Ιούλιος Τήρης εξ εκατο[ντάρχου] | |
σπείρης αʹ [Φ]λ(αβίας) <Β>έσ(σων) ζών εα[υτω] | |
ηρόειον κα[τ]εσκεύασεν καὶ Ου- | |
αλερία Αρτέμεινι τη ευσεβεστά- | |
5 | τη γ[υ]ναικὶ καὶ Ιουλίω Ιουλιανω |
ιππ[ε]ί Ῥωμαίων τω υιω καὶ Ιουλ̣ία | |
Αρτέμεινι τη θυγατρί | |
[Iul]ius Teres ex (centurione) coh(ortis) ∙ I ∙ F̣ḷ(aviae) | |
[Bes]sọr(um) ∙ vivo sibi fecit et Vạ[le]- | |
10 | riae Artemini coiugi carissim[ae] |
et Iulio Iuliano equiti Romanọ | |
filio suo et Iuliae Artemini filiae. |
Πρόκειται για δίγλωσση –ελληνική (στ. 1-7) και λατινική (στ. 8-12)– επιτάφια επιγραφή ενός εκατόνταρχου και της οικογένειάς του από την οποία πληροφορούμαστε ότι αυτός, ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή, κατασκεύασε ηρώο για τον ίδιο, τη σύζυγό του, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την κόρη του.
Το φαινόμενο των δίγλωσσων επιγραφών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής εκδοχής στην εν λόγω επιγραφή
Δίγλωσσες επιγραφές απαντούν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήδη από την Αρχαϊκή εποχή (βλ. ενδεικτικά SEG XXIX 63: ελληνικά-καρικά). Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί ίσως η ελληνιστική «Στήλη της Ροζέτας», που συντάχθηκε σε ελληνικά και αιγυπτιακά (δημοτική και ιερογλυφική γραφή). Μία από τις συνέπειες της ρωμαϊκής επέκτασης στην ανατολή ήταν και η διάδοση της λατινικής γλώσσας, η οποία, ωστόσο, υπήρξε ομολογουμένως περιορισμένη στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αντανάκλαση του φαινομένου αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσες (λατινικές/ελληνικές ή ελληνικές/λατινικές) επιγραφές, κυρίως επιτάφιες και αναθηματικές, που χαράσσονταν με πρωτοβουλία Ρωμαίων πολιτών εγκατεστημένων στην ανατολή αλλά και ντόπιων, καθώς και επίσημα έγγραφα για τη σύνταξη των οποίων μεριμνούσαν οι αρχές μιας πόλης και η ρωμαϊκή διοίκηση (για τις δίγλωσσες επιγραφές στη ρωμαϊκή ανατολή βλ. Touloumakos 1995· βλ. επίσης EpigraphicDatabaseHeidelberg [https://edh.ub.uni-heidelberg.de], όπου έχει δημοσιευθεί πολύ μεγάλος αριθμός δίγλωσσων επιγραφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Στην εδώ σχολιαζόμενη επιγραφή, οι πρώτοι επτά στίχοι ακολουθούνται από ακόμη πέντε, που συνιστούν τη λατινική εκδοχή του επιταφίου κειμένου.
Όσον αφορά το κείμενο που εξετάζουμε, η ελληνική εκδοχή του (στ. 1-7) διαφοροποιείται από τη λατινική (στ. 8-12) σε δύο σημεία. Πρώτον, ο όρος ηρωον παραλείπεται στη λατινική απόδοση. Ο αφηρωισμός των νεκρών μαρτυρείται συχνά σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου και το ταφικό μνημείο αποκαλείται συχνά ηρωον, ιδίως σε επιγραφές της Μακεδονίας συγκριτικά με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (για τον όρο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου 2009: 391). Αντιθέτως, η πρακτική αυτή δεν μαρτυρείται συχνά στις λατινικές επιγραφές, στις οποίες, μάλιστα, παραλείπεται συχνά η αναφορά του ταφικού μνημείου ως αντικείμενου του ρήματος fecit, όπως ακριβώς και στην παρούσα επιγραφή.
Δεύτερον, η σύζυγος του Ιούλιου Τήρη προσδιορίζεται στην ελληνική εκδοχή ως ευσεβεστάτη, στη λατινική εκδοχή ως carissima. Το επίθετο υπερθετικού βαθμού carissima αποτελεί τον τυπικό προσδιορισμό που αποδίδεται σε τεθνεώσες συζύγους και συνήθως συνοδεύεται από άλλες φράσεις ή επίθετα, όπως bene merens, incomparabilis, sanctissima, dignissima, rarissima και pia/pientissima/piissima (Rieß 2012: 492-493). Το επίθετο ευσεβὴς δεν αντιστοιχεί σημασιολογικά στο carissima (πολυαγαπημένη), ούτε χαρακτηρίζει σταθερά τις συζύγους σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές (βλ. όμως I.Smyrna 216 και ιδίως I.Sinope 121), αν και η ευσέβεια αποτελεί βασική αρετή των γυναικών. Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσδιορισμοί αυτοί δεν μεταφράζονται απλώς από τη μία γλώσσα στην άλλη, αλλά ακολουθούν το πολιτισμικό πλαίσιο της κάθε γλώσσας. Όσον αφορά την αποκατάσταση του κειμένου, αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό κείμενο βοηθάει στη συμπλήρωση του λατινικού (π.χ. Ιούλιος – [Iul]ius, <Β>έσ(σων) – [Bes]sọr(um)), αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο (F̣ḷ(aviae) – [Φ]λ(αβίας)).
Η καταγωγή της οικογένειας του Ιούλιου Τήρη
Η καταγωγή του Ιούλιου Τήρη και της οικογένειάς του είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Το όνομα Τήρης είναι χαρακτηριστικό θρακικό με ευρεία διάδοση στη Θράκη και τη Μακεδονία (Dana, OnomThrac 355-358). Η χρονολόγηση της επιγραφής και η παρουσία της κοόρτης ήδη από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. στη Μακεδονία ίσως συνηγορούν υπέρ της μακεδονικής του καταγωγής, αν και αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Όσον αφορά την καταγωγή της συζύγου του, το όνομά της πιθανότατα αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο, καθώς χρησιμοποιείται η δοτική του ονόματος Άρτεμις με επένθετο –ν-, που αποτελεί χαρακτηριστικό της μακεδονικής διαλέκτου (Σβέρκος – Τζαναβάρη 2009: 216-217). Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι απολύτως ασφαλή, βέβαιη είναι, όμως, η κατοχή ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων τόσο από τον Τήρη όσο και από την Άρτεμη, η οποία συνεπάγεται το δικαίωμα σύναψης γάμου βάσει ρωμαϊκού δικαίου (ius conubii), με αποτέλεσμα τα τέκνα τους να θεωρούνται νόμιμα και με πλήρη δικαιώματα στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου.
Η cohors I Flavia Bessorum και η θητεία στα auxilia
Ο Ιούλιος Τήρης υπηρέτησε στα βοηθητικά σώματα (auxilia) του ρωμαϊκού στρατού, τα οποία στελεχώνονταν κυρίως από επαρχιώτες σε αντίθεση με τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Το όνομα κάθε «μονάδας» δήλωνε συνήθως τον αυτοκράτορα επί του οποίου αυτή δημιουργήθηκε και τον τόπο καταγωγής των στρατιωτών. Εν προκειμένω, το επίθετο Φλαβία (Flavia) παραπέμπει σε έναν από τους τρεις αυτοκράτορες της ομώνυμης δυναστείας (69-96 μ.Χ.), πιθανότατα στον Ουεσπασιανό (69-79 μ.Χ.· Matei-Popescu 2013: 222-223), και η γενική Βέσσων (Bessorum) στο θρακικό φύλο Βέσσοι που ήταν εγκατεστημένο στη δυτική Θράκη. Ο ακριβής χρόνος της αρχικής στρατολόγησης της κοόρτης αυτής δεν είναι γνωστός, αλλά οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες της προέρχονται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Αρχικά είχε σταθμεύσει στην επαρχία της Άνω Μοισίας, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στην επαρχία της Μακεδονίας, όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες από τη Λυγκηστίδα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Η παλαιότερη χρονικά μαρτυρία για παρουσία της κοόρτης στην επαρχία της Μακεδονίας είναι ένα ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα του 120 μ.Χ. που αναφέρει ρητά: in coh(orte) I F(lavia) Be[ssorum quae est Mace]/doniae (CIL 16, 67 στ. 6-7· βλ. και ανωτέρω Χρονολόγηση). Η μετακίνηση του στρατιωτικού σώματος δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο εξωτερικό κίνδυνο ή αναταραχή. Ο Sherk 1957: 54 θεωρεί πως έλαβε χώρα μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού (101/2 και 105/6 μ.Χ.) και επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης στρατού στην επαρχία ακόμη και σε μία σχετικά ειρηνική περίοδο, για την προστασία από άλλους κινδύνους, όπως η ληστεία. Ακολουθεί χρονικά το πρόσφατα δημοσιευθέν δίπλωμα από τις Σέρρες, το οποίο χρονολογείται το 178 μ.Χ. και μαρτυρεί την ύπαρξη τόσο έφιππου όσο και πεζοπόρου τμήματος (Eck – Pangerl 2022). Τέλος, μετά το 212 μ.Χ. χρονολογείται η επιτάφια επιγραφή ενός eques singularis από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε αποσπαστεί από την κοόρτη στη φρουρά του επαρχιακού διοικητή (IG X 2.1, 384).
Είναι γνωστό ότι η υπηρεσία στο ρωμαϊκό στρατό συνεπαγόταν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στα auxilia ο στρατιώτης αποκτούσε ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποδίδονταν και στα τέκνα του. Η ρωμαϊκή πολιτεία του Τήρη ανάγεται, βέβαια, σε κάποιο πρόγονό του που πολιτογραφήθηκε, όπως αποδεικνύει το gentilicium του, επί Ιουλίων-Κλαυδίων· η στρατολόγησή του, αν και Ρωμαίου πολίτη, στα auxilia και όχι σε κάποια λεγεώνα φανερώνει ίσως την επιθυμία του να παραμείνει κοντά στον τόπο καταγωγής του, όπου στρατοπέδευε η κοόρτη εκείνο το διάστημα, και όχι σε κάποια μεθοριακή επαρχία της αυτοκρατορίας.
Η οικογένεια του Τήρη επωφελήθηκε πάντως από τα προνόμια που συνδέονταν με τη στρατιωτική υπηρεσία. Στην επόμενη γενιά ανήλθε ταχύτατα κοινωνικά, αφού ο γιος του Τήρη έγινε μέλος της τάξης των ιππέων (ordo equester). Η άνοδος στην τάξη των ιππέων για όσους υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχοι, όπως ακριβώς ο Ιούλιος Τήρης, και έφταναν στον βαθμό του primus pilus ήταν δυνατή αν και δύσκολη. Από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ωστόσο, η κοινωνική άνοδος των εκατόνταρχων διευκολύνθηκε και το status του ιππέα έγινε κατ’ ουσίαν κληρονομικό (Alföldy 2009: 289). Η απουσία αναφοράς στην κοινωνική θέση του Τήρη, ο οποίος ανεγείρει το μνημείο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο γιος του Ιουλιανός εντάχθηκε στην τάξη των ιππέων πιθανώς χάρη στη δική του υπηρεσία, αφού η παράλειψη των πληροφοριών εκείνων που θα συνέδεαν την κοινωνική άνοδο της οικογένειας με τον ίδιο τον Τήρη και συνεπώς θα τον προέβαλαν, δεν είναι αναμενόμενη.
Ο Ιούλιος Τήρης εκατόνταρχος της α΄ κοόρτης Φλαβίας Βέσσων κατασκεύασε όντας ακόμη εν ζωή αυτό το ηρώο για τον ίδιο και την Ουαλερία Άρτεμη, την ευσεβέστατη (στ. 5) σύζυγό του, και τον Ιούλιο Ιουλιανό, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την Ιουλία Άρτεμη, την κόρη του.
— — — — — — — — — — | |
̣ ̣ ̣[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ χει-] | |
ρισθεὶς ε̣πὶ̣ τύξει̣ | |
τού εν̣ Ερμ̣ού̣ πόλ(ει) εκ- | |
πεπτ̣ω̣μ[έ]ν̣ου άρτου | |
5 | πρὸς παροχὴν τού |
μεγίστου Αυτοκράτορο̣ς | |
Ἁδριανού Καίσαρος το̣ύ | |
κυρίου έ̣ως άν ̣ ̣[± ;] | |
τεύσωσι τὸ κατʼ άνδρα | |
10 | τών δεόν̣των ̣ ̣ ̣[± ;] |
οἳ κ(αὶ) πο̣λ( ) τ̣ ̣ ̣( ) [ ̣] ̣ν̣τ̣ι̣ ̣ ̣[± ;] | |
δ̣ο ̣ς̣ ἢ ένοχ̣[ο]ς εί[ην] | |
τώι όρκωι̣. [(Έτους) ̣ ̣, ± ;] | |
κθ̣. Χαι̣[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣ω-] | |
15 | μοσα τ̣[ὸ]ν̣ προκ̣(είμενον) ό̣ρ̣κ̣ο̣ν̣. |
— — — — — — — — — – |
Δομή και περιεχόμενο του κειμένου
Πρόκειται για έναν όρκο που παίρνουν κάτοικοι της Ερμούπολης σχετικά με την επικείμενη άφιξη του αυτοκράτορα Αδριανού στην πόλη. Συγκεκριμένα, αναλαμβάνουν την λειτουργίαν να παράσχουν τον άρτο σε ποσότητα ικανή να ικανοποιήσει τον αυτοκράτορα και την συνοδεία του για την γιορτή που θα ακολουθούσε. Ο Αδριανός επισκέφθηκε την Αίγυπτο το 130 μ.Χ., ωστόσο από καμία γραπτή πηγή δεν μαρτυρείται η διαμονή του στην Ερμούπολη· πιθανότατα πέρασε από εκεί πριν από την ίδρυση της Αντινοόπολης, προς τιμή του Αντινόου. Σε κάθε περίπτωση, φαίνεται πως η πόλη ήθελε να είναι έτοιμη σε ενδεχόμενη έλευσή του (Sijpesteijn 1991: 90).
Ο αυτοκράτορας Αδριανός και τα ταξίδια του
Ο Αδριανός (Publius Aelius Traianus Hadrianus, 117-138 μ.Χ.) κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στις επαρχίες της αυτοκρατορίας, θεωρώντας απαραίτητη την επαφή με τους ντόπιους. Στις πόλεις που επισκέφθηκε οι κάτοικοι τον λάτρεψαν και αναφέρονταν σε αυτόν ως «τον πιο γενναιόδωρο αυτοκράτορα». Και όχι άδικα, μιας και φρόντιζε να χτίσει μεγάλα κτίρια, να ανακατασκευάσει όσα είχαν καταστραφεί, να προβεί σε σημαντικές δωρεές και ευεργεσίες στους γηγενείς. Για παράδειγμα, το καλοκαίρι του 130 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ με την συνοδεία του επισκέφτηκε την Ιουδαία για να λύσει κάποια προβλήματα που αφορούσαν την εξέγερση των Ιουδαίων, την λεγόμενη Διασποράν, που μαρτυρείται στον P.Brem. 1 (115 μ.Χ., Ερμούπολη) και αφορά την πρώτη φάση της εξέγερσης των Ιουδαίων (Henderson 1968: 98-99). Παπυρικά έγγραφα μας πληροφορούν ότι ξεκίνησε τις ευεργεσίες αμέσως μετά την ενθρόνισή του (P.Giss. I 5, στ. 9-12· P.Giss. I 6, στ. 8-10 και P.Giss. I 7, στ. 10-14, από το 117 μ.Χ.).
Στο πρώτο του μεγάλο, τετραετές, ταξίδι ο Αδριανός επισκέφθηκε τις βόρειες, δυτικές και ανατολικές περιφέρειες της αυτοκρατορίας (Speller 2003: 2). Έφτασε μέχρι την Ισπανία, Γαλατία, Βρετανία, όπου έχτισε και τείχος, στο οποίο δόθηκε το όνομά του. Οι επιλογές του δείχνουν ότι απέφευγε το δυτικό μέρος του βασιλείου με το ψυχρό και βαρβαρικό κλίμα (Speller 2003: 81). Στο δεύτερο ταξίδι του βρέθηκε στην Β. Αφρική και στο τρίτο ταξίδεψε στην ανατολική πλευρά της αυτοκρατορίας.
Το ταξίδι του Αδριανού στην Αίγυπτο
Μετά την προσάρτηση της Αιγύπτου στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία (31 π.Χ.), οι Ρωμαίοι ηγεμόνες συνήθιζαν να ταξιδεύουν σε αυτή την επαρχία, όχι μόνο για πολιτικούς λόγους, αλλά και για να την γνωρίσουν από κοντά και να μάθουν τα απόκρυφα μυστικά του πολιτισμού της.
Ο Αδριανός επισκέφτηκε την Αίγυπτο το 130 μ.Χ. και υπολογίζεται πως έμεινε στην χώρα οκτώ μήνες (Sijpesteijn 1969: 110-112). Η (πρώτη) αυτή επίσκεψη του αυτοκράτορα («επιβατήρια») μαρτυρείται και από άλλες παπυρικές πηγές, όπως το θρησκευτικό ημερολόγιο P.Oslo III 77 (169-176 μ.Χ., Αρσινοΐτης νομός), στ. 2, και ο P.Oxy. XXXI 2553 (175-225 μ.Χ., Οξύρυγχος), στ. 11-13 (Sijpesteijn 1969: 115). Λόγω του χρόνου, των δαπανών, των δυσκολιών ενός θαλάσσιου ταξιδιού (π.χ. κακοκαιρία, πειρατεία) αλλά και των δεισιδαιμονιών που συνόδευαν ένα ταξίδι δια θαλάσσης (Casson 1994· Speller 2003: 116· Bevan 2013), ο Αδριανός μάλλον δεν θα ριψοκινδύνευε την ζωή τη δική του του και της οικογένειάς του. Έτσι, φαίνεται ότι απέπλευσε από τη χώρα του Νείλου μετά τα μέσα Μαρτίου του 131 μ.Χ. (Sijpesteijn 1969: 110-112, 116).
Οι κάτοικοι της Ερμούπολης είχαν προγραμματίσει τη διεξαγωγή εορταστικών εκδηλώσεων για την επίσκεψη του Αδριανού στην πόλη, συγκεντρώνοντας τρόφιμα (στ. 4: πεπτωμ[έ]νου άρτου του κειμένου που μελετάμε), παρόλο που δεν είναι βέβαιο αν τελικά ο Αδριανός επισκέφτηκε τη συγκεκριμένη πόλη (Sijpesteijn 1991: 90). Η παροχή άρτου για την γιορτή φαίνεται πως αποτελούσε είδος λειτουργίας. Στην ρωμαϊκή εποχή παρατηρείται σημαντική αύξηση των λειτουργιών, ώστε να γνωρίζουν οι πολίτες τις υποχρεώσεις τους και να αποφεύγονται οι κοινωνικές αναταραχές. Τις υποχρεώσεις επωμίζονταν κατά κύριο λόγο οι κάτοικοι των μητροπόλεων και οι χωρικοί (Lewis 1997β: 9). Στην ρωμαϊκή Αίγυπτο, οι λειτουργίαι διευρύνθηκαν· είναι γνωστό ότι υπήρχαν περίπου εκατό λειτουργικά αξιώματα (π.χ. αγορανόμοι, λογισταί, νυκτοφύλακες κ.ά.) (Παπαθωμάς 2014: 500-507).
Οι υπήκοοι ήξεραν πως αν ο Ρωμαίος ηγέτης μείνει ευχαριστημένος από την διαμονή του δεν θα τους αφήσει χωρίς ανταμοιβή. Σύμφωνα με την E. Speller (2003: 95-97), οι Αιγύπτιοι ήθελαν να εντυπωσιάσουν τον Αδριανό και να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες του, ωστόσο μάλλον η προσπάθειά τους δεν στέφθηκε με επιτυχία. Αν και ο Αδριανός επιθυμούσε να ταυτίσει την έλευσή του στην Αίγυπτο με τον πλούτο που προσφέρουν τα νερά του ποταμού στην χώρα και κατ’ επέκταση σε όλη την αυτοκρατορία (για αυτούς τους συμβολισμούς της επίσκεψης του ηγεμόνα στην Αίγυπτο βλ. Speller 2003: 101), η πλημμύρα του ποταμού το 130 μ.Χ. κρίθηκε ανεπαρκής και άρχισαν οι πρώτες ανησυχίες και δεισιδαιμονίες πως ο αυτοκράτωρ θα αποτελούσε τροχοπέδη στην εξέλιξη της Αιγύπτου. Η οικονομική ζημία λόγω της φτωχής σοδειάς, η εξάντληση των πόρων της χώρας για να ικανοποιηθεί ο Αδριανός και η συνοδεία του και οι φήμες για τον προβληματικό και ασταθή χαρακτήρα του αμαύρωσαν την αρχική εικόνα που είχαν όλοι για εκείνον. Για μεγάλο μέρος του πληθυσμού ο θεοποιημένος αυτοκράτορας μετατράπηκε σε δύστροπο μονάρχη που προκάλεσε ζημιά κατά την παραμονή του στην χώρα του Νείλου. Την ίδια στιγμή, η χώρα δυσκολευόταν αρκετά στη διανομή των πόρων και των προϊόντων της ‒ το μεγαλύτερο μέρος της γεωργικής παραγωγής της Αιγύπτου κατέληγε στη Ρώμη (Speller 2003: 104). Η χώρα κλήθηκε να προσφέρει αγαθά όχι μόνο για τους κατοίκους της, αλλά και για τις ανάγκες της Ρώμης και για την ικανοποίηση του αυτοκράτορα. Αναλογιζόμενοι την απογοητευτική πλημμύρα του 130 μ.Χ., η Αίγυπτος με μεγάλη δυσκολία ανταποκρίθηκε στα καθήκοντά της ως τροφοδότριας της αυτοκρατορίας.
Τελικά, ο Αδριανός έφυγε από τη χώρα του Νείλου για την Αθήνα την άνοιξη του 131 μ.Χ., έχοντας μάλιστα «χάσει» λίγους μήνες πριν τον αγαπημένο του Αντίνοο. Οι κάτοικοι της αιγυπτιακής υπαίθρου έμειναν με μία πικρή γεύση από την παραμονή του ηγεμόνα στη χώρα. Κατηγορούσαν τον Αδριανό για την άγονη γη και ανησυχούσαν για μελλοντικές συμφορές. Αν και υπήρξε ένα γενικό κλίμα ευχαρίστησης στην αρχή της άφιξής του, ο Αδριανός δεν κατάφερε να απαλλάξει τους Αιγυπτίους από το βάρος της σκληρής καθημερινότητας, όπως εκείνοι προσδοκούσαν.
Ο όρκος στα παπυρικά έγγραφα
Ηδη από την αρχαία Ελλάδα, ο όρκος συνδυάζει τρία στοιχεία: α) δήλωση για το παρόν, το παρελθόν, ή το μέλλον, β) δυνάμεις μεγαλύτερες του εαυτού ως μάρτυρες, γ) κατάρα αν αυτός που ορκίζεται παραβιάσει τον όρκο του ή αν ορκίζεται ψευδώς (Sommerstein – Fletcher 2007: 2). Πολλές φορές η δύναμη του όρκου ενισχύεται από το γεγονός ότι αυτός δίνεται σε ιερό μέρος, χαρακτηριστικό που δεν παρατηρείται στο κείμενο που εξετάζουμε.
Η φράση των στ. 12-13 του SB XX 15159, «ένοχος όρκωι» (βλ. και στ. 15), συναντάται σε αρκετά παπυρικά έγγραφα. Πρόκειται για τυπική έκφραση που δηλώνει ότι κάποιος έχει ορκιστεί πως θα κάνει κάτι και αν δεν το πραγματοποιήσει θα είναι υπεύθυνος του όρκου, δηλαδή θα υποστεί όποιες συνέπειες αρμόζουν στην μη τήρηση του λόγου του (πρβλ. P.Enteux. 26, στ. 8· BGU II 581, στ. 12· BGU XI 2085, στ. 14-15).
Σημαντικό είναι και το γεγονός ότι εμφανίζονται και ομόρριζες λέξεις, όπως «εύορκος» (= αυτός που τηρεί τον όρκο του), «εφίορκος» (επίορκος) (= αυτός που δίνει ψεύτικους όρκους), όπως π.χ. στον BGU VI 1257 (270-258 π.Χ., Οξύρυγχος), στ. 9-10, ενώ σε έγγραφα του 2ου αι. μ.Χ. παρατηρούμε την λέξη «ενόρκως» (= έχοντας δώσει όρκο) σε συνδυασμό πολλές φορές με το ρήμα προσεφώνησεν (π.χ. P.Diog. 14, στ. 24). Ο τύπος ενορκούντες εμφανίζεται σε κείμενα μετά το 500 μ.Χ., όπως στον P.Cair.Masp. I 67002 (567 μ.Χ., Αντινοόπολη), στ. 24-25.
Το έγγραφο SB XX 15159 αναφέρεται στον όρκο που έδωσαν οι κάτοικοι της Ερμούπολης για την παροχή άρτου εν είδει λειτουργίας. Σύμφωνα με πηγές που παραθέτει η L. Capponi (2010: 500), ο Αδριανός έβαλε τους Αιγυπτίους να δώσουν και όρκο πίστης σε αυτόν, αλλά και όρκο ότι δεν θα είχαν κρυμμένα όπλα, στο πλαίσιο της επανάστασης στην Ιουδαία.
Ο άρτος στα παπυρικά έγγραφα
Τα παπυρικά έγγραφα και τα όστρακα αποτελούν σημαντικούς μάρτυρες για την επεξεργασία των πρώτων υλών, την παρασκευή, τα ποικίλα είδη και την κατανάλωση άρτου και λοιπών αρτοπαρασκευασμάτων στην ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή Αίγυπτο (Battaglia 1989· Römer 2006). Ο SB XX 15159 είναι το μοναδικό ως τώρα κείμενο στο οποίο μαρτυρείται το ονοματικό σύνολο «εκπεπτ̣ω̣μ[έ]ν̣ου άρτου» (στ. 3-4). Η λέξη άρτος μαρτυρείται σε αρκετά κείμενα της μεταχριστιανικής εποχής, ενώ σε ορισμένους παπύρους και όστρακα συναντάμε ορολογία σχετική με το επάγγελμα του αρτοποιού αλλά και τον χώρο παρασκευής άρτου και άλλων σκευασμάτων (Battaglia 1989).
… να αναλάβει την παρασκευή καλά ψημένου ψωμιού στην Ερμούπολη (στ. 5) για παροχή του στον μέγιστο Αυτοκράτορα Αδριανό Καίσαρα τον κύριο. Μέχρι να ολοκληρώσουν το έργο αυτό που αντιστοιχεί σε κάθε άνδρα (στ. 10) από αυτούς που το ανέλαβαν, οι οποίοι είναι και πολλοί….. αλλιώς θα είναι ένοχος με όρκο/δίνοντας όρκο. Έτος …, 29η. (στ. 15) Έδωσα τον συγκεκριμένο όρκο.
Έτους σμα΄, μη(νὸς) Πανήμου β΄· | |
Μεγάλη Άρτεμις Αναει- | |
τις καὶ Μὶς Τιαμου· επὶ | |
Ιουκούνδος εγένετο εν | |
5 | διαθέσι μανικη καὶ υπὸ πάν- |
των διεφημίσθη ὡς υπὸ | |
Τατίας τής πενθερας αυ- | |
τού φάρμακον αυτω δεδόσ- | |
θαι, η δέ Τατιὰς επέστησεν | |
10 | σκήπτρον καὶ αρὰς έθηκεν |
εν τω ναω ὡς ικανοποιού- | |
σα περὶ τού πεφημίσθαι αυ- | |
τὴν εν συνειδήσι τοιαύτη, | |
οι θεοὶ αυτὴν εποίησαν εν | |
15 | κολάσει, ήν ου διέφυγεν· ο- |
μοίως καὶ Σωκράτης ο υιὸς | |
αυτής παράγων τὴν ίσοδον | |
τὴν ις τὸ άλσος απάγουσαν | |
δρέπανον κρατών αμπελοτό- | |
20 | μον, εκ τής χειρὸς έπεσεν |
αυτω επὶ τὸν πόδα καὶ ού- | |
τως μονημέρω κολάσει α- | |
πηλλάγη. Μεγάλοι ούν οι θε- | |
οὶ οι εν Αζιττοις· επεζήτησαν | |
25 | λυθήναι τὸ σκήπτρον καὶ τὰς |
αρὰς τὰς γενομένας εν τω | |
ναω· ἃ έλυσαν τὰ Ιοκούνδου | |
καὶ Μοσχίου, έγγονοι δέ τής | |
Τατίας, Σωκράτεια καὶ Μοσχας | |
30 | καὶ Ιουκούνδος καὶ Μενεκρά- |
της κατὰ πάντα εξειλασάμενοι | |
τοὺς θεοὺς, καὶ απὸ νοίν ευλογού- | |
μεν στηλλογραφήσαντες τὰς δυ- | |
νάμις τών θεών. |
Δομή και περιεχόμενο του κειμένου
Η επιγραφή διηγείται το αμάρτημα της Τατίας, που υποτίθεται ότι δηλητηρίασε ή έκανε μάγια στον γαμπρό της. Όπως όλα τα κείμενα αυτού του είδους, το παρόν καταγράφει το αμάρτημα, που στην προκείμενη περίπτωση συνίσταται σε μαγεία και άδικες κατάρες (στ. 3-13), τη θεία τιμωρία που αυτό επέφερε στην Τατία και τον γιο της (στ. 14-23), καθώς και την εξιλέωση των κληρονόμων της Τατίας (στ. 24-32). Περιλαμβάνει, ακόμη, επιφωνήσεις των θεών (στ. 23-24) και ορίζει την αναγραφή σε στήλη (στ. 33: στηλογραφείν) και τη συνεχή δοξολογία των θεών (στ. 32-34).
Οι θεότητες
Οι θεοί που αναφέρονται στους στ. 2-3 είναι οι ιρανικής καταγωγής, εξελληνισμένες θεότητες Άρτεμις Αναΐτις (η ιρανική Anahita· βλ. Keil 1923: 250-251) και Μης ή Μην (ο θεός της σελήνης· βλ. Lane, CMRDM III· Hübner 2003). Το όνομα του Μηνός ακολουθείται από το όνομα (στη γενική) Τιαμου (ο τονισμός είναι άγνωστος), που υποδηλώνει τον ιδρυτή της λατρείας (Τιαμος). Στους στ. 23-24 μαθαίνουμε ότι οι θεοί αυτοί είχαν το ιερό τους σε ένα μέρος με το τοπωνύμιο Αζιτα (ο τονισμός είναι επίσης άγνωστος). Υπενθυμίζεται ότι η στήλη που έφερε την επιγραφή ήταν διακοσμημένη στο επάνω μέρος με εγχάρακτη ημισέληνο, σύμβολο του θεού Μηνός.
Το αμάρτημα και η θεϊκή τιμωρία
Στους στ. 3-13 δίνεται μια αρκετά λεπτομερής περιγραφή του αδικήματος, που έχει ενδιαφέρον τόσο από θρησκειολογική όσο και από κοινωνιολογική άποψη. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αφύσικη ή παράλογη συμπεριφορά ενός άντρα αποδόθηκε σε μάγια που υποτίθεται ότι του έκανε η πεθερά του, η Τατία (ή Τατιάς). Η Τατία προσπάθησε να υπερασπιστεί τον εαυτό της με όρκους και κατάρες κατά των συκοφαντών της. Σε δημόσια τελετή στο ιερό επικαλέστηκε την επέμβαση των θεών, στήνοντας σκήπτρο. Με το στήσιμο ενός σκήπτρου, συμβόλου του θεού, ένας ιδιώτης ή μια κοινότητα επικαλείται τη θεϊκή τιμωρία για όσους έχουν κάνει κάποιο αδίκημα (πρβλ. Herrmann – Malay, Lydia αρ. 66· Petzl, Beichtinschriften 3 και 35). Η Τατία κατέθεσε επίσης κατάρες στον ναό (πρβλ. I.Knidos I 150)· κατά πάσα πιθανότητα οι κατάρες απευθύνονταν όχι μόνο κατά των συκοφαντών της αλλά και κατά της ίδιας, σε περίπτωση που ήταν ένοχη (πρβλ. I.Knidos I 147). Τέτοιου είδους κατάρες επείχαν τη θέση διακήρυξης αθωότητας. Ο θάνατος της Τατίας και ένα θανατηφόρο ατύχημα του γιου της θεωρήθηκαν θεοδικία και επιβεβαίωσαν στους συγχωριανούς της τις υποψίες τους (στ. 14-23).
Η εξιλέωση
Για την εξιλέωσή τους οι πιστοί κατέφευγαν στα τοπικά ιερά και στη βοήθεια των ιερέων. Στις συζητήσεις τους με τα υποτιθέμενα θύματα της οργής των θεών οι ιερείς προσδιόριζαν, μερικές φορές κάνοντας χρήση χρησμών, το αδίκημα που είχε προκαλέσει τη θεία δίκη. Προκειμένου να εξευμενίσουν το θείο, οι πιστοί ήταν υποχρεωμένοι, ανάλογα με την περίπτωση, να επιτελέσουν καθαρμούς, να πληρώσουν πρόστιμο και να κάνουν κάποιο αφιέρωμα. Οι τελετουργίες κατευνασμού των θεών περιελάμβαναν ακόμη την καταγραφή του θαύματος σε στήλη και τη διαρκή ευλογία των θεών, μάλλον με επιφωνήσεις (βλ. Chaniotis 2009).
Στην προκείμενη περίπτωση οι θεοί ζήτησαν (μέσω των ιερέων ή με χρησμό) να ανακληθούν οι (άδικες) κατάρες της Τατίας (στ. 23-27). Αυτό πραγματοποιήθηκε τελικά από τα εγγόνια της, τα παιδιά της κόρης της Μόσχιον (θηλυκό όνομα ουδετέρου γένους) και του γαμπρού της Ιουκούνδου (στ. 27-32). Στοιχείο της συμφιλίωσης με το θείο είναι οι επιφωνήσεις που εξυμνούν τη μεγαλοσύνη των θεών που είχαν επιβάλει την τιμωρία (βλ. σχετικά Chaniotis 2010· Peterson – Markschies 2012: 196-208, 562-564): Μεγάλη Άρτεμις Αναειτις καὶ Μὶς Τιαμου (στ. 2-3), Μεγάλοι ούν οι θεοὶ οι εν Αζιττοις (στ. 23-24). Οι επιφωνήσεις αυτές είναι μέρος της συνεχούς δοξολογίας των θεών που προβλέπεται μαζί με την καταγραφή του θαύματος σε στήλη (στ. 32-33: καὶ απὸ νοίν ευλογούμεν στηλλογραφήσαντες τὰς δυνάμις τών θεών).
Ονόματα
Το όνομα της πρωταγωνίστριας αποδίδεται με δύο μορφές: Τατία (στ. 7 και 29) και Τατιάς (στ. 9). Πρόκειται για παραλλαγές του ίδιου ονόματος, όπως και τα Τάτα, Τάτιον, Τάτιν, Τατίς κ.ά. Το όνομα ανήκει σε διαδεδομένη κατηγορία ονομάτων που παράγονται με την επανάληψη της ίδιας συλλαβής (“Lallennamen”), όπως Παπας, Λάλα, Τάτα κ.λπ. Είναι ενδιαφέρον ότι τρία από τα εγγόνια της Τατίας έχουν ονόματα με οικογενειακή παράδοση: Σωκράτεια (πρβλ. το όνομα του γιου της Τατίας, Σωκράτης), Μοσχας (πρβλ. το όνομα της μητέρας του, Μόσχιον) και Ιουκούνδος (συνωνυμία με τον πατέρα του).
Την 2α Πανήμου του 241ου έτους. Μεγάλοι (θεοί) είναι η Άρτεμις Αναϊτις και ο Μής Τιαμου. Επειδή ο Ιουκούνδος άρχισε να συμπεριφέρεται σαν (στ. 5) τρελός και όλοι διέδιδαν τη φήμη ότι του είχε δοθεί μαγικό ποτό (ή δηλητήριο) από την πεθερά του, την Τατία, και η Τατία έστησε (στ. 10) σκήπτρο και κατέθεσε κατάρες στον ναό δήθεν για να βρει το δίκιο της, για τη φήμη που είχε διαδοθεί, αν και γνώριζε την ενοχή της, οι θεοί τής επέβαλαν (στ. 15) τιμωρία από την οποία δεν μπόρεσε να ξεφύγει. Το ίδιο κι ο Σωκράτης, ο γιος της. Καθώς περνούσε από την είσοδο που οδηγεί στο άλσος (του ιερού), κρατώντας κλαδευτήρι για τα αμπέλια, (στ. 20) το κλαδευτήρι έπεσε από το χέρι του στο πόδι του κι έτσι χάθηκε με μονοήμερη τιμωρία. Μεγάλοι είναι λοιπόν οι θεοί στα Αζιτα. Ζήτησαν (στ. 25) να λυθούν / να ανακληθούν το σκήπτρο και οι κατάρες που έγιναν στον ναό. Τα πήραν πίσω τα παιδιά του Ιουκούνδου και του Μοσχίου και τα εγγόνια της Τατίας, η Σωκράτεια, ο Μοσχάς, (στ. 30) ο Ιουκούνδος και ο Μενεκράτης, κατευνάζοντας με κάθε τρόπο τους θεούς. Και από τώρα ευλογούμε (τους θεούς), αφού γράψαμε σε στήλη τις δυνάμεις / τα θαύματα των θεών.
Ἱέρακι τω καὶ Νεμεσίωνι στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου) Hρακ(λείδου) μερίδος | |
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως. ενέτυχον, κύριε, | |
διὰ βιβλιδίου τω λαμπροτάτω ηγεμόνι Αιμιλίω Σατουρνείννω δηλών τὴν γενο- | |
μένην μοι επέλευσιν υπὸ Σώτου τινὸς καταφρονήσαντος τής περὶ τὴν όψιν μου ασ- | |
5 | θενείας βουλομένου αυτού τὰ υπάρχοντά μου κατασχείν βία καὶ αυθαδία χρώμενος |
καὶ έσχον ιερὰν υπογραφὴν εντυ̣χείν τω κρατίστω επιστρατήγω· τού δέ Σώ〈του〉 τελευ- | |
τήσαντος, ο τούτου αδελφὸς Ιούλιος καὶ αυτὸς τὴν περὶ αυτου〈ς〉 βία χρησάμενος επήλ- | |
θεν τοίς εσπαρμένοις υπʼ εμού εδάφεσει καὶ εβάστασε ουκ ολίγον χόρτον ου μό- | |
νον αλλὰ καὶ εξέκοψε απὸ τού υπάρχοντός μου ε[λ]αιώνος όντος περὶ κώμην Κερκε- | |
10 | σούχα ελάεινα φυτὰ απεξηραμμένα καὶ ερίκινα, άπερ παραγενάμενος ενθάδε |
πρὸς τὸν καιρὸν τής συνκομιδής έμαθον ταύτα υπὸ αυτού πεπραχθαι, εφʼ οίς | |
μὴ αρκεσθεὶς πάλειν επήλθεν μετὰ τής γυναικὸς αυτού καὶ Ζηνα τινος{ς} έχον- | |
τες βρέφος βουλόμενοι τὸν γεωργόν μου φθώνω περικλίσαι ώστε κατα- | |
λείψε τὴν ιδ[ί]αν γεωργίαν μετὰ τὸ θερίσαι εκ μέρους απὸ ετέρου μου κλήρου, | |
15 | καὶ αυτοὶ σ{σ}υνεκομίσαντο. τούτων γενομένων εγενόμην πρὸς τὸν |
Ιούλιον μετὰ [δ]ημοσίων όπως αυτὰ ταύτα ενμάρτυρον γένηται. πάλιν | |
τω αυτω τρόπω προσ{σ}[έ]ριψάν μοι [τὸ] αυτὸ βρέφος βουλόμενοι καὶ με φθόνω | |
περικλίσαι πα[ρό]ντων Πετεσούχου καὶ Πτολλα πρεσβυτέρων κώμης Καρα- | |
νίδος διαδεχο[μ]ένων καὶ τὰ κατὰ τὴν κομμωγραμματείαν καὶ Σωκρα | |
20 | υπηρέτου, καὶ τών δημοσίων παρόντων τὸ βρέφος ο Ιούλιος συνκομι- |
σάμενος τὰ περιγενόμενα εκ τών εδαφών γένη απηνέγκατο εις τὴν | |
οικίαν αυτού, άπερ φανερὰ εποίησα διά τε τών αυτών δημοσίων καὶ πρα- | |
κτόρων σιτικών τής αυτής κώμης. διὸ κατὰ τὸ αναγκαίον επιδίδωμι | |
καὶ αξιώ τάδε τὰ βιβλίδια εν καταχωρισμω γενέσθο πρὸς τὸ μένειν μοι | |
25 | τὸν λόγον πρὸς αυτοὺς επὶ τού κρατίστου επιστρατήγου περὶ τών υπ⟦ο⟧’ αυ- |
τών τετολμημένων καὶ τών υπέρ τών εδαφών δημοσίων εκφορίων | |
τω κυριακω λόγω διὰ τὸ αυτοὺς ου δεόντως συνκεκομικέναι. | |
(2ο χέρι) | |
Γέμελλος ο καὶ Ὡρίων ὡς (ετών) κϛ ασθενὴς τὰς όψεις. | |
(3ο χέρι) | |
(έτους) ε Λουκίου Σεπτιμίου Σεουήρου Ευσεβούς Περτίνακος Σεβαστού Παχὼν κζ. |
Το έγγραφο έχει την τυπική δομή ενός υπομνήματος· στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-2). Στην συνέχεια αναφέρεται αναλυτικά ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 2-23) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 23-27). Το αίτημα αφορά την διατήρηση του παρόντος εγγράφου στο αρχείο των αξιωματούχων προκειμένου το θύμα να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του στο προκείμενο δικαστήριο. Ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα της αίτησης (στ. 28) και η ημερομηνία του εγγράφου (στ. 29). Πρβλ. Π10.
Θέμα του κειμένου είναι η αίτηση του Γέμελλου προς τον στρατηγό Ιέρακα, συνεχίζοντας εν μέρει την ιστορία που ειπώθηκε στον P. Mich. VI 422, η οποία συνοψίζεται στους στ. 2-6. Με το παρόν υπόμνημα, ο Γέμελλος ισχυρίζεται ότι ο Ιούλιος με βία εισέβαλλε στα χωράφια του και απέσπασε αρκετά γεωργικά προϊόντα που του ανήκαν, ενώ σε μια δεύτερη εισβολή του έγινε χρήση κάποιας μαγικής πρακτικής από τον Ιούλιο, έχοντας ως μαγικό μέσο ένα έμβρυο. Στόχος της πρακτικής αυτής, όπως ισχυρίζεται το θύμα, ήταν η παρεμπόδιση των εργασιών και η απρόσκοπτη συλλογή των καρπών του Γέμελλου. Στη συνέχεια πήγε ο ίδιος στον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους, προκειμένου να γίνουν και εκείνοι μάρτυρες των γεγονότων. Ακόμη όμως και τότε ο Ιούλιος δεν δίστασε και χρησιμοποίησε και πάλι το έμβρυο προκειμένου να τους αδρανοποιήσει, ενώ παράλληλα άρχισε να μαζεύει τους καρπούς από το χωράφι του Γέμελλου· αφού τελείωσε, πήρε το έμβρυο και επέστρεψε στο σπίτι του. Γι’ αυτόν τον λόγο ο Γέμελλος προέβη στην σύνταξη υπομνήματος, ζητώντας το έγγραφο αυτό να παραμείνει στο αρχείο ώστε να μπορέσει να υπερασπιστεί την θέση του ενώπιον του επιστρατήγου στην δικαστική υπόθεση που θα ακολουθήσει.
Ο συντάκτης του υπομνήματος αυτού, Γέμελλος, αναφέρει ότι κατά την δεύτερη εισβολή του Ιουλίου στα χωράφια του, συνοδευόταν από την γυναίκα του και από κάποιον Ζηνά, κρατώντας ένα έμβρυο. Το έμβρυο αυτό το χρησιμοποίησε, ως φαίνεται, προκειμένου να εφαρμόσει μία μαγική πρακτική αδρανοποίησης εναντίον του καλλιεργητή του Γέμελλου· μάλιστα την ίδια πρακτική χρησιμοποίησε και δεύτερη φορά, όταν ο Γέμελλος πήγε να βρει τον Ιούλιο μαζί με κάποιους αξιωματούχους. Και σε εκείνη την περίπτωση ο Ιούλιος έριξε το έμβρυο προς το μέρος του Γέμελλου με στόχο να αδρανοποιήσει τους παρευρισκόμενους και να καταφέρει να συλλέξει καρπούς από τα χωράφια του Γέμελλου.
Κατά τον Frankfurter πρόκειται για ένα είδος περιοριστικού ξορκιού-κατάδεσμος (Faraone ‒ Obbink 1991· Gager 1992· Ogden 1999), αν κρίνουμε και από το ρήμα περικλείω, το οποίο ο συντάκτης της αίτησης χρησιμοποιεί δύο φορές, αλλά και από το γεγονός ότι τα θύματα ένιωσαν να περιορίζονται μεταφυσικά από τις κακόβουλες χειρονομίες κάποιου άλλου. Η σύνδεση των συμβολικών χειρονομιών με την χρήση του εμβρύου ως αντικειμένου μαγείας, όπως φαίνεται, δηλώνει ότι ο θύτης είχε ως σκοπό να περιορίσει και να αδρανοποιήσει τον καλλιεργητή στην πρώτη περίπτωση και τον Γέμελλο και τους αξιωματούχους στην δεύτερη (Frankfurter 2006: 40). Όπως αναφέρει ο Frankfurter (2006: 42), η συγκεκριμένη μαγική πρακτική δεν μαρτυρείται σε μαγικά κείμενα, αλλά ούτε στους μαγικούς παπύρους που αποτελούν εγχειρίδια για την δημιουργία καταδέσμων. Από αυτό το γεγονός αντιλαμβανόμαστε την ποικιλία των «μαγικών» αντικειμένων και μέσων που χρησιμοποιούσαν οι άνθρωποι εκείνη την εποχή και το γεγονός ότι αυτές οι πρακτικές τούς ήταν γνωστές. Ωστόσο, στην περίπτωση του εμβρύου θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι η αποτελεσματικότητά του να αδρανοποιήσει τόσους ανθρώπους κατά κοινή ομολογία και μάλιστα σε δημόσιο χώρο, πιθανόν οφείλεται στην νεωτερικότητα του μαγικού μέσου (Frankfurter 2006: 42).
Ακόμη, πρέπει να τονιστεί ο ανορθόδοξος τρόπος κατά τον οποίο τελέσθηκε το «ξόρκι». Η συνήθης πρακτική των καταδέσμων αφορούσε την τέλεσή της υπό άκρα μυστικότητα, κατά την οποία ο θύτης με συγκεκριμένες χειρονομίες, μαγικές λέξεις-φράσεις και μαγικά αντικείμενα επιχειρούσε να επιβάλλει την επιθυμία του σε ένα πρόσωπο και να επηρεάσει την ζωή του ενάντια στην θέλησή του (Jordan 1985: 151). Έπειτα ο κατάδεσμος και το μαγικό αντικείμενο (αν υπήρχε) τοποθετούνταν σε μυστικές τοποθεσίες (πολύ συχνά σε κάποιο τάφο ή κάποια πηγή) προκειμένου να διαφυλαχθεί η αποτελεσματικότητα του ξορκιού (Ogden 1999: 15). Σε αντίθεση με τον κανόνα αυτόν, ο Γέμελλος αφηγείται μία πρακτική μαγείας, η οποία τελέστηκε σε δημόσια θέα υπό την παρουσία πολλών προσώπων και ο θύτης φαίνεται να ένιωθε ιδιαίτερη άνεση ως προς αυτό το περιστατικό.
Επιπλέον, απόκλιση από τον κανόνα αποτελεί το γεγονός ότι κατά την τέλεση του μαγικού τελετουργικού δεν γίνεται επίκληση σε κάποια χθόνια θεότητα, όπως θα περίμενε κανείς σε έναν κατάδεσμο (Gager 1992: 12· Ogden 1999: 44). Σύμφωνα με την περιγραφή του Γέμελλου, το τελετουργικό του Ιούλιου περιλάμβανε μία χειρονομία (η προσέγγισή του με το έμβρυο και η εναπόθεσή του στο έδαφος), κάποια λόγια που θα δήλωναν τον σκοπό του τελετουργικού και της χειρονομίας (δηλαδή ότι επρόκειτο να τους περιδέσει με κακία) και κυρίως την χρήση μαγικού αντικειμένου, δηλαδή του εμβρύου. Τα λόγια του θύτη, ωστόσο, δεν τα παραθέτει ο Γέμελλος στην αίτησή σου, στοιχείο που μας παραπέμπει να υποθέσουμε ότι είτε δεν το θεώρησε σημαντικό να προβεί σε τέτοιες λεπτομέρειες, είτε ο Ιούλιος δεν χρησιμοποίησε πλήθος λέξεων και φράσεων, τυπικών σε μία μαγική τελετουργία.
Ο πάπυρος αποτελεί συνέχεια του P.Mich. VI 422, ο οποίος συνιστά αίτηση του Γέμελλου προς τον έπαρχο της Αιγύπτου, ενώ ο P.Mich. VI 423 αποτελεί αίτηση του ίδιου προσώπου προς τον στρατηγὸν της Ηρακλείδου μερίδος. Στον P.Mich. VI 423 ο Γέμελλος αναφέρει ότι προηγήθηκε αίτηση προς τον έπαρχο και πως εκείνος έδωσε την υπογραφή του και ανέθεσε στον επιστράτηγον να επιμεληθεί του θέματος. Ωστόσο, το γεγονός ότι ο Γέμελλος με νέα αίτησή του απευθύνεται στον στρατηγὸν μάς οδηγεί στην σκέψη ότι η ακρόαση ενώπιον του επιστρατήγου δεν είχε πραγματοποιηθεί ως εκείνο το χρονικό σημείο και αναμένεται. Η δεύτερη αυτή αίτηση προέκυψε καθώς ο Ιούλιος προέβη για δεύτερη φορά σε καταπάτηση της περιουσίας του Γέμελλου και σε κλοπή των γεωργικών του καρπών από τα χωράφια του.
Ο συγκεκριμένος πάπυρος μάς δίνει την αφορμή να αναφερθούμε στους τρόπους με τους οποίους οι εκάστοτε αξιωματούχοι απαντούσαν στους συντάκτες των αιτήσεων από την στιγμή που αυτές γίνονταν αποδεκτές. Μελετώντας, λοιπόν, τα παπυρικά κείμενα και συγκεκριμένα τις αιτήσεις προς τις αρχές, προκύπτει ότι υπήρχαν δύο βασικοί τρόποι με τους οποίους ένας αξιωματούχος επικοινωνούσε με τον αιτούντα ή με κάποιον κατώτερό του αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε την υπόθεση μετέπειτα. Αρχικά, ο αξιωματούχος που λάμβανε την αίτηση μπορούσε να συντάξει ένα σύντομο γράμμα με το οποίο έδινε οδηγίες σε έναν κατώτερό του αξιωματούχο για τον τρόπο με τον οποίο αυτός πρέπει να προχωρήσει με την υπόθεση. Τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο πάπυρος P.Oxy. XLV 3240 συνταγμένο από τον έπαρχο της Αιγύπτου Μέττιο Ρούφο προς τον στρατηγὸν της Οξυρρύγχου Ιούνιο Εστιαίο (Kelly 2011: 87).
Ένας δεύτερος τρόπος επικοινωνίας με τον συντάκτη της αίτησης ήταν μέσω ενυπόγραφης σημείωσης του ανώτερου αξιωματούχου στο κάτω μέρος της αίτησής του, μέσω της οποίας του όριζε σε ποιον κατώτερό του έπρεπε εκείνος να απευθυνθεί στην συνέχεια (Kelly 2011: 88). Έτσι, η μορφή που αποκτούσε μία αίτηση που παραδόθηκε στον έπαρχο και έπρεπε να μεταβιβαστεί στον στρατηγὸν ήταν η ακόλουθη: στο κάτω μέρος του εγγράφου έχουμε την υπογραφή του συντάκτη της αίτησης, από κάτω της, με ένα διαφορετικό χέρι, έχουμε την υπογραφή του επάρχου και με ένα άλλο χέρι την οδηγία να επιστραφεί η αίτηση πίσω στον συντάκτη της. Εκείνος, έπειτα, είχε την ευθύνη να παραδώσει την αρχική αίτηση μαζί με την υπογραφή του επάρχου στον στρατηγὸν προκειμένου να ζητήσει από αυτόν ακρόαση. Στην δική μας περίπτωση, ο έπαρχος χρησιμοποίησε τον δεύτερο τρόπο επικοινωνίας με τον Γέμελλο, καθώς ο ίδιος στους στίχους 2‒6 αναφέρει ότι απέσπασε την υπογραφή του επάρχου και ότι την περίπτωσή του έχει αναλάβει πλέον ο επιστράτηγος.
Η μέθοδος που ακολουθούσε ο έπαρχος προκειμένου να επικοινωνήσει με τον αιτούντα ποίκιλε σε βάθος χρόνου. Έτσι, κατά την διάρκεια του 1ου και τις αρχές του 2ου αιώνα μ.Χ. ο έπαρχος προτιμούσε την χρήση επιστολών προκειμένου να απαντήσει στις αιτήσεις που του παραδίδονταν. Κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 2ου αιώνα παρατηρείται μία αλλαγή, καθώς ξεκινά να εμφανίζεται η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου στο κάτω μέρος των αιτήσεων. Παρ’ όλα αυτά και η πρακτική της ενυπόγραφης σημείωσης παρουσίαζε παραλλαγές. Αρχικά, κάθε μία αίτηση υπογραφόταν ξεχωριστά και επιστρεφόταν στον αρχικό συντάκτη της, ωστόσο, για μία σύντομη περίοδο (από τα τέλη του 150 μ.Χ. έως τις αρχές του 170 μ.Χ.), εμφανίζεται μία καινοτομία όσον αφορά την ανάθεση των περιστατικών στους κατώτερους αξιωματούχους (Kelly 2011: 88). Προκειμένου να αντιμετωπιστεί αμεσότερα και ταχύτερα ο τεράστιος όγκος των αιτήσεων προς τον έπαρχο, οι αιτήσεις δεν υπογράφονταν ατομικά, αλλά αντιθέτως συλλέγονταν και κατηγοριοποιούνταν ανάλογα με την φύση του αιτήματος. Αιτήσεις της ίδιας φύσεως και θεματικής συγκολλούνταν σε έναν κύλινδρο, στην εξωτερική επιφάνεια του οποίου επισυναπτόταν η ενυπόγραφη σημείωση του επάρχου και στελνόταν έπειτα στον κατώτερο αξιωματούχο, ο οποίος θα αναλάμβανε στο εξής τις υποθέσεις αυτές (Serfass 2001: 184-5).
Προς τα τέλη του 2ου αιώνα επανήλθε το σύστημα της ατομικής ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου στο σώμα των αιτήσεων, πλέον όμως δεν επιστρέφονταν αυτές στους συντάκτες τους, αλλά παρουσιάζονταν με κάποιο τρόπο σε ένα δημόσιο μέρος. Αν ο αιτών στην συνέχεια επιθυμούσε ένα αντίγραφο της αίτησής του και της ενυπόγραφης σημείωσης του επάρχου που ήταν επισυναπτόμενη, μπορούσε να δημιουργηθεί ένα αντίγραφο υπό την παρουσία μαρτύρων από τους παπύρινους κυλίνδρους που είχαν αρχειοθετηθεί από τον έπαρχο. Η πρακτική αυτή συνιστούσε αποτρεπτικό παράγοντα για εκείνους τους διαδίκους που ψεύδονταν αναφορικά με προηγούμενη επικοινωνία τους με αξιωματούχους (Kelly 2001: 89).
Προς τον Ιέρακα που ονομάζεται επίσης Νεμεσίων, στρατηγό της Ηρακλείδου μερίδος του Αρσινοΐτη νομού, από τον Γέμελλο, που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολιναρίου, Αντινοΐτη. Προσέφυγα, κύριέ μου, με αίτημα στον επιφανέστερο Έπαρχο Αιμίλιο Σατουρνείνο, ενημερώνοντάς τον για την επίθεση που μου έκανε κάποιος Σώτας, ο οποίος με περιφρονούσε λόγω της αδύναμης όρασής μου (στ. 5) και ήθελε ο ίδιος να αποκτήσει την περιουσία μου με βία και αλαζονεία, και έλαβα την ιερή υπογραφή του που με εξουσιοδοτούσε να προσφύγω στην εξοχότητά του τον επιστράτηγο. Τότε ο Σώτας πέθανε και ο αδελφός του Ιούλιος, ενεργώντας επίσης με τη βία που τους χαρακτήριζε, μπήκε στα χωράφια που είχα σπείρει και πήρε σημαντική ποσότητα σανού―και όχι μόνο αυτό, αλλά έκοψε και αποξηραμένους βλαστούς ελιάς και ρείκια από τον ελαιώνα μου κοντά στην κώμη Κερκεσούχα. (στ. 10) Όταν έφτασα εκεί την ώρα της συγκομιδής, έμαθα ότι αυτά είχαν διαπραχθεί από αυτόν. Επιπλέον, μη αρκούμενος σε αυτά, ήρθε και πάλι μαζί με τη γυναίκα του και κάποιον Ζηνά, έχοντας μαζί τους ένα βρέφος (= έμβρυο), σκοπεύοντας να εμποδίσουν με κακία τον καλλιεργητή μου, ώστε να εγκαταλείψει την εργασία του, αφού είχε θερίσει εν μέρει από ένα άλλο χωράφι μου, (στ. 15) και οι ίδιοι μάζεψαν τη σοδειά. Όταν συνέβη αυτό, πήγα στον Ιούλιο με τη συνοδεία αξιωματούχων, προκειμένου να γίνουν μάρτυρες αυτών των πραγμάτων/αυτές οι υποθέσεις να καταγραφούν. Και πάλι, με τον ίδιο τρόπο, έριξαν τον ίδιο βρέφος προς το μέρος μου, με σκοπό να με εμποδίσουν/περιβάλουν και με κακία, παρουσία του Πετεσούχου και του Πτολλά, γερόντων του χωριού της Καρανίδος, που ασκούν και τα καθήκοντα του γραμματέα του χωριού, και του Σωκρά (στ. 20) του βοηθού, και ενώ οι αξιωματούχοι ήταν εκεί, ο Ιούλιος, αφού μάζεψε την υπόλοιπη σοδειά από τα χωράφια, πήρε το βρέφος και το πήγε στο σπίτι του. Τις πράξεις αυτές τις έκανα δημόσιες μέσω των ίδιων αξιωματούχων και των εισπρακτόρων των φόρων των σιτηρών του ίδιου χωριού. Γι’ αυτό αναγκαστικά υποβάλλω την παρούσα αναφορά και ζητώ να παραμείνει στο αρχείο, ώστε να διατηρήσω το δικαίωμα να καταθέσω/μιλήσω (στ. 25) εναντίον τους ενώπιον του εξοχότατου επιστρατήγου σχετικά με τις αδικίες που διέπραξαν και τα δημόσια μισθώματα των χωραφιών που οφείλονται στο αυτοκρατορικό ταμείο, επειδή αδικαιολόγητα έκαναν τη συγκομιδή. (2ο χέρι) Γέμελλος που ονομάζεται επίσης Ωρίων, ηλικίας περίπου 26 ετών, του οποίου η όραση είναι μειωμένη. (3ο χέρι) Έτος 5ο του Λουκίου (;) Σεπτιμίου Σευήρου Ευσεβούς Περτίνακος Αυγούστου, 27η του μηνός Παχών.
Κυίντω Αιμιλλίω Σατουρνείνω | |
επάρχω Αιγύπτου | |
παρὰ Γεμέλλου τού καὶ Ὡρίωνος | |
Γαίου Απολιναρίου Αντινοέως | |
5 | καὶ ὡς χρηματίζει γεουχούντ(ος) |
εν Καρανίδι τού Αρσινοείτου | |
νομού τής Hρακλείδου μερίδ(ος). | |
πρὸ πολλού, κύριε, ο ημέτερος | |
πατὴρ ετελεύτησεν επʼ ε- | |
10 | μοὶ καὶ αδελφη μου κληρονό- |
μοις καὶ αντιλήμμεθα | |
τών υπαρχόντων μη- | |
δενὸς επελθόντος. ομοίως | |
δέ συνέβη καὶ τὸν θείόν μου | |
15 | Γάιον Ιούλιον Λογγείνον |
τελευτήσαι πρὸ οκταετίας | |
καὶ τούτου τὰ υπάρχοντα | |
επεκράτησα καὶ συν‹ε›κομισα- | |
μην τὴν πρόσοδον μηδενὸ(ς) | |
20 | κωλύσαντος. νυνεὶ δέ |
Ιούλιος καὶ Σώτας αμφότεροι | |
Ευδατος ου δεόντως βιαίω(ς) | |
καὶ αυθάδως επεληλύθασι | |
εδάφεσί μου μετὰ τὸ τὴν | |
25 | κατασπορὰν ποιήσασθαί |
με καὶ εκώλυσάν με | |
εν τούτοις δυνάμι τη | |
περὶ αυτοὺς επὶ τών τό- | |
πων, καταφρονούντων | |
30 | τὴ〈ν〉 περὶ τὴν όψιν μου |
ασθένιαν· όθεν επὶ σέ | |
τὸν σωτήρα κατέφυγον, | |
αξιών εάν σου τη τύχη | |
δόξη ακούσαί μου πρὸς | |
35 | αυτοὺς όπως δυνηθώ |
τών ιδίων αντιλμαβάνεσθ(αι) | |
καὶ ω υπὸ σού τού κυρίου ευεργ(ετημένος). | |
διευτύχ(ει). | |
(2ο χέρι) | |
⟦Γέμελλος⟧ ⟦ο⟧ ⟦καὶ⟧ ⟦Ὡριωνο̣ς̣⟧ ⟦ε̣π̣ι̣δ̣έ̣δωκα⟧ ⟦.⟧ | |
40 | ⟦Σαβε̣ί̣ν̣ο̣ς̣⟧ ⟦έ̣γ̣ρ̣α̣ψ̣α̣⟧ ⟦υ̣π̣(έρ)⟧ ⟦α̣υ̣τ̣(ου)⟧ ⟦[.]⟧ |
Το παρόν έγγραφο έχει την τυπική δομή μιας αίτησης. Την αναφορά του ονόματος και της ιδιότητας του συντάκτη και του παραλήπτη (στ. 1-7) ακολουθεί ο λόγος της σύνταξης της αίτησης (στ. 8-31) και το αίτημα (στ. 31-37), το οποίο αφορά την επανάκτηση της περιουσίας του «θύματος». Η αίτηση ολοκληρώνεται με το χαιρετισμό (στ. 38), ενώ μετά το αίτημα ακολουθεί η υπογραφή του αποστολέα και το όνομα του γραφέα (στ. 39-40). Πρβλ. Π11.
Το κείμενο αποτελεί αίτηση του Γέμελλου (ή και Ωρίωνα) προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κόιντο Αιμίλιο Σατουρνείνο με στόχο να καταγγείλει την καταπάτηση της γεωργικής του έκτασης από τα αδέρφια Ιούλιο και Σώτα, την οποία ο Γέμελλος και η αδερφή του είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους. Οι δύο αυτοί άνδρες εισήλθαν με βία και αλαζονεία, όπως ισχυρίζεται το θύμα, στα σπαρμένα χωράφια του Γέμελλου και τον εμπόδισαν από την εργασία που αυτά απαιτούν, ενώ αυτός και η αδερφή του τα είχαν κληρονομήσει από τον πατέρα τους νομίμως. Για το λόγο αυτό ζητά από τον έπαρχο της Αιγύπτου να λάβει υπόψιν του αυτήν του την αίτηση και να τον δικαιώσει, ανακτώντας την περιουσία του.
Ο P.Mich. VI 422 αποτελεί αίτηση του Γέμελλου προς τις αρχές και συγκεκριμένα προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο (Reinmuth 1935· Wolff 2002: 104-105). Είναι χαρακτηριστικό ότι οι αιτήσεις προς τις αρχές, παράλληλα με τις φορολογικές αποδείξεις, αποτελούν τον πιο συνηθισμένο τύπο εγγράφου· σώζονται περισσότεροι από χίλιοι πάπυροι αιτήσεων, που προέρχονται και από τις τρεις χρονικές περιόδους της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου. Μέσω των αιτήσεων οι κάτοικοι της χώρας αναζητούσαν αποζημίωση σε περιπτώσεις εξύβρισης ή βίαιης μεταχείρισης, ή βοήθεια σε περιπτώσεις αδικίας εις βάρος τους (Palme 2009: 377).
Κατά τη ρωμαϊκή εποχή οι αιτήσεις απευθύνονται σε όλες τις βαθμίδες της επαρχιακής διοίκησης, από τον τοπικό αστυνόμο, τον εξηγητήν, τον στρατηγὸν σε αστικό περιβάλλον, όπως και από τον βασιλικὸν γραμματέα στο επίπεδο περιφέρειας, έως τον επιστράτηγον και τον iuridicus αλλά και τον ίδιο τον έπαρχον. Ειδικά στην περίπτωση του επάρχου, μπορούσε κανείς να ζητήσει ακρόαση ενώπιόν του κατά τις ετήσιες επισκέψεις (conventus) που πραγματοποιούσε εκτός της πόλης της Αλεξάνδρειας, όπου έδρευε (Palme 2009: 378· Kelly 2011: xiv). Αυτό, ωστόσο, ήταν εξαιρετικά δύσκολο, καθώς σύμφωνα με τα παπυρικά έγγραφα που μας σώζονται, το 208/210 μ.Χ. σε μία και μόνο conventus του επάρχου στην Αρσινόη της Αιγύπτου, σε διάστημα δύο ημερών παραδόθηκαν 1804 αιτήσεις (P.Yale I 61· Haensch 1994: 487). Είναι, επομένως, μη ρεαλιστικό να θεωρούμε πως όλες αυτές οι υποθέσεις παρουσιάστηκαν ενώπιον του επάρχου κατά την παραμονή του στην πόλη.
Προς τον Κύιντο Αιμίλλιο Σατουρνείνο, Έπαρχο της Αιγύπτου, από τον Γέμελλο που ονομάζεται επίσης Ωρίων, γιο του Γάιου Απολινάριου, Αντινοέως, (στ. 5) και όπως και αν ονομάζεται, γαιοκτήμονα στην Καρανίδα, στην περιφέρεια του Ηρακλείδου, του Αρσινοίτη νομού. Πριν από πολύ καιρό, άρχοντά μου, ο πατέρας μας πέθανε, (στ. 10) αφήνοντας εμένα και την αδελφή μου ως κληρονόμους, και αναλάβαμε την περιουσία του, χωρίς να αντιδράσει κανείς. Ομοίως, και ο θείος μου, (στ. 15) ο Γάιος Ιούλιος Λογγίνος, πέθανε πριν από οκτώ χρόνια, και εγώ ανέλαβα την ιδιοκτησία της περιουσίας του και εισέπραξα τα έσοδα, χωρίς να με (στ. 20) εμποδίσει κανείς. Τώρα, όμως, ο Ιούλιος και ο Σώτας, και οι δύο γιοι του Ευδάτος, αδίκως, με βία και αλαζονεία, μπήκαν στα χωράφια μου, (στ. 25) αφού τα είχα σπείρει, και με εμπόδισαν απ’ αυτά μέσω της εξουσίας που ασκούν στον τόπο, περιφρονώντας με (στ. 30) λόγω της αδύναμης όρασής μου. Γι’ αυτό κατέφυγα σε σένα, τον σωτήρα, ζητώντας σου, αν αυτό φαίνεται καλό στην τύχη σου, να ακούσεις την καταγγελία μου (στ. 35) εναντίον τους, ώστε να μπορέσω να ανακτήσω την περιουσία μου και να λάβω αυτή την ευεργεσία από τα χέρια σου, κύριέ μου. Χαίρε. (2ο χέρι) Εγώ, ο Γέμελλος, ονομαζόμενος και Ωρίων, υπέβαλα αυτήν την αίτηση. (στ. 40) Εγώ ο Σαβείνος έγραψα γι’ αυτόν …
Ι[σι]δ[ώρ]ωι στρατηγώι | |
π(αρὰ) Διονύσο(υ) Απολλοδώρου | |
Διονυσ[ί]ου απʼ Ὀξυρύγχων | |
πόλεως δημοσίου ιατρού. | |
5 | τη ενεστώση ημέρα επε- |
τράπην υπὸ σού διὰ Hρακλείδου | |
υπηρέτου εφιδείν σώμα | |
νεκρὸν απηρτημένον | |
Ἱέρακος καὶ προσφωνήσαί σοι | |
10 | ήν εὰν καταλάβωμαι περὶ |
αυτὸ διάθεσιν. επιδὼν ούν | |
τούτο επὶ παρόντι τω αυτω | |
υπηρέτη εν οικία Επαγάθου | |
[ ̣ ̣ ̣ ̣ ̣]υ̣μερου Σαραπίωνος | |
15 | [ε]πʼ αμφόδου Πλατείας εύρον |
αυτὸ απηρτημένον βρό- | |
χω· διὸ προσφωνώ. / / (έτους) ιδ | |
Αυτοκράτορος Καίσαρος Μάρκου | |
[Α]υρηλ[ίο]υ Αντωνίνου Σεβαστού Αρ[μενιακο]ύ | |
20 | [Μηδικού] Παρθικού Γερμανικού |
[Μεγίσ]του, Θὼθ γ̅. (m. 2) διὸ | |
[προσφ]ω(νώ). |
Το παρόν έγγραφο έχει την κλασική μορφή υπομνήματος. Στην αρχή του κειμένου αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη του. Πρόκειται για μια ιατρική-ιατροδικαστική έκθεση (προσφώνησιν) που απευθύνεται στον αρμόδιο δημόσιο λειτουργό Ισίδωρο (Ι[σι]δ[ώρ]ωι BL IX 177: Κ[λαυ]δ[ια]νώι ed.), στρατηγὸν του νομού, η οποία εστάλη από τον Διόνυσο (πβ. Clarysse 2013: 260), δημόσιον ιατρὸν από την Οξύρυγχο (στ. 1-4). Επισημαίνεται πως το παρόν κείμενο αποτελεί το πρώτο μέχρι στιγμής κείμενο στο οποίο καταγράφεται η φράση «δημόσιος ιατρός». Ο Διόνυσος δηλώνει ότι, σύμφωνα με τις οδηγίες που έλαβε από τον στρατηγόν, επισκέφθηκε την οικία του Επαγάθου όπου βρισκόταν το άψυχο σώμα και εξέτασε τη σορό παρουσία του Ηρακλείδη, εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου του στρατηγού, διαπιστώνοντας θάνατο δι’ απαγχονισμού (στ. 5-17). Η εν λόγω έκθεση αποτελεί τη μόνη έως σήμερα παπυρική μαρτυρία περί απαγχονισμού στην ελληνορωμαϊκή Αίγυπτο.
Σύμφωνα με τον P.Oxy. I 51, ο δημόσιος ιατρὸς Διόνυσος από την Οξύρυγχο δηλώνει ότι τη ενεστώση ημέρα (στ. 5) έλαβε εντολή από τον στρατηγὸν Ισίδωρο, γνωστό και από άλλες παπυρικές αναφορές στο διάστημα μεταξύ 172-175 μ.Χ., να επιθεωρήσει το πτώμα του Ιέρακος που βρέθηκε απαγχονισμένος (στ. 7-9: εφιδείν l. επιδείν σώμα / νεκρὸν απηρτημένον / Ἱέρακος) και να συντάξει την παρούσα έκθεση σχετικά με την διάθεσίν του (στ. 9-11). Η εντολή του να προχωρήσει το έργο χωρίς χρονοτριβές οφείλεται πιθανώς στην ανάγκη άμεσης λήψης αποδεικτικών στοιχείων για τη διαλεύκανση της υπόθεσης του βίαιου-ξαφνικού θανάτου του Ιέρακος και στην όσο το δυνατόν ταχύτερη περισυλλογή και ταφή του νεκρού. Ο υπηρέτης Ηρακλείδης λειτουργεί ως εξουσιοδοτημένος υπάλληλος του στρατηγού (στ. 6-7) και ως μάρτυρας κατά την εξέταση της σορού από τον Διόνυσο (στ. 11-13: επιδὼν ούν / τούτο επὶ παρόντι τω αυτω / υπηρέτη). Ο Διόνυσος δηλώνει ρητά ότι εξέτασε τη σορό του Ιέρακα (στ. 11-12) στο σπίτι κάποιου Επαγάθου (στ. 13) στο άμφοδον της Πλατείας της Οξυρύγχου (για την ακριβή σημασία της λέξης άμφοδον βλ. Rink 1924: 7· Jouguet 1911: 283· Daris 1981). Εδώ, πρέπει να τονιστεί ότι δεν διευκρινίζεται αν ο Επάγαθος ήταν ο δράστης τυχόν δολοφονίας ή αν πρόκειται για αυτοχειρία, η οποία για κάποιον λόγο συνέβη στην οικία του. Το πόρισμα του Διόνυσου αναφέρει απλώς ότι το πτώμα βρέθηκε κρεμασμένο με θηλιά πιστοποιώντας, έτσι, τον θάνατο του Ιέρακος (στ. 15-17: εύρον / αυτὸ απηρτημένον βρό/χω). Τέλος, ακολουθεί η απαραίτητη υπογραφή του γιατρού (στ. 17), η χρονολόγηση του παπύρου (στ. 17-21) και η υπογραφή του υπηρέτου (στ. 21-22: διὸ / [προσφ]ω(νώ)).
Κρίνοντας από τις λίγες διασωθείσες προσφωνήσεις, φαίνεται ότι τα συγκεκριμένα ιατρικά πιστοποιητικά της ρωμαϊκής Αιγύπτου ήταν, από μία σύγχρονη οπτική, σχετικά μη πολύπλοκα. Παρόλα αυτά φαίνεται ότι ήταν αρκετά επαρκή για να εκπληρώσουν δύο σημαντικές λειτουργίες. Πρώτον, πιστοποιούσαν ρητά την αιτία του βίαιου θανάτου ή θανάτου που προερχόταν από ατύχημα ή νόσο. Εδώ, π.χ., συμπεραίνουμε ότι ο γιατρός που εξέτασε τη σορό δεν είδε απλώς το πτώμα κρεμασμένο, κάτι το οποίο θα μπορούσε να το κάνει θεωρητικά ο οποιοσδήποτε, αλλά εξετάζοντάς το συμπέρανε ότι το αίτιο του θανάτου του Ιέρακος ήταν αναμφίβολα ο απαγχονισμός. Δεύτερον, σε περιπτώσεις επιθεώρησης τραυμάτων, ασφαλώς, το μέλημα του γιατρού που συνέτασσε την προσφώνησιν ήταν να δοθεί μία όσο το δυνατόν πιο λεπτομερής περιγραφή των τραυμάτων που προκλήθηκαν.
Το παρόν έγγραφο χρονολογημένο στο έτος 173 μ.Χ. αποτελεί το πρώτο έγγραφο στο οποίο αναφέρεται ο τίτλος του δημοσίου ιατρού. Η ύπαρξη τεσσάρων παπυρικών κειμένων (P.Oslo III 95, BGU II 647, P.Oxy. XVII 2111, P.Oxy. XXXI 2563), χρονολογημένων πριν από το 173 μ.Χ., που μαρτυρούν ιατροὺς να έχουν τις ίδιες αρμοδιότητες με τους κατοπινούς δημοσίους, χωρίς ωστόσο να φέρουν το επίθετο δημόσιος, δημιουργεί ερωτήματα για τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απέκτησαν το συγκεκριμένο επίθετο. Η άποψη ότι αυτό σχετίζεται με την παροχή μισθού στους ιατροὺς ως συνήθεια που πήγαζε από την κλασική και ελληνιστική εποχή (Nanetti 1944· Boswinkel 1956: 186-187· Amundsen – Ferngren 1978: 338-339· Abou Bakr 2003: 83· Hirt Raj 2006: 102) αποδυναμώνεται εξαιτίας της έλλειψης ξεκάθαρων παπυρικών μαρτυριών της ρωμαϊκής και βυζαντινής περιόδου σχετικών με μισθοδοσία των δημοσίων ιατρών (El-Sayed 2012: 266-267· Ρουμπέκας 2017: 99).
Ίσως, ο τίτλος τους οφειλόταν σε πιθανά προνόμια (ατέλειαν και αλειτουργησίαν), που το ρωμαϊκό κράτος συνέχιζε να παραχωρεί με αυτοκρατορικά διατάγματα στους ιατρούς, όταν αυτοί αντεπεξέρχονταν επιτυχώς στη δοκιμασίαν, διαδικασία απόδειξης της ορθής άσκησης του λειτουργήματός τους (Zalateo 1957· Lewis 1965· Abou Bakr 2003: 83· Ρουμπέκας 2017: 99). Ωστόσο, η αναφορά σε δεδοκιμασμένους και όχι σε δημοσίους ιατροὺς μας αποθαρρύνει από το να εικάσουμε ότι η συμπλήρωση του επιθέτου δημόσιος οφειλόταν στο προνόμιο της αλειτουργησίας. Αυτό μάλλον οφειλόταν στο διάταγμα του αυτοκράτορα Αντωνίνου Ευσεβούς στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (Boswinkel 1956: 184 κ.ε.· Torallas Tovar 2004: 189· Ρουμπέκας 2017: 100), ο οποίος περιόρισε σημαντικά τον αριθμό των γιατρών που δικαιούνταν απαλλαγές από τις λειτουργίας και, ως εκ τούτου, η δοκιμασία κατέστη μέσο δημόσιας αναγνώρισης και διάκρισης του υψηλού κοινωνικού status των δεδοκιμασμένων ιατρών (Ρουμπέκας 2017: 101). Το διάταγμα ουσιαστικά υποχρέωνε τους ιατροὺς που κατείχαν αυτή τη διάκριση να συντάσσουν ύστερα από την απαραίτητη εξέταση οι ίδιοι τις αναφορές εν είδει δημοσίας λειτουργίας (Ρουμπέκας 2017: 101), αρμοδιότητα που κατείχαν οι διοικητικοί υπάλληλοι του κράτους, π.χ., ο υπηρέτης, οι δημόσιοι βοηθοί, οι δημόσιοι ταβουλάριοι ή και ριπάριοι (Torallas Tovar 2004: 190-191· Ρουμπέκας 2017: 102 σημ. 419). Αντίθετα οι μη δεδοκιμασμένοι ιατροὶ αναλάμβαναν λειτουργίας ακόμα και ανεξάρτητες από το επάγγελμά τους (Ρουμπέκας 2017: 104). Τέλος με βάση τις ποικίλες σημασίες του επιθέτου δημόσιος (βλ. El-Sayed 2012: 268-269) έχει προταθεί ότι ο δημόσιος είναι ο γιατρός που αντικατέστησε τον πτολεμαϊκό βασιλικὸν ιατρόν, ο οποίος, βέβαια, δεν άπτονταν ιατροδικαστικών καθηκόντων. Το επίθετο μάλιστα μπορεί να υπογραμμίζει απλώς την κατοικία του δημοσίου ιατρού σε μία περιοχή που αναγνωρίζονταν οι γνώσεις του και ταυτόχρονα να υποδεικνύει ότι ο ίδιος εξαιρούνταν από λειτουργίας που δεν άπτονταν των επαγγελματικών του καθηκόντων (El-Sayed 2012: 269).
Τα καθήκοντα του δημοσίου ιατρού ήταν κυρίως ιατροδικαστικά, αφού βασικός του στόχος ήταν πάντα η εξέταση (επιδείν / επιθεωρηθήναι) και κατόπιν η σύνταξη έκθεσης (προσφωνείν) σχετικά με την κατάσταση της υγείας θυμάτων ατυχήματος, βιαιοπραγίας ή νόσου, ενώ σε περιπτώσεις θανάτου η πιστοποίηση της αιτίας του. Αυτό ενισχύεται και από τον τρόπο που δίνονται οι εντολές του στρατηγού του νομού προς αυτούς, εφόσον οι ανώτεροι αξιωματούχοι δεν ζητούν από τον γιατρό να θεραπεύσει αλλά να επιθεωρήσει την κατάσταση του θύματος ή πάσχοντος (El-Sayed 2012: 268). Μάλιστα ιατροὶ (που δεν προσδιορίζονται ως δημόσιοι) κατ’ εξαίρεση και σαφώς σπανιότερα εμφανίζονται να θεραπεύουν και τραύματα, κάτι το οποίο φαίνεται εύλογο σε εμάς, αλλά με βάση τα διασωθέντα παπυρικά έγγραφα μάλλον δεν ήταν. Τούτο εγείρει, ασφαλώς, απορίες σχετικά με τις γνώσεις των ιατρών, για το αν αυτοί μπορούσαν να προβούν στην απαιτούμενη θεραπεία. Ίσως πάλι αυτό να οφειλόταν και στον κατά βάση δικαστικό-διοικητικό και όχι αμιγώς ιατρικό χαρακτήρα των προσφωνήσεων (βλ. αναλυτικότερα Ρουμπέκας 2017: 104-105).
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει μία όψη συναδελφικότητας και ταυτόχρονης δράσης των δημοσίων ιατρών της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου (βλ. σχετικά Abou Bakr 2003: 84), καθώς, όπως παρουσιάζουν οι πάπυροι, ενίοτε περισσότεροι του ενός γιατροί δρούσαν μαζί στο πλαίσιο της εξέτασης ενός περιστατικού και της απαραίτητης κατοπινής σύνταξης της γνωμάτευσης επ’ αυτού. Έτσι, διακρίνουμε μερικές φορές ταυτόχρονη δράση δύο ή ακόμα και τεσσάρων δημοσίων ιατρών.
Προς τον Ισίδωρο, στρατηγό, από τον Διόνυσο, γιο του Απολλοδώρου, εγγονό του Διονυσίου, από την πόλη των Οξυρύγχων, δημόσιο ιατρό. (στ. 5) Σήμερα έλαβα την εντολή από εσένα μέσω του Ηρακλείδη, του βοηθού σου, να επιθεωρήσω τη σορό ενός άνδρα που βρέθηκε απαγχονισμένος, ονόματι Ιέραξ, και να σου υποβάλω οποιαδήποτε αναφορά (στ. 10) σχετικά με αυτό. Ως εκ τούτου, αφού εξέτασα το πτώμα παρουσία του προαναφερθέντος εξουσιοδοτημένου υπαλλήλου σου στο σπίτι του Επαγάθου, γιου του […]υμέρου, γιου του Σαραπίωνα, (στ. 15) στη συνοικία της Πλατείας, το βρήκα να είναι κρεμασμένο από μια θηλιά. Για αυτόν τον λόγο συντάσσω την έκθεση. Κατά το 14ο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Μάρκου Αυρηλίου Αντωνίνου Σεβαστού Αρμενιακού (στ. 20) Μηδικού Παρθικού Μεγίστου Γερμανικού, την 3η Θωθ. (m. 2) Για αυτό καταθέτω την αναφορά.
Απολλωνίω στρα(τηγω) Αρσι(νοίτου) | |
Hρακλ(είδου) μερίδος | |
παρὰ Πεταύτος κωμ[ο]γ̣ρ̣α̣(μματέως) | |
Κερκ(εσούχων) Ό̣[ρο]υς καὶ άλλω̣ν̣ [κ]ω̣(μών). | |
5 | αιτούμενος υπὸ σο[ύ ό]νομ(α) |
εις τὸ καταστήσαι καμή- | |
λους αρσένους σὺν τοίς απὸ | |
τών άλλων κω(μών), δίδωμι | |
τὸν υπογεγρα(μμένον) όντα εύπο- | |
10 | ρον καὶ επιτήδιον. |
έστι δέ· | |
Πνεφερώς Ὀννώφρεως | |
μητ(ρὸς) Ταορσαιέπεως. | |
(έτους) κε Μάρκου Αυρηλίου | |
15 | Κομμόδου Αντωνίνου |
Καίσαρος τού κυρίου | |
Επὶφ ι̅β̅ |
Το παρόν έγγραφο αποτελεί μία υπηρεσιακή-διοικητική επιστολή του κωμογραμματέως Πεταύτος προς τον στρατηγὸν του Αρσινοΐτη νομού, Απολλώνιο (στ. 1-4). Ο Πεταύς –ύστερα από απαίτηση του στρατηγού– προτείνει στον Απολλώνιο ένα άτομο από την κώμη Κερκεσούχα Όρους σε ρόλο επιβλέποντα κατά τη μεταφορά και παράδοση ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 5-7). Μάλιστα, το άτομο αυτό πρόκειται να συνεργαστεί μαζί με τα αντίστοιχα αρμόδια άτομα από άλλες κώμες, που έχουν οριστεί για τον ίδιο σκοπό (στ. 7-8), σχηματίζοντας, έτσι, ένα είδος επιτροπής. Το εν λόγω άτομο, ονόματι Πνεφερώς, γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13), αναφέρεται ότι πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10).
Το αρχείο του κωμογραμματέως Πεταύτος
Τα κείμενα από το αρχείο του Πεταύτος (Seidl 1973: 68-69· Montevecchi 1988: 255· Geens ‒ Broux 2012) σώζονται σε παπύρους των συλλογών της βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου του Μίσιγκαν και του Ινστιτούτου Παπυρολογίας της Κολωνίας. Πρόκειται για τουλάχιστον 134 κείμενα, ενώ ακόμα 6 θεωρούνται αβέβαια (Geens – Broux 2012: 2).
Τα περισσότερα κείμενα αποτελούν δημόσια έγγραφα σχετιζόμενα με το γραφείο του κωμογραμματέως και χρονολογούνται ανάμεσα στα έτη 182 και 187 μ.Χ. H πλειονότητα των εισερχομένων εγγράφων αφορά κυρίως σε επιστολές σταλμένες από ιεραρχικά ανώτερους αξιωματούχους που περιλαμβάνουν τόσο την αρχική επιστολή που εστάλη στους ίδιους όσο και την απαραίτητη συνοδευτική επιστολή του ανωτέρου κρατικού λειτουργού προς τον κωμογραμματέα.
Τα εξερχόμενα έγγραφα συνδέονται κατά κανόνα είτε με αντίγραφα πρωτότυπων εγγράφων είτε με προσχέδια για την προετοιμασία της τελικής εκδοχής εγγράφων, πράγμα το οποίο εξηγεί γιατί αυτά φυλάσσονταν στο αρχείο (Geens – Broux 2012: 2). Άλλα εξερχόμενα έγγραφα, που σχετίζονται με επιστολές προς τον στρατηγὸν του νομού, καταγράφουν προτεινόμενους για διάφορα λειτουργικά αξιώματα-καθήκοντα εντός της κώμης.
Εν κατακλείδι, οι κύριες κατηγορίες εγγράφων του αρχείου συνοψίζονται σε: επιστολές, αιτήσεις, λογαριασμούς, λίστες, ορισμούς λειτουργών, πιστοποιητικά γέννησης, ληξιαρχικές πράξεις θανάτου και γραπτές ασκήσεις (Geens – Broux 2012: 4).
Η διαίρεση της χώρας της Αιγύπτου σε διοικητικές μονάδες: η κώμη Κερκεσούχα Όρους
Αποστολέας της επιστολής είναι ο Πεταύς, κωμογραμματεὺς της κώμης Κερκεσούχων Όρους και των γύρω κωμών (στ. 3-4).
Η κώμη αποτελούσε τη μικρότερη διοικητική μονάδα της αιγυπτιακής χώρας (Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439). Η χώρα της Αιγύπτου χωριζόταν σε μικρότερες διοικητικές μονάδες, τους νομούς. Πρωτεύουσα κάθε νομού ήταν η μητρόπολις, όπου έδρευαν οι διοικητικές αρχές του νομού. Οι νομοί διαιρούνταν περαιτέρω σε τοπαρχίας, ενώ ο Αρσινοΐτης, μεγάλος σε έκταση και πυκνός σε ελληνικό πληθυσμό νομός, χωριζόταν πρώτα σε τρεις μερίδας (Hρακλείδου μερίς, Θεμίστου μερίς, Πολέμωνος μερίς), και αυτές σε επιμέρους τοπαρχίες.
Η Κερκεσούχα Όρους, όπως φανερώνει η λέξη «Όρους», βρισκόταν στην άκρη της ερήμου (Calderini – Daris 1980: 108-109· Calderini – Daris 2003: 60). Η κατάληξη «-σουχα» σχετίζεται με τον Σούχο, τον θεό κροκόδειλο του Φαγιούμ (για την παρουσία, εκτροφή και λατρεία του κροκόδειλου στην Αίγυπτο βλ. Chouliara-Raios 1981· Molcho 2014). Το α΄ συνθετικό της λέξης προέρχεται πιθανώς από τη Δημοτική Αιγυπτιακή (Hagedorn κ.ά. 1969: 25-27).
Το αξίωμα του κωμογραμματέως: η περίπτωση του Πεταύτος
Σχετικά με το αξίωμα του κωμογραμματέως, πρέπει να αναφερθεί ότι επρόκειτο για έναν διοικητικό υπάλληλο συνήθως μεταξύ τριάντα και πενήντα ετών (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35). Τα καθήκοντά του συνδέονταν κυρίως με τη διαχείριση της γης, τους φόρους, τα δάνεια, τις απογραφές, τον θεσμό της λειτουργίας κ.ά. (Criscuolo 1978), ενώ η διάρκεια μίας τυπικής θητείας στο αξίωμα διαρκούσε τρία έτη (Oertel 1917: 158· Lewis 1997β: 35).
Ο Πεταύς ήταν κωμογραμματεὺς μεταξύ του 184 και του 187 μ.Χ. και πιθανώς ανήκε στην εύπορη μεσαία τάξη (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Για την προσωπική ζωή του γνωρίζουμε ότι είχε έναν πατέρα ονόματι Πεταύς (P.Petaus 86, 184-185 μ.Χ.), καθώς και έναν αδελφό με το όνομα Θέων (P.Petaus 31, 183-184 μ.Χ.). Η οικογένειά του καταγόταν από την Καρανίδα του Φαγιούμ.
Εκ πρώτης όψεως προκαλεί εντύπωση ότι ο Πεταύς δεν εμφανίζεται να δραστηριοποιείται ως κρατικός υπάλληλος στον τόπο καταγωγής του. Στη ρωμαϊκή εποχή, ωστόσο, γνωρίζουμε ότι ένας κωμογραμματεὺς ήταν φυσιολογικό να μην εδρεύει στον τόπο κατοικίας-καταγωγής του πιθανώς για λόγους αμεροληψίας (Youtie 1966: 130-132· Hagedorn κ.ά. 1969: 18-20· Lewis 1997β: 35). Συγκεκριμένα, ο Πεταύς έδρευε στην Πτολεμαΐδα Όρμου, ενώ η δικαιοδοσία του εκτεινόταν σε τουλάχιστον πέντε κώμες (Πτολεμαΐς Όρμου, Κερκεσούχα Όρους, Σύρων κώμη, Ψιναρύω, Ηρακλέωνος εποίκιον). Ανάλογα με την κώμη με την οποία σχετίζεται ένα έγγραφο, ο Πεταύς αυτοαποκαλείται ως κωμογραμματεὺς εκείνου του τόπου, με το εύρος της δικαιοδοσίας του να δηλώνεται με τη φράση «καὶ άλλων κωμών».
Το πιο ξεχωριστό στοιχείο σχετικά με τον κωμογραμματέα είναι ότι εκείνος πιθανώς δεν ήξερε να γράφει. Αυτό προκύπτει από τον P.Petaus 121 (περίπου 182-187 μ.Χ.), όπου ο Πεταύς φαίνεται με πόσο κόπο αντιγράφει την υπογραφή του συνολικά δώδεκα φορές. Τα γλωσσικά σφάλματά του δηλώνουν ότι πιθανώς πρόκειται για βραδέως γράφοντα (Geens ‒ Broux 2012: 3). Προφανώς, ήταν εξαιρετικά δύσκολο για την κεντρική διοίκηση μιας εν πολλοίς αναλφάβητης κοινωνίας η εύρεση κάθε τρία χρόνια ενός εγγράμματου κωμογραμματέως (Youtie 1966: 137). Επιπλέον, ο ίδιος ο ρόλος του κωμογραμματέως, ο οποίος ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης, απαιτούσε πιθανώς την ύπαρξη ενός κανονικού γραφέα στο πλάι του (Hagedorn κ.ά. 1969: 21). Τον ρόλο αυτόν μπορεί να είχε ο αδελφός του, αφού, όπως προκύπτει από τον P.Petaus 31 (183-184 μ.Χ.), ο Θέων ήταν ασφαλώς εγγράμματος. Πάντως, ένας κωμογραμματεὺς μπορούσε να είναι μορφωμένος αναλαμβάνοντας συχνά τη σύνταξη εγγράφων εκ μέρους αναλφάβητων ατόμων, χρέος που εκτελούσαν ενίοτε συγγενείς και γνωστοί (Youtie 1975α· Youtie 1975β).
Η χρήση των καμηλών στην αρχαία Αίγυπτο
Παραλήπτης της επιστολής (στ. 1) είναι ο ανώτερος αξιωματούχος και στρατηγὸς του νομού, Απολλώνιος. Από το διάστημα της θητείας του Απολλώνιου υπάρχουν 35 αναφορές παπυρικών εγγράφων σχετιζόμενων με το άτομό του (για έναν πλήρη κατάλογο των σχετικών αναφορών βλ. Whitehorne 2006: 23-24).
Στο παρόν κείμενο, βλέπουμε ότι ο Απολλώνιος είχε ζητήσει από τον κωμογραμματέα να ορίσει κάποιο άτομο (στ. 5) για την επίβλεψη της μεταφοράς και παράδοσης ορισμένων αρσενικών καμηλών (στ. 6-7) στο πλαίσιο του θεσμού της λειτουργίας.
Δυστυχώς, δεν πληροφορούμαστε γιατί οι συγκεκριμένες καμήλες πιθανότατα επιτάχθηκαν (για την επίταξη μεταφορικών ζώων βλ. Oertel 1917: 88 κ.ε. Για τη χρήση των ζώων στο πλαίσιο των μεταφορών στην αρχαία Αίγυπτο βλ. Leone 1988· Leone 1998). Γνωρίζουμε, ωστόσο, ότι καμήλες χρησιμοποιούνταν για στρατιωτικούς λόγους (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 12-20), για προγραμματισμένες αυτοκρατορικές επισκέψεις (BGU I 266 = W.Chr. 245, 217 μ.Χ., στ. 6-10) ή ακόμα και για τη μεταφορά κιόνων από πορφυρίτη (BGU III 762, 163 μ.Χ). Αρσενικές καμήλες συναντάμε και στον P.Flor. II 278 = Ch.L.A. XXV 779 = C.Pap.Lat. 145 (μετά το 203 μ.Χ.), προφανώς γιατί εκείνες μπορούσαν να αντέξουν περισσότερο τις δυσκολίες-κακουχίες (πβ. P.Bas. 2, 190 μ.Χ.).
Η χρήση των καμηλών –συνυπάρχοντας συχνά με άμαξες– έχει καθιερωθεί στην Αίγυπτο ήδη από τον 3ο αι. π.Χ. Τον σημαντικότερο ρόλο, ωστόσο, αναφορικά με τις μεταφορές κατά τη διάρκεια της παπυρολογικής χιλιετίας διαδραμάτιζαν τα γαϊδούρια, το κόστος των οποίων ήταν σαφώς χαμηλότερο σε σχέση με τα προαναφερθέντα μεταφορικά μέσα (Bagnall 1985: 4-5).
Λειτουργοί και λειτουργίαι στην αρχαία Αίγυπτο
Το προτεινόμενο άτομο ονομάζεται Πνεφερώς και είναι γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης (στ. 11-13). Το ρήμα δίδωμι (στ. 8 = υποβάλλω ένα όνομα, προτείνω-ορίζω) είναι συνηθισμένο σε προτάσεις ορισμού λειτουργών του 2ου αι. μ.Χ., ενώ αργότερα χρησιμοποιείται παράλληλα με τα εισ– ή προσαγγέλλω (Lewis 1997β: 59). Το συγκεκριμένο άτομο δεν είναι γνωστό από άλλα κείμενα, κάτι που ισχύει και για τους γονείς του. Μόνο ένας άλλος Πνεφερώς, γιος κάποιου Αροννώφρη και προερχόμενος από την ίδια κώμη, αναφέρεται σε πάπυρο του αρχείου (P.Petaus 108, 185 μ.Χ., στ. 36).
Ο Πνεφερώς πληροί τις απαραίτητες προϋποθέσεις ανάληψης του σχετικού καθήκοντος, καθώς είναι εύπορος και κατάλληλος (στ. 9-10: όντα εύπο/ρον καὶ επιτήδιον l. επιτήδειον). Η σχετική έκφραση αποτελεί μία τυπική εκφραστική φόρμουλα, με την οποία πιστοποιείται ότι ο προτεινόμενος πληροί όλα τα κριτήρια (οικονομικά και μη) για την εκτέλεση των λειτουργικών καθηκόντων. Ο δε λειτουργός στο πλαίσιο της κώμης δεν θα έπρεπε να βρίσκεται γενικά σε κατάσταση ευπορίας, παρά μόνο να κατέχει τα συγκεκριμένα-προκαθορισμένα οικονομικά εφόδια (πόρος), που απαιτούσε το εκάστοτε λειτουργικό καθήκον-αξίωμα για το οποίο προοριζόταν (Drecoll 1997: 76). Διαφορετικά, οι άνθρωποι, των οποίων η περιουσία ήταν χαμηλότερη από την προβλεπόμενη (άποροι), κρίνονταν μη επιλέξιμοι (Lewis 1997β: 74).
Ο Πνεφερώς θα συνεργαστεί μαζί με λειτουργούς από άλλες κώμες (στ. 7-8) στο πλαίσιο μιας επιτροπής, της οποίας η δραστηριότητα πήγαζε από περισσότερα χωριά της κωμογραμματείας μας. Μία παρόμοια επιτροπή συναντάμε στον P.Bas. 2 (190 μ.Χ.), όπου τέσσερα άτομα επιβεβαιώνουν σε μία επιτροπή εξ ευσχημόνων την παραλαβή μερικών επιτεταγμένων καμηλών, τις οποίες οι ίδιοι οφείλουν να μεταφέρουν στη συνέχεια αλλού (για τους ευσχήμονας βλ. Hagedorn κ.ά. 1969: 288-289· Lewis 1993· Lewis 1996: 61-62). Μάλλον δεν διαπράττουμε σφάλμα αν υποθέσουμε ότι και ο Πνεφερώς είχε να επιτελέσει αντίστοιχα καθήκοντα (Hagedorn κ.ά. 1969: 288). Ανάλογη περίπτωση εντοπίζουμε και στον P.Oxy. XII 1414 (271-272 μ.Χ.), όπου οι αναφερόμενοι εκεί καταπομποὶ ζώων φροντίζουν για τη μεταφορά των ζώων.
Η έννοια της λειτουργίας, της προσφοράς υπηρεσιών και οικονομικών πόρων από εύπορους πολίτες στο κοινωνικό σύνολο, είναι γνωστή από την κλασική εποχή (Lewis 1983: 177). Οι μαρτυρίες της ελληνιστικής εποχής φανερώνουν ότι οι Πτολεμαίοι διατήρησαν ένα σύστημα λειτουργιών, χωρίς, ωστόσο, να δεσπόζει στην οικονομική ζωή της Αιγύπτου ή να αποτελεί ιδιαίτερα σημαντική παράμετρο της διοίκησης του κράτους (Παπαθωμάς 2016: 485). Η κατάσταση αλλάζει άρδην τη ρωμαϊκή εποχή, όταν και το σύστημα λειτουργιών άρχισε να συνδέεται με ολοένα και περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής και της διοίκησης (για έναν πλήρη κατάλογο των λειτουργικών αξιωμάτων βλ. Lewis 1997β).
Με τα λειτουργικά καθήκοντα ήταν επιφορτισμένα κυρίως τα δύο κατώτατα κοινωνικά στρώματα: οι κάτοικοι των μητροπόλεων και της υπαίθρου. Εξαιρούνταν από αυτά οι Ρωμαίοι πολίτες, οι πολίτες των τεσσάρων «ελληνικών» πόλεων (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 486), καθώς και άλλες κατηγορίες πολιτών, όπως οι πρωταθλητές, οι επιστήμονες κ.ά.
Παρά τον τιμητικό χαρακτήρα της, η ανάληψη κάποιας λειτουργίας ήταν συχνά ανεπιθύμητη, αφού σχετιζόταν με σημαντικό οικονομικό κόστος, καταβολή μόχθου, απώλεια χρόνου και ανάληψη επικίνδυνων ευθυνών. Έτσι, δεν αποτελεί έκπληξη ότι οι περισσότεροι προσπαθούσαν παντί τρόπω να αποφύγουν την ανάληψη μιας λειτουργίας.
Προς τον Απολλώνιο, στρατηγό της μερίδας του Ηρακλείδου του Αρσινοΐτη (νομού)· εκ του Πεταύτος, γραμματέα της κώμης Κερκεσούχων Όρους και άλλων κωμών. (στ. 5) Καθώς μου ζητείται από εσένα να ορίσω ένα άτομο για τη μεταφορά αρσενικών καμήλων μαζί με τα αντίστοιχα άτομα από τις υπόλοιπες κώμες, προτείνω τον κάτωθι αναφερόμενο, ο οποίος είναι εύπορος (στ. 10) και κατάλληλος. Αυτός είναι ο εξής: ο Πνεφερώς, ο γιος του Οννώφρη και της Ταορσαιέπης. Έτος 25ο του Μάρκου Αυρηλίου (στ. 15) Κομμόδου Αντωνίνου Καίσαρα, του Κυρίου μας, 12η Επείφ.
Ατα̣[ -ca- Α]π̣οώ[σιος] Σ[τ]σ̣[τ]ο̣το- | |
ήτις Ὥρου χαίρη̣ν. | |
ομολογώ π̣ε̣π̣ρακέν̣[αι] | |
σοι κάμηλον θήλειαν | |
5 | κολοβὴν `φυρρὴν΄ κεχαρακ- |
μέ̣ν̣η̣ν επὶ τω δεξιω | |
μ̣η̣ρ̣ώ̣ι ΘΕ κ̣α̣ὶ̣ απέχ̣ω̣ | |
τὴν συνπεφωνη- | |
μένην τιμὴν α̣ρ̣γ̣υ̣- | |
10 | ρίου δρακχμ̣ὰ̣ς̣ φεν- |
τακοσίας οκδοή̣κον- | |
τα καὶ βεβαιώ̣σ̣[ω] σοι | |
πάσι βεβαιώσ̣ω κα- | |
θὼς πρόκιται. | |
15 | (έτους) κα Αντωνείνου |
Καίσαρος [τ]ού κ̣υρίου. | |
Μεσορὴ κη. |
Το ανωτέρω νομικό έγγραφο αποτελεί χειρόγραφον, το οποίο σώζει την πώληση μιας θηλυκιάς καμήλας έναντι πεντακοσίων ογδόντα ασημένιων δραχμών. Ο πωλητής αναγνωρίζει ‒σε α΄ ενικό πρόσωπο, κατά τη συνήθη πρακτική‒ την πώληση του ζώου (στ. 3 και 7), το οποίο περιγράφεται αναλυτικά από αυτόν (στ. 4-7). Ακολουθεί η τιμή πώλησης (στ. 9-11), η διαβεβαίωσή της (στ. 12-14) και η ημερομηνία (στ. 15-17).
Πολυάριθμα νομικά έγγραφα αγοραπωλησιών έχουν σωθεί στους πάπυρους της ελληνορωμαϊκής Αιγύπτου. Στις αγοραπωλησίες υπάρχει η εξής σχέση μεταξύ των δικαιοπρακτούντων: ο πωλητής έχει την κυριότητα ενός πράγματος και επιθυμεί τη μεταβίβασή της μέσω της πώλησης, προκειμένου να αποκτήσει ένα χρηματικό ποσό, ενώ ο αγοραστής επιθυμεί την απόκτηση της κυριότητας αυτού του πράγματος δίνοντας ως αντάλλαγμα το αναλογούν προς την αξία αυτού τίμημα (Pringsheim 1950: 86).
Το μεγαλύτερο μέρος τού μέχρι σήμερα δημοσιευθέντος παπυρολογικού υλικού που αφορά σε αγοραπωλησίες περιλαμβάνει κυρίως πωλήσεις αγροτικών και αστικών ακινήτων καθώς και δούλων. Αντιθέτως, οι πωλήσεις ζώων είναι ολιγάριθμες, πιθανόν γιατί ως δικαιοπραξίες με λιγότερη επισημότητα και βαρύτητα δεν φυλάσσονταν από τους ιδιώτες στα αρχεία τους (Keenan – Manning – Yiftach-Firanko 2014: 277).
Η αγοραπωλησία απαιτούσε την ταυτόχρονη εκπλήρωση της μεταφοράς των αγαθών και της καταβολής του χρηματικού ποσού, για να θεωρηθεί η δικαιοπραξία ολοκληρωμένη. Το έγγραφο που συντασσόταν αποτελούσε το πειστήριο (ad probationem) της αμφοτέρωθεν πραγμάτωσης αυτών των υποχρεώσεων (Keenan – Manning – Yiftach-Firanko 2014: 278). Πριν όμως από την ίδια την αγοραπωλησία προηγούταν μία ανεπίσημη συμφωνία (Pringsheim 1950: 157)· αν δεν συμφωνηθεί η τιμή και δεν οριστούν τα προς πώληση αγαθά δεν μπορεί να υπάρξει αγοραπωλησία. Στα νομικά έγγραφα αγοραπωλησιών που μας σώζονται σε πάπυρο η προϋπόθεση της ταυτόχρονης μεταφοράς του πράγματος και καταβολής του χρηματικού ποσού είναι εμφανέστατη ήδη από την πτολεμαϊκή περίοδο, οπότε η μορφή «απέδοτο-επρίατο» είναι κυρίαρχη (Taubenschlag 1944: 245). Αργότερα, κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, επικρατεί η μορφή της ομολογίας ex latere venditoris, «ομολογώ-εί πεπρακέναι–καὶ απέχω-ει τὴν τιμήν», όπως ακριβώς και στην ανωτέρω πώληση καμήλας (Pringsheim 1950: 109).
Επιπροσθέτως, σύμφωνα με τους στ. 12-14 ο πωλητής οφείλει να βεβαιώσει το περιεχόμενο του νομικού εγγράφου (καθὼς πρόκειται), δηλαδή την πώληση. Η βεβαίωσις είναι η εγγύηση του πωλητή για τη μεταβίβαση του αγαθού σε περίπτωση διεκδίκησής του από τρίτο. Η διεκδίκηση αυτή μπορεί να ανακύψει σε περίπτωση που ο πωλητής δεν είναι ο ιδιοκτήτης του αγαθού που πωλήθηκε και ως εκ τούτου επιβάλλεται σε αυτόν πρόστιμο (Pringsheim 1950: 429-430· Taubenschlag 1944: 246). Αν ο πωλητής ή ο εγγυητής αρνούνταν να επιβεβαιώσουν τη νομιμότητα της πώλησης, ο αγοραστής θα μπορούσε να προχωρήσει σε δίκην βεβαιώσεως (Pringsheim 1950: 431). Επίσης, η ρήτρα βεβαιώσεως προστάτευε τον αγοραστή και από τον πωλητή σε περίπτωση που αυτός αμφισβητούσε τη μεταβίβαση της κυριότητας του αγαθού. Πρόκειται για μία σημαντική ρήτρα, η οποία χρησιμοποιείται για να αποτρέψει επικείμενες έριδες επί του μεταβιβασθέντος αγαθού (Rupprecht 1982: 245· Keenan – Manning – Yiftach-Firanko 2014: 297).
Το αντικείμενο αγοραπωλησίας στον P.Vind.Worp 9 είναι μια καμήλα. Η καμήλα αποτελούσε σημαντικό μέσο μεταφοράς και ζώο εργασίας γενικότερα στην ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή Αίγυπτο (Leone 1988). Τα στοιχεία που προσφέρει η περιγραφή της καμήλας στο χειρόγραφον αγοραπωλησίας βοηθούν στην ταυτοποίηση του ζώου. Συγκεκριμένα αναφέρονται το φύλο (θήλειαν), το χρώμα (πυρρήν), αλλά και πιο ειδικά στοιχεία, όπως η κομμένη ουρά (κολοβήν) και το πυροσφράγισμα με τα γράμματα ΘΕ (). Τα γράμματα του πυροσφραγίσματος, το οποίο γινόταν συνήθως στον δεξιό μηρό ή στο δεξί σαγόνι, πιθανόν να ήταν τα αρχικά γράμματα του πρώτου ιδιοκτήτη της καμήλας (Worp 1972: 97).
Ο Απ[ ] του Αποώση χαιρετίζει τον Στοτοήτη του Ώρου. Αναγνωρίζω ότι σου έχω πουλήσει τη θηλυκιά, (στ. 5) κολοβή, κοκκινοκαφετί καμήλα, χαραγμένη με τα γράμματα ΘΕ πάνω στον δεξιό μηρό, και έχω εισπράξει τη συμφωνηθείσα τιμή (στ. 10) των πεντακοσίων ογδόντα ασημένιων δραχμών και θα σου εγγυηθώ την ως άνω πώληση με κάθε μέσο. (στ. 15) Κατά το 21ο έτος του Αντωνίνου Καίσαρα του Κύριου, την 28η του (μήνα) Μεσορή.
1 | [Α]υτοκράτωρ Καίσ̣[αρ Μ(αρκος) Αυρήλι]- |
[ος 〚Κόμμοδος] Α̣ν̣τ̣[ωνίνος〛 Σε]- | |
[βαστὸς Ευσ]ε̣βὴς [— — — — —] | |
[— — — — — — — — — — — —] | |
4 | εγὼ π̣[— — — — — — — — —] |
5 | ο πρε̣[σβευτὴς? — — — — —] |
τών ο[— — — — — — — — —] | |
υμετ[ερ— — — — — — — —] | |
[— — — — — — — — — — —] | |
[— — — — — — — — —]α̣ καὶ | |
10 | [μυστηρίω]ν κεκοινωνηκὼς |
[ώ]στε εξ εκείνου δίκαιος | |
άν είην ομολογών καὶ τὸ | |
Ευμολπίδης είναι. αναλαμ- | |
βάνω δέ καὶ τὴν τού άρχοντος̣ | |
15 | προσηγορίαν, καθ’ ἃ ἠξιώσατε, |
ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | |
μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό- | |
τερόν τε καὶ σεμνότερον, | |
εί γέ τινα προσθήκην επιδέ- | |
20 | χοιτο, τοίν Θεοίν αποδοθεί- |
η καὶ διὰ τὸν άρχοντα τού τών | |
Ευμολπιδών γένους, όν προ- | |
εχειρίσασθε, αυτός τε μὴ δο- | |
κοίην, ενγραφεὶς καὶ πρότε- | |
25 | ρον εις τοὺς Ευμολπίδας, |
παραιτείσθαι νύν τὸ έργον | |
τής τειμής, ήν πρ̣ὸ̣ τ̣ής αρχής | |
[τ]α̣ύ̣της εκαρπωσάμην. | |
vacat έρρωσθε. | |
vacat |
Η επιστολή περιέχει την αποδοχή του Κομμόδου στο αίτημα των Ευμολπιδών να αναλάβει το αξίωμα του άρχοντα του αθηναϊκού γένους. Χρονολογείται μεταξύ των ετών 182 και 190, καθώς ο Κόμμοδος έλαβε το επίθετο Pius («Ευσεβὴς», στ. 3) λίγο πριν από τις 3 Ιανουαρίου 183, και μάλλον πριν το έτος 190/1 όταν ανέλαβε το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» στα Μυστήρια, το οποίο δεν μνημονεύεται στην επιγραφή (Oliver Greek Constitutions, 418-419). Το κείμενο είναι δυσνόητο σε κάποια σημεία και παρουσιάζει περίπλοκες διατυπώσεις. Ίσως ο Κόμμοδος επιθυμούσε να εντυπωσιάσει τους Αθηναίους με την «παιδεία» του και την «επιδεικτική λεπτότητα» του. Επίσης, ενδιαφέρουσα είναι η χρήση του ρήματος «παραιτούμαι» («παραιτείσθαι», στ. 26) από τον Κόμμοδο, η οποία απαντά ήδη στα Res Gestae του Αυγούστου («ου παρητησάμην τὴν επιμέλειαν τής αγορας», RGDA 5) και σε άλλα αυτοκρατορικά κείμενα όπου δηλώνεται πάντα η (ευγενική) απόρριψη (για παράδειγμα, Oliver, Greek Constitutions 19 και 23, όπου ο Κλαύδιος απορρίπτει την απόδοση λατρευτικών τιμών από τους Αλεξανδρείς και τους Θασίους αντίστοιχα).
Το όνομα του Κομμόδου, μαζί με το όνομα γένους του («Αντωνίνος») έχει απαλειφθεί από τον δεύτερο στίχο του κειμένου της επιγραφής εξαιτίας της damnatio memoriae που του επιβλήθηκε με σφοδρότητα από τη Σύγκλητο αμέσως μετά από τον θάνατό του το 192 μ.Χ. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή πρακτική της damnatio memoriae, το όνομα του προσώπου του οποίου η μνήμη καταδικαζόταν επίσημα από τη Σύγκλητο, έπρεπε να απαλειφθεί από όλα τα δημόσια μνημεία (για το φαινόμενο της damnatio memoriae, βλέπε αναλυτικά Flower 2006). Σύμφωνα με τις πηγές, στην περίπτωση του Κομμόδου, η μνήμη του «αχρείου μονομάχου» έπρεπε να απαλειφθεί εντελώς (impuri gladiatoris, SHA, Comm. 19.1, πρβλ. Hekster 2002, 161). Βέβαια, παρ’ όλο που η απαλοιφή του αυτοκρατορικού ονόματος έγινε προσεκτικά στο κείμενο της επιγραφής, ήταν δυνατό την εποχή του Raubitschek να διαβαστούν τα πρώτα τρία γράμματα της λέξης «Αντωνίνος» στον δεύτερο στίχο.
Ο Κόμμοδος μυήθηκε στα Μυστήρια πριν αναγορευτεί ακόμα αυτοκράτορας, μαζί με τον πατέρα του Μάρκο Αυρήλιο το φθινόπωρο του 176. Η μύηση πατέρα και γιου ακολουθούσε το πρότυπο του Αυγούστου και του Αδριανού, Ρωμαίων αυτοκρατόρων που επίσης μυήθηκαν, όπως και το πιο πρόσφατο του Λουκίου Ουήρου, μόλις το 162 (I. Eleusis 483, στ. 23-25, 503, στ. 13). Έτσι, Μάρκος Αυρήλιος και Κόμμοδος εντάχθηκαν σε ένα περιορισμένο σύνολο Ρωμαίων αυτοκρατόρων που είχαν μυηθεί στα Μυστήρια.
Η αυτοκρατορική επιστολή ξεκινά με τον τέταρτο στίχο, όπου μετά την απαρίθμηση των τίτλων του Κομμόδου απαντά εμφατικά το υποκείμενο «εγὼ». Στη συνέχεια, ο Κόμμοδος αναφέρεται στη μύησή του στα Μυστήρια και στην ιδιότητά του ως μέλους του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών και αποδέχεται τον τίτλο του άρχοντα του γένους που του προσφέρεται. Είναι φανερό από το κείμενο της επιγραφής (στίχοι 10-15 και 24-25), ότι ο Κόμμοδος πρώτα έγινε μέλος του γένους των Ευμολπιδών και στη συνέχεια ανέλαβε τη θέση του άρχοντα του γένους (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 379-380). Ο ορισμός του δηλαδή σ’ αυτή τη θέση έγινε σταδιακά, αν και δεν γνωρίζουμε πόσο διάστημα μεσολάβησε από την ημερομηνία εισδοχής του στο γένος έως τον ορισμό του ως άρχοντα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι ο Κόμμοδος γίνεται ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αναλαμβάνει άρχοντας ενός αθηναϊκού γένους, όταν ο μυημένος Λούκιος Ουήρος ήταν μόνο μέλος του ίδιου γένους των Ευμολπιδών (I. Eleusis 483, στ. 25-26, πρβλ. Clinton 1989, 1529-1530, Oliver 1949: απέναντι από τη σελίδα 248 για έναν κατάλογο Ρωμαίων που εντάχθηκαν στους Ευμολπίδες). Φαίνεται πως ο Κόμμοδος βασίστηκε στο σχετικά πρόσφατο πρότυπο του Λουκίου Ουήρου, το οποίο και ξεπέρασε με την ανάληψη της ιδιότητας του άρχοντα του γένους. Το γένος των Ευμολπιδών συνδεόταν στενά με τα Μυστήρια, καθώς οι ιεροφάντες επιλέγονταν μεταξύ των μελών του (Clinton 1974, 8). Η εισδοχή στο γένος ή σ’ αυτό των Κηρύκων ήταν απαραίτητο προαπαιτούμενο για να αναλάβει κανείς τα σημαντικότερα ιερατικά αξιώματα των Ελευσινίων Μυστηρίων. Επομένως, με την ένταξή του στους Ευμολπίδες, άνοιξε ο δρόμος για να αναλάβει ο Κόμμοδος σημαντικά αξιώματα στο πλαίσιο των Μυστηρίων και να συνδεθεί στενότερα με τα ιερά δρώμενα για τα οποία πρέπει οπωσδήποτε να έτρεφε και προσωπικό ενδιαφέρον.
Εδώ, αξίζει να σημειώσουμε πως, με δεδομένο ότι τόσο ο Λούκιος Ουήρος, όσο και ο Κόμμοδος ήταν μέλη των Ευμολπιδών, θα μπορούσε να προταθεί ότι και ο Μάρκος Αυρήλιος ήταν Ευμολπίδης (έτσι, Clinton 1989, 1531, 1534, σημ. 181, Camia 2017, 49). Όμως, δεν υπάρχουν αρχαίες μαρτυρίες που θα μπορούσαν να τεκμηριώσουν άμεσα αυτή την οπωσδήποτε δελεαστική σύνδεση.
Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι στον επίλογο της επιστολής του (στ. 26-28), ο Κόμμοδος εκφράζει ρητά ότι νιώθει υποχρεωμένος να ανταποδώσει στην τιμή που του έγινε. Η ανταπόδοση σε μια τιμή είναι αναπόσπαστο τμήμα του φαινομένου του ευεργετισμού, αλλά δεν αναφέρεται στις τιμητικές επιγραφές για ευνόητους λόγους. Εδώ, ο Κόμμοδος τονίζει το γεγονός αυτό για να υπογραμμίσει το μέγεθος της τιμής, άρα και της ανταπόδοσης στην οποία προχωρά, αφού η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα του αθηναϊκού γένους των Ευμολπιδών από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα είναι μοναδικό περιστατικό, όπως φυσικά και η ανάληψη των αθηναϊκών πολιτικών δικαιωμάτων από τον ήδη αυτοκράτορα Κόμμοδο, καθώς ο Αδριανός ήταν συγκλητικός όταν έγινε Αθηναίος πολίτης. Ως άρχοντας των Ευμολπιδών, ο Κόμμοδος πρέπει να συνεισέφερε οικονομικά στο ιερό και σ’ αυτή την ανταπόδοση πρέπει να αναφέρεται ο όρος «έργον» στον στίχο 26 (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 380 contra Οliver 1950, 177 ότι το «έργον» ήταν η ανάληψη του αξιώματος του πανηγυριάρχη στα επόμενα Μυστήρια).
Η ανάληψη του αξιώματος του άρχοντα των Ευμολπιδών εντάσσεται σε μια σειρά ενεργειών του Κομμόδου με τις οποίες επιχείρησε να συνδεθεί προσωπικά με την Αθήνα. Για παράδειγμα, ανέλαβε το αξίωμα του επώνυμου άρχοντα στην Αθήνα το 188/9 (Raubitschek 1949, 279-280, Follet 1976, 140), αν και in absentia. Έτσι, ακολούθησε το πρότυπο του Αδριανού, που ήταν επίσης επώνυμος άρχοντας το 112 αλλά ενόσω ήταν ακόμα ιδιώτης. Άρα, ο Κόμμοδος ήταν ο πρώτος Ρωμαίος αυτοκράτορας που αποτέλεσε ταυτόχρονα και επώνυμο άρχοντα στην Αθήνα. Μάλιστα, δεν φαίνεται να ανέλαβε άλλο ανώτατο αξίωμα σε επαρχιακή πόλη, σε αντίθεση με τον Αδριανό. Η σημασία του παραδείγματος του Αδριανού φαίνεται από το γεγονός ότι ο Κόμμοδος έγινε και Αθηναίος πολίτης και μάλιστα ενεγράφη στον δήμο της Βήσας, στον οποίο ήταν δημότης ο Αδριανός (Mitropoulos 2022, 149-151) και ίσως διετέλεσε αγωνοθέτης στα «Αθήναια» το 189/90 (IG II2 2116, στ. 18-21, πρβλ. Follet 1976, 319-320, Camia 2011, 99, σημ. 383, 102, σημ. 396). Ο προσωπικός χαρακτήρας των ενεργειών του στην πόλη αποτυπώνεται και από το εντυπωσιακό «εγὼ» στο κείμενο της επιστολής (στ. 4). Με αυτόν τον τρόπο, ο αυτοκράτορας τόνισε την προσωπική τιμή που ένιωσε και προσέδωσε στην απόκρισή του ένα οικείο ύφος (I. Eleusis II, σελ. 379).
Οι λόγοι για τους οποίους αποδέχτηκε το αξίωμα αναφέρονται ρητά στην επιστολή του προς το γένος: ὡς τά τε απόρρητα τής κατὰ τὰ | μυστήρια τελετής ενδοξ̣ό|τερόν τε καὶ σεμνότερον […] τοίν Θεοίν αποδοθεί|η (στ. 16–21), δηλαδή για να λάβουν οι τελετές των Μυστηρίων μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα. Έτσι, ο Κόμμοδος διατρανώνει τον σεβασμό του προς την αρχαία εορτή και το «θρησκευτικό» κίνητρό του να προωθήσει περαιτέρω τις ιερές τελετές. Επιπλέον, αναγνωρίζει στο τέλος της επιστολής ότι έπρεπε να εκπληρώσει το καθήκον του ως ανταπόδοση για την τιμή να αποτελεί μέλος των Ευμολπιδών (στ. 21-28). Πράγματι, είναι ενδιαφέρον ότι ο αυτοκράτορας ανέλαβε επίσης το αξίωμα του «πανηγυριάρχη» των Μυστηρίων περίπου το έτος 191, ένα δαπανηρό καθήκον, καθώς θα έπρεπε να προσφέρει τα απαραίτητα ποσά για την τέλεση της «πανηγύρεως» (I. Eleusis 514, στ. 3, πρβλ. Clinton 1989, 1534). Έτσι, η άνευ προηγουμένου ανάληψη των αξιωμάτων του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, καθώς και του «πανηγυριάρχη» από τον ίδιο τον αυτοκράτορα ενίσχυσε σημαντικά το κύρος και τη φήμη των Μυστηρίων.
Ο Μάρκος Αυρήλιος είχε προχωρήσει σε επισκευές στο ιερό της Ελευσίνας το 176, καθώς είχε πληγεί από την επιδρομή των Κοστοβόκων το 170, και το επανέφερε στην προηγούμενη δόξα του, για παράδειγμα ολοκληρώνοντας τα Μεγάλα Προπύλαια, μία πύλη που είχε ξεκινήσει από τον Αδριανό και αναπαρήγε τα Προπύλαια της Ακρόπολης (Mitropoulos 2022, 147). Επομένως, ο Κόμμοδος συνέχιζε μια ήδη υπάρχουσα αυτοκρατορική ευεργετική πολιτική προς την Ελευσίνα και τα Μυστήρια της. Συνδεόμενος μ’ αυτά, ο αυτοκράτορας ενδυνάμωνε τον δεσμό του με την Αθήνα, καθώς τα Μυστήρια αποτελούσαν ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. σημαντικό σύμβολο της πόλης, μια σύλληψη που καλλιέργησε και ο Αδριανός τον 2ο αι. και προβαλλόταν αρχιτεκτονικά με μνημεία του ιερού, όπως τα προαναφερθέντα Μεγάλα Προπύλαια. Αυτή η σύνδεση αξιοποιήθηκε και από το Πανελλήνιο, το οποίο διατήρησε στενό δεσμό με το ιερό (ενδεικτικά, Clinton 1998, 175).
Οπωσδήποτε, το αυτοκρατορικό παράδειγμα και ιδίως του Αδριανού, του Λουκίου Ουήρου και του πατέρα του Μάρκου Αυρηλίου, έπαιξε σημαντικό ρόλο για τις πράξεις του Κομμόδου στην Αθήνα. Όμως, ο Κόμμοδος προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, καθώς επιθυμούσε να ξεπεράσει τους προηγούμενους αυτοκράτορες μέσω της σύναψης στενών προσωπικών δεσμών με την Αθήνα και ιδίως μέσω της άνευ προηγουμένου ανάληψης δύο διαφορετικών αξιωμάτων άρχοντα: αυτό του άρχοντα επώνυμου και του άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών. Ασφαλώς, τόσο η πόλη, όσο και το ίδιο το γένος θα του απηύθυναν το αίτημα, καθώς είναι προφανή τα συμβολικά και οικονομικά οφέλη ενός αυτοκράτορα – Αθηναίου πολίτη που θα ήταν και άρχοντας της πόλης και ενός εκ των επιφανέστερων γενών, συνδεδεμένου με τα Ελευσίνια Μυστήρια. Αλλά ήταν ο Κόμμοδος που αποδέχθηκε πρόθυμα τα δύο αξιώματα και αργότερα αυτό του «πανηγυριάρχη» και έτσι αποτέλεσε συνειδητά έναν συνδετικό κρίκο μεταξύ του ένδοξου αθηναϊκού παρελθόντος και του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού παρόντος. Οι πράξεις του ήταν σε συμφωνία με την αυτοκρατορική παράδοση του Αδριανού και των Αντωνίνων, αλλά παρέμεναν πρωτότυπες και άνευ προηγουμένου. Μάλιστα, αν ο Κόμμοδος διετέλεσε και αγωνοθέτης στα «Αθήναια», τότε ο δεσμός του αυτοκράτορα με την Αθήνα παρουσιάζεται ακόμα πιο στενός και η προσωπική και πολύπλευρη ανάμειξή του στη δημόσια ζωή της πόλης περισσότερο εντυπωσιακή.
Η στενή σύνδεση του Κομμόδου με τα Ελευσίνια Μυστήρια ενδέχεται να επηρέασε επιφανείς άντρες της ελληνορωμαϊκής Ανατολής. Για παράδειγμα, ο Μάρκος Γάβιος Γαλλικανός, ύπατος μεταξύ των ετών 180 και 185 και ανθύπατος της Ασίας έγινε μέλος των Ευμολπιδών το 200, δηλαδή μόλις λίγα χρόνια μετά από τον Κόμμοδο (I. Eleusis 625). Είναι λοιπόν πιθανόν πως ο Γαλλικανός επηρεάστηκε από το πρότυπο του Κομμόδου, αν και δεν έγινε άρχων του γένους, ίσως για να αποφύγει δυνητικά επικίνδυνες συγκρίσεις με τον νεκρό πια αυτοκράτορα, αλλά «αδελφό» του τότε αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου σύμφωνα με την επίσημη Σεβήρεια ιδεολογία. H ένταξη στο γένος των Ευμολπιδών προσέφερε μεγάλο κύρος και ενίσχυε το κοινωνικό κεφάλαιο του επιφανούς τιμώμενου, ιδίως μετά την αυτοκρατορική σύνδεση με το αθηναϊκό γένος. Πράγματι, η εισδοχή Ρωμαίων στους Ευμολπίδες ήταν σπάνιο προνόμιο (Oliver 1949, 248 για έναν κατάλογο γνωστών περιπτώσεων, πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 372, 400). Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και άλλοι παράγοντες για την επιλογή του Γαλλικανού, όπως η σύνδεση των Μυστηρίων με το Πανελλήνιον ή άλλα προσωπικά κίνητρα (πρβλ. I. Eleusis II, σελ. 400). Το πρότυπο του Κομμόδου θα αποτέλεσε όμως μία εκ των βασικών αιτιών.
Θραύσμα a
Ο Αυτοκράτωρ Καίσαρ Μάρκος Αυρήλιος Κόμμοδος Αντωνίνος Σεβαστός Ευσεβής (…)
Θραύσμα c
Εγώ ….
Ο πρεσβευτής; ….. τα δικά σας (….)
Θραύσμα b
(…) και αφού έχω πάρει μέρος στα Μυστήρια ώστε μ’ αυτόν τον τρόπο θα ήταν δίκαιο έπειτα να συμφωνήσω να είμαι και Ευμολπίδης. Αναλαμβάνω και τον τίτλο του άρχοντα των Ευμολπιδών, όπως με θεωρήσατε άξιο, ώστε τα απόρρητα της τελετουργίας των Μυστηρίων να αποδοθούν στις Θεές με μεγαλύτερη μεγαλοπρέπεια και επιβλητικότητα, αν λάβουν κάποια περαιτέρω προσθήκη, ακόμα και χάρη στον άρχοντα του γένους των Ευμολπιδών, τον οποίο εκλέξατε, και για να μην δίνεται η εντύπωση ότι εγώ ο ίδιος, έχοντας εγγραφεί προηγουμένως στους Ευμολπίδες, αρνούμαι τώρα τις πρακτικές υποχρεώσεις της τιμής, την οποία επωφελώς (για το κύρος μου) δέχθηκα πριν αναλάβω αυτό το αξίωμα. Να είστε καλά.
Νίκαν μέν Πτολεμαίου επώνυμοι Ατταλίδας τε | |
λαὸς έλεν, φυλας τ’ έκγονοι Ἁδριανού, | |
Αιγείδας τε φερεστέφανος, Πανδειονίδαι τε | |
αίμα τ’ Ερεχθειδαν, κούροι εγερσιβόαι. | |
5 | Ῥυθμοίσιν δ’ έσποντο πολυπτύκτοις Αγαθοκλε<ύ>ς |
[. . .]σοις, αυλοβόαν Ζώσιμον οσσόμενοι. | |
[..ca. 5-7…] αρχεν Αθανάοις, έντυνε δέ μολπάν | |
[χρησάμε]νος (?) ψαλμοίς αμφικρότοισι Τρύφων. | |
[nomen δ’ αμφ]ὶ άνασσα Χοραγία, αμφὶ δέ Νίκα | |
10 | [έσπετο οι κλει]νά τ’ Αγλαΐα τρίποδος. |
vacat |
Πρόκειται για ανάθεση τρίποδα μετά από νίκη σε αγώνα διθυράμβου στα Μεγάλα Διονύσια την εποχή της δυναστείας των Αντωνίνων. Στο έμμετρο κείμενο αναφέρονται όλα τα μέλη της νικήτριας ομάδας: οι φυλές από τις οποίες προέρχονταν οι χορευτές, ο ποιητής-συνθέτης Αγαθοκλής, ο αυλητής Ζώσιμος, ένας μουσικός έγχορδου οργάνου με το όνομα Τρύφων, ο επώνυμος άρχοντας της Αθήνας και βέβαια ο χορηγός που χρηματοδότησε τη συγκεκριμένη ομάδα (τα ονόματα των δύο τελευταίων δεν σώζονται).
Ο διθύραμβος ήταν τραγούδι προς τιμήν του Διονύσου. Στην Αθήνα των κλασικών χρόνων αγώνες διθυράμβου γίνονταν με βεβαιότητα στα Μεγάλα Διονύσια, Παναθήναια και Θαργήλια. Τα μέλη των χορών ορίζονταν κατά φυλές. Κάθε φυλή διαγωνιζόταν με δύο χορούς: έναν στην κατηγορία των ανδρών και έναν στην κατηγορία των παίδων. Στα Μεγάλα Διονύσια κάθε χορός είχε 25 μέλη. Τα έξοδα των χορών καλύπτονταν από τους χορηγούς.
Το ότι το αγώνισμα του διθυράμβου διατηρήθηκε ως την ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή, οφείλεται κυρίως στον συντηρητισμό που διέκρινε το επίσημο πρόγραμμα των ελληνικών αγώνων (Aneziri 2014). Στη διατήρηση του διθυράμβου συνέβαλε και η σύνδεσή του με τη λατρεία, ενώ βλέπουμε επίσης ότι οι φυλές εξακολουθούσαν να έχουν ενεργό ρόλο στο συγκεκριμένο αγώνισμα (Wilson 2000: 198-262).
Οι ολιγάριθμες χορηγικές επιγραφές της αυτοκρατορικής περιόδου παρέμειναν σε μεγάλο βαθμό στη σκιά των πολυάριθμων επιγραφών της κλασικής και ελληνιστικής περιόδου (Follet – Peppas-Delmouzou 2001). Διακρίνονται χρονικά σε δύο υποπεριόδους: τη φλαβιανή (69-96 μ.Χ.), με παραδείγματα τις IG II2 3112· 3113 (= ΕΜ 9515)· 3114 και 3115 (= ΕΜ 9517), και την αντωνίνεια (96-192 μ.Χ.) με παραδείγματα, εκτός της εξεταζόμενης, τις IG II2 3116 (= ΕΜ 2867)· 3117 (= ΕΜ 8351+8352+4591)· 3119 (= ΕΜ 9516+2271+2320+5946).
Στην ύστερη εποχή που ανήκει η επιγραφή μας παρατηρούνται δύο σημαντικές αλλαγές στους αγώνες διθυράμβου: 1) Οι δεκατρείς πια φυλές των Αθηναίων καταμερίζονται, σε δύο ομάδες των έξι ή επτά φυλών ή σε τρεις ομάδες των τεσσάρων ή πέντε φυλών, οι οποίες διαγωνίζονταν μεταξύ τους. 2) Ο αριθμός των χορευτών μειώνεται από πενήντα σε εικοσιπέντε, διότι ήταν πια δύσκολο για μια φυλή ή μια ομάδα φυλών να βρίσκει σε τακτά χρονικά διαστήματα πενήντα άτομα ικανά και πρόθυμα να συμμετέχουν σε ένα αγώνισμα τόσο περίπλοκο και όχι ιδιαίτερα δημοφιλές, ενώ επιπλέον οι χοροί του διθυράμβου και του δράματος παρέμεναν ιδιαίτερα δαπανηροί. Έτσι, εξασφαλιζόταν μεγάλη μείωση των δαπανών και συμμετοχή όλων των φυλών –έστω και μη αυτόνομα– στους αγώνες.
Τη δυσκολία των φυλών να συγκροτήσουν διθυραμβικούς χορούς επιβεβαιώνει ίσως και μια χορηγική επιγραφή του τέλους του 1ου αι. μ.Χ., η οποία μας πληροφορεί ότι ο τρίποδας απονεμήθηκε στον αθηναϊκό δήμο, ανακηρύσσοντας αυτόν ως νικητή, προκειμένου να αποφευχθεί η ντροπή της μη στεφάνωσης (IG II2 3114). Η μη στεφάνωση μπορούσε να είναι συνέπεια έλλειψης συμμετοχής στον αγώνα.
Στη συγκεκριμένη επιγραφή η νικήτρια ομάδα αποτελείται από έξι φυλές: Πτολεμαΐς, Ατταλίς, Ἁδριανίς, Αιγηΐς, Πανδιονίς, Ερεχθηΐς.
Στους στίχους 9-10 αναφέρεται ότι τον τρίποδα συνοδεύουν οι μορφές της Χορηγίας, της Νίκης και της Αγλαΐας. Η Αγλαϊα είναι μια από τις τρεις Χάριτες και σημαίνει συγχρόνως τον εορταστικό θρίαμβο. Εύλογα πρέπει να υποθέσουμε την παρουσία τριών αγαλματικών μορφών που αντιπροσώπευαν τις προσωποποιημένες έννοιες. Ο χαρακτηρισμός των συμμετεχόντων ως «κούρων» (στίχος 4) μάλλον παραπέμπει σε χορό παίδων (πρβλ. Sutton 1989: 106).
Τη νίκη κέρδισαν οι επώνυμοι του Πτολεμαίου και η φυλή των Ατταλιδών και οι απόγονοι της φυλής του Αδριανού και η στεφανωμένη φυλή των Αιγειδών και οι Πανδιονίδες και η φυλή των Ερεχθειδών, νεαροί με δυνατή φωνή. Ακολουθούν τους περίπλοκους ρυθμούς του Αγαθοκλή, […] με τα μάτια προσηλωμένα στον αυλητή Ζώσιμο. (Ο δείνα) ήταν άρχοντας των Αθηναίων, ο Τρύφων συνόδευε το τραγούδι παίζοντας με τα δύο του χέρια τις χορδές. Τον τρίποδα του … (όνομα χορηγού) πλαισιώνουν η βασίλισσα Χορηγία, η Νίκη και η ένδοξη Αγλαϊα.