ἐπὶ Διονυσίου ἄρχοντος τοῦ μετὰ | |
Παράμονον ἐπὶ τῆς Αἰαντίδος ἑ- | |
βδόμης πρυτανείας, ᾗ Λάμιος Τιμού- | |
χου Ῥαμνούσιος ἐγραμμάτευεν· Γα- | |
5 | μηλιῶνος ὀγδόῃ ἱσταμένου, ὀγδό- |
ῃ τῆς πρυτανείας· βουλὴ ἐμ βουλευ- | |
τηρίωι· τῶν προέδρων ἐπεψήφιζεν | |
Στρατοφῶν Στρατοκλέους Σουνι- | |
εὺς καὶ συνπρόεδροι· | |
10 | ἔδοξεν τεῖ βουλεῖ· |
Ῥῆσος Ἀρτέμωνος Ἁλαιεὺς εἶπεν· | |
ἐπειδὴ πρόσοδον ποιησάμενος πρὸς | |
τὴν βουλὴν Διόγνητος ἐξ Οἴου ταμί- | |
ας ναυκλήρων καὶ ἐμπόρων τῶν φε- | |
15 | ρόντων τὴν σύνοδον τοῦ Διὸς τοῦ |
Ξενίου ἐμφανίζει τεῖ βουλεῖ βούλεσ- | |
θαι τὴν σύνοδον ἀναθεῖναι εἰκόνα γρα- | |
πτὴν ἐν ὅπλῳ τοῦ ἑαυτῶν προξέ- | |
νου, κεχειροτονημένου δὲ καὶ ἐπιμε- | |
20 | [λ]ητοῦ ἐπὶ τὸν λιμένα Διοδώρου τοῦ |
Θεοφίλου Ἁλαιέως ἐν τῶι ἀρχείωι αὐ- | |
τοῦ καὶ διὰ ταῦτα παρακαλεῖ τὴν βου- | |
λὴν ἐπικυρῶσαι ἑαυτῶι ψήφισμα· | |
ἀγαθε[ῖ] τύχει δεδόχθαι τεῖ βουλεῖ ἐπι- | |
25 | κεχω[ρ]ῆσθα[ι] Διογνήτῳ καὶ τῇ συνόδῳ |
[π]ο[ι]ήσα[σθ]αι τ[ὴν] ἀνάθεσιν τῆ[ς] γρα- | |
πτῆς εἰκόνος ἐν ὅπλῳ Διοδώρου τοῦ | |
Θεοφίλου Ἁλαιέως ἐν τῶι ἀρχείωι αὐ- | |
τοῦ καθάπερ παρακαλεῖ τὴν βουλήν. |
Όταν άρχοντας ήταν ο Διονύσιος, αυτός μετά τον (άρχοντα) Παράμονο, στην έβδομη πρυτανεία, της Αιαντίδος φυλής, κατά την οποία γραμματέας ήταν ο Λάμιος, γιος του Τιμούχου από το δήμο του Ραμνούντα· (στ. 5) την όγδοη μέρα του Γαμηλιώνα, την όγδοη μέρα της πρυτανείας· κατά τη συνεδρίαση της βουλής εντός του βουλευτηρίου· από τους προέδρους έθετε (το θέμα) σε ψηφοφορία ο Στρατοφών, ο γιος του Στρατοκλέους από το δήμο του Σουνίου και οι συμπρόεδροί του· (σελ. 10) η βουλή αποφάσισε· ο Ρήσος, γιος του Αρτέμωνος από το δήμο των Αλών πρότεινε: επειδή παρουσιάστηκε στη βουλή ο Διόγνητος από το δήμο του Οίου, ταμίας των ναυκλήρων και των εμπόρων (στ. 15) του σωματείου του Ξένιου Δία, και γνωστοποιεί στη βουλή ότι το σωματείο επιθυμεί να ανεγείρει γραπτή εικόνα σε ασπίδα του δικού τους προξένου και εκλεγμένου (στ. 20) ἐπιμελητή επί του λιμανιού Διόδωρου, γιου του Θεόφιλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, και για αυτό ζητεί από τη βουλή να επικυρώσει το ψήφισμά του, με τη βοήθεια της Καλής Τύχης να αποφασίσει η βουλή να (στ. 25) παραχωρήσει το δικαίωμα στον Διόγνητο και το σωματείο να πραγματοποιήσουν την ανέγερση γραπτής εικόνας σε ασπίδα του Διοδώρου, γιου του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών, στην έδρα αυτού, όπως ακριβώς ζητεί από τη βουλή.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
IG II2 1012· Kloppenborg – Ascough 2011: 203-206.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο IG II2 1012.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Radin 1910: 55· Meritt 1960: 25-28· Vélissaropoulos 1980: 35-37, 48-56, 93-96, 104· Mikalson 1998: 278· Jones 1999: 43-44· Ismard 2010: 289-291, 344-364.
Το ψήφισμα χρονολογείται επί ἄρχοντος Διονυσίου (στ. 1). Η αναφορά όμως στον εν λόγω επώνυμο ἄρχοντα δεν συνιστά από μόνη της επαρκή ένδειξη για τη χρονολόγηση του ψηφίσματος καθώς το όνομα Διονύσιος ήταν από τα πιο συνηθισμένα στην Αθήνα των ελληνιστικών χρόνων –σημειωτέον ότι με το όνομα αυτό μαρτυρούνται άλλοι πέντε επώνυμοι ἄρχοντες μόνο για το 2ο αι. π.Χ. Η ακριβής χρονολόγηση προκύπτει από την αναφορά στο όνομα του επώνυμου ἄρχοντος σε συνδυασμό με αυτό του προκατόχου του: ἐπὶ Διονυσίου ἄρχοντος τοῦ μετὰ | Παράμονον (στ. 1-2). Πρόκειται για μία από τις λιγοστές σωζόμενες επιγραφές στις οποίες παρατηρείται αυτός ο τρόπος σύνταξης (ενδεικτικά ακόμη στις IG II2 916, 1014, 1029 και 1047). Σκοπός ήταν η αποφυγή της σύγχυσης για τους ανθρώπους που θα διάβαζαν αναρτημένες αποφάσεις της πόλης οι οποίες είχαν εκδοθεί σε διαφορετικές χρονικές περιόδους και στις οποίες οι επώνυμοι ἄρχοντες έφεραν το ίδιο όνομα.
Βρέθηκε σε άγνωστη τοποθεσία. Σήμερα βρίσκεται στο μουσείο Naniano της Βενετίας.
Τα ψηφίσματα είναι κείμενα που διατυπώνονται και ψηφίζονται από τα συλλογικά πολιτειακά όργανα των ελληνικών πόλεων (βουλή/συνέδριον, ἐκκλησία τοῦ δήμου) μέσα από διαδικασίες οι οποίες ποικίλλουν στις διάφορες πόλεις. Τα ψηφίσματα των ελληνικών πόλεων ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την εξωτερική και εσωτερική πολιτική, την οικονομία, τα δημόσια έργα, την οργάνωση γιορτών και αγώνων και γενικά ό,τι αφορά το δημόσιο βίο. Ψηφίσματα δεν εκδίδονται μόνο από ελληνικές πόλεις αλλά επίσης από Συμπολιτείες, Κοινά, Αμφικτυονίες, σωματεία.
Ένας μεγάλος αριθμός ψηφισμάτων αφορά χορήγηση προνομίων ή/και τιμών σε άτομα και ομάδες που έχουν επιδείξει ευεργετικές δραστηριότητες ή υποδειγματικές συμπεριφορές προς την πόλη ή όποιον οργανισμό εκδίδει το ψήφισμα. Πρόκειται για τα τιμητικά ψηφίσματα.
Μαρμάρινη στήλη.
Διατηρείται ακέραιο και δεν ακολουθεί τη στοιχηδόν γραφή.
Το τιμητικό ψήφισμα της βουλής των Αθηνών μάς πληροφορεί για την άδεια που ζητάει από τη βουλή ένα εμπορικό σωματείο που φέρει το όνομα του Ξένιου Δία, ώστε να εγείρει αναθηματικό μνημείο προς τιμήν ενός κρατικού αξιωματούχου. Το συγκεκριμένο σωματείο έχει ως μέλη του εμπόρους και ναυκλήρους.
Το περιεχόμενο της επιγραφής μπορεί να χωριστεί σε τρία τμήματα. Το πρώτο, στ. 1-10, περιλαμβάνει όλα τα απαραίτητα στοιχεία χρονολόγησης, το δεύτερο, στ. 11-23, καλύπτει το αίτημα του σωματείου προς τη βουλή και τέλος το τρίτο, στ. 24-29, την απόφαση του θεσμικού αυτού οργάνου.
Από τον πρώτο στίχο αναφέρεται το όνομα του επώνυμου άρχοντα, Διονύσιος. Η ακριβής χρονολόγηση ωστόσο προκύπτει από την αναφορά του προκατόχου του, Παράμονου στ. 1-2. Με το όνομα Διονύσιος εντοπίζονται άλλοι πέντε επώνυμοι άρχοντες μόνο για τον 2ο αι. π.Χ. Πρόκειται για μία από τις λιγοστές επιγραφές όπου εντοπίζεται αυτός ο τρόπος σύνταξης (ακόμη στις IG II2 916, 1014, 1029 και 1047). Σκοπός η αποφυγή της σύγχυσης για τους ανθρώπους που θα διάβαζαν αναρτημένες αποφάσεις της πόλης έχοντας εκδοθεί διαφορετικές χρονικές περιόδους στις οποίες οι επώνυμοι άρχοντες έφεραν το ίδιο όνομα.
Οι στίχοι 2-9 παραθέτουν τα στοιχεία για το πότε συνεδρίασε η βουλή. Γραμματέας της διαδικασίας ήταν ο Ραμνούσιος Λάμιος Τιμούχου και επιστάτης των προέδρων ο Σουνιεύς Στρατοφών Στρατοκλέους. Είναι πολίτες που συμμετέχουν στον δημόσιο βίο της πόλης τους χωρίς όμως να αποτελούν σημαίνουσες προσωπικότητες (Ο γιος του Λάμιου αναγράφεται σε δελφική επιγραφή, F.Delphes III 2:48[2] + 53, χρονολογημένη το 98/7 π.Χ. ως Πυθαϊστής, στ. 31-32, ενώ ο Στρατοφών επιστάτης των προέδρων το 107/6 π.Χ., IG II2 1011 στ. 65 και 74-75). Το αρχικό κομμάτι στης στήλης, στ. 10, ολοκληρώνεται με τη φράση, «ἔδοξεν τεῖ βουλεῖ».
Οι στίχοι 11-23 αποτελούν τον βασικό κορμό της επιγραφής. Εισηγητής του αιτήματος ήταν ο Ρήσος Αρτέμωνος από τον δήμο των Αλών ενώ η πρόταση είχε κατατεθεί από τον Διόγνητο του δήμου Οίου. Πρόκειται για πρόσωπα κατά τα λοιπά άγνωστα σε εμάς. Οι φράσεις που συνοδεύουν το όνομα του Διόγνητου μέχρι και τον στίχο 16 είναι ιδιαίτερα σημαντικές. Ο συγκεκριμένος Αθηναίος πολίτης έχει την ιδιότητα του ταμία στο εμπορικό σωματείο (για εμπόρους και ναυκλήρους ενδ. βλ. Vélissaropoulos 1980: 35-37 και 48-56) των οποίων η πλειοψηφία, πιθανότατα απαρτίζεται από μη Αθηναίους πολίτες. Ο παραπάνω ισχυρισμός καθίσταται βάσιμος από το όνομα της συνόδου, Ξένιος Δίας (Radin 1910: 55, Vélissaropoulos 1980: 104 και Mikalson 1998: 278). Ωστόσο, αν και η συγκεκριμένη λατρεία προσδιορίζει ανθρώπους με διαφορετική καταγωγή επιτρεπόταν η είσοδος και σε Αθηναίους (μεικτή σύνθεση εμφανίζεται και στη σύνοδο του Ηρακλή το 159/8 π.Χ., Bol, 1981, Städel-Jahrbuch 8, 361-362). Ο Διόγνητος ήταν ο ταμίας της συντεχνίας συνεπώς, είτε από την αρχή είτε πιθανότερα στη συνέχεια, έγιναν αποδεκτοί και Αθηναίοι πολίτες.
Αναμφισβήτητα, μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λέξη σύνοδος, στ. 15, ως έννοια που απεικονίζει τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας μίας συλλογικότητας τουλάχιστον την ελληνιστική περίοδο. Για να γίνει πληρέστερη η προσπάθεια απεικόνισης του θεσμού της συνόδου θα χρησιμοποιηθούν τόσο στοιχεία του κειμένου όσο και από άλλες αττικές επιγραφές του 2ου αι. π.Χ. Η ένταξη της Δήλου μετά το 166 π.Χ. στο αθηναϊκό κράτος συνδυάστηκε με την παροχή ιδιαίτερων προνομίων. Αποτέλεσε το πιο σημαντικό λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου προσελκύοντας εμπόρους όλων των εθνοτήτων πολλοί εκ των οποίων δρούσαν μέσα από επαγγελματικά σωματεία. Ένα από αυτά ίσως ήταν αυτό του Ξένιου Δία (Vélissaropoulos 1980: 104). Η παρούσα επιγραφή τοποθετεί με βεβαιότητα τη δράση του στην Αθήνα χωρίς αυτό να αποκλείει δραστηριότητες και αλλού. Κάτι τέτοιο φαντάζει λογικό λόγω της φορολογικής ατέλειας της Δήλου αλλά στηρίζεται και στην ύπαρξη μόνιμου προξένου του σωματείου στην Αθήνα.
Ο Διόδωρος γιος του Θεοφίλου από το δήμο των Αλών Αιξωνιδών είναι ο πρόξενος της συντεχνίας στην Αθήνα κατέχοντας τουλάχιστον για τη χρονιά έκδοσης του ψηφίσματος και το πολύ στενά συνδεδεμένο με το εμπόριο αξίωμα του επιμελητή των λιμανιών. Ο θεσμός της προξενείας στον αρχαίο ελληνικό κόσμο προσδιορίζεται από τη δυνατότητα της κάθε πόλης να ορίζει έναν διακείμενο φιλικά προς αυτή πολίτη μιας άλλης πόλης, ο οποίος διαμένει μόνιμα στην πόλη καταγωγής του, ως πρεσβευτή της αρμόδιο για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της. Έναν αντίστοιχο ρόλο φαίνεται πως είχε ο Διόδωρος εκπροσωπώντας τους εμπόρους και ναυκλήρους του Ξένιου Δία.
Ποια όμως ήταν η παρουσία αυτής της συντεχνίας στον Πειραιά; Η ύπαρξη Αθηναίου ταμία, δηλώνει τη διαρκή παρουσία της. Αξιοποιώντας μνείες άλλων επιγραφών (IG II2 1325, 1329 και 1343) των ίδιων χρόνων φανερώνεται ότι η σύνοδος έχει τη σημασία της συνέλευσης μιας ιδιωτικής συλλογικής οργάνωσης, θρησκευτικού, οικονομικού ή άλλου χαρακτήρα (για τους ιδιωτικούς συλλόγους του αρχαίου ελληνικού κόσμου βλ. Vélissaropoulos 1980: 93-96 και Ismard 2010: 286-291 και 344-364). Επομένως, η σύνοδος του Ξένιου Δία, που συναθροίστηκε στην Αθήνα, είναι πολύ πιθανόν να αποτελούσε μία συνέλευση των παρευρισκόμενων στην πόλη μελών του σωματείου. Ως σώμα έλαβε αποφάσεις, με μία εξ αυτών να αποτελεί το αίτημα στη βουλή ώστε να της επιτραπεί η τίμηση του προξένου της.
Οι στίχοι 17-18 διασαφηνίζουν επακριβώς την τιμή για την οποία η σύνοδος ζητάει την άδεια της βουλής. Οι έμποροι και οι ναύκληροι επιθυμούσαν να κατασκευάσουν μία εγχάρακτη αναπαράσταση του προξένου τους πάνω σε οπλιτική ασπίδα. Ο ιδιαίτερος αυτός τρόπος απόδοσης τιμής εμφανίζεται στην Αθήνα τους ύστερους ελληνιστικούς χρόνους. Η παρούσα επιγραφή του 112/1 π.Χ. αποτελεί την παλαιότερη, έως σήμερα, αναφορά του ενώ εμφανίζεται σε χρήση μέχρι την αυγούστεια περίοδο (ως βέβαιες ή πολύ πιθανές μαρτυρίες αναγνωρίζονται οι επιγραφές: IG II2 1039, 1043, 1048-1050, 1070, Agora XV 264, 265, 268, 277, 295 και Traill 1978: 292-295. Για περισσότερα βλ. Klaffenbach 1961, 1963, 156-157, BE 1962: 176-177 και BE 1964, 192 αρ. 283).
Στους στίχους 18-22 της επιγραφής εντοπίζονται για πρώτη φορά το όνομα του προσώπου που επρόκειτο να τιμηθεί, οι θέσεις του στην κοινωνία αλλά και ο προτεινόμενος τόπος ανέγερσης της εγχάρακτης ασπίδας. Από το τμήμα αυτό αντλήθηκαν τα στοιχεία που σχολιάστηκαν παραπάνω. Πέραν της προξενικής του ιδιότητας ο Διόδωρος κατέχει και τη θέση του επιμελητή επί του λιμένα στο αθηναϊκό κράτος. Έδρα του αξιώματος ο Πειραιάς με την εμφάνισή του να χρονολογείται την ελληνιστική περίοδο. Με επιφύλαξη μπορεί να υποστηριχθεί ότι το συγκεκριμένο αξίωμα αναγράφεται συχνά με διαφορετικά ονόματα («ἐπιμελητὴς Πειραιέως», IG II2 1283, «ἐπιμελητὴς τοῦ ἐν Πειραεῖ λιμένος» II2 2336 ή «ἐπιμελητὴς ἐπὶ τοῦ λιμένος» II2 1012-1013, Rοussel 1916: 102). Οι αρμοδιότητές του δεν περιορίζονταν σε αυτές γύρω από την ομαλή λειτουργία των λιμανιών, αλλά επεκτείνονταν σε θέματα σχετικά με την κοινωνική ζωή της πόλης, την έκδοση νομίσματος έως και την επιβολή του νόμου.
Ο πρόξενος και επιμελητής του λιμανιού Διόδωρος είναι ιδιαίτερα επιφανής πολίτης με δράση για δεκαετίες στην πολιτική ζωή της Αθήνας (IG II2 2452 στ. 56, 1012 ως επιμελητής του λιμανιού, 1013 ως αξιωματούχος για τα μέτρα και τα σταθμά και τέλος ως Πυθαϊστής στους Δελφούς F.Delphes III 2:17 στ. 11). Ήταν μέλος ευκατάστατης οικογένειας με συμμετοχή στα δρώμενα της πόλης τουλάχιστον κατά τους τελευταίους δύο προχριστιανικούς αιώνες (Για τα μέλη και τη δράση της οικογένειας όπου τα ίχνη της ίσως εντοπίζονται ακόμα και από τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. βλ. Meritt 1940: 86-88 και 1960: 25-28, Davies, APF 155-156, Geagan 1983: 155-161 και Traill, PAA: 5 375-376).
Οι ακριβείς λόγοι για τους οποίους η σύνοδος του Ξένιου Δία επεδίωκε να τιμήσει τον Διόδωρο δε γίνονται γνωστοί. Από υλιστική σκοπιά είναι εύλογο να ειπωθεί πως ως πρόξενος αλλά και κρατικός αξιωματούχος αποτελεσματικά και με ζήλο προωθούσε τα οικονομικά συμφέροντα της συντεχνίας στην πόλη. Προς αναγνώριση του έργου του και ίσως προς παραίνεση για το μέλλον οι ναύκληροι και οι έμποροι επιθυμούν την τίμησή του. Η επιθυμία τους γνωστοποιήθηκε στη βουλή από τον Αθηναίο ταμία τους, διότι υπήρχε η πρόθεση η εγχάρακτη αναπαράστασή του να τοποθετηθεί, καθόλου τυχαία, στην έδρα του επιμελητή του λιμανιού, δηλαδή σε δημόσιο κτίριο (Radin 1910: 55 και Jones 1999: 43-44). Το δεύτερο τμήμα της επιγραφής ολοκληρώνεται με την προτροπή της συντεχνίας προς τη βουλή να δώσει την έγκρισή της, στ. 22-23.
Η τρίτη και τελευταία ενότητα, στ. 24-29, περιλαμβάνει την απόκριση της αθηναϊκής βουλής. Αυτή δε θα μπορούσε παρά να είναι θετική. Με μια ιδιαίτερα λιτή γλώσσα η βουλή επιτρέπει στον Διόγνητο και στη σύνοδο να πραγματοποιήσουν την ανάθεση, στο επιλεγμένο από τους ίδιους δημόσιο κτίριο. Ο πολύ απλός τρόπος έκφρασης ο οποίος ουσιαστικά, πέραν του απαρεμφάτου «ἐπικεχωρῆσθαι», αναδιατυπώνει το κείμενο της συνόδου δημιουργεί μια αίσθηση τετριμμένου. Πιθανότατα τέτοια αιτήματα να έφταναν στη βουλή συνεχώς, η έγκριση των οποίων είχε καθαρά διαδικαστικό χαρακτήρα.
Η επιγραφή παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για πρόσωπα της εποχής και τη λειτουργία του κράτους απεικονίζοντας μια κονωνικοοικονομική πτυχή της αθηναϊκής κοινωνίας τα τέλη του 2ου αι. π.Χ. Αποδίδει, στους σημερινούς της αναγνώστες, πολύ γλαφυρά τη σύνδεση εμπόρων και ναυκλήρων, διαφόρων τόπων καταγωγής, με Αθηναίους πολίτες αλλά και το ίδιο το κράτος. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής ότι εκτός των Διόγνητου και Διόδωρου, στενές σχέσεις με τη σύνοδο του Ξένιου Δία είχε και ο Ρήσος εισηγητής του αιτήματος στη βουλή. Η αθηναϊκή πολιτεία δεν παρεμβαίνει στην οργάνωση και την ανάπτυξη τέτοιων δεσμών αλλά αντίθετα δημιουργεί ένα πλαίσιο εντός του οποίου ανθίζουν.
Μάνος Κόχυλας