αγαθη τύχηι | |
επεὶ 〚Νέρων〛 Κλαύδιος Καίσαρ Σεβαστὸς | |
Γερμανικὸς Αυτοκράτωρ, ο αγαθὸς δαίμων τής | |
οικουμένης, σὺν άπασιν οίς ευεργέτησεν αγα- | |
5 | θοίς τὴν Αίγυπτον τὴν εναργεστάτην πρόνοι̣- |
αν ποιησάμενος έπεμψεν ημείν Τιβέριον Κλαύδ[ι]- | |
ον Βάλβιλλον ηγεμόνα, διὰ̣ δ̣έ̣ τ̣ά̣ς̣ τούτου χ̣[ά]- | |
ριτας καὶ ευεργεσίας πλημύρουσα πασιν αγαθοίς η̣ | |
Αίγυπτος, τὰς τού Νείλου δωρεὰς επαυξομέ- | |
10 | νας κατ’ έτος θεωρούσα, νύν μαλλον απέλαυ- |
σ̣ε τής δικαίας αναβάσεως τού θεού· έδοξε | |
τοίς απὸ κώμης Βουσείρεως τού Λητο[πολ]ε̣ί̣- | |
του παροικούσι ταίς πυραμίσι καὶ τοίς ε̣ν̣ αυτ[ω] | |
καταγεινομένοις τοπογραμματεύσι καὶ κω- | |
15 | μογραμματε̣ύ̣σ̣ι̣ ψη[φίσ]α̣σ̣θαι κ[αὶ αν]αθείναι |
στήλην λιθίνην παρὰ̣ [τω]ι μ̣[εγίσ]τ̣ωι θεώ̣ι̣ Ḥλ̣ί̣- | |
[ω]ι Αρμάχει, εκ τών ενκεχαρ[ρισμ]ένω̣ν̣ α̣γ̣[αθών] | |
[δηλούσα]ν τὴν πρὸς αυτού[ς ε]υ̣εργεσίαν, | |
εξ ων επισ[τήσονται καὶ ]τ̣ὴ̣ν̣ π̣ρ̣ὸς όλην τὴ[ν] | |
20 | Αίγυπτον καλοκα[γαθίαν πάντες· αρμό]- |
ζει γὰρ τὰς ισοθέους αυτο̣ύ̣ χάρι[τας] ε̣ν̣ε̣στηλ{ει}- | |
{δ}ωμένας {²⁶ενεστηλωμένας}²⁶ τοίς ιεροίς γράμμασιν αιώνι μνημο- | |
νεύεσθαι [παντί]. παραγενόμενος γὰρ ημώ̣[ν] | |
εις τὸν νομὸν καὶ προσκυ̣νήσας τὸν Ηλιο[ν] | |
25 | Ἅρμα̣χιν επόπτην καὶ σωτήρα τήι τε τών πυρ[α]- |
μί̣δ̣ω̣ν̣ μεγ̣[αλ]ειότητι καὶ υπερφυία τερφθείς, | |
[θεασ]άμενός τ̣ε̣ πλείστης ψαμμού διὰ τὸ μήκος | |
τού [χρόνου] πε․․․․․․․γ̣ον․ν ψ̣άμματα πρώτος | |
τής ․․․․․․εονι․․․ι— — —α․ θήραι- | |
30 | [ς] — — — — — — — — — — — —αστην |
— — —ιεν— — — — — — — — — —ιτου | |
— — — — — — — — — — — — — — —την | |
— — — — — — — —θε— — — —μ․․․λει | |
— — — — — — — — — — — — — — —<ο> | |
35 | [(έτους) —ʹ Νέρωνος] Κλαυδ̣[ίου Καίσαρος Σεβαστο]ύ |
[Γερμανικού Αυτοκρά]τ[ορος — — —]. |
Στο τιμητικό ψήφισμά τους, οι κάτοικοι της Βουσίρεως του Λητοπολίτου νομού τιμούν τον Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, Ρωμαίο ιππέα ελληνικής καταγωγής και διοικητή της Αιγύπτου επί Νέρωνα. Η επιγραφή αυτή ανήκε σε μια υποκατηγορία τιμητικών ψηφισμάτων του ελληνικού κόσμου, όπου, πέρα από τον τιμώμενο, την οικογένειά του ή τους προγόνους του, τιμούνταν παράλληλα όσοι με τις πράξεις τους επέτρεψαν σε εκείνον ή εκείνους να δράσουν με ορισμένο τρόπο. Τα πρόσωπα εκείνα ήταν συνήθως θεοί ή αυτοκράτορες, επομένως η ευεργεσία αναγόταν τελικά στους θεούς και αποκτούσε έτσι μια σχεδόν «θεολογική» ερμηνεία (Kokkinia 2012: 499-501).
Στο προοίμιο της επιγραφής, οι Βουσιρίτες ευχαριστούσαν δύο θεούς. Ο πρώτος ήταν ο αυτοκράτορας Νέρων, τον οποίο αποκαλούσαν αγαθὸν δαίμονα τής οικουμένης, δηλαδή θεό προστάτη της ανθρωπότητας (Kokkinia 2012: 500 με σημ. 2). Μεταξύ των πολλών ευεργετημάτων του προς την Αίγυπτο συγκαταλεγόταν και η «πλέον πασιφανής πρόνοια», δηλαδή ο διορισμός του Βαλβίλλου ως διοικητή. Ο δεύτερος ήταν ο θεός προστάτης της Αιγύπτου, ο Νείλος, ο οποίος «επικύρωσε» τον διορισμό. Διότι, σύμφωνα με τους Βουσιρίτες, ο ποταμός αύξανε κάθε έτος τις δωρεές του προς την επαρχία, ενώ επί των ημερών του Βαλβίλλου υπερχείλισε όσο ποτέ άλλοτε (νύν μαλλον απέλαυσ̣ε τής δικαίας αναβάσεως τού θεού).
Οι ακριβείς λόγοι της τίμησης του Βαλβίλλου δεν είναι γνωστοί. Αναφέρονταν στους τελευταίους στίχους της επιγραφής, όπου και η μεγαλύτερη φθορά της. Αυτό το οποίο γνωρίζουμε είναι ότι, σύμφωνα με τους στίχους 23-29, ο έπαρχος είχε επισκεφτεί τον Λητοπολίτη νομό και το οροπέδιο της Γκίζας, όπου προσκύνησε τον θεό Άρμαχι (μια μορφή του θεού Ώρου), τον οποίο οι Έλληνες αποκαλούσαν Ηλιο ή Απόλλωνα (Fauth 1995: 34-120), και εντυπωσιάστηκε από τη μεγαλοπρέπεια και το υπερφυσικό μέγεθος των πυραμίδων. Η επιγραφή βρισκόταν πλησίον της Μεγάλης Σφίγγας, επομένως ο ναός του θεού Αρμάχιος ίσως ταυτιζόταν με το μνημείο, το οποίο θα τον αναπαριστούσε (I.British Mus. IV 1067). Σύμφωνα με τους στίχους 27-29, ο Βάλβιλλος αφού είδε την πολλή άμμο η οποία είχε επισωρευθεί γύρω από το μνημείο με το πέρασμα του χρόνου, διέταξε να την απομακρύνουν, ίσως για πρώτη φορά μετά από χίλια χρόνια (ψ̣άμματα πρώτος τής… Βλ. Foertmeyer 1989: 16). Ως τότε, το μνημείο θα είχε την ίδια περίπου μορφή πριν τις ανασκαφές του 19ου αι., το οποίο, σύμφωνα με φωτογραφίες και γκραβούρες της εποχής του Διαφωτισμού, ήταν καλυμμένο με άμμο ως το στήθος.
Από άλλες αρχαίες μαρτυρίες γνωρίζουμε ότι ο Βάλβιλλος ήταν ένας literatus της εποχής. Σύμφωνα με τον φιλόσοφο Σενέκα, ο οποίος ως παιδαγωγός και σύμβουλος του Νέρωνα θα τον γνώριζε προσωπικά, ο διοικητής της Αιγύπτου υπήρξε uirorum optimus perfectusque in omni litterarum genere rarissime (Sen. QNat. 4a.2.13). Μάλιστα, είχε περιοδεύσει τη χώρα του Νείλου και είχε συγγράψει ένα έργο όπου περιέγραφε τις εντυπώσεις του. Εκεί, ανέφερε πως στο Ηρακλεωτικό στόμιο του Νείλου (ή Κανωβικό, πλησίον της Αλεξάνδρειας) είχε δει δελφίνια να κατανικούν κροκόδειλους χτυπώντας τους στο μαλακό τους υπογάστριο (Sen. ό.π.).
Η έρευνα είχε από παλιά ταυτίσει τον έπαρχο της Αιγύπτου με τον ομώνυμο ανώτερο αξιωματούχο του Κλαυδίου, τον Ρωμαίο ιππέα, Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, τον οποίο οι Εφέσιοι είχαν τιμήσει λίγο μετά τον θάνατο του αυτοκράτορα (Ephesos 1278. Πρβ. στο ίδιο, 1277, όπου τιμήθηκε ως επίτροπος. Βλ. FiE III αρ. 42 (J. Kiel)· Cichorius 1927· Stein 1933 (επίσης, PIR2 C 813)· Schwartz 1950· Pflaum 1960: 34-41· Demougin 1992: 447-449, κ.ά.). Εκεί, πέρα από χιλίαρχος, έπαρχος των αρχιτεκτόνων, και τιμηθείς με στρατιωτικές τιμές για τη συμβολή του στη βρετανική εκστρατεία το 43 μ.Χ., αναφερόταν ως υπεύθυνος των πρεσβειών και των απαντητικών επιστολών του Κλαυδίου προς τον ελληνικό κόσμο (ad∙ legationes∙ et∙ resp[onsa Graeca? Ca]esaris∙ Aug(usti)∙divi∙ Claudị), πράγμα το οποίο υποδήλωνε την ελληνική καταγωγή του, καθώς επίσης ως επίτροπος και αρχιερέας της αυτοκρατορικής λατρείας στην Αίγυπτο, όπως και υπεύθυνος του Μουσείου και της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας. Πιθανώς, ήταν εκείνος ο οποίος επιμελήθηκε τη δημιουργία του νέου Μουσείου της πόλης, το οποίο έφερε το όνομα του Κλαυδίου, όπως και τη θεσμοθέτηση στα δύο πλέον Μουσεία των δημοσίων αναγνώσεων των δύο ιστορικών έργων τα οποία ο αυτοκράτορας συνέγραψε στα ελληνικά, δηλαδή της Ιστορίας των Ετρούσκων και της Καρχηδόνας (Suet. Claud. 42).
Η πιθανή ελληνική καταγωγή του Βαλβίλλου προκύπτει ακόμη από την εικαζόμενη ταύτισή του με τον ομώνυμο αστρολόγο του Νέρωνα, τον οποίο αναφέρει ο Σουητώνιος εξ αφορμής της εμφάνισης ενός κομήτη στον ουρανό της Ρώμης, πιθανώς του Χάλεϋ, το 66 μ.Χ. (Suet. Ner. 36.1. Πρβ. Tac. Ann. 14.22, 15.47). Σύμφωνα με τον C. Cichorius, ήταν ο ανώνυμος αστρολόγος ο οποίος τον Δεκέμβριο του 37 μ.Χ. προέβλεψε στην Αγριππίνα ότι ο Νέρων θα γινόταν κάποτε αυτοκράτορας, και ο οποίος υπήρξε γιος του επίσης αστρολόγου, Θρασύλλου (PIR2 T 190), δηλαδή του σημαντικότερου Έλληνα φίλου και συμβούλου του αυτοκράτορα Τιβερίου (Tac. Ann. 6.22, 14.9. Βλ. Cichorius 1922: 390-398. Επίσης, Cichorius 1927). Σε μια τέτοια περίπτωση, θα ταυτιζόταν ακόμη με τον ομώνυμο αστρολόγο και ευνοούμενο του Βεσπασιανού, τον Βάρβιλλο, για χάρη του οποίου ο αυτοκράτορας παραχώρησε στους Εφεσίους το μοναδικό προνόμιο να τελούν αγώνες προς τιμήν του, τα Βαρβίλληα ή Βαλβίλληα, γνωστά από πλήθος επιγραφών (Κάσ. Δ. 66.9.2.). Παρότι η θεωρία εκείνη του C. Cichorius δεν ακολουθήθηκε από την πλειοψηφία των μελετητών, εντούτοις δεν αποδείχθηκε ποτέ με πειστικό τρόπο ως λανθασμένη.
Ο Γερμανός μελετητής είχε υποθέσει ακόμη πως η Κλαυδία Βαλβίλλα, η φίλη της Σεβαστής Σαβίνης, η οποία συνόδευσε τον αυτοκράτορα Αδριανό στην Αίγυπτο, το 130 μ.Χ., υπήρξε απόγονος του Βαλβίλλου (Cichorius 1922: 395-398). Η Βαλβίλλα είχε χαράξει στα πόδια του Κολοσσού του Μέμνονος, στην Κοιλάδα των Βασιλέων, τέσσερα ποιήματα στην αιολική διάλεκτο, μιμούμενη την ποιήτρια Σαπφώ (I.Colosse Memnon 28-31). Σε ένα από εκείνα, το οποίο βρισκόταν στην αριστερή πτέρνα του αγάλματος, ανέφερε τους δύο παππούδες της ως εξής: ευσέβεες γὰρ έμοι γένεται πάπποι τ’ εγένο̣ντο,/ Βάλβιλλός τ’ ο σόφος κ’ Αντίοχος βασίλευς,/ Βάλβιλλος γενέταις ματρος βασιλήϊδος άμμας̣,/ τώ πάτε̣ρος δέ πάτηρ Αντίοχος βασίλευς·/ κήνων εκ γενέας κάγω λόχον αίμα τὸ καλον (I.Colosse Memnon 29, στίχ. 15-19).
Η αναφορά του Βαλβίλλου ως σοφού ταίριαζε με το προφίλ του ομώνυμου διοικητή της Αιγύπτου. Χάρη στις διασυνδέσεις του στη Ρώμη και τον ελληνικό κόσμο, η κόρη του και πιθανή μητέρα της Βαλβίλλας, η βασίλισσα Κλαυδία Καπιτωλείνα, η οποία τιμήθηκε στην Πέργαμο (MDAI(A) 32 (1907) 335,66: (…ο πατὴρ αυτής Κλ(αύδιος) Βάλβιλλος. Βλ. PIR2 C 1086), παντρεύτηκε τον Γάιο Ιούλιο Αντίοχο Επιφανή, δηλαδή τον γιο του τελευταίου βασιλιά της Κομμαγηνής, του Αντιόχου Δ’ (PIR2 I 149 και 150). Μετά τον θάνατο του Επιφανούς, η Καπιτωλείνα φαίνεται πως παντρεύτηκε τον Μάρκο Ιούνιο Ρούφο, επίσης διοικητή της Αιγύπτου (PIR2 I 812). Από τον πρώτο της γάμο, η Καπιτωλείνα απέκτησε, πέρα από την Κλαυδία Βαλβίλλα, και τον Γάιο Ιούλιο Αντίοχο Επιφανή Φιλόπαππο, ύπατο suffectus το 109 μ.Χ. και ευεργέτη της Αθήνας (PIR2 I 151).
Με τη βοήθεια της καλής τύχης. Επειδή ο Αυτοκράτωρ Νέρων Κλαύδιος Καίσαρ Σεβαστός Γερμανικός, ο θεός προστάτης της οικουμένης, μαζί με όλα τα καλά με τα οποία ευεργέτησε (στ. 5) την Αίγυπτο, έπραξε την πλέον εναργή πρόνοια στέλνοντάς μας ως διοικητή τον Τιβέριο Κλαύδιο Βάλβιλλο, χάρη στην εύνοια και τις ευεργεσίες του οποίου η Αίγυπτος πλημμυρίζει από όλα τα αγαθά και βλέπει τις δωρεές του Νείλου να αυξάνονται (στ. 10) χρόνο με τον χρόνο, ενώ τώρα, περισσότερο από ποτέ, επωφελήθηκε από τη δίκαιη υπερχείλιση του θεού (Νείλου). Οι κάτοικοι της κώμης της Βουσίρεως του Λητοπολίτου νομού, οι οποίοι ζουν κοντά στις πυραμίδες, όπως και οι τοπικοί γραμματείς και οι γραμματείς της κώμης, (στ. 15) θεώρησαν καλό να αποφασίσουν με ψήφισμα και να αναθέσουν λίθινη στήλη πλησίον του μέγιστου θεού Ηλίου-Αρμάχιος. Η στήλη αυτή θα δηλώνει την ευεργεσία του Βαλβίλλου προς αυτούς, χάρη στα αγαθά τα οποία τους παραχώρησε, ενώ από αυτά οι πάντες θα μάθουν (στ. 20) για την καλοσύνη του προς όλη την Αίγυπτο. Αρμόζει λοιπόν στις ίσες προς τους θεούς αρετές του, αφού χαραχθούν σε στήλη με ιερογλυφικά, να μνημονεύονται στους αιώνες. Διότι, αφού ήρθε στον νομό μας και προσκύνησε τον θεό Ηλιο-Άρμαχι, (στ. 25) τον επόπτη και σωτήρα, και αφού ευφράνθηκε από τη μεγαλοπρέπεια και το υπερφυσικό μέγεθος των πυραμίδων, όταν αντίκρισε πάρα πολλή άμμο εξαιτίας του μήκους του χρόνου… την άμμο πρώτος…
(στ. 29-36: πρόκειται για ιδιαίτερα αποσπασματικούς στίχους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η αναφορά του έτους διακυβέρνησης του Νέρωνα, δηλαδή μεταξύ του δεύτερου και του έκτου έτους αφότου ανακηρύχθηκε αυτοκράτορας).
Επὶ στεφανηφόρου Τιβερίου Πανκρατίδου τού | |
Διοφάντου —— μηνὸς —— Κουρεώνος Σεβαστ[η·] | |
έδοξεν τη βουλη καὶ τω δήμω, γνώμη στρα- | |
τηγών καὶ τού γραμματέως τού δήμου κα[ὶ] | |
5 | αρχιερέως τών πατρίων θεών καὶ τών Σε- |
βαστών Παμμένους τού Διοκλέους· | |
επ<ε>ὶ Τιβέριος Κλαύδιος Σεβαστού απελεύ- | |
θερος Τύραννος, πολείτης ημέτερος, ανὴ[ρ] | |
δεδοκιμασμένος τοίς θείοις κριτηρίοις | |
10 | τών Σεβαστών επί τε τη τέχνη τής ιατρι- |
κής καὶ τη κοσμιότητι τών ἠθών, παραγενόμενος | |
ις τὴν πατρίδα ανάλογον πεποίηται τὴν επιδη- | |
μίαν τη περὶ εαυτὸν εν πασι σεμνότητι, προσ- | |
ενεχθεὶς φ[ι]λανθρώπως πασι τοίς πολείταις | |
15 | ὡς μηδένα υφ’ αυτού παρὰ τὴν αξίαν τού καθ’ ε̣- |
αυτὸν μεγέθους επιβεβαρήσθαι, εφ’ οίς η βουλὴ | |
καὶ ο δήμος αποδεχόμενο[ι] τὸν άνδρα προσ- | |
ήκον ήγηνται τιμήσαι αυτόν· δεδόχθαι τη | |
βουλη καὶ τω δήμω τετιμήσθαι Τιβέριον Κλαύ- | |
20 | διον Σεβαστού απελεύθερον Τύραννον καὶ |
είναι εν αποδοχη τω δήμω, δεδόσθαι τε αυ- | |
τω ατέλειαν πάντων <δέ> τών τελών ων κατεσ- | |
κεύακε εργαστηρίων επὶ τής χώρας ἧς | |
κώμη Καδυίη. |
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος, αυτοκρατορικός απελεύθερος και γιατρός, τιμήθηκε από τους συμπατριώτες του, τους Μάγνητες επί του Μαιάνδρου, για δύο λόγους. Πρώτον, για τη δράση του στη Ρώμη, όπου επέδειξε επάρκεια στην ιατρική επιστήμη, αλλά και ήθος κατά την υπηρεσία του στους αυτοκράτορες. Η αναφορά ανὴ[ρ] δεδοκιμασμένος τοίς θείοις κριτηρίοις τών Σεβαστών επί τε τη τέχνη τής ιατρικής ήταν ρητορική έκφραση η οποία προσέδιδε «θεϊκή επικύρωση» στην ιδιότητα του Τυράννου ως γιατρού (Harrison 2022: 284. Για την αναφορά στην ιατρικὴν τέχνην και τις παραλλαγές της, βλ. Oehler 1909: 8). Η παραπάνω έκφραση ήταν μάλλον έμπνευση του βασικού εισηγητή της γνώμης, δηλαδή του Παμμένους Διοκλέους, ο οποίος ήταν γραμματεὺς τού δήμου και, ιδίως, αρχιερεὺς τών πατρίων θεών καὶ τών Σεβαστών.
Ο Τύραννος ήταν γιατρός στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, ωστόσο αγνοούμε εάν ήταν προσωπικός γιατρός των αυτοκρατόρων ή μέλος του ιατρικού προσωπικού των ανακτόρων. Σύμφωνα με τον W. Dittenberger δεν είχε το ίδιο κύρος με γιατρούς όπως ο Κώος αρχιατρός, Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, τον οποίο πάντως θα γνώριζε (Syll.3 807. Πρβ. Kaplan 1990: 91). Σε ότι αφορούσε την αναφορά, τη κοσμιότητι τών ἠθών, αυτή δεν ήταν κενή νοήματος ή σημασίας. Ιδιαίτερα για τους γιατρούς του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος, πολλοί από τους οποίους αναμίχθηκαν στις αυλικές συνωμοσίες της εποχής, μεταξύ άλλων και ο Ξενοφών (πρβ. επίσης, PIR2 C 710 και E 108), η αφοσίωση και το ηθικό τους ανάστημα θα ήταν για τους αυτοκράτορες εξίσου σημαντικά με τις ιατρικές τους γνώσεις.
Η δεύτερη αιτιολόγηση της τίμησης του Τυράννου αφορούσε τη συμπεριφορά του όταν επέστρεψε στην πατρίδα του. Εκεί, επέδειξε την ίδια επιστημονική επάρκεια και ποιότητα χαρακτήρα, ενώ δεν έβλαψε ποτέ κανέναν παρά τη σημαντική του θέση (Samama 2003: 346-347, με σημ. 15). Ο θαυμασμός και η γενική αποδοχή του Τυράννου από τους συμπολίτες του φαίνεται ακόμη από την αναφορά του ως πολείτου ημετέρου. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο αυτοκράτορας Αύγουστος, πολλά χρόνια νωρίτερα, είχε προσφωνήσει με ανάλογο τρόπο τον ναύαρχό του, τον Σέλευκο Θεοδότου, σε μια επιστολή του προς τους συμπατριώτες του, τους πολίτες της Ρωσού, στο στόμιο του Ισσικού κόλπου (Σέλευκος ο καὶ υμέτερος πολεί[της καὶ έμ]ος ναύαρχος). Εκεί, δήλωνε παράλληλα την πρόθεσή του να αξιοποιήσει ανθρώπους σαν τον Σέλευκο ως μεσολαβητές του με τις πόλεις της ελληνικής Ανατολής (IGLSyr ΙΙΙ 1 718, στίχ. 87 κ.εξ.). Την πολιτική εκείνη του Αυγούστου ακολούθησαν και οι διάδοχοί του, επομένως η δράση του Τυράννου στην πατρίδα του θα εντασσόταν στο πλαίσιο εκείνο.
Είναι αξιοσημείωτο πως, δύο τουλάχιστον άτομα τα οποία υποστήριξαν τη γνώμην εκείνη προς τη βουλή και τον δήμο της Μαγνησίας, ήταν άτομα τα οποία μοιράζονταν κοινά συμφέροντα με τον Τύραννο. Ο πρώτος, ο επώνυμος άρχων της πόλης το έτος εκείνο (Samama 2003: 346 σημ. 12), ο στεφανηφόρος, Τιβέριος (Κλαύδιος) Πανκρατίδης, ο γιος του Διοφάντου, φαίνεται πως όφειλε επίσης τα πολιτικά του δικαιώματα σε κάποιον Κλαύδιο αυτοκράτορα. Από δύο ακόμη επιγραφές γνωρίζουμε ότι μέλη της οικογένειάς του τιμήθηκαν επίσης από τη βουλή και τον δήμο της Μαγνησίας. Επρόκειτο για τον Παγκρατίδην Παγκρατίδου τού [Διοφάντου], ίσως γιο του, ο οποίος τιμήθηκε ως ήρωας (Magnesia 256), όπως και την πιθανή κόρη ή εγγονή του, την Κλαυδία Διοφαντίδα, ιέρεια της Αρτέμιδος Λευκοφρυηνής για δύο φορές (Magnesia 240).
Ο δεύτερος, ο προαναφερθείς Παμμένης Διοκλέους, ήταν επίσης ένας άνθρωπος επιρροής, καθώς αναφερόταν ταυτόχρονα ως γραμματεύς του δήμου και αρχιερεύς των πάτριων θεών και των Σεβαστών. Η διπλή κατοχή των αξιωμάτων εκείνων στη Μαγνησία ήταν κανόνας από τα χρόνια του Νέρβα και εξής, όμως η πρακτική φαίνεται πως ξεκίνησε από τον Παμμένη (Frija 2012: 93 με σημ. 104). Όπως οι στρατηγοί, ο Παμμένης είχε τη δυνατότητα ως γραμματεύς και αρχιερεύς να προτείνει γνώμας στα θεσμικά όργανα της πόλης. Το γεγονός ότι οι πρώτοι παρέμειναν ανώνυμοι είναι μάλλον ενδεικτικό για το ποιος τελικά θα ήταν ο κύριος εισηγητής εκείνης της γνώμης. Παρότι η τίμηση του Τυράννου είχε τη δικαιολογητική της βάση σε δύο αποδεκτά κριτήρια για τους απλούς πολίτες της Μαγνησίας, δηλαδή την προϋπηρεσία του στο αυτοκρατορικό περιβάλλον και την προσφορά του στην πατρίδα του, οι διασυνδέσεις του στη Ρώμη και τη Μαγνησία θα συνέβαλαν καθοριστικά στη λήψη της σχετικής απόφασης.
Άλλωστε, το κίνητρο του ψηφίσματος φαίνεται πως αποσκοπούσε κυρίως στην εξυπηρέτηση των οικονομικών συμφερόντων του Τυράννου. Παρότι η εξαγγελία ότι βρισκόταν εν αποδοχη τω δήμω ήταν ιδιαίτερα τιμητική για έναν πρώην δούλο όπως εκείνος, το πιο πρακτικό προνόμιο αναφερόταν στο τέλος και αφορούσε την ατέλειαν πάντων <δέ> τών τελών στα εργαστήρια τα οποία εκείνος κατασκεύασε στην χώρα όπου βρισκόταν η κώμη της Καδυίης, για την οποία δεν έχουμε καμία άλλη μαρτυρία στις πηγές μας (Samama 2003: 347 σημ. 16).
Τα εργαστήρια εκείνα ήταν ίσως χειρουργεία ή πολυϊατρεία, αντίστοιχα εκείνων τα οποία αναφέρονταν σε επιγραφή από το Μεταπόντιο της Κάτω Ιταλίας κατά τον 3ο αι. π.Χ. (SEG 30.1175. Βλ. Nutton 1992: 46, σημ. 123· Nissen 2010: 132-134). Ωστόσο, άλλοι μελετητές θεώρησαν πιθανότερο πως επρόκειτο για εργαστήρια με τη σημερινή έννοια της λέξης, και αφορούσαν τις επιχειρηματικές δραστηριότητες του Τυράννου στην πατρίδα του, οι οποίες δεν σχετίζονταν με την ιατρική του κατάρτιση. Κάτι τέτοιο υποδηλώνει η ιδιότητά του ως αυτοκρατορικού απελεύθερου, όπως και το γεγονός ότι η τιμητική επιγραφή δεν αναφέρει ρητά ότι δραστηριοποιήθηκε ως γιατρός στη Μαγνησία (Samama 2003: 346, σημ. 15· Sève 2011: 285).
Η περίπτωση του Κλαυδίου Τυράννου ομοιάζει με εκείνη του γνωστότερου γιατρού του Κλαυδίου, του προαναφερθέντος Γαΐου Στερτινίου Ξενοφώντος. Όπως εκείνος, ο Τύραννος προσέφερε τις υπηρεσίες του στους αυτοκράτορες, και, μετά από μια επιτυχή σταδιοδρομία στη Ρώμη, επέστρεψε στην πατρίδα του, όπου τιμήθηκε από τους συμπολίτες του (Herzog 1922: 240 κ.εξ.· Buraselis 2000: 93-110). Δεν γνωρίζουμε τους λόγους της επιστροφής του εκείνης. Ενώ για τον Ξενοφώντα μπορούμε να υποθέσουμε πως η λυκοφιλία του με την Αγριππίνα υπέσκαψε τελικά τη θέση του στο αυτοκρατορικό περιβάλλον, για τον Τύραννο δεν μπορούμε να κάνουμε ανάλογη υπόθεση, καθώς αγνοούμε τους αυτοκράτορες τους οποίους υπηρέτησε. Το βέβαιο είναι ότι, εφόσον έζησε την εποχή εκείνη, θα γνώριζε τον Ξενοφώντα, όπως πιθανώς και τον γιατρό του Κλαυδίου και επίσης απελεύθερό του, τον Τιβέριο Κλαύδιο Επάγαθο. Ο τελευταίος κατείχε ακόμη το αξίωμα του ακκήσσου (accensus), δηλαδή του ακολούθου του αυτοκράτορα και πάτρωνά του. Μαζί με τον άγνωστο κατά τα άλλα Τιβέριο Κλαύδιο Λειουιανό, αφιέρωσαν σε εκείνον μια στοά στα Σίδυμα της Λυκίας (TAM II 184).
Τον καιρό της στεφανηφορίας του Τιβερίου Πανκρατίδου, του γιου του Διοφάντου, την πρώτη ημέρα του μήνα Κουρεώνος. Απόφαση της βουλής και του δήμου, έπειτα από γνώμη των στρατηγών και του γραμματέα του δήμου και (στ. 5) αρχιερέα των πάτριων θεών και των Σεβαστών, Παμμένους, του γιου του Διοκλέους. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος, απελεύθερος του Σεβαστού, συμπολίτης μας, ο οποίος δοκιμάστηκε επιτυχώς στη θεϊκή κρίση (στ. 10) των Σεβαστών στην ιατρική τέχνη, αλλά και στην κοσμιότητα των ηθών, πραγματοποίησε, όταν επέστρεψε στην πατρίδα του, μια διαμονή ανάλογη με την αξιοπρέπεια η οποία σε κάθε περίσταση τον χαρακτήριζε, προσφέροντας τις υπηρεσίες του με καλοσύνη προς όλους τους συμπολίτες του, (στ. 15) δίχως να βλάψει κανέναν παρά τη δύναμή του. Για αυτούς τους λόγους, η βουλή και ο δήμος, αφού τον έκριναν ευνοϊκά, θεώρησαν σωστό να τον τιμήσουν. Φάνηκε λοιπόν σωστό στη βουλή και τον δήμο ο Τιβέριος Κλαύδιος (στ. 20) Τύραννος, απελεύθερος του Σεβαστού, να τιμηθεί και να απολαμβάνει της εύνοιας του δήμου, όπως και να του παραχωρηθεί πλήρης φορολογική ατέλεια στα εργαστήρια τα οποία κατασκεύασε στη χώρα στην οποία η Καδυίη είναι κώμη.
Τιβερίωι Κλαυδίωι | |
Κουιρείναι | |
Μενεκράτει ιατρώι | |
Καισάρων καὶ ιδίας | |
5 | λογικής εναργούς |
ιατρικής κτίστηι εν | |
βιβλίοις ρνϛ δι’ ων | |
ετειμήθη υπὸ τών εν- | |
λογίμων πόλεων ψηφίσ- | |
10 | μασιν εντελέσι, οι γνώριμοι |
τώι εαυτών αιρεσιάρχηι τὸ ηρώον. |
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Μενεκράτης υπήρξε, σύμφωνα με τον A. Stein, γιατρός των αυτοκρατόρων Τιβερίου, Καλιγούλα, και Κλαυδίου. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του από τον Σερβίλιο Δαμοκράτη, επίσης αυτοκρατορικό γιατρό, ο οποίος είχε γιατρέψει την κόρη του υπάτου του 35 μ.Χ., Μάρκου Σερβιλίου Νωνιανού (PIR2 C 937). Σύμφωνα με τον Γαληνό, έγραψε ένα βιβλίο με τον τίτλο, αυτοκράτωρ ολογράμματος, εξηγώντας: αυτοκράτωρ μέν, επειδὴ τούτω προσπεφώνηται, δηλαδή επειδή ο Μενεκράτης το αφιέρωσε σε κάποιον αυτοκράτορα (Γαλ. 13.995).
Ο Νουμιδός γιατρός, Καίλιος Αυρηλιανός, τον αναφέρει ως Menecrates Zeophletensis, όμως δεν είναι γνωστή ως τώρα καμία πόλη ή περιοχή με το όνομα Zeophleta (Cael. Aurel. Morb. Chron. 1.4.140). Σύμφωνα με τον J. Benedum, πιθανώς καταγόταν από τη Λυδία και ταυτιζόταν με τον ομώνυμο Λύδιο γιατρό, Μενεκράτ[ην] Πολυείδου, τον οποίο τίμησε μια άγνωστη πόλη (πιθανώς η πατρίδα του), μεταξύ άλλων ως μ[έγαν(?)] ι̣ατρὸν καὶ φιλ[όσο]φον, ήρωα, λογ[ιστήν(?)] (TAM V,1 650). Σε αυτό ίσως συνηγορεί και η αναφορά του στην επιτύμβια επιγραφή του στη Ρώμη ως ιδρυτή μιας δογματικής και εμπειρικής σχολής της ιατρικής (ιδίας λογικής εναργούς ιατρικής), την οποία περιέγραψε σε εκατόν πενήντα έξι βιβλία. Εξάλλου, πολλοί γιατροί οι οποίοι εντάχθηκαν στην Κυρίνα φυλή και εργάσθηκαν στη Ρώμη, όπως ο Μενεκράτης, κατάγονταν από τη Μ. Ασία (Benedum 1978).
O Μενεκράτης ετειμήθη υπὸ τών ενλογίμων πόλεων ψηφίσμασιν εντελέσι. Οι σημαντικές εκείνες πόλεις δεν είναι γνωστές, ούτε τα ψηφίσματά τους, τα οποία του παραχωρούσαν πλήρη δικαιώματα (LSJ «εντελής» II). Όμως, εφόσον ταυτιζόταν με τον Μενεκράτ[ην] Πολυείδου, τιμήθηκε τουλάχιστον από μια άγνωστη πόλη της Λυδίας, όπου εκλέχθηκε λογ[ιστής(?)], στρατηγός, γ[υμνα]σίαρχος, πρύτ[ανις], και [α]γωνοθέτ[ης] (Benedum 1978· Kaplan 1990: 88-89. Για τη βιβλιογραφία βλ. Samama 2003: 511, σημ. 21) Ένας άλλος συνάδελφος του Μενεκράτη, ο γιατρός του Αυγούστου, Μάρκος Αρτώριος, τιμήθηκε στην Αθήνα (IG II² 4116), ενώ τίμησε τον αυτοκράτορα στη Δήλο (I.Délos 1589). Άλλοι γιατροί των Ιουλίων-Κλαυδίων αυτοκρατόρων τιμήθηκαν στις πατρίδες τους, όπως ο προαναφερθείς Σερβίλιος Δαμοκράτης (Blaundos 330,16), ο γιατρός και απελεύθερος των Κλαυδίων, Τιβέριος Κλαύδιος Τύραννος (Magnesia 89), και ο γιατρός του Κλαυδίου, Γάιος Στερτίνιος Ξενοφών, του οποίου η περίπτωση μελετήθηκε στο παρελθόν (Herzog 1922: 216-247· Buraselis 2000: 66-110). Επομένως, η τίμηση των αυτοκρατορικών γιατρών ήταν συνηθισμένη. Οι μαθητές του Μενεκράτη τόνισαν ότι οι πόλεις οι οποίες τον τίμησαν ήταν σημαντικές, όπως και τα δικαιώματα τα οποία του παραχώρησαν.
Οι Έλληνες γιατροί οι οποίοι εργάζονταν στη Ρώμη απολάμβαναν προνομιακού καθεστώτος ήδη από την εποχή του Ασκληπιάδη του Βιθυνού (Rawson 1982· Polito 1999). Ο Ιούλιος Καίσαρ προσείλκυσε στην πρωτεύουσα τους γιατρούς και τους δασκάλους των ελευθερίων τεχνών, απονέμοντάς τους τα ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα (Suet. Iul. 42.1). Ο αυτοκράτορας Αύγουστος διατήρησε τα προνόμιά τους, ενώ στη διάρκεια ενός λιμού απομάκρυνε από τη Ρώμη όλους τους ξένους, εκτός από τους γιατρούς, τους δασκάλους, όπως και ορισμένους δούλους των ρωμαϊκών οικογενειών (Suet. Aug. 42.3.). Άλλωστε, ο αυτοκράτορας υπήρξε γενναιόδωρος προς τους γιατρούς του, οι οποίοι υπήρξαν σύγχρονοι του Μενεκράτη. Σύμφωνα με μια παλιά θεωρία του Th. Mommsen, ο Αύγουστος απέδωσε στρατιωτικές τιμές στον προαναφερθέντα, Μάρκο Αρτώριο, ο οποίος τον έσωσε στη μάχη των Φιλίππων, ενώ ο γιος του, Αρτώριος Γέμινος, ίσως υπήρξε ένας από τους πρώτους Έλληνες συγκλητικούς (CIL 6.31767 και σελ. 3157-3158, σημ. 4). Παράλληλα, ο αυτοκράτορας τίμησε τον Αντώνιο Μούσα, μαθητή του προαναφερθέντος Ασκληπιάδη, ο οποίος τον γιάτρεψε το 23 π.Χ. από μια σοβαρότατη ασθένεια με μια αντισυμβατική θεραπεία (ψυχρολουσίαι καὶ ψυχροποσίαι). Οι τιμές εκείνες ήταν ανάλογες του ευεργετήματος προς τον αυτοκράτορα, αλλά και προς τον ρωμαϊκό κόσμο, καθώς τις επικύρωσε και προσαύξησε η σύγκλητος. Μεταξύ άλλων, και η φορολογική ατέλεια στον ίδιο και τους ομοτέχνους του γιατρούς, στους συγχρόνους και τους μελλοντικούς (Suet. Aug. 59· Κάσ. Δ. 53.30.3· [Acro] ad Hor. Epist. 1.15.3).
Στον Τιβέριο Κλαύδιο Μενεκράτη, μέλος της ρωμαϊκής φυλής Κυρίνα, γιατρό των αυτοκρατόρων και (στ. 5) ιδρυτή ιατρικού συστήματος της εναργούς λογικής, το οποίο περιέγραψε σε εκατόν πενήντα έξι βιβλία, και για τα οποία τιμήθηκε από φημισμένες πόλεις με ψηφίσματα (στ. 10) τα οποία του παραχωρούσαν πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Οι μαθητές του, τιμής ένεκεν στον αρχηγό της ιατρικής τους αίρεσης, έστησαν το προκείμενο ηρώο.
— — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — — —νίου | |
[— — — — — — — — — — — τὸ μ]έν δημόσιον κουφισθη ταύ[της τής] | |
[δαπάνης — — — — — — — μ]ηδέ τὸ {μέν} γυμνάσιον καὶ οι πά[ντες πο]- | |
[λίται (;), καὶ εί τινες] ξένοι παρεπιδημήσουσιν, τὸν απο— — — | |
5 | [— — — — — — — — εις] κόσμον καὶ θεραπείαν τού σώματος — — |
[— — — — — παραχ]ρήμα τὸ προγεγραμμένον, όπως κα[τ’ έτος] | |
[οι αεὶ ενεστώ]τες άρχοντες, όταν καὶ τὰ λοιπὰ δημ[όσια] | |
[έργα εγδίδωσι]ν, απὸ τού επὶ Αριστοπόλεος στρατηγού [ενιαυ]- | |
[τού κατὰ τὰ δόγμα]τα τών τής πόλεος συνέδρων καὶ τού δ[ήμου] | |
10 | [καὶ τὴν ελαϊκὴ]ν πιπράσκωσι παροχὴν, [εν]τεταμένως [σκοπούν]- |
[τες, όπως εκ τής ε]μής χάριτος καὶ δωρεας αθάνατα προσ[γίνη]- | |
[ται κέρδη τού αρ]γυρίου εγδιδομένου καὶ τών λαμβανόν[των τὸ] | |
[αργύριον εγγύ]ας ενγαίους τη πόλει διδόντων αξι[οχρέονας], | |
[ίνα εκ τών τόκων τ]ὸ έλαιον εις αιώνα τοίς Γυθεατών πολί[ταις τε] | |
15 | [καὶ ξένοις χορ]ηγήται, πασάν τε πίστιν καὶ σπουδὴν [οι άρχον]- |
[τες καὶ οι σύ]νεδροι εισφέρωνται κατ’ έτος, όπως αΐδιο[ς η τού ε]- | |
[λαίου δόσις τώι] γυμνασίωι διαμίνη καὶ τη πόλει, μηδενὸ[ς τολμών]- | |
[τος μήτε κατ’ ιδία]ν μήτε δημοσία τής εμής χάριτος κατολ[ιγωρείν] | |
[εὰν δέ οι γινόμ]ενοι κατ’ έτος άρχοντες ἢ οι σύνεδροι ἢ η πό[λις ο]- | |
20 | [λιγωρήσωσιν] τής εις αιώνα τού ελαίου χορηγίας ἢ μὴ κα[τὰ τὰ] |
[γεγραμμένα εγ]δανείσωσι τὸ αργύριον ἢ μὴ αξιοχρέονας [ενγαί]- | |
[ους εγγύας λάβωσ]ιν παρὰ τών τὸν ελαϊκὸν μελλόντων [τώι δημο]- | |
[σίωι αποφέρε]ιν τόκον, ίνα εκ παντὸς ή τὸ άλειμμα [τη πό]-, | |
[λει, ἢ μὴ μερ]<ι>μνήσωσι εις τὸ τὴν εμὴν τού αργυρίου [δορ]- | |
25 | [εὰν εμμένει]ν, αλλὰ μὴ τής πόλεως γενέσθαι δόξα[ν κατολι]- |
[γωρίας, εξέστω] τω βουλομένω καὶ Ελλήνων καὶ Ῥωμαίω[ν κα]- | |
[τηγορήσαι ολι]γωρίας τής πόλεως επὶ τού δήμου [τών Λακε]- | |
[δαιμονίων, δεχο]μένων μέν τών αρχόντων τὴν επανγελί[αν ταύ]- | |
[την, τὸ δέ αντίγ]ραφον διδόντος τού κατηγόρου καὶ προθεσ[μί]- | |
30 | [αν προγράφοντο]ς· μὴ δεχομένων δέ εκκολλήσαντ[α εξα-] |
[ποστείλαι εις Σπάρτην. τ]ὸ μέν τέταρτον έστω μέρος [τών] | |
[ο]κτακ[ισχιλίων διναρίων] τού κατηγορήσαντος, εὰν ελ[έν]- | |
[ξη] τὴ[ν τών Γυθεατών] ραθυ[μία]ν, τὰ δέ εξακισχίλια δινά[ρια τής] | |
[π]όλεως [τών Λακεδ]αιμονίων. εὰ[ν δ]έ καὶ Λακεδαιμόνιοι [ολι]- | |
35 | [γω]ρήσωσιν [τής εμ]ής χάριτος, έστω [τὰ ε]ξακισχίλια διν[άρια] |
[τής] Σεβαστή[ς θε]ας, ελένξαντος τού β[ουλ]ομένου τὴν [Λα]- | |
[κεδα]ιμονίων ολιγ[ω]ρίαν καὶ τοίς Σεβαστοίς τὸ αρ̣[γύριο]ν ανε[νεγ]- | |
[κόν]τ̣ος. βούλομαι δέ καὶ τοὺς δούλους τής τού [ελαίου εις αιώ]- | |
[να χορηγ]ίας μετέχει<ν> κατ’ έτος επὶ ἓξ ημέρας, τρίς [μέν τὰς σε]- | |
40 | [βαστέ]ους καὶ τρίς τὰς τής θεού, μήτε άρχοντος [μήτε συνέδρου] |
[μήτε γ]υμνασιάρχου κωλύοντος αυτοὺς αλείφεσθαι, κ[αὶ εις] | |
[λιθίν]ας τρείς στήλας αναγραφήναι τὴν τής εμής [χάριτος ε]- | |
[πὶ τοίς] ρητοίς γεινομένην τω γυμνασίωι καὶ τη πόλει δω[ρεάν], | |
[ίνα μί]α μέν εν αγορα πρὸ τής εμής οικίας εις τὸν τ[οίχον] | |
45 | [προσερ]εισθήι, μία δέ εις τὸ Καισάρηον ανασταθη παρὰ τὰ[ς ․․] |
[․․․․ πύ]λας τεθείσα, μία δέ εις τὸ γυμνάσιον, ίνα καὶ πολ[ί]- | |
[ταις καὶ] ξένοις εις αιώνα φανερὰ καὶ εύγνωστος ή πασιν [η] | |
[τής εμ]ής χάριτος φιλανθρωπία. παρακατατίθεμαι δέ τη [πό]- | |
[λει καὶ το]ίς συνέδροις καὶ τοὺς θρεπτούς μου καὶ απ[ε]- | |
50 | [λευθέρους] πάντας τε καὶ πάσας. ενεύχομαί τε υμείν θε[οὺς] |
[πάντας] καὶ τὴν τών Σεβαστών Τύχην, καὶ ζώσης εμού [καὶ εὰν] | |
[ανθρώπιν]όν τι πάθω, καὶ κατὰ άνδρα καὶ κοινη τὴν αρίστην [τής] | |
[βουλήσεως] μου καὶ ων εγὼ τειμώ καὶ τετείμηκα θρε[πτών] | |
[καὶ απελε]υθέρων διὰ παντὸς υμας ποιήσασθαι πρόνο[ιαν] | |
55 | [όπως αιεὶ αν]επείλη<π>τοι διὰ τὴν απάντων υμών εις εμέ ε[ύ]- |
[νοιαν καὶ ανενόχλ]ητοι φυλαχθώσιν. αθάνατος γὰρ είναι δόξω | |
[τοιαύτην ποιησ]αμένη δικαίαν καὶ συνπαθεστάτην εμοὶ παρ[α]- | |
[<κατά>θήκην, ἧς ου μὴ καθυ]στεριώ τη πόλει πεπιστευκύα. | |
[έγραψα Πόπλιος Φαί]νιος Πρείμος ο θρεπτὸς καὶ απελεύθερο[ς Φαι]- | |
60 | [νίας Αρωματίου κ]ελευούσης διὰ φροντιστού καὶ κυρίου Πο[πλίου] |
[Ὀφελλίου Κρίσπο]υ· Φαινί[α] Α<ρ>ωμάτιον ευδοκώ τοίς προγε[γραμ]- | |
[μένοις πασιν]· Πόπλιος Ὀφέλλιος Κρίσπος ο φροντισ[τὴς] | |
[καὶ κύριος συνευδοκώ] τοίς προγεγραμμένοις. | |
(έτους) οβ΄. |
Η δωρεά της Φαινίας Αρωμάτιον στο γυμνάσιο του Γυθείου
Η ύπαρξη και η εύρυθμη λειτουργία γυμνασίου σε μία πόλη ήταν καίριας σημασίας όπως υποδηλώνει ο Παυσανίας στα Φωκικά (10.4.1) και αποδεικνύει η παρέμβαση του επαρχιακού διοικητή της Μακεδονίας, προκειμένου να εξασφαλιστεί η λειτουργία του γυμνασίου της Βέροιας (I.Beroia 7). Η εξασφάλιση των αναγκαίων πόρων αποτελούσε ωστόσο σημαντικό οικονομικό βάρος για τις πόλεις, οι οποίες συχνά στηρίζονταν σε ευεργεσίες βασιλέων, πολιτών ή και των ίδιων των γυμνασίαρχων, οι οποίοι ενίοτε χρηματοδοτούσαν εξ ιδίων τη θητεία τους. Κατά τον 1ο αιώνα π.Χ. το Γύθειο αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, τα οποία δεν είχαν μάλλον αντιμετωπιστεί πλήρως ως τον επόμενο αιώνα, όπως φαίνεται να δηλωνόταν στους πρώτους στίχους της επιγραφής, οι οποίοι δεν σώζονται. Σε αυτό το πλαίσιο εντάσσεται η δωρεά της Φαινίας Αρωμάτιον, η οποία θα ήταν μία πλούσια απελεύθερη (βλ. και τη χαρακτηριστική κατάληξη –ιον του ονόματός της), γεγονός που δεν εκπλήσσει, δεδομένου ότι οι απελεύθεροι (liberti) μπορούσαν να αποκτήσουν περιουσία και να ανέλθουν σημαντικά στην «ιεραρχία» της κοινωνίας κατά τους αυτοκρατορικούς χρόνους. Η Φαινία, συγκεκριμένα, όπως υποδεικνύει και πάλι το όνομά της, ίσως δραστηριοποιούνταν στο εμπόριο αρωματικών ελαίων και συνδεόταν με τη gens Faenia, μέλη της οποίας ανέπτυσσαν την ίδια περίπου εποχή ανάλογες δραστηριότητες στη Ρώμη και τις δυτικές επαρχίες (Rizakis 2005: 238-239 και Harter-Uibopuu 2004: 3).
Από την περιουσία που είχε συγκεντρώσει μέσω αυτών των δραστηριοτήτων, η Φαινία δωρίζει στην πόλη 8.000 δηνάρια, ποσό σχετικά υψηλό συγκριτικά με παρόμοιες δωρεές (πρβλ. I.Iasos II 248, I.Ephesos 3071, αλλά IG XII 9, 236). Ως γυναίκα η Φαινία χρειαζόταν τη σύμφωνη γνώμη του κυρίου της, προκειμένου να έχει ισχύ η δικαιοπραξία που συνήψε, όπως δηλώνεται στους στ. 59-63, όπου ο κύριος και φροντιστής, Πόπλιος Οφέλλιος Κρίσπος, δίνει τη συγκατάθεσή του (για την πλεοναστική παρουσία και τον ρόλο του φροντιστού (curator) στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου βλ. Harter-Uibopuu 2004: 3). Το ποσό κατατίθεται στο δημόσιο ταμείο του Γυθείου και υπεύθυνοι για τη διαχείρισή του ορίζονται οι άρχοντες και οι σύνεδροι της πόλης, και όχι κάποιος έκτακτος αξιωματούχος ή σώμα αξιωματούχων όπως σε άλλες περιπτώσεις. Όσον αφορά τις διαδικασίες που θα ακολουθηθούν, αυτές δεν προσδιορίζονται με ακρίβεια. Ορίζεται μόνο ότι οι αρμόδιοι αξιωματούχοι θα πρέπει να παρέχουν δάνεια από το κληροδοτούμενο ποσό, όταν δημοπρατούνται και τα υπόλοιπα δημόσια έργα (στ. 7-10), αναφορά που παραπέμπει στην υιοθέτηση καθιερωμένων στην πόλη πρακτικών. Οι δανειολήπτες πρέπει να δίνουν ως εγγύηση έγγειο ιδιοκτησία ανάλογης αξίας προς το ποσό που δανείζονται, ενώ από τους τόκους που θα προκύπτουν θα εξασφαλίζεται σε βάθος χρόνου η αγορά ελαίου για το γυμνάσιο.
Πρόνοιες για τη σωστή διαχείριση του κληροδοτήματος
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πρόνοιες της ευεργέτιδας για την προστασία του κληροδοτήματος από κακή διαχείριση των αρχόντων και των συνέδρων (στ. 19-25). Η Φαινία δίνει το δικαίωμα σε όποιον πολίτη επιθυμεί, Έλληνα ή Ρωμαίο, να καταγγείλει όσους δεν τηρούν τους συμπεφωνημένους όρους. Σύμφωνα με τον Wilhelm ο βουλόμενος θα καταθέσει την εισανγελίαν στους Λακεδαιμόνιους, και η δίκη θα διεξαχθεί στη Σπάρτη (για την εδώ υιοθετούμενη γραφή επανγελί[αν] βλ. Harter-Uibopuu 2004: 10, η οποία θεωρεί περιττή τη διόρθωση επί το «αθηναϊκότερον» σε εισανγελίαν). Αν οι άρχοντες του Γυθείου δεν «αποδεχτούν» την καταγγελία, ο κατήγορος θα μπορεί να αφαιρέσει τα σχετικά έγγραφα από τα αρχεία της πόλης. Η Harter-Uibopuu θεωρεί μη πειστική αυτή την εκδοχή, καθώς ο έλεγχος των αρχόντων μιας πόλης από μια άλλη δεν μαρτυρείται στις πηγές, η συμπλήρωση Σπάρτην στον στ. 31 είναι ύποπτη, αφού στο υπόλοιπο κείμενο χρησιμοποιούνται οι όροι Λακεδαιμόνιοι και πόλις τών Λακεδαιμονίων (βλ. όμως IGBulg III 2, 1573), ενώ τέλος εγείρονται τα εξής ερωτήματα: α) γιατί να υπάρχουν έγγραφα σχετικά με την υπόθεση στα αρχεία του Γυθείου, αφού οι άρχοντες δεν έχουν δεχτεί να την εξετάσουν και β) γιατί να πρέπει να αποσταλούν στη Σπάρτη, εφόσον η κατηγορία πρέπει να διατυπωθεί εξ αρχής επὶ τού δήμου τών Λακεδαιμονίων. Βάσει των συμπληρώσεων που προτείνει, η Harter-Uibopuu υποστηρίζει ότι η καταγγελία θα υποβαλλόταν στις αρχές του Γυθείου. Αν γινόταν δεκτή, ο κατήγορος θα κατέθετε αντίγραφο στους συνέδρους, οι οποίοι θα πραγματοποιούσαν τον έλεγχον, και θα όριζε προθεσμία εκδίκασης της υπόθεσης. Σε περίπτωση άρνησης, θα έπρεπε να αφαιρέσει από τα αρχεία της πόλης τα σχετικά με το κληροδότημα έγγραφα (για την ερμηνεία του όρου εκκολήσαντ[α] και τις συναφείς δυσκολίες βλ. Wilhelm 1951: 100), καθώς το Γύθειο δεν θα είχε τηρήσει τους όρους της δωρεάς, και ο έλεγχος του κεφαλαίου θα περνούσε στη Σπάρτη (στ. 32-34).
Εντούτοις μερικά επιχειρήματα της Harter-Uibopuu κρίνονται αδύναμα. Πρώτον, το επιχείρημα ότι μια διαδικασία ελέγχου αρχόντων (εύθυναι) δεν θα μπορούσε να λάβει χώρα σε άλλη πόλη, δεν είναι ισχυρό, δεδομένου ότι η προβλεπόμενη εδώ διαδικασία είναι έκτακτη και δεν σχετίζεται με τον καθιερωμένο έλεγχο των αρχόντων στο τέλος της θητείας τους. Επιπλέον, η άποψη ότι το εύρος του σώματος των συνέδρων μπορούσε να εγγυηθεί μία δίκαιη κρίση έναντι των αρχόντων και των συνέδρων δεν είναι επίσης πειστική, δεδομένης της καχυποψίας της Φαινίας έναντι των αρχών της πόλης, η οποία είναι εμφανής σε δύο σημεία του κειμένου (στ. 29-30 και 40-41· πρβλ. IG XII 3, 174 και SEG LVI 1359, 53-55). Σε κάθε περίπτωση, θα ήταν παράδοξο να αρνηθούν οι άρχοντες του Γυθείου εξ αρχής την εξέταση της υποβληθείσας σε αυτούς κατηγορίας, πράξη που θα στερούσε οποιαδήποτε πιθανότητα ευνοϊκής γι’ αυτούς απόφασης ή θα σήμαινε ακόμη και την άμεση απώλεια της διαχείρισης του κληροδοτήματος. Τέλος, εσφαλμένο είναι το επιχείρημα ότι η δυνατότητα ελέγχου εκ μέρους της Σπάρτης, θα μπορούσε να οδηγήσει την τελευταία σε αυθαίρετες ενέργειες, προκειμένου να περάσει στην κατοχή της το κληροδοτούμενο κεφάλαιο. Παραβλέπεται, έτσι, ότι η Σπάρτη θα έπρεπε να αξιοποιήσει το ποσό για τον ίδιο σκοπό και όχι προς όφελός της, καθώς και ότι προβλέπονταν ανάλογες ποινές σε περίπτωση κακοδιαχείρισης της δωρεάς και από τους Λακεδαιμόνιους (στ. 34-38).
Βάσει των ανωτέρω παρατηρήσεων η προβλεπόμενη διαδικασία μπορεί να αποκατασταθεί ως εξής. Ο βουλόμενος θα έπρεπε να υποβάλει την κατηγορία στις αρχές της Σπάρτης. Οι άρχοντες του Γυθείου θα έπρεπε να λάβουν γνώση και να αποδεχθούν τις ενέργειες του κατηγόρου, ο οποίος θα κατέθετε αντίγραφο της καταγγελίας και θα όριζε προθεσμία εκδίκασης της υπόθεσης. Εάν οι άρχοντες του Γυθείου αρνούνταν να συνεργαστούν, κάτι που πιθανώς θα αποδείκνυε την ενοχή τους, ο βουλόμενος θα μπορούσε να αφαιρέσει τα έγγραφα κύρωσης της δωρεάς, ώστε να κατατεθούν στα αρχεία της Σπάρτης, που θα ήταν ο νέος διαχειριστής του κληροδοτήματος. Υπέρ αυτής της εκδοχής φαίνεται να τάσσεται και ο J. Fournier, ο οποίος υποστηρίζει ότι οι αρχές του Γυθείου θα έπρεπε να αποδεχτούν την κατηγορία, ακόμη και για να διεξαχθεί η δίκη στη Σπάρτη (Fournier 2010: 176).
Πρόνοιες της Φαινίας Αρωμάτιον υπέρ δούλων και απελευθέρων
Η Φαινία, ως απελεύθερη και η ίδια, δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τους δικούς της θρεπτούς και απελευθέρους, όσο και για άτομα σε καθεστώς δουλείας γενικότερα. Έχει σχολιαστεί από πολλούς μελετητές η παραχώρηση του δικαιώματος πρόσβασης στο γυμνάσιο σε δούλους, φαινόμενο σπάνιο, ιδίως πριν τους αυτοκρατορικούς χρόνους, αλλά όχι αμάρτυρο, όπως αποδεικνύουν επιγραφές από άλλες ελληνικές πόλεις (βλ. ενδεικτικά IG IV 606 [Άργος], SEG XLII 559 [I.Amphaxitis 281, Ανθεμούς], I.Beroia 7, στ. 65-66). Η Φαινία Αρωμάτιον τρόπον τινά επιβάλλει την επιθυμία της στις αρχές του Γυθείου ευρισκόμενη πιθανώς σε πλεονεκτική θέση, η οποία της έδινε τη δυνατότητα να πιέσει τις αρχές να δεχτούν τους όρους της (για διαπραγματεύσεις μεταξύ ευεργετών και πόλεων βλ. Harter-Uibopuu 2011: 119-125). Αξίζει να σημειωθεί, πάντως, ότι η παραχώρηση αυτή γίνεται προς το τέλος του κειμένου, σε μία ενότητα που χαρακτηρίζεται από έναν πιο προσωπικό τόνο, ενώ η δυνατότητα συμμετοχής των ξένων δηλώνεται εξ αρχής. Επιπλέον, η συμμετοχή των δούλων στο γυμνάσιο δεν θα είναι ισότιμη, αφού προβλέπονται για αυτούς έξι συγκεκριμένες ημέρες, οι οποίες συνδέονται με σημαντικές εορτές (για τη σχέση των εορτών αυτών με την αυτοκρατορική λατρεία βλ. Camia – Kantiréa 2010: 382-383).
Όσον αφορά τους θρεπτούς και απελευθέρους της, η ευεργέτιδα δηλώνει την επιθυμία της να αναλάβει η πόλη την προστασία τους μετά τον θάνατό της. Ο όρος θρεπτοί (alumni) δεν δηλώνει μια κατηγορία προσώπων με συγκεκριμένα νομικά χαρακτηριστικά, αλλά γενικά τέκνα που δεν ανατράφηκαν από τους φυσικούς τους γονείς, νόθα τέκνα, ακόμη και δούλους (για τους θρεπτούς βλ. Σβέρκος – Σαββοπούλου 2018: 80-81). Σε αυτή την κατηγορία μπορούσαν, λοιπόν, να ανήκουν τόσο ελεύθερα άτομα όσο και άτομα δουλικής καταγωγής, ενώ παράλληλα η διατύπωση της επιγραφής δεν επιτρέπει να διακρίνουμε το νομικό καθεστώς των θρεπτών της Φαινίας. Ο Πόπλιος Φαίνιος Πρείμος ανήκει και στις δύο «κατηγορίες», αλλά δεν τεκμαίρεται το ίδιο και για τους υπολοίπους, αν και η απουσία οριστικού άρθρου μετά τον σύνδεσμο καὶ (στ. 49-50) ίσως υποδεικνύει ότι πρόκειται για μία ενιαία ομάδα (βλ. αντίθετα Wilhelm 1951: 94 και Harter-Uibopuu 2004: 14). Όσον αφορά το ρήμα παρακατίθεμαι, που χρησιμοποιείται από τη Φαινία, αυτό δεν αντιστοιχεί σε συγκεκριμένη και νομικά δεσμευτική πράξη (Wilhelm 1951: 94 και Harter-Uibopuu 2004: 14), ενώ τα επίθετα ανενόχλητος (πρβλ. CIRB 70) και κυρίως ανεπείληπτος αποτελούν τεχνικούς όρους που απαντούν συχνά σε απελευθερωτικές επιγραφές και δηλώνουν την απαγόρευση κακομεταχείρισης και εκ νέου υποδούλωσης των απελευθέρων. Η Harter-Uibopuu θεωρεί ότι η Φαινία Αρωμάτιον επεδίωκε με την πρόνοια αυτή τη μετά θάνατον απελευθέρωση των δούλων της, ωστόσο η άποψη αυτή παραβλέπει την αναφορά στους ήδη απελευθερωθέντες δούλους και το γεγονός ότι η επιθυμία αυτή θα διατυπωνόταν ρητά, ώστε να μην μπορεί να αμφισβητηθεί. Ως εκ τούτου η Φαινία στόχευε κυρίως στην προστασία των θρεπτών της ορίζοντας άτυπα τις αρχές και τους πολίτες του Γυθείου εγγυητές της ελευθερίας τους.
… να απαλλαγεί το δημόσιο ταμείο από το βάρος αυτής της δαπάνης και το γυμνάσιο και όλοι οι πολίτες και όποιοι τυχόν ξένοι βρίσκονται στην πόλη, … τον καλλωπισμό και την επιμέλεια του σώματος … το προαναφερθέν, έτσι ώστε κάθε έτος, αρχής γενομένης από το έτος που θα είναι στρατηγός ο Αριστόπολις, όταν οι εκάστοτε εν ενεργεία άρχοντες εκμισθώνουν και τα υπόλοιπα δημόσια έργα σύμφωνα με τις αποφάσεις των συνέδρων της πόλης και του δήμου, να αναθέτουν και την προμήθεια του ελαίου με ιδιαίτερη προσοχή, έτσι ώστε να προκύπτουν παντοτινά κέρδη από τη δωρεά μου. Αυτό θα επιτευχθεί, εφόσον παρασχεθούν δάνεια από το δοθέν κεφάλαιο και δοθεί ως εγγύηση από τους δανειολήπτες στην πόλη έγγειος ιδιοκτησία αντίστοιχης αξίας, προκειμένου να εξασφαλίζεται από τους τόκους το έλαιον για τους πολίτες του Γυθείου και τους ξένους εις το διηνεκές. Οι άρχοντες και οι σύνεδροι να επιδεικνύουν φερεγγυότητα και ενδιαφέρον κάθε έτος, ώστε να είναι αιώνια η παροχή του ελαίου στο γυμνάσιο και την πόλη, και κανείς να μην τολμά να αμελήσει τη δωρεά μου ούτε σε ιδιωτικό ούτε σε δημόσιο επίπεδο. Εάν ωστόσο οι άρχοντες κάθε έτους ή οι σύνεδροι ή η πόλη επιδείξουν ολιγωρία σχετικά με την εις το διηνεκές παροχή του ελαίου ή δώσουν δάνεια από το κεφάλαιο αντίθετα με όσα έχουν οριστεί ή δεν λάβουν ίσης αξίας έγγειο ιδιοκτησία ως εγγύηση από αυτούς που θα καταβάλουν στο δημόσιο ταμείο τον τόκο -ώστε η πόλη να εξασφαλίζει για πάντα το έλαιον-, ή τέλος δεν μεριμνήσουν ώστε να παραμείνει αιώνια η δωρεά του κεφαλαίου, για να μην δυσφημιστεί η πόλη, επειδή δηλαδή επιδεικνύει αμέλεια, να έχει το δικαίωμα όποιος επιθυμεί, είτε Έλληνας είτε Ρωμαίος, να καταγγείλει την ολιγωρία της πόλης ενώπιον του δήμου των Λακεδαιμονίων. Και εφόσον οι άρχοντες (του Γυθείου) κάνουν δεκτή την καταγγελία, να καταθέτει αντίγραφο ο κατήγορος και να ορίζει ημέρα εκδίκασης. Εάν δεν την κάνουν δεκτή, να αφαιρεί (τα έγγραφα;) και να τα αποστέλλει στη Σπάρτη. Και το ένα τέταρτο των οκτώ χιλιάδων δηναρίων να δίνεται στον κατήγορο, εάν αποδείξει τη ραθυμία των Γυθεατών, ενώ τα έξι χιλιάδες δηνάρια να δίνονται στην πόλη των Λακεδαιμονίων· εάν και οι Λακεδαιμόνιοι αδιαφορήσουν για τη δωρεά μου, να περιέρχονται τα έξι χιλιάδες δηνάρια στη Σεβαστή θεά, αφού αποδείξει όποιος επιθυμεί την ολιγωρία των Λακεδαιμονίων και αφιερώσει το ποσό στους Σεβαστούς. Επιθυμώ επίσης να έχουν μερίδιο στην εις το διηνεκές δωρεά του ελαίου και οι δούλοι για έξι ημέρες κάθε χρόνο, τρεις τις αφιερωμένες στους Σεβαστούς και τρεις τις αφιερωμένες στην θεά, χωρίς να τους εμποδίζει κανένας άρχοντας ούτε σύνεδρος, ούτε γυμνασίαρχος να αλείφονται με το έλαιον. Και να αναγραφεί σε τρεις λίθινες στήλες η δωρεά που κάνω, ευνοϊκά διακείμενη προς την πόλη και το γυμνάσιο, μαζί με τους προβλεπόμενους όρους, έτσι ώστε να ανιδρυθεί μία στην αγορά στον τοίχο μπροστά από την οικία μου, μία να στηθεί στο Καισάρειον κοντά στις … πύλες και μία στο γυμνάσιο, ώστε να είναι ες αεί εμφανής και γνωστή σε όλους, και στους πολίτες και στους ξένους, η φιλανθρωπία και η εύνοιά μου. Παραδίδω επίσης στην πόλη και τους συνέδρους όλες και όλους τους θρεπτούς και τους απελευθέρους μου. Σας ξορκίζω στο όνομα όλων των θεών και στην Τύχη των Σεβαστών, και όσο ζω και όταν πεθάνω, και ο καθένας χωριστά και όλοι μαζί, λόγω της εύνοιάς σας απέναντί μου, να μεριμνάτε διαρκώς με τη μεγαλύτερη δυνατή επιμέλεια για την πραγματοποίηση της επιθυμίας μου και για τους θρεπτούς και απελευθέρους μου, τους οποίους εγώ τιμούσα και τιμώ, ώστε να παραμείνουν ελεύθεροι και άθικτοι. Γιατί θα μείνω αθάνατη, εάν αφήσω μια τόσο δίκαιη και σύμφωνη με τις αξίες μου παρακαταθήκη, σε σχέση με την οποία ελπίζω να μην διαψευστώ που εμπιστεύθηκα την πόλη. Συνετάχθη από τον Πόπλιο Φαίνιο Πρείμο, θρεπτό και απελεύθερο, με εντολή της Φαινίας Αρωματίου με την εξουσιοδότηση του φροντιστή και κυρίου της Πόπλιου Οφέλλιου Κρίσπου. Εγώ, η Φανία Αρωμάτιον, συμφωνώ με όλα τα παραπάνω. Εγώ, ο Πόπλιος Οφέλλιος Κρίσπος, ο φροντιστής και κύριος, δίνω τη συγκατάθεσή μου για τα ανωτέρω. (Έτος) οβ΄.
(1ο χέρι) | |
ο[μ]ο[λ]ογούσιν αλλή[λ]οις Τρύφων Διονυ[σίου] | |
τού Τρύφωνος μητρὸς [Θ]αμούν[ιο]ς τή[ς] | |
Ὀννώφριος καὶ Πτολεμαίο[ς] Παυσιρίωνος | |
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφελούτος τής | |
5 | Θέωνος γέρδιος, αμφότεροι τών απʼ Ὀξυ- |
ρύγχων πόλεως, ο μέν Τρύφων εγδεδόσ- | |
θαι τω Πτολεμαίω τὸν εαυτού υιὸν Θοώ- | |
νιν μητρὸς Σαραεύτος τής Απίωνος ουδέ- | |
πω όντα τών ετών επὶ χρόνον ενιαυτὸν | |
10 | ένα απὸ τής ενεστώσης ημέρας, διακονού(ν)- |
τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμε- | |
να αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν | |
γερδιακὴν τέχνην πασαν, <ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα | |
κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην> ως καὶ αυτὸς | |
επισται, τού παιδὸς τρεφομένου καὶ ιμα- | |
15 | τισζομένου επὶ τὸν όλον χρόνον υπὸ |
τού πατρὸς Τρύφωνος πρὸς όν καὶ είναι | |
τὰ δημόσια πάντα τού παιδός, εφʼ ᾧ | |
δώσει αυτω κατὰ μήνα ο Πτολεμαίος | |
εις λόγον διατροφής δραχμὰς πέντε | |
20 | καὶ επὶ συνκλεισμω τού όλου χρόνου |
εις λόγον ιματισμού δραχμὰς δέκα δύο, | |
ουκ εξόντος τω Τρύφωνι αποσπαν τὸν | |
παίδα απὸ τού Πτολεμαίου μέχρι τού | |
τὸν χρόνον πληρωθήναι, όσας δʼ εὰν εν | |
25 | τούτω ατακτήση ημέρας επὶ τὰς |
ίσας αυτὸν παρέξεται [με]τὰ τὸν χρό- | |
νον ἢ α̣[πο]τεισάτω εκάσ[τ]ης ημέρας | |
αργυρίου [δρ]αχμὴν μίαν , [τ]ού δʼ αποσπα- | |
θήναι εντὸς τού χρόν[ου] επίτειμον | |
30 | δραχμὰς εκατὸν καὶ εις τὸ δημόσιον |
τὰς ίσας. εὰν δέ καὶ αυτὸ[ς ο] Πτολεμαίος | |
μὴ εγδιδάξη τὸν παί[δ]α ένοχος | |
έστω τοίς ίσοις επιτε[ί]μοις. κυρία | |
η διδασκαλική. (έτους) ιγ Νέ[ρ]ωνος Κλαυδίου | |
35 | Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού |
Αυτοκράτορος, μηνὸς Σεβαστού κα. | |
—— | |
(2ο χέρι) | |
Πτολεμαίος [Πα]υσιρίωνος | |
τού Πτολεμαίου μητρὸς Ὠφε- | |
λούτος τής Θέωνος έκαστα | |
40 | ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί . |
Ζωίλος Ὥρου τού Ζωίλου μητρὸς | |
Διεύτος τής Σω̣κέ̣ω̣ς̣ έγραψα | |
υπέρ αυτού μὴ ιδότος γράμματα. | |
έτους τρισκαιδεκάτου Νέρωνος Κλαυδίου Καίσαρος | |
45 | Σεβαστού Γερμανικού |
Αυτοκράτο[ρο]ς, μη(νὸς) Σεβαστού κα. |
Η διδασκαλική που σώθηκε στον P.Oxy. ΙΙ 275 αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό παράδειγμα σύμβασης μαθητείας με παροχή άμισθης εργασίας. O Τρύφωνας του Διονυσίου δίνει τον γιο του Θοώνη ως μαθητευόμενο στον υφαντή Πτολεμαίο του Παυσιρίωνα, προκειμένου να τον διδάξει την υφαντική τέχνη για χρονικό διάστημα ενός έτους.
Ο τύπος του νομικού εγγράφου: το «ιδιωτικό πρωτόκολλο»
Κατά την πρώιμη περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (Ηγεμονία) τα νομικά έγγραφα που συντάσσονταν στην Αίγυπτο από υπαλλήλους και συμβολαιογράφους των δημόσιων υπηρεσιών (π.χ. στα αγορανομεία και τα γραφεία) ονομάζονταν δημόσιοι χρηματισμοί και διακρίνονταν κυρίως από τη θέση της ημερομηνίας στην αρχή του κειμένου και τη χρήση του πρωτοκόλλου (Wolff 1978: 86-87, 139-140· Mitteis 1912: 58-61), δηλαδή της τριτοπρόσωπης δήλωσης της πράξης στην αρχή του κύριου περιεχομένου του νομικού κειμένου. Σε αυτήν την κατηγορία κειμένων παρατηρείται και η χρήση της ομολογίας, δηλωθείσας με το ρήμα ομολογέω-ώ. Υπήρχαν όμως και είδη νομικών εγγράφων, όπως π.χ. το χειρόγραφον, τα οποία συντάσσονταν από ιδιώτες, και ως εκ τούτου δεν είχαν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών. Διακριτικά στοιχεία αυτών αποτελούν η θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κύριου περιεχομένου του εγγράφου και η χρήση του πρώτου προσώπου, με ή χωρίς τη χρήση ομολογίας (Mitteis 1912: 72-75· Schwarz 1961· Wolff 1978: 107).
Το είδος της προς εξέταση σύμβασης μαθητείας είναι το αποκαλούμενο από τους νομικούς παπυρολόγους «ιδιωτικό πρωτόκολλο», ένα είδος εγγράφου το οποίο κατά κανόνα διακρίνεται εκ πρώτης όψεως από τη μακρόστενη μορφή του κειμένου του (20 έως 40 γράμματα ανά αράδα). Η ονομασία αυτού του είδους εγγράφου προκύπτει από το γεγονός ότι συντασσόταν από ιδιώτες, όπως αυτό φαίνεται από τη θέση της ημερομηνίας στο τέλος του κειμένου, αλλά σε μορφή πρωτοκόλλου προς μίμηση των εγγράφων που γράφονταν από συμβολαιογράφους και υπαλλήλους των δημοσίων υπηρεσιών (Wolff 1978: 123· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 49-50). Ωστόσο, υπήρχαν κατά την περίοδο της Ηγεμονίας δύο νομικές διαδικασίες, η δημοσίωσις και η εκμαρτύρησις, με τις οποίες το «ιδιωτικό πρωτόκολλο» και το χειρόγραφον μπορούσαν να αποκτήσουν τη νομική ισχύ των δημοσίων χρηματισμών (Wolff 1978: 129· Keenan – Manning – Yiftach 2014: 63).
Οι συμβαλλόμενοι και η δικαιοπραξία
Ο P.Oxy. ΙΙ 275 ανήκει στο αρχείο τού ενός από τους δύο συμβαλλομένους, του υφαντουργού Τρύφωνα (Piccolo 2003), ο οποίος μάλλον έμαθε τη γερδιακὴν τέχνην από τον πατέρα του, τον Διονύσιο (Brewster 1927: 133, 139). Ενώ όμως ο Τρύφωνας θα μπορούσε να διδάξει τον γιο του, ο τελευταίος επρόκειτο να μαθητεύσει δίπλα σε άλλον υφαντουργό, πρακτική συνήθης στη ρωμαϊκή Αίγυπτο, πιθανόν γιατί με αυτόν τον τρόπο τα παιδιά των υφαντουργών καρπώνονταν εμπειρίες που δεν μπορούσαν να αποκτήσουν στο σπίτι του πατέρα τους (van Minnen 1987: 79). Εκτός αυτού, ήδη από το 52 μ.Χ. ο Τρύφωνας έπασχε από καταρράκτη και μερική απώλεια όρασης (Brewster 1927: 140· Marganne 1994), συνθήκη που καθιστούσε αναγκαία την καθοδήγηση του Θοώνη από άλλον υφαντουργό.
Το εν λόγω δικαιοπρακτικό κείμενο αναφέρει (στ. 1-6) τα απαραίτητα προσωπικά στοιχεία των ατόμων που συμμετέχουν στη δικαιοπραξία, προκειμένου να μην ανακύψουν ζητήματα ταυτοποίησης των συμβαλλομένων (Hübsch 1968: 107-108). Συγκεκριμένα καταγράφονται και για τα δύο συμβαλλόμενα μέρη τα ονόματα των γονέων τους συνοδευόμενα από τα πατρώνυμά τους, ενώ μόνο για τον τεχνίτη γίνεται η αναφορά στο επάγγελμά του (γέρδιος). Επίσης, στους στ. 7-9 το κείμενο εμπεριέχει και τα προσωπικά στοιχεία του μαθητευόμενου Θοώνη, συμπεριλαμβανομένης της ηλικίας του (στ. 8-9).
Στους στ. 6-7 αναγνωρίζεται η πράξη που δημιουργεί την έννομη σχέση μεταξύ των ιδιωτών: ο μέν Τρύφων (ενν. ομολογεί) εγδεδόσθαι. Το ρήμα εκδίδωμι στα νομικά κείμενα έχει τη σημασία του «μεταβιβάζω, διαθέτω», και δηλώνει τη μεταβίβαση ενός ατόμου χωρίς αυτεξουσιότητα από τον κηδεμόνα του σε ένα τρίτο πρόσωπο (Herrmann 1957-1958: 136). Αν και κατά κανόνα στις συμβάσεις μαθητείας δηλώνεται ρητώς ο σκοπός της μεταβίβασης του ατόμου, δηλαδή η κατάρτισή του στην εκάστοτε τέχνη (ώστε μαθείν· Herrmann 1957-1958: 120), στην παρούσα σύμβαση η έκδοσις συνδυάζεται μόνο με την υποχρέωση του Θοώνη, δηλαδή διακονού(ν)τα καὶ ποιο[ύ]ντα πάντα τὰ επιτασσόμενα αυτω υπὸ τού Πτολεμαίου κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην πασαν (στ. 10-13).
Οι υποχρεώσεις και οι κυρώσεις
Προέχον στοιχείο της παρούσας σύμβασης είναι η κατάρτιση του Θοώνη στην υφαντική τέχνη. Ωστόσο αυτός δεν λαμβάνεται υπόψιν ως δικαιοπρακτών, δηλαδή το έγγραφο αποτελεί μία δικαιοπραξία μεταξύ του κηδεμόνα του μαθητή και του δασκάλου-τεχνίτη (Herrmann 1957-1958: 130).
Με τη σημερινή νομική ορολογία έχουμε μία αμφοτεροβαρή σύμβαση, εφόσον και τα δύο συμβαλλόμενα μέρη πρέπει να εκπληρώσουν υποχρεώσεις: ο Τρύφωνας αναλαμβάνει τα έξοδα για τη διατροφή, τον ρουχισμό και τὰ δημόσια πάντα τού παιδός (στ. 17), δηλαδή των φόρων της λαογραφίας (κεφαλικού φόρου) και του χειρωναξίου (ειδικού φόρου επιτηδεύματος) (Herrmann 1957-1958: 126-127· Droß-Krüpe 2011: 110-111), ενώ ο Πτολεμαίος επιβαρύνεται με την παροχή χρηματικής αποζημίωσης στον Τρύφωνα για τα τροφεία και τον ιματισμό του Θοώνη (στ. 17-21).
Δεδομένου ότι κύρια υποχρέωση του Πτολεμαίου ήταν να διδάξει τον Θοώνη την υφαντουργική τέχνη, ο P. van Minnen συμπληρώνει τον στ. 13 (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν τὸν παίδα κατὰ τὴν γερδιακὴν τέχνην>), κάνοντας λόγο για παράλειψη του γραφέα και στηριζόμενος στους στ. 16-19 της σύμβασης μαθητείας SB Χ 10236, από το ίδιο αρχείο (van Minnen 1987: 79 σημ. 171· βλ. BL IX 179). Προς επίρρωσιν αυτής της διόρθωσης αρκεί να τονίσουμε ότι και σε άλλες συμβάσεις μαθητείας γίνεται διαχωρισμός των ομολογιών των δύο συμβαλλομένων με τα μόρια μέν-δέ. Μετά λοιπόν την ομολογία του Τρύφωνα (ο μέν Τρύφων εγδεδόσθαι) το νομικό κείμενο θα έπρεπε θεωρητικά να περιλαμβάνει και αυτήν του Πτολεμαίου (<ο δέ Πτολεμαίος κατʼ αυτὸν εκδιδάξειν>).
Στους στ. 22-33 εμπεριέχονται ρήτρες μέσω των οποίων προβλέπονται κυρώσεις σε περίπτωση μη τήρησης όρων που διασφαλίζουν, όχι μόνο την παραμονή και την υπακοή του Θοώνη στο πλευρό του Πτολεμαίου για το χρονικό διάστημα του ενός έτους, αλλά και την επιθυμητή έκβαση της μαθητείας, δηλαδή την κατάρτιση του μαθητευομένου στην υφαντική τέχνη. Από τις εν λόγω ρήτρες μαθαίνουμε για τα προβλήματα που μπορούσαν να προκύψουν στην έννομη σχέση μεταξύ του κηδεμόνα και του δασκάλου-τεχνίτη.
Η υπογραφή και οι υπογραφείς
Ηδη από την πτολεμαϊκή και μέχρι τη βυζαντινή Αίγυπτο τα συμβαλλόμενα μέρη καλούνταν να πιστοποιήσουν και να επιβεβαιώσουν με την υπογραφή τους τη γνησιότητα του περιεχομένου του νομικού εγγράφου που κατέγραφε τη δικαιοπραξία τους. Ο γραφικός χαρακτήρας της υπογραφής ήταν ένα σημαντικό μέσο για την απόδειξη της αυθεντικότητάς της και την ταυτοποίηση του υπογράφοντος (Youtie 1981: 189-190). Στην υπογραφή οι συμβαλλόμενοι έγραφαν το όνομα τους και επαναλάμβαναν σε πρώτο πρόσωπο τα βασικά σημεία του νομικού εγγράφου, δηλαδή κατά κανόνα την αναγνώριση της πράξης και την κύρια υποχρέωση που προέκυψε από αυτή. Αρκετές φορές ωστόσο το περιεχόμενο της υπογραφής ήταν πιο γενικό και περιληπτικό, όπως αυτό συμβαίνει στην υπογραφή του υφαντή Πτολεμαίου (στ. 39-40: έκαστα ποιήσω εν τω ενιαυτω ενί· Wolff 1978: 164-165).
Στους στ. 41-43 ωστόσο δηλώνεται ότι η υπογραφή του Πτολεμαίου δεν έχει γραφτεί από το δικό του χέρι αλλά από αυτό του Ζωίλου, γιατί δεν γνώριζε γράμματα. Ο υφαντής Πτολεμαίος μάλλον ανήκε στην πρώτη από τις δύο κατηγορίες υπηκόων που δεν γνώριζαν γραφή, τους αγραμμάτους ‒ η δεύτερη ήταν αυτή των βραδέως γραφόντων, όσων δηλαδή μπορούσαν να γράψουν στα ελληνικά το όνομά τους και δύο ή τρείς αράδες, αν τους δινόταν αρκετός χρόνος. Τόσο οι αγράμματοι όσο και οι βραδέως γράφοντες είχαν ανάγκη τη βοήθεια ενός άλλου ατόμου που ήταν ικανό να γράψει αντιστοίχως όλο ή το μεγαλύτερο μέρος της υπογραφής τους (Youtie 1981: 188· Wolff 1978: 164). Επειδή όμως ο υπογραφεὺς δεν ήταν υπεύθυνος μόνο για τη σύνταξη της υπογραφής του ατόμου που εκπροσωπούσε, αλλά και για τον έλεγχο του περιεχομένου του νομικού εγγράφου, έπρεπε να είναι ένα έμπιστο άτομο, συγγενής ή φίλος, αλλιώς η προσφυγή σε έναν επαγγελματία γραφέα ήταν απαραίτητη (Kraus 2000: 327).
Αναγνωρίζουν ο ένας στον άλλον ο Τρύφωνας του Διονυσίου, γιου του Τρύφωνα και της Θαμούνιος, κόρης του Οννώφρη, και ο υφαντής Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, (στ. 5) κόρης του Θέωνα, αμφότεροι κάτοικοι της πόλης των Οξυρύγχων, ο μεν Τρύφωνας ότι έχει παραδώσει ως μαθητευόμενο στον Πτολεμαίο τον ανήλικο ακόμα γιο του Θοώνη της Σαραεύτος, κόρης του Απίωνα, για χρονικό διάστημα (στ. 10) ενός έτους από τη σημερινή ημέρα για να διακονεί και εκτελεί όλα όσα του υπαγορεύονται από τον Πτολεμαίο σχετικά με οποιαδήποτε δραστηριότητα της υφαντικής τέχνης. Ο δε Πτολεμαίος ομολογεί ότι θα διδάξει στον ανήλικο την υφαντική τέχνη στον βαθμό που την κατέχει ο ίδιος, ενώ ο ανήλικος θα τρέφεται και θα ντύνεται (στ. 15) κατά τη διάρκεια όλου του έτους από τον πατέρα του Τρύφωνα, στον οποίο και θα επιβληθούν όλοι οι φόροι του ανηλίκου, υπό τον όρο ότι ο Πτολεμαίος θα του δίνει μηνιαίως για τα έξοδα της διατροφής πέντε δραχμές, (στ. 20) και κατά την ολοκλήρωση όλου του έτους για τα έξοδα του ρουχισμού δώδεκα δραχμές, χωρίς να επιτρέπεται στον Τρύφωνα να αποσπάσει τον ανήλικο από τον Πτολεμαίο μέχρι να συμπληρωθεί το έτος, και όσες τυχόν (στ. 25) μέρες δεν είναι συνεπής (ο μαθητευόμενος) κατά τη διάρκεια αυτού, τόσες θα τον διαθέσει (ο πατέρας του) μετά το πέρας του έτους, ει δε μη, υποχρεούται να καταβάλει αποζημίωση για κάθε μέρα μία ασημένια δραχμή και στην περίπτωση απόσπασης του ανηλίκου κατά τη διάρκεια του έτους να εκτίσει τη χρηματική ποινή (στ. 30) των εκατό δραχμών και στο δημόσιο ταμείο το ίδιο ποσό. Εάν όμως και ο Πτολεμαίος δεν διδάξει τον ανήλικο, θα υπέχει ως ένοχος τις ίδιες ποινές. Η παρούσα σύμβαση μαθητείας έχει ισχύ. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα (στ. 35) Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού. (2ο χέρι) Πτολεμαίος του Παυσιρίωνα, γιου του Πτολεμαίου, και της Ωφελούτος, κόρης του Θέωνα, (στ. 40) θα πράξω κάθε ένα από αυτά κατά τη διάρκεια του ενός χρόνου. Ζωίλος του Ώρου, γιου του Ζωίλου, και της Διεύτος, κόρης του Σωκέα, έγραψα εκ μέρους του καθότι δεν γνωρίζει γράμματα. Κατά το 13ο έτος του Αυτοκράτορα Καίσαρα Κλαυδίου Νέρωνα (στ. 45) Σεβαστού Γερμανικού την 21η του μηνός Σεβαστού.
1 | άρχοντος Θεοξένο[υ] τού Φιλαιτώλου, μη[ν]ὸς δ[έ] |
Δαιδαφορίου, βουλευόντων Ε[πι]νίκου [τού Νικο]- | |
στράτου, Σατύρου τού Ζωΐλ[ο]υ· χεὶρ Θεοφίλου το[ύ Ευαμέ]- | |
ρου υπέρ Νικόμαχον Ευδίκου παρόντα καὶ κελεύ[ον]- | |
5 | τα γράψαι υπέρ αυτόν· απέδοτο Νικόμαχος καὶ Νεικ[ὼ] |
τω Απόλλωνι τω Πυθίω επ’ ελευθερία σώματα, οίς ονόματα | |
[Ζ]ωπύρα καὶ τὰ εξ αυτής Παράμον<ον> καὶ Κλέωνα καὶ Ζώπυρον, | |
[τε]ιμας αργυρίου έκαστον αυτών μ[να]ν τ[εσσά]ρων σ[υ]νευα- | |
[ρεσ]τέοντος αυτοίς κα<ὶ> τού υιού αυτών Διονυσίου· καὶ τὰν τε[ι]- | |
10 | [μὰν] απέχομεν πασαν. βεβαιωτὴρ κατασταθεὶς υπ’ [αυτών] |
κατὰ τοὺς νόμους τας πόλιος Λυ<σ>ίμαχος Νικ<ά>νορος, κα[θ]ὼς επίστευσα<ν> τω θεω τὰν ὠνὰν Ζωπύρα καὶ Παράμο- | |
νος καὶ Κλέων καὶ Ζώπ<υ>ρος, εφ’ ᾧτε ελεύθεροι είμεν καὶ ανέπαφοι απὸ πάντω<ν> τὸν πάντα βίον. | |
παραμεινάτωσαν δέ Παράμονος καὶ Κλέων καὶ Ζώπυρος Διονυσίω τὸν τας ζωας αυτού χρόνον | |
ποιούντες τὸ επιτασσόμενον παν τὸ δυνατόν. ει δέ μὴ ποιέοι[σ]αν, εξουσίαν εχέτω Διονύσιος επι- | |
15 | τειμέων τρόπω ᾧ κα θέλη, πλὰν μὴ πολέων. ει δέ τι πάθοι Διονύσιος τών κατ’ άνθρωπον απο- |
λιπὼν τέκνα γνήσια, δότωσαν οι εν τη παραμονη έκαστος δηνάρια εξήκοντα. Ζωπύρα δέ εξουσίαν | |
εχέτω ποιείν ά κα θέλη, μηδενὶ μηδέν προσήκουσα. ει δέ τις εφάπτοιτο τών προγεγραμμένων σωμ[ά]- | |
των επὶ κ<α>τα<δ>ουλισμω, βεβαίην παρεχόντω <τω> θεω τὰν ὠνὰν οί τε αποδόμενοι καὶ ο βεβαιω- | |
τὴρ καὶ οι ιερείς τού Απόλλωνος· ομοίως δέ καὶ ο παρατυχὼν κύριος έστω συλέων καὶ αφαι- | |
20 | ρείμενος εν ελευθερίαν, αζάμιος ὢν καὶ [α]νυπόδικος πάσας δίκας καὶ ζαμίας. εθέμεθα |
δέ τὰς ὠνὰς διὰ τού γραμματέως τής πόλεως Μελισσίωνος τού Λαιάδα —— εις τὰ δημό- | |
σια τής πόλεως γράμματα, τὰν δέ ετέραν ενχαράξας εν τω θεάτρω. χεὶρ Λυσιμάχου τού Νικά- | |
νορος. γέγονα βεβαιωτὴρ επὶ τὰν προγεγραμ<μ>έναν ὠνὰν κατασταθεὶς υπὸ Νικο- | |
μάχου τού Ευδίκου. χεὶρ Διονυσίου. συνευαρεστώ τη Παρ<αμ>όνο<υ κ>α<ὶ> τών προγεγραμ<μ>ένων ὠ- | |
25 | ναν. μάρτυρες οί τε ιερείς τού Απόλλωνο[ς] Διονύσιος Αστοξένου, Δάμων Πολεμάρχου· καὶ |
ιδιώται Αρχίας Αντιγένους, Νικάνωρ Λυσιμάχου, Εύανδρος Μεγάρτα. |
Πρόκειται για μια από τις πολυάριθμες απελευθερωτικές επιγραφές που έχουν βρεθεί στους Δελφούς, αναγεγραμμένες στον πολυγωνικό τοίχο ή σε στήλες στημένες στο θέατρο.
Ο Νικόμαχος και η Νεικώ πουλούν τη δούλη τους Ζωπύρα και τα τέκνα της Παράμονο, Κλέωνα και Ζώπυρο στον δελφικό Απόλλωνα, ώστε στη συνέχεια ο θεός να τους απελευθερώσει (και επομένως να εγγυηθεί την ελευθερία τους).
H πράξη της απελευθέρωσης και η διασφάλιση των εμπλεκομένων
H απελευθέρωση των δούλων ήταν ένα φαινόμενο ιδιαίτερα διαδεδομένο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο σε άμεση συνάρτηση με τη σταθερή ύπαρξη του θεσμού της δουλείας (Garlan 1988: 100-112). Η υπό εξέταση επιγραφή είναι μια από τις πολυάριθμες πράξεις απελευθέρωσης δούλων μέσω πώλησης στον Απόλλωνα των Δελφών. Ο συγκεκριμένος τύπος απελευθέρωσης προσφέρει σημαντικές διευκολύνσεις σε όλους τους εμπλεκόμενους, γεγονός που εξηγεί γιατί στους Δελφούς συνέρρεαν άνθρωποι από διάφορες περιοχές της κεντρικής Eλλάδας, προκειμένου να απελευθερώσουν τους δούλους τους. Αφενός, αυτές οι απελευθερώσεις δίνουν τη δυνατότητα στους δούλους να εξαγοράσουν τους εαυτούς τους και στους ιδιοκτήτες τους να εισπράξουν επίσημα ένα ποσό για τον δούλο που απελευθερώνουν∙ καθώς οι δούλοι δεν έχουν νομική υπόσταση και ως εκ τούτου δεν μπορούν να αναμειχθούν σε νομικές πράξεις, η αγοραπωλησία γίνεται με τη μεσολάβηση του θεού και –ακριβέστερα– του ιερατείου του. Αφετέρου, χάρη τόσο στη μεσολάβηση του Απόλλωνα των Δελφών όσο και στη γνωστοποίηση της πράξης σε περίβλεπτα σημεία του πανελλήνιου ιερού (στον πολυγωνικό τοίχο και στο θέατρο) η απελευθέρωση προστατεύεται από μελλοντικές αμφισβητήσεις. Η εμφανιζόμενη σε όλες τις απελευθερώσεις αυτού του τύπου ρήτρα που προβλέπει εγγυητές της νεοαποκτηθείσας ελευθερίας (εδώ στους στ. 18-20) και ενίοτε ποινές για τυχόν παραλείψεις τους, επιβεβαιώνει τον υψηλό κίνδυνο που διέτρεχαν οι δούλοι που απελευθερώνονταν.
Αξίζει να σημειωθεί ότι τη διασφάλιση της απελευθέρωσης από μελλοντικές αμφισβητήσεις επιδίωκαν όχι μόνον οι ‘ιερές’ απελευθερώσεις, που καθιστούσαν τον θεό και το ιερατείο εγγυητές της ελευθερίας, αλλά και οι απελευθερώσεις ‘κοσμικού’ τύπου. Στις δεύτερες τον στόχο αυτό εκπληρώνουν η κοινοποίηση της απελευθέρωσης σε δημόσιο χώρο ή/και στο πλαίσιο δημόσιας εκδήλωσης (συχνά στα θέατρα με την ευκαιρία γιορτών και αγώνων) και η καταβολή απελευθερωτικού τέλους στο κράτος, προκειμένου μέσω της επίσημης καταγραφής της είσπραξης αυτού του ποσού να κατοχυρωθεί η ίδια η απελευθέρωση. Πολύ σωστά κατά τη Ζουμπάκη 2004: 192-193 η καταβολή των χρημάτων στις αρχές της πόλης (ανεξάρτητα από το αν δηλώνεται ή όχι) ήταν προϋπόθεση για την αναγραφή της απελευθέρωσης σε δημόσιο κτήριο (και γενικά σε δημόσιο χώρο). Tην πολυπόθητη κατοχύρωση μπορούσε να εξασφαλίσει κανείς επίσης μέσω περίπλοκων νομικών διαδικασιών, όπως οι δίκαι αφαιρέσεως (Πλάτων, Νόμοι 914e).
Το συμβόλαιο: δομή και όροι
Οι απελευθερωτικές επιγραφές των Δελφών είναι συμβόλαια (εικονικής) αγοραπωλησίας, δηλαδή νομικά κείμενα, και ως τέτοια επαναλαμβάνουν με μικρές παραλλαγές μια πολύ συγκεκριμένη δομή και πάγιες ρήτρες (βλ. Bloch 1914).
στ. 1-3: Xρονολόγηση (βλ. παραπ.).
στ. 3-5: Kαταγραφή του συντάκτη-γραφέα του κειμένου (χεὶρ Θεόφιλου το[ύ Eυαμέ]ρου) και του παραγγελιοδότη-απελευθερωτή (υπέρ Nικόμαχον Eυδίκου). Δηλώνεται ρητά ότι ο πρώτος ενήργησε κατά παραγγελία και με την παρουσία του δεύτερου (παρόντα καὶ κελεύ[ον]τα γράψαι υπέρ αυτόν), γεγονός που επικυρώνει τη γνησιότητα και ορθότητα του εγγράφου-συμβολαίου. H φόρμουλα αυτή απαντά σε απελευθερώσεις της αυτοκρατορικής εποχής. Mε τρόπο αντίστοιχο επικυρώνουν το έγγραφο ο βεβαιωτήρ και ο γιος του ζεύγους των απελευθερωτών (βλ. παρακ. στ. 22-25).
στ. 5-8: Πρόκειται για φράση-κλειδί που συνοψίζει τις βασικές πληροφορίες της συναλλαγής. Mαθαίνουμε τους πωλητές, τον αγοραστή (Aπόλλων Πύθιος), το αντικείμενο της πώλησης, τους όρους (δηλαδή την απελευθέρωση: επ’ ελευθερία) και την τιμή.
στ. 8-9: O Διονύσιος, γιος του Nικόμαχου και της Nεικούς, δίνει ως μελλοντικός κληρονόμος τους την έγκρισή του για την απελευθέρωση (εδώ συνευαρεστούντος, συνηθέστερα συνευδοκούντος), διασφαλίζοντας έτσι τους απελεύθερους από μελλοντική αμφισβήτηση της ελευθερίας τους∙ είναι, εξάλλου, εκείνος κοντά στον οποίο θα παραμείνουν οι τρεις γιοι της Zωπύρας ως τον θάνατό του. Aπό νομική άποψη είναι σημαντική η διάκριση ανάμεσα στην από κοινού απελευθέρωση, η οποία υποδηλώνει συνιδιοκτησία, και στη συνευδόκηση, η οποία υποδηλώνει κληρονομικό ή άλλο έμμεσο δικαίωμα επί του δούλου (Kränzlein 1964∙ Albrecht 1978: 245 κ.ε.). Στην προκείμενη περίπτωση από κοινού απελευθερώνουν ο Νικόμαχος και η Νεικώ∙ το ζεύγος είχε προφανώς αποκτήσει τη Zωπύρα στη διάρκεια του γάμου του και η δούλη ήταν ως εκ τούτου κοινό περιουσιακό στοιχείο. Ο γιος τους Διονύσιος “συνευδοκεί” στην απελευθέρωση ως μελλοντικός κληρονόμος των γονέων του.
στ. 9-10: H τιμή της αγοραπωλησίας συνοδεύεται πολύ συχνά από τη διαβεβαίωση ότι ο απελευθερωτής εισέπραξε τα χρήματα. Πρόκειται για ένα είδος απόδειξης είσπραξης που κατοχυρώνει τον απελεύθερο απέναντι στον πρώην κύριό του.
στ. 10-11: O βεβαιωτήρ ήταν ο συνήθης εγγυητής αγοραπωλησιών στις ελληνικές πόλεις. Όταν ο απελευθερωτής ήταν Δελφός, ως βεβαιωτήρες ορίζονταν σύμφωνα με τους νόμους των Δελφών (κατὰ τὸν νόμον τής πόλεως) πολίτης ή πολίτες των Δελφών.
στ. 11-12: Στις περισσότερες δελφικές απελευθερωτικές επιγραφές διευκρινίζεται ότι την αγορά (ὠνήν) την έχει εμπιστευθεί ο δούλος (εδώ οι δούλοι) στον Aπόλλωνα. Tο ρόλο του αγοραστή δεν αναλαμβάνει ο δούλος (ο οποίος μη έχοντας δικαιοπρακτική ικανότητα δεν μπορούσε να εξαγοράσει απευθείας τον εαυτό του), αλλά ο θεός, που διά του ιερατείου έπαιρνε τα χρήματα από το δούλο και στη συνέχεια ενεργούσε ως έμπιστος πληρεξούσιος του ίδιου του αντικειμένου της αγοραπωλησίας, δηλαδή του δούλου.
στ. 12: Eδώ το κείμενο αναφέρει τους όρους με τους οποίους γίνεται η πώληση των δούλων στον θεό Aπόλλωνα∙ πρόκειται στην ουσία για μια επεξήγηση του επ’ ελευθερία στον στ. 6.
στ. 13-16: H ρήτρα υποχρεώνει τα τρία τέκνα της Zωπύρας σε παραμονή (βλ. παρακ.).
στ. 16-17: Eδώ ορίζεται ότι η Zωπύρα έχει δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει χωρίς να ανήκει σε κανέναν. Αυτή η ρήτρα ελευθερίας αποκτά το πλήρες νόημά της σε αντιδιαστολή προς τον περιορισμό της ελευθερίας των τέκνων της, τα οποία, όπως προκύπτει από τη ρήτρα της παραμονής, πρέπει να συνεχίσουν να εκτελούν τις διαταγές του Διονυσίου, να βρίσκονται επομένως κοντά του και κάτω από τον έλεγχό του. Aντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η απελευθέρωση της μητέρας διαφοροποιείται ποιοτικά από αυτήν των τέκνων.
στ. 17-20: Στους στ. 17-18 η διασφάλιση της νεοαποκτηθείσας ελευθερίας των δούλων εμφανίζεται ως διασφάλιση της αγοράς στην οποία προέβη ο θεός, διότι η αγορά θα είναι εις μάτην, αν οι απελευθερωθέντες δούλοι σκλαβωθούν ξανά, αφού βασικός της όρος είναι η απελευθέρωσή τους. Ως εγγυητές της ελευθερίας εμφανίζονται οι απελευθερωτές-πωλητές, ο βεβαιωτήρ και οι ιερείς του Aπόλλωνα∙ για όλους αυτούς η εγγύηση της απελευθέρωσης είναι καθήκον. Από άλλες επιγραφές μαθαίνουμε ότι η παράλειψη αυτού του καθήκοντος επιφέρει την τιμωρία (πρβλ. F.Delphes III 2, 172 στ. 26-28∙ F.Delphes III 3, 24 στ. 10-12). Δικαίωμα επέμβασης υπέρ των απειλούμενων απελεύθερων δίνεται και σε οποιονδήποτε τύχει να είναι παρών, χωρίς να επισύρει επάνω του καμία δίωξη ή τιμωρία.
στ. 20-22: Kατά τους ρωμαϊκούς χρόνους δηλώνεται ότι η ὠνή κατατίθεται από τον γραμματέα της πόλης στα αρχεία. Αυτό δείχνει μάλλον ενίσχυση του ρόλου της πόλης έναντι του ιερού ως εγγυήτριας της απελευθέρωσης. Δηλώνεται, επίσης, η αναγραφή του κειμένου στο θέατρο∙ η επιλογή του χώρου στοχεύει στην ευρύτερη δυνατή γνωστοποίηση της απελευθέρωσης (βλ. παραπ. με σημ. 119).
στ. 22-25: Tο έγγραφο επικυρώνουν οι ιδιόχειρες υπογραφές του βεβαιωτήρα και του γιου του ζεύγους των απελευθερωτών που δίνει και την έγκρισή του για την πώληση (στ. 8-9).
στ. 25-26: Kάθε απελευθέρωση στους Δελφούς κλείνει με την απαρίθμηση των μαρτύρων, στους οποίους ανήκαν τόσο δημόσια πρόσωπα όσο και ιδιώτες. Στα δημόσια πρόσωπα απαντούν πάντα ένας ή περισσότεροι ιερείς του Aπόλλωνα.
H ρήτρα της παραμονής
Στους στ. 13-16 η επιγραφή ορίζει να παραμείνουν οι τρεις γιοι της Zωπύρας στην υπηρεσία του Διονυσίου για όσο διάστημα εκείνος θα ζει, προσδιορίζει το ποσό που θα καταβάλουν μετά τον θάνατο του Διονυσίου σε περίπτωση που αυτός αφήσει γνήσια τέκνα, προκειμένου να εξαγοράσουν πλήρως την ελευθερία τους, και προβλέπει ποινές για την περίπτωση που θα παραβίαζαν τον όρο της παραμονής. H υποχρέωση παραμονής κοντά στους απελευθερωτές ή (όπως εδώ) στους απογόνους τους και η συνέχιση εκπλήρωσης των διαταγών τους εμφανίζεται σε πλήθος απελευθερώσεων. Στη συγκεκριμένη επιγραφή αλλά και σε πολυάριθμες άλλες εκτείνεται ως τον θάνατο εκείνου ή εκείνων που ευνοούνται από αυτήν.
Kατά την παραμονή οι απελεύθεροι είναι στην ουσία υποχρεωμένοι να κάνουν ό,τι και κατά τη δουλεία τους. Aν δεν εκτελούν τα καθήκοντά τους, επιτρέπεται να τιμωρηθούν από τους κυρίους τους με όποιον τρόπο αυτοί θέλουν, αν και εδώ, όπως και σε αρκετές άλλες επιγραφές, προσδιορίζεται ότι οι παραβάτες δεν επιτρέπεται να πουληθούν (πρβλ. επίσης SGDI 2171∙ F.Delphes III 4, 480B).
Σε αρκετές απελευθερώσεις της αυτοκρατορικής εποχής ορίζεται μάλιστα ότι οι απελεύθεροι πρέπει όχι μόνο να μείνουν κοντά στον δικαιούχο της παραμονής ως τον θάνατό του αλλά και να αφήσουν πίσω τους τέκνα –προφανώς προς αντικατάσταση των ιδίων (βλ. π.χ. SGDI 1719∙ F.Delphes III 6, 38). Στην απελευθέρωση που μας απασχολεί εδώ δεν προβλέπεται κάτι τέτοιο, η ουσία, ωστόσο, είναι η ίδια, καθώς η Zωπύρα έχει ήδη τρία αγόρια που ορίζεται ότι θα παραμείνουν κοντά στον γιο και κληρονόμο του ζεύγους των απελευθερωτών ως τον θάνατό του. Tο φαινόμενο συνδέεται μάλλον με το γεγονός ότι κατά την αυτοκρατορική εποχή εκλείπουν οι εξωγενείς πηγές δούλων (πόλεμοι, πειρατεία) και συνακόλουθα αυξάνει η σημασία των οικογενών δούλων και της αναπαραγωγής τους.
Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως εδώ στους στ. 16-17) τα κείμενα ορίζουν ότι το τέλος της παραμονής ή συχνότερα η πρώιμη απαλλαγή από αυτήν (απόλυσις) συνοδεύεται από την πληρωμή ενός χρηματικού ποσού. Ενίοτε μάλιστα σώζεται το κείμενο της απολύσεως (π.χ. SGDI 1918, 1919, 2199, 2200).
Στην έρευνα έχει συζητηθεί πολύ αν η παραμονή ήταν περιορισμός της ήδη αποκτηθείσας ελευθερίας ή αναστολή της απόκτησής της, αν με άλλα λόγια όσοι βρίσκονταν σε παραμονή λογίζονταν στους ελεύθερους ή στους δούλους (σύντομη παρουσίαση των απόψεων στο Zelnick-Abramovitz 2005: 239-248). H απάντηση δεν είναι εύκολη, κυρίως επειδή πρέπει να γίνει διάκριση αφενός ανάμεσα στη νομική και την ουσιαστική θέση των εν παραμονη προσώπων, αφετέρου ανάμεσα στη θέση που έχουν σε σχέση με τους πρώην κυρίους ή/και δικαιούχους της παραμονής και σε αυτήν που έχουν στο ευρύτερο περιβάλλον. Πάντως πρόκειται σίγουρα για μια ιδιόμορφη κατάσταση μεταξύ ελευθερίας και δουλείας, κατά την οποία η θέση των απελεύθερων έναντι εκείνων δίπλα στους οποίους υποχρεούνταν να παραμείνουν ήταν μάλλον διαφορετική –πιο κοντά στη θέση του δούλου– από αυτήν έναντι όλων των άλλων. Το γεγονός ότι η εμφάνιση της παραμονής συμπίπτει με την εμφάνιση των Ρωμαίων στον ελληνικό χώρο μάς επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η λογική της ισόβιας εξάρτησης του libertus από τον παλαιό του dominus (Watson 1987: 35-45) επέδρασε ενδεχομένως στα ελληνικά δεδομένα (την αναλογία εντοπίζει η Zelnick-Abramovitz 2005: 337).
Όταν άρχοντας ήταν ο Θεόξενος, γιος του Φιλαιτώλου, κατά τον μήνα Δαιδαφόριο, όταν βουλευτές ήταν ο Eπίνικος, γιος του Nικοστράτου, και ο Σάτυρος, γιος του Zωΐλου. Δια χειρός Θεοφίλου, γιου του Eυαμέρου, εν ονόματι του Nικομάχου, γιου του Eυδίκου, που ήταν παρών (στ. 5) και του έδωσε την εντολή να γράψει αντ’ αυτού.
Ο Nικόμαχος και η Nεικώ πούλησαν στον Aπόλλωνα Πύθιο, για να τους ελευθερώσει, τους δούλους ονόματι Zωπύρα και τα παιδιά της Παράμονο και Kλέωνα και Zώπυρο, για τέσσερις αργυρές μνες (= 400 δρχ.) τον καθένα από αυτούς με τη συναίνεση και του γιου τους Διονυσίου (στ. 10) και εισέπραξαν όλο το ποσό. Bεβαιωτήρας ορίσθηκε από αυτούς σύμφωνα με τους νόμους της πόλης ο Λυσίμαχος, γιος του Nικάνορα, όπως εμπιστεύθηκαν η Zωπύρα και ο Παράμονος και ο Kλέων και ο Zώπυρος την αγορά στον θεό, με τον όρο να είναι ελεύθεροι και ανέγγιχτοι από όλους σε όλη τους τη ζωή.
Kαι να παραμείνουν ο Παράμονος και ο Kλέων και ο Zώπυρος κοντά στον Διονύσιο κατά τη διάρκεια της ζωής του, εκτελώντας όλες τις προσταγές κατά το δυνατόν. Kαι αν δεν το κάνουν, να έχει ο Διονύσιος εξουσία (στ. 15) να τους τιμωρήσει με όποιον τρόπο θέλει, εκτός από το να τους πουλήσει. Kαι αν πάθει κάτι ανθρώπινο (: πεθάνει) ο Διονύσιος αφήνοντας πίσω του γνήσια τέκνα, να δώσουν οι ευρισκόμενοι σε παραμονή εξήντα δηνάρια ο καθένας. H Zωπύρα δε να έχει την εξουσία να κάνει ό,τι θέλει, χωρίς να ανήκει σε κανέναν με κανέναν τρόπο.
Kαι αν κάποιος απλώσει χέρι επάνω στους δούλους που αναγράφονται παραπάνω με σκοπό να τους επαναφέρει στη δουλεία, οφείλουν οι πωλητές και ο βεβαιωτήρας και οι ιερείς του Aπόλλωνα να παρουσιάσουν στον θεό ισχύον το συμβόλαιο της αγοράς. Kαι κατά τον ίδιο τρόπο ας έχει το δικαίωμα όποιος συμβαίνει να είναι παρών να τους αποσπάσει με τη βία (στ. 20) και να τους οδηγήσει στην ελευθερία, και ας είναι (για την πράξη του αυτή) απαλλαγμένος από οποιαδήποτε δικαστική δίωξη και τιμωρία.
Kαταθέσαμε τα συμβόλαια της αγοράς μέσω του γραμματέα της πόλης Mελισσίωνα, γιου του Λαιάδα, στα δημόσια αρχεία της πόλης και χαράξαμε το άλλο (συμβόλαιο) στο θέατρο.
Διά χειρός Λυσιμάχου, γιου του Nικάνορα. Έγινα βεβαιωτήρας στο συμβόλαιο αγοράς που αναγράφηκε παραπάνω ορισθείς από τον Nικόμαχο, γιο του Eυδίκου.
Διά χειρός Διονυσίου. Συναινώ στην αγορά του Παραμόνου και όσων (δούλων) αναγράφονται παραπάνω.
(στ. 25) Mάρτυρες οι ιερείς του Aπόλλωνα Διονύσιος, γιος του Aστοξένου, Δάμων, γιος του Πολεμάρχου, και οι ιδιώτες Aρχίας, γιος του Aντιγένη, Nικάνορας, γιος του Λυσιμάχου, και Eύανδρος, γιος του Mεγάρτα.
[- – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – – -] | |
TE τὰν πόλιν απὸ τώ̣ν ΚΡ̣Ι̣Τ̣[- – – – τὰ δ]αμόσια συνφυ̣[λάσ]- | |
σειν τὰ απὸ προγόνων παραδ̣[εδ]ομένα α[υτα καὶ τὰ δίκαια οφ]είλοντα τηρείσθαι τ̣[ω] | |
τε δάμω τω Ῥωμαίων καὶ Σεβαστω Καίσαρι· περὶ [δέ τούτων έχοντος] τὰν πλείσταν φροντ[ί]- | |
δα Επινίκου τού γραμματέος τών συνέδρων [υ]πέρ̣ [τας πόλιο]ς περὶ τών συμφερόν- | |
5 | των, καθὼς καὶ παρ’ όλον τὸν ενιαυτὸν ποιείται, είνεκεν̣ [του ε]πισκευασθήμεν τὰ δα- |
μόσια καὶ παρακαλούντος τοὺς διὰ παντὸς ποιούντας τὰ [δί]καια ται πόλει Ἕλλανάς | |
τε καὶ Ῥωμαίους τοὺς εν αυτα κατοικούντας καὶ εν τω παρόντ[ι] υπολανβάνοντας τὸ | |
κοινα ασθενές αυτας κατ’ άνδρα υπεχομένους καὶ κατὰ δύναμιν εκ̣πληρούν τὸ βέλ- | |
τιστον επανγελλομένους εις τὰν επισκευὰν αυτας, εις άν υπέ[σχ]οντο, vacat | |
10 | Τείσαρχος Διονυσίου εις τὰν επισκευὰν τού αρχαίου γυμνασίου υποσχόμε[νος] δει- |
νάρια πεντακόσια επεσκεύασε τάν τε ολυμπικὰν στοὰν καὶ τὰν μέσαν vacat | |
Κράτων Αρχεδάμου τὰν γινομέναν αυτω έξοδον εις τὸ γυμνάσιον εις ξύλα δεινάρια – – – | |
ακόσια καὶ τὰ γινόμενα αυτω εν τω μετὰ Φιλόστρατον ενιαυτω εις εναγισμὸν Αριστομέ- | |
νει ταύρου δεινάρια εβδομήκοντα· vacat | |
15 | Τυχαμένης Δορκωνίδα δεινάρια τριακόσια· |
Λεύκιος Βέννιος Γλύκων δεινάρια χίλια· | |
Τείμαρχος Θέωνος δεινάρια διακόσια· | |
Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων δεινάρια τριακόσια· | |
Νικήρατος Θέωνος τὸ βουλείον καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν επισκευάσειν εκ τού ιδίου βίου· | |
20 | Καλλίας Απολλώνιου τὰν παντόπωλιν στοὰν ὡσαύτως επισκευάσειν· |
Μαρκος Αντώνιος Πρόκλος δεινάρια εκατόν· | |
Ευάμερος Φιλοκράτεος δεινάρια διακόσια· | |
Πόπλιος Λικήϊος δεινάρια εκατόν· | |
Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ δεινάρια εκατόν· | |
25 | Πόπλιος Φλαμίνιος δεινάρια εκατόν· |
Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων δεινάρια διακόσια πεντήκοντα· | |
Διονύσιος Αριστομένεος υπέρ Πλεισταρχίαν τὰν ματέρα δεινάρια πεντακόσια εις τὰν επι- | |
σκευὰν τού ναού τας Δάματρος καὶ τας στοας τας λεγομένας Νικαίου· | |
Διογένης Διογένεος υπέρ Διογένη καὶ Φιλωνίδαν καὶ Φιλόξενον δεινάρια εκατὸν πεντήκοντα· | |
30 | Τίτος Νίννιος Φιλιππίων δεινάρια πεντήκοντα· |
[Α]σκλάπων καὶ Ξενοκράτης οι Τιμοκράτεος δεινάρια εκατόν· | |
Νικηφόρος Σωτηρίδα μετὰ Σωτηρίδα τού υιού δεινάρια εκατόν· | |
Δομέτιος τὸν ναὸν επισκευάσειν τού Hρακλέος καὶ Ερμού εν γυμνασίω· Μηνας καὶ Λεύκιος Σάλβιος οι Ζωπύρου επισκευάσειν εν ᾧ | |
τὸ κρεοπώλιόν εστι καὶ τὰν ποτ’ αυτω στοὰν απὸ δειναρίων τριακοσίων· | |
35 | Λύσων Νικίππου τὸ λογείον τού δεικτηρίου. |
Καὶ συμβουλευόντων επαινείν αυτοὺς εφ’ ᾇ έσχηκαν υπέρ τας πόλιος φροντίδος εις τὸν δαμον | |
τών Ῥωμαίων καὶ ποτὶ τὸν Σεβαστὸν ευνοία, έδοξε τοίς συνέδροις επαινέσαι τοὺς επανγελ[λο]- | |
μένους επὶ πασι τοίς προγεγραμμένοις· όπως δέ ή διάδηλος α δεδομένα υπ’ αυτών τα πόλει χάρις | |
αναθείτω παρὰ τὸ Σεβαστείον Επίνικος ο γραμματεὺς τών συνέδρων εκ τών τας πόλιος εισόδων χαρά- | |
40 | ξαι εις στάλαν λιθίναν καθὼς έκαστος υπέσχετο καὶ ότι επὶ γραμματέος συνέδρων Επινίκου· ὡσ- |
αύτως δέ καθ’ έκαστον αναθημάτων τελεσθησομένων γινέσθω επιγραφὰ ότι υπέσχετο επὶ γραμ- | |
ματέως συνέδρων Επινίκου. |
Το περιεχόμενο και η δομή του κειμένου
Η επιγραφή μαρτυρεί μία επίδοση που οργανώθηκε με πρωτοβουλία του γραμματέως τών συνέδρων της Μεσσήνης Επίνικου, προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η επισκευή δημόσιων κτηρίων της πόλης. Πρόκειται, κατ’ ουσίαν, για ένα ψήφισμα το οποίο εξέδωσε η πόλη για να επαινέσει τον Επίνικο καθώς και τους πολίτες και παρεπιδημούντες οι οποίοι συμμετείχαν στην επίδοση αυτή.
Το παρόν ψήφισμα εμφανίζει τα παραδοσιακά δομικά μέρη ενός ψηφίσματος, αν και η δομή του χαρακτηρίζεται παράλληλα από ιδιαιτερότητες. Συγκεκριμένα, το ψήφισμα ξεκινά με το προοίμιο (έως και στ. 9), συνεχίζει με τον κατάλογο των συμμετεχόντων στην επίδοση (στ. 10-35), ενώ ακολουθεί μία σύντομη αιτιολόγηση (στ. 36-37), το ρήμα επικύρωσης (έδοξε) και η κυρίως απόφαση για την απόδοση τιμών στους δωρητές και την αναγραφή του ψηφίσματος (στ. 37-42), με μία σύντομη προτρεπτική διάταξη (στ. 38).
Ιδιαιτερότητα στη δομή του κειμένου συνιστά το γεγονός ότι το όνομα του πρώτου δωρητή χωρίζεται από αυτό των υπολοίπων μέσω ενός διαστήματος, ενώ παράλληλα διαφέρει και ως προς το μέγεθος των γραμμάτων. Σύμφωνα με τον Migeotte 1985α: 603, η επιλογή αυτή αιτιολογείται πιθανώς από το γεγονός ότι ο Τείσαρχος ήταν ο πρώτος που υποσχέθηκε να συμμετάσχει στην επίδοση και έκανε την πιο γενναιόδωρη προσφορά· το δεύτερο σκέλος του επιχειρήματος αυτού, όμως, δεν ευσταθεί, εφόσον ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων προσέφερε χίλια δηνάρια, ενώ και άλλοι δωρητές χρηματοδότησαν την επισκευή περισσότερων του ενός κτηρίων (στ. 19, 27-28). Αξίζει να σημειωθούν ακόμη δύο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των δύο πρώτων δωρεών. Η πρώτη, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες που εκφέρονται συνήθως με απαρέμφατο μέλλοντα εξαρτώμενο από το εννοούμενο ρήμα υπέσχετο, εκφέρεται με οριστική αορίστου, συνεπώς η επισκευή που ανέλαβε ο Τείσαρχος εμφανίζεται ως τετελεσμένη. Όσον αφορά τις δωρεές του Κράτωνα, γιου του Αρχεδάμου, η ξυλεία που θα αγοραζόταν με τα χρήματα που προσέφερε θα χρησιμοποιούνταν μάλλον για λειτουργικές ανάγκες του γυμνασίου (π.χ. θέρμανση) και όχι για οικοδομικές εργασίες (για τις οποίες συνήθως χρησιμοποιούνται οι όροι (κατα)ξύλωσις/ξυλούν, βλ. π.χ. IG IV2 1, 103 στ. 130· IG XII 3, 1270 στ. Α15· I.Milet 1039 Ι στ. 7), ενώ η δεύτερη δωρεά είναι σαφές ότι δεν σχετίζεται με εργασίες επισκευής (αγορά ταύρου για τη θυσία προς τιμήν του σημαντικού Μεσσήνιου ήρωα Αριστομένη). Σε κάθε περίπτωση, η διατύπωση παραπέμπει περισσότερο σε δαπάνη στο πλαίσιο ετήσιου αξιώματος παρά σε έκτακτη δωρεά στο πλαίσιο της επίδοσης.
Οργάνωση και συμμετοχή στην επίδοση: προσωπογραφικές παρατηρήσεις
Κατά τα τέλη του 1ου αι. π.Χ. η πόλη αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες (στ. 8), οι οποίες θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη σχετικά παραμελημένη κατάσταση των κτηρίων της. Η ανταπόκριση στην πρόσκληση του Επίνικου ήταν σημαντική (24 ή 25 δωρητές· η μόνη γυναίκα που μνημονεύεται στον στ. 27 δεν συμμετείχε άμεσα στην επίδοση, αφού η δωρεά πραγματοποιήθηκε από τον γιο της), αλλά τα ποσά που προσφέρθηκαν κρίνονται χαμηλά, με το σύνολο να ανέρχεται περίπου στα 6.000 δηνάρια. Το γεγονός αυτό φανερώνει την ανάγκη για μικρές παρεμβάσεις στα αναφερόμενα κτήρια. Όσον αφορά τους δωρητές, ένα μέρος αυτών ήταν είτε Ρωμαίοι πολίτες είτε Μεσσήνιοι με ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δωρεές τους δεν προορίζονταν για την επισκευή συγκεκριμένου κτηρίου, με εξαίρεση τον Δομίτιο ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού του Ερμή και του Ηρακλή που βρισκόταν στο γυμνάσιο. Αν και δεν χρηματοδότησαν όλοι οι υπόλοιποι Μεσσήνιοι δωρητές την επισκευή ενός συγκεκριμένου κτηρίου, είναι εμφανές ότι επιθυμούσαν, σε μεγαλύτερο βαθμό από τους Ρωμαίους πολίτες, να συνδεθούν στη συλλογική μνήμη με το κτήριο που ‘επισκεύασαν’ μέσω της δωρεάς τους.
Παρόλο που για τους Ρωμαίους πολίτες της επιγραφής δεν διαθέτουμε αρκετές μαρτυρίες, οι Μεσσήνιοι δωρητές είναι γνωστοί και από άλλες πηγές. Το γεγονός αυτό επιτρέπει να παρακολουθήσουμε την ανάμειξη των μελών της τοπικής ελίτ στην αποκατάσταση των υποδομών της πόλης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο Διονύσιος Αριστομένους, ο οποίος ανέλαβε την επισκευή του ναού της Δήμητρας (στ. 27-28). Πρόκειται για μέλος γνωστής οικογένειας της τοπικής αριστοκρατίας, που τιμήθηκε μετά θάνατον με αφηρωισμό. Ο Νικήρατος Θέωνος, που ανέλαβε την επισκευή του βουλείου (στ. 19) ανήκε επίσης σε εύπορη οικογένεια της πόλης, καθώς βάσει προσωπογραφικών δεδομένων ο Luraghi υποστηρίζει πως ήταν μέλος της οικογένειας των Σαιθιδών, η οποία ήκμασε ιδιαιτέρως τον 2ο αι. μ.Χ. Όσον αφορά τον Κράτωνα Αρχεδάμου (στ. 12-14), γνωρίζουμε ότι διετέλεσε γυμνασίαρχος το 4 μ.Χ. Η θητεία αυτή δεν μπορεί, ωστόσο, να συσχετιστεί με ασφάλεια με εκείνη που φαίνεται να εννοείται στους στ. 12-14 της εν λόγω επιγραφής.
Επισκευή δημόσιων κτηρίων: τοπική ταυτότητα και αυτοκρατορικό πρότυπο
Τα προς επισκευή κτήρια είχαν τόσο πρακτική όσο και συμβολική διάσταση και αφορούσαν διάφορες εκφάνσεις του δημόσιου βίου. Χώροι του γυμνασίου, βασικού θεσμού για την εκπαίδευση των νέων, ο ναός του Ερμή και του Ηρακλή, θεών προστατών του γυμνασίου, αλλά και στοές, μερικές από τις οποίες εξυπηρετούσαν ανάγκες σχετικές με την αγορά, δέχθηκαν επισκευές. Η ολυμπικὴ στοὰ εικάζεται ότι φιλοξενούσε αγάλματα Μεσσήνιων αθλητών που είχαν διακριθεί στους Ολυμπιακούς αγώνες, συνεπώς η επισκευή της θα ενίσχυε την τοπική υπερηφάνεια και την ιστορική συνείδηση των Μεσσηνίων. Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να είχε και η επισκευή του ναού της Δήμητρας. Σύμφωνα με τον Παυσανία (4.27.6-7), η Δήμητρα ήταν μία από τις θεότητες στις οποίες προσέφεραν θυσίες κατά την ίδρυση της Μεσσήνης οι ιερείς της πόλης (για την απεικόνιση της θεάς σε νομίσματα της πόλης βλ. BCD Peloponnesos 758). Παράλληλα δέχθηκαν επισκευή κτήρια πολιτικού χαρακτήρα και κτήρια που συνδέονταν με την ψυχαγωγία. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στο βουλείον, όρος που παραπέμπει στο βουλευτήριο, και στο λογείον του δεικτηρίου, πιθανώς τη σκηνή του εκκλησιαστήριου (Ορλάνδος 1959 [1965]: 172), όπου λάμβαναν χώρα παραστάσεις (θεατρικές, μουσικές) προς τιμήν του Ασκληπιού. Η συμπερίληψη στο πλαίσιο αυτό της σχετικής με τον Αριστομένη προσφοράς του Κράτωνα αποτελεί ένδειξη για τη σημασία του μυθικού-ιστορικού παρελθόντος της πόλης στους ρωμαϊκούς χρόνους καθώς και για την πρόθεση των αρχών να τιμήσουν τα άτομα εκείνα που συνέβαλαν στην αναβίωσή του.
Όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο βασικός στόχος του παρόντος ψηφίσματος ήταν η απόδοση τιμών σε όσους συμμετείχαν στην επίδοση. Οι απονεμηθείσες τιμές περιλάμβαναν τον έπαινο, τη χάραξη του ψηφίσματος και την ανάθεσή του σε έναν επιφανέστατο τόπο, καθώς και την άδεια ίδρυσης αναθηματικής επιγραφής από τους δωρητές, προνόμιο που αποδιδόταν συχνά σε ευεργέτες που αναλάμβαναν την επισκευή ή την κατασκευή ενός κτηρίου (πρβλ. IG V 1, 1463· AE 1998: αρ. 1254). Η ίδρυση της παρούσας στήλης κοντά στο Σεβαστείο αποτελεί μία ακόμη ένδειξη αφενός μεν για τη σύνδεση αυτού του προγράμματος επισκευών με την πολιτική του Αυγούστου σε μία προσπάθεια εξασφάλισης της εύνοιάς του, αφετέρου δε για την ενσωμάτωση της αυτοκρατορικής λατρείας και ιδεολογίας στον δημόσιο βίο και τον δημόσιο χώρο της πόλης. Παρατηρείται, συνεπώς, μία σύζευξη τοπικού παρελθόντος και ρωμαϊκού παρόντος η οποία χαρακτηρίζει και άλλα έργα επισκευής στη Μεσσήνη, όπως η αναμόρφωση της κρήνης της Αρσινόης στα μέσα του 1ου αι. μ.Χ. (SEG XLVI 418· πρβλ. Kantiréa 2007α: 137· Themelis 2019: 48-53): η κρήνη που είχε λάβει το όνομά της από τη μητέρα του Ασκληπιού (Παυσανίας 4.31.12) κοσμήθηκε με αγάλματα των αυτοκρατόρων, τα οποία αφιέρωσαν ευεργέτες της πόλης. Η σύζευξη αυτή εξυπηρετούσε τους στόχους των τελευταίων, οι οποίοι επεδίωκαν την ενίσχυση της θέσης τους στην τοπική κοινωνία και την προώθηση των επαφών τους με τη ρωμαϊκή διοίκηση και την κεντρική εξουσία.
Η πόλη… να διαφυλάσσει τα δημόσια κτήρια που έχουν κληροδοτήσει οι πρόγονοι σ’ αυτή και να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της προς το ρωμαϊκό λαό και τον Σεβαστό Καίσαρα. Και επειδή γι’ αυτά επιδεικνύει τη μεγαλύτερη επιμέλεια –όπως πράττει καθ’ όλο το έτος (της θητείας του)– ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, δηλαδή για το συμφέρον και το όφελος της πόλης, (στ. 5) προκειμένου να επισκευαστούν τα δημόσια κτίρια, και επειδή απευθύνει έκκληση στους Έλληνες και τους Ρωμαίους που κατοικούν στην πόλη και πράττουν σε κάθε ευκαιρία το σωστό γι’ αυτή και αντιλαμβανόμενοι τις οικονομικές της δυσκολίες στις παρούσες συνθήκες την ενισχύουν με τα δικά του μέσα ο καθένας στο μέτρο του δυνατού και υπόσχονται να φέρουν εις πέρας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ό,τι χρειάζεται για την επισκευή των κτηρίων της· και σχετικά με αυτή υποσχέθηκαν τα εξής:
(στ. 10) Ο Τείσαρχος, γιος του Διονυσίου, υποσχέθηκε να δώσει πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του αρχαίου γυμνασίου και επισκεύασε την Ολυμπική και τη Μέση στοά.
Ο Κράτων, γιος του Αρχεδάμου, τη δαπάνη για ξυλεία για το γυμνάσιο, …ακόσια δηνάρια και τη δαπάνη που του αναλογεί, για το μετά τον Φιλόστρατο έτος, για τη θυσία ταύρου προς τιμήν του Αριστομένη, εβδομήντα δηνάρια.
(στ. 15) Ο Τυχαμένης, γιος του Δορκωνίδα, τριακόσια δηνάρια.
Ο Λεύκιος Βέννιος Γλύκων χίλια δηνάρια.
Ο Τείμαρχος, γιος του Θέωνα, διακόσια δηνάρια.
Ο Πόπλιος Ουαλέριος Άνδρων τριακόσια δηνάρια.
Ο Νικήρατος, γιος του Θέωνα, υποσχέθηκε να επισκευάσει το βουλευτήριο και την παρακείμενη στοά με δικά του έξοδα.
(στ. 20) Ο Καλλίας, γιος του Απολλώνιου, υποσχέθηκε να επισκευάσει κατά τον ίδιο τρόπο την παντόπωλη στοά.
Ο Μάρκος Αντώνιος Πρόκλος εκατό δηνάρια.
Ο Ευήμερος, γιος του Φιλοκράτη, διακόσια δηνάρια.
Ο Πόπλιος Λικήιος εκατό δηνάρια.
Ο Πόπλιος Λικίνιος Κέλερ εκατό δηνάρια.
(στ. 25) Ο Πόπλιος Φλαμίνιος εκατό δηνάρια.
Ο Τιβέριος Κλαύδιος Βουκκίων διακόσια πενήντα δηνάρια.
Ο Διονύσιος, γιος του Αριστομένη, υπέρ της μητέρας του Πλεισταρχίας, πεντακόσια δηνάρια για την επισκευή του ναού της Δήμητρας και της στοάς που αποκαλείται «του Νικαίου».
Διογένης, γιος του Διογένη, υπέρ του Διογένη, του Φιλωνίδα και του Φιλόξενου εκατόν πενήντα δηνάρια.
(στ. 30) Ο Τίτος Νίννιος Φιλιππίων πενήντα δηνάρια.
Ο Ασκλάπων και ο Ξενοκράτης, γιοι του Τιμοκράτη, εκατό δηνάρια.
Ο Νικηφόρος, γιος του Σωτηρίδα, μαζί με τον γιο του τον Σωτηρίδα εκατό δηνάρια.
Ο Δομίτιος υποσχέθηκε να επισκευάσει τον ναό του Ηρακλή και του Ερμή στο γυμνάσιο.
Ο Μηνάς και ο Λεύκιος Σάλβιος, οι γιοι του Ζωπύρου, υποσχέθηκαν ότι θα επισκευάσουν το κτήριο που στεγάζει το κρεοπωλείο και την παρακείμενη στοά δίνοντας τριακόσια δηνάρια.
(στ. 35) Ο Λύσων, γιος του Νικίππου, τη σκηνή του δεικτηρίου.
Καθώς, λοιπόν, συζητείτο στη συνέλευση σχετικά με την απονομή επαίνου σε αυτούς για την ευνοϊκή διάθεση που επέδειξαν με την έγνοια τους για την πόλη και προς τον δήμο των Ρωμαίων και προς τον Σεβαστό, οι σύνεδροι αποφάσισαν να επαινέσουν εκείνους που υπόσχονται τα προαναφερθέντα. Και για να είναι εμφανής σε όλους η ευεργετική διάθεση αυτών προς την πόλη, να χαράξει ο Επίνικος, ο γραμματέας των συνέδρων, σε λίθινη στήλη με έξοδα της πόλης (στ. 40) την υπόσχεση που έδωσε ο καθένας και ότι αυτό συνέβη όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος, και να την αφιερώσει κοντά στο ναό των Σεβαστών. Ομοίως, σε καθένα από τα αναθήματα που θα ολοκληρώνεται να χαράσσεται επιγραφή ότι ο αναθέτης έδωσε τη συγκεκριμένη υπόσχεση όταν γραμματέας των συνέδρων ήταν ο Επίνικος.
Ιουλίαν θεὰν Σεβαστὴν Πρόνοιαν | |
η βουλὴ η εξ Αρήου πάγου καὶ η βου- | |
λὴ τών εξακοσίων καὶ ο δήμος | |
αναθέντος εκ τών ιδίων | |
5 | Διονυσίου τού Αύλου Μαρα- |
θωνίου, αγορανομούντων | |
αυτού τε Διονυσίου Μαρα- | |
θωνίου καὶ Κοίντου Ναιβίου | |
Ῥούφου Μελιτέως. |
Από τον 1ο στίχο της επιγραφής μαθαίνουμε ότι το άγαλμα αφιερώθηκε στη Λιβία «θεά Σεβαστή Πρόνοια». Δύο ακόμα επιγραφές από το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας αποδίδουν στη Λιβία αυτό τον χαρακτηρισμό: η επιγραφή IG ΧΙΙ Suppl. 124 από την Ερεσό της Λέσβου και η IGR IV 584 από τους Αϊζανούς της Φρυγίας. Το επίθετο «Πρόνοια» αποδιδόταν κατά κύριο λόγο στη θεά Αθηνά και γι’ αυτό, αν και σε καμία από τις τρεις επιγραφές δεν γίνεται αναφορά στο όνομα της θεάς, μπορούμε να υποθέσουμε ταύτιση της αυτοκράτειρας μαζί της. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της αθηναϊκής επιγραφής, αυτό αποτελεί μεγάλη πιθανότητα καθώς η Αθηνά Πολιάδα είναι η θεά προστάτιδα της πόλης και ο Άρειος Πάγος, ο δήμος και η βουλή των Αθηναίων που κάνουν την ανάθεση είναι λογικό να ήθελαν να τιμήσουν την αυτοκράτειρα με το να την ταυτίσουν με τη βασικότερη θεότητα που λάτρευαν. Επίσης, ο συσχετισμός με την Αθηνά ίσως να γίνεται για να αποδοθεί στη Λιβία η έννοια της προστασίας που προσφέρει η ίδια ως πάτρωνας σε κάποια πόλη ή ιδιώτη και γι’ αυτό χρησιμοποιείται το επίθετο «Πρόνοια». Από την άλλη είναι πιθανό η απόδοση αυτού του επιθέτου στη Λιβία να θέλει να δηλώσει την ευγνωμοσύνη πόλεων ή ιδιωτών για κάποια ευεργεσία της αυτοκράτειρας (βλ. Frija 2010: 45-46, Barrett 2002: 208, Kajava 2002: 92, Mikocki 1995: 27 και 166 αρ. 104-106, Geagan 1967: 33, 124).
Παράλληλα, πρέπει να αναφερθεί και η περίπτωση της μίμησης της ρωμαϊκής θεάς Providentia Augusta. Ο τίτλος της «Σεβαστής Πρόνοιας» που φέρει η Λιβία σε όλες τις παραπάνω επιγραφές μοιάζει να είναι ακριβής μετάφραση του όρου «Providentia Augusta». Ειδικά για την περίπτωση της επιγραφής από την Αθήνα, η Καντηρέα (Kantiréa 2007α: 102-103) επισημαίνει ότι πρέπει να μελετηθεί στο πλαίσιο του συσχετισμού της Λιβίας με την Providentia Augusta, καθώς στα χρόνια της βασιλείας του Τιβερίου, οπότε και χρονολογείται η επιγραφή, γινόταν επίμονη προσπάθεια να διατηρηθεί η διαδοχή μέσα στον οίκο των Ιουλίων – Κλαυδίων και γι’ αυτό η Providentia Augusta συνδέθηκε με τη Salus Publica, ώστε να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της διαδοχής και τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας.
Οι στίχοι 2-3 αποδίδουν τον επίσημο τρόπο με τον οποίο αναφέρεται η πόλη των Αθηνών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η βουλή του Αρείου Πάγου (στ. 2), που κάποτε υπήρξε το κυρίαρχο σώμα της πόλης αλλά αργότερα οι δικαιοδοσίες της συρρικνώθηκαν σημαντικά, γνώρισε ξανά ιδιαίτερη άνθηση κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Είχε ποικίλες δικαστικές αρμοδιότητες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν διάφορα αδικήματα όπως η απάτη η σχετική με τα μέτρα και τα σταθμά της αγοράς, οι απαγωγές, οι επιθέσεις. Μπορούσε ακόμα να αποφασίζει για περιπτώσεις εξορίας, κτηματικών διαφορών, εισαγωγής νέων θεοτήτων στη λατρεία της πόλης, για την εκπαίδευση των νέων καθώς και για τη νομισματική πολιτική. Την περίοδο αυτή έφτασε να γίνει το πιο σημαντικό από τα θεσμικά όργανα της Αθήνας. Γι’ αυτό το όνομά της έμπαινε πρώτο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα τρία όργανα της αθηναϊκής κυβέρνησης – ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 500 ή των 600 και ο δήμος – αναφέρονταν από κοινού.
Η βουλή απαρτίζεται από 600 μέλη μέχρι τη βασιλεία του Αδριανού και στη συνέχεια από 500, εκλεγμένα ανά φυλή. Έχει τη δυνατότητα να ψηφίσει διατάγματα, μόνη ή μαζί με την εκκλησία του δήμου. Οι δικαιοδοσίες της ήταν διευρυμένες και περιελάμβαναν δικαστικές αρμοδιότητες, την ψήφιση τιμητικών διαταγμάτων, την προστασία ορισμένων λατρειών, την εποπτεία της δραστηριότητας των αρχόντων και του θεσμού της εφηβείας.
Η εκκλησία του δήμου, αν και συνεχίζει τη λειτουργία της, δεν έχει την ίδια δύναμη με την προρωμαϊκή εποχή. Ακόμα και μέσα σε αυτήν, δεν έχουν όλοι οι πολίτες τα ίδια δικαιώματα, αλλά διακρίνονται οι εκκλησιάζοντες που κατέχουν τα ανώτερα. Διατηρεί ακόμα τη δύναμη να ψηφίζει τα διατάγματα κι έχει κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες. Σταδιακά όμως οι εξουσίες της περιορίζονται μέχρι που από τον 3ο αι. μ.Χ. και έξης δεν βλέπουμε πια ψήφισμα του δήμου (για τα τρία όργανα της αθηναϊκής πολιτείας βλ. Sartre 2012: 194-195 και για τον θεσμό της εφηβείας 123 υποσημ. 3).
Το πιο κοινό παράδειγμα των συνεργατικών ψηφισμάτων ήταν οι αφιερώσεις σε βάσεις αγαλμάτων και ερμαϊκές στήλες, όπως είναι και η επιγραφή IG II2 3238. Χρησιμοποιήθηκαν πολλοί τρόποι αναφοράς των τριών οργάνων της πόλης, αλλά ο πιο διαδεδομένος ήταν αυτός που μας παραδίδεται στους στίχους 2 – 3 της εξεταζόμενης επιγραφής. Τα άτομα που τιμώνταν στις επιγραφές ήταν υψηλά ιστάμενα, όπως αυτοκράτορες, τοπικοί παράγοντες και αφηρωισμένοι νεκροί.
Πολλές αφιερώσεις αναφέρουν έναν ιδιώτη ο οποίος λειτουργεί ως επιμελητής ή κατασκευαστής του έργου που ανατίθεται. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει και στην παραπάνω επιγραφή, καθώς στους στ. 4 – 6 διαβάζουμε «αναθέντος εκ τών ιδίων/ Διονυσίου τού Αύλου Μαρα/ θωνίου» (σε άλλες επιγραφές για να δηλωθεί το άτομο που αναλαμβάνει την εργασία βλέπουμε τις διατυπώσεις «επιμεληθέντος της αναθήσεως», «επιμεληθέντος», «διά τής προνοίας τού», «ανέθηκαν». Για παραδείγματα επιγραφών με τις παραπάνω διατυπώσεις βλ. Geagan 1967: 33 υποσημ. 9). Εδώ ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 600 και ο δήμος ψηφίζουν το διάταγμα για την ανέγερση του αγάλματος της Λιβίας, αλλά το κόστος της αφιέρωσης καθώς και την επίβλεψη του έργου αναλαμβάνει ο αγορανόμος Διονύσιος, ο γιος του Αύλου από τον Μαραθώνα. Είναι πιθανό ότι οποιοσδήποτε Αθηναίος, με αρκετό πλούτο και κύρος, μπορούσε να εξασφαλίσει ψήφισμα των τριών οργάνων για να αναγείρει κάποιο μνημείο (Geagan 1967: 32-33, 48-52).
Στην επιγραφή αναφέρονται οι δύο αγορανόμοι της πόλης, ο Διονύσιος ο Μαραθωνεύς και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος. Το αξίωμα του αγορανόμου άρχισε να εμφανίζεται στο ρωμαϊκό cursus honorum από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ, ενώ ως αξίωμα υπήρχε ήδη από την κλασική περίοδο. Ως κύριο καθήκον του είχε να ελέγχει την καλή λειτουργία της αγοράς. Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι της ρωμαϊκής περιόδου απορρόφησαν τα καθήκοντα των μετρονόμων της εποχής του Αριστοτέλη (Ath. Pol. 51.2) μαζί με την αρμοδιότητα να επιβλέπουν τη γνησιότητα και την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον στα καθήκοντά τους υπάγονταν, εκτός από την αστυνόμευση της αγοράς, η διασφάλιση της προμήθειας του ψωμιού παράλληλα με την επιτήρηση της ποιότητας και του βάρους του, η εποπτεία του επισιτισμού και της ύδρευσης της πόλης, ο έλεγχος των τιμών και η καταπολέμηση της ακρίβειας καθώς και η υποχρέωση να διατηρούν τα αναγκαία δημόσια οικοδομήματα που αφορούσαν το εμπόριο: λιμάνια, αγορά, στοές. Ακόμα, οι αγορανόμοι μεριμνούσαν για την αποφυγή της δημιουργίας μονοπωλίων. Συχνά παρατηρούνταν ελλείμματα στον επισιτισμό και τότε ο αρμόδιος αξιωματούχος ήταν υποχρεωμένος να τα καλύπτει με προσωπικά του έξοδα και γι’ αυτό τιμώνταν ως ευεργέτης της πόλης (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πλουσιότερος Αθηναίος του 2ου μ.Χ. και μεγάλος ευεργέτης της πόλης, Ηρώδης Αττικός, ο οποίος ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα σε νεαρή ηλικία με το αξίωμα του αγορανόμου [βλ. IG II² 3602] και πιθανόν να τιμήθηκε για κάποια ευεργεσία που έκανε στα πλαίσια του αξιώματος αυτού (βλ. IG II² 3600). Για τον Ηρώδη ως αγορανόμο βλ. Oliver 2012: 95 αρ. 16 και σ. 99, Camia 2008: 26-27, Κοκολάκης 2004: 289, Byrne 2003: 115 αρ. 8 (iv), Tobin 1997: 24-27, 29, 32, 35.). Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι λειτουργούσαν στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο Αγορανομείο, για το οποίο έχει προταθεί ότι βρισκόταν στα ανατολικά της αγοράς κοντά στην πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, που αποτελούσε την κύρια είσοδό της. Η υπόθεση για την τοποθεσία του Αγορανομείου στηρίζεται σε πολλά αρχεία αναφερόμενα στο αξίωμα του αγορανόμου που έχουν βρεθεί στο σημείο αυτό, όπως και η επιγραφή IG II2 3238 (για το αξίωμα του αγορανόμου βλ. Oliver 2012, Sartre 2012: 113, Κοκολάκης 2004: 288-289, Geagan 1967: 123-124, Graindor 1931: 81-82).
Ο Άρειος Πάγος, η βουλή των εξακοσίων και ο δήμος (αφιερώνουν αυτό το άγαλμα) στη θεά Ιουλία Σεβαστή Πρόνοια, (στ. 5) μέσω του Διονυσίου, του γιου του Αύλου από τον Μαραθώνα, ο οποίος ανέλαβε την εργασία με δικά του έξοδα, όταν ήταν αγορανόμοι ο ίδιος ο Διονύσιος από τον Μαραθώνα και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος, ο γιος του Μελιτέως.
Ψάφισμα Ἱππία Ἱππία τού Ἱππία Αργείου | |
περὶ τας παρακαταθήκας τας Αθάνας. | |
Ι | επ’ ιερέως τας Αθάνας Αριστείδα, τού δέ Ἁλίου Πλε[ι]- |
στάρχου Πα. ιϛ΄. έδοξε μασ[τ]ροίς καὶ Λινδίοις Ἱππίας γ΄ Αργ. είπε· | |
5 | επειδὴ συνβαίνει τὰς μέν ποθόδους τὰς Λινδίων υστερείν, τὰ δέ ει[ς] |
τὰς θυσίας καὶ παναγύ[ρε]ις αναλ[ώ]ματα πολλάκις επείγειν καὶ τού- | |
[τ]ω τρόπω τοὺς άρχοντας εις δυ[σχ]ρη̣στίαν ενπείπτειν, συνφέ̣- | |
ρον δέ εστι Λινδ[ίοι]ς̣ κ[α]ὶ τὰ[ς τώ]ν θεών τειμὰς καὶ τὸ τού [κ]οινού | |
πρέπον διαφυλά[σσ]εσθαι ό[ν]τος εξ ετοίμου αργυρίου εις τὰς | |
10 | παναγύρεις καὶ τ[ὰ]ς τών θεών τειμάς· Τύχα Αγαθα· δεδό- |
χθαι Λινδίοις· κυρωθέντος τούδε τού ψαφίσματος τὸ γεγο- | |
νὸς περίψαφον τ[ώ]ν ιεροταμιαν Μενεκράτευς καὶ Ασκλαπι- | |
άδα καὶ Ἁγησάνδρου απὸ τας ιεροταμείας αυτών εκ τας τ[ρι]- | |
[ε]τίας καὶ εί τι παρειλήφαντι εκ τούτου καὶ εί τί κα παραλάβωντ[ι] | |
15 | [τ]οὶ ενεστακότες ιεροταμίαι Διονύσιος καὶ Καλλίμαχος κα[ὶ] |
[Π]υθόδωρος, παραδόντω ιερὸν εις παρακαταθήκαν τας Αθάνα[ς] | |
[τ]ας Λινδίας καὶ τού Διὸς τού Πολιέως Καλλιστράτω β΄ τω ιερεί | |
[τ]ας Αθάνας εν[ια]υ̣σίω̣· [ομ]οίως δέ καὶ τοὶ επιστάται τοὶ άρχοντε[ς] | |
[τ]ὸν επ’ ιερέως Καλλ[ιστρ]άτου καὶ Ῥοδοπείθευς ενιαυ[τὸν] | |
20 | [ελέ]σθων άνδρας [ε΄] εγ μέν τών ιερατευκότων τ[ας] |
[Α]θάνας γ΄, εγ δέ τών̣ [άλλω]ν Λινδίων β΄· τοὶ δέ αιρεθέ[ν]- | |
[τε]ς παραλαβόντ[ω παρ]ὰ τού ιερέως τας Αθάνας | |
τού δαμοσίου επ̣[ιστά]ν̣το[ς τ]ὰ αποκείμεν[α εν] | |
[τ]ω νακορείω χάλκ[ε]α καὶ σιδά̣[ρ]εα καὶ [ε]πιδειξάν[τω] | |
25 | [τ]οίς μαστροίς καὶ Λινδίοι[ς εν τω] μα[στ]ρείω τω ε̣[ν τα] |
[π]όλει αγομένω τω – – κα[ὶ αποδ]όσθω α[υ]τὰ παρα[κο]- | |
[λ]ουθούντων πασι καὶ τών̣ [δα]μοσίων καὶ αποδόμεν̣[οι] | |
παραδόντω τὸ πεσὸν [α]ργ̣ύ̣ριον [τ]ω ιερεί τας Αθάνα[ς] | |
[ι]ερὸν ήμειν εν παρακατ̣[αθ]ήκα τας Αθάνας τας Λινδί[ας] | |
30 | καὶ τού Διὸς τού Πολιέω[ς]· επειδὴ δέ καὶ ανδριάντες |
[τ]ινές εντι εν τα αναβ[ά]σει καὶ αυτα τα άκρα ανεπίγραφοι καὶ | |
άσαμοι, συνφέρον δέ [ε]στι καὶ τούτους ήμειν επισάμους επιγρ[α]- | |
[φ]ὰν έχοντας ότι θεο(ί)ς ανάκεινται, δεδόχθαι Λινδίοις· κυ τούδε | |
[τ]ού ψα τοὶ αυτοὶ επιστάται μ[ισθω]σάντω εκάστου ανδριάντος τὰν | |
35 | [ε]πιγραφάν, διαχειρο[τονησ]άντων Λινδίων, ει δεί τού ευρίσ- |
κοντος κατακυρού[ν ἢ μ]ή, καὶ [εί κ]α [δ]όξη τού ευρίσκοντος κα- | |
[τ]ακυρούν τὸ πεσὸν αργύριον, [α]πὸ τού[τ]ων καταβαλόμε- | |
[ν]οι λ[όγ]ον, π[ό]σου ε[κ]ά[σ]το[υ α] επιγραφ[ὰ απε]δόθ[η] παραδόντω ιερὸν | |
[ή]μ[ειν εις] πα[ρ]ακα[τ]α[θ]ήκαν τας Α[θ]άνας τ[α]ς Λινδία̣ς καὶ τ[ού] | |
40 | [Διὸς τού Πολιέ]ω̣ς̣· [τοὶ δέ] ὠνησά[μ]ε[ν]οι τὰς επιγραφὰς μὴ |
[εχόντων εξουσίαν απ]ε[νε]νκεί[ν] εκ τας άκρας ανδριάν[τας] | |
[τρόπω μηδ]ενὶ μηδέ παρευρέσει μηδεμια ἢ ένοχοι εόντ[ω] | |
[ασεβεί]α· πο̣ιησάμενοι δέ τὰν αίτησιν εχόντων εξουσ[ίαν] | |
[μετενεγκ]είν ά κα συνχωρήσωσι διὰ τας αιτήσιος Λίν[δ]ιοι· |
Η επιγραφή ξεκινά (στ. 1-2) με αναφορά στο είδος της απόφασης (ψήφισμα), στον εισηγητή (Ιππίας Ιππίου) και στην ίδια την υπόθεση που ρυθμίζει (παρακαταθήκη της θεάς Αθηνάς). Στη συνέχεια, δίνεται η ημερομηνία (στ. 3-4: 16 του μηνός Πανάμου, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Αριστείδας, δηλαδή το 22 μ.Χ.). Η απόφαση εγκρίθηκε από τους μαστρούς και τη συνέλευση των πολιτών (στ. 4). Αφορμή για το εν λόγω ψήφισμα στάθηκε η δύσκολη οικονομική συγκυρία και, πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη πόρων για τη διοργάνωση των εορτών (στ. 5-7). Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε να εξευρεθούν οι απαραίτητοι πόροι (στ. 7-10) μέσω α) της απόδοσης υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες (στ. 11-18), β) της πώλησης σιδερένιων και χάλκινων αντικειμένων (στ. 18-30), γ) της πώλησης του δικαιώματος προσθήκης νέας επιγραφής σε ανδριάντες (στ. 30-44), δ) της πρόσκλησης για επίδοση (στ. 44-58), ε) της εξοικονόμησης των «ιερών χρημάτων» με το να είναι άμισθο το αξίωμα των ιεροθυτών (στ. 59-75) και στ) της πιο σχολαστικής συλλογής πόρων από την ιδιωτική λατρεία (στ. 77-86).
Το ιερό και η πόλη
Η επιγραφή σκιαγραφεί λεπτομερώς τη σχέση μεταξύ της πόλης της Λίνδου και του ιερού της Αθηνάς Λινδίας, της πολιάδος θεότητας. Παρατηρείται στενή σύνδεση μεταξύ ιερού και πόλης, με τις δύο αυτές αρχές να είναι αλληλεξαρτώμενες και να διαπνέουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητα όλης της κοινότητας (για τη σχέση ιερών και πόλεων: βλ. Chankowski 2011: 142-143˙ Camia 2017: 51-52). Τα πολιτικά όργανα της πόλης παρεμβαίνουν για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος, χωρίς αυτό να υποβιβάζει θεσμικά το ιερό και τις εξουσίες του. Αντιθέτως, μέσω του ψηφίσματος, αναγνωρίζεται ο κομβικός ρόλος του ιερού, των εορτών και των χρημάτων που πρέπει να εξασφαλισθούν, καθώς με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσεται η συλλογική ευπρέπεια της πόλης (στ. 7-10).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των αξιωματούχων που εμφανίζονται ως εκτελεστές της απόφασης και οι οποίοι κατέχουν τόσο πολιτικά όσο και θρησκευτικά αξιώματα της πόλης και του ιερού. Η συνεργασία τους είναι μάλιστα ένδειξη της εξεύρεσης μιας αρμονικής λύσης για το υπάρχον οικονομικό πρόβλημα (Dignas 2002: 95). Υπάρχει προφανώς ξεκάθαρος διαχωρισμός των σφαιρών δικαιοδοσίας των δύο μερών. Ό,τι, όμως, τελικώς συμβαίνει εξυπηρετεί την πόλη και τους πολίτες της (Migeotte, Souscriptions 125˙ Camia 2017: 43). Οι πολιτικοί αξιωματούχοι είναι οι μαστροί (στ. 4, 25) και οι άρχοντες (στ. 7, 18), ενώ οι αξιωματούχοι του ναού είναι οι ιεροταμίαι (στ. 12, 15), οι επιστάται (στ. 18, 34, 45), οι ιεροθύται (στ. 61, 65, 68-69), ο αρχιεροθύτης (στ. 65) και ο ιερεὺς ο καθ’ υοθεσίαν (στ. 86). Ως ξεχωριστή κατηγορία πρέπει να υπολογιστούν οι πέντε αρμόδιοι άνδρες που θα εκλεγούν για να πωλήσουν τα σιδερένια και χάλκινα αντικείμενα του ναού (στ. 18-28). Αυτοί δεν φέρουν πρακτικά κάποιο αξίωμα αλλά είναι επισήμως εκτελεστές της ληφθείσας απόφασης. Αναφέρεται, τέλος, ο ιερέας της Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, καθώς είναι ο ανώτατος αξιωματούχος του ιερού αλλά και ο επώνυμος άρχων της πόλης (Sherk 1990: 281-283).
Η παρακαταθήκη
Το ψήφισμα ασχολείται με την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης η οποία ανήκει στην Αθηνά Λινδία και στον Δία Πολιέα (Chankowski 2015: 122). Ορίζει με ποιες προσόδους θα ενισχυθεί και ποιος θα είναι ο σκοπός αυτού του ταμείου. Επίσης προβλέπεται ποιος θα είναι ο διαχειριστής, πού θα βρίσκεται το κεφάλαιο και ποια θα είναι η διάρκεια ύπαρξης της παρακαταθήκης. Στο σύνολο των 150 στίχων του ψηφίσματος, το συγκεκριμένο ταμείο των θεών αναφέρεται δέκα φορές: τέσσερις φορές προσδιορίζεται ως παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας (στ. 2, 59, 62-63, 82-83), τέσσερις φορές της Αθηνάς και του Διός Πολιέος (στ. 16-17, 29-30, 39-40, 57) και δύο φορές δεν υπάρχει αναφορά σε θεότητα (στ. 72, 92).
Οι οικονομικοί πόροι με τους οποίους θα τροφοδοτηθεί η παρακαταθήκη θα προέλθουν από τέσσερις πηγές εσόδων (βλ. παραπάνω, α-δ). Σχετικά με την πρώτη, την απόδοση των υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες του έτους 22 μ.Χ. (στ. 11-18), ορίζεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να αποδώσουν το πλεονασματικό ποσό στον επερχόμενο ιερέα της θεάς Καλλίστρατο. Κατά το έτος ανάληψης των καθηκόντων του, το 23 μ.Χ., οι ορισθέντες αξιωματούχοι θα πρέπει να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα τρία μέτρα (β-δ). Συγκεκριμένα, οι επιστάτες και οι άρχοντες θα εκλέξουν μια επιτροπή πέντε ατόμων η οποία θα συλλέξει τα προς πώληση χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο (στ. 18-30). Ακολούθως, οι επιστάτες θα πωλήσουν τις επιγραφές των ανδριάντων (στ. 30-44) και έπειτα θα προσκαλέσουν δημόσια σε επίδοση (στ. 44-58). Διαχειριστής της παρακαταθήκης ορίζεται ο επώνυμος ιερέας της Αθηνάς Λινδίας Καλλίστρατος. Το ποσό που θα συγκεντρωθεί θα βρίσκεται στο ιερό και θα αποτελεί ιδιοκτησία των θεών (στ. 71-72, 78, 82-83, 102). Προσδιορίζεται, επίσης, η διάρκεια ζωής του ταμείου, καθώς δηλώνεται η επιθυμία να διατηρηθεί αιωνίως και ο ιερέας της Αθηνάς να είναι υπεύθυνος για τη διαχείρισή του (στ. 92-94) – αν και, ως προς το τελευταίο, έχει υποστηριχθεί ότι η παρακαταθήκη δημιουργείται προσωρινά για να καλύψει μια έκτακτη ανάγκη (Migeotte, Souscriptions 124-125˙ για την αντίθετη άποψη, βλ. Harter-Uibopuu 2013: 22).
Επαναχρήσεις αγαλμάτων
Για την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης χρησιμοποιήθηκαν πόροι που συλλέχθηκαν μέσω της πλειοδοσίας ανδριάντων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ανδριάντες που δεν φέρουν επιγραφές (ανεπίγραφοι) και διακριτικά (άσαμοι) και οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό αλλά και στον περίβολό του στην ακρόπολη (στ. 30-32). Αποτελεί γενικό συμφέρον οι ανδριάντες αυτοί να σηματοδοτηθούν (επίσαμοι) και να δηλωθεί με επιγραφή ότι αφιερώνονται στους θεούς (στ. 32-33). Με αυτό το σκεπτικό, οι Λίνδιοι αποφασίζουν τη μίσθωση της επιγραφής κάθε ανδριάντα (στ. 33-35). Τα χρήματα τα οποία θα λάβουν θα καταβληθούν στην παρακαταθήκη (στ. 37-40). Οι μισθωτές των επιγραφών δεν θα έχουν καμία εξουσία πάνω στους ανδριάντες που βρίσκονται στην ακρόπολη –διαφορετικά θα κατηγορηθούν για ασέβεια– και μόνο στην περίπτωση που τους δοθεί σχετική άδεια από τους Λινδίους θα μπορέσουν να τους μετακινήσουν σε άλλον τόπο (στ. 40-44): ίσως τα έργα αυτά να ήταν σημαντικότερα από όσα είχαν τοποθετηθεί στον δρόμο της ανάβασης και να είχαν μεγάλη αξία ή ίσως θα έπρεπε να οριστεί ένα αυστηρό πλαίσιο, το οποίο να προστατεύει την υλική περιουσία του ιερού από όσους πλειοδότες θεωρούσαν ότι τους ανήκαν οι ανδριάντες και, για αυτόν τον λόγο, θα επιχειρούσαν να τους αποσπάσουν από την ακρόπολη χάριν κέρδους (για τις επαναχρήσεις, βλ. Blanck 1969˙ Shear 2007˙ Krumeich 2010˙ Leypold – Mohr – Russenberger 2014˙ Keesling 2017˙ Moser 2017˙ Queyre – von den Hoff 2017˙ Weidgenannt 2019).
Η σύγχρονη έρευνα έχει ερμηνεύσει τις ενεπίγραφες βάσεις που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί ως αποτέλεσμα της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στην εκάστοτε κοινότητα (Blanck 1969: 98-102). Ο ειδικός όρος που χρησιμοποιείται εκτεταμένα στη βιβλιογραφία για να προσδιορίσει αυτές τις επαναχρήσεις είναι «μεταγραφή». Ως μεταγραφή νοείται τόσο η προσθήκη νέου κειμένου συνήθως κάτω από το διατηρούμενο αρχικό κείμενο (IG I3 850˙ IG II2 4168) όσο και η προσθήκη κειμένου μετά την απόξεση του πρωταρχικού (IG II2 4181). Αυτού του είδους οι επαναχρήσεις πρέπει να ήταν κοινωνικά ανεπιθύμητες (βλ. Κικέρων, Epistulae ad Atticum, 6.1.26) ή ακόμα και έκνομες (βλ. IGR IV 1703, στ. 14-20), γι’ αυτό και δεν υπάρχουν αναφορές πέρα ελαχίστων. Μάλιστα, ο Δίων Χρυσόστομος (Ροδιακός, 161) εκφέρει λόγο έντονα επικριτικό για αυτήν την πρακτική, την οποία αντιλαμβάνεται ως μια πράξη επιβολής λήθης στην κοινότητα, καθώς, προκειμένου αυτή να αποκομίσει πρόσκαιρα, οικονομικά κυρίως, οφέλη, καταστρέφει η ίδια το ιστορικό παρελθόν της.
Οι ανδριάντες οι οποίοι πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθούν χαρακτηρίζονται ανεπίγραφοι και άσαμοι. Ίσως ο όρος «άσαμος» να είναι ταυτόσημος με τον όρο «ανεπίγραφος» και η επανάληψη αυτή να λειτουργεί εμφατικά, ώστε να τονιστεί περισσότερο το γεγονός ότι οι εν λόγω ανδριάντες δεν φέρουν κάποιο κείμενο, γεγονός που δικαιολογεί την επαναχρησιμοποιήσή τους (Kajava 2003: 72). Ωστόσο, ο ίδιος όρος μπορεί να σημαίνει και την απώλεια ή την απουσία χρώματος στην επιγραφή, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται δυσανάγνωστη και να δείχνει παραμελημένη (Blanck 1969: 101-102). Είναι αλήθεια πως η απουσία επιγραφής σε ανδριάντες που βρίσκονται σε δημόσια θέα γεννά ερωτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με αναθήματα ή τιμητικές αναθέσεις. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι, εάν για κάποιο λόγο η επιγραφή είχε φθαρεί, το ιερό ήταν σε θέση να εντοπίσει την ταυτότητα του αναθέτη (Harter-Uibopuu 2014: 464-467 παρ. 21˙ βλ. επίσης IG XII, 4 2:538, όπου φαίνεται πώς ένα ξεχασμένο ανάθημα παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά του διατηρεί τη μνήμη της αναθέτριας).
Σχετικά με τους πλειοδότες, στο ψήφισμα γίνεται χρήση των όρων «μισθωσάντω» (στ. 34) και «ὠνησάμενοι» (στ. 40), με τον πρώτο να αναφέρεται στην ενοικίαση κάποιου αγαθού και τον δεύτερο στην αγορά του. Η χρήση αυτών των δύο διαφορετικών όρων έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι η καταβολή του ποσού από τους πλειοδότες γίνεται εφάπαξ (Kajava 2003: 75-77). Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή δεν λύνει το πρόβλημα που σχετίζεται με τον όρο «ὠνησάμενοι», καθώς οι πλειοδότες φαίνονται τελικά να είναι αγοραστές και όχι μισθωτές. Επίσης, απορίες ενδεχομένως να ανακύψουν και ως προς το τι γίνεται σε περίπτωση που υπάρξει ξανά πλειοδοσία για τα ίδια αντικείμενα, όπως και για την αντίδραση του πλειοδότη (πρβλ. Kajava 2003: 76-77˙ Harter-Uibopuu 2014: 465-466 παρ. 59). Αν επανεξετάσει κανείς, όμως, τις αναφορές σε ενοικίαση (στ. 34-35) και αγορά (στ. 40-41) οι οποίες υπάρχουν στο ψήφισμα, παρατηρεί ότι η μίσθωση συνδέεται με τον ανδριάντα ενώ η αγορά και η ιδιοκτησία αποσυνδέεται από αυτόν και συνδέεται με την επιγραφή.
Ψήφισμα του Ιππία, γιου του Ιππία, εγγονού του Ιππία, από τον δήμο του Άργους, σχετικά με την παρακαταθήκη της Αθηνάς. Το έτος που ιερέας της Αθηνάς ήταν ο Αριστείδας και του Ηλιου ο Πλείσταρχος, κατά τη 16η ημέρα του μήνα Πανάμου. Αποφάσισαν οι μαστροί και οι Λίνδιοι, ο Ιππίας Γ΄, από τον δήμο του Άργους, πρότεινε. Επειδή συμβαίνει τα μεν έσοδα της κοινότητας των Λινδίων να υστερούν, (στ. 5) τα δε έξοδα για τις θυσίες και τις πανηγύρεις να είναι συχνά πιεστικά και με αυτόν τον τρόπο οι άρχοντες να έρχονται σε δύσκολη θέση, και επειδή είναι συμφέρον για τους Λινδίους να διαφυλάξουν τις τιμές προς τους θεούς και τη συλλογική αξιοπρέπεια, με το να υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα τα οποία θα προορίζονται για τις πανηγύρεις και την απόδοση τιμών στους θεούς. Για καλή τύχη, (στ. 10) να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Αφού επικυρωθεί αυτό το ψήφισμα, το οποίο θα ισχύει και για τους ιεροταμίες Μενεκράτη, Ασκληπιάδα και Αγήσανδρο, των οποίων η τριετής θητεία τελειώνει, και αν έχουν παραλάβει κάτι από αυτά και αν και οι ιεροταμίες που πρόκειται να αναλάβουν καθήκοντα Διονύσιος, Καλλίμαχος και (στ. 15) Πυθόδωρος παραλάβουν κάτι, να τα παραδώσουν ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως, στον επόμενο ιερέα της Αθηνάς Καλλίστρατο Β΄. Και ομοίως, όταν επώνυμος ιερέας (της Λίνδου) θα είναι ο Καλλίστρατος και (της Ρόδου) ο Ροδοπείθης, οι επιστάτες και οι άρχοντες να επιλέξουν πέντε άνδρες, (στ. 20) τρεις προερχόμενους από όσους έχουν διατελέσει ιερείς της Αθηνάς και δύο μεταξύ των υπόλοιπων Λινδίων. Αυτοί, αφού εκλεγούν, να παραλάβουν από τον ιερέα της Αθηνάς, με τη βοήθεια του δημόσιου δούλου, τα χάλκινα και τα σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο και να τα παρουσιάσουν στους μαστρούς και τους Λινδίους στον χώρο του μαστρείου (στ. 25) της πόλης – -. Και, αφού οι δημόσιοι τα εξετάσουν όλα, να τα πωλήσουν, και, αφού τα πωλήσουν, να παραδώσουν τα χρήματα στον ιερέα της Αθηνάς ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Και επειδή κάποιοι ανδριάντες, (στ. 30) οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό και πάνω στην ακρόπολη, δεν φέρουν επιγραφές και διακριτικά, είναι συμφέρον να σηματοδοτηθούν, φέροντας επιγραφή (η οποία θα αναγράφει) ότι είναι αφιερωμένοι στους θεούς. Να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Με αυτό το ψήφισμα οι ίδιοι επιστάτες να εκμισθώσουν την επιγραφή του κάθε ανδριάντα, ενώ οι Λίνδιοι να αποφασίσουν με ψήφο (στ. 35) αν πρέπει να επικυρωθεί ή όχι η προσφορά του καλύτερου πλειοδότη. Και αν αποφασισθεί να επικυρωθεί νικητήρια η προσφορά, αφού (οι επιστάτες) κάνουν έναν απολογισμό της τιμής για την οποία η επιγραφή του κάθε ανδριάντα αποδόθηκε, να παραδώσουν τα χρήματα τα οποία θα προέλθουν από αυτά ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Αυτοί που έχουν αγοράσει τις επιγραφές (στ. 40) να μην έχουν εξουσία να μετακινήσουν από την ακρόπολη τους ανδριάντες με κανέναν τρόπο και με καμία πρόφαση, αλλιώς να είναι ένοχοι για ασέβεια. Να έχουν δικαίωμα όμως να αλλάξουν θέση στον ανδριάντα μόνο αν το αιτηθούν στους Λινδίους και αφού τους δώσουν τότε αυτοί σχετική άδεια (στ. 44).
μπροστινή πλευρά (recto) | |
έτους δε̣υτέρου Γαΐου Κ̣α̣ί̣σ̣α̣ρος Σ̣εβαστο̣ύ̣ Γ̣ερμ̣α̣νικού, | |
Μεσορὴι τρ̣[ι]α̣κάς, εν κώμη Σινα̣ρὺ τής κά̣τ̣ω̣ι το- | |
παρχίας τού Ὀ̣ξυρυγχ̣ε̣ί̣του. εδάνεισεν̣ Ι̣σ̣χ̣υ̣ρίω\ν/ | |
Διονυσίου Ερμογένει Ερμογένους τού Δ̣η̣μ̣η̣- | |
5 | τ̣ρίου νεω̣τ̣έρωι ⟦ ̣ ̣⟧ καὶ Ερμ̣ί̣α Ζηνοδώ̣ρ̣ο̣υ̣ ν̣ε̣- |
ω̣τ̣έρωι α̣[μ]φοτέροις Πέρσαις τής επιγονή̣ς̣ ε̣ν̣ | |
αγυ̣ια αρ̣[γυρίου Σεβαστ]ο̣ύ̣ κ̣[αὶ Π]τ̣ο̣λ̣ε̣[μαι]κού νομ̣ί̣σ̣- | |
ματο̣ς δρ̣[αχμὰς εκατὸν οκτ]ὼ̣ι κεφαλαίου αίς̣ | |
ουδέν τώ̣[ι καθόλου προσ]ή̣κ̣τ̣α̣ι. αποδότωσαν | |
10 | δέ οι δεδ̣[ανεισμένοι τώι Ι]σχυρίων̣ι τὰς τού |
αργυρίου [δραχμὰς εκατὸν ο]κ̣τὼι τη τριακάδι | |
τού Χοίαχ̣ [τού εισιόντος τρί]του έτους Γαΐου | |
Καίσαρο[ς Σεβαστού Γερμα]ν̣ικού. εὰν δέ μὴ | |
αποδώσι̣ [καθὰ γέγραπται, α]π̣οτεισάτωσαν | |
15 | οι̣ δεδαν[εισμένοι τώι Ισχυρίωνι τὸ μέν δά-] |
νειον μ[εθʼ ημιολίας, τοὺς δέ τόκους τού υ-] | |
περπεσό̣[ντος χρόνου τοὺς καθήκοντας, εγγύων] | |
αλλήλων ε̣[ις έκτισιν όντων, τής πράξεως ούσης τώι] | |
Ισχυρίων̣[ι έκ τε αυτών καὶ εξ ενὸς καὶ εξ ού] | |
20 | εὰ̣ν̣ αυτών̣ [αιρήται καὶ εκ τών υπαρχόντων αυτοίς] |
πάν̣[των καθάπερ εκ δίκης, μὴ ελαττουμένω περὶ] | |
ώ̣̣̔ [άλλων οφείλει Ερμίας ἢ Ισχυρίωνι ἢ τη γυ-] | |
ναικὶ αυτ̣ο̣ύ κ̣[α]θʼ ετέρ̣αν̣ ασ̣φ̣[άλειαν. κυρία] | |
η συνγρα̣φηι. ☓☓☓☓☓ vac. ? | |
25 | (2ο χέρι) Ερμογένης Ερμογένους καὶ Ερμίας Ζηνοδώρου νεώτερος |
δεδα̣ν̣ί̣σμ̣εθα τὰ̣ς τού αρ̣γυρίου δραχμὰς εκατὸν οκτὼι̣ | |
κεφαλαίου καὶ αποδώσομεν διʼ ενγύων αλλήλων | |
καθότι πρόκειται. (3ο χέρι) Ερμ̣ί̣ας Ζηνοδώρου νεώτ̣ε̣ρος | |
καὶ Ερμογένης νεώτερος δεδανείσμεθα τὰς τ̣ο̣ύ̣ {αρ} | |
30 | αργ̣υ̣ρίου δραχμὰς εκατ̣ὸ̣ν οκτὼι κεφαλαίου καὶ |
αποδώσομεν διʼ ενγύω̣ν αλλων καθότι πρόκ̣ε̣ι̣τ̣α̣ι̣, | |
κατὰ μηδέν ελαττουμένου σ̣ου εν οίς άλλοις οφε̣ί̣λω̣ | |
σοι καθʼ ετέραν ασφάλιαν. (4ο χέρι) Ισχυρ̣ίων Διονυ̣σίου | |
δεδάνικα καθότι πρόκε̣ι̣ται. έτους δευτέρου Γαΐου̣ | |
35 | Καίσαρος Σεβαστού Γερμανικού, Μεσορὴι τριακὰς. |
διὰ Αχιλλέως τού πρὸς τώι γραφίωι κώμης | |
Σιναρὺι καὶ ετέρων τό̣πων κε̣χ̣ρημάτισ̣τ̣αι. | |
πίσω πλευρά (verso) | |
(1ο χέρι) έτους β Γαΐου Κ̣α̣ί̣[σ]α̣ρ̣[ο]ς̣ Σ̣ε̣β̣α̣σ̣τ̣ο̣ύ̣ Γερμανικού, | |
Μεσορὴ λ̣. (δραχμών) ρη. Ισχυρίωνος̣ | |
40 | τού Διονυσίου πρ(ὸς) Ερμογένην καὶ Ερμίαν. |
Σύμφωνα με τους όρους αυτού του συμβολαίου ο Ισχυρίων δανείζει εκατόν οκτώ δραχμές στον Ερμογένη και τον Ερμία. Το ποσό πρέπει να εξοφληθεί μέσα σε μια προθεσμία τεσσάρων μηνών και πέντε ημερών, ειδάλλως στο οφειλόμενο ποσό θα προστεθούν τόκοι και ποινές. Το συγκεκριμένο συμβόλαιο δανείου ακολουθεί την κλασική μορφή συμβολαιογραφικής πράξης της ρωμαϊκής εποχής (Jur.Pap. σ. 88-89· Wolff 1978: 81-91). Σύμφωνα με αυτήν το συμβόλαιο ξεκινά με τη χρονολογία και την τοποθεσία (στ. 1-3). Αντίθετα με την πρακτική που παρατηρείται στα πτολεμαϊκά κείμενα, στα ρωμαϊκά σπάνια αναφέρεται ο αρμόδιος που συντάσσει το συμβόλαιο στην αρχή του κειμένου, συχνά όμως υπάρχει αναφορά στο σχετικό γραφείο στο τέλος· εδώ, στ. 36-37, πρόκειται για το γραφείο της κώμης Σιναρύ του Οξυρυγχείτη νομού (για τα γραφεία βλ. Wolff 1978: 18-23). Για την έκφραση εν αγυια (στ. 6-7) βλ. Traversa 1961: 109 αρ. 102 σημ. 4· Wolff 1978: 15-16. Το κυρίως τμήμα του συμβολαίου ορίζει τους συμβαλλόμενους, το ποσόν, τις ρήτρες, τους εγγυητές και τις ποινές (στ. 1-24). Έπονται οι ομολογίες των συμβαλλόμενων (στ. 25-37).
Το συμβόλαιο αφορά ένα δάνειο 108 δραχμών, που συνάπτει ο Ισχυρίων (δανειστής) με τον Ερμογένη και τον Ερμία (οφειλέτες). Οι δύο οφειλέτες περιγράφονται ως Πέρσαι τής Επιγονής (στ. 6). Ο όρος δεν προσδιορίζει την εθνικότητα των ανθρώπων στους οποίους αναφέρεται, αλλά αποτελεί ορολογία που παραπέμπει στη νομική και ενίοτε κοινωνική τους θέση (Oates 1963∙ Vandersleyen 1988∙ La’da 1997∙ Clarysse – Thompson 2006: 157-159∙ Vandorpe 2008).
Στους στ. 21-23 το παρόν συμβόλαιο υπαινίσσεται ότι κάποιος από τους δύο οφειλέτες (από τους στ. 32-33 προκύπτει ότι πρόκειται μάλλον για τον Ερμία) χρωστάει ήδη χρήματα στον Ισχυρίωνα ή τη γυναίκα του βάσει άλλου, προγενέστερου συμβολαίου. Παρότι η πλειονότητα των δανείων που έχουν βρεθεί αφορούν συναλλαγή μεταξύ ανδρών, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που συναντάμε γυναίκες στον ρόλο του δανειστή ή του δανειζόμενου. Σε αυτές τις περιπτώσεις συνηθίζεται να συνοδεύονται από κάποιον κηδεμόνα (κύριον), συνήθως τον σύζυγό τους, τον αδελφό, τον πατέρα, κάποιον άλλο συγγενή ή μη συγγενή (βλ. επίσης Π12). Σπάνια συμβαίνει να μη δηλώνουν κάποιον κύριον (Rupprecht 1967: 16-17). Στην προκείμενη περίπτωση δεν είναι σαφές ποια ήταν η δομή του προγενέστερου συμβολαίου, εάν δηλαδή η αποπληρωμή του δανείου θα γινόταν στη γυναίκα του Ισχυρίωνα ή στον ίδιο. Η φράση “κυρία η συγγραφή” που κλείνει το κύριο μέρος του συμβολαίου, επισημαίνει την ισχύ του (βλ. Haessler 1960∙ Wolff 1941).
H πράξη λαμβάνει χώρα στην κώμη Σιναρύ του Οξυρυγχείτη νομού. Η κώμη αυτή είναι γνωστή από πολλά έγγραφα και η ιστορία της φαίνεται να εκτείνεται από τον 3ο αι. π.Χ. ως τον 6ο αι. μ.Χ. Βρισκόταν στη δυτική όχθη του Bahr Jussuf, όπως και η Οξύρυγχος, αλλά πολύ βορειότερα, καθώς υπάγεται στην Κάτω Τοπαρχία του νομού (για τη διοικητική οργάνωση της χώρας της Αιγύπτου, βλ. Π8∙ για τα τοπωνύμια του Οξυρυγχείτη Νομού, βλ. Benaissa 2009). Θα πρέπει να υποθέσουμε ότι θα υπήρχαν αρκετά αντίγραφα του συμβολαίου. Πιθανότατα ένα για κάθε συμβαλλόμενο και τουλάχιστον ένα για τις αρμόδιες αρχές.
Η προθεσμία για την εξόφληση του δανείου δεν είναι σταθερή στα συμβόλαια αυτού του τύπου, αλλά ορίζεται κατά περίπτωση επακριβώς (Rupprecht 1967: 21-22, 68-73). Στο προκείμενο συμβόλαιο οι δανειστές οφείλουν να επιστρέψουν τα χρήματα την 30η ημέρα του μήνα Χοίαχ του [τρί]του έτους του αυτοκράτορα Γαΐου, δηλαδή τέσσερις μήνες και πέντε ημέρες μετά τη σύναψη του δανείου (στ. 9-13). Η συμπλήρωση του έτους στον στ. 12 έχει γίνει ενδεικτικά, και μπορεί στην πραγματικότητα η προθεσμία να ήταν μεγαλύτερη.
Tο συμβόλαιο δηλώνει ξεκάθαρα ότι η εξόφληση του εν λόγω δανείου σε τίποτε δεν επηρεάζει τα άλλα χρέη του Ερμία προς τον Ισχυρίωνα. Οι οφειλέτες αποδέχονται την ευθύνη να αποπληρώσουν το δάνειο προσωπικά υπογράφοντας ο καθένας το έγγραφο, αλλά και καλούνται να λειτουργήσουν ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, “δι’ ενγύων αλλήλων” (Taubenschlag 1955: 305-306).
Οι τόκοι δεν προσδιορίζονται στο κείμενο, ενδεχομένως επειδή έτειναν να είναι σταθεροί κατά την περίοδο που γράφτηκε ο πάπυρος. Σε περίπτωση καθυστέρησης της πληρωμής οι οφειλέτες θα πρέπει να επιστρέψουν το αρχικό κεφάλαιο και επιπλέον 50% της αξίας του (ημιολία), καθώς και τους τόκους για όλη την περίοδο της καθυστέρησης (πρβλ. ποινές για εργολάβους στην Ε38). Η πρόβλεψη αυτή είναι αναμενόμενη στα συμβόλαια δανείων της ρωμαϊκής εποχής (βλ. Lewis 1945). Αν οι οφειλέτες δεν τηρούσαν τους όρους του συμβολαίου, ο Ισχυρίων είχε δικαίωμα να στραφεί εναντίον ενός ή και των δύο, αφού το συμβόλαιο αυτό αποτελούσε εκτελεστό τίτλο.
Το συμβόλαιο προσδιορίζει το ακριβές είδος των νομισμάτων με τα οποία γίνεται η συναλλαγή (στ. 7-8). Το αργύριον Σεβαστὸν αναφέρεται στα τετράδραχμα του Τιβερίου, που ήταν κράμα από ασήμι και χαλκό (στ. 7-8· West – Johnson 1944: 1-12). Το επίθετο πτολεμαϊκόν (στ. 7) παραπέμπει στα ασημένια νομίσματα της εποχής του Αυγούστου, που ονομάζονται έτσι γιατί διατήρησαν τη σύνθεση των νομισμάτων της πτολεμαϊκής περιόδου. Οι δραχμές της εποχής του Αυγούστου είχαν πιθανότατα εξισωθεί με το σηστέρτιο, ενώ τα τετράδραχμα του Τιβερίου περιείχαν ποσοστά ασημιού αντίστοιχα με αυτά του ρωμαϊκού δηναρίου και είχαν αξία 27, 28 ή 29 οβολών (Rupprecht 1994: 33∙ Duncan-Jones 1994: 232-235).
Η γραφή είναι χαρακτηριστική για την εποχή. Στον πάπυρο εντοπίζονται τέσσερα διαφορετικά χέρια. Το πρώτο χέρι, αυτό του γραφέα (στ. 1-24 και πίσω πλευρά), μοιάζει, όπως είναι αναμενόμενο, εξασκημένο, αν και προδίδει αρκετή βιασύνη. Ο οφειλέτης Ερμογένης (δεύτερο χέρι, στ. 25-28) θα ήταν υπερβολικό να χαρακτηρισθεί βραδέως γράφων, αν και η γραφή του προδίδει έλλειψη σιγουριάς. Ο οφειλέτης Ερμίας (τρίτο χέρι, στ. 28-33) μπορεί να γράφει άνετα, αν και όχι τόσο όσο ο γραφέας. Αντίθετα, ο δανειστής Ισχυρίων (τέταρτο χέρι, στ. 33-37) εκτελεί τους χαρακτήρες των γραμμάτων με επιδεξιότητα που ξεπερνά και αυτή του γραφέα. Το κάθε χέρι μοιάζει να χρησιμοποιεί διαφορετικό καλάμι.
Έτος δεύτερο του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή, στην κώμη Σιναρύ της Κάτω Τοπαρχίας του Οξυρυγχείτη Νομού. Ο Ισχυρίων, γιος του Διονυσίου, δάνεισε στον Ερμογένη τον νεότερο, γιο του Ερμογένη, εγγονό του Δημητρίου, (στ. 5) και στον Ερμία τον νεότερο, γιο του Ζηνοδώρου, αμφότερους Πέρσες της Επιγονής, στον δρόμο, εκατόν οκτώ δραχμές σε αυτοκρατορικά και πτολεμαϊκά ασημένια νομίσματα, κεφάλαιο στο οποίο τίποτα δεν έχει προστεθεί. (στ. 10) Οι οφειλέτες να επιστρέψουν στον Ισχυρίωνα τις εκατόν οκτώ δραχμές στις 30 του Χοίαχ του επόμενου τρίτου έτους του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού. Εάν δεν τις επιστρέψουν σύμφωνα με το συμβόλαιο, να πληρώσουν (στ. 15) στον Ισχυρίωνα το δάνειο επιβαρυμένο με το μισό του ποσού, καθώς και τους απαραίτητους τόκους υπερημερίας. Και ας είναι εγγυητές ο ένας για τον άλλο για την εξόφληση. Ο Ισχυρίων έχει δικαίωμα απαίτησης και είσπραξης των χρημάτων από αυτούς (τους δύο) ή από τον έναν ή από όποιον (στ. 20) από αυτούς θελήσει και από το σύνολο της περιουσίας τους σαν να επρόκειτο για δικαστική απόφαση, ενώ τα δικαιώματά του δεν περιορίζονται όσον αφορά άλλα χρέη που οφείλει ο Ερμίας στον ίδιο ή τη γυναίκα του σύμφωνα με άλλο συμβόλαιο. Να έχει ισχύ το συμβόλαιο. (στ. 25) Ο Ερμογένης, γιος του Ερμογένη, και ο Ερμίας ο νεóτερος, γιος του Ζηνοδώρου, δανεισθήκαμε το κεφάλαιο των εκατόν οκτώ δραχμών σε ασημένια νομίσματα και θα το επιστρέψουμε λειτουργώντας ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους. Ο Ερμίας ο νεότερος, γιος του Ζηνοδώρου, και ο Ερμογένης ο νεότερος δανεισθήκαμε (στ. 30) το κεφάλαιο των εκατόν οκτώ δραχμών σε ασημένια νομίσματα και θα το επιστρέψουμε λειτουργώντας ως εγγυητές ο ένας για τον άλλο, σύμφωνα με τους παραπάνω όρους, χωρίς αυτό να μειώνει τα δικαιώματά σου σχετικά με όσα άλλα σου οφείλω σύμφωνα με άλλο συμβόλαιο. Ο Ισχυρίων, γιος του Διονυσίου, δάνεισα τα χρήματα σύμφωνα με τους παραπάνω όρους. Έτος δεύτερο του Γαΐου (στ. 35) Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή. Η συναλλαγή έγινε μέσω του Αχιλλέα, επόπτη του γραφείου της κώμης Σιναρύ και άλλων τόπων. Έτος δεύτερο του Γαΐου Καίσαρα Σεβαστού Γερμανικού, 30 Μεσορή, 108 δραχμές. Από τον Ισχυρίωνα, (στ. 40) γιο του Διονυσίου, προς τον Ερμογένη και τον Ερμία.