1 δακρυόεν τόδε σήμα, καὶ ει κενὸν ἠρίον ἧσται,
Φαρνάκου αυθαίμου τ’ αιπὺ Μύρωνος ομού,
τής Πάπου γενεας οικτρας, ξένοι, ούς Αμισηνοὺ[ς]
ναυαγοὺς Βορέου χείμ’ αποσεισαμένους
5 αγροίκων ξιφέεσσι Σεριφιὰς ωλεσε νήσος,
αμφὶ βαρυζήλου τέρμα βαλούσα τύχης.
Πρώτος δ’ εν Ῥήνης κόλποις στηλώσαθ’ εταίρων
τύμβον επ’ αστήνοις μνημόσυνον στεναχαν.
Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα-
τεί Φιλαδελφείας
παρὰ Ἕρμωνος τού Θεοκρίτου
Μακεδόνος τών Πρωτογένου
5 καὶ Πρωτογένου τού υιού
τής ζ ιπ(παρχίας) (ογδοηκονταρούρου)· επεὶ εν τώι
προτεθέντι αγώνι ηλκυσμέ-
νων τινών λαμπαδάρχων
τήι ιϛ τού Θωὺ̣θ̣ τ̣[ού] λε (έτους)
10 τήι δέ ιθ τού αυτού μηνὸς
ήλκυσμαι λαμπαδάρχης
ανδρών ου καθηκόντως
χάριν τού μὴ έχειν με μηδε-
μίαν αφορμὴν μηδέ περίστα̣-
15 σιν πρὸς τὸ χορηγήσαι τὰ̣ τής
λαμπαδαρχίας αλλὰ διαζών-
τος εξ ολίων ἃ καὶ μόλις
αυταρκείται εμοί τε καὶ
τήι γυναικὶ καὶ τοίς τέκνοις,
20 ούς τε ηλκύκησαν πρὸ εμού
λαμπαδάρχας εν τώι αυτώι
αγώνι κατασυνεργούντες
καὶ καταχαριζόμενοι [α]πολέ-
λυκαν, αξιώ μὴ υπερ-
25 ιδείν με αγνωμονούμενον
αλλὰ επανενέγκαι επί τε τὸν
γυμνασίαρχον καὶ [ε]πὶ τοὺς
εκ τού εν τήι Φιλαδελφείαι
γυμνασίου νεανίσκους,
30 όπως απολυθώ τής λαμπα-
δαρχίας, ει δέ μή γε υπο-
τάξαι μου τὸ υπόμνημα
ω̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ίνα μὴ ε[ξ άπα]ν̣-
[τος απολώμαι (;) – – -]

Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.

Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ιππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ιππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ίππαρχονιππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ίλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ίλαρχονιλάρχην). Η ίλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ιππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ιππαρχιών έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).

Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικής γής. Το σύστημα κληρουχιών της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 αρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληρούχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ογδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τής επιγονής) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).

Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο υπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει αναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.

Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχηςλαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιώνλαμπαδηφοριών). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).

Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).

Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).

Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.

Ο γυμνασίαρχοςγυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιών οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ηταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).

Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).

Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχών πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).

               Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ανδρών (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχών για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).

Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: αλλὰ διαζών/τος εξ ολίων l. ολίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μέν μὴ χρησίμους δέ λειτουργίας, / οίον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ όσαι άλλαι τοι/αύται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.

Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …

a                                                           η βουλὴ καὶ                           ο δήμος                              ο δήμ[ος]                                  (ΕΜ 8043 + 8044 + 8045)
η βουλὴ καὶ ο δήμος                       ο δήμος                            ο Τροζηνίω[ν]                    ο Τροζ[ηνίων]
(εντός στεφάνου από                   (εντός στεφάνου από      (εντός στεφάνου από      (εντός στεφάνου από

κλάδους ελαίας)                             κλάδους ελαίας)               κλάδους ελαίας)               κλάδους ελαίας)

                                                               τὰς                                       ευερ-                               και̣ —
     ιερέα                                             τών προ-                            γέτη[ν]                                ο̣ —
     5 γενόμε-                                           γόνων τι-                               γενό-                                  — —
                                                            μὰς ανα-                             μενο[ν]                              γ[ενόμε]-
                                                            νεωσά-                                                                            νο[ν]
                                                            μενον

vacat 0.05

επὶ Ἁγνοθέου άρχοντος· Σκιροφοριώνος ογδόει μετ’ [εικάδας]·
     10 εκκλησία εν Πειραιεί· έδοξεν τήι βουλήι καὶ τώι δήμ[ωι]·
Καλλίμαχος Φαίδρου Ξυπεταιὼν είπεν· επειδὴ [πρόσο]-
δον ποιησάμενος πρὸς τὴν βουλὴν Όνασος Καλλι[— — Ξυ]-
πεταιὼν εμφανίζει, διότι καὶ κοινήι ο δήμος ο Τρο[ζηνίων]
οικείος ὢν τού δήμου τού Αθηναίων εν πα〚ι〛σι τοίς κα[ιροίς τοίς]
     15 γεγενημένοις περὶ τὴν πόλιν τὴν εύνοιαν αποδ[έδεικται]
καὶ ιδίαι οι Τελεσίου πρόγον[ο]ι πολλὰς καὶ μεγά[λας παρέ]-
σχηνται χρείας εν τοίς αναγκαιοτάτοις καιρ[οίς συνεργούν]-
τε[ς] καὶ κοινή[ι] τε τώι δήμωι καὶ κατ’ ιδίαν Αθηναίων εκ[άστοις καὶ]
διὰ [τ]αύτα εν τήι δημοκρατίαι στεφανωθεὶς α̣— — — — — — —
     20 υπὸ τού δήμου χρυσώι στεφάνωι καὶ πολιτεία[ν λαβὼν κατὰ τὸ]
ψήφισμα, ό Στρατοκλής Ευθυδήμου Διομεεὺς εί[πεν, εαυτώι τε]
καὶ εκγόνοις διεφύλαξεν βεβ[α]ίαν καὶ αληθινὴ[ν τώι δήμωι]
τὴν εύνοιαν· επέδειξεν δέ [Όνασος τὸ ψήφισμα τού δήμου]
εν τώι μητρώιω<ι> κατ[ακεχωρισμένον τὸ περὶ αυτού· αγαθεί]
     25 τύχει δεδόχθαι τ[ήι βουλήι, τοὺς προέδρους τοὺς λαχόντας εις]
τὴν [καθή]κουσ[αν εκκλησίαν προσαγαγείν Τελεσίαν πρὸς τὸν δήμον],
γνώ[μην δέ ξυμβάλλεσθαι τής βουλής κτλ. — — — — — — — — —]
— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —
— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —
— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —
b ο δήμος ο Θηβαίω[ν]                        [ο δήμος ο]                                                [ο δήμος ο]                                                                 (ΕΜ 7571)
     30 αρχεθέωρον                                          [Ὀρχομενίων]                                          [Θεσπιέων]
(εντός στεφάνου από κισσό)            (εντός στεφάνου από κισσό)                 (εντός στεφάνου από κισσό)
                 εις                                          εις Αγρι-                                                     εις Μο[υ]-
     Hράκλει-                                           ώνια πα-                                                    σεία π[α]-
    α παραγε-                                          ραγενό-                                                     ραγεν[όμ]-
    νόμεν-                                                μενον                                                               ενο[ν]
     35        ον
     η βουλὴ                                          η βουλὴ καὶ ο δήμος                                ο δήμος [Επι]-

δαυ[ρίων]

(εντός στεφάνου από                         (εντός στεφάνου από                             (εντός στεφάνου από

κλάδους ελαίας)                                   κλάδους ελαίας)                                      κλάδους ελαίας)

      ταμιεύσ-                                           πομπ[ο]-
      αντα πρυ-                                         στολήσαν-                                                     ευ[ερ]-
      τανείων                                             τα Διονυσί-                                              γε[σίας]
     40                                                                      οις                                                              έ[νεκα]
      η βουλὴ καὶ ο δήμος                                                                                         ο δήμο[ς]
      Διισωτηρίων                                 ο δήμος ο Θεσπιέω[ν]                              — — — —
(εντός στεφάνου από                       (εντός στεφάνου από

κλάδους ελαίας)                                 λάδους ελαίας)

      επιμελη-                                           δικαστὴν
      τὴν γενό-                                     Θεσπιεύσιν
     45       μενον                                           γενόμενον
                                                            δικαιοσύ-
                                                            νης ένε-
                                                            κε[ν]

Στην αποσπασματικά σωζόμενη στήλη έχει αναγραφεί τιμητικό ψήφισμα για τον Τελεσία τον Τροιζήνιο με το οποίο ανανεώνεται σε αυτόν το προνόμιο της πολιτείας με το οποίο είχε τιμηθεί κάποιος πρόγονός του στα τέλη του 4ου αι. π.Χ. Εισηγητής μάλιστα εκείνου του ψηφίσματος ήταν ο Στρατοκλής, γιος του Ευθυδήμου από το δήμο της Διομείας, πολιτικός ο οποίος έπαιξε σημαντικό ρόλο στα αθηναϊκά πράγματα μετά την απελευθέρωση της Αθήνας από το ζυγό του Κασσάνδρου το 307 π.Χ., ως ο βασικότερος υποστηρικτής του Δημητρίου του Πολιορκητή και εισηγητής σειράς ψηφισμάτων και εξυπηρετούσαν την πολιτική του.

Από το σωζόμενο τμήμα του ψηφίσματος γίνεται φανερό ότι το προνόμιο της πολιτείας που χορηγήθηκε στον Τελεσία οφείλεται στα επιτεύγματα του προγόνου του και στις υπηρεσίες που προσέφερε η οικογένειά του στην αθηναϊκή δημοκρατία, η οποία τόνιζε πάντοτε την ευγνώμονα μνήμη της. Στο ελλείπον σήμερα τμήμα του λίθου μπορεί πιθανότατα να αναφερόταν και η δική του προσφορά προς το δήμο της Αθήνας. Επιπλέον, η επιλογή και ο συμβολισμός της ανάγλυφης παράστασης στο τύμπανο του αετώματος στο ανώτερο τμήμα της στήλης τονίζουν τις πατροπαράδοτες σχέσεις Αθήνας και Τροιζήνας.

Το κείμενο του ψηφίσματος πλαισιώνουν πάνω και κάτω τιμητικοί στέφανοι από φύλλα ελιάς και κισσού, που είχαν αποδοθεί στον Τελεσία για αξιώματα που αυτός είχε αναλάβει. Ανάμεσα σε αυτά περιλαμβάνονται ιερατικά και άλλα αξιώματα στην Αθήνα (επιμελητής του Διός Σωτήρος, οργανωτής της πομπής των Διονυσίων), τα οποία θα πρέπει να ανέλαβε αφότου απέκτησε την αθηναϊκή πολιτεία. Αν και από τον Δημοσθένη γνωρίζουμε ότι έως τον 4ο αι. π.Χ. τουλάχιστον, οι τιμώμενοι με την αθηναϊκή πολιτεία δεν επιτρεπόταν να αναλάβουν ιερατικά αξιώματα ή να καταλάβουν τη θέση ενός εκ των εννέα αρχόντων, η εντυπωσιακή ιερατική σταδιοδρομία του Τελεσία υποδεικνύει ότι κατά τον 2ο αι. π.Χ. είχε επέλθει η σχετική αλλαγή στην Αθήνα. Ο Τελεσίας μάλιστα υπηρέτησε και σε άλλη σημαντική θέση του αθηναϊκού δήμου, έγινε ταμίας των πρυτάνεων, όπως προκύπτει από τιμητικό στέφανο που βρίσκεται χαραγμένος μετά το τέλος του κειμένου της επιγραφής. Το ψήφισμα του Τελεσία είναι ένα από τα τελευταία γνωστά ψηφίσματα παροχής πολιτείας και προφανώς η σχετική νομοθεσία καταργήθηκε ή ατόνησε λίγο αργότερα.

Η αναγραφή εντός των τιμητικών στεφάνων των αξιωμάτων που έλαβε ο Τελεσίας στην Αθήνα υποδεικνύει ότι η αναγραφή της στήλης έγινε πολύ μετά την απόκτηση της πολιτείας κατά το έτος 140/139 π.Χ. (επί Αγνοθέου άρχοντος), πολύ πιθανόν με πρωτοβουλία του ίδιου του Τελεσία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία για την αναγραφή της στήλης φαίνεται ακόμα και από τους τιμητικούς στεφάνους, στους οποίους αναγράφονται οι τιμές που του απέδωσαν άλλες πόλεις. Για παράδειγμα, ο δήμος των Θεσπιέων τον τιμάει ως δικαστή για τον καλό τρόπο με τον οποίο εξετέλεσε τα καθήκοντά του αποδίδοντας δικαιοσύνη, στο πλαίσιο της πρακτικής των πόλεων κατά την εποχή αυτή να καλούν ξένους δικαστές με σκοπό μάλλον την αμερόληπτη επίλυση διαφορών. Ο Τελεσίας κατέγραψε πιθανόν όλα τα αξιώματα που είχε αναλάβει, μερικά από τα οποία απαιτούσαν ιδιαίτερη οικονομική άνεση, σε ένα ιδιωτικό μνημείο με σκοπό να προβληθεί στους Αθηναίους συμπολίτες του.

Επί Αγνοθέου άρχοντος, την εικοστή ογδόη του μηνός Σκιροφοριώνος, συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στον Πειραιά· αποφάσισε η βουλή και ο δήμος, εισήγηση του Καλλιμάχου, γιου του Φαίδρου από το δήμο της Ξυπετής· επειδή εισήγαγε το θέμα στη βουλή ο Όνασος Καλλι[- – -] από το δήμο της Ξυπετής και παρουσίασε για ποιους λόγους κατά κοινή ομολογία ο δήμος των Τροιζηνίων ήταν πάντα φιλικός προς το δήμο των Αθηναίων και έχει αποδείξει την εύνοιά του προς αυτόν, και ιδιαίτερα οι πρόγονοι του Τελεσία πολλές και μεγάλες υπηρεσίες έχουν παράσχει σε δύσκολους καιρούς, συμπράττοντας τόσο δημοσίως με το δήμο των Αθηναίων όσο και με κάθε Αθηναίο ξεχωριστά, και γι’ αυτούς τους λόγους επί δημοκρατίας στεφανώθηκε (ο δείνα) . . . . . . . . . . . . . . . . . από το δήμο με χρυσό στέφανο και αφού έλαβε πολιτεία σύμφωνα με το ψήφισμα που εισηγήθηκε ο Στρατοκλής, γιος του Ευθυδήμου από το δήμο της Διομείας γι’ αυτόν και τους απογόνους του, διατήρησε σταθερή και αληθινή την εύνοιά του προς το δήμο των Αθηναίων· το δε παλαιότερο ψήφισμα του δήμου, σχετικά με τον Τελεσία, που είναι αρχειοθετημένο στο μητρώο παρουσίασε ο Όνασος. Με τη βοήθεια της αγαθής τύχης, να αποφασίσει η βουλή, οι πρόεδροι της εκκλησίας του δήμου, που θα προεδρεύουν στην οριζόμενη από το νόμο σύγκλησή της, να παρουσιάσουν τον Τελεσία στο δήμο και να υποβάλουν την απόφαση της βουλής . . .

επὶ Πέλοπος άρχοντος, επὶ τής Πτολεμαιίδος δω-
δεκάτης πρυτανείας· Σκιροφοριώνος έκτει καὶ δε̣-
κάτει τής πρυτανείας· εκκλησία εν τώι θεάτρωι· έδο-
ξεν τεί βουλεί καὶ τώι δήμωι· Αισχέας Θεοπείθου
5 Κηφισιεὺς είπεν· επειδὴ ο ιερεὺς τού Ασκληπιού
τού εν άστει Πρωταγόρας Νικήτου Περγασήθεν πρό-
σοδον ποιησάμενος πρὸς τὴμ βουλὴν απήγγελκεν
εν αίς πεποίηται θυσίαις γεγονέναι τὰ ιερὰ καλὰ
καὶ σωτήρια πασιν Αθηναίοις καὶ τοίς οικούσιν τὰς πό-
10 [λ]εις τὰς Αθηναίων· επιμεμέληται δέ καὶ τής τού ιε-
[ρ]ού ευκοσμίας καὶ τὰς θυσίας απάσας τέθυκεν κατὰ [τὰ]
ψηφίσματα· πεποίηται δέ καὶ τὴν αναστροφὴν ευσχήμο-
[ν]α̣ κα̣ὶ̣ ο̣ρ̣μότ̣τ̣ουσαν τεί ιερω[σ]ύ̣ν̣ε̣[ι] v α̣γ̣α̣θεί̣ τ̣ύ̣[χει δεδόχθαι τεί]
βουλεί τοὺς λαχόντας προέδρους εις τὴν επιούσαν εκκλησί-
15 αν χρηματίσαι περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλλε-
σθαι τής βουλής εις τὸν δήμον ότι δοκεί τεί βουλεί
επαινέσαι τὸν ιερέα τού Ασκληπιού τού εν άστει̣
καὶ στεφανώσαι αυτὸν θαλλού στεφάνωι ευσε-
βείας ένεκα καὶ φιλοτιμίας ήν έχων διατελεί
20 πρὸς τοὺς θεούς, vv αναγράψαι δέ τὸ ψήφισμα εν
στήληι λιθίνηι καὶ στήσαι εν τώι τού Ασκληπιού ιερώ[ι]·
τὸν δέ ταμίαν τών στρατιωτικών μερίσαι τὸ γενόμε-
νον ανάλωμα εις τὴν αναγραφὴν τής στήλης. vac.
23a                   (εντός στεφάνου)
24                      η βουλὴ
25                      ο δήμος
                     τὸν ιερεία
                     Πρωταγόραν
                     Περγασήθεν.

Στη στήλη σώζεται τιμητικό ψήφισμα για τον Αθηναίο πολίτη Πρωταγόρα, γιο του Νικήτου από το δήμο της Περγασής, ο οποίος είχε το αξίωμα του ιερέα του Ασκληπιού. Το τιμητικό αυτό ψήφισμα περιλαμβάνει αρχικά το προβούλευμα της βουλής, το οποίο εγκρίνεται πλήρως από την εκκλησία του δήμου. Παραγγέλλεται επίσης να αναγραφεί το ψήφισμα σε στήλη με έξοδα του δήμου των Αθηναίων και να στηθεί στο ιερό του Ασκληπιού. Ο ιερέας τιμάται για την άψογη εκτέλεσε των ιερατικών του καθηκόντων, ανάμεσα στα οποία βεβαιώνεται ότι όλες οι θυσίες που ετέλεσε για τους Αθηναίους και γι’ αυτούς που κατοικούν τις πόλεις των Αθηναίων (πιθανότατα με τον όρο αυτό γίνεται αναφορά σε κληρουχίες και τη Δήλο) είχαν αίσιο αποτέλεσμα. Για το λόγο αυτό του απονέμονται τρεις τιμές: α) δημόσιος έπαινος, β) στεφάνωση με στέφανο από κλάδο ελαίας και γ) αναγραφή του ψηφίσματος σε στήλη και ανέγερσή της στον περίβολο του ιερού του Ασκληπιού.

Το αξίωμα του ιερέα του Ασκληπιού ήταν ενιαύσιο και το ψήφισμα αυτό έχει εκδοθεί μετά από πρόταση της βουλής που, όπως φαίνεται, εγκρίθηκε επί τη ευκαιρία της επιτυχούς ολοκλήρωσης της θητείας του. Οι ιερείς του Ασκληπιού επιλέγονταν μετά από κλήρωση και το ιερατικό αξίωμα εναλλασσόταν ανά έτος μεταξύ των φυλών σύμφωνα με την επίσημη σειρά τους. Η κλήρωση γινόταν ανάμεσα σε εκείνους τους πολίτες που μπορούσαν να αναλάβουν το –δαπανηρό πολλές φορές– αξίωμα του ιερέα, δεδομένου ότι αυτός έπρεπε να καλύψει αρκετά έξοδα του ιερού από δικούς του πόρους. Ειδικά στο ιερό του Ασκληπιού τα καθήκοντα του ιερέα είχαν δύο σκέλη, τα καθαρά ιερατικά (θυσίες, ευταξία του ιερού, τελετές σε σχέση με την ανάνηψη των ασθενών κλπ), αλλά και εκείνα που σχετίζονται με τα οικονομικά του ιερού αφού στο Ασκληπιείο της Αθήνας δεν υπήρχε ταμίας και τα καθήκοντά του ασκούσε ο ιερέας. Αυτός ήταν μάλιστα υπεύθυνος για τη διαφύλαξη στο ιερό των αναθημάτων (ιδιωτικών και δημοσίων), τα οποία παρελάμβανε από τους προκατόχους του. Οι ιερείς του Ασκληπιού είχαν όμως και διάφορα προνόμια: προεδρία στο θέατρο του Διονύσου (δηλ. συγκεκριμένη θέση στην πρώτη σειρά κατά τη διάρκεια των παραστάσεων), ετήσια αποζημίωση και τμήμα από τα σφάγια των θυσιών. Πάντως, τα προνόμια αυτά αποτελούσαν σχετικά μέτρια ανταμοιβή για τα καθήκοντα και τα οικονομικά βάρη που πιθανόν έπρεπε να αναλάβουν (πρβλ. Ε70).

Η έκδοση τιμητικών ψηφισμάτων για αξιωματούχους μετά την ολοκλήρωση της θητείας στο λειτούργημα, που είχαν αναλάβει, ήταν συνήθης πρακτική στην αθηναϊκή δημοκρατία. Με αυτόν τον τρόπο η πόλη έδειχνε την ευαρέσκειά της σε αυτούς που είχαν διατελέσει άρχοντες, αφού βέβαια αυτοί είχαν προηγουμένως λογοδοτήσει, ελεγχθεί και απαλλαγεί από τις ευθύνες τους. Ο Πρωταγόρας, γιος του Νικήτου από το δήμο της Περγασής ανήκε σε μία πλούσια οικογένεια, η οποία μας είναι γνωστή στην Αθήνα καθ’ όλο τον 2ο αι. π.Χ. και μέχρι τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Η οικονομική ευμάρεια του Πρωταγόρα βεβαιώνεται και από μια άλλη επιγραφή (IG II2 2333 στ. 1-3) περί το 180 π.Χ., στην οποία αναφέρεται ότι προσέφερε το ποσό των 3.000 δραχμών σε μια έκτακτη οικονομική εισφορά, το μέγιστο δηλαδή ποσό που μαρτυρείται σε μια τέτοια προσφορά ευκατάστατων πολιτών.

Επί Πέλοπος άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή πρυτάνευε δωδέκατη στη σειρά· τη δεκάτη έκτη του Σκιροφοριώνος, δεκάτη έκτη ημέρα της πρυτανείας· σύγκληση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο· αποφάσισε η βουλή και ο δήμος· ο Αισχέας, γιος του Θεοπείθου από το δήμο της Κηφισιάς πρότεινε· επειδή ο ιερεύς του Ασκληπιείου της πόλης, ο Πρωταγόρας, γιος του Νικήτου από το δήμο της Περγασής, παρουσιάστηκε στη βουλή και ανήγγειλε ότι, σε όσες θυσίες έχει τελέσει, η έκβαση απέβη καλή και σωτήρια για όλους τους Αθηναίους και όσους κατοικούν τις πόλεις των Αθηναίων και επιμελήθηκε και την ευκοσμία του ιερού και ετέλεσε όλες τις θυσίες σύμφωνα με τα ψηφίσματα και έχει συμπεριφερθεί με ευπρέπεια σύμφωνα με το αξίωμα της ιερωσύνης· με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει η βουλή οι πρόεδροι της εκκλησίας που θα κληρωθούν στην επόμενη συνεδρία να θέσουν το θέμα σε συζήτηση και να εισάγουν την πρόταση της βουλής στην εκκλησία του δήμου, ότι αποφασίζει η βουλή να επαινέσει τον ιερέα του Ασκληπιείου της πόλης και να τον στεφανώσει με στέφανο από ελιά για την ευσέβεια και τη φιλοτιμία που επιδεικνύει προς τους θεούς και να αναγραφεί αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να στηθεί στο ιερό του Ασκληπιού, και ο ταμίας των στρατιωτικών να διαθέσει τη δαπάνη για την αναγραφή της στήλης.

(μέσα σε στέφανο)

Η βουλή,

ο δήμος,

τον ιερέα

Πρωταγόρα

από το δήμο της Περγασής.

[θ  ]                               ε                                ο                                [  ί]·
I [επὶ Ζ]ωπύρου άρχοντος επὶ τής Πτολεμ̣α̣ιΐδος δεκ[ά]της [πρυ]-
[τανε]ίας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου Αιξωνεὺ̣ςVIII εγραμμτευεν·
[Ελαφ]ηβολιώνος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανεί-
 5 [ας· εκκ]λησία εν Διονύσου· τών προέδρ[ω]ν επεψήφιζεν Σώπα-
[τρος Φι]λ̣άγρου Ὑβάδης καὶ συμπρόεδροι·        vacat
                                           έδοξεν τώι δήμωι·
[Ξένω]ν̣ Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ ο ά̣ρχων Ζώπυρος
[απο]φαίνει τὸν πατέρα τής καταλεγ̣είσης κανηφόρου Ζώπυρον
10 [π]έμψαι τὴν θυγατέρα τὴν εαυτού Τ̣[— c.6 —] οίσουσαν τὸ ιερὸν
κανούν τώι θεώι κατὰ τὰ πάτρια, προσαγαγείν δέ αυτὸν καὶ θύv
μα ὡς ἠδύνατο κάλλιστον, επιμεμελήσθαι δέ καὶ τών λοιπών v
τών καθηκόντων εαυτώι εις τὴν πομπὴν καλώς καὶ φιλοτίv
μως, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· επαινέσαι τὸν πατέρα
15 τής κανηφόρου Ζώπυρον Δικαίου Μελιτέα καὶ στεφανώσαι v
αυτὸν κιττού στεφάνωι ευσεβείας ένεκα τής πρὸς τοὺς v
θεοὺς καὶ φιλοτιμίας τής εις τὸν δήμον τὸν̣ Αθηναίων· αναγρά-
ψαι δέ τόδε τὸ ψήφισμα τὸν γραμματέα τὸν̣ κατὰ πρυτανείαν
εν στήληι λιθίν[ε]ι [κα]ὶ στήσαι εν τώι τεμένει τού Διονύσου· v
20 τὸ δέ γενόμενον α̣<νά>λωμα μερίσαι τὸν τα[μ]ίαν τών στρατιωτι-
κών.                          vacat
                                          vacat 0,065
                                        in corona
                                        hederacea:
22                                           ο δήμος
                                         τὸν πατέρα
                                          τής κανη-
25                                            φόρου
                                         Ζώπυρον
                                          Δικαίου
                                       Μελιτέα
                                          vacat 0,035
II επὶ Ζωπύρου άρχοντος, επὶ τής Πτολεμαιΐδος δεκάτης πρυτανεί-
30 ας, ἧι Μεγάριστος Πύρρου ΑιξωνεὺςVIII εγραμμάτευεν· Ελαφηβολιώ-
νος δεκάτει υστέραι· τετάρτει τής πρυτανείας· εκκλησία εν Διο-
νύσου· τών προέδρ̣ων επεψ[ή]φιζεν Σώπατρος Φιλάγρου Ὑβάδης κα[ὶ]
συμπρόεδροι· vacat        έδοξεν τώι δήμωι· vacat
Ξένων Ασκληπιάδου Φυλάσιος είπεν· επειδὴ οι χειροτονηθέντες
35 επιμεληταὶ τής πομπής επὶ Ζωπύρου άρχοντος τάς τε θυσίας έθυ-
σαν τοίς θεοίς, οίς πάτριον ήν, έπεμψαν̣ δέ καὶ τὴν πομπὴν μετὰ
τού άρχοντος ὡς ἠδύναντο φιλοτιμότατα, επεμελήθησαν δέ καὶ
τών άλλων ων καθήκεν αυτοίς, αγαθεί τύχει, δεδόχθαι τώι δήμωι· v
επαινέσαι τοὺς επιμελητὰς τής πομπής καὶ στεφανώσαι έκαστον̣
40 [α]υτών χρυσώι στεφάνωι ευσεβε[ί]ας ένεκα τής πρὸς τοὺς θεοὺς καὶ
[φ]ιλοτιμίας τής εις τὴν βουλὴν καὶ τὸν δήμον τὸν Αθηναίων vvv
[Π]υρρίνον Θεοπόμπου ΓαργήττιονII Αγαθοκλήν Λυσιάδου̣ Βερενικί-
δ̣ηνV Αριστόμαχον Σθενέλου ΜελιτέαVIII Αλκίμαχον Θεοδότου Τρικορ[ύ]-
σιονX Αριστείδην Προξένου ΛαμπτρέαI Εύξενον Αρχίππου Ειρεσίδη̣[ν]VI
45 Hράκωντα Ευβίου ΦυλάσιονVII Μενέμαχον Ανθεστηρίου εγ Μυρρινο[ύτ]-
τηςII Γόργιν Ξανθίππου ΦιλαίδηνII Α̣ριστείδην Ζωΐλου ΚηφισιέαI
Νουμήνιον Μενάνδρου ἉλαιέαII Αλέξανδρον Αντιγόνου ὈτρυνέαII vv
Τιμοκράτην Τιμοκράτου ΘορίκιονVI Θάρσυτον Σωσάδου ΦιλαίδηνII
Μένανδρον Ξένωνος ὈήθενVII Βάκχιον Βακχίου ΘριάσιονVII Δάφνιν Φανο[δί]-
50 κου ΑφιδναίονV Θεόδωρον Δημητρίου ΚυδαθηναιέαIII Αθηνά[δ]ην Κρατέ[ρ]-
μου ῬαμνούσιονX Μενέδαμον Ανδροσθένου ΦιλαίδηνII Διονύσιον Ξέν[ω]-
νος ἉμαξαντέαIX Φιλόπολιν [Μ]ικκέου ΠοτάμιονIV Ἴωνα Αριστοβούλ̣ου Αμφ[ι]-
τροπήθενXI Νέαρχον Χαίρωνος Θριάσιον·VII αναγράψαι δέ τόδε τὸ ψήφι[σ]-
μα τὸν γραμματέα τὸν κατὰ πρυτανείαν εν στήληι λιθίνει καὶ στήσ[αι]
55 εν τώι τεμένει τού Διονύσου· τὸ δέ γενόμενον ανάλωμα εις ταύτα μ[ερί]-
σαι τὸν ταμίαν τών στρατιωτικών.                                   vacat
                                                     vacat 0,085
in corona hederacea: in corona oleaginea:
     57 [η] βουλή,
ο δήμος
τοὺς παίδας     65   ο δή[μος]
    60 τοὺς ελευθέ- τοὺς [επιμε]-
ρους καὶ τὸν λητὰ[ς τής]
διδάσκαλον      πομ[πής].
αυτώ[ν ․․]ΙΟ
Σ[— — —]

Πρόκειται για δύο ψηφίσματα που εκδόθηκαν επί άρχοντος Ζώπυρου, κατά τη συνεδρία της εκκλησίας τού δήμου την 21η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός (ο οποίος συνέπιπτε περίπου με το δεύτερο ήμισυ του Μαρτίου και το πρώτο του Απριλίου), στο ιερό του Διονύσου, μετά το τέλος των Μεγάλων Διονυσίων. Στην αρχαιότητα οι συνελεύσεις που συνέρχονταν μετά τα Μεγάλα Διονύσια το μήνα Ελαφηβολιώνα, εξέταζαν τις ιερές υποθέσεις και μεταξύ άλλων, έκριναν την ορθή ή μη διοίκηση των αρχόντων, οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τη διοργάνωση της εορτής και συχνά αποφάσιζαν την απονομή τιμητικών στεφάνων σε αυτούς για την άριστη εκπλήρωση των καθηκόντων τους. Με το πρώτο ψήφισμα (στ. 2-28), ο δήμος τιμά τον πατέρα της κανηφόρου Ζώπυρο, που έφερε κατά σύμπτωση το ίδιο όνομα με τον επώνυμο άρχοντα, επειδή έθεσε την κόρη του στην υπηρεσία του θεού Διονύσου ως κανηφόρον και ο ίδιος προσέφερε το καλύτερο ζώο ως θυσία και εκπλήρωσε με ζήλο τα καθήκοντά του στην πομπή. Ακολουθεί δεύτερο ψήφισμα (στ. 29-68), όπου επαινούνται οι εικοσιτέσσερις επιμελητές της διονυσιακής πομπής, οι οποίοι φρόντισαν να τελεστεί η πομπή με τον αρμόζοντα τρόπο. Στο τέλος και των δύο ψηφισμάτων ορίζεται να αναγραφούν αυτά σε λίθινη στήλη, να στηθούν στο τέμενος του Διονύσου και να αναλάβει τα έξοδα ο ταμίας τών στρατιωτικών (το ταμείον τών στρατιωτικών δημιουργήθηκε το 373 π.Χ. με στόχο την έγκαιρη συγκέντρωση ποσών για τον πόλεμο: Σακελλαρίου 2004: 208, 270, 272), αιρετός αξιωματούχος ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 43.1), ο οποίος μαζί με τον επὶ τήι διοικήσει αναλάμβανε τα έξοδα για την χάραξη των στηλών από το 229 έως το 169 π.Χ. (για τον επὶ τήι διοικήσει, πρβλ. Σακελλαρίου 2004: 209, 270).

 

Μεγάλα ή εν άστει Διονύσια (Pickard-Cambridge 1968: 57-101 και 101-125)

Τα Μεγάλα ή έν άστει Διονύσια εορτάζονταν από την 8η έως τη 13η μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός. Σε ανάμνηση της μεταφοράς του λατρευτικού ξοάνου του Διονύσου από το δήμο των Ελευθερών, λίγες μέρες πριν από τα έν άστει Διονύσια μετέφεραν το άγαλμα του Διονύσου Ελευθερέως από το ιερό του στη νότια κλιτύ της Ακρόπολης σε ένα ναΐσκο στην περιοχή της Ακαδημίας και το τοποθετούσαν σε μιαν εσχάρα, έναν κατάγειο βωμό που κατά μία άλλη άποψη τοποθετείται στην αρχαία Αγορά (Sourvinou-Inwood 1994). Εκεί οι έφηβοι τελούσαν θυσίες και τραγουδούσαν ύμνους στον Διόνυσο (IG II2 1006, 1028˙ Αλκίφρων 4.18.16˙ Φιλόστρατος, Βίοι σοφιστών 2.1.549).

Το βράδυ της 9ης του Ελαφηβολιώνος, της δεύτερης μέρας της γιορτής, μετέφεραν το ξόανο με πομπή, επικεφαλής της οποίας ήταν οι έφηβοι, με τη συνοδεία πυρσών πίσω στο ιερό του Διονύσου. Εκεί κατέληγε, πιθανόν την επόμενη μέρα (10η του Ελαφηβολιώνος), η πομπή, κατά την οποία οι έφηβοι οδηγούσαν έναν ταύρο, καθώς και άλλα ζώα για θυσία (IG II2 1496), και γίνονταν και αναίμακτες προσφορές.

Η κανηφόρος, νέα ευγενούς οικογενείας, είχε εξέχουσα θέση στην πομπή μεταφέροντας στο κεφάλι το κανούν, ένα κάνιστρο με προσφορές και τα απαραίτητα για τη θυσία σκεύη. Φαίνεται ότι στη διονυσιακή πομπή συμμετείχε μία κανηφόρος, όπως συνάγεται από τις επιγραφές (IG II2 668, 896), σε αντίθεση με την παναθηναϊκή πομπή, όπου ελάμβαναν μέρος περισσότερες. Στο ψήφισμα που εξετάζουμε ο δήμος επαινεί και τιμά με στέφανο κισσού τον Ζώπυρο, επειδή η κόρη του υπηρέτησε ως κανηφόρος το θεό Διόνυσο.

Κάποια στιγμή κατά τη διάρκεια της γιορτής, είτε στην προκαταρκτική τελετή τής εισαγωγής απὸ τής εσχάρας, είτε κατά τη διάρκεια της πομπής, άνδρες και παιδιά χόρευαν γύρω από βωμούς και ιδιαίτερα το βωμό των δώδεκα θεών (Ξενοφών, Ἱππαρχικός 3.2). Γι’ αυτό, μετά τα ψηφίσματα του δήμου προς τιμήν του Ζωπύρου και των επιμελητών, η βουλή και ο δήμος με άλλο ψήφισμά τους, το οποίο δεν έχει αναγραφεί, τιμούν με στέφανο κισσού τοὺς παίδας τους ελευθέρους καὶ τὸν διδάσκαλον αυτών, που τους εκπαίδευσε στο χορό και στο τραγούδι, όπως φαίνεται από την επιγραφή μέσα στον ανάγλυφο στέφανο κισσού στο κάτω αριστερό μέρος της στήλης.

Ο επώνυμος άρχων μαζί με τους επιμελητάς είχαν τη φροντίδα για την οργάνωση και την τέλεση της διονυσιακής πομπής στα Μεγάλα Διονύσια. Τον 3ο αι. π.Χ. αναφέρονται δέκα τον αριθμό, ενώ στο παρόν ψήφισμα μνημονεύονται εικοσιτέσσερις, χωρίς ίση αντιπροσώπευση των φυλών (η Αιγηίς φυλή αντιπροσωπεύεται από έξι άντρες). Οι επιμεληταί εκλέγονταν με ψήφο της εκκλησίας τού δήμου μέχρι τον 4ο αι. π.Χ. και αναλάμβαναν τα έξοδα για την πομπή. Από την εποχή του Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 56.4) όμως επιλέγονταν με κλήρο και πληρώνονταν 100 μνας (1 μνα = 100 δραχμές) από την πολιτεία για να προμηθευτούν τον απαραίτητο εξοπλισμό. Ο αθηναϊκός δήμος τιμά τους επιμελητάς με τη μεγίστη των τιμών: προσφέρει στον καθένα χρυσό στέφανο ελιάς, που απεικονίζεται ανάγλυφα στο κάτω δεξιό μέρος της στήλης, ενώ ο Ζώπυρος και οι ελεύθεροι παίδες τιμήθηκαν με στέφανο κισσού, του φυτού-συμβόλου του Διονύσου και της λατρείας του.

 

Αθήνα και Πτολεμαίοι

Ο φιλικός σύνδεσμος της πόλης με τους Πτολεμαίους, που συνεχίζει έως τα χρόνια αυτής της επιγραφής, προβάλλει έμμεσα, τόσο στη μνεία της Πτολεμαΐδος φυλής (στ. 2), όσο και του δήμου των Βερενικιδών (στ. 42), πιθανότατα ιδρυμένου προς τιμήν της συζύγου του Πτολεμαίου Γ΄ Ευεργέτη, της Βερενίκης Β΄, το 224/3 π.Χ. (Whitehead 1986: 20 και σημ. 66).

[Η μετάφραση προέρχεται από το Ε.-Λ. Χωρέμη στο Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Μπουραζέλης 2007: 37-39, με μικρές τροποποιήσεις από την Βάσια Ψηλακάκου.]

Θεοί. Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ (στ. 5) συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή ο άρχων Ζώπυρος ανακοινώνει, ότι ο πατέρας της ορισθείσας κανηφόρου Ζώπυρος, (στ. 10) έστειλε τη θυγατέρα του [-] να μεταφέρει το ιερό κάνιστρο στο θεό σύμφωνα με τα πατροπαράδοτα έθιμα, προσέφερε δε αυτός και το καλύτερο ζώο για θυσία και μερίμνησε και για τα υπόλοιπα καθήκοντά του σχετικά με την πομπή, όπως έπρεπε και με φιλοτιμία˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τον πατέρα (στ. 15) της κανηφόρου Ζώπυρο, γιο του Δικαίου από το δήμο της Μελίτης, και να τον στεφανώσει με στέφανο κισσού για την ευσέβειά του προς τους θεούς και τη φιλοτιμία του προς το δήμο των Αθηναίων. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να τη στήσει στο τέμενος του Διονύσου (στ. 20) και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.

(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)

Ο δήμος (τιμά)

τον πατέρα

της κανη(στ. 25)φόρου

Ζώπυρο

γιο του Δικαίου

από το δήμο της Μελίτης

Επί Ζωπύρου άρχοντος, όταν η Πτολεμαΐς φυλή επρυτάνευε δέκατη στη σειρά (στ. 30) και γραμματέας της ήταν ο Μεγάριστος, ο γιος του Πύρρου από το δήμο της Αιξωνής˙ την εικοστή πρώτη μέρα του Ελαφηβολιώνος μηνός, τέταρτη μέρα της πρυτανείας˙ συνεδρίαση της εκκλησίας του δήμου στο θέατρο του Διονύσου˙ από τους προέδρους ο Σώπατρος, ο γιος του Φιλάγρου από το δήμο των Υβαδών, και οι συμπρόεδροι έθεταν το θέμα σε ψηφοφορία˙ αποφάσισε ο δήμος˙ ο Ξένων, ο γιος του Ασκληπιάδου από το δήμο της Φυλής, εισηγήθηκε˙ επειδή οι εκλεγμένοι (στ. 35) επιμελητές της πομπής επί Ζωπύρου άρχοντος προσέφεραν τις θυσίες στους θεούς που συνήθιζαν, φρόντισαν δε για την αποστολή της πομπής μαζί με τον άρχοντα με ιδιαίτερο ζήλο και εξετέλεσαν και τα άλλα καθήκοντά τους˙ με τη βοήθεια της αγαθής τύχης να αποφασίσει ο δήμος να επαινέσει τους επιμελητές της πομπής και να στεφανώσει τον καθένα (στ. 40) τους με χρυσό στέφανο για την ευσέβειά τους προς τους θεούς και τη φιλοτιμία τους προς τη βουλή και το δήμο των Αθηναίων, τον Πυρρίνο, γιο του Θεοπόμπου από το δήμο του Γαργηττού, τον Αγαθοκλή, γιο του Λυσιάδου από το δήμο των Βερενικιδών, τον Αριστόμαχο, γιο του Σθενέλου από το δήμο της Μελίτης, τον Αλκίμαχο, γιο του Θεοδότου από το δήμο του Τρικορύνθου, τον Αριστείδη, γιο του Προξένου από το δήμο των Λαμπτρών, τον Εύξενο, γιο του Αρχίππου από το δήμο των Ειρεσιδών, (στ. 45) τον Ηράκωντα, γιο του Ευβίου από το δήμο της Φυλής, τον Μενέμαχο, γιο του Ανθεστηρίου από το δήμο της Μυρρινούττης, τον Γόργι, γιο του Ξανθίππου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Αριστείδη, γιο του Ζωΐλου από το δήμο της Κηφισιάς, τον Νουμήνιο, γιο του Μενάνδρου από το δήμο των Αλών, τον Αλέξανδρο, γιο του Αντιγόνου από το δήμο της Οτρύνης, τον Τιμοκράτη, γιο του Τιμοκράτου από το δήμο του Θορικού, τον Θάρσυτο, γιο του Σωσιάδου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Μένανδρο, γιο του Ξένωνος από το δήμο του Οίου, τον Βάκχιο, γιο του Βακχίου από το δήμο της Θρίας, τον Δάφνιν, γιο του Φανοδίκου (στ. 50) από το δήμο των Αφιδνών, τον Θεόδωρο, γιο του Δημητρίου από το δήμο του Κυδαθηναίου, τον Αθηνάδη, γιο του Κατέρμου από το δήμο του Ραμνούντα, τον Μενέδαμο, γιο του Ανδροσθένου από το δήμο των Φιλαϊδών, τον Διονύσιο, γιο του Ξένωνος από το δήμο της Αμαξαντιάς, τον Φιλόπολι, γιο του Μικκέου από το δήμο του Ποταμού, τον Ίωνα, γιο του Αριστοβούλου από το δήμο της Αμφιτροπής, τον Νέαρχο, γιο του Χαίρωνος από το δήμο της Θρίας. Και ο κατά πρυτανείαν γραμματέας να αναγράψει αυτό το ψήφισμα σε λίθινη στήλη και να το στήσει (στ. 55) στο τέμενος του Διονύσου και τη δαπάνη για τη στήλη να κατανείμει ο ταμίας των στρατιωτικών.

(μέσα σε στέφανο από κλάδο κισσού)                    (μέσα σε στέφανο από κλάδο ελαίας)

η βουλή και                                                                    Ο δήμος (τιμά)

ο δήμος (τιμούν)                                                           τους επιμελητές

τους ελεύθερους                                                          της πομπής.

παίδες

και τον διδάσκαλό τους – – –

1             [ε]πὶ Ποσειδωνίου άρχοντος ανέθηκαν.

Η επιγραφή σώζεται στο επιστύλιο κληρωτηρίου το οποίο ανατέθηκε ενδεχομένως από τους πρυτάνεις σε προστάτιδα θεότητα του σώματός τους, επί άρχοντος Ποσειδωνίου.

Μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. η κλήρωση (που οργανώνονταν με βάση τις δέκα φυλές που ίδρυσε ο Κλεισθένης) ως τρόπος ανάδειξης των πολιτών σε αξιώματα θα επεκταθεί σε όλες τις αρχές και τα πολιτειακά όργανα της πόλης (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στρατιωτικές και οικονομικές αρχές για τις οποίες διατηρήθηκε δικαίωμα επανεκλογής και η ψηφοφορία μεταξύ εκείνων που ανήκαν στην πρώτη εισοδηματική τάξη). Ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ. η κλήρωση συστηματοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η πόλη χρησιμοποιούσε εξελιγμένες μεθόδους, οι οποίες περιλάμβαναν τη χρήση κληρωτικών μηχανών ή κληρωτήρια ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63-66).

Με κλήρωση ορίζονταν η θέση αθλητών και κριτών στους αγώνες, η επιλογή των ιερέων, ακόμη και όσων εμπλέκονταν στους δραματικούς αγώνες (διδάσκαλοι, πρωταγωνιστές, σειρά των παραστάσεων κλπ). Ωστόσο η κλήρωση αποκτά ιδιαίτερη πολιτική σημασία, γιατί συνδέεται με τέσσερις βασικούς θεσμούς της δημόσιας ζωής. Συγκεκριμένα πρόκειται για την ανάδειξη και συμμετοχή των πολιτών στην αρχή των εννέα αρχόντων, τη βουλή των πεντακοσίων, σε δικαστικά σώματα, όπως το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, και των επιμέρους δικαστηρίων της, καθώς και στο πλήθος των εξειδικευμένων αρχόντων των οποίων ο αριθμός, ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ., αυξάνεται εντυπωσιακά ξεπερνώντας τους χίλιους (π.χ. δήμαρχοι, λογιστές, εύθυνοι, ταμίες αποδέκτες, ιεροποιοί, εισαγωγείς, πωλητές, επισκευαστές των ιερών, μετρονόμοι, σιτοφύλακες, επιμελητές του εμπορίου, αστυνόμοι, οδοποιοί, νομοθέτες, ένδεκα, τετταράκοντα, ναυτοδίκες, ξενοδίκες κλπ: [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63-66).

Το 487/6 π.Χ. το δικαίωμα συμμετοχής στην αρχή των εννέα αρχόντων (επώνυμος, πολέμαρχος, βασιλεύς, και έξι θεσμοθέτες), καθώς και του γραμματέα των θεσμοθετών, επεκτάθηκε και στη δεύτερη εισοδηματική τάξη (ιππείς) διευρύνοντας έτσι την κοινωνική σύνθεση των μελών αυτής της αρχής. Η εκλογή με ψηφοφορία αντικαταστάθηκε από ένα νέο σύστημα που συνδύαζε την εκλογή και την κλήρωση (κληρωτοί εκ προκρίτων). Οι άρχοντες αναδεικνύονταν από τις φυλές. Αρχικά εκλέγονταν δέκα πολίτες από κάθε φυλή για κάθε θέση (στη συνέχεια ο αριθμός των προκρίτων ανά φυλή αυξήθηκε σε εκατό) και έπειτα κληρώνονταν ο ένας από τους δέκα. Η φυλή, ανάλογα με τη σειρά που ορίστηκε, αναδείκνυε μια χρονιά τον επώνυμο άρχοντα, την επόμενη τον πολέμαρχο και ούτω καθεξής. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και μεταξύ του 458 και του 456 π.Χ. το δικαίωμα ανάδειξης στην αρχή των εννέα αρχόντων επεκτάθηκε και στην τρίτη εισοδηματική τάξη, τους ζευγίτες ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 26.2). Παράλληλα η κλήρωση μεταξύ περισσοτέρων προεκλεγομένων αντικαταστάθηκε με ένα σύστημα διπλής κλήρωσης (κλήρωση μεταξύ κληρωτών).

Τα διαδοχικά συστήματα κλήρωσης εφαρμόστηκαν και για την επιλογή των μελών της βουλής των πεντακοσίων. Ο Κλεισθένης είχε διατηρήσει την ψηφοφορία ως σύστημα ανάδειξης των βουλευτών. Το 487/6 π.Χ. όμως έγινε η πρώτη τροποποίηση που συνδύαζε εκλογή και κλήρωση, ώστε να μειωθεί η μεγάλη συμμετοχή στη βουλή των πλουσιότερων πολιτών. Η κάθε φυλή εξέλεγε πεντακόσιους πολίτες, που είχαν προκύψει από κάθε δήμο χωριστά ανάλογα με τον πληθυσμό του ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 62.1), από τους οποίους κληρώνονταν οι πενήντα βουλευτές. Μετά τον Εφιάλτη έγινε νέα ρύθμιση και εφαρμόστηκε η απλή κλήρωση, που γινόταν με κυάμους (δηλαδή κουκιά ως κλήροι, η ψήφοι). Η διαδικασία είχε ως εξής: διέθεταν δύο ίδιες κάλπες. Στη μια κάλπη (κληρωτίδα ή κληρωτήριο) έβαζαν τα ονόματα των μελών της φυλής που είχαν θέσει υποψηφιότητα και στην άλλη ισάριθμους κυάμους εκ των οποίων οι λευκοί ήταν τόσοι, όσοι επρόκειτο να εκλεγούν και οι υπόλοιποι ήταν μαύροι. Στη συνέχεια έβγαζαν ένα όνομα από τη μια κάλπη και έναν κύαμο από την άλλη κάλπη. Αν ο κύαμος ήταν λευκός, ο υποψήφιος εκλεγόταν, αν ήταν μαύρος, αποκλείονταν. Μετά από αυτή την εκλογή εκλέγονταν οι αναπληρωτές. Με κλήρο οριζόταν και η σειρά των πενήντα βουλευτών της φυλής (πρυτάνεις) που θα προήδρευε της βουλής για έναν από τους δέκα μήνες (πρυτανεία) του πολιτικού ημερολογίου. Η σειρά δεν οριζόταν στην αρχή του έτους αλλά πριν από κάθε επί μέρους πρυτανεία, ώστε να μην είναι εξ αρχής γνωστός ο χρόνος που μια φυλή θα αναλάμβανε την πρυτανεία. Έως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οι πενήντα πρυτάνεις προέδρευαν στη βουλή και στην εκκλησία και με κλήρο εξέλεγαν μεταξύ τους τον πρόεδρό τους (επιστάτην). Μεταξύ του 399 και του 379/8 π.Χ. άλλαξε ο τρόπος εκλογής των προέδρων της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Από τότε ο επιστάτης επέλεγε με κλήρο έναν από αυτούς ως πρόεδρο ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 44.1-3). Στη δεκαετία του 360 π.Χ. και ο γραμματέας της βουλής επιλεγόταν με κλήρωση και όχι με ψηφοφορία.

Ωστόσο το πεδίο, στο οποίο η διαδικασία της κλήρωσης βρίσκει την πλήρη ανάπτυξή της, εντοπίζεται στον τρόπο επιλογής των μελών του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, το οποίο με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη απέκτησε πολύ μεγάλες εξουσίες. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι κάθε χρόνο επέλεγαν με κλήρο 6.000 πολίτες (600 από κάθε φυλή, 5.000 τακτικούς και 1.000 αναπληρωματικούς) ως ηλιαστές/δικαστές. Η Ηλιαίας σπάνια συγκαλείτο σε σώμα (Ανδοκίδης, Περὶ Μυστηρίων 17). Οι 6.000 ηλιαστές κατανέμονταν με κλήρωση και για όλο το έτος σε δέκα μικρότερες ομάδες δικαστών/τμήματα που αποτελούνταν από πολίτες που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές. Κάθε τμήμα/δικαστήριο είχε 500 ή 501 μέλη (Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 52· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 68) που και αυτά με τη σειρά τους κληρώνονταν από τον κατάλογο των 6.000. Βέβαια γνωρίζουμε και περιπτώσεις με δικαστήρια 201 και 401 δικαστών (Δημοσθένης Κατὰ Μειδίου 223· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 53.3), όπως και περιπτώσεις που η εκκλησία ψήφιζε την ίδρυση ενός ειδικού δικαστηρίου που αποτελείτο από 1.000, 1.500 ή 2.000 δικαστές (Λυσίας, Κατὰ Αγοράτου 35· [Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 68.1· Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου 223 και Κατὰ Τιμοκράτους 9· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 107· Πλούταρχος, Περικλής 32· Πολυδεύκης 8.53, 123). Μαζί με την κατανομή των ηλιαστών σε τμήματα/δικαστήρια προσδιορίζονταν και οι διάφορες υποθέσεις που το καθένα από αυτά θα εκδίκαζε. Κάθε δικαστήριο αναλάμβανε να διεκπεραιώσει μέσα σε μια δικάσιμη ημέρα μια δημόσια δίκη ή τρεις έως τέσσερις ιδιωτικές δίκες.

Η διαδικασία κλήρωσης α) για την εκλογή ηλιαστών, β) τη συγκρότηση των επιμέρους δικαστηρίων, και γ) τη σύνθεση των μελών του δικαστηρίου, απαιτούσε πολύπλοκες διαδικασίες και στάδια, τα οποία ουσιαστικά εισήχθησαν τον 4ο αι. π.Χ. Προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. φαίνεται ότι εμφανίστηκε κάποιο πρόβλημα δωροδοκίας των δικαστών. Σύμφωνα με τον Ψευδο-Αριστοτέλη (Αθηναίων Πολιτεία 27.5) ένας από τους τρεις κατηγόρους του Σωκράτη, ο Άνυτος, είχε επινοήσει πρώτος τον χρηματισμό (δεκάζειν). Για τον λόγο αυτό βλέπουμε ότι τουλάχιστον μέχρι το 388 π.Χ. εφαρμόζεται ένα νέο σύστημα κατανομής των δικαστών σε δικαστήρια. Κάθε δικαστής δεν κατανέμεται στην αρχή του χρόνου και για όλη του τη θητεία σε διάφορα δικαστήρια, αλλά κάθε πρωί, πριν από την ανατολή του ηλίου, γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το δικαστήριο της Ηλιαίας η συγκρότηση των δικαστηρίων της συγκεκριμένης ημέρας. Οι ηλιαστές χωρίζονταν σε δέκα ισάριθμες ομάδες (που αντιστοιχούσαν στις δέκα φυλές) και η κάθε μια συμβολιζόταν με ένα γράμμα του αλφαβήτου από το Α έως το Κ ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63.4· Αριστοφάνης, Εκκλησιάζουσαι 681-690). Στη συνέχεια ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από δύο κιβώτια δύο σειρές κλήρων: μια για το δικαστήριο και μια για την ομάδα των δικαστών. Η πρώτη ομάδα που κληρωνόταν, δίκαζε στο αντίστοιχα πρώτο δικαστήριο που κληρωνόταν, η δεύτερη στο δεύτερο και ούτω καθεξής, μέχρι να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός της ομάδας των δικαστών για κάθε δικαστήριο που ήταν απαραίτητο για τη συγκεκριμένη ημέρα. Όσοι ηλιαστές περίσσευαν, επέστρεφαν σπίτι τους (Αριστοφάνης, Πλούτος 1166-1167). Για την εκδίκαση θρησκευτικών ή στρατιωτικών υποθέσεων η κλήρωση δεν γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν προσέλθει, αλλά μεταξύ δικαστών που είχαν σχετικές γνώσεις.

Ωστόσο και το σύστημα αυτό, που καθιστούσε αδύνατον να γνωρίζει κάποιος πριν από μια δίκη ποια ομάδα δικαστών θα εκδίκαζε μια υπόθεση, δεν πρέπει να κρίθηκε ικανοποιητικό, γι’ αυτό και άλλαξε. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, που εισήχθη πριν το 352 π.Χ., η κλήρωση για κάθε ομάδα δικαστών αντικαταστάθηκε με την κλήρωση για κάθε δικαστή ατομικά.

Το νέο αυτό σύστημα, που εφαρμόστηκε και για την κλήρωση των αρχόντων αντικαθιστώντας την κλήρωση με κυάμους, ήταν εξαιρετικά περίπλοκο και μας το περιγράφει λεπτομερώς ο Αριστοτέλης (Αθηναίων Πολιτεία 63-65).

Κάθε ηλιαστής έπαιρνε εν είδει ταυτότητας ένα πλακίδιο (βλ. Kroll 1972: 5-7, 62-68, 87-100), μια μικρή δηλαδή χάλκινη πλάκα μήκους 8-10 εκ., πλάτους 2 εκ. και πάχους 1-2 εκ., η οποία του ήταν χρήσιμη για το κληρωτήριο. Σε κάθε πλακίδιο αναγραφόταν το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, του δήμου του και ένα γράμμα του αλφαβήτου (από το Α έως το Κ) που αντιπροσώπευε τη φυλή του.

Η διαδικασία της κλήρωσης για τη σύνθεση των μελών των δικαστηρίων άρχιζε νωρίς το πρωί της κάθε δικάσιμης ημέρας και γινόταν σε έναν ειδικό μηχανισμό που ονομαζόταν κληρωτήριο (βλ. Dow 1937: 198-215˙ Dow 1939˙ Bishop 1970). Τα κληρωτήρια που βρέθηκαν στο χώρο της Αγοράς ήταν μόνιμα τοποθετημένα και χρονολογούνται τον 2ο αι. π.Χ. (π.χ. το συγκεκριμένο του 162 π.Χ.). Συνήθως χρησιμοποιούνταν δύο κληρωτήρια μαζί. Το καθένα από τα δύο είχε πέντε στήλες οριζόντιων εγκοπών που στην κορυφή τους αναγραφόταν ένα γράμμα της αλφαβήτου, από το Α έως το Κ, δηλωτικό κάθε μιας από τις δέκα φυλές. Κάθε στήλη (δηλαδή κάθετη σειρά) διέθετε πενήντα εγκοπές. Ένα κληρωτήριο που βρέθηκε με έντεκα στήλες χρονολογείται πιθανότατα τον 3ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία οι Αθηναίοι προσέθεσαν φυλές προς τιμή σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής (βλ. σελ. 113). Στην αριστερή του πλευρά κάθε κληρωτήριο διέθετε έναν ενσωματωμένο σωλήνα που το πάνω του μέρος είχε σχήμα χωνιού, ενώ το κάτω κατέληγε σε ένα άνοιγμα με κινητό πώμα. Το σωλήνα αυτόν ο αρμόδιος άρχων τον γέμιζε με μπρούτζινα ή μαρμάρινα λευκά σφαιρίδια (ένα λευκό για κάθε πέντε δικαστές που θα κληρώνονταν από την κάθε φυλή για την συγκεκριμένη ημέρα) και μαύρα σφαιρίδια (ένα μαύρο για κάθε πέντε δικαστές που θα αποκλείονταν). Ο αριθμός των λευκών και μαύρων σφαιριδίων που τοποθετούνταν εξαρτιόταν από την αναλογία του αριθμού των ηλιαστών που απαιτούνταν εκείνη την ημέρα και των υποψηφίων που παρουσιάζονταν.

Αρχικά κάθε ηλιαστής έριχνε το πλακίδιό του (δηλ. την ταυτότητά του) μέσα σε ένα καλάθι που ήταν της φυλής του. Έπειτα ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από κάθε καλάθι ένα πλακίδιο. Ο δικαστής που κληρωνόταν (από το κάθε καλάθι) ήταν υπεύθυνος να τοποθετήσει στην τύχη τα υπόλοιπα πλακίδια, που υπήρχαν στο καλάθι του, στις εγκοπές της στήλης, στις οποίες αναγραφόταν το γράμμα της φυλής του (δηλ. κάθε μια κάθετη σειρά περιελάμβανε τα πλακίδια που έφεραν το γράμμα Α, μια άλλη το Β και ούτω καθεξής). Κατόπιν ο αρμόδιος άρχων τραβούσε ένα ένα τα σφαιρίδια που βρίσκονταν στο σωλήνα. Αν το πρώτο που έπεφτε ήταν άσπρο, οι πέντε ηλιαστές, των οποίων τα πλακίδια ήταν στην πρώτη οριζόντια σειρά εγκοπών, κληρώνονταν ως δικαστές για εκείνην την ημέρα. Αν ήταν μαύρο αποκλείονταν. Το δεύτερο σφαιρίδιο έκρινε τη δεύτερη σειρά και ούτω καθεξής μέχρι να συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός δικαστών. Στη συνέχεια, όσοι είχαν επιλεγεί, τραβούσαν με κλήρο ένα βελανίδι που έφερε ένα γράμμα του αλφαβήτου, από το Λ και μετά, το οποίο αντιστοιχούσε στο δικαστήριο που θα πήγαιναν. Στο τέλος έδιναν σε κάθε δικαστή ένα χρωματιστό ραβδί ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 63.2-3), το οποίο του έδινε το δικαίωμα εισόδου στο δικαστήριο και με το οποίο γνώριζε σε ποιο δικαστήριο θα πήγαινε (κάθε δικαστήριο έφερε στην είσοδό του ένα δοκάρι διαφορετικού χρώματος). Αντίστοιχη διαδικασία προβλεπόταν και για τους προέδρους των δικαστηρίων ([Αριστοτέλης,] Αθηναίων Πολιτεία 66.1). Αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία, τα πλακίδια των ηλιαστών περνούσαν από έλεγχο νομιμότητας και τα έστελναν στο δικαστήριο όπου θα δίκαζε ο καθένας. Με το τέλος της δίκης τα πλακίδια τους επιστρέφονταν μαζί με την αμοιβή τους.

Γίνεται συνεπώς φανερό ότι τα διάφορα αυτά συστήματα κλήρωσης που επινοήθηκαν είχαν ως στόχο να μην γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων σε ποιο δικαστήριο, ποιοι δικαστές θα συμμετείχαν, ούτε και ποια υπόθεση θα εκδίκαζαν. Με αυτά τα μέτρα πίστευαν ότι αποτρεπόταν κάθε πιθανότητα δωροδοκίας των δικαστών και εξασφαλιζόταν η άψογη απονομή της δικαιοσύνης. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν αξιοθαύμαστα επινοητική.

Ανέθεσαν (το κληρωτήριο) επί άρχοντος Ποσειδωνίου.

(1η στήλη)

Παγκράτει αρχισωματοφύλακι καὶ πρὸς τήι συντάξει
παρʼ Αντιμάχου τού Αριστομήδου Μακεδόνος [τώ]ν Απολλωνίου
τής γ ιπ(παρχίας) (εκατονταρούρου) καὶ παρʼ Hρακλείδου Αρίστωνος
Θραικός,
τής αυτής ιππαρχίας, ορφανού, μετὰ προστάτιδος
5 τής ούσης αυτού απὸ συγγραφής συνοικισίου τής αυ-
τού μητρὸς Θαίδος τής Απολλωνίου. επαπορούντ̣ω̣ν̣
τών παρὰ τού προγεγραμμένου ορφανού καὶ τής μ̣η̣τ̣ρ̣[ὸς επὶ]
τοίς ορίοις ού έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχὼς
ο προγεγραμμένος Αντίμαχος κλήρου (αρουρών) μ περί τε
10 Κερκεσούχα καὶ Άρεως κώμην τής Πολ̣[έ]μ̣ονος
μερίδος, ανθʼ ού ἠλλάξατο πρὸς αυτὸν ο τού Hρακλείδου
πατὴρ Αρίστων περὶ Βούβαστον τής Hρακλείδ̣ο̣υ̣
μερίδος, αξιούμεν συντάξαι γράψαι Νικο̣λ̣ά̣ωι
επιστάτει τής ε ιππαρχίας τών Αρ  ̣  ̣ς
15 ποιήσασθαι τὴν παράδειξιν τού διασεσαφημένου
κ̣[λ]ήρου τών μ (αρουρών) ακολούθως τήι ε̣γ̣δ̣ο̣θ̣ε̣ί̣σ̣η̣ι̣
Αντιμάχωι σχηματογραφίαι ἧς τὸ αντ̣ί̣γ̣ρ̣α̣φ̣ο̣ν̣
υ̣π̣ο̣τέτακται. τούτου δέ γενομένου [τευξό-]
μ̣ε̣θ̣α τής παρὰ σού φιλανθρωπίας.
20 ευ̣τ̣ύ̣χ̣ε̣ι̣

Το κείμενο έχει, όπως και το Π14, την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα των συντακτών της αίτησης (στ. 1-6). Στη συνέχεια αναφέρεται κάπως αναλυτικά ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-13) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 13-19). Το αίτημα αφορά την παράδειξιν ενός κλήρου βάσει μιας επισυναπτόμενης σχηματογραφίας (για την παράδειξιν βλ. παρακ.). Η αίτηση τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 20).

Μετά την αίτηση ακολουθεί συνημμένο το αντίγραφο της σχηματογραφίας, το οποίο δεν έχει περιληφθεί εδώ (στ. 21-51∙ περί σχηματογραφίας βλ. παρακ.). Μετά από αυτό ακολουθούν οι στ. 52-56, όπου δίνεται στον αρμόδιο αξιωματούχο Νικόλαο εντολή ικανοποίησης του αιτήματος.

 

Οι κληρούχοι-συντάκτες της αίτησης και οι εμπλεκόμενοι Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι

Η αίτηση υποβάλλεται από δύο κληρούχους ιππείς, τον Μακεδόνα Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, και τον Θράκα Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνος. Οι κληρούχοι στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν έφεδροι στρατιώτες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί κλήροι γης με την υποχρέωση αφενός να καλλιεργούν τη γη (την οποία όμως συχνά δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι, αλλά την εκμίσθωναν –ολόκληρη ή ένα μέρος της– σε κάποιον καλλιεργητή) και αφετέρου να υπηρετούν στον στρατό, όταν καλούνταν (για τον θεσμό των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 30-5· Préaux 1939: 468-480· για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Οι κλήροι αυτοί ήταν διασκορπισμένοι στη χώρα της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και η έκτασή τους κυμαινόταν ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο κάθε στρατιώτης δημιουργώντας διαφορετικές κατηγορίες κληρούχων (κατά τον 2ο αι. π.Χ. αναφέρονται κληρούχοι εκατοντάρουροι, ογδοηκοντάρουροι, τριακοντάρουροι, εικοσιάρουροι, δεκάρουροι, επτάρουροι, πεντάρουροι· για τις κατηγορίες των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 172-183). Ο Αντίμαχος αναφέρεται ως εκατοντάρουρος, κάτι που σήμαινε ότι του είχαν εκχωρηθεί 100 άρουρες γης. Oι εκατοντάρουροι κληρούχοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από το ιππικό, όπως εδώ ο Αντίμαχος. Το κείμενο δεν αναφέρει σε ποια κατηγορία κληρούχων ανήκαν ο Αρίστων και ο γιος του Ηρακλείδης. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι υπηρετούσαν και αυτοί στο ιππικό. Στον στ. 3 αναφέρεται ότι ο Αντίμαχος και ο Ηρακλείδης ανήκουν στην 3η ιππαρχίαν. Ωστόσο, στο στ. 14 ζητούν από τον Παγκράτη να δώσει εντολή στον επιστάτην της 5ης ιππαρχίας να κάνει την παράδειξιν του κλήρου, κάτι που κατά την Montevecchi στο P.Mil.Congr. XVII σελ. 8 οφείλεται σε αβλεψία του γραφέα είτε στον 3ο είτε στον 14ο στίχο.

Πάντως, κατά τον 2ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Στ΄ Φιλομήτορα κι έπειτα, η ονομασία των κληρούχων δεν σήμαινε πλέον ότι κατείχαν απαραίτητα και τον αντίστοιχο αριθμό αρουρών. Ο κανόνας, όπως φαίνεται από τα παπυρικά κείμενα του 2ου αι. π.Χ., ήταν η κατοχή μικρότερου αριθμού αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε τίτλοι και ιδιοκτησία να συμπίπτουν.

Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τον συγκεκριμένο πάπυρο αλλά και από άλλους (βλ. ενδεικτικά P.Lille I 4 στ. 26-27· P.Lond. VII 2015), ο κλήρος κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο, ακόμη και αν αυτός είναι ανήλικος, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο Ηρακλείδης, κάτι που δείχνει ότι ο κλήρος αρχίζει να θεωρείται προσωπική ιδιοκτησία (P.Mil.Congr. XVII σελ. 16).

Η αίτηση απευθύνεται στον Παγκράτη, ο οποίος σε διάφορα παπυρικά έγγραφα εμφανίζεται να κατέχει το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει (Pros.Ptol. II 2499· Boyaval 1978· Boyaval 1980). Ο πρὸς τήι συντάξει είναι σύμφωνα με τον Geraci 1981 ένας αξιωματούχος της στρατιωτικής διοίκησης με αρμοδιότητα επί των κληρούχων και των κλήρων τους. Τόσο από τον υπό εξέταση πάπυρο όσο και από άλλα έγγραφα (Papathomas 1996: 179-191 αρ. 1) αντλούμε την πληροφορία ότι έδινε την εντολή για την έκδοση σχηματογραφίας των κλήρων που βρίσκονταν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ζητείται να δώσει εντολή σε έναν άλλον αξιωματούχο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας Νικόλαο, να κάνει την παράδειξιν του κλήρου (στ. 13-14).

Με το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει αναφέρεται παρακάτω στον ίδιο πάπυρο και ένα άλλο άτομο, ο Αντίπατρος (SB XVI 12720 στ. 29). Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέχουν άλλοι δύο πάπυροι (P.Tebt. III 2, 952· Papathomas 1996: 185-186) ο Αντίπατρος φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει τουλάχιστον από το 145 ως το 142 π.Χ. με πεδίο αρμοδιότητας τον Αρσινοΐτη νομό, και συγκεκριμένα την Πολέμωνος μερίδα (Papathomas 1996: 185). Αντίθετα, η αρμοδιότητα του Παγκράτη δεν περιοριζόταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αντιπάτρου, μόνο σε μια μερίδα, αλλά απλωνόταν σε ολόκληρο τον Αρσινοΐτη νομό, καθώς παρουσιάζεται να έχει εξουσία τόσο στην Πολέμωνος μερίδα (Κερκεσούχα, Άρεως κώμη, Κερκεόσιρις), όσο και στην Ηρακλείδου μερίδα (Φιλαδέλφεια). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Παγκράτης κατείχε ένα ιεραρχικά ανώτερο αξίωμα με αρμοδιότητα σε έναν ολόκληρο νομό, ενώ ταυτόχρονα είχε και υφισταμένους, όπως τον Αντίπατρο, ο οποίος είχε εξουσία σε μια μόνο μερίδα. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι, εκτός από το αξίωμα του πρὸς τήι συντάξει, κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του αρχισωματοφύλακα και τών ισοτίμων τοίς πρώτοις φίλοις που βρίσκονταν αρκετά υψηλά στην ιεραρχία (για τους τιμητικούς τίτλους βλ. Π14).

 

Ο κλήρος, η παράδειξις και η σχηματογραφία

Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένας κλήρος που είχε λάβει σε ανταλλαγή ο Αρίστων από τον Αντίμαχο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο κληρούχοι συμφώνησαν την ανταλλαγή των κλήρων τους και η συμφωνία τους πήρε γραπτή μορφή (στ. 32: σ[υμ]β[ολαίου]). Στο μεταξύ όμως ο Αρίστων πέθανε. Ο Αντίμαχος προχώρησε στην παράδειξιν των 40 αρουρών που είχε ανταλλάξει με τον Αρίστωνα (στ. 8: έτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχώς), αλλά οι συγγενείς και η μητέρα του Ηρακλείδη, του ανήλικου και ορφανού πλέον γιου του Αρίστωνα, αμφισβητούν τα όρια αυτού του κλήρου, φοβούμενοι πιθανόν ότι ο Αντίμαχος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τον θάνατο του Αρίστωνα. Ο Ηρακλείδης, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του ως προστάτιν υποβάλλει από κοινού με τον Αντίμαχο αίτηση στον Παγκράτη και ζητούν να δώσει εντολή στον Νικόλαο, τον επιστάτην τής 5ης (;) ιππαρχίας, που ήταν όπως φαίνεται ο υπεύθυνος αξιωματούχος, ώστε η παράδειξις του κλήρου να γίνει σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αίτηση σχηματογραφίαν (στ. 35-50), την έκδοση της οποίας είχε ζητήσει προηγουμένως ο Αντίμαχος.

Ο όρος παράδειξις δεν απαντά συχνά σε παπυρικά έγγραφα της πτολεμαϊκής περιόδου. Στη προκείμενη περίπτωση παράδειξις σημαίνει την απόδοση του κλήρου με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που επιδιώκεται εδώ με την παράδειξιν δεν είναι να επικυρωθεί η ανταλλαγή των κλήρων, αλλά να γίνει προσδιορισμός του κλήρου (θέση, σύνορα, έκταση) από τον υπεύθυνο αξιωματούχο σύμφωνα με τη σχηματογραφίαν, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον για τα σύνορά του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 9-10).

Η σχηματογραφία είναι ένα διάγραμμα στο οποίο δίνονται σχηματικά σε σχοινία οι διαστάσεις του κλήρου σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα και έπειτα το εμβαδόν του σε άρουρες υπολογισμένο κατά προσέγγιση, ενώ έχει προηγηθεί η περιγραφή της θέσης του κλήρου στην κώμη· στο τέλος ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή των συνόρων του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 11). Από τη σχηματογραφία προκύπτει ότι ο κλήρος του Αντιμάχου αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο βρίσκεται στην Άρεως κώμη (στ. 35-41) και τα άλλα δύο στην κώμη των Κερκεσούχων (στ. 42-50). Σώζονται τα σύνορα μόνο του πρώτου τμήματος του κλήρου, έχουμε όμως τις διαστάσεις και των τριών τμημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το εμβαδόν τους και να κάνουμε τις απαραίτητες συμπληρώσεις στον πάπυρο (βλ. σχετικά P.Mil.Congr. XVII σ. 12-15).

Ὀρφανός και προστάτις

Η Θαΐς αναφέρεται στο κείμενο (στ. 4) ως προστάτις του ορφανού γιου της, του Ηρακλείδη. Όπως έδειξε η Criscuolo 1981, ο όρος ορφανός μπορούσε να αποδοθεί τόσο σε κάποιον ορφανό γιο κληρούχου, όσο και σε κάποιον που δεν έχει σχέση με τον στρατό (π.χ. P.Enteux.PSI XIII 1310· BGU VIII 1849). Επιπλέον, δεν δηλώνει απαραίτητα έναν ανήλικο που βρίσκεται υπό κηδεμονία.

Σύμφωνα με το κείμενο η Θαΐς είχε ορισθεί ως προστάτις του γιου της, σε περίπτωση που πέθαινε ο σύζυγός της, στο συμβόλαιο γάμου που είχαν συντάξει (στ. 4-6· για τη συγγραφὴ συνοικισίου, βλ. Π12). Η χρήση του όρου προστάτις για μια γυναίκα είναι μοναδική στα παπυρικά έγγραφα και κατά την Montevecchi 1981 δηλώνει μάλλον ότι η μητέρα έχει την ευθύνη για τη φροντίδα και προστασία του γιου της, κάτι που μοιάζει με την κηδεμονία, χωρίς όμως να έχει νομικό χαρακτήρα. Το ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο μια γυναίκα δεν μπορούσε να έχει την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, συνετέλεσε πιθανότατα στην επιλογή αυτού του όρου που στερούνταν συγκεκριμένης νομικής σημασίας τόσο στο συμβόλαιο γάμου όσο και στην αίτηση που εξετάζουμε.

Στον Παγκράτη, αρχισωματοφύλακα και αρμόδιο για τη σύνταξη από τον Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, Μακεδόνα, έναν από τους άνδρες του Απολλωνίου, της τρίτης ιππαρχίας εκατοντάρουρο, και από τον Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνα, Θράκα, από την ίδια ιππαρχία, ορφανό, μαζί με την κηδεμόνα (στ. 5) του, που σύμφωνα με το συμβόλαιο γάμου είναι η μητέρα του Θαΐδα του Απολλωνίου. Καθώς οι συγγενείς του προαναφερθέντος ορφανού και η μητέρα του αμφισβητούν τα όρια του κλήρου των σαράντα αρουρών κοντά στα (στ. 10) Κερκεσούχα και την κώμη του Άρεως στη μερίδα του Πολέμωνος, του οποίου ήδη πρωτύτερα ο προαναφερθείς Αντίμαχος τυχαίνει να έχει κάνει την παράδειξιν και αντί του οποίου ο πατέρας του Ηρακλείδη, Αρίστων, αντάλλαξε αυτόν (τον κλήρο) κοντά στη Βούβαστο, στη μερίδα του Ηρακλείδη, ζητούμε να διατάξεις να γραφεί επιστολή στον Νικόλαο, επιστάτη της πέμπτης ιππαρχίας, έναν από τους άνδρες του Αρ – -, (στ. 15) να κάνει την παράδειξιν του προαναφερόμενου κλήρου των σαράντα αρουρών σύμφωνα με τη σχηματογραφία την εκδοθείσα για τον Αντίμαχο, το αντίγραφο της οποίας έχει επισυναφθεί. Αν γίνει αυτό, θα τύχουμε της φιλανθρωπίας σου. (στ. 20) Χαίρε.

μπροστινή πλευρά (recto)
(1ο χέρι) Διονυσίωι τών φίλων καὶ
στρατηγώι
παρὰ Πτολεμαίου τού Γλαυκίου
Μακεδόνος τών όντων εν κατοχήι
5 εν τώι μεγάλωι Σαραπιείωι έτος
ήδη δέκατον. Αδικούμαι
υπὸ τών εν τώι αυτώι ιερώι
καλλυντών καὶ αρτοκόπων
τών νυνὶ εφημερευόντων,
10 καταβαινόντων δέ καὶ εις τὸ
Ανουβιείον, Ἁρχήβιος ιατρού
καὶ Μυὸς ιματιοπώλου καὶ
τών άλλων, ων τὰ ονόματα
αγνοώ. Τού γὰρ ιθ (έτους) Φαώφι ια
15 παραγενόμενοι επὶ τὸ
Ασταρτιείον, εν ωι κατέχομαι
ιερώι, εισεβιάζοντο βουλό-
μενοι εξσπάσαι με καὶ αλο-
γήσαι, καθάπερ καὶ εν τοίς πρό-
20 τερον χρόνοις επεχείρησαν
ούσης αποστάσεως, παρὰ τὸ
Ἕλληνά με είναι. Επεὶ ο[ύ]ν
εγὼ μέν συνιδὼν αυτοὺς
απονενοημένους εμαυτὸν
25 συνέκλεισα, Ἁρμαιν δέ
τὸν παρ΄ εμού ευρόντες
επὶ τού δρόμου καταβαλόντες
έτυπτον τοίς χαλκοίς
ξυστήρσιν. Αξιώ ούν σε συν-
30 τάξαι γράψαι Μενεδήμωι
τώι παρὰ σού εν τώι Ανουβιείωι
επαναγκάσαι αυτοὺς τὰ δίκαιά μοι
ποιήσαι, εὰν δέ μὴ υπομένωσιν,
εξαποστείλαι αυτοὺς επὶ σέ,
35 όπως διαλάβης περὶ αυτών μισο-
πονήρως.
Ευτύχει.
(4ο χέρι) Μενεδήμωι. Προνοήθητι ὡς τεύξεται
τών δικαίων.
40 (έτους) ιθ Φαώφι ιθ.
πίσω πλευρά (verso)
(3ο χέρι) (έτους) ιθ Φαώφι ιη
Πτολεμαίου. (5ο χέρι) Μενεδήμωι
(2ο χέρι) τών καλ-
λυντών

Το συγκεκριμένο κείμενο έχει την τυπική δομή υπομνήματος. Πρόκειται για διαμαρτυρία σχετικά με μια φυλετική (;) διαμάχη. Το έγγραφο υποβλήθηκε στον στρατηγό Διονύσιο από τον Μακεδόνα Πτολεμαίο, γιο του Γλαυκία, κάτοχον στο Μεγάλο Σαραπιείο (στ. 1-6). Ακολουθεί η αναλυτική έκθεση των γεγονότων που οδήγησαν τον Πτολεμαίο να συντάξει το υπόμνημα (στ. 6-29). Στη συνέχεια, ο Πτολεμαίος προχωρά στο αίτημά του (στ. 29-36): Ζητά από τον Διονύσιο να δώσει διαταγή στον υφιστάμενό του Μενέδημο να επιληφθεί του θέματος υποχρεώνοντας τους δράστες να του αποδώσουν το δίκιο του, και, αν δεν συμμορφωθούν, να φροντίσει ο ίδιος ο Διονύσιος για την απόδοση της δικαιοσύνης. Το υπόμνημα τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 37). Κάτω από το υπόμνημα έχει προστεθεί από τον Διονύσιο η εντολή προς τον Μενέδημο να αποδώσει δικαιοσύνη (στ. 38-40).

 

Συντάκτης και παραλήπτες του υπομνήματος, Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι

Συντάκτης του υπομνήματος είναι ο Πτολεμαίος, γιος του Γλαυκία, Μακεδόνας (Lewis 1986: 74-79). Ο πατέρας του Γλαυκίας ήταν κληρούχος Μακεδονικής καταγωγής εγκατεστημένος στην κώμη Ψίχιν, στον Ηρακλεοπολίτη νομό, και πέθανε το 164 π.Χ. κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων στην Αίγυπτο μάλλον με βίαιο τρόπο (UPZ I 9 και 14). Γνωστά είναι ακόμη τρία αδέλφια του Πτολεμαίου, ο Ίππαλος, ο Σαραπίων και ο Απολλώνιος (UPZ I 9), ο οποίος μάλιστα στρατολογήθηκε ως κληρούχος το 158/7 π.Χ., μετά από αίτημα του αδελφού του Πτολεμαίου προς τους βασιλείς (UPZ I 14). Ο ίδιος ο Πτολεμαίος εγκαταστάθηκε το 172 π.Χ., γύρω στα τριάντα του χρόνια, ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και συγκεκριμένα στο Ασταρτιείον, τον μικρό ναό της Αστάρτης που βρισκόταν στο συγκρότημα του Σαραπιείου (βλ. παρακ.).

Το υπόμνημα του Πτολεμαίου απευθύνεται, όπως και άλλα δικά του υπομνήματα (UPZ I 2, 5, 8), στον Διονύσιο, τον στρατηγό του Μεμφίτη νομού, όπου βρισκόταν το Μεγάλο Σαραπιείο. Ο στρατηγός κατείχε αρχικά τη στρατιωτική κυρίως εξουσία στο επίπεδο του νομού, αργότερα όμως, από τα μέσα περίπου του 3ου αι. π.Χ., συγκέντρωσε στα χέρια του και ένα μεγάλο μέρος της διοικητικής εξουσίας, που ως τότε βρισκόταν στα χέρια του νομάρχη, αποκτώντας έτσι πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο Διονύσιος κατέχει επίσης τον τιμητικό τίτλο τών φίλων (τού βασιλέως). Πρόκειται για τίτλο συνηθισμένο στις αυλές των ελληνιστικών ηγεμόνων (πρβλ. Ε5). Στο πτολεμαϊκό βασίλειο ο τίτλος αυτός περιοριζόταν αρχικά σε άτομα τα οποία ανήκαν στην αυλή του μονάρχη, στελέχωναν τα βασιλικά συμβούλια και κατείχαν τα ανώτερα αξιώματα∙ όμως τον 2ο αι. π.Χ. έπαψε να δίνεται μόνο σε μέλη της αυλής και επεκτάθηκε σε όσους κατείχαν κάποιο –συνήθως ανώτερο– αξίωμα στην πτολεμαϊκή γραφειοκρατία. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. μαρτυρούνται κατά ιεραρχική σειρά οι εξής τιμητικοί τίτλοι, που υποδηλώνουν σχέση με το πρόσωπο του βασιλέα (Mooren 1977: 1-73, ειδικά για τους τίτλους που αποδίδονταν στους στρατηγούς σ. 97-108): συγγενής, πρώτος φίλος, αρχισωματοφύλαξ, φίλος, διάδοχος, σωματοφύλαξ. Συνεπώς, ο Διονύσιος δεν είναι υψηλόβαθμος στην ιεραρχία της πτολεμαϊκής αυλής.

Ο Μενέδημος είναι ο υφιστάμενος αξιωματούχος στον οποίο προωθείται το υπόμνημα από τον στρατηγό Διονύσιο. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος ζητά από τον στρατηγό να δώσει διαταγή στον Μενέδημο, τω παρὰ σού εν τω Ανουβιείω, να επιληφθεί του θέματος. Φαίνεται, λοιπόν, ότι πρόκειται για αντιπρόσωπο του στρατηγού στο Ανουβιείο (μάλλον δεν ταυτίζεται με τον ομώνυμο αρχιφυλακίτη στο UPZ I 5 στ. 6).

 

Tο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και η ιδιότητα του κατόχου

Ο Μακεδόνας Πτολεμαίος εμφανίζεται ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από τη φαραωνική εποχή στη Μέμφιδα είχε κατασκευασθεί ένα σημαντικό συγκρότημα ναών για τη λατρεία των σπουδαιότερων αλλά και κάποιων λιγότερο σημαντικών θεοτήτων της Κάτω Αιγύπτου. Κεντρική θέση κατείχε η λατρεία του θεού-ταύρου Άπιδος, ο οποίος στη χθόνια εκδοχή του λατρευόταν ως Όσιρις-Άπις. Από εδώ προέρχεται η ονομασία του Σαράπιδος, νέας θεότητας που συνδύασε στοιχεία της αιγυπτιακής και ελληνικής λατρείας και εισήχθη –για πολιτικούς λόγους– από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα (Staumbaugh 1972· Fraser 1972: I 246-276· Hornbostel 1973). Μετά τη δημιουργία της νέας λατρείας οι Πτολεμαίοι επέκτειναν το ιερό της Μέμφιδας, που από τότε αναφερόταν ως το Μεγάλο Σαραπιείο (Thompson 1988: 212-215). Εκτός από τον Σάραπι στο συγκρότημα της νεκρόπολης της Μέμφιδας συνέχισαν να λατρεύονται και άλλες θεότητες σχετιζόμενες ή μη με τη λατρεία του Σαράπιδος, όπως η Ίσις, ο Ιμχοτέπ (θεότητα που ταυτιζόταν με τον Ασκληπιό), ο Άνουβις αλλά και η Αστάρτη, στον ναό της οποίας ζούσε ως κάτοχος ο Πτολεμαίος.

Οι κάτοχοι ζούσαν στον ναό και απολάμβαναν την προστασία του θεού προσφέροντας σε αντάλλαγμα κάποιες ιερές υπηρεσίες (Delekat 1964: 176-181· Dunand 1973: 183). Ενδεχομένως λειτουργούσαν ως ‘εκπρόσωποι’ του θεού δίνοντας χρησμούς και ερμηνεύοντας όνειρα (Cumont 1937: 148-149· Merkelbach 1995: 73, 210-211). Οι πάπυροι που αφορούν τον Πτολεμαίο δεν αναφέρουν ποια ήταν τα ακριβή καθήκοντά του στην υπηρεσία του θεού.

Οι πηγές μας δείχνουν ότι οι χωροταξικοί περιορισμοί της κατοχής δεν ήταν απόλυτοι. Ορισμένοι κάτοχοι είχαν ελευθερία κινήσεων σε ολόκληρο το τέμενος του Σαραπιείου, άλλοι παρέμεναν έγκλειστοι σε ένα ναό, ενώ σε ειδικές περιστάσεις μπορούσαν να εγκαταλείψουν για ορισμένο διάστημα το ιερό. Έτσι, ο Πτολεμαίος μπόρεσε να αφήσει για λίγο τον ιερό χώρο στον οποίο ζούσε, προκειμένου να παραστεί στον γάμο του αδελφού του Σαραπίωνα και γενικά διατηρούσε τους δεσμούς του με τον έξω κόσμο, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι επικοινωνούσε ελεύθερα με τα αδέλφια του (UPZ I 66, 67, 71, 75), αλλά και με την πτολεμαϊκή διοίκηση (UPZ I 5-11, 14). Ο Πτολεμαίος φαίνεται ότι έζησε τουλάχιστον για είκοσι χρόνια στο Μεγάλο Σαραπιείο, πιθανόν ως τον θάνατό του (Lewis 1986: 75).

 

Η φιλονικία

Οι εμπλεκόμενοι

Ο Πτολεμαίος απευθύνεται στον στρατηγό της Μέμφιδας Διονύσιο, επειδή δέχθηκε επίθεση από τους καλλυντάς και αρτοκόπους (στ. 6-14), δηλαδή τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από αυτούς κατονομάζει κάποιον Αρχήβιν, ιατρόν, και ένα Μύν, ιματιοπώλην, ενώ αναφέρει ότι συμμετείχαν και άλλοι, τα ονόματα των οποίων δεν γνωρίζει. Ο γιατρός είναι Αιγύπτιος και ταυτίζεται με τον ομώνυμο κλυστήν που συμμετείχε και σε μεταγενέστερη επίθεση εναντίον του Πτολεμαίου (UPZ I 8 στ. 34). Ο Μύς θα μπορούσε βάσει του ονόματός του να είναι Κάρας ή Αιγύπτιος και συμμετείχε επίσης στην προαναφερθείσα μεταγενέστερη επίθεση (UPZ I 8 στ. 33)∙ ίσως να ταυτίζεται με τον ομώνυμο κοπροξύστην (πρόκειται γι᾿ αυτόν που καθαρίζει ένα χώρο από την κοπριά), που υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές των συμπλοκών στο Μεγάλο Σαραπιείο κατά το έτος 156 π.Χ. (UPZ I 119 στ. 39).

Στη μεταγενέστερη επίθεση που δέχτηκε ο Πτολεμαίος (UPZ I 8 στ. 32-34) λαμβάνουν μέρος και κατονομάζονται εκτός από τον Αρχήβι και τον Μυ ένας σακκοφόρος (αχθοφόρος), ένας σιτοκάπηλος (πωλητής σιτηρών), ένας ασιλλοφόρος (πρόκειται γι’αυτόν που φέρει ζυγό για μεταφορά φορτίων) και ένας ταπιδύφος (υφαντής ταπήτων)∙ όλοι αυτοί υπηρετούν στο Μεγάλο Σαραπιείο, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, ως καλλυνταί (UPZ I 8 στ. 6). Πρόκειται, επομένως, για Αιγυπτίους (όπως φαίνεται από τα ονόματά τους) λαϊκούς οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο ιερό μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε έτος (ίσως ένα συγκεκριμένο μήνα), εκ περιτροπής με άλλες ομάδες, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τη φράση τών νυνὶ εφημερευόντων (στ. 9). Το ακριβές αντικείμενο εργασίας των καλλυντών δεν είναι εύκολο να καθορισθεί. Τα χάλκινα ξυστήρια που αναφέρονται στον στ. 29 φαίνεται ότι αποτελούσαν τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στην εργασία τους. Αν θεωρήσουμε ότι ευσταθεί η ταύτιση του Μυός με τον ομώνυμο κοπροξύστην στο UPZ I 119 (εκεί φαίνεται να υπηρετεί κατά τη διάρκεια του μήνα Παύνι και όχι του Φαώφι, όπως στο κείμενό μας), τότε οι καλλυνταί θα μπορούσαν να είναι αυτοί που σκούπιζαν στον χώρο του Μεγάλου Σαραπιείου. Η χρήση, ωστόσο, χάλκινων ξυστήρων υποδεικνύει ότι ίσως ήταν επιφορτισμένοι με μια πιο λεπτή εργασία, όπως με τον καθαρισμό κάποιου ιερού χώρου ή ιερών αντικειμένων (UPZ I σ. 137).

Στη συμπλοκή αναφέρεται και κάποιος Αρμάις, Αιγύπτιος που δέχθηκε επίθεση, επειδή ανήκε στον κύκλο του Πτολεμαίου. Ο Αρμάις αυτός πιθανόν ταυτίζεται με τον κάτοχον Αρμάι (Pros.Ptol. IX 7325), αποστολέα του υπομνήματος UPZ I 2 στον στρατηγό Διονύσιο εξαιτίας μιας άλλης επίθεσης που υπέστη στο Μεγάλο Σαραπιείο (Goudriaan 1988: 44).

Αίτια και συνθήκες της φιλονικίας

Το περιστατικό της επίθεσης ήταν κάθε άλλο παρά μεμονωμένο. Ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι είχαν επιχειρήσει να τον βλάψουν και κατά τη διάρκεια παλαιότερης εξέγερσης (στ. 19-21). Η εξέγερση αυτή ταυτίζεται, όπως φαίνεται, με εκείνη που αναφέρεται στο UPZ I 14 στ. 9 (εν τοίς ταραχής χρόνοις) κατά την οποία πέθανε ο πατέρας του Πτολεμαίου, Γλαυκίας, και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των εξεγέρσεων που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των ετών 168-164 π.Χ. στην Αίγυπτο (Veisse 2004: 36-38, 132-134) και οι οποίες πιθανόν σχετίζονται με τη σύγχρονη εξέγερση του Διονυσίου Πετοσαράπιδος στην Αλεξάνδρεια (Διόδωρος 31.15a· για τις εξεγέρσεις των Αιγυπτίων βλ. και McGing 1997). Δύο χρόνια μετά το παρόν υπόμνημα ο Πτολεμαίος απευθύνεται εκ νέου στον στρατηγό Διονύσιο παραπονούμενος πάλι για επίθεση που δέχτηκε (UPZ I 8), ενώ ανάλογα περιστατικά φαίνεται ότι έλαβαν χώρα και στη συνέχεια και οδήγησαν τον Πτολεμαίο να απευθυνθεί στους ίδιους τους βασιλείς το 156 π.Χ. (UPZ I 15).

Ο Πτολεμαίος συνδέει την επίθεση που δέχτηκε, όπως και αυτή που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, με το ότι είναι Έλληνας (στ. 21-22), αποδίδοντας έτσι την εχθρότητα των Αιγυπτίων που εργάζονταν στο Μεγάλο Σαραπιείο προς εκείνον σε φυλετικούς λόγους. Το ίδιο επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα (UPZ I 8 στ. 14, 15 στ. 16-17). Οι δράστες παρουσιάζονται, λοιπόν, από τον Πτολεμαίο ως μια ομάδα ατόμων που διαπράττουν βίαιες επιθέσεις, επειδή τρέφουν αισθήματα αντιπάθειας απέναντι στους Έλληνες.

Τόσο η περίπτωση του Πτολεμαίου, όσο και διάφορα άλλα κείμενα που αναφέρουν –αντίστροφα– παράπονα των Αιγυπτίων για κακομεταχείριση από τους Έλληνες (π.χ. P.Yale I 46∙ P.Col. IV 66), αποκαλύπτουν τη δυσαρέσκεια που ένιωθαν κάποιοι Αιγύπτιοι απέναντι στα μέλη της ελληνικής τάξης. Αυτή η δυσφορία προς την προνομιακή θέση των Ελλήνων εκφράσθηκε πολλές φορές με βίαιο τρόπο περί τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όταν λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και των εξωτερικών απειλών η πτολεμαϊκή εξουσία έδειξε εμφανή σημάδια εξασθένησης (Lewis 1986: 85-87, βλ. τις εξεγέρσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω). Ίσως η ‘διείσδυση’ του Έλληνα Πτολεμαίου σε ένα αιγυπτιακό ιερό όξυνε την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια κάποιων Αιγυπτίων, ιδιαίτερα σε μια εποχή εντάσεων, όταν μαίνονταν εξεγέρσεις σε διάφορα σημεία της αιγυπτιακής χώρας.

Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα από το Σαραπιείο, στον κύκλο του Πτολεμαίου ανήκουν και Αιγύπτιοι, όχι μόνον ο Αρμάις, που αναφέρεται στον υπό εξέταση πάπυρο, αλλά και οι δίδυμες Θαυής και Ταούς, τις οποίες ο Πτολεμαίος –παλιός φίλος του πατέρα τους– είχε υπό την προστασία του ενεργώντας ως εκπρόσωπός τους στις επαφές τους με την πτολεμαϊκή διοίκηση. Οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε ο Πτολεμαίος με κάποιους γηγενείς Αιγυπτίους καταδεικνύουν ότι σε καθημερινή βάση η συμβίωση μεταξύ των δύο λαών μπορούσε να είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες αρκετά ομαλή.

            Αποδίδοντας τις επιθέσεις που δέχτηκε στο ότι είναι Έλληνας, ο Πτολεμαίος ίσως δίνει απλά τη δική του εξήγηση στα γεγονότα. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να αποκρύπτει συνειδητά την αληθινή αιτία της φιλονικίας και να εκμεταλλεύεται την ένταση που υπήρχε εκείνη την περίοδο μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων πιστεύοντας ότι έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες να δικαιωθεί από τον Έλληνα στρατηγό (Huss 2001: 589-590). Ο ισχυρισμός του, άλλωστε, για τον φυλετικό χαρακτήρα της επίθεσης στο πρόσωπό του φαίνεται να προσκρούει στο γεγονός ότι θύμα των καλλυντών και αρτοκόπων είναι και ο Αιγύπτιος Αρμάις. Η διαμάχη του, επομένως, με τους Αιγυπτίους που υπηρετούσαν στο Σαραπιείο θα μπορούσε να αποδοθεί περισσότερο σε προσωπική αντιπάθεια που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους κατά

(μπροστινή πλευρά) Στον Διονύσιο, έναν από τους φίλους του βασιλέα και στρατηγό, από τον Πτολεμαίο, γιο του Γλαυκία, Μακεδόνα, έναν από τους “κατόχους” (στ. 5) στο Μεγάλο Σαραπιείο ήδη δέκα χρόνια. Αδικούμαι από τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που υπηρετούν τώρα εκ περιτροπής στο ίδιο ιερό, (στ. 10) οι οποίοι όμως κατεβαίνουν και στο ιερό του Ανούβιδος, από τον Αρχήβι, τον γιατρό, και τον Μυ, τον ιματιοπώλη, και τους άλλους των οποίων τα ονόματα αγνοώ. Γιατί στις 11 του Φαώφι του 19ου έτους, (στ. 15) αφού έφτασαν στο μικρό ιερό της Αστάρτης, στο οποίο παραμένω κάτοχος, εισχώρησαν με τη βία θέλοντας να με σύρουν έξω και να με εκφοβίσουν, όπως ακριβώς επιχείρησαν και (στ. 20) παλαιότερα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, επειδή είμαι Έλληνας. Εγώ, λοιπόν, αφού διαπίστωσα ότι ήταν εκτός εαυτού, (στ. 25) κλείστηκα μέσα, καθώς όμως βρήκαν στον δρόμο τον Αρμάιν, έναν από τους δικούς μου, τον έριξαν κάτω και τον χτύπησαν με τα χάλκινα ξυστήρια τους. Σου ζητώ, λοιπόν, να δώσεις εντολή (στ. 30) να γράψουν στον Μενέδημο, τον υφιστάμενό σου στο ιερό του Ανούβιδος, να τους εξαναγκάσει να μου αποδώσουν δικαιοσύνη, και αν δεν συμμορφωθούν, να τους στείλει σε σένα (στ. 35) για να αποφασίσεις γι’ αυτούς με αγάπη για τη δικαιοσύνη. Σε χαιρετώ. Στον Μενέδημο. Φρόντισε να του αποδοθεί δικαιοσύνη. (στ. 40) 19ο έτος, 19 Φαώφι. (πίσω πλευρά) 19ο έτος, 18 Φαώφι. (Αφορά) τον Πτολεμαίο. Στον Μενέδημο. Σχετικά με τους καθαριστές.

5 εγ-
δίδομεν δέ τὸ έργον όλον πρὸς χαλκόν, τὰς μέν στή-
λας καὶ τοὺς θριγκοὺς πρὸς λίθον εφ’ ὡμαλίαν ό,τι άν εύ-
ρωσιν, τοὺς δ’ υποβατήρας εν προσέργω ποιήσει. τών
δέ πώρων υποτίμημα λήψεται τού λίθου εκάστου δρα-
10 χμὰς πέντε, όσους άν παρίσχη, τών δέ γραμμάτων
τής εγκολάψεως καὶ εγκαύσεως στατήρα καὶ
τριώβολον τών χιλίων γραμμάτων. εργαται δέ συνε-
χώς μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν εντὸς ημερών δέκα
ενεργών τεχνίταις ικανοίς κατὰ τὴν τέχνην μὴ έ-
15 λαττον ἢ πέντε. άν δέ τι μὴ πείθηται τών κατὰ τὴν
συγγραφὴν γεγραμμένων ἢ κακοτεχνών τι εξελέγχη-
ται, ζημιωθήσεται υπὸ τών ναοποιών καθότι άν φαίνη-
ται άξιος είναι μὴ ποιών τών κατὰ τὴν συγγραφὴν γε-
γραμμένων. καὶ εάν τις άλλος τών συνεργαζομένων εξε-
20 λέγχηταί τι κακοτεχνών, εξελαυνέσθω εκ τού έργου καὶ
[μ]ηκέτι συνεργαζέσθω· εὰν δέ μὴ πείθηται, ζημιωθήσε-
ται καὶ ούτος μετὰ τού εργώνου, εὰν δέ που παρὰ τὸ έρ-
γον συνφέρη τινὶ μέτρω τώγ γεγραμμένων προσλι-
πείν ἢ συνελείν, ποιήσει ὡς άν κελεύωμεν. μηδέ απολε-
25 λύσθωσαν απὸ τής εργωνίας οι εξ αρχής έγγυοι καὶ ο ερ-
γώνης, άχρι άν ο επαναπριάμενος τὰ παλίνπωλα τοὺς
εγγύους αξιοχρέους [κ]αταστήση· περὶ δέ τών προπε-
ποιημένων οι εξ αρχής [έ]γγυοι έστωσαν έως τής εσχά-
της δοκιμασίας. μηδέ καταβλαπτέτω μηθέν τών υπαρ-
30 χόντων έργων εν τω ιερω ο εργώ[νη]ς· εὰν δέ τι καταβλά-
ψη, ακείσθω τοίς ιδίοις ανηλώμασιν δοκίμως εγ χρόνω
όσω άν οι ναοποιοὶ τάξωσιν· καὶ εάν τινα υγιή λίθον δια-
φθείρη κατὰ τὴν εργασίαν ο τής θέσεως εργώνης, έτε-
ρον αποκαταστήσει δόκιμον τοίς ιδίοις ανηλώμασιν ου-
35 θέν επικωλύοντα τὸ έργον, τὸν δέ διαφθαρέντα λίθον εξ-
άξει εκ τού ιερού εντὸς ημερών πέντε, ει δέ μή, ιερὸς ο λίθος
έσται. εὰν δέ μὴ αποκαθιστη ἢ μὴ ακήται τὸ καταβλα-
φθέν, καὶ τούτο επεγδώσουσιν οι ναοποιοί, ότι δ’ άν εύρη,
τούτο αυτὸ καὶ ημιόλιον αποτείσει ο εργώνης καὶ οι έγ-
40 γυοι. εὰν δέ κατὰ φυὰν διαφθαρη τις τών λίθων, αζήμιος έσ-
τω κατὰ τούτον ο τής θέσεως εργώνης. εὰν δέ πρὸς αυ-
τοὺς αντιλέγωσιν οι εργώναι περί τινος τών γεγραμμέ-
νων, διακρινούσιν οι ναοποιοὶ ομόσαντες επὶ τών έργων, πλεί-
ονες όντες τών ημίσεων, τὰ δέ επικριθέντα κύρια έστω.
45 εὰν δέ τι επικωλύσωσιν οι ναοποιοὶ τὸν εργώνην κατὰ
τὴν παροχὴν τών λίθων, τὸν χρόνον αποδώσουσιν, όσον άν
επικωλύσωσιν. εγγύους δέ καταστήσας ο εργώνης κατὰ
τὸν νόμον λήψεται τὴν πρώτην δόσιν, οπόσου άν εργωνή-
ση, πασών τών στηλών καὶ τών θριγκών τών επὶ ταύτας
50 τιθεμένων, υπολιπόμενος παντὸς τὸ επιδέκατον· όταν δέ
αποδείξη πάσας ειργασμένας καὶ ορθὰς πάντη καὶ τέλος
[ε]χούσας κατὰ τὴν συγγραφὴν καὶ μεμολυβδοχοημένας α-
ρεστώς τοίς ναοποιοίς καὶ τώι αρχιτέκτονι, λήψεται τὴν
δευτέραν δόσιν πάντων τών γραμμάτων τής επιγραφής
55 εκ τού υποτιμήματος πρὸς τὸν αριθμὸν τὸν εκ τών αντι-
γράφων εγλογισθέντα, υπολιπόμενος καὶ τούτου τὸ επιδέ-
κατον· καὶ συντελέσας όλον τὸ έργον, όταν δοκιμασθήι, κομι-
σάσθω τὸ επιδέκατον τὸ υπολειφθέν καὶ τών πώρων τὸ υπο-
τίμημα, όσους άν θη, καὶ όσα άν γράμματα επιγράψη
60 μετὰ τὸ τὴν δόσιν λαβείν κομισάσθω καὶ τούτων, όταν καὶ τὸ ε-
πιδέκατον λαμβάνη, εὰν μή τι εις τὰ επιτίμια υπολογισθη αυ-
τω. εὰν δέ τι πρόσεργον δη γενέσθαι συμφέρον τω έργω,
ποιήσει εκ τού ίσου λόγου καὶ προσκομιείται τὸ γινόμενον αυτω,
αποδείξας δόκιμον.

Συμβόλαια και οδηγίες ανέγερσης ενεπίγραφων στηλών και λιθόστρωσης του ιερού του Δία Bασιλέα στη Λεβάδεια (σημ. Λειβαδιά). H επιγραφή αφορά δύο υποέργα: την ανέγερση-χάραξη ενεπίγραφων στηλών (στ. 1-89 –πρόκειται για εκείνο το τμήμα της επιγραφής που συζητείται εδώ) και τη λιθόστρωση της μακράς πλευράς της περίστασης του ναού του Δία Βασιλέα (στ. 89-188). Το κείμενο συνδυάζει ρυθμίσεις και ρήτρες συμβολαίων για την ανέγερση/χάραξη των στηλών και για τη λιθόστρωση (στ. 1-64, 155-188) με πολύ συγκεκριμένες οδηγίες για την εκτέλεση των δύο υποέργων (στ. 65-89, 89-155). Tέτοιου τύπου συνδυασμοί περιεχομένου δεν είναι ασυνήθεις (πρβλ. IG II2 244, 463, 1678 = I.Délos 104-4).

 

Oι ενεπίγραφες στήλες

Στους στ. 1-89 ρυθμίζονται, όπως είπαμε, τα σχετικά με την ανέγερση ενεπίγραφων στηλών. Σύμφωνα με τις προδιαγραφές οι στήλες θα κατέληγαν σε θριγκούς (στ. 7, 49-50, 67-68) και θα στέκονταν σε υποβατήρες (στ. 8). Tα χαραγμένα γράμματα θα ζωγραφίζονταν με εγκαυστική μέθοδο (στ. 11-12), δηλαδή χρώμα ανακατεμένο με λιωμένο ζεστό κερί. Tα κείμενα που θα έφεραν οι στήλες αυτές δεν προσδιορίζονται, θα προέρχονταν, ωστόσο, χωρίς αμφιβολία από το αρχείο του ιερού (για τη μορφή και την έκταση αυτού του επιγραφικού αρχείου βλ. Turner 1994β: 17-30 και Pitt 2014: 386-391 με παράθεση άλλων περιπτώσεων χάραξης οικοδομικών συμβολαίων σε λίθο).

Aν λάβουμε υπόψη μας ότι η IG VII 3073 αποτελεί μέρος ενός συνόλου επιγραφών που βρέθηκαν στη Λειβαδιά, είναι γραμμένες σε στήλες από λευκόφαιο λίθο που έχουν περίπου το ίδιο μέγεθος, παρόμοια γράμματα και αφορούν οικοδομικές εργασίες σε ένα μνημειακό κτήριο (πρόκειται μάλλον σε όλες τις περιπτώσεις για τον ναό του Δία Bασιλέα, αν και ρητή αναφορά του ναού έχουμε μόνο στους στ. 89-90 και 93 της IG VII 3073), μπορούμε κάλλιστα να υποθέσουμε ότι η ίδια η IG VII 3073 και οι υπόλοιπες της ομάδας είναι μερικές από τις στήλες που προβλέπονται στην IG VII 3073 (είναι οι IG VII 3074-3076· Wilhelm 1897· Ridder – Choisy 1896· Jannoray 1940-1941: 37 I). Oι προδιαγραφές κατασκευής (IG VII 3073 στ. 6-9, 67-82) συμφωνούν εξάλλου με τη μορφή των σωζόμενων επιγραφών. Aν και οι σωζόμενες επιγραφές είναι επτά, στην πραγματικότητα ο αριθμός τους ήταν σίγουρα μεγαλύτερος: στην IG VII 3073 στ. 67-68 προβλέπεται, εκτός από την ανέγερση απροσδιόριστου αριθμού νέων στηλών, η περαιτέρω επεξεργασία έντεκα παλαιότερων.

 

Το συμβόλαιο

Οι συμβαλλόμενοι

Tα πρόσωπα που εμπλέκονται άμεσα στο συμβόλαιο είναι οι ναοποιοί και ο εργώνης. Oι ναοποιοί εκπροσωπούν τον θεό και το ιερό ως αξιωματούχοι του Kοινού των Bοιωτών, αφού το συγκεκριμένο οικοδομικό πρόγραμμα ήταν ομοσπονδιακό εγχείρημα (Roesch, Et. béotiennes 290-292, 392-396∙ γενικά για τον ομοσπονδιακό χαρακτήρα της λατρείας του Δία Bασιλέα βλ. Turner 1994α: 362-376). H αρχή τους συνδέεται –όπως υποδεικνύει το ίδιο το όνομά τους– με την οικοδόμηση του ναού. Ωστόσο, η συναρχία των ναοποιών επεκτείνει την ύπαρξη και τη δράση της χρονικά και λειτουργικά πέρα από τις οικοδομικές εργασίες στον ναό και εμφανίζεται ως τους αυτοκρατορικούς χρόνους (για τους ναοποιούς βλ. Roesch, Et. béotiennes 107, 200-201 και Pitt 2014: 382-383). H παραλαβή και ο έλεγχος (δοκιμασία) των στηλών γίνεται από την επιτροπή των ναοποιών και τον αρχιτέκτονα (στ. 53∙ πρβλ. και στ. 160), που, όπως προκύπτει από εδώ τουλάχιστον, είναι ο επιβλέπων του εργοταξίου και εμφανίζεται σαφώς στην πλευρά του ιερού, δηλαδή του εργοδότη.

Η συζήτηση για τον ρόλο του αρχιτέκτονα στα δημόσια έργα είναι μακρά και οι μαρτυρίες σχετικά αντικρουόμενες. Βλ. Burford 1969: 138-145· Svenson-Evers 1996: 505-515· Jacquemin 1990: 85-88.

Ο εργολάβος (εργώνης) είναι εκείνος που αναλαμβάνει την εκτέλεση του έργου και συγκεκριμένα την κατασκευή, χάραξη και τοποθέτηση των στηλών φέροντας μαζί με τους εγγυητές (εγγύους), που ορίζει ο ίδιος και εγκρίνει η πόλη, την πλήρη ευθύνη απέναντι στο ιερό και τους εκπροσώπους του. Έχει υπό τις διαταγές του μια ομάδα τεχνιτών, που,όπως ορίζει το συμβόλαιο, πρέπει να είναι τουλάχιστον πέντε (στ. 14-15). Η ρήτρα έχει προφανώς τον σκοπό να εξασφαλίσει μια ικανοποιητική ταχύτητα στην πορεία των εργασιών .

Ο εργολάβος προσδιορίζεται σε δύο σημεία που αφορούν ενδεχόμενες φθορές στους λίθους –προφανώς κατά την επεξεργασία και την τοποθέτησή τους– ως ο τής θέσεως εργώνης (στ. 33, 41). Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα ότι ο εργολάβος του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν ένας. Για περισσότερους εργολάβους γίνεται λόγος και στον στ. 42 της επιγραφής μας. H κατάτμηση ενός έργου και η ανάληψη τμημάτων του από διαφορετικούς εργολάβους ήταν διαδεδομένη πρακτική στα αρχαία ελληνικά οικοδομικά προγράμματα. Στην έκφραση ο τής θέσεως εργώνης υπάρχει ίσως μια έμμεση αντιδιαστολή προς τον εργολάβο που προμήθευσε τους λίθους.

Παροχή οικοδομικού υλικού από εργολάβους σε δημόσια έργα μαρτυρείται σε αρκετές περιπτώσεις (π.χ. IG II2 244 στ. 48-72, 105-108∙ 1672 στ. 9∙ IG XII 2, 11 στ. 9-10). Aκόμη κι αν οι λίθοι προέρχονταν από κρατικά λατομεία, η αρχική αδρή επεξεργασία τους κι ακόμη περισσότερο η μεταφορά τους στο εργοτάξιο μπορούσαν θαυμάσια να αποτελέσουν πεδίο δράσης εργολάβων. Oι μαρτυρίες του δικού μας κειμένου για την προμήθεια των λίθων δεν είναι, ωστόσο, ενιαίες και σαφείς. Oι στ. 45-47 δεν αφήνουν αμφιβολία ότι οι λίθοι δίνονται στον (τής θέσεως) εργώνην από τους ναοποιούς∙ αυτό, όμως, ενδεχομένως δεν σημαίνει κάτι περισσότερο από τη μεσολάβηση των ναοποιών ανάμεσα στους εργολάβους που ανέλαβαν την προμήθεια και σε αυτούς που ανέλαβαν την τοποθέτηση των λίθων, μεσολάβηση που εξασφαλίζει στους ναοποιούς τη δυνατότητα ελέγχου του υλικού και ροής των εργασιών. Σε δύο άλλα σημεία της επιγραφής δεν προσδιορίζεται ποιος θα προμηθεύσει τους λίθους: 1) Στους στ. 8-10 μαθαίνουμε ότι ο (τής θέσεως) εργώνης θα κατασκευάσει από πωρόλιθους τις βάσεις των ενεπίγραφων στηλών και θα εισπράξει πέντε δραχμές για κάθε λίθο που θα παράσχει (επεξεργασμένο). 2) Στους στ. 59-67 ο τής θέσεως εργώνης καλείται να καλύψει ανάγκες που δεν θα μπορούσαν να έχουν προβλεφθεί: του αναθέτουν το στρώσιμο του χώρου όπου θα στηθούν οι στήλες με όσους πωρόλιθους χρειασθεί, στην περίπτωση που το έδαφος είναι μαλακό (πρβλ. IG XII 2, 11 στ. 7-10), και ορίζεται ότι για το έργο αυτό θα πληρωθεί στο τέλος μαζί με το επιδέκατον.

 

Πληρωμές

H χρηματοδότηση των στηλών προβλέπεται να γίνει τμηματικά (στ. 48-58). Oι δόσεις αντιστοιχούν στις φάσεις του έργου και προκαταβάλλονται. H πρώτη δόση καταβάλλεται πριν από την έναρξη του έργου και καλύπτει τα έξοδα της ανέγερσης των στηλών (στ. 48-50), η δεύτερη καταβάλλεται μετά την επιτυχή ολοκλήρωση της πρώτης φάσης και καλύπτει τα έξοδα της χάραξης των κειμένων (στ. 51-55). Σε καθεμία από τις δύο δόσεις κατακρατείται το επιδέκατον (10% του συνολικού ποσού), το οποίο καταβάλλεται σε μια τρίτη δόση μετά την περάτωση του έργου και τον έλεγχό του (στ. 57-58). Στην τρίτη δόση αποπληρώνονται επίσης υλικά ή εργασίες που δεν είχαν προβλεφθεί ή δεν μπορούσαν να προσδιορισθούν επακριβώς αρχικά (στ. 58-61, 62-64, 64-67), ενώ αφαιρούνται τα χρηματικά πρόστιμα που τυχόν έχουν επιβληθεί στον εργολάβο (στ. 61-62). Aυτός ο τρόπος πληρωμών (δόσεις, προκαταβολές) είναι διαδεδομένος στα δημόσια έργα της ελληνικής αρχαιότητας (βλ. π.χ. Δήλος: IG II2 1678 = I.Délos 104-4 στ. 21-23∙ IG XI 2, 161A στ. 47-49∙ I.Délos 502A στ. 13-15∙ 507 στ. 19-29∙ Τεγέα: IG V 2, 6 στ. 12-15).

H πληρωμή της πρώτης δόσης πριν από την έναρξη του έργου και γενικά η πρακτική της προκαταβολής των δόσεων καθιστά δυνητικά εφικτή την ανάληψη δημόσιων έργων από όλους τους πολίτες, ανεξάρτητα από την οικονομική τους κατάσταση. Aν και πρακτικά η μέθοδος των προπληρωμών κάνει δυσκολότερο τον έλεγχο των εργολάβων ως προς την τήρηση των υποχρεώσεών τους (Wittenburg 1986: 1081-1083), από νομικής άποψης μπορεί κανείς να υποστηρίξει ότι η είσπραξη της προκαταβολής ενεργοποιεί την ευθύνη του εργολάβου για την τήρηση των κανόνων της συμφωνίας και συνακόλουθα την ισχύ των ποινών που προβλέπονται σε περίπτωση παράβασης (Thür 1984: 507). Eπιπλέον, η πρακτική της καταβολής του συνολικού ποσού σε δόσεις και η κράτηση του επιδέκατου διευκολύνουν τον έλεγχο της πορείας του έργου στις διάφορες φάσεις του και την ενδεχόμενη αλλαγή του εργολάβου κατά τη διάρκεια του έργου. Έμμεση αναφορά σε ενδεχόμενη αλλαγή εργολάβου γίνεται εδώ στους στ. 24-29 (πρβλ. Ridder – Choisy 1896: 323 στ. 11-13, 19-20, 24, 30-31∙ I.Délos 502A στ. 4-12).

 

Eυθύνες και ποινές

Tόσο ο τρόπος της χρηματοδότησης όσο και οι υπόλοιπες ρήτρες του συμβολαίου σχετικά με τις στήλες στοχεύουν στην εξασφάλιση των συμβαλλόμενων, δηλαδή από τη μια μεριά του ιερού του Δία (δια των εκπροσώπων του, των ναοποιών) και από την άλλη του εργολάβου.

Mε στόχο την εξασφάλιση των συμφερόντων του ιερού α) στους στ. 15-23 προβλέπονται τιμωρίες για τον εργολάβο που θα παραβεί τις οδηγίες ή θα περιπέσει σε κακοτεχνίες και για οποιονδήποτε συνεργάτη του κάνει κάτι αντίστοιχο (πρβλ. στ. 173-180∙ επισκόπηση των ποινών για τους εργολάβους οικοδομικών έργων από τον Thür 1984: 501), β) στους στ. 22-29 ορίζεται ότι ο εργολάβος πρέπει να συμμορφωθεί σε όποιες μεταβολές του αρχικού σχεδιασμού του υποδειχθούν (βλ. και παρακ. στ. 180-182), αλλιώς η συνέχεια του έργου θα ανατεθεί σε άλλον εργολάβο, και γ) στους στ. 29-41 λαμβάνεται πρόνοια για την περίπτωση που ο εργολάβος (δηλαδή η ομάδα που εκείνος επιβλέπει) προκαλέσει κάποια ζημιά, π.χ. καταστροφή λίθου. O εργολάβος οφείλει να διορθώσει τη ζημιά με δικά του έξοδα, χωρίς να εμποδίσει τη συνέχιση των εργασιών. Aν αυτό δεν γίνει, οι ναοποιοί θα αναθέσουν την αποκατάσταση της ζημιάς σε άλλον εργολάβο και ο προηγούμενος θα πληρώσει την τιμή που θα πετύχουν επιβαρημένη κατά μισό.

Για την εξασφάλιση των συμφερόντων του εργολάβου α) στους στ. 40-41 ορίζεται ότι ο εργολάβος δεν θεωρείται υπεύθυνος για τις φυσικές φθορές των λίθων, και β) στους στ. 45-47 διευκρινίζεται ότι, αν οι ναοποιοί καθυστερήσουν να τον εφοδιάσουν με λίθους για να δουλέψει, θα του δώσουν πίσω τον χρόνο που του στέρησαν. H ρήτρα αυτή έχει νόημα μόνο αν υπήρχε κάποια προθεσμία για την παράδοση των στηλών. Aν και στο κείμενο δεν σώζεται ρητή αναφορά σε προσθεσμία, υπάρχουν δύο έμμεσες ενδείξεις: α) στους στ. 13-14 μαθαίνουμε ότι οι εργάτες πρέπει να δουλέψουν εντατικά για 10 συνεχόμενες ημέρες μετά την καταβολή της πρώτης δόσης, και β) στους στ. 30-32 ορίζεται ότι ο εργώνης πρέπει να αποκαταστήσει τις ζημιές σε χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το συμβόλαιο προέρχεται από τον κύκλο του ιερού και ως εκ τούτου ενδιαφέρεται κατά το μεγαλύτερο μέρος του να διασφαλίσει τα συμφέροντά του και κατά προέκταση τη σωστή εκτέλεση των έργων. Tούτο είναι σαφές και στη λύση που προβλέπεται για την περίπτωση που διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι σχετικά με κάποια από τις ρυθμίσεις των έργων: την απόφαση θα πάρουν –σε ρόλο διαιτητών– οι ναοποιοί (στ. 41-44).

Eγγυητές

Στη διασφάλιση των συμφερόντων του ιερού συμβάλλουν και οι εγγυητές (στ. 4, 25-28, 39-40, 47), πρόσωπα που παρεμβάλλονται σε πλήθος αρχαιοελληνικών νομικών πράξεων και συμφωνιών εγγυώμενοι κατά περίπτωση τη νομιμότητα της πράξης ή/και την τήρηση των υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων (περί εγγυητών σε οικοδομικά συμβόλαια βλ. Partsch 1909: 330-336∙ Burford 1969: 96, 104-105, 135-138). Στη σύμβαση της Λεβάδειας προβλέπεται ότι ο εργολάβος μπορεί να εισπράξει την πρώτη δόση των χρημάτων και επομένως να ξεκινήσει το έργο, μόνον αφού ορίσει εγγυητές σύμφωνα με τον σχετικό νόμο του Kοινού των Bοιωτών (στ. 47-51∙ για τον νόμο βλ. Roesch, Et. béotiennes 392-396). Διευκρινίζεται, ακόμη, ότι σε περίπτωση αλλαγής εργολάβου η πλήρης ευθύνη του νέου εργολάβου για το έργο αρχίζει, μόλις αυτός ορίσει τους δικούς του αξιόπιστους εγγυητές∙ ως εκείνη τη στιγμή υπεύθυνοι για την εργολαβία παραμένουν ο αρχικός εργολάβος και οι δικοί του εγγυητές (στ. 24-27). Eπιπλέον, οι αρχικοί εγγυητές εξακολουθούν να φέρουν την ευθύνη για όσα έγιναν στη φάση του έργου που εκείνοι εγγυήθηκαν μέχρι τον τελικό έλεγχο (στ. 27-29). O ρόλος των εγγυητών προβάλλει, τέλος, ανάγλυφα στους στ. 39-40: το πρόστιμο που θα επιβληθεί ενδεχομένως στον εργολάβο για φθορά υλικού θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές (έτσι και παραπ. στ. 3-4).

(στ. 5) Αναθέτουμε την εκτέλεση όλου του έργου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) έναντι χάλκινων νομισμάτων. Για τις μεν στήλες και τους θριγκούς (η ανάθεση του έργου) να γίνει στην τιμή που θα πιάσουν κατά μέσο όρο, τις δε βάσεις θα τις κατασκευάσει (ο εργολάβος) επιπροσθέτως. Kαι για όσους πωρόλιθους τυχόν παράσχει, θα λάβει για καθένα (στ. 10) πέντε δραχμές, ενώ για τη χάραξη και την εγκαυστική ζωγραφική των γραμμάτων έναν στατήρα και τρεις οβολούς ανά χίλια γράμματα. Kαι θα εργάζεται συνεχώς για δέκα ημέρες από τη στιγμή που θα πληρωθεί τη δόση δουλεύοντας με τεχνίτες ικανούς στην τέχνη τους, (στ. 15) όχι λιγότερους από πέντε. Kι αν δεν τηρήσει όσα έχουν συμφωνηθεί γραπτά ή αποδειχτεί ότι κάνει κακοτεχνίες, θα του επιβληθεί από τους ναοποιούς το ανάλογο πρόστιμο επειδή δεν τηρεί τις γραπτές διατάξεις της σύμβασης. (στ. 20) Kι αν κάποιος άλλος από τους συνεργαζόμενους αποδειχθεί ότι κάνει κακοτεχνίες, να απομακρυνθεί από το έργο και να μην συνεργασθεί πια. Aν δεν υπακούσει, θα επιβληθεί και σε εκείνον πρόστιμο μαζί με τον εργολάβο. Aν κάπου στη διάρκεια του έργου συμφέρει να παραλειφθεί ή να συντομευθεί κάτι από τα καταγεγραμμένα, θα πράξει (ο εργολάβος) όπως προστάξουμε. (στ. 25) Nα μην απαλλαγούν από την εργολαβία οι αρχικοί εγγυητές και ο εργολάβος, μέχρι αυτός που θα αναλάβει εκ νέου αυτά που θα ανατεθούν πάλι να ορίσει αξιόπιστους εγγυητές. Για όσα έχουν ήδη γίνει, να παραμείνουν οι αρχικοί εγγυητές ως τον τελικό έλεγχο. (στ. 30) O εργολάβος να μην φθείρει κανένα από τα υπάρχοντα στο ιερό έργα· αν, ωστόσο, φθείρει κάτι, να το διορθώσει με δικά του έξοδα όπως πρέπει μέσα στον χρόνο που θα ορίσουν οι ναοποιοί. Kι αν κατά την εργασία καταστρέψει κάποιον ακέραιο λίθο ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτησή τους, θα τον αντικαταστήσει με άλλον άφθαρτο με δικά του έξοδα, (στ. 35) χωρίς να εμποδίσει σε τίποτα το έργο. Tον δε κατεστραμμένο λίθο θα τον βγάλει έξω από το ιερό μέσα σε πέντε ημέρες, αλλιώς ο λίθος να ανήκει στο ιερό. Kαι αν δεν αποκαταστήσει ή δεν διορθώσει ό,τι καταστραφεί, θα αναθέσουν εκ νέου (με μειοδοτικό διαγωνισμό) και τούτο το έργο οι ναοποιοί στην τιμή που θα πιάσει. Kαι θα πληρώσουν ο εργολάβος και οι εγγυητές την τιμή αυτή και (ως πρόστιμο) μισό επιπλέον. (στ. 40) Aν κάποιος από τους λίθους χαλάσει από μόνος του, να μην τιμωρηθεί για αυτό ο εργολάβος που έχει αναλάβει την τοποθέτηση (των λίθων). Aν διαφωνήσουν μεταξύ τους οι εργολάβοι για κάποια από τις γραπτές διατάξεις, θα αποφασίσουν ενόρκως οι ναοποιοί, όντες περισσότεροι από τους μισούς, ενώπιον των έργων. Kαι οι αποφάσεις τους να έχουν ισχύ. (στ. 45) Aν καθυστερήσουν κάπως οι ναοποιοί να παρέχουν στον εργολάβο τους λίθους, θα του επιστρέψουν όσο χρόνο τυχόν τον καθυστερήσουν. Kαι, αφού ορίσει ο εργολάβος εγγυητές σύμφωνα με τον νόμο, θα πάρει την πρώτη δόση για όσο έργο τυχόν αναλάβει από όλες τις στήλες και τους θριγκούς που θα τοποθετηθούν επί αυτών, (στ. 50) εκτός από το 10% της συνολικής τιμής. Όταν δε αποδείξει ότι όλες (οι στήλες) έχουν δουλευτεί και στηθεί πλήρως και έχουν ολοκληρωθεί σύμφωνα με τις οδηγίες και έχει χυθεί το μολύβι κατά τρόπο αρεστό στους ναοποιούς και τον αρχιτέκτονα, θα λάβει τη δεύτερη δόση για όλα τα γράμματα της επιγραφής (στ. 55) σύμφωνα με την τιμή που αναλογεί στον αριθμό των γραμμάτων που υπολογίσθηκε βάσει των αντιγράφων, εκτός πάλι από το 10% της τιμής. Aφού εκτελέσει όλο το έργο, όταν περάσει τον τελικό έλεγχο, να λάβει και το υπολειπόμενο ένα δέκατο και την τιμή όσων πωρόλιθων τοποθετήσει· και όσα τυχόν γράμματα γράψει επιπλέον (στ. 60) μετά τη λήψη της δόσης, να τα πληρωθεί και τούτα όταν θα λάβει και το ένα δέκατο, εκτός αν συμψηφισθούν με πρόστιμα. Και αν χρειασθεί να γίνει κάποια πρόσθετη εργασία συμφέρουσα προς το έργο, θα την κάνει με τον ίδιο υπολογισμό και θα πληρωθεί επιπροσθέτως ό,τι του οφείλεται, αφού αποδείξει ότι είναι όπως πρέπει.

1  αγαθήι   [τ]ύχηι.
[ε]πὶ Σαραπίωνος άρχοντος επὶ τής Οινείδος τετάρτης πρυτανείας ἧι Σο-
φοκλής Δημητρίου Ιφιστιάδης εγραμμάτευεν, Πυανοψιώνος ογδόηι επὶ
δέκα, δεκάτηι τής πρυτανείας· εκκλησία κυρία εν τώι θεάτρωι· τών προ-
5 έδρων επεψήφιζεν Πτολεμαίος Θεοδότου Φλυεὺς καὶ συνπρόεδροι v
έδοξεν τήι βουλήι καὶ τώι δήμωι v Εξάκων Εξάκωντος Παλληνεὺς εί%⁸⁰-
πεν v επειδὴ οι εφηβεύσαντες επὶ Μενοίτου άρχοντος θύσαντες ταίς εγ-
γραφαίς εν τώι πρυτανείωι επὶ τής κοινής εστίας μετά τε τού κοσμητού καὶ
τού ιερέως τού δήμου καὶ τών Χαρίτων καὶ τών εξηγητών κατὰ τὴν τού δή-
10 μου προαίρεσιν δαπανήσαντος είς τε τὴν θυσίαν καὶ τὰ νομιζόμενα εκ τών
ιδίων τού κοσμητού διετέλεσαν πειθαρχούντες αυτώι τε καὶ τοίς παιδευ%⁸⁰-
ταίς v έθυσαν δέ καὶ τὰς θυσίας απάσας τοίς θεοίς καὶ τοίς ευεργέταις τού δή-
μου v εποιήσαντο δέ καὶ τὴν απάντησιν τοίς ιεροίς καὶ προέπεμψαν τὸν Ἴακ-
χον ήραντο δέ καὶ τοὺς βούς δι’ εαυτών τοίς Μυστηρίοις καὶ παρέστησαν τήι Δή-
15 μητρι καὶ τήι Κόρηι θύμα ὡς κάλλιστον, καὶ καλλιερήσαντες διενείμαντο τὰ
κρέα v ομοίως δέ καὶ τὰς άλλας θυσίας συνετέλεσαν εν τοίς γυμνασίοις καὶ
τοὺς δρόμους ὡς ευσχημονέστατα καὶ τὰς λαμπάδας καὶ τὰς πομπὰς επόμ-
πευσαν απάσας v απήντησαν δέ καὶ τοίς ευεργέταις τού δήμου Ῥωμαίοις
εισήγαγον δέ τήν τε Παλλάδα καὶ τὸν Διόνυσον έν τε Πειραιεί καὶ εν άστει καὶ ε-
20 βουθέτησαν εν εκατέραι τών πόλεων εμ πασιν τὴν αυτών φιλοτιμίαν αποδει-
κνύμενοι v έθυσαν δε’ καὶ τοίς μεγάλοις θεοίς καὶ τήι Αρτέμιδι τήι Μουνυχ[ίαι]
καὶ τώι Διὶ τώι Σωτήρι καὶ τεί Αθηναι καὶ περιέπλευσαν v εποιήσαντο δέ καὶ τ[ὸν]
εις Σαλαμίνα πλούν επὶ τὸν αγώνα τών Αιαντείων καὶ έθυσα̣ν̣ [επὶ τ]ού τρο[παίου]
καὶ παραγενόμενοι εις Σαλαμίνα καὶ καλλιερήσαντες ανε[στράφησαν ευτά]κ̣[τως καὶ]
25 ευσχημόνως καὶ διὰ ταύτα εστεφανώθησαν υπὸ [τού δήμου τού Σαλα]μ̣ινίων̣ [χρυ]-
σώι στεφάνωι ὡσαύτως δέ καὶ ο κοσμητὴς [αυτών Δ]ημήτ[ριος Ουλιάδ]ου Αλωπεκή-
θεν ανήνεγκαν δέ καὶ τὰ αριστεία τοίς [Παν]αθην[αίοι]ς καὶ Ελ[ευσινίοις] καὶ παρήγαγον
θύμα ὡς κάλλιστον v απεδ[είξαντο δέ] καὶ εν τοίς Θησείοι[ς καὶ Επι]ταφ[ί]οις καὶ τεί βου-
λεί κατά τε τοὺς νόμους [καὶ] τὰ ψηφίσματα τού δήμου καὶ εν [εκάστ]ωι μ[η]νὶ εποιούντο
30 τὰς πρὸς αυτοὺς αμίλ[λ]ας τιθέντων αυτοίς αθλα τών γυμ[να]σιάρχων vv ανέθη-
καν δέ καὶ φιάλ[ην τεί τε] Δήμητρι καὶ τεί Κόρει καὶ τεί μητρὶ τ[ών] θεών κα[ὶ βυ]βλία εκα-
τὸν εις τὴν βυ[βλιοθήκη]ν πρώτοι κατὰ τὸ ψήφισμα ό Θεοδωρίδη[ς] Πειραι[εὺς] είπεν κα[ὶ]
οπλοθήκη[ν σ]πο[υδή]ς καὶ φιλοτιμίας ουθέν ενλείποντες v [δι]ετήρ[ησ]αν δέ καὶ
τὴν πρ[ὸς α]λλήλο[υς] ομόνοιαν καὶ φιλίαν εν όλωι τώι ενιαυτώι vv όπως ούν ή τε βου-
35 λὴ κα[ὶ ο] δήμος φ[αίν]ωνται τιμώντες τοὺς πειθαρχούντα[ς] τοίς τε νόμοις καὶ
τοί[ς ψ]ηφίσμασιν, [αγ]αθήι τύχηι δεδόχθαι τήι βουλήι, τοὺς λαχόντας προέδρους εις
τ[ὴν ε]πιούσαν εκ[κλη]σίαν χρηματίσα[ι] περὶ τούτων, γνώμην δέ ξυμβάλ[λ]εσθαι τής
κτλ. {²IG II(2).1009 l. 14 to end}²
II.67 Δωσίθεος Χαρ[․3-4․] Α̣ιθαλίδης {²⁷IG Δωσίθεος Χαρ[ίου Χ]ολλίδης}²⁷
71 [Ν]ικόσ[τ]ρατ[ο]ς Δ[ιο]κλέους Φρεάρρ[ιος]

Η δημοσιευθείσα στο περιοδικό Hesperia (Τ. 16 170, 67) επιγραφή περιλαμβάνει τιμητικό ψήφισμα της πόλης για τη δράση του σώματος των εφήβων του έτους 117-6 π.Χ. επί άρχοντα Μένοιτου. Ακολουθεί κατά γράμμα το μοτίβο των εφηβικών ψηφισμάτων της τελευταίας περιόδου του 2ου αι. π.Χ.

Πολύ σημαντικό στοιχείο για την κατανόηση του κειμένου αποτελεί η σύνδεσή του με έτερο εφηβικό ψήφισμα, IG II2 1009. Η αναγνώριση πως οι δύο επιγραφές αποτελούν ουσιαστικά ένα κείμενο έγινε από τον Meritt ήδη από τη δημοσίευσή της.

Ο θεσμός της εφηβείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο αποτελούσε μια διαδικασία περάσματος από την παιδική ηλικία στον κόσμο των ενήλικων ανδρών, των πολιτών (ενδ. βλ. Chankowski 2010: 47-62). Οι πληροφορίες από την Αθήνα καθιστούν δυνατή τη συστηματική μελέτη του (ενδ. βλ. Brenot 1920: Reinmuth 1929: Vidal-Naquet 1968 και Chankowski 2010: 114-117). Η εφηβεία την περίοδο της επιγραφής είχε διάρκεια ενός έτους με έντονο θρησκευτικό και εθνικό χαρακτήρα αντίθετα από τη στρατιωτική προετοιμασία των κλασικών χρόνων (Pélékidis 1962: 183 και 212 και Mikalson 1998: 292-293). Τα εφηβικά ψηφίσματα της Αθήνας απαρτίζουν ένα σημαντικό σύνολο επιγραφών, κομμάτι αυτού είναι οι Hesperia 16 (1947) 170, 67 και IG II2 1009, διότι αποτελούν ένα κείμενο το οποίο έσπασε και βρέθηκε σε διαφορετικούς χρόνους στο ίδιο όμως σημείο.

Στις γραμμές που ακολουθούν αναλύεται αποκλειστικά η επιγραφή των 37 στίχων που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Hesperia. Βάση του περιεχομένου μπορεί να χωριστεί σε 3 ενότητες. Η πρώτη, στ. 1-6, περιλαμβάνει τα ακριβή στοιχεία χρονολόγησης, η δεύτερη, στ. 6-31, τις θρησκευτικές δράσεις των εφήβων ενώ η τελευταία, στ. 31-37, τις μη θρησκευτικού χαρακτήρα δραστηριότητες.

Στην αρχή του ψηφίσματος αναγράφονται τα ονόματα του επώνυμου άρχοντα, του γραμματέα και του επιστάτη των προέδρων. Επίσης, πληροφορούμαστε την ακριβή ημερομηνία και το όνομα της πρυτανεύουσας φυλής. Ανώτατος αξιωματούχος για το έτος 116/5 π.Χ. ήταν ο, κατά τα λοιπά άγνωστος, Σαραπίωνας. Το κοινό του όνομα καθιστά την ταυτοποίησή του αδύνατη (απλή αναφορά στις IG II2 1009, 1228, I.Délos 1513 και ίσως 2529). Γραμματέας της συνέλευσης διετέλεσε ο Σοφοκλής Δημητρίου από τον δήμο των Ιφιστιάδων, πρόσωπο ενεργό στον δημόσιο βίο (IG II2 1940 στ. 36). Επιστάτης των προέδρων ήταν ο επίσης άγνωστος Πτολεμαίος Θεοδότου από την Φλύα (ενδεχομένως ο Πολύ[…]ης Πτολεμαίου Φλυεύς, έφηβος την ίδια χρονιά να ήταν γιος του, IG II2 1009, Col. II στ. 81). Τόπος τέλεσης της συνέλευσης, το θέατρο του Διονύσου κάτω από την Ακρόπολη.

Τιμώμενοι ήταν οι έφηβοι επί άρχοντα Μενοίτου, 117/6 π.Χ. Το συγκεκριμένο πρόσωπο αναγράφεται σε επιγραφές αποκλειστικά βάση του συγκεκριμένου αξιώματος (ενδ. βλ. IG II2 1010, I.Délos 2055-2056 και I.Rhamnous 148). Εισηγητής ήταν ο Εξάκων Εξάκωντος από την Παλλήνη το όνομά του οποίου εντοπίζεται μόνο εδώ και στην IG II2 1009. Ίσως ο πατέρας του διετέλεσε βουλευτής το 140/39 π.Χ., Hesperia 17 (1948) 19,9 στ. 73.). Ο ομιλητής ξεκαθαρίζει πως τα τιμώμενα πρόσωπα είναι οι «εφηβεύσαντες» με τη συγκεκριμένη μετοχή να αποτελεί το υποκείμενο όλων των ρημάτων και των μετοχών ονομαστικής πτώσης που ακολουθούν.

Η πρώτη πράξη του εφηβικού σώματος, στ. 7-11, ήταν οι εγγραφαίς ή εισιτήρια. Οι νέοι άνδρες επισκέφθηκαν το πρυτανείο όπου συνοδεία του κοσμητή/επιστάτη τους και του ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων πραγματοποίησαν θυσία, με έξοδα του κοσμητή, στην κοινή εστία της πόλης. Το τελετουργικό όπως περιγράφεται έχει χαρακτηριστικά προγενέστερης περιόδου, τα οποία δεν μπορεί να είναι παλαιότερα του 229 π.Χ. χρονιά απομάκρυνσης των μακεδονικών φρουρών και θέσπισης της συγκεκριμένης λατρείας (IG II2 844 στ. 33-48 και Pélékidis 1962: 218). Η αναφορά στις Χάριτες ίσως σχετίζεται με την επίκληση δύο εξ αυτών, της Αυξώς και της Ηγεμόνης, στον εφηβικό όρκο (Λυκούργ. 1.77).

Οι στίχοι 13-16 περιγράφουν τη συμμετοχή τους στην πομπή προς την Ελευσίνα, όπως προκύπτει από την αναφορά του Ίακχου, και τα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι έφηβοι θυσίασαν στη Δήμητρα και στην Περσεφόνη τα βόδια που μετέφεραν για τον σκοπό αυτό και διαμοίρασαν τα σφάγια (Η λέξη «τὰ κρέα» στ. 15-16 εντοπίζεται πάντα στον πληθυντικό αριθμό και μόνο σε πεζά κείμενα, Threatte 1996: 136).

Οι στίχοι 16-18 αποτελούν γενικόλογη περιγραφή της συμμετοχής των εφήβων σε θρησκευτικές γιορτές. Οι επόμενοι τέσσερις 18-22, παρουσιάζουν συγκεκριμένες ενέργειές τους με κέντρο τον Πειραιά. Στον στίχο 19, όπως και σε άλλες εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008 και 1011), αναγράφονται οι μεταφορές δύο αγαλμάτων∙ του Παλλαδίου και του Διονύσου. Δεν παρέχονται πληροφορίες για τον ακριβή χρόνο τέλεσης των δύο πομπών. Η μεταφορά του ειδωλίου της Αθηνάς Παλλάδας βασίζεται σε μυθική μάχη Αθηναίων και Αργείων στο Φάληρο κατά την επιστροφή τους από την Τροία (Παυσ. 1.28.9 και Φιλόχ. FGrHist 328 F 64 b). Οι νομοφύλακες οργάνωναν τη μεταφορά του Παλλαδίου στην ακτή του Φαλήρου με συνοδεία των γεννητών και την επιστροφή του στο άστυ υπό το φως πυρσών (Burkert 1970: 356-368 και Robertson 1992: 141). Ιδιαίτερα σημαντική ήταν η λατρεία του Διονύσου στον Πειραιά με την ύπαρξη ιερού του θεού (IG II2 380, 410, 1011, 1028 και 1325, ενδ. βλ. Mikalson 1998: 38, 42-43, 51-52 και 204-206 και Kloppenborg – Ascough 2011). Οι έφηβοι συνοδεύουν το άγαλμα στον Πειραιά και στην Αθήνα με πιθανούς σταθμούς τα θέατρα των δύο πόλεων, χώροι στενά συνδεδεμένοι με τη διονυσιακή λατρεία (Pélékidis 1962: 239 και 244-245 και Robertson 1992: 143).

Στον στίχο 21 εντοπίζεται η λατρεία των Μεγάλων Θεών. Παρά τη λάμψη του ιερού πρωτίστως στη Σαμοθράκη και δευτερευόντως στην αθηναϊκή κληρουχία της Λήμνου ως κρατική γιορτή στην Αθήνα οι Μεγάλοι Θεοί εντοπίζονται επιγραφικά μόλις 3 φορές σε διάστημα 8 ετών (IG II2 1006 το 123/2 π.Χ., IG II2 1008 το 118/7 π.Χ. και στην παρούσα επιγραφή). Πιθανότατα η λατρεία τους εισήχθη μετά το 166 π.Χ. από τη Δήλο όπου κατείχαν σημαντική θέση με δικό τους ναό ονόματι Σαμοθράκιον (I.Délos 1417). Η ελλιπής παρουσία τους και το μικρό χρονικό διάστημα μαρτυρούν έλλειψη ενδιαφέροντος και αποδοχής οδηγώντας σύντομα στην κατάργηση της γιορτής.

Στον ίδιο στίχο μνημονεύεται και η πραγματοποίηση θυσίας προς τιμήν της Άρτεμης Μουνιχίας. Η λατρεία της συνδεόταν και με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας εξού και οι λεμβοδρομίες (Πλούτ. Ηθ. 349 F και ενδ. βλ. IG II2 1006 και 1011). Η παρουσία των Μακεδόνων στον Πειραιά οδήγησε στην αφάνεια τη συγκεκριμένη λατρεία. Επιγραφικά επανεμφανίζεται μόλις το 122/1 π.Χ. Οι εορτές με συμμετοχή εφήβων στον Πειραιά ολοκληρώνονται με θυσίες στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά Σωτείρα. Η λατρεία του Διός Σωτήρος είναι προγενέστερη (η παλαιότερη στον Αριστοφάνη Πλούτ. 1173-1190) ενώ η εμφάνιση της Αθηνάς Σωτείρας τοποθετείται στις αρχές του 3ου αι. (το 273 π.Χ., IG II2 676).

Οι στίχοι 22-27 είναι αφιερωμένοι στα Αιάντεια της Σαλαμίνας. Η λατρεία του Αίαντα εντός του αθηναϊκού κράτους δεν ήταν καινούργια. Η απόδοση των τιμών σχετιζόταν και με τη συμβολή που θεωρούσαν πως είχε στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (Ηρόδ. 8.64.2 και 121.1). Η πρωιμότερη αναφορά των Αιαντείων με συμμετοχή εφήβων χρονολογείται το 214/3 π.Χ. (Hesperia 48 (1979), 174-8) και η τελευταία το 94/3 π.Χ. (IG II2 1029). Η αναφορά στο ίδιο απόσπασμα της γιορτής Δημοκρατία είναι πολύ πιθανόν να σχετίζεται με την απομάκρυνση των μακεδονικών φρουρών το 229 π.Χ. Πληροφορίες για τον τρόπο τέλεσής τους αντλούνται από αρκετές ελληνιστικές εφηβικές επιγραφές (IG II2 1006, 1008, 1011, 1028-30, 1227, IG II3, 1 1313, Hesperia 24 (1955), 220-239 και 48 (1979), 174-8). Άγνωστος παραμένει ο χρόνος διεξαγωγής τους. Συνδυάζοντας τα δεδομένα οι έφηβοι έφταναν στο νησί αφού πραγματοποιούσαν θυσία στο τρόπαιο της ναυμαχίας και στον Δία Τροπαίο. Τελούνταν πομπή, λαμπαδηδρομία, λεμβοδρομία και θυσία υπέρ του Αίαντα. Σε ορισμένες από τις επιγραφές προσφέρονταν θυσίες στον Ασκληπιό ενώ σε μία αναγράφεται και ο Ερμής. Η ολοκλήρωση της γιορτής σήμαινε την επιστροφή στην Αθήνα (Pélékidis 1962: 247-249, Culley 1977: 294-295 και Mikalson 1998: 182-184 και 253). Η απόδοση χρυσού στεφάνου στο εφηβικό σώμα και στον κοσμητή του Δημήτριο Ουλιάδη από τον δήμο της Αλωπεκής (ίσως αξιωματούχο επί της κοπής νομισμάτων, Svoronos 1923: πίν. 46,3 και 46,4 και Traill, PAA 146) από τον δήμο των Σαλαμινίων υπαγορεύει την ενεργό συμμετοχή των πολιτών του νησιού στη γιορτή (Παυσ. 1.35.3).

Το κομμάτι της επιγραφής που καλύπτεται από τους στίχους 27-30 είναι ιδιαίτερα συνοπτικό. Αρχικά, αναφέρονται τα Παναθήναια και για δεύτερη φορά τα Ελευσίνια Μυστήρια. Παρέδωσαν τα βραβεία στις γιορτές αυτές και τέλεσαν θυσίες. Αναπάντητη απορία δημιουργεί η συστηματική απουσία τους από τη σημαντικότερη γιορτή της Αθήνας. Στο παρόν ψήφισμα η μοναδική αναφορά για συμμετοχή εφήβων στα Παναθήναια. Επίσης, έλαβαν μέρος στα Θήσεια και στα Επιτάφεια, γιορτές που στις εφηβικές επιγραφές της περιόδου αναγράφονται πάντα μαζί. Οι στίχοι 28-30 δείχνουν πως περιελάμβαναν κάποιας μορφής στρατιωτική επιθεώρηση ενώ κατά τη διάρκειά τους πραγματοποιούνταν και λαμπαδηδρομίες (IG II2 1030 στ. 9, Deubner 1932: 224-226 και 230-231 και Pélékidis 1962: 215-216 και 228-236).

Τα τελευταία θρησκευτικά καθήκοντα, στ. 30-31, συνδέονται με τις λατρείες της Δήμητρας, της Περσεφόνης και της Ρέας όπου οι έφηβοι αφιέρωσαν φιάλες στις τρεις αυτές θεές. Προς τιμήν της Ρέας, μητέρας των θεών, τελούνταν τα Γαλάξια. Το πλήρες όνομα της γιορτής ήταν «Γαλάξια H Μήτηρ τών θεών» (IG II2 1011, σε φιλολογικά κείμενα εντοπίζεται στους Θεόφρ. Χαρ. 21.11 και τον Ησύχ. λ. Γαλάξια). Το περιεχόμενο της γιορτής και ο ακριβής τόπος τέλεσής της παραμένουν άγνωστα.

Το τελευταίο κομμάτι του ψηφίσματος, στ. 31-37, καλύπτεται από ενέργειες μη θρησκευτικού χαρακτήρα. Στην πρώτη εξ αυτών υλοποιώντας ψήφισμα, το οποίο σχεδόν σίγουρα υιοθετήθηκε κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους, από τον άγνωστο σε εμάς, Θεοδωρίδη από τον Πειραιά παρέδωσαν 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη των εφήβων στο γυμνάσιο. Επίσης, τονίζεται η μέριμνα που επέδειξαν για τη συντήρηση της οπλοθήκης αλλά και η διατήρηση της πειθαρχίας και της τάξης εντός του σώματος. Η τελευταία πρόταση της παρούσας επιγραφής περιγράφει τη διαδικασία βάση της οποίας η βουλή αποφασίζει την τίμηση των εφήβων και του κοσμητή τους. Η θετική απόφαση εντοπίζεται ολόκληρη στη στήλη IG II2 1009.

Ολοκληρώνοντας την ανάλυση του εφηβικού αυτού ψηφίσματος είναι απαραίτητο να γίνει αντιληπτό ότι αποτελεί κομμάτι ενός μεγάλου συνόλου. Οι πολλές και σημαντικές επιγραφές της περιόδου, περί τα τέλη του 2ου και των αρχών του 1ου αι. π.Χ., πρέπει να εξετάζονται ως ένα σύνολο που περιέχει σημαντικότατες πληροφορίες για τον θεσμό της εφηβείας, την κοινωνική και θρησκευτική ζωή της πόλης.

Καλή τύχη. Επί επώνυμου άρχοντα Σαραπίωνα κατά τη διάρκεια της τέταρτης πρυτανείας της Οινηίδας της οποίας ήταν γραμματέας ο Σοφοκλής του Δημητρίου από τον δήμο Ιφιστίου, στις 18 του Πυανοψιώνος, στη δέκατη πρυτανεία∙ την προκαθορισμένη συνέλευση στο θέατρο∙ από τους προέδρους ο Πτολεμαίος Θεοδότου από τον δήμο της Φλύας έθεσε σε ψηφοφορία και οι συμπρόεδροι. Αποφάσισε η βουλή και ο δήμος. Ο Εξάκων Εξάκωντος από τον δήμο Παλλήνης είπε: αφού οι έφηβοι επί επώνυμου Μένοιτου θυσίασαν σύμφωνα με τις γραφές στην κοινή εστία στο πρυτανείο μαζί και με τον επιστάτη και με τον ιερέα του Δήμου και των Χαρίτων και των εισηγητών σύμφωνα με την απόφαση του δήμου αφού δαπάνησε και για τη θυσία και για τα έθιμα από την προσωπική περιουσία ο επιστάτης, εξακολουθούσαν να πειθαρχούν και σε αυτόν και στους δασκάλους. Πραγματοποίησαν δε και τις θυσίες όλες στους θεούς και στους ευεργέτες του δήμου. Υλοποίησαν επίσης και το αντάμωμα των προσφορών και συνόδευσαν τον Ίακχο και μετέφεραν τα δικά τους βόδια στα Ελευσίνια Μυστήρια και παρουσίασαν στη Δήμητρα και στην Κόρη το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, και αφού πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία διαμοίρασαν τα σφάγια. Ομοίως δε και τις άλλες θυσίες με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη κοσμιότητα πραγματοποίησαν στα γυμνάσια και τις πλατείες και τις λαμπαδηδρομίες και τις πομπές όλες συνόδευσαν. Επίσης, παρουσιάστηκαν στους ευεργέτες του δήμου Ρωμαίους ενώ οδήγησαν δε και την Παλλάδα και τον Διόνυσο και στον Πειραιά και στο άστυ και θυσίασαν βόδια σε κάθε μία από τις πόλεις φανερώνοντας σε όλους τη φιλοτιμία τους. Ακόμη θυσίασαν και στους Μεγάλους Θεούς και στην Άρτεμη Μουνυχία και στον Δία Σωτήρα και στην Αθηνά και περιέπλευσαν. Έκαναν δε και το ταξίδι προς τη Σαλαμίνα με σκοπό τη γιορτή των Αιαντείων και θυσίασαν επί του μνημείου και αφού παρευρεθήκαν στη Σαλαμίνα και πραγματοποίησαν μια ευοίωνη θυσία επέστρεψαν με τάξη και σεμνότητα και για αυτά στεφανώθηκαν με χρυσό στεφάνι από τον δήμο των Σαλαμινίων όπως επίσης και ο επιστάτης αυτών Δημήτριος Ουλιάδης από τον δήμο της Αλωπεκής. Απέδωσαν δε και τα βραβεία στα Παναθήναια και Ελευσίνια και παρουσίασαν το σφάγιο με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, επιπλέον  φανέρωσαν και στα Θήσεια και Επιτάφεια και στη βουλή και σύμφωνα με τους νόμους και τα ψηφίσματα του δήμου και κάθε μήνα πραγματοποιούσαν τους συναγωνισμούς τους καταβάλλοντας σ’ αυτούς τα βραβεία των γυμνασιαρχών. Ακόμη αφιέρωσαν και φιάλη και στην Δήμητρα και στην Κόρη και στη μητέρα των θεών και 100 παπύρους στη βιβλιοθήκη πρώτοι σύμφωνα με το ψήφισμα το οποίο ο Θεοδωρίδης από τον δήμο του Πειραιά ανέφερε και χωρίς να παραλείψουν καθόλου το ενδιαφέρον και τη φιλοτιμία για την οπλοθήκη. Διατήρησαν επίσης και τη μεταξύ τους ομόνοια και φιλία καθόλη τη διάρκεια του έτους. Για να φαίνεται λοιπόν ότι και η βουλή και ο δήμος τιμούν αυτούς που πειθαρχούν και στους νόμους και στα ψηφίσματα, αποφάσισε η βουλή με καλή τύχη, τους προέδρους οι οποίοι κληρώθηκαν στην επόμενη συνέλευση να συζητήσουν για αυτούς, επίσης να παράσχουν απόφαση για την……

Δωσίθεος Χαρ…. από τον δήμο Αιθαλιδών

Νικόστρατος Διοκλέους από τον δήμο Φρεαρρίων.