Πετεαρποχράτηι κωμογραμμα- | |
τεῖ Φιλαδελφείας | |
παρὰ Ἕρμωνος τοῦ Θεοκρίτου | |
Μακεδόνος τῶν Πρωτογένου | |
5 | καὶ Πρωτογένου τοῦ υἱοῦ |
τῆς ζ ἱπ(παρχίας) (ὀγδοηκονταρούρου)· ἐπεὶ ἐν τῶι | |
προτεθέντι ἀγῶνι ἡλκυσμέ- | |
νων τινῶν λαμπαδάρχων | |
τῆι ιϛ τοῦ Θωὺ̣θ̣ τ̣[οῦ] λε (ἔτους) | |
10 | τῆι δὲ ιθ τοῦ αὐτοῦ μηνὸς |
ἥλκυσμαι λαμπαδάρχης | |
ἀνδρῶν οὐ καθηκόντως | |
χάριν τοῦ μὴ ἔχειν με μηδε- | |
μίαν ἀφορμὴν μηδὲ περίστα̣- | |
15 | σιν πρὸς τὸ χορηγῆσαι τὰ̣ τῆς |
λαμπαδαρχίας ἀλλὰ διαζῶν- | |
τος ἐξ ὀλίων ἃ καὶ μόλις | |
αὐταρκεῖται ἐμοί τε καὶ | |
τῆι γυναικὶ καὶ τοῖς τέκνοις, | |
20 | οὕς τε ἡλκύκησαν πρὸ ἐμοῦ |
λαμπαδάρχας ἐν τῶι αὐτῶι | |
ἀγῶνι κατασυνεργοῦντες | |
καὶ καταχαριζόμενοι [ἀ]πολέ- | |
λυκαν, ἀξιῶ μὴ ὑπερ- | |
25 | ιδεῖν με ἀγνωμονούμενον |
ἀλλὰ ἐπανενέγκαι ἐπί τε τὸν | |
γυμνασίαρχον καὶ [ἐ]πὶ τοὺς | |
ἐκ τοῦ ἐν τῆι Φιλαδελφείαι | |
γυμνασίου νεανίσκους, | |
30 | ὅπως ἀπολυθῶ τῆς λαμπα- |
δαρχίας, εἰ δὲ μή γε ὑπο- | |
τάξαι μου τὸ ὑπόμνημα | |
ὧ̣ι̣ κ̣α̣θ̣ήκει, ἵνα μὴ ἐ[ξ ἅπα]ν̣- | |
[τος ἀπολῶμαι (;) – – -] |
Προς τον Πετεαρποχράτη, κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, από τον Έρμωνα, γιο του Θεοκρίτου, Μακεδόνα, του στρατιωτικού σώματος του Πρωτογένη (στ. 5) και του γιου του Πρωτογένη, της 7ης ιππαρχίας, κάτοχο 80 αρουρών. Επειδή, αν και κάποια άτομα ορίστηκαν λαμπαδάρχες για τον προκηρυχθέντα αγώνα τη 16η του (sc. μήνα) Θωύθ του 35ου έτους (στ. 10) και τη 19η του ίδιου μήνα ορίστηκα εγώ λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών με ακατάλληλο τρόπο εξαιτίας του ότι δεν έχω καθόλου μέσα ή περιουσία (στ. 15) για να αναλάβω τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά ζω με λίγα που με το ζόρι αρκούν για εμένα και τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου, (στ. 20) και ενώ απάλλαξαν εκείνους που είχαν ορίσει πριν από εμένα ως λαμπαδάρχες για τον ίδιο αγώνα, συνωμοτώντας μαζί τους και επιδεικνύοντας εύνοια σε αυτούς, ζητώ να μη με αγνοήσετε (στ. 25) καθώς αδικούμαι, αλλά να παραπέμψετε την υπόθεση και στον γυμνασίαρχο και στους νεαρούς που ανήκουν στο γυμνάσιο της Φιλαδέλφειας (στ. 30) για να απαλλαγώ από τη λαμπαδαρχία, ή, διαφορετικά, να προωθήσετε την αίτησή μου στον αρμόδιο αξιωματούχο για να μην αφανιστώ ολοσχερώς (;) …
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
BGU VI 1256· Sel.Pap. II 275· David – van Groningen 1952: 18-19 αρ. 10.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Schubart 1918: 258· Schubart 1925: 39-40· Zucker 1931: 488, 493-494, 496· Uebel 1968: 115 αρ. 328· Criscuolo 1978: 13, 84 σημ. 2, 85 σημ. 3, 8, 87 σημ. 2· Habermann 2007: 342-343· Fischer-Bovet 2014: 285· Mossakowska-Gaubert 2016: 1536· Sansom 2016: 247, 258-261· Παπαθωμάς 2019: 413-415· Paganini 2021: 161-166.
Πιο συγκεκριμένα, μετά τη 17η Οκτωβρίου 147 π.Χ. ή μετά τη 14η Ιουνίου 136 π.Χ. (για τη χρονολόγηση του παπύρου, βλ. BL VII 20).
Προέρχεται από τη μερίδα του Ηρακλείδου του Αρσινοΐτη νομού της Αιγύπτου (τόπος συγγραφής, προορισμού και εύρεσης η Φιλαδέλφεια). Ο πάπυρος αγοράστηκε το 1912 μέσω του C. Schmidt από τον Ali στην Γκίζα της Αιγύπτου και σήμερα φυλάσσεται στη συλλογή παπύρων του αιγυπτιακού μουσείου του Βερολίνου της Γερμανίας (Ägyptisches Museum und Papyrussammlung der Staatlichen Museen zu Berlin, αρ. ευρ. P. 13431).
Το υπόμνημα ήταν ένα είδος εγγράφου με το οποίο συνήθως υποβαλλόταν ένα αίτημα προς κάποιον αξιωματούχο. Το αίτημα μπορούσε να αφορά π.χ. τη δικαστική δίωξη κάποιου προσώπου ή τη διεξαγωγή μιας διοικητικής πράξης∙ ακόμη ο συντάκτης μπορεί να ζητούσε προστασία από τις αρχές ή να του χορηγηθεί κάτι, όπως κάποιο προνόμιο ή χάρη. Διακριτικό στοιχείο δομής των υπομνημάτων είναι η αρχική φράση τῷ δεῖνι παρὰ τοῦ δεῖνος. Στα υπομνήματα με τα οποία υποβάλλεται ένα αίτημα ακολουθεί η διήγηση του περιστατικού. Στη συνέχεια, διατυπώνεται το αίτημα του συντάκτη: εισάγεται με τη φράση ἀξιῶ σε και συνήθως ζητείται να δοθεί η εντολή στον αρμόδιο αξιωματούχο με τη φράση προστάξαι/συντάξαι π.χ. τῷ στρατηγῷ∙ ακολουθεί το αίτημα ανάλογα με την περίπτωση (ἀνακαλέσαι, ἀναγκάσαι, ἀναγαγεῖν κ.ά.).
Το βασικό χαρακτηριστικό του υπομνήματος προς τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, δηλαδή τη φράση τῷ δεῖνι παρὰ τοῦ δεῖνος, εμφανίζουν και άλλα επίσημα έγγραφα, όπως οι απογραφές, οι δηλώσεις γέννησης και οι δηλώσεις με τις οποίες βεβαιώνεται η προσφορά θυσιών στους παραδοσιακούς θεούς του ρωμαϊκού κράτους. Αρκετά από αυτά τα έγγραφα έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα, δηλαδή απαιτούνται από τον κρατικό μηχανισμό, άλλα είναι, ωστόσο, προαιρετικά, δηλαδή συντάσσονται με ιδιωτική πρωτοβουλία.
Πάπυρος. Οι διαστάσεις του δεν αναγράφονται σε καμία από τις εκδόσεις.
Ο πάπυρος (με τη μορφή φύλλου), χρώματος ανοιχτού καφέ, σώζεται σε καλή κατάσταση διατηρώντας τις τρεις από τις τέσσερις πλευρές του. Δεν έχει υποστεί σημαντική φθορά. Παρατηρούνται, ως εκ τούτου, μερικές διάσπαρτες οπές, οι οποίες όμως δεν εμποδίζουν την ανάγνωση και κατανόηση του κειμένου. Διάφορες κατακόρυφες εγκοπές σε τακτά διαστήματα συνδέονται με τις διπλώσεις του παπύρου. Μεγαλύτερη φθορά παρατηρείται μόνο στο κάτω μέρος του (στ. 32-33), καθώς υπάρχουν σπασίματα και χάσματα και το κείμενο δεν ολοκληρώνεται. Στην επάνω και αριστερή πλευρά υπάρχει περιθώριο, ενώ στη δεξιά πλευρά το κείμενο φτάνει ως την άκρη. Δεν υπάρχουν κολλήσεις. Το χρώμα της μελάνης είναι μαύρο, ενώ αυτή παρατηρείται έντονα ξεθωριασμένη στη δεξιά πλευρά του παπύρου (στ. 6-21).
Το κείμενο είναι γραμμένο από ένα χέρι και σώζεται στην πρόσθια πλευρά του παπύρου (recto), ενώ το οπισθόγραφό του (verso) παραμένει κενό. Η γραφή έχει φορά παράλληλη προς τις ίνες του παπύρου. Τα χαρακτηριστικά της επισεσυρμένης γραφής του κειμένου απαντούν και σε άλλα κείμενα που προέρχονται από το β΄ μισό του δεύτερου αιώνα π.Χ. (πρβλ., π.χ., P.Mert. I 5, 149-137 π.Χ.· P.Amh. II 35 = W.Chr. 68 = Sel.Pap. II 274, 132 π.Χ.· για περισσότερα παραδείγματα κειμένων με παρόμοια χαρακτηριστικά βλ. ενδεικτικά Schubart 1925· Seider 1967· Boswinkel – Sijpesteijn 1968· Seider 1990· Cavallo – Maehler 2008· Harrauer 2010).
Το κείμενο έχει την τυπική δομή ενός ὑπομνήματος. Αρχικά, αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη, καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα του συντάκτη της αίτησης (στ. 1-6). Πρόκειται για μία αίτηση διαμαρτυρίας που απευθύνεται στον κωμογραμματέα της Φιλαδέλφειας, Πετεαρποχράτη, η οποία εστάλη από τον Μακεδόνα Έρμωνα του ιππικού σώματος. Έπειτα, εξιστορείται λεπτομερώς ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-24): ο Έρμωνας υπογραμμίζει ότι, μολονότι είχαν οριστεί ήδη κάποιοι για το αξίωμα της λαμπαδαρχίας σχετικά με τον αγώνα δρόμου, οι οποίοι μάλιστα απηλλάγησαν των καθηκόντων τους με παράνομα μέσα, ορίστηκε και ο ίδιος λαμπαδάρχης και δη με μη προβλεπόμενο τρόπο, εφόσον δεν κατέχει τους απαιτούμενους πόρους. Τέλος, ακολουθεί το αίτημα (στ. 24-31): ο Έρμωνας αιτείται την προώθηση της υπόθεσης στον γυμνασίαρχον και στους νεανίσκους του γυμνασίου της Φιλαδέλφειας, προκειμένου να απαλλαγεί από τον ορισμό του στο πολυδάπανο αξίωμα της λαμπαδαρχίας. Μάλιστα, εάν δεν συμβεί αυτό, ζητά από τον Πετεαρποχράτη να παραπέμψει τη διαμαρτυρία του σε όποιον αρμόζει για να μην καταστραφεί (στ. 31-34). Πρόκειται για τη μοναδική παπυρική μαρτυρία στην οποία αναφέρεται το αξίωμα του λαμπαδάρχου.
Ο αποστολέας της αίτησης ανήκε στην έβδομη ἱππαρχίαν με επικεφαλής τον Πρωτογένη και τον γιο του. Η πτολεμαϊκή ἱππαρχία αποτελούνταν από 400-500 άνδρες και διοικούνταν από τον ἵππαρχον (ή ἱππάρχην). Αυτή χωριζόταν σε δύο μοίρες που ονομάζονταν ἴλαι (200-250 άνδρες) με επικεφαλής τον ἴλαρχον (ή ἰλάρχην). Η ἴλη διαιρούνταν περαιτέρω σε δύο λόχους των 100-125 ανδρών (Fischer-Bovet 2014: 125). Οι ἱππαρχίαι οργανώθηκαν μεταξύ του 235 και 233-232 π.Χ. βάσει εθνικών (π.χ. CPR XVIII 15, 298-299, 231 ή 206 π.Χ.) ή αριθμητικών κριτηρίων (π.χ. P.Freib. III 22, 6, 178 π.Χ.). Ο δε αριθμός των ἱππαρχιῶν έφθανε αρχικά τις πέντε, αλλά μέχρι τον 2ο αι. π.Χ. ανέβηκε γρήγορα σε τουλάχιστον οκτώ (Fischer-Bovet 2014: 127).
Ο Έρμωνας ήταν ιδιοκτήτης κληρουχικῆς γῆς. Το σύστημα κληρουχιῶν της πτολεμαϊκής Αιγύπτου αποτέλεσε αναμφίβολα βασικό θεμέλιο του στρατιωτικού συστήματος της ελληνιστικής εποχής (για τους κληρούχους βλ. Lesquier 1911: 30-66, 162-254∙ Préaux 1939: 463-480∙ για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Σύμφωνα με αυτό, οι στρατιωτικοί γίνονταν κάτοχοι γης βελτιώνοντας την οικονομική τους κατάσταση και συμβάλλοντας στην αύξηση των καλλιεργήσιμων εδαφών (Παπαθωμάς 2016: 460). Το μέγεθος των κλήρων ήταν αρκετά μεγάλο, με τους κληρούχους του ιππικού να λαμβάνουν συνήθως 100 ἀρούρας, ενώ από το 220 π.Χ. κ.εξ. σε μερικούς χορηγούνταν 80 ή 70 (Fischer-Bovet 2014: 212). Πάντως, ο κληροῦχος κατείχε ενίοτε μικρότερο αριθμό ἀρουρῶν από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος του (Fischer-Bovet 2014: 213· Paganini 2021: 165· Π15). O Έρμωνας, π.χ., αν και παρουσιάζεται φαινομενικά να κατέχει μία διόλου ευκαταφρόνητη έκταση γης, εντούτοις, αυτή μπορεί να μην ήταν εξολοκλήρου γόνιμη και, έτσι, το πραγματικό της μέγεθος να μην αντιστοιχούσε ακριβώς στον τίτλο του ὀγδοηκονταρούρου, κάτι που θα αιτιολογούσε τη διαμαρτυρία του περί πενίας. Τέλος, αναφορικά με την καταγωγή του, ο Έρμωνας αυτοπροσδιορίζεται ως Μακεδόνας (στ. 4). Στην πραγματικότητα, ωστόσο, πολλοί χαρακτηρισμοί, όπως Μακεδών, Πέρσης (τῆς ἐπιγονῆς) κ.λπ., είναι γνωστό ότι σταδιακά έχασαν τον αρχικό γεωγραφικό τους χαρακτήρα και χρησιμοποιούνταν όχι για να προσδιορίσουν την εθνικότητα, αλλά για να περιγράψουν την επαγγελματική, νομική, κοινωνική ή φορολογική κατάσταση των ανθρώπων στους οποίους αναφέρονταν (βλ. ενδεικτικά La’da 1994: 186-189· Vandorpe 2008· Fischer-Bovet 2014: 169-195· Fischer-Bovet 2018).
Παραλήπτης της διαμαρτυρίας είναι ο κωμογραμματέας Πετεαρποχράτης. Ο κωμογραμματεὺς ήταν ένα είδος γενικού διαχειριστή ολόκληρης της κώμης (για τα καθήκοντά του βλ. Criscuolo 1978· Pap.Lugd.Bat. XXIX· Π8), της μικρότερης διοικητικής μονάδας της αιγυπτιακής χώρας (για τη γεωγραφική διαίρεση της Αιγύπτου βλ. Rupprecht 1994: 44· Παπαθωμάς 2016: 439· Π8). Ο Πετεαρποχράτης απαντά και σε ένα άλλο ὑπόμνημα (SB VI 9123, 10-11, τέλη 2ου αι. π.Χ.), στο οποίο εμφανίζεται να έχει συντάξει ἀναφορὰν σχετικά με τον ιδιοκτήτη έκτασης γης που είχε καταληφθεί παράνομα.
Μέσω της αίτησης ο Έρμωνας αναφέρει ότι ορίστηκε άδικα λαμπαδάρχης για τον αγώνα δρόμου των ανδρών. Ο λαμπαδάρχης (ή λαμπάδαρχος) ήταν ο υπεύθυνος για την οργάνωση –και το σημαντικότερο– για την ανάληψη των εξόδων των λαμπαδηδρομιῶν (ή λαμπαδηφοριῶν). Πρόκειται για δρομικούς αγώνες, γνωστούς από την κλασική Ελλάδα, με λαμπάδες στους οποίους οι δρομείς αγωνίζονταν διαδοχικά, παραδίδοντας ο ένας στον άλλον έναν αναμμένο πυρσό, ο οποίος θα έπρεπε να καίει ακόμα στη γραμμή τερματισμού (για τις λαμπαδηδρομίες στον ελληνιστικό κόσμο βλ. Chankowski 2018).
Η λαμπαδαρχία στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο μοιάζει να αποτελούσε μία λειτουργίαν, όπως τη γνωρίζουμε από την κλασική εποχή. Στην Αθήνα, π.χ., οι εύποροι πολίτες αναλάμβαναν σε ετήσια βάση να καλύψουν δαπάνες για αγαθά ή δραστηριότητες που θα ωφελούσαν το σύνολο της πόλης σε τομείς, όπως η άμυνα και ο πολιτισμός (Lewis 1983: 177· Παπαθωμάς 2016: 485· Π8). Ωστόσο, εδώ παρατηρείται πιθανώς μία μορφή «ιδιαίτερης λειτουργίας» που θα πρέπει να νοείται περισσότερο ως μία χάρη που ζητείται λίγο πολύ με το ζόρι από μία μικρή κοινότητα ατόμων σε ορισμένα από τα μέλη τους, χωρίς, ωστόσο, κάποια κρατική ανάμιξη-εμπλοκή (Zucker 1931: 493· Paganini 2021: 162).
Η εν λόγω αίτηση απευθύνεται σε κάποιον που δεν παίζει καθοριστικό ρόλο στην υπόθεση. Αυτό δηλαδή που επιθυμεί ο Έρμωνας από τον κωμογραμματέα είναι όχι να παρέμβει δηλώνοντας ότι ο ίδιος δεν υποχρεούται να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, αλλά μόνο να ενημερώσει επίσημα τον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους ότι είναι θύμα πλεκτάνης, δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα και, συνεπώς, δεν πρέπει να αναλάβει το αξίωμα. Η τελική απόφαση εξαρτάται αναμφίβολα από το διευθύνον όργανο του γυμνασίου. Εάν, ωστόσο, οι ισχυρισμοί του Έρμωνα δεν εισακουστούν, ο κωμογραμματεὺς θα όφειλε τότε να κινήσει νομική διαδικασία για βία (προωθώντας ενδεχομένως την αίτηση στον στρατηγόν).
Αν και παραμένει ασαφές το ποιος όρισε τον Έρμωνα, καθίσταται ξεκάθαρο ότι ο γυμνασίαρχος και οι νεανίσκοι είναι οι αρμόδιοι για να τον απαλλάξουν από αυτό το δυσβάσταχτο –όπως φαίνεται– αξίωμα.
Ο γυμνασίαρχος (ή γυμνασιάρχης) είναι γνωστός από την κλασική Αθήνα, καθώς η γυμνασιαρχία –μαζί με τη χορηγίαν και την τριηραρχίαν– ανήκε στα πιο δαπανηρά λειτουργικά καθήκοντα των πολιτών. Ο ρόλος του εκεί σχετιζόταν μεταξύ άλλων με τον σχηματισμό ομάδων στο πλαίσιο των λαμπαδηδρομιῶν οργανώνοντας την προπόνηση της ομάδας και αναλαμβάνοντας τα συνεπαγόμενα έξοδα (Schuler 2007: 166). Αντίθετα, ο γυμνασίαρχος εντός των περισσοτέρων ελληνιστικών πόλεων αποτελούσε ένα δημόσιο αξίωμα (Schuler 2007: 166· Paganini 2021: 145). Ο πτολεμαϊκός γυμνασίαρχος –όντας υπεύθυνος για τη γενική οργάνωση και διεύθυνση του γυμνασίου– είχε την κύρια ευθύνη ανάληψης των εξόδων του γυμνασίου φροντίζοντας παράλληλα για τη σωστή διαχείριση των οικονομικών του. Ήταν υπεύθυνος για την οργάνωση και την πληρωμή της φιλοξενίας σημαντικών επισκεπτών και συμμετείχε στη χρηματοδότηση των εορτών και των δημόσιων τελετών γύρω από το γυμνάσιον (για τον πτολεμαϊκό γυμνασίαρχον γενικότερα βλ. Paganini 2021: 145-153).
Το γυμνάσιον είναι γνωστό στην αρχαία Ελλάδα ως ο δημόσιος τόπος τέλεσης αθλητικών ασκήσεων. Στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο, το γυμνάσιον ήταν κατά βάση «αγροτικό»· βρισκόταν συχνά σε μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και σε απλά χωριά της υπαίθρου χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με μία «ελληνική» πόλιν, ένα μεγάλο αστικό κέντρο ή με δημόσιους λειτουργούς (Paganini 2021: 40, 114). Το στοιχείο αυτό αποτελούσε ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της Αιγύπτου, καθώς σχεδόν οπουδήποτε αλλού στον ελληνιστικό κόσμο το γυμνάσιον παρέμενε ένας αστικός θεσμός ή οπωσδήποτε ένα αστικό γνώρισμα της πόλης (Habermann 2007: 336· Paganini 2021: 48). Το πτολεμαϊκό γυμνάσιον ήταν το μέρος όπου η τοπική ελληνική-ελληνόφωνη κοινότητα περνούσε χρόνο μαζί συμμετέχοντας σε θρησκευτικές και ψυχαγωγικές δραστηριότητες. Οι θυσίες σε θεότητες, η σωματική άσκηση, οι αγώνες και τα συμπόσια αποτελούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά του (Paganini 2021: 72· για τη στρατιωτική εκπαίδευση εντός του ελληνιστικού γυμνασίου βλ. ενδεικτικά Kah 2007· Hatzopoulos 2007).
Όπως προκύπτει (στ. 20-24), ο ορισμός του Έρμωνα προήλθε από ένα συλλογικό σώμα του γυμνασίου. Ο πληθυντικός αριθμός μπορεί είτε να αναφέρεται μόνο στον γυμνασίαρχον και τους νεανίσκους είτε γενικότερα στα μέλη του γυμνασίου (πβ. I.Beroia 1 = [SEG XXVII 261], Β.71-84, α΄ τρίτο 2ου αι. π.Χ., όπου η επιλογή των λαμπαδαρχῶν πραγματοποιείται αποκλειστικά από τον γυμνασίαρχον). Αναμφίβολα, όμως, ο γυμνασίαρχος ως επικεφαλής του γυμνασίου θα είχε συμμετοχή στη διαδικασία. Έτσι, φαντάζει παράξενο γιατί ο Έρμωνας δεν απευθύνθηκε απευθείας σε εκείνον, αλλά προτίμησε τον κωμογραμματέα. Ίσως, ο Έρμωνας ήθελε να ενισχύσει τη θέση του ενώπιον του γυμνασιάρχου μέσω μιας επίσημης διαμαρτυρίας και της πιθανής απειλής μελλοντικών νομικών κυρώσεων. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι ο κωμογραμματεὺς είχε πρόσβαση σε πληροφορίες που συνδέονταν με τον τοπικό πλούτο και μπορούσε να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του Έρμωνα για την οικονομική αδυναμία του (πβ. P.Heid. VI 382, 158-157 π.Χ.).
Πιθανώς, αναρωτιέται κάποιος για το ρόλο των νεανίσκων, ιδίως επειδή ο Έρμωνας ορίστηκε λαμπαδάρχης ἀνδρῶν (στ. 11-12) σε αγώνα που οι νεανίσκοι ασφαλώς δεν θα συμμετείχαν. Η αναφορά του ορισμού επιπρόσθετων λαμπαδαρχῶν για τον ίδιο αγώνα (στ. 21-22) υποδηλώνει ότι υπήρχαν και άλλοι δρομικοί αγώνες στους οποίους θα συμμετείχαν οι νεανίσκοι. Ο αγώνας των ανδρών ήταν ίσως μόνο ένα μικρό μέρος των αγώνων. Το κύριο γεγονός θα ήταν οι αγώνες των νέων, στους οποίους εύλογα υποθέτουμε ότι θα υπήρχαν περισσότεροι συμμετέχοντες. Συνεπώς, οι νεανίσκοι μνημονεύονται πιθανώς εδώ, επειδή εκείνους αφορούν πρωτίστως οι αγώνες και ενδεχομένως να αντιδρούσαν, αν κάτι πήγαινε στραβά με την οργάνωσή τους και όχι επειδή είχαν κάποιον ενεργό ρόλο στη διαχείριση των δραστηριοτήτων του γυμνασίου (Paganini 2021: 165, 181).
Τέλος, σχετικά με την οικονομική κατάσταση του Έρμωνα, βλέπουμε τον ίδιο να δηλώνει πως ζει με μικρό εισόδημα (στ. 16-17: ἀλλὰ διαζῶν/τος ἐξ ὀλίων l. ὀλίγων) επισημαίνοντας ότι δεν μπορεί να αναλάβει τα έξοδα της λαμπαδαρχίας, που πιθανότατα δεν ήταν αμελητέα (πρβλ. Αριστοτέλης, Πολιτικά 5.1309a.18-20: τὰς δαπανηρὰς μὲν μὴ χρησίμους δὲ λειτουργίας, / οἷον χορηγίας καὶ λαμπαδαρχίας καὶ ὅσαι ἄλλαι τοι/αῦται). Φαίνεται λοιπόν ότι ένα μέλος του γυμνασίου και του στρατού μπορεί να μην ήταν ευκατάστατο. Προφανώς, θα μπορούσε να προσπαθεί να αποφύγει να πληρώσει για τους αγώνες. Ωστόσο, δεδομένου ότι η λαμπαδαρχία –όπως και κάθε άλλο αξίωμα εντός του γυμνασίου– θεωρούνταν τιμή και καθήκον, συμπεραίνουμε ότι μάλλον έλεγε την αλήθεια, καθώς ούτως ή άλλως το άτομο που απευθύνεται θα μπορούσε να ανακαλύψει αν πράγματι βρισκόταν σε δεινή οικονομική κατάσταση.
Ηλίας Σούρλας