μπροστινή πλευρά (recto)
Σωκράτη καὶ Διδύμω τω καὶ Τυράννω
γραμματεύσι μητροπόλεως
παρὰ Ισχυρατος τού Πρωτα τού Μύσθου
[μ]ητρὸς Τασουχαρίου τής Διδα απ[ὸ α]μ-
5 φόδου Ερμουθιακής καὶ τής τούτου γυ-
ναικὸς Θαισαρίου τής Αμμωνίου [τ]ού
Μύσθου μητρὸς Θαισατος απὸ τού αυτού
αμφόδου Ερμουθιακής. απογραφόμεθα
τὸν γεννηθέντα ημείν εξ αλλήλων υιὸν
10 Ισχυρα[ν] καὶ όντα εις τὸ ενεστὸς ιδ (έτος) Αντωνείνο(υ)
Κα[ί]σαρος τού κυρίου (έτους) α. διὸ επιδίδωμ[ι] τὸ
τής επιγενήσεως υπόμνημα.
[Ισχυρ]ας (ετών) μδ άσημος.
Θαισάριον (ετών) κδ άσημος.
15 έγραψ[ε]ν υπέρ αυτών Αμμώνιος νομογ(ράφος).

Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου

Το παρόν έγγραφο στάλθηκε από τους γονείς ενός αγοριού, του Ισχυρά, στις αρμόδιες αρχές με στόχο να δηλώσει τη γέννησή του.

Το εν λόγω έγγραφο, το οποίο συνιστά την απλούστερη μορφή δήλωσης γέννησης, ξεκινά με τα ονόματα και το αξίωμα των παραληπτών (στ. 1-2), δηλώνει λεπτομερώς την ταυτότητα των αποστολέων (στ. 3-9), δίνει τη χρονολογία, το όνομα και την ηλικία του παιδιού (στ. 10-11). Το κείμενο κλείνει με τις υπογραφές των αποστολέων και το όνομα αυτού που υπέγραψε εκ μέρους τους, καθώς, όπως φαίνεται, ήταν αναλφάβητοι (στ. 11-15· πρβλ. Π8).

 

Η δήλωση γέννησης και οι εμπλεκόμενοι αξιωματούχοι

Στο συγκεκριμένο κείμενο η δήλωση γέννησης υποβλήθηκε κατά το πρώτο έτος του παιδιού. Αυτό μπορεί να μοιάζει φυσικό στους σύγχρονους αναγνώστες, αλλά δεν ήταν σε καμία περίπτωση ο κανόνας. Έχουν σωθεί δηλώσεις γέννησης που απογράφουν παιδιά ως και τα πρώτα χρόνια της δεύτερης δεκαετίας τους (π.χ. P.Oxy. XXXVIII 2855, όπου δηλώνεται ένα αγόρι δεκατριών ετών· πρβλ. P.Ups.Frid. σελ. 64). Η συνήθης εξήγηση γι’ αυτό είναι ότι η δήλωση γέννησης δεν είχε ως κύριο στόχο να ενημερώσει τις αρχές γι’ αυτή καθ’ εαυτήν τη γέννηση του παιδιού, αλλά να προετοιμάσει την εγγραφή του στον σχετικό φορολογικό κατάλογο και κυρίως την πρώτη απογραφή του ως μέλους διακεκριμένης κοινωνικής κατηγορίας –σε περίπτωση που η οικογένεια ανήκε σε τέτοια κατηγορία (βλ. Nelson 1979· Lewis 1997α: 23). Συνεπώς, η δήλωση φαίνεται ότι μπορούσε να λάβει χώρα οποιαδήποτε στιγμή ως το 14ο έτος της ηλικίας του απογραφομένου, οπότε και σημειωνόταν η είσοδος στο γυμνάσιο ((Habermann 2004: 339-341). Ο χρόνος δηλαδή της δήλωσης γέννησης ενός παιδιού αντιστοιχούσε στα φορολογικά ή κοινωνικά συμφέροντα της οικογένειας.

Ωστόσο, η εξήγηση ότι τα έγγραφα αυτά υποβάλλονταν στις αρχές με σκοπό να εξασφαλισθεί η διακεκριμένη κοινωνική θέση του νεαρού αγοριού που δήλωναν και τα συνακόλουθα προνόμια σχετικά με τη φορολογία και την εκπαίδευση, δεν συνάδει με το γεγονός ότι κάποιες δηλώσεις που έχουν βρεθεί αφορούν κορίτσια, τα οποία δεν θα μπορούσαν ούτως ή άλλως να ωφεληθούν από τα προνόμια αυτά (P.Ups.Frid. σελ. 63), καθώς και μερικά αγόρια τα οποία δεν μοιάζουν να ανήκουν σε διακεκριμένη κοινωνική θέση.

Η δήλωση απευθύνεται σε δύο γραμματείς μητροπόλεως. Οι γραμματείς τής μητροπόλεως είναι αντίστοιχη θέση με τους γραμματείς τών κωμών (για κώμας και μητροπόλεις, βλ. Π8).

O νομογράφος, που εδώ γράφει εκ μέρους των αναλφάβητων δηλούντων, ήταν ένα είδος συμβολαιογράφου. Είχε κυρίως δημόσια υπόσταση, ενώ ενίοτε η δράση του αφορούσε και ιδιωτικές υποθέσεις (Μertens 1958: 87-88).

 

Οι δηλούντες

Η δήλωση καταγράφει τη γέννηση του Ισχυρά. Όπως συνηθιζόταν, τη δήλωση συνέταξαν οι γονείς του παιδιού μέσω κάποιου γραφέα. Από τις λεπτομέρειες που δίνουν οι γονείς ως προς την ταυτότητά τους συνάγεται ότι ίσως ήταν πρώτα ξαδέλφια (καταγράφεται κοινό όνομα παππού –Μύσθος– από την πλευρά του πατεράδων τους, οι οποίοι ήταν ενδεχομένως αδέλφια). Αυτό δεν εκπλήσσει σε μια χώρα σαν την Αίγυπτο όπου εκείνη την εποχή ήταν ακόμη εξαιρετικά συνηθισμένοι οι γάμοι μεταξύ ομοθαλών (: πλήρων) αδελφών (για τον γάμο μεταξύ αδελφών στην Αίγυπτο, βλ. ενδεικτικά Hopkins 1980· Scheidel 1995· Scheidel 1997). Οι δηλούντες αυτοπροσδιορίζονται ως άσημοι, δηλαδή χωρίς ουλές ή άλλα εξωτερικά γνωρίσματα (πρβλ. Π8).

Από το γεγονός ότι η δήλωση απευθυνόταν στους γραμματείς μητροπόλεως, προκύπτει ότι ο Ισχυράς και η Θαισάριον πρέπει να κατοικούσαν και να απογράφονταν στην Αρσινοϊτών πόλιν, όπου και πράγματι βρισκόταν το άμφοδον Ερμουθιακής. Η ακριβής σημασία της λέξης άμφοδον έχει αποτελέσει αντικείμενο διαφωνίας. Ο Wilcken, όπως και ο Rink, το μετέφρασαν ως “δρόμο” (O.Wilck. Ι σελ. 441· Rink 1924: 7). Ο Jouguet 1911: 283 αντίθετα το μετέφρασε ως “συνοικία”, και εξέφρασε την άποψη ότι αυτό μπορεί να σημαίνει είτε μια μικρή διοικητική μονάδα, είτε απλώς μια τοποθεσία. Η εξήγηση του Jouguet έχει υπερισχύσει στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία (βλ. ενδεικτικά τη μελέτη του Daris 1981 που αφορά την μητρόπολιν του Αρσινοΐτη).

Προς τον Σωκράτη και τον Δίδυμο, που λέγεται επίσης και Τύραννος, γραμματείς της μητρόπολης· από τον Ισχυρά, γιο του Πρωτά, γιου του Μύσθου, και της Τασουχαρίου, κόρης του Διδά, από (στ. 5) το άμφοδο της Ερμουθιακής, και από τη γυναίκα του, τη Θαισάριον, κόρη του Αμμωνίου, γιού του Μύσθου, και της Θαισάτος, από το ίδιο άμφοδο της Ερμουθιακής. Απογράφουμε τον γιο μας, τον Ισχυρά, γεννημένο από εμάς τους δύο, (στ. 10) ο οποίος κατά τη φετινή χρονιά, το 14ο έτος του Αντωνίνου Καίσαρα του Κυρίου, είναι ενός έτους. Ως εκ τούτου υποβάλλω τη δήλωση της γέννησης. Ισχυράς, ετών σαράντα τεσσάρων, ασημάδευτος. Θαισάριον, ετών είκοσι τεσσάρων, ασημάδευτη. (στ. 15) Έγραψε εκ μέρους τους ο Αμμώνιος ο γραφέας του νομού.

 

Ἣν εσορας στήλην μεστὴν ε-
σορας, φίλε, πένθους.
Κάτθανε γὰρ Ζώη ούνομα
κλησκομένη
5 οκτωκαιδεκέτης, λείψα-
σα γονεύσι δάκρυα
καὶ πάπποις τὰ όμοια, ού-
περ γαίης λίπε πένθη.
Ἦν δέ γάμω ζευχθε<ί>σα κύ-
10 ησέ τε <τ>έκνον άωρον,
ού τεχθέντος άφωνος
λίπεν φάος ηελίοιο.
Πηνειὸς δέ πατήρ χεύων
δάκρ<υ> θήκε τόδ᾿ έργον
15 σύν τε φίλη αλόχω, οίς ήν
τέκνον έν τε κουκ άλλο.
Ουδέ γὰρ εξ αυτής έσχον
τέκνον φώ<ς> λιπούσης
αλλ᾿ άτεκνοι λύπη καρ-
20 τέρεον βίοτον.

Θρήνος για τον πρόωρο θάνατο μιας νεαρής γυναίκας, που πέθανε κατά τη γέννα του πρώτου της παιδιού μαζί με το μωρό της. Όντας μοναχοπαίδι άφησε τους γονείς της χωρίς καμία προσδοκία για το μέλλον.

 

Το ποίημα και η ιστορία

Το επιτάφιο επίγραμμα αποτελείται από πέντε ελεγειακά δίστιχα (ανά δύο, οι στίχοι της επιγραφής περιέχουν από ένα στίχο του ποιήματος). Το ποίημα διηγείται τη θλιβερή ιστορία μιας οικογένειας. Ο Πηνειός και η γυναίκα του είχαν ένα μοναχοπαίδι, την κόρη τους Ζωή. Πριν συμπληρώσει τα δεκαοχτώ της χρόνια, την πάντρεψαν. Τρεις γενιές της ίδιας οικογένειας (η Ζωή και ο άντρας της, οι γονείς της και οι παππούδες της) περίμεναν με χαρά τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Αλλά άλλες ήταν οι βουλές της μοίρας. Η Ζωή και το νεογέννητο πέθαναν (ίσως σε πρώιμη γέννα) και μαζί τους χάθηκε η ελπίδα για τη συνέχεια της οικογένειας. Η μοίρα της Ζωής και του νεογέννητου δεν είναι ασυνήθιστη για τα δεδομένα της αρχαιότητας. Πολλές πηγές, κυρίως επιτάφιες επιγραφές, μαρτυρούν την παιδική θνησιμότητα και τον θάνατο κατά τον τοκετό της μητέρας, του παιδιού ή και των δύο (Vérilhac 1982· Demnand 1994· Suder 1995· Martin-Kichler 2000· Bourbou 2001).

 

Τα εργαλεία της ταφικής ποίησης

Πολλές φορές οι συντάκτες επιτάφιων επιγραμμάτων επιχειρούν να δώσουν κάποια παρηγοριά θυμίζοντας ότι κανένας δεν είναι αθάνατος (θάρσει, ουδεὶς αθάνατος: π.χ. SEG XXXVII 1103· XLIII 638, 667, 1020, 1069, 1167· XLV 1450, 1686, 2181· Vérilhac 1982: 227-235) ή αφήνοντας κάποια ελπίδα για τη μεταθανάτια ζωή (Chaniotis 2000· Le Bris 2001· Peres 2003· Wypustek 2013). Η ιδιαιτερότητα αυτού του θεσσαλικού επιγράμματος συνίσταται στο ότι δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρηγοριάς, ακόμα και αν ο θάνατος χαρακτηρίζεται στο στ. 8 ως φυγή από τις επίγειες θλίψεις (γαίης λίπε πένθη: βλ. Vérilhac 1982: 236-240). Η πρώτη κιόλας φράση του ποιήματος προϊδεάζει τον αναγνώστη ότι η στήλη είναι γεμάτη πόνο και ο τελευταίος στίχος δεν αφήνει καμιά ελπίδα: οι γονείς της Ζωής δεν ζουν πλέον τη ζωή τους, απλώς την υπομένουν (καρτέρεον βίοτον). Μετά τον θάνατο της Ζωής, δεν υπάρχει πλέον ζωή –ο ποιητής χρησιμοποιεί συνειδητά τη λέξη βίοτος–, αλλά ούτε και προσδοκία νέας ζωής. Ένα ανάλογο αίσθημα μεταδίδει ένα επίγραμμα από τη Σάμο: “με τον θάνατό μου χήρεψε όλο το σπίτι· γιατί ούτε εγώ μένω πίσω ούτε κι άφησα ένα βλαστάρι φεύγοντας” (IG XII 6, 873: πας γὰρ εμού φθιμένης χήρος δόμος ούτε γὰρ αυτή λείπομαι ούτ᾿ έλιπον βλαστόν αποιχoμένη).

Αν και ο ανώνυμος ποιητής δεν χειρίζεται άριστα το μέτρο, αποφεύγει τις κοινοτοπίες και προσπαθεί να καταδείξει την ατομικότητα της σκληρής μοίρας του Πηνειού και της οικογένειάς του. Ένα από τα μέσα που χρησιμοποιεί είναι η επανάληψη ετυμολογικώς συγγενών, συνώνυμων ή ομόηχων λέξεων που δίνει στο ποίημα τη ρυθμικότητα του μοιρολογιού: ήν εσορας… μεστὴν εσορας (στ. 1-2)· λείψασα… δάκρυα (στ. 5-6), λίπε πένθη (στ. 8), λίπεν φάος (στ. 12) και φώ<ς> λιπούσης (στ. 18: αντί για φωτὶ λιπούσης που αναγράφεται μάλλον από λάθος του γραφέα· πρβλ. στ. 19: λύπητέκνον έν (στ. 16), τέκνον (στ. 18), άτεκνοι (στ. 19)· μεστὴν… πένθους (στ. 1-2) και λίπε πένθη (στ. 8)· φίλε (στ. 2) και φίλη (στ. 15). Ο πόνος εκφράζεται ηχητικά από την παρήχηση του -π: λείψα|σα γονεύσι δάκρυα | καὶ πάπποις τὰ όμοια, ού|περ γαίης λίπε πένθη (στ. 5-8) και Πηνειὸς δέ πατήρ (στ. 13).

Την πρωτοτυπία του ποιητή δείχνει και το γεγονός ότι στην αρχή του ποιήματος, όταν απευθύνει το λόγο στον αναγνώστη της στήλης, δεν τον χαρακτηρίζει, ως συνήθως στην ταφική ποίηση, ως παροδίτη αλλά ως φίλο, καθιστώντας τον έτσι έμμεσα μέτοχο της θλίψης. Έτσι κατορθώνει ακόμα και σήμερα να μας μεταδώσει συγκίνηση.

 

Η χρήση των ονομάτων στην ταφική ποίηση

Παρατηρούμε ότι τα περισσότερα μέλη της οικογένειας (η μητέρα και ο άντρας της Ζωής, οι παππούδες) μένουν ανώνυμα. Η εξήγηση είναι απλή. Ο ποιητής κατονομάζει μόνο τα πρόσωπα των οποίων το όνομα προσφέρεται από την ίδια του την ετυμολογία για να εκφράσει την τραγικότητα του συμβάντος. Η τραγική ειρωνεία ότι η νεαρή νεκρή λέγεται Ζωή προσθέτει έμφαση στην απελπισία των συγγενών: “πέθανε η ζωή” είναι η πρώτη φράση, “δεν ζούμε, αλλά ανεχόμαστε τη ζωή” η τελευταία. Το μέγεθος της θλίψης καταδεικνύεται και από το γεγονός ότι ο πατέρας της νεκρής έχει το όνομα του μεγαλύτερου ποταμού της περιοχής (Πηνειός)· έτσι ο χείμαρρος των δακρύων του έμμεσα παραλληλίζεται με την ορμητική και ανεξάντλητη ροή του ποταμού. Το όνομα Πηνειός μαρτυρείται συχνά ως ανθρωπωνύμιο όχι μόνο στη Θεσσαλία αλλά και στη Σάμο, στη Σπάρτη και στην Τήνο (βλ. τα σχετικά λήμματα στο LGPN I-IV). Το όνομα Ζωή είναι πολύ συνηθισμένο.

Οι ποιητές επιτάφιων επιγραμμάτων συχνά εκμεταλλεύονται την ετυμολογία των ονομάτων των νεκρών ή των συγγενών τους. Σε ένα επίγραμμα από τη Στρατονίκεια (I.Stratonikeia 1202) διαβάζουμε: θρέψας μοι Κάρπος στήλην μνήμης επέθηκεν πάντα ολέσας καρπὸν τών επ᾿ εμο[ὶ] καμάτων (“ο Κάρπος, που με ανάθρεψε, τοποθέτησε στήλη για να με θυμούνται, χάνοντας όλο τον καρπό των κόπων του για την ανατροφή μου”). Σε άλλα επιγράμματα τονίζεται η τραγική ειρωνεία που προκύπτει από το ελπιδοφόρο όνομα του νεκρού και τη μοίρα του. “Αλύπητος ήταν το πλάνο όνομά μου”, εκφράζει το παράπονό του ένας νεκρός στις Ερυθρές που οι συντυχίες δεν του χάρισαν ζωή χωρίς λύπη (I.Erythrai Klazomenai 309 = Steinepigramme Ι 03/07/08). Στην ίδια πόλη ένας άλλος ποιητής υπογραμμίζει το πλάνο (ψευδήγορον) όνομα του δεκαοχτάχρονου νεκρού: “δεκαοχτάχρονο με άρπαξε ο αχόρταγος δαίμων, εμένα, τον Φωτινό, πικρό πένθος για τους γονείς μου. Το όνομά μου λέει ψέματα. Δεν βλέπω το γλυκό το φως, αλλά τον φριχτό για τους ανθρώπους Άδη” (I.Erythrai Klazomenai 306 = Steinepigramme Ι 03/07/16). Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν απόλυτη συνείδηση της σημασίας των ονομάτων που συχνά δίνονταν συνειδητά, π.χ. για να υπογραμμίσουν τη σχέση με κάποια θεότητα (“θεοφόρα ονόματα”), να τονίσουν τη σχέση μελών μιας οικογένειας (Solin 1990), να υποδηλώσουν την επαγγελματική απασχόληση, ιδίως στις τέχνες και τα θεάματα (Chaniotis 1990: 97), ή να εκφράσουν προσδοκίες. Με προσδοκίες δόθηκε και στη Ζωή το όνομά της, αλλά η ζωή τις διέψευσε.

Αυτή τη στήλη που βλέπεις, φίλε, τη βλέπεις γεμάτη πένθος. Γιατί η Ζωή –αυτό το όνομα της είχαν δώσει– πέθανε (στ. 5) δεκαοχτώ χρονών αφήνοντας στους γονείς της μονάχα δάκρυα, το ίδιο και στους παππούδες της, από τη στιγμή που άφησε της γης τα πένθη. Είχε παντρευτεί (στ. 10) και έφερε στα σπλάχνα της ένα παιδί, που πέθανε πριν την ώρα του· μόλις το γέννησε, βουβή εγκατέλειψε του ήλιου το φως. Ο πατέρας της, ο Πηνειός, χύνοντας δάκρυα, της έστησε αυτό το έργο, (στ. 15) μαζί με την αγαπημένη του γυναίκα. Ένα παιδί μόνο είχαν· δεν είχαν άλλο. Αλλά ούτε και από την κόρη τους απόκτησαν παιδί (εγγόνι), αφού άφησε το φως, αλλά χωρίς παιδιά και με θλίψη (στ. 20) υπέμειναν καρτερικά τη ζωή τους.