρατίας δεν χρειάζεται να αξιολογηθούν ως αντίφαση. Η εκτίμηση του Παυσανία μπορεί κάλλιστα να ενταχθεί στην πολεμική του απέναντι στη Ρώμη (Ferrary 1988: 193-194· πρβλ. Kallet-Marx 1995α: 132 σημ. 15), ενώ το γεγονός ότι στην εγκαθίδρυση του νέου πολιτεύματος συνέβαλε ο Πολύβιος οδηγεί στην πολύ λογική σκέψη ότι το πολίτευμα αυτό δεν μπορεί να καταργήθηκε λίγο αργότερα, αφού ο Πολύβιος τιμάται για τη δράση του αυτή τόσο στη διάρκεια της ζωής του όσο και μετά τον θάνατό του (Πολύβιος 39.5.4-6).

Η ταύτιση αυτού του πολιτεύματος με μια τιμοκρατικού χαρακτήρα δημοκρατία, η οποία –σε ενδεχομένως πιο μετριοπαθή μορφή– υπήρχε μάλλον και πριν από το 146 π.Χ., εξηγεί απόλυτα την επιλογή του ρήματος αποδίδωμι στους στ. 9-10 (τήι αποδοθείσηι τοίς [Α]χαιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ι). Ο L. Robert (BE 1976: αρ. 282) διαφοροποιεί το “δίδωμι” από το “αποδίδωμι” που έχει την έννοια του “αποκαθιστώ” – νόμους, εδάφη, πολίτευμα (βλ. επίσης Ferrary 1988: 190-191). Με αυτά τα δεδομένα οι Ρωμαίοι νομιμοποιούνται να επικαλούνται την “αποκατάσταση” του πολιτεύματος σε συνδυασμό με την “αποκατάσταση” της ελευθερίας (στ. 15-16: [τ]ή̣ς αποδεδομένης κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίας). Για το πολυαξιοποιημένο κατά την ελληνιστική εποχή ρητορικό σύνθημα της πατρίου πολιτείας/δημοκρατίας και ελευθερίας των Ελλήνων βλ. Ε2 link. Για ανάλυση της ελληνικής ελευθερίας στο πλαίσιο της πολιτικής των Ρωμαίων βλ. Ferrary 1988: 45-218 (κυρίως σ. 196-199).

 

Σύμφωνα με τον Πολύβιο (39.5.5) πέρασε κάποιος χρόνος μέχρι να συμφιλιωθούν οι Έλληνες με τη νέα πολιτεία και τους νόμους. Εξάλλου, η Δύμη δεν είχε και στο παρελθόν τις καλύτερες σχέσεις με τους Ρωμαίους (Πολύβιος 4.83.5· Παυσανίας 7.17.5· βλ. και Λίβιος 32.22.8-12). Αναζητώντας τις αιτίες των ταραχών στη Δύμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε σταθερά στο μυαλό μας ότι οι πληροφορίες που μας προσφέρει η επιγραφή έχουν μια μονομέρεια, καθώς εξυπηρετούν την τεκμηρίωση της κρίσης του Ρωμαίου ανθυπάτου και αντιστοιχούν άμεσα (στ. 4-6) στις κατηγορίες που του παρουσίασαν οι σύνεδροι με επικεφαλής τον Κυλλάνιο. Ο ίδιος ο ανθύπατος επιλέγει (ή υιοθετεί από τις καταγγελίες των Δυμαίων απεσταλμένων) τους όρους σύγχυσις και ταραχή, προκειμένου να αποδώσει την κατάσταση. Ο όρος ταραχή χρησιμοποιείται από τον Πολύβιο (38.12.1, 38.15.8, 39.5.5), για να περιγράψει την κατάσταση στην Πελοπόννησο επί των Αχαιών στρατηγών Κριτολάου και Διαίου, αλλά και σε άλλες ανάλογες περιστάσεις (Πολύβιος 11.25.5, 27.1.7-8). Η σύγχυσις αποδίδει και πάλι αναταραχές (Πολύβιος 15.25.9, 30.22.7).

Τα αδικήματα που συντελέστηκαν στην πόλη της Δύμης είναι η σύνταξη από τον Σώσο (στ. 8-10) –με τη σύμπραξη του Τιμοθέου (στ. 23-24)– νόμων αντίθετων προς την πολιτεία που αποκατέστησαν οι Ρωμαίοι, ο εμπρησμός και η καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων (στ. 6-8) με επικεφαλής τον Σώσο και τον [. . .]μίσκον Εχεσθένεος (στ. 20-22). Η επιστολή συνδέει αυτά τα γεγονότα με τις περαιτέρω επιπλοκές της πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς] ασυναλλ[α]ξ[ίας] και της χρε[ωκοπίας] (στ. 14). Η αποκατάσταση και κατανόηση του κειμένου στο σημείο αυτό έχει αποτελέσει αντικείμενο πολλών συζητήσεων. Η ασυναλλαξία έχει ερμηνευθεί ως μη τήρηση των συμβολαίων (συναλλαγμάτων) και των υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτά (Rostovtzeff 1941: II 757· Fuks 1984: 287-288· Ferrary 1988: 187-188· Thornton 2001: 162-163), ενώ όσοι δίνουν στον προσδιορισμό “πρ[ὸ]ς αλλήλου[ς]” την πρέπουσα σημασία βλέπουν στην πρὸς αλλήλους ασυναλλαξίαν ασυμφωνία/συγκρούσεις ή —ορθότερα— έλλειψη/ακύρωση συναλλαγών (συναλλάσσειν) μεταξύ των πολιτών (Colin 1905: 655· Sherk, RDGE 43· Kallet-Marx 1995α: 135-136). Όσον αφορά τη χρεωκοπίαν, η ερμηνεία της κατάργησης χρεών είναι πειστική, ιδίως αν συνυπολογίσουμε α) τα σχετικά προβλήματα που είχαν οι πόλεις της Πελοποννήσου ήδη πριν από τον Αχαϊκό πόλεμο (Πολύβιος 38.12), και β) τις οικονομικές ανακατατάξεις που έλαβαν χώρα μετά τον πόλεμο, όπως και την οικτρή οικονομική κατάσταση στην οποία βρέθηκαν κυρίως τα ασθενέστερα στρώματα (Πολύβιος 39.4.3). Μεταγενέστεροι εμπρησμοί αρχείων από δανειολήπτες, που ήθελαν να ξεφύγουν από τις υποχρεώσεις τους, λαμβάνουν χώρα στη Ρώμη το 7 π.Χ. (Κάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 55.8.5-6) και την Αντιόχεια το 70 μ.Χ. (Ιώσηππος, Ιουδαϊκὸς πόλεμος 7.54-62). Βλ. και το κάψιμο των αρχείων στη Σπάρτη από τον Άγι (Πλούταρχος, Βίος Άγιδος καὶ Κλεομένους 13.3).

Το πολιτειακό μέρος των αδικημάτων, δηλαδή η σύνταξη νόμων αντίθετων προς το πολίτευμα που έδωσαν οι Ρωμαίοι στους Αχαιούς (βλ. παραπ.), έχει επίσης ερμηνευθεί με ποικίλους τρόπους: 1) ως προσπάθεια εγκαθίδρυσης τυραννίδας, 2) ως προσπάθεια επιβολής δημοκρατίας ή συγκρότησης ενός νέου, λιγότερο τιμοκρατικού πολιτεύματος (Lewis – Reinhold 1951· Schwertfeger 1974: 67· Fuks 1984: 285-286· Bernhardt 1985: 222-223), και 3) ως νομογραφία ειδικού χαρακτήρα με αντικείμενο τα χρέη (Thornton 2001: 166-170). Με βάση το σημείο αυτό ο Buraselis 1995: 253 αμφισβητεί την υψηλή χρονολόγηση της επιγραφής στο 145/3 π.Χ., δηλαδή μόλις ένα χρόνο μετά την ήττα των Αχαιών και την κατάλυση της συμπολιτείας, θεωρώντας ότι σε αυτή την περίπτωση δεν θα γινόταν αναφορά σε “νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε από τους Ρωμαίους” (στ. 9-10) ή “νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος” (στ. 19-20), αλλά σε επιστροφή στο πρόσφατα καταργημένο τοπικό πολίτευμα. Πρέπει, ωστόσο, να φέρουμε και πάλι στον νου μας ότι έχουμε μπροστά μας το κείμενο του Ρωμαίου ανθυπάτου, το οποίο έχει πιθανότατα υιοθετήσει σε σημαντικό βαθμό τη ρητορική της πρεσβείας των Δυμαίων συνέδρων. Κάτω από αυτό το πρίσμα αντιλαμβανόμαστε ότι η παρουσίαση της σύνταξης νόμων ως προσπάθειας ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας έχει τέλειως διαφορετική βαρύτητα από ότι μια προσπάθεια επιστροφής στο παλαιό πολίτευμα. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι, ανεξάρτητα από το πραγματικό περιεχόμενο των νόμων, το επιχείρημα της ανατροπής της δοσμένης από τους Ρωμαίους πολιτείας και συνακόλουθα της αμφισβήτησης της νεοπαγούς ρωμαϊκής εξουσίας εξυπηρετεί τη ρητορική τόσο των Ρωμαίων όσο και της φιλορωμαϊκής πλευράς της Δύμης.

Βέβαιο πάντως είναι ότι στην περίπτωση της συγχύσεως και ταραχής στη Δύμη δεν μπορούμε να υιοθετήσουμε τα απλουστευτικά σχήματα της αντιπαράθεσης των ολίγων με τους πολλούς ή της φιλορωμαϊκής ανώτερης τάξης με τα αντιρωμαϊκά κατώτερα στρώματα, εφόσον μέλη του συνεδρίου υπήρχαν και στις δύο πλευρές και επομένως έχουμε να κάνουμε (και) με αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της ανώτερης κοινωνικής τάξης (Schwertfeger 1974: 67· Bernhardt 1985: 222-223). Συμπερασματικά φαίνεται ότι οι αναταραχές της Δύμης είχαν τόσο κοινωνικο-οικονομικό όσο και πολιτικό χαρακτήρα, όπως είχε άλλωστε ισχύσει σχεδόν εξαρχής με τις αντιθέσεις φίλων και αντιπάλων των Ρωμαίων στον ελληνικό κόσμο.

Η επιγραφή της Δύμης έχει θεωρηθεί ως μια βασική μαρτυρία για την πολιτική κατάσταση και τη διοίκηση των περιοχών-πόλεων που υπήρξαν μέλη της Αχαϊκής συμπολιτείας και περιήλθαν στη Ρώμη μετά την ήττα και διάλυση της συμπολιτείας κατά τον Αχαϊκό πόλεμο, το 146 π.Χ. Ιδιαίτερη συζήτηση έχει εγείρει η αναφορά στην αποδοθείσαν τοίς [Αχ]αιοίς υπὸ Ῥωμαίων πολιτ[εία]ν (στ. 9-10, 19-20) σε συνδυασμό με την –πάλι από τους Ρωμαίους– αποδεδομένην κατὰ [κ]οινὸν τοίς Ἕλλη[σιν ε]λευθερίαν (στ. 15-16), αγαθά εναντίον των οποίων σύμφωνα με τον Q. Fabius στράφηκε ο Σώσος και όσοι συντάχθηκαν μαζί του.

Η άποψη ότι στη συγκεκριμένη επιγραφή εμφανίζεται όχι μόνο η πόλη Δύμη αλλά και η Αχαϊκή συμπολιτεία, την οποία οι Ρωμαίοι αποκατέστησαν μερικά χρόνια μετά τη διάλυσή της το 146 π.Χ. (Παυσανίας 7.16.9-10: συνέδρια κατὰ έθνος αποδιδόασιν εκάστοις τὰ αρχαία), είναι αστήρικτη. Τα αξιώματα που εμφανίζονται εδώ, δημιουργός (στ. 21), νομογράφος (στ. 18-19, 24) και τα συλλογικά όργανα, όπως το συνέδριον (στ. 4-5), έχουν υπάρξει και λειτουργήσει πριν το 146 π.Χ. όχι μόνο στο πλαίσιο της Αχαϊκής συμπολιτείας αλλά και σε αυτό των πόλεων-μελών της (Rizakis, Achaïe III: 32-34). Η αναφορά “Αχαιοίς” δεν χρειάζεται να παραπέμπει σε συγκροτημένη συμπολιτεία, αλλά μπορεί απλώς να αποδίδει άτυπα το σύνολο των πόλεων-πρώην μελών του Αχαϊκού Κοινού, στις οποίες οι Ρωμαίοι έδωσαν πολίτευμα και ως εκ τούτου δεν έχουμε σαφή ένδειξη ότι τα γεγονότα ξεπέρασαν το πλαίσιο της Δύμης (Ferrary 1988: 191 σημ. 235· Kallet-Marx 1995α: 132· Rizakis, Achaïe III: 60).

Όταν θεοκόλος ήταν ο Λέων, γραμματέας του συνεδρίου ο Στρατοκλής. Ο Κόιντος Φάβιος Μάξιμος, γιος του Κοΐντου, ανθύπατος των Ρωμαίων, χαιρετά τους άρχοντες, τους συνέδρους και την πόλη των Δυμαίων. Επειδή οι υπό (στ. 5) τον Κυλλάνιο σύνεδροι μου παρουσίασαν τα εγκλήματα που συντελέστηκαν σε εσάς (: στην πόλη σας), εννοώ τον εμπρησμό και την καταστροφή των αρχείων και των δημοσίων εγγράφων, αναταραχή στην οποία πρωτοστάτησε εξ ολοκλήρου ο Σώσος, ο γιος του Ταυρομένους, ο οποίος πρότεινε εγγράφως νόμους αντίθετους στο πολίτευμα που αποδόθηκε (στ. 10) από τους Ρωμαίους στους Αχαιούς, γεγονότα τα οποία διεξήλθαμε σημείο προς σημείο στην Πάτρα μαζί με το συμβούλιο που παρευρισκόταν. Επειδή αυτοί που διέπραξαν αυτά μου φάνηκαν ότι προκάλεσαν σε όλους τους Έλληνες μια πολύ άσχημη κατάσταση και αναταραχή, που όχι μόνο συμβαδίζει με την απουσία συναλλαγών και την κατάργηση χρεών (στ. 15) αλλά είναι και ξένη στην κοινή ελευθερία που δόθηκε στους Έλληνες και στη δική μας πολιτική βούληση. Καθώς οι κατήγοροι μου παρείχαν αληθινές αποδείξεις, έκρινα τον Σώσο, που υπήρξε αρχηγός των γεγονότων και πρότεινε εγγράφως νόμους για την κατάλυση του δοθέντος πολιτεύματος, (στ. 20) ένοχο και τον παρέδωσα σε θάνατο. Το ίδιο και τον [. . .]μίσκον, γιο του Εχεσθένη, αυτόν από τους δημιουργούς που ομολόγησε ότι συνέπραξε με όσους έβαλαν φωτιά στα αρχεία και τα δημόσια έγγραφα. Τον δε Τιμόθεο, γιο του Νικέα, ο οποίος συνέταξε τους νόμους μαζί με τον Σώσο, (στ. 25) διέταξα να τον οδηγήσουν στη Ρώμη, αφού τον όρκισα, με τον όρο να είναι εκεί την πρώτη ημέρα του ένατου μήνα, και αφού εμφανίσει στον στρατηγό των ξένων … να μην επιστρέψει στην πατρίδα, προτού να …

Μενέδημος Απολλοδότωι καὶ Λαοδικέων
[τ]οίς άρχουσι καὶ τήι πόλει χαίρειν. τού
[γ]ραφέντος πρὸς ημας προστάγματος
[παρὰ τ]ού βασιλέως υποτέτακται
5 [τὸ αντί]γραφον∙ κατακολουθείτε ούν
τοίς επεσταλμένοις καὶ φροντίσατε
όπως αναγραφέν τὸ πρόσταγμα εις στήλην
λιθίνην ανατεθήι εν τώι επιφανεστάτωι
τών εν τήι πόλει ιερών.
10 Έρρωσθε Θιρ΄ Πανήμου ι΄.

vacat

Β[α]σιλεὺς Αντίοχο[ς Μ]ενεδήμωι χαίρειν.
[Βου]λόμενοι τής αδελφής βασιλίσσης
Λαοδίκης τὰς τιμὰς επὶ πλείστον αύξειν
καὶ τούτο αναγκαιότατον εαυτοίς
15 νομίζοντες είν[αι] διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως
καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ
πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι καὶ τὰ άλλα μέν
όσα πρέπει καὶ δίκαιόν εστιν παρ’ ημών [αυτ]ήι
συναντασθαι διατελούμεν μετὰ φιλοστοργίας
20 ποιούντες, κρίνομεν δέ καθάπερ ημών
αποδείκνυνται κατὰ τὴν βασιλείαν αρχιερείς,
καὶ ταύτης κ[αθ]ίστασθαι εν τοίς αυτοίς τό[ποι]ς
αρχιερείας, αἳ φ[ορ]ήσουσιν στεφάνους χρυ[σούς]
έχοντας εικόν[α]ς αυτής, ενγραφήσονται δέ [καὶ]
25 εν τοίς συν[αλ]λάγμασ[ι], μετὰ τοὺς τών προ[γόνων]
καὶ ημών αρχι[ερε]ίς. επεὶ ούν αποδέδει[κται]
εν τοίς υπὸ σ[έ τό]ποις Λαοδίκη{ς}, συ[ντελείσθω]
πάντα τοίς προγεγραμμένοις ακολ[ούθως],
καὶ τὰ αντίγραφα τών επιστολών αναγραφέν[τα]
30 εις στήλας ανατεθήτω εν τοίς επιφανεστάτοις τό[ποις],
όπως νύν τε καὶ εις τὸ λοιπὸν φανερὰ γ[έν]ηται η ημε[τέρα]
καὶ εν τούτοις πρὸς τὴν αδελφὴν [προ]αίρεσις.
      Θιρ΄ Ξαν[δικού . . ].

 

Ο βασιλέας Αντίοχος Γ’ θεσμοθετεί τη λατρεία της συζύγου του βασίλισσας Λαοδίκης διορίζοντας αρχιέρειες σε όλη την επικράτεια. Πρόκειται για τυπικό δείγμα βασιλικής αλληλογραφίας. Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά κείμενα. Ένα διαβιβαστικό έγγραφο με τη μορφή επιστολής από τον υπεύθυνο σατράπη της περιοχής Μενέδημο προς τον υφιστάμενό του Απολλόδοτο και την πόλη των Λαοδικέων (στ. 1-10) και ένα βασιλικό πρόσταγμα, που έχει επίσης τη μορφή επιστολής (στ. 12-33). Οι αποφάσεις του προστάγματος ακολουθούν τη λέξη κρίνομεν (στ. 20).

Η χρονολογία μάς επιτρέπει να ταυτίσουμε τον βασιλέα Αντίοχο που αναφέρεται στον στ. 11 με τον Αντίοχο Γ’ τον Μέγα (243-187 π.Χ.). Πρόκειται για έναν από τους πλέον δραστήριους και δυναμικούς βασιλείς της δυναστείας (Grainger 1997: 15-22· Sherwin-White – Kuhrt 1993: 188-216· Dreyer 2007: 239-290), μετά τον ιδρυτή της Σέλευκο Α’ Νικάτορα (358-281 π.Χ.). Το συγκεκριμένο έγγραφο γράφτηκε το 193 π.Χ., δηλαδή την παραμονή της σύγκρουσης του Αντιόχου με τη Ρώμη (Grainger 2002· Dreyer 2007).

Ο Μενέδημος, προς τον οποίο γράφει ο Αντίοχος (στ. 11), πρέπει μάλλον να ταυτισθεί με τον Μενέδημο από τα Αλάβανδα, στέλεχος στον στρατό του Αντιόχου (Grainger 1997: 104). Σύμφωνα με την επιγραφή που εξετάζουμε, το 193 π.Χ. τον βρίσκουμε επικεφαλής της σατραπείας της Μηδίας, ενώ μια αναθηματική επιγραφή που χρονολογείται στο 182 π.Χ. πάλι από τη Λαοδίκεια της Μηδίας τον αναφέρει ως επικεφαλής των άνω σατραπειών (I.Estremo Oriente 279· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 307· IG Iran Asie centr. αρ. 67).

Ο Απολλόδοτος (Robert 1967: 290 σημ. 4), στον οποίο με τη σειρά του γράφει ο Μενέδημος (στ. 1-2), θα πρέπει να είναι ο βασιλικός αντιπρόσωπος στη Λαοδίκεια, γνωστός ως επιστάτης (για το αξίωμα αυτό βλ. Sherwin-White – Kuhrt 1993: 165-166· Capdetrey  2007: 301-306).

Η βασίλισσα Λαοδίκη, την οποία και αφορά το διάταγμα (στ. 12-13), ήταν κόρη του βασιλέα Μιθριδάτη Β’ του Πόντου και παντρεύτηκε τον Αντίοχο Γ’ το 222 π.Χ. στη Σελεύκεια-Ζεύγμα (Grainger 1997: 49· Bielman 2002: 43-47).

Η Λαοδίκη που διορίζεται αρχιέρεια της συνονόματης βασίλισσας στη Μηδία (στ. 27· Grainger 1997: 48) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ και της βασίλισσας Λαοδίκης (Robert 1949: 18· αντίθετη άποψη Edson 1954). Είναι φυσικό οι αρχιέρειες της λατρείας ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας να ανήκουν στις οικογένειες της αριστοκρατίας ή και στην ίδια τη βασιλική οικογένεια (για τη Λαοδίκη αλλά και τη Βερενίκη, που ορίζεται αρχιέρεια της λατρείας στο αντίγραφο της επιστολής που βρέθηκε στη Φρυγία, βλ. Iossif – Lorber 2007: 64· Iossif 2014: 140-146).

Στην συγκεκριμένη επιγραφή ο Αντίοχος Γ’ ιδρύει τη λατρεία της συζύγου του, βασίλισσας Λαοδίκης. Η λατρεία των ηγεμόνων αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες και σύνθετες εξελίξεις στην ελληνιστική εποχή. Οι διάδοχοι και επίγονοι του Αλεξάνδρου στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ερείσματα νομιμότητας, ενώ οι ελληνικές πόλεις βρήκαν στην απόδοση θεϊκών τιμών ένα μέσο διαπραγμάτευσης με τους ελληνιστικούς ηγεμόνες που μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ήταν πλέον οι ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων του ελληνιστικού κόσμου. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εδραίωση αυτής της λατρείας έπαιξε επιπλέον το γεγονός ότι οι κατακτημένοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Περσίας συνέδεαν παραδοσιακά τον εκάστοτε ηγεμόνα τους με το θείο (αν και οι συνδέσεις αυτές διαφοροποιούνταν ως προς το περιεχόμενο και τον βαθμό). Η λατρεία των ελληνιστικών ηγεμόνων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη λατρεία που τους προσφέρουν οι πόλεις και αυτή που διοργανώνουν οι ίδιοι στην επικράτειά τους για τους εαυτούς τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και εν γένει τη δυναστεία τους (τη διάκριση αυτή παρουσιάζει αναλυτικά ο Walbank 1987, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία). Η επιγραφή που εξετάζουμε εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία.

Ενδιαφέρον έχει η αιτιολόγηση της ίδρυσης της λατρείας της Λαοδίκης από τον Αντίοχο Γ’: διὰ τὸ μὴ μόνον ημίν φιλοστόργως καὶ κηδεμονικώς αυτὴν συμβιούν, [αλ]λὰ καὶ πρὸς τὸ θείον ευσεβώς διακείσθαι (στ. 15-17). Η στοργή και η μέριμνα για την οικογένεια αλλά και η ευσέβεια προς το θείο αποτελούν τις βασικές αξίες, για τις οποίες επαινούνται και τιμώνται οι ελληνιστικές βασίλισσες (βλ. Kotsidu 1999· γενικά για τις ελληνιστικές βασίλισσες βλ. Savalli-Lestrade 1994· Savalli-Lestrade 2003· Carney 2010: 201-208· Caneva 2012). Από την αρχή της δυναστείας η σύζυγος του Σελευκίδη βασιλέα κατείχε περίοπτη θέση δίπλα του στηρίζοντας την πολιτική του, προσφέροντας ευεργεσίες εκ μέρους του και δίνοντας με την ευσέβειά της κύρος και νομιμότητα στη βασιλική οικογένεια ως μητέρα των παιδιών και διαδόχων του θρόνου (Sherwin-White – Kuhrt 1993: 127-128· Carney 2010: 205-206). Τα κίνητρα του Αντιόχου Γ’ για την καθιέρωση της λατρείας της συζύγου του δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς οι πηγές που διαθέτουμε δεν μας βοηθούν να την εντάξουμε σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Βέβαια το 193 π.Χ., καθώς ο Αντίοχος Γ’ βρισκόταν στα πρόθυρα της σύγκρουσης με τη Ρώμη (Grainger 2002: 142-143· Dreyer 2007: 203-236), ήταν έντονη η ανάγκη ενίσχυσης και αποδοχής της εξουσίας του και ίσως σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεοποίηση της Λαοδίκης.

Το πρόσταγμα ορίζει να διορισθούν σε όλη την επικράτεια του βασιλείου αρχιέρειες της Λαοδίκης (στ. 22-23). Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν αρχιερείς για τη λατρεία των προγόνων του Αντιόχου, αλλά και αρχιερείς για τη λατρεία του ιδίου και των προγόνων (στ. 21, 25-26). Οι αρχιερείς που διορίζονται για αυτές τις λατρείες έχουν υπό τον έλεγχό τους περισσότερα ιερά σε μια ευρύτερη περιοχή. Για τον θεσμό του αρχιερέα γενικά βλ. Müller 2000. Για τους αρχιερείς στους Σελευκίδες βλ. Ma 1999: 145-147· Capdetrey 2007: 322-327. Για τις αρχιέρειες βλ. Bielman 2002: 45, 48· Iossif 2014: 143-144. Οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες ανήκαν προφανώς στις αριστοκρατικές οικογένειες που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα ή στην ίδια τη βασιλική οικογένεια. Στο αντίγραφο της Μηδίας που πραγματευόμαστε η αρχιέρεια Λαοδίκη (στ. 27) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ (βλ. παραπ.). Στο αντίγραφο της Φρυγίας (I.Estremo Oriente 452 στ. 4 και 453 στ. 19· Merkelbach – Stauber 2005: 302 στ. 4, 31) αρχιέρεια διορίζεται η Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου (στ. 4), ο οποίος ήταν δυνάστης της Τελμησσού και συγγενής του Αντιόχου (για την ταύτιση του Πτολεμαίου βλ. Welles, RC σ. 161-162 και Grainger 1997: 115). Από μια επιγραφή που χρονολογείται το 209 π.Χ. και αφορά την τοποθέτηση του Νικάνορα ως αρχιερέα των ιερών στις περιοχές πέρα από τον Ταύρο (Ma 1999: 288-292 αρ. 4), μαθαίνουμε ότι τέτοιου τύπου διορισμοί ίσχυαν ως ανταμοιβή προσώπων που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα (φίλοι τού βασιλέως, βλ. Ε5 link), στελέχωναν τη βασιλική διοίκηση και ήταν γνωστοί για την αφοσίωση (πίστιν) και την καλή τους διάθεση (εύνοιαν) απέναντι στον βασιλέα. Από την ίδια επιγραφή προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες ενός αρχιερέα είχαν να κάνουν με την εποπτεία των θυσιών στα ιερά της ευθύνης του και με τον έλεγχο των οικονομικών τους.

Η απουσία της αναφοράς των αρχιερέων της δυναστικής λατρείας σε έγγραφα σφηνοειδούς γραφής από τη Βαβυλώνα δείχνει ότι η διάταξη αυτή πιθανόν αφορούσε μόνο τα έγγραφα σε ελληνική γλώσσα. Η διάταξη προφανώς δεν αφορούσε ούτε τις ελληνικές πόλεις της σελευκιδικής επικράτειας: σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι πόλεις δεν είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν ως επώνυμους τους ιερείς της δυναστικής λατρείας, ενώ αντίθετα χρονολογούν ενίοτε με βάση τους ιερείς των βασιλικών λατρειών που έχουν ιδρύσει οι ίδιες (πρβλ. van Nuffelen 2004: 280-281, 298-300). Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαιρούνταν από τη χρήση των αρχιερέων ως χρονολογικού στοιχείου περιοχές υπήκοων πληθυσμών που διέθεταν κάποιο βαθμό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση. Η από το κέντρο εκπορευόμενη λατρεία των προγόνων και των ζώντων βασιλέων απευθυνόταν ενδεχομένως στα στελέχη της διοίκησης και στον στρατό, τα φυσικά στηρίγματα ενός Σελευκίδη ηγεμόνα, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο του κράτους του (για τη διοίκηση του Σελευκιδικού κράτους βλ. Ma 1999: 108-149).

Ο Μενέδημος χαιρετά τον Απολλόδοτο, τους άρχοντες και την πόλη των Λαοδικέων. Επισυνάπτεται το αντίγραφο του προστάγματος που έστειλε σε εμάς ο βασιλέας∙ (στ. 5) ακολουθήστε λοιπόν τις οδηγίες που έχει στείλει ο βασιλέας μέσω επιστολής και φροντίστε να αναγραφεί το πρόσταγμα σε πέτρινη στήλη και να ανατεθεί στο πιο διακεκριμένο από τα ιερά της πόλης. (στ. 10) Να είστε καλά. 119ο έτος, 10η Πανήμου. Ο βασιλέας Αντίοχος χαιρετά τον Μενέδημο. Επειδή θέλουμε να αυξήσουμε πολύ τις τιμές για την αδελφή μας βασίλισσα Λαοδίκη και επειδή αυτό το θεωρούμε εξαιρετικά αναγκαίο, (στ. 15) όχι μόνο εξαιτίας της στοργής και της φροντίδας που δείχνει στην κοινή της ζωή μαζί μας, αλλά και επειδή επιδεικνύει ευσέβεια στους θεούς, συνεχίζουμε μεν να κάνουμε με στοργή και όλα τα άλλα όσα της ταιριάζουν και είναι δίκαιο να λάβει από μας, (στ. 20) αποφασίζουμε δε ότι, όπως έχουν διορισθεί στο βασίλειο δικοί μας αρχιερείς, να διορισθούν στις ίδιες περιοχές και δικές της αρχιέρειες, οι οποίες θα φορούν χρυσά στεφάνια που θα έχουν την εικόνα της. Θα αναγράφονται επίσης (τα ονόματά τους) (στ. 25) στα συμβόλαια μετά τους αρχιερείς των προγόνων μας και τους δικούς μας. Εφόσον, λοιπόν, έχει διορισθεί (ως αρχιέρεια) στις περιοχές υπό τη διοίκησή σου η Λαοδίκη, ας γίνουν όλα σύμφωνα με αυτά που έχουν διαταχθεί, και τα αντίγραφα των επιστολών, αφού αναγραφούν (στ. 30) σε στήλες, να ανατεθούν στα πιο διακεκριμένα μέρη, ώστε τώρα και στο μέλλον να γίνει φανερή η καλή μας διάθεση προς την αδελφή μας σχετικά με αυτά. 119ο έτος, Μαρτίου…

(πλευρά Α)

  υπέρ βασιλέως Αριαρά-
θους Επιφανούς Ατηζωας
Δρυηνου γυμνασιαρχήσας
καὶ αγωνοθετήσας Ερμη
5 καὶ Hρακλεί α[να]γραφὴν γυ-
μνασίαρχων [τών] απὸ τού
ε’ έτους· [ v. Ατηζ]ωας Δρυη-
νου, [ . . . . . . ] Hρακλείδου

 

(πλευρά Β)

Αθήναιος Hγ[

Ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης στο γυμνάσιο των Τυάνων, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή έναν κατάλογο γυμνασιάρχων υπέρ του βασιλέα Αριαράθη Στ’ Επιφανούς Φιλοπάτορα.

Η ανάθεση στους θεούς υπέρ του βασιλέα αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο απόδοσης τιμών και έκφρασης της αφοσίωσης και νομιμοφροσύνης των υπηκόων προς τον ηγεμόνα τους. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι αναθέτες είναι, όπως ο γυμνασίαρχος Ατηζώας, δημόσια πρόσωπα: αξιωματούχοι της βασιλικής αυλής, της διοίκησης και του στρατού ή των πόλεων που βρίσκονται στην περιοχή κυριαρχίας του ηγεμόνα..

Το γυμνάσιο ήταν φυσικά το ιδεώδες μέρος για την ανάθεση ενός καταλόγου γυμνασιάρχων από έναν συνάδελφό τους. Η ύπαρξη του γυμνασίου, ενός θεσμού που μυούσε τους νέους στον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης εκπαιδεύοντας πολιτικά και κοινωνικά τους μελλοντικούς πολίτες, πιστοποιεί αναμφίβολα έναν βαθμό εξελληνισμού του βασιλείου της Καππαδοκίας –τουλάχιστον στα αστικά κέντρα– και αποτελεί μια έμμεση μαρτυρία για την οργάνωση των Τυάνων κατά τα πρότυπα των ελληνικών πόλεων επί Αριαράθη Στ’ (γενικά για το γυμνάσιο Delorme 1960, ειδικά για τον ρόλο του γυμνασίου στην Ανατολή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους βλ. τα άρθρα των Groß-Albenhausen 2004 και Bringmann 2004).

Η επιλογή του πέμπτου έτους της ηγεμονίας του Αριαράθη Στ΄ ως χρονικού ορόσημου για την έναρξη του καταλόγου μπορεί να έχει ποικίλες ερμηνείες: σηματοδοτεί πιθανόν τη χρονιά της θητείας του Ατηζωα ως γυμνασιάρχου ή κάποια σημαντική ευεργεσία του βασιλέα προς το γυμνάσιο ή άλλες σημαντικές εξελίξεις, ενδεχομένως πολιτικού χαρακτήρα. Ο θεσμός του γυμνασίου είχε εισαχθεί στο βασίλειο των Αριαραθιδών μάλλον ήδη σε προγενέστερη εποχή.

Ο γυμνασίαρχος Ατηζωας Δρυηνου είναι πέρα από κάθε αμφιβολία αυτόχθων (για τα ανθρωπωνύμια αυτά βλ. Robert, Noms indigènes 493) και έτσι η επιγραφή του γυμνασίου των Τυάνων αποτελεί την πρωιμότερη μαρτυρία στην ιστορία του ελληνιστικού γυμνασίου για την ανάληψη του αξιώματος του γυμνασιάρχου από έναν αυτόχθονα.

Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο άλλοι γυμνασίαρχοι του αποσπασματικά σωζόμενου καταλόγου φέρουν ελληνικά θεοφόρα ονόματα ή πατρώνυμα: Αθήναιος και Hρακλείδης (Parker 2000). Η διάδοση του ονόματος Hρακλείδης (όπως και αυτή του αντίστοιχου θεοφόρου ανθρωπωνυμίου Hράκλειτος) συνδέεται με τη λατρεία του Ηρακλή (βλ. το ευρετήριο των ανθρωπωνυμίων που προέρχονται από το όνομα Ηρακλής: I.Tyana σ. 535). Τουλάχιστον από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. ο Ηρακλής λατρευόταν στο καππαδοκικό βασίλειο και εκτός του γυμνασίου, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος λατρείας του (για τον Ηρακλή στο γυμνάσιο βλ. Aneziri – Damaskos 2004: 248-251). Η γιορτή Hράκλεια μνημονεύεται σε ψήφισμα της πόλης Άνισα που χρονολογείται πιθανότατα στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. (Robert, Noms indigènes 499-501). Νομισματικές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου επιβεβαιώνουν τη σημαντική θέση που κατείχε ο Ηρακλής στο πάνθεον των καππαδοκικών θεών και ηρώων (I.Tyana σ. 373-374). Η απήχηση αυτής της εισαγόμενης λατρείας στον ντόπιο πληθυσμό οφείλεται μάλλον στην ταύτιση του Ηρακλή με κάποια τοπική θεότητα, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας και αλλού. Στα Τύανα ο Ηρακλής θεωρούνταν, ενδεχομένως, γιος της Αστάρτης, της προστάτιδας της πόλης (I.Tyana σ. 373-374, 480-482).

Το όνομα Αθήναιος του τρίτου γυμνασιάρχου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στο καππαδοκικό βασίλειο, ακόμη και μεταξύ των μελών της επόμενης βασιλικής δυναστείας των Αριοβαρζανιδών (96-36 π.Χ.), λόγω εξομοίωσης της θεάς Αθηνάς με τη μεγάλη καππαδοκική θεά Μα (I.Tyana σ. 372-373, 500-501, 534). Η απήχηση που είχε η λατρεία της Αθηνάς αποτυπώνεται στην καππαδοκική νομισματοκοπία: κυρίαρχο εικονογραφικό θέμα των νομισμάτων του βασιλείου από τον 3ο αι. π.Χ. ως και το τέλος της δυναστείας των Αριοβαρζανιδών το 36 π.Χ. αποτελεί ο ελληνικός νομισματικός τύπος της Αθηνάς Νικηφόρου (Simonetta 1997).

Ο γυμνασίαρχος Αθήναιος και ο άγνωστος γυμνασίαρχος με το πατρώνυμο Hρακλείδης μπορεί να ήταν εξελληνισμένοι αυτόχθονες. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη γενική τάση που είχαν οι εξελληνισμένοι αυτόχθονες να υιοθετούν γρήγορα ελληνικά ονόματα, με αποτέλεσμα να σώζονται ελάχιστα μη ελληνικής προέλευσης ονόματα γηγενών που φοίτησαν ή ανέλαβαν αξιώματα στα γυμνάσια του ελληνιστικού κόσμου (βλ. Groß-Albenhausen 2004: 316· Σοφού 2018).

Για τον βασιλέα Αριαράθη Επιφανή ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή τον κατάλογο των γυμνασιάρχων από το πέμπτο έτος: [Ατηζ]ώας ο γιος του Δρυηνού, [ ] ο γιος του Ηρακλεί[δου]

Αθήναιος ο γιος του Ηγ[

Έδοξε τη βουλη καὶ τώι δήμωι· πρυτάνεων
γνώμηι· περὶ ων επήλθον προστάται καὶ στρα-
τηγοί· επειδὴ Τελευτίας Θευδώρου Κώιος
ανὴρ καλὸς καὶ αγαθός εστιν εις τὴν πόλιν
5 καὶ ιδίαι τε τοίς εντυνχάνουσιν τών πολιτ<ώ>ν
ευχρηστών διατελεί καὶ κατὰ κοινὸν παντὶ
τώι δήμωι εύνους υπάρχει, αεί τι καὶ λέγων
καὶ πράσσων υπέρ τού πλήθους, ίνα επαινεθη
τε υπὸ τής βουλής καὶ τού δήμου καὶ στεφανω̣-
10 θη χρυσώι στεφάνωι απὸ πλήθους όσου
πλίστου έξεστι εκ τών νόμων, γένηται δέ
καὶ πρόξενος τής πό<λ>εως, δοθήι δέ αυτώι κα[ὶ]
πολιτείa[[ν]] μετέχοντι πάντων ων καὶ τοίς άλ-
λοις πολίταις μέτεστιν, τὰ δέ αυτὰ υπάρχη τίμ[ι]-
15 α καὶ τοίς εκγόνοις αυτού, υπάρχη δέ αυτω κα[ὶ]
προεδρία εν τοίς αγώσι πασι οίς η πόλις τίθ[η]-
σι, καὶ ίνα ο αγωνοθέτης επιμελές ποιήσητα̣[ι]
όπως ανανγελη ο στέφανος, ωι τετίμη-
ται Τελευτίας εν τοίς πρώτοις Διονυσίο[ις],
20 δεδόχθαι Ιασεύσι· επαινέσαι Τελευτίαν
Θευδώρου Κώιον ευνοίας ένεκε τής εις τὴν [πό]-
λιν καὶ στεφανώσαι χρυσέωι στεφάνωι̣ [απὸ]
πλήθους όσου πλείστου έξεστιν εκ τών ν[ό]-
μων αρετής ένεκεν καὶ ευνοίας τής ε vac. ι[ς]
25 τὸ πλήθος τὸ Ιασέων, είναι δέ καὶ προεδρίαν ε[ν]
τοίς αγώσι πασι, υπάρχειν δέ αυτὸν καὶ πρόξεν[ον]
τής πόλεως, δεδόσθαι δέ αυτώι καὶ πολιτείαν μ[ε]-
τέχοντι πάντων ων καὶ τοίς άλλοις πολίταις μέ-
τεστι, επικληρώσαι δέ αυτὸν καὶ επὶ φυλὴν εν τ[οίς]
30 εννόμοις χρόνοις, τὰ δέ αυτὰ υπάρχειν καὶ τοίς εκ̣[γό]-
νοις αυτού, τὸν δέ αγωνοθέτην επιμελές πο[ιή]-
σασθαι όπως ανανγελη ο στέφανος, ωι τετίμη[ται]
Τελευτίας, τής ανανγελίας γινομένης εν
τοί<ς> πρώτοις Διονυσίοις μετὰ τὴν πομπήν· ίνα [δέ]
35 καὶ Κώιοι ειδήσωσι τὴν Τελευτία καλοκαγαθίαν [καὶ]
τὴν Ιασέων ευχαριστίαν, ελέσθαι πρεσβευτ[ήν]·
τὸν δέ αιρεθέντα αφικόμενον πρὸς Κώιους πε[ρί τε]
τής Τελευτία καλοκαγαθίας καὶ τής πρὸς τὸvν [δή]-
μον ευνοίας ενφανίσ[αι καὶ πα]ρακαλείν οικήου̣[ς]
40 καὶ φίλους καὶ συμμά[χους υπάρχ]οντας τής πό[λ]-
[εω]ς φ̣ι̣λ̣ο̣φ̣ρό̣νω̣ς α̣π[οδέξασθαι τὰ] εψηφισμέν[α–]

 

H συγκεκριμένη επιγραφή είναι ένα τυπικό δείγμα σύντομου και γενικόλογου τιμητικού ψηφίσματος. Η βουλή και ο δήμος της Ιασού στην Καρία της Μικράς Ασίας αποφασίζουν τις τιμές που θα αποδώσουν στον Τελευτία, γιο του Θευδώρου, από την Κω.
Με τρεις αιτιολογικές προτάσεις, που συνδέονται παρατακτικά (στ. 3-7: επειδὴ Τελευτίας Θευδώρου Κώιος ανὴρ καλὸς καὶ αγαθός εστιν εις τὴν πόλιν καὶ ιδίαι τε τοίς εντυνχάνουσιν τών πολιτ[ώ]ν ευχρηστών διατελεί καὶ κατὰ κοινὸν παντὶ τώι δήμωι εύνους υπάρχει) και δύο αιτιολογικές μετοχές (στ. 7-8: αεί τι καὶ λέγων καὶ πράσσων υπέρ τού πλήθους), απαριθμούνται οι λόγοι για τους οποίους ο Τελευτίας αξίζει τις τιμές που προτείνονται και τελικά του αποδίδονται. Αδιαμφισβήτητο είναι ότι, αν και πολίτης άλλης πόλης (Κως) από αυτήν που τον τιμά (Ιασός), ο Τελευτίας ανταποκρίνεται στο πρότυπο του καλού και αγαθού πολίτη. Αν και το ακριβές περιεχόμενο της προσφοράς του Κώιου Τελευτία στην πόλη της Ιασού δεν διευκρινίζεται, το παρόν ψήφισμα εντάσσεται στο πολύπλευρο και πολυσύνθετο φαινόμενο του ευεργετισμού, που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση κατά την ελληνιστική περίοδο και στηρίζεται στην αρχή της αμοιβαιότητας (εξαιρετική ανάλυση για το φαινόμενο αυτό προσφέρουν οι Gauthier 1985 και Domingo Gygax 2016).
Οι τιμές που προτείνονται για τον Τελευτία είναι επίσης τυπικές του είδους του ψηφίσματος και της εποχής (για τις τιμές στην Αθήνα από τον 5ο ως τον 3ο αι. π.Χ., βλ. Henry 1983). Η πρώτη από τις τιμές, που αποδίδονται συνήθως σε ‘φίλους’ της πόλης, είναι ο δημόσιος έπαινος (στ. 8-9, 20-22). Ακολουθεί η τιμή της στεφάνωσης με χρυσό στεφάνι (στ. 9-11, 22-25). Η επόμενη τιμή είναι η πολύ συνηθισμένη στα ελληνιστικά τιμητικά ψηφίσματα χορήγηση του τίτλου του προξένου (στ. 11-12, 26-27· για αυτόν τον τίτλο βλ. Mack 2015). Στον Τελευτία χορηγείται το δικαίωμα του πολίτη (στ. 12-15, 27-29). Η πολιτογράφηση αποτελεί μια από τις ιεραρχικά υψηλότερες ανταμοιβές που επιφυλάσσουν οι πόλεις στους ξένους ευεργέτες τους. Όπως σε πολλές πολιτογραφήσεις, έτσι κι εδώ προβλέπεται η ένταξη του Τελευτία σε μια από τις φυλές του πολιτικού σώματος με κλήρωση (στ. 29-30). Η πολιτεία, όπως μάλλον και η προξενία αποτελούν τα τίμια που μεταβιβάζονται και στους απογόνους του Τελευτία (στ. 14-15). Ένα ακόμη προνόμιο που παραχωρείται στον Τελευτία είναι η προεδρία, δηλαδή η πρώτη θέση στις γιορτές της πόλης και στο θέατρο (στ. 15-17, 25-26).
Η πρόβλεψη για δημοσιοποίηση των τιμών (με αναγγελία και αναγραφή) είναι αναπόσπαστο τμήμα των τιμητικών ψηφισμάτων (στο συγκεκριμένο ψήφισμα στ. 31 κ.ε.). Αποτελεί στην ουσία μέρος των τιμών και μάλιστα όχι ανέξοδο, αφού τόσο στην περίπτωση της αναγραφής όσο και της αναγγελίας –όταν αυτή γίνεται όχι μόνο στην πόλη που τιμά (στ. 31-34), αλλά και στην πόλη από την οποία προέρχεται ο τιμώμενος (στ. 34 κ.ε.)– γίνονται έξοδα για την ανέγερση της ενεπίγραφης στήλης και την αποστολή πρεσβείας αντιστοίχως. Στόχος είναι η παρακίνηση άλλων πολιτών και η ενεργοποίηση ενός πνεύματος άτυπου ανταγωνισμού.

Η βουλή και ο δήμος αποφάσισαν, μετά από πρόταση των πρυτάνεων, αναφορικά με όσα εισηγήθηκαν οι προστάτες και οι στρατηγοί. Επειδή ο Τελευτίας, γιος του Θεoδώρου, από την Κω είναι καλός και ενάρετος απέναντι στην πόλη (στ. 5) και κατ’ ιδίαν δείχνει συνεχώς καλή διάθεση στους πολίτες που συνδιαλέγονται μαζί του και δημοσίως συμπεριφέρεται ευνοϊκά προς το σύνολο του δήμου μιλώντας και πράττοντας πάντα προς όφελος του λαού. Για να επαινεθεί, λοιπόν, από τη βουλή και τον δήμο και να στεφανωθεί (στ. 10) με χρυσό στεφάνι, του οποίου η αξία να αναλογεί στο μέγιστο ποσό των χρημάτων που επιτρέπεται από τους νόμους, και να γίνει πρόξενος της πόλης και να του δοθεί, επίσης, το δικαίωμα του πολίτη, ώστε να συμμετέχει σε όλα όσα μετέχουν και οι άλλοι πολίτες, και να ισχύουν οι ίδιες τιμές (στ. 15) και για τους απογόνους του, και να του δοθεί επιπλέον τιμητική θέση σε όλους τους αγώνες που διοργανώνει η πόλη, και να φροντίσει ο αγωνοθέτης την αναγγελία του στεφανιού με το οποίο τιμήθηκε ο Τελευτίας στην αμέσως επόμενη γιορτή των Διονυσίων. (στ. 20) Να αποφασίσουν οι Ιασείς να επαινέσουν τον Τελευτία, γιο του Θεοδώρου, από την Κω λόγω της εύνοιάς του απέναντι στην πόλη και να τον στεφανώσουν με χρυσό στεφάνι, του οποίου η αξία να αναλογεί στο μέγιστο ποσό των χρημάτων που επιτρέπεται από τους νόμους, για την αρετή του και την εύνοιά του προς (στ. 25) τον λαό των Ιασέων. Και να έχει, επίσης, τιμητική θέση σε όλους τους αγώνες και να είναι πρόξενος της πόλης και να του δοθεί το δικαίωμα του πολίτη, ώστε να συμμετέχει σε όλα όσα μετέχουν και οι άλλοι πολίτες. Επίσης, να ενταχθεί σε φυλή με κλήρωση μέσα στα (στ. 30) έννομα χρονικά περιθώρια, και να διατηρηθούν τα ίδια και για τους απογόνους του. Και ο αγωνοθέτης να φροντίσει την αναγγελία του στεφανιού με το οποίο τιμήθηκε ο Τελευτίας και η αναγγελία αυτή να γίνει στα επόμενα Διονύσια μετά την πομπή. Για να (στ. 35) πληροφορηθούν, όμως, και οι Κώοι την ενάρετη στάση του Τελευτία και την ευγνωμοσύνη των Ιασέων, να εκλεγεί πρέσβης ο οποίος φτάνοντας στους Κώους να εκθέσει την καλοσύνη του Τελευτία και την εύνοιά του προς τον δήμο και να παροτρύνει όσους είναι συγγενείς (στ. 40) και φίλοι και σύμμαχοι της πόλης, να αποδεχθούν τις αποφάσεις με καλή διάθεση…

Ὁ δήμος ο Αθηνα[ίων]
βασίλισσαν Στρατον[ίκην]
βασιλέως Αρια(ρ)ά[θου]
αρετής ένεκεν καὶ ευνοίας
5 τής εις εαυτὸν
Αρτέμιδι, [Λητ]οί, Α(π)ό[λλωνι]

Ανάθεση στη δηλιακή τριάδα Άρτεμη, Λητώ και Απόλλωνα ενός αγάλματος της βασίλισσας Στρατονίκης από το δήμο των Αθηναίων. Σκοπός της ανάθεσης αυτής ήταν να τιμηθεί η βασίλισσα για την αρετή της και την εύνοια που έδειξε προς το δήμο των Αθηναίων (πρβλ. την τιμητική επιγραφή του δήμου της Περγάμου για τη βασίλισσα Στρατονίκη: Müller 1991: 393-396).

 

Η ταυτότητα του τιμώμενου προσώπου

Η Στρατονίκη (περ. 203/192-134 π.Χ.) ήταν θυγατέρα του βασιλέα της Μεγάλης Καππαδοκίας Αριαράθη Δ΄ και, πιθανότατα, της σελευκιδικής καταγωγής Αντιοχίδος (Allen 1983: 202· αντίθετη άποψη διατυπώνει ο Müller 1991: 401-402). Υπήρξε σύζυγος του βασιλέα της Περγάμου Ευμένη Β’, μετά τον θάνατό του το 158/7 π.Χ. παντρεύτηκε τον αδελφό και διάδοχό του Άτταλο Β’, και ήταν πιθανότατα η μητέρα του τελευταίου Ατταλίδη βασιλέα Άτταλου Γ’ (Hopp 1977: 16-26 και σημ. 2).

 

Οι θεότητες

Οι δηλιακές θεότητες στις οποίες προσφέρεται το ανάθημα των Αθηναίων ήταν διαδεδομένες όχι μόνο στην Πέργαμο (Hansen 1971: 445-446), αλλά και στην ιδιαίτερη πατρίδα της Στρατονίκης. Στην Καππαδοκία, συγκεκριμένα, η Άρτεμη λατρευόταν με το επίθετο Ταυροπόλος (Στράβων 12.2.3), ενώ διάδοση γνώριζε και η λατρεία του Απόλλωνα με το επίθετο Αρχηγέτης (Στράβων 12.2.6· I.Tyana σελ. 375). Είναι μάλιστα πιθανόν οι δύο θεότητες να λατρεύονταν με αυτά τα επίθετα και στη Δήλο (για την πιθανή λατρεία της Αρτέμιδος Ταυροπόλου στη Δήλο, βλ. Bilde 2003· του Απόλλωνα Αρχηγέτου, Malkin 1986).

 

Το ιερό της Δήλου και η διεθνής διπλωματία

Στην εποχή κατά την οποία χρονολογείται η επιγραφή, δηλαδή πιθανότατα από το 167 π.Χ. και εξής, η Δήλος, χάρη στο προνομιακό καθεστώς ατέλειας που απολάμβανε, αναπτύχθηκε σε κομβικό σημείο για το διαμετακομιστικό εμπόριο της ανατολικής Μεσογείου (Στράβων 10.5.4). Ως διεθνής εμπορικός πόλος εξελίχθηκε σε θρησκευτικό κέντρο που φιλοξενούσε πολλές ξένες λατρείες (Bruneau 1970). Έγινε προσφιλής τόπος επίδειξης της ευσέβειας και της γενναιοδωρίας των ηγεμόνων προς τους θεούς, και τόπος ανέγερσης επιγραφών και ανάθεσης μνημείων προς τιμήν ηγεμόνων και άλλων επιφανών προσώπων (βλ. ενδεικτικά Bringmann – Ameling – Schmidt-Dounas 1995: 187-231 αρ. 117-193· Κotsidu 2000: 193-224 αρ. 120-148). Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας του νησιού αποτελούσε εγγύηση ότι πράξεις αντάξιες δόξας και τιμής θα είχαν τη μέγιστη δημοσιότητα και απήχηση (Roussel 1987· Habicht 1995: 247-264).

Ο δήμος των Αθηναίων ανέθεσε στην Άρτεμη, τη Λητώ και τον Απόλλωνα το άγαλμα της βασίλισσας Στρατονίκης, κόρης του βασιλέως Αριαράθου, για την αρετή και την εύνοιά της προς αυτόν τον ίδιο.