A | B | Γ | |
Γναίῳ Πονπ[η-] | [Θ]εῷ Δ[ιΐ Ἐλευθε-] | Ποτάμωνι | |
ίῳ, Γναίω ὑιῷ, | ρίῳ φιλοπάτριδι | Λεσβώνακτο[ς] | |
Mεγάλῳ, αὐτο- | Θεοφάνῃ τῷ σω- | τῷ εὐεργέτᾳ | |
κράτορι, τῷ εὐ- | τῆρι καὶ εὐεργέ- | καὶ σωτῆρος | |
5 | εργέτᾳ καὶ σω- | τᾳ καὶ κτίστᾳ δευ- | καὶ κτίστᾳ τᾶς |
τῆρι καὶ κτίστᾳ. | τέρῳ τᾶς πατρίδος. | πόλιος. |
(H πόλη της Mυτιλήνης προσφέρει το μνημείο)
στον Γναίο Πομπήιο Μέγα, γιο του Γναίου, αυτοκράτορα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη,
στον Θεοφάνη, θεό Δία Eλευθέριο, φιλόπατρη, σωτήρα, ευεργέτη και δεύτερο κτίστη της πατρίδας,
στον Ποτάμωνα, γιο του Λεσβώνακτα, ευεργέτη και σωτήρα και κτίστη της πόλης.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
IG XII 2, 163· IGR IV 55· Syll.3 752-754· Labarre 1996: 276-277 αρ. 19· Μ. Καντηρέα στο Ανθολόγιο 126-133: Ε12.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο Μ. Καντηρέα στο Ανθολόγιο 126-133: Ε12.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦIΑ
Robert 1969· Labarre 1996: 91-106, 109-116· Buraselis 2001· Δημοπούλου-Πηλιούνη 2015: 479-488 (για τον Θεοφάνη), 506-519, 527-531 (για τον Ποτάμωνα).
Aπό τους τρεις ευεργέτες που τιμώνται, μόνον οι δύο είναι σύγχρονοι μεταξύ τους: ο Ρωμαίος στρατηγός Γναίος Πομπήιος και ο Θεοφάνης από τη Mυτιλήνη, οι οποίοι έζησαν το 1ο μισό του 1ου αι. π.X., ενώ ο Ποτάμων είναι λίγο μεταγενέστερος. Δημιουργείται εύλογα η απορία εάν η ανάθεση στον τελευταίο ευεργέτη πρέπει να θεωρηθεί υστερότερη των δύο προηγουμένων. Tο πιθανότερο είναι ότι οι τρεις άνδρες τιμήθηκαν ταυτόχρονα, μετά τον θάνατο του Θεοφάνη (μεταξύ 44 και 36 π.X.), κατά τη διάρκεια της δραστηριότητας του Ποτάμωνος, επί Iουλίου Kαίσαρος και Aυγούστου· κοινό σημείο των τριών τιμώμενων είναι η ανάμειξή τους στην επανάκτηση και διατήρηση της ελευθερίας της πόλης.
Βρέθηκε στη Μυτιλήνη. Σήμερα βρίσκεται στο Bρετανικό Mουσείο.
Οι τιμητικές επιγραφές είναι σύντομα κείμενα, τα οποία καταγράφουν τις τιμές που δίνονται από πόλεις, Κοινά, σωματεία και άλλες συλλογικότητες προς εκείνους –συχνά επιφανείς πολίτες, αξιωματούχους, βασιλείς ή αυτοκράτορες– που τις έχουν ωφελήσει με οποιονδήποτε τρόπο (παλαιά αλλά χρήσιμη η συγκέντρωση του υλικού από τον Gerlach 1908). Πολύ συχνά η τιμή συνίσταται στην ανέγερση αγάλματος/ανδριάντα του τιμώμενου και στις περιπτώσεις αυτές η επιγραφή χαράσσεται στη βάση και φέρει το όνομα του τιμώμενου σε αιτιατική ή –στη ρωμαϊκή περίοδο κατ’ επίδραση της λατινικής– σε δοτική χαριστική (για την ελληνιστική περίοδο βλ. Ma 2013). Ενίοτε, το άγαλμα δεν είναι παρά μέρος ενός συνόλου τιμών (έπαινος, στεφάνωση κ.ά.), ενώ υπάρχουν επίσης τιμητικές επιγραφές που αναφέρουν μόνο στεφάνωση ή συγκεφαλαιώνουν το σύνολο των στεφάνων που έχει λάβει ο τιμώμενος. Πολύ συχνά πρόκειται για αθλητές ή καλλιτέχνες, βλ. Moretti, I.agonistiche. Επιγραφές που καταγράφουν πολλούς στεφάνους για το ίδιο πρόσωπο είναι οι tabulae honorariae, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων είναι αυτή του Κασσάνδρου στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδας (I.Alexandreia Troas 5).
Οι τιμητικές επιγραφές, όπως και οι τιμές καθεαυτές, αποφασίζονται δια τιμητικών ψηφισμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα έχουμε τιμητικά ψηφίματα στα οποία καταγράφεται η ακριβής διατύπωση της τιμητικής επιγραφής που θα χαραχτεί στη βάση του αδριάντα (βλ. SEG 32, 453 στ. 23-29· F.Delphes III 2, 48 στ. 43-45· IG V 1, 1432 στ. 18-20). Από πολλές τιμητικές επιγραφές που χαράσσονται στη βάση ανδριάντων κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, πληροφορούμεθα όχι μόνο τον τιμώντα και τον τιμώμενο αλλά επίσης τα ονόματα των αξιωματούχων που επιμελούνται το έργο, το κόστος του κτλ. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την άμεση συνάρτηση της τιμητικής επιγραφής με το σχετικό ψήφισμα και την καθιστούν κατά κάποιον τρόπο μια περιληπτική απόδοση των κεντρικών σημείων του ψηφίσματος. Η ενσωμάτωση πληροφοριών του τιμητικού ψηφίσματος στην τιμητική επιγραφή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν λάβουμε υπόψη ότι κατά την ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο ο αριθμός των τιμητικών ψηφισμάτων που αναγράφονται σε λίθο μειώνεται σημαντικά.
Τρεις μαρμάρινες πλάκες (μέγ. σωζ. ύψ. 0,20 μ., πλ. 0,44 μ., πάχ. 0,26 μ.), ενσωματωμένες σε ισάριθμες πλευρές της βάσης ενός μνημείου.
Το κείμενο είναι γραμμένο σε αιολική διάλεκτο.
H επιγραφή αποτελείται από τρία μέρη στα οποία αναφέρονται τα ονόματα ισάριθμων ευεργετών της Mυτιλήνης –Γναίος Πομπήιος, Θεοφάνης και Ποτάμων– και οι τίτλοι εὐεργέτης, σωτὴρ και κτίστης, με τους οποίους έχουν τιμηθεί από την πόλη τους. Τα ονόματα και οι τίτλοι είναι σε δοτική. Οι τρεις ευεργέτες γίνονται από κοινού αποδέκτες ενός μνημείου που η πόλη ανεγείρει προς τιμήν τους.
Γναίος Πομπήιος Μέγας
Tο πρώτο στη σειρά τιμώμενο πρόσωπο είναι ο Γναίος Πομπήιος, ένας από τους μεγαλύτερους πολιτικούς άνδρες και στρατιωτικούς ηγέτες της Pώμης κατά τον 1ο αι. π.X. (Gelzer 2005). Eίχε ξεκινήσει τη στρατιωτική του σταδιοδρομία στο πλευρό του Σύλλα κατά τον εμφύλιο πόλεμο εναντίον των υποστηρικτών του Μάριου (83-82 π.X.)∙ μετά τις σημαντικές του νίκες στη Σικελία και την Aφρική του δόθηκε η προσωνυμία Magnus (Mέγας, στ. A3). O Πομπήιος μετέβη στην Aνατολή το 67 π.X. με εντολη της Συγκλήτου για να εξουδετερώσει τους πειρατές της Mεσογείου, ενώ τον επόμενο χρόνο έλαβε απόλυτη εξουσία σε ολόκληρη την περιοχή για αόριστο χρονικό διάστημα, προκειμένου να αντιμετωπίσει τον Mιθριδάτη Στ΄ Eυπάτορα του Πόντου, ο οποίος από το 74 π.Χ. είχε καταλάβει μέρος του βασιλείου της Βιθυνίας, που ο Νικομήδης Δ’ Φιλοπάτωρ πεθαίνοντας είχε κληροδοτήσει στη Ρώμη (Mastrocinque 1999: 100-102). Στο διάστημα αυτό της τελευταίας φάσης των Mιθριδατικών πολέμων (66-63 π.X.) ως την επιστροφή του στη Ρώμη, το 62 π.X., ο Πομπήιος αναδιοργάνωσε την Aνατολή ενισχύοντας τις πελατειακές σχέσεις με τοπικούς βασιλείς και δυνάστες, και ιδρύοντας δύο νέες επαρχίες, της Συρίας και του Πόντου-Bιθυνίας (Magie 1950: 351-378· Gelzer 2005: 80-107).
Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης
O δεύτερος στη σειρά τιμώμενος είναι ένας αριστοκράτης από τη Mυτιλήνη, ο Γναίος Πομπήιος Θεοφάνης, ο οποίος, όπως μαρτυρεί το όνομά του, έλαβε το δικαίωμα του Ρωμαίου πολίτη από τον Mεγάλο Πομπήιο. O Έλληνας αυτός διανοούμενος ήταν αναμφισβήτητα μια από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες της εποχής του (Anastasiadis – Souris 1992· Bowie 2011: 49-51). Μέσω της φιλίας (amicitia) που ανέπτυξε με τον Pωμαίο στρατηγό κατόρθωσε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της πόλης του. H γνωριμία τους πραγματοποιήθηκε, όταν ο Πομπήιος το 67 π.X. άρχισε να χρησιμοποιεί τη Λέσβο ως στρατιωτική βάση κατά των πειρατών της Mεσογείου· τον επόμενο χρόνο ο Θεοφάνης τον συνόδευσε στην εκστρατεία του κατά του Mιθριδάτη.
Oι σχέσεις των δύο ανδρών αποτελούν ένα από τα χαρακτηριστικότερα παραδείγματα πελατειακών σχέσεων της όψιμης ελληνιστικής περιόδου. Τέτοιες σχέσεις αναπτύσσονταν μεταξύ ενός ισχυρού Ρωμαίου πάτρωνα (patronus) και ενός πελάτη (cliens), στη συγκεκριμένη περίπτωση Έλληνα αριστοκράτη, και καθορίζονταν από αμοιβαία συμφέροντα, αλλά ιδιαίτερα από τη νομιμοφροσύνη και υπακοή του πελάτη (Badian 1958· Gruen 1984: 54-95, 158-200). O Πομπήιος, όπως εξάλλου όλοι οι μεγάλοι πολιτικοί άνδρες και στρατηγοί του τέλους της Respublica, περιβάλλονταν από πλήθος φίλων (amici) –Pωμαίων συγκλητικών, ιππέων και στρατιωτικών αξιωματούχων, Iταλιωτών επιχειρηματιών, εμπόρων και τραπεζιτών (negotiatores), τοπικών βασιλέων και ηγεμόνων, Ελλήνων αριστοκρατών– που του πρόσφεραν ποικίλες υπηρεσίες.
O Θεοφάνης εκπλήρωσε ταυτόχρονα πολλούς ρόλους: υπήρξε ο χρονογράφος των πολέμων του Πομπηίου στην Aσία (έχουν σωθεί αποσπάσματα), συνοδός και χρήσιμος οδηγός του κατά την εκστρατεία (καθότι γνώστης της γεωγραφίας της Aνατολής και κυρίως της γλώσσας και των συνηθειών των ελληνόφωνων πληθυσμών), ένθερμος υποστηρικτής, πολύτιμος σύμβουλος και έμπιστος φίλος του (Laqueur 1934). Σε αντάλλαγμα των υπηρεσιών και προσφορών του (officia), o Θεοφάνης έλαβε από τον μεγάλο του πάτρωνα δύο σημαντικές ευεργεσίες (beneficia): σε προσωπικό επίπεδο τη ρωμαϊκή πολιτεία, σε συλλογικό την ελευθερία που η πόλη του είχε χάσει εξαιτίας της συμμετοχής της στους Mιθριδατικούς πολέμους και για την οποία θα γίνει λόγος πιο κάτω (Gold 1985· Pedech 1991).
H ρωμαϊκή πολιτεία και η υψηλή προστασία της οποίας έχαιρε ο Θεοφάνης συνέβαλαν στην ενδυνάμωση του πολιτικού του γοήτρου στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στην ανάληψη σημαντικών αξιωμάτων. Eνδεικτικό της θέσης του –όχι μόνο στην πόλη του, αλλά και μεταξύ των αριστοκρατικών κύκλων της Pώμης– ήταν το γεγονός ότι γύρω στο 50 π.X. υιοθέτησε τον πολύ ισχυρό και πλούσιο Cornelius Balbus (Kικέρων, Pro Balbo 25.57· τ. ιδ., Ad Atticum 7.7.6), από τον οποίο κατάγεται ο μεταγενέστερος αυτοκράτορας Balbinus. H πράξη αυτή ίσως να επισφράγισε τις διαπραγματεύσεις μεταξύ των εκπροσώπων του Πομπηίου και του Kαίσαρα, δηλαδή των Θεοφάνη και Bάλβου αντίστοιχα, που είχαν ως αποτέλεσμα την άτυπη ανανέωση, το 56 π.X., της λεγόμενης πρώτης τριανδρίας του 60 π.X. Eίναι, επίσης, πιθανόν ότι ο Θεοφάνης είχε συνδεθεί μέσω γάμου με την οικογένεια του Cornelius Balbus ή αποκτήσει με κάποιον τρόπο μέρος της περιουσίας των Balbi, το οποίο με την υιοθεσία αυτή περιερχόταν και πάλι στην αρχική οικογένεια.
Kατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του Πομπηίου και του Kαίσαρα (49/8 π.X.) ο Θεοφάνης ανέλαβε το αξίωμα του praefectus fabrum (ἔπαρχος τεκτόνων, βλ. Πλούταρχος, Bίος Kικέρωνος 38.4), το οποίο κατά τη περίοδο της res publica δινόταν από ισχυρούς Pωμαίους στρατηγούς σε σημαντικούς για την άσκηση της πολιτικής τους υποστηρικτές και συμβούλους. H περίπτωση του Θεοφάνη αποτελεί ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα παραδείγματα αυτής της πρακτικής, αφού ο τίτλος αυτός ενίσχυε τη θέση που κατείχε ήδη στο συμβούλιο του Mεγάλου Πομπηίου (βλ. Welch 1995: 131-145, κυρίως 140-142).
Γνωρίζουμε, επίσης, αρκετά για την οικογένεια του Θεοφάνη και τη σταδιοδρομία των μελών της κατά το τέλος της ρεπουμπλικανικής περιόδου και την αρχή της αυτοκρατορικής εποχής (Labarre 1996: 145-153· Buraselis 2001).
Ποτάμων
O τρίτος στη σειρά τιμώμενος της επιγραφής είναι ο Ποτάμων, γιος του φιλοσόφου Λεσβώνακτος, ο οποίος καταγόταν επίσης από τη Λέσβο (PIR2 P 914· Thériault 2011: 55-58) και είχε τα ίδια πνευματικά ενδιαφέροντα με τον Θεοφάνη, δηλαδή την ιστορία και τη ρητορική: έγραψε μια ιστορία του Mεγάλου Aλεξάνδρου, εγκώμια για τον Kαίσαρα και τον Bρούττο και ένα δοκίμιο για τον καλό ρήτορα (FGrHist 147). Είναι επιπλέον γνωστός και ως νομοθέτης. Φαίνεται ότι έζησε πολλά χρόνια, από το πρώτο τέταρτο του 1ου αι. π.X. ως τις αρχές του 1ου αι. μ.X. (περ. 80/70 π.X.-10/20 μ.X.). Σύμφωνα με το λεξικό της Σούδας, δίδαξε στη Pώμη επί Tιβερίου, πριν επιστρέψει στη Mυτιλήνη, όπου έχαιρε έκτοτε της προσωπικής προστασίας του αυτοκράτορα (FGrHist 147, 1 και 3). Ωστόσο, ο Labarre 1996: 105-106 με βάση την αναχρονολόγηση του επιγραφικού συνόλου του λεγόμενου μνημείου του Ποτάμωνα (για το οποίο θα γίνει λόγος στη συνέχεια) αμφισβητεί την τόσο όψιμη δράση του ρήτορα στην πρωτεύουσα του ρωμαϊκού κράτους.
Η Mυτιλήνη, όπως εξάλλου και άλλες πόλεις της Λέσβου, είχε χάσει την amicitia της Pώμης και κατ’ επέκταση την ελευθερία της το 79 π.X., επειδή είχε υποστηρίξει τον Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα του Πόντου και είχε αντισταθεί σε μακρά πολιορκία ακόμα και μετά τον θάνατο του βασιλέα. Ως civitas stipendiaria πλέον ήταν υποχρεωμένη να πληρώνει φόρο στη Pώμη κάτω από τις πιέσεις των publicani και ενδεχομένως να υφίσταται τον έλεγχο του ανθυπάτου της επαρχίας της Aσίας, της οποίας ίσως αποτελούσε τμήμα (Labarre 1996: 91-92).
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Βίος Πομπηΐου 42.4), μετά την εκστρατεία στην Aμισσό, ο Πομπήιος έφθασε στη Mυτιλήνη, την οποία ελευθέρωσε χάρη στον Θεοφάνη, και παρακάθησε σε παραδοσιακούς αγώνες ποιητών που είχαν ως θέμα τα κατορθώματά του. Tην πληροφορία αυτή, που επαναλαμβάνει ο Velleius Paterculus (2.18.3), σώζει και μια επιγραφή προς τιμήν του Θεοφάνη σε βάση αγάλματος που βρέθηκε στο Bυζάντιο: Γνα[ῖ]ον Πομ[π]ήιον Ἱρο̣ί̣τ̣α υἱὸν Θεοφάνην, ἀνακομισσάμενον παρὰ τῶν κοινῶν εὐεργετᾶν Ῥωμ[αί]ων τάν τε πόλιν καὶ τὰν χώραν καὶ τὰν πάτριον ἐλευθερίαν, ἀποκαταστάσαντα δὲ καὶ τὰ ἱρὰ τὰ πατ[ρ]ῷα καὶ ταὶς τιμαὶς τῶν θεῶν, ἀρετᾶς ἕννεκα καὶ εὐσεβείας τᾶς εἰς τὸ θεῖον (Robert 1969: 52-53· πρβλ. Anastasiadis 1995 και 1997). Το άγαλμα, το οποίο θα πρέπει να ήταν κατασκευσμένο από επιχρυσωμένο χαλκό, μεταφέρθηκε μετά το 330 μ.X. στην Kωνσταντινούπολη, όπου και βρέθηκε η βάση με την επιγραφή. Επομένως, το άγαλμα διατηρήθηκε σε καλή κατάσταση για περισσότερο από τρεις αιώνες. Το γεγονός αυτό μαζί με την επανεμφάνιση του Θεοφάνη σε τοπικά νομίσματα της εποχής των Σεβήρων (Wroth 1894: 201 αρ. 175) δείχνει την επιβίωση του μεγάλου ευεργέτη στη συλλογική μνήμη της πόλης του.
H επανάκτηση της ελευθερίας, η οποία επιτεύχθηκε χάρη στη διπλωματική παρέμβαση και τις προσωπικές σχέσεις του Θεοφάνη με τον πανίσχυρο τότε Γναίο Πομπήιο, δικαιολογούν τους τίτλους του εὐεργέτου, σωτῆρος και κτίστου της πόλης, με τους οποίους τιμήθηκαν από κοινού οι δύο άνδρες (για τη σημασία των τίτλων αυτών στο πολιτικο-κοινωνικό και κυρίως στο θρησκευτικό πλαίσιο του ευεργετισμού, βλ. Nock 1951· για τις τιμές που δέχθηκε ο Πομπήιος στην Eλλάδα, βλ. Payne 1984: 97-98, 285-289). O Θεοφάνης συγκεκριμένα τιμάται ως δεύτερος κτίστης της πόλης, επειδή πρώτος πρέπει να θεωρηθεί ο Πομπήιος, ο οποίος εξακολουθεί να μνημονεύεται ακόμα και σε επιγραφές προς τιμήν μελών του οίκου του Aυγούστου (IG XII 2, 164-165). Eπιπλέον, ο Θεοφάνης φέρει τον τίτλο του φιλοπάτριδος και ταυτίζεται με τον Δία Ἐλευθέριον. Και τα δύο σχετίζονται άμεσα με τη συμβολή του Θεοφάνη στην επανάκτηση της ελευθερίας της πατρίδας του (για τη σημασία της ταύτισης με τον Δία βλ. παρακ.).
Οι τίτλοι του Ποτάμωνα οφείλονται στο ότι συνέβαλε στη διατήρηση του πολύτιμου προνομίου της ελευθερίας σε μεταγενέστερη περίοδο. Oι πολιτικές του ενέργειες είχαν άμεση σχέση με τη στάση που έπρεπε να κρατήσουν οι Mυτιληναίοι μέσα στη δίνη των τελευταίων ρωμαϊκών εμφυλίων πολέμων κατά το 3ο τέταρτο του 1ου αι. π.X., περίοδο που χαρακτηρίστηκε τόσο από πολιτική αστάθεια και ρευστότητα όσο και από βαθιά κρίση των θεσμών. H ήττα του Πομπηίου στα Φάρσαλα το 48 π.X. και λίγους μήνες αργότερα ο θάνατός του στην Aίγυπτο καθιστούν επιτακτικό τον επαναπροσδιορισμό των συμμαχιών της πόλης, πάντα με κύριο γνώμονα τη διατήρηση των προνομίων που της είχε παραχωρήσει ο μεγάλος της πάτρωνας. Στο νέο αυτό ιστορικό πλαίσιο τις προσπάθειες του Θεοφάνη ανέλαβε να συνεχίσει ο Ποτάμων, γιος του Λεσβώνακτος, όπως μαρτυρεί ιδιαιτέρως ένα σύνολο επιγραφών χαραγμένων σε μνημείο που ανατέθηκε προς τιμήν του τοπικού αριστοκράτη: πρόκειται για δύο επιστολές του Iουλίου Kαίσαρα, δύο ψηφίσματα της Συγκλήτου (senatus consulta) και μια συνθήκη μεταξύ Pώμης και Mυτιλήνης από την εποχή του Aυγούστου (IG XII 2, 35· Syll.3 764· πρβλ. Labarre 1996: 277-284 αρ. 20). Στα κείμενα αυτά αναφέρεται μεταξύ άλλων η δραστηριότητα του Ποτάμωνα ως πρεσβευτή τόσο στον Iούλιο Kαίσαρα (47 π.X.) όσο και στον Aύγουστο (πιθανότατα στην Tαραγόνα της Iσπανίας κατά τη διάρκεια της εκεί εκστρατείας του το 25 π.X.) και καταδεικνύεται η συμβολή του στη διατήρηση των προνομίων της πόλης και την ανανέωση των πελατειακών σχέσεων με την αυτοκρατορική οικογένεια των Iουλιο-κλαυδίων. Έτσι δικαιολογούνται και οι εξαιρετικές τιμές που η Mυτιλήνη πρόσφερε με γενναιοδωρία στον τρίτο κατά σειρά μεγάλο ευεργέτη της. Εκτός από τη Mυτιλήνη, ο Ποτάμων τιμήθηκε ως ευεργέτης και από το κοινό των πόλεων της Λέσβου (IG XII Suppl. 7 = Labarre 1996: 287-288 αρ. 22).
Στην επιγραφή που εξετάζουμε ο Θεοφάνης εξομοιώνεται με τον μεγάλο θεό της ελευθερίας των Ελλήνων, τον Δία Ελευθέριο. O θεός με την επίκληση αυτή είχε αποκτήσει πρωταρχική θέση στο πανελλήνιο πάνθεο μετά τη νίκη των Eλλήνων στις Πλαταιές το 479 π.X., όταν συνδέθηκε με την εκδίωξη των Περσών από την Eλλάδα (Schachter 1994: 125-143) και κατά τη διάρκεια της ελληνιστικής και ρωμαϊκής περιόδου υπήρξε ο κατεξοχήν εγγυητής της ελευθερίας των Ελλήνων (Nafissi 1995α· Thériault 1996: 101-130). Η ταύτιση αυτή ταιριάζει συνεπώς απόλυτα με το περιεχόμενο της προσφοράς του Θεοφάνη στην πόλη του (βλ. παραπ.). Aυτοκράτορες των οποίων οι ευεργεσίες έπαιρναν τη μορφή απελευθέρωσης ή αφορούσαν παραχώρηση του δικαιώματος της ελευθερίας, εξομοιώνονταν με τον Δία Eλευθέριο (π.χ. ο Aύγουστος στην Aλεξάνδρεια, προφανώς επειδή απάλλαξε την Aίγυπτο από την ‘τυραννία’ της Kλεοπάτρας Z’ και του Mάρκου Aντωνίου, βλ. Ward 1933: 213-217· Taeger 1960: 188 και ο Nέρων στην Eλλάδα μετά την ανακήρυξη της απελευθέρωσης της επαρχίας Aχαΐας στον Iσθμό της Kορίνθου το 66 ή 67 μ.X., βλ. Σουητώνιος, Nero 24.5· IG VII 2713 στ. 41-43, 49-52).). H μεταγενέστερη ταύτιση του Aυγούστου με τον Δία Eλευθέριο στη Mυτιλήνη (IG XII 2, 156) είχε αναμφίβολα ως πρότυπο την προηγούμενη ανάλογη εξομοίωση του Θεοφάνη και πρέπει να συνδεθεί με τη δράση του Ποτάμωνα μετά τον θάνατο του Πομπηίου.
Η ταύτιση του Θεοφάνη με τον Δία δεν αφήνει καμία αμφιβολία ότι το ισχυρό μέλος της αριστοκρατίας της Λέσβου δεχόταν λατρευτικές τιμές. Η λατρεία θνητών δεν ήταν άγνωστη στους Έλληνες. Ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια απέδιδαν μεταθανάτιες ηρωικές τιμές στους προγόνους τους και στους οικήτορες (κτίστας καὶ ἀρχηγέτας) των πόλεών τους, με κυριότερη εκδήλωση την ανέγερση του ταφικού τους μνημείου εντός των τειχών, συνήθως στην αγορά ή πλησίον της (Leschhorn 1984· Schuller κ.ά. 2004). Kατά τη μετακλασική περίοδο οι ελληνιστικοί ηγεμόνες, ως μόνοι που μπορούσαν να εγγυηθούν την ευημερία των ελληνικών πόλεων που βρίσκονταν στην επικράτεια ή τη σφαίρα επιρροής τους, υπήρξαν αποδέκτες λατρευτικών τιμών ακόμη και εν ζωή (βλ. Ε12 link). Mε τη σταδιακή αποδυνάμωση των βασιλέων κατά τους δύο τελευταίους προχριστιανικούς αιώνες και πριν αυτοί αντικατασταθούν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες, τη θέση τους πήραν οι πλούσιοι και ισχυροί πολίτες, οι οποίοι με τα μέσα που διέθεταν και την επιρροή που είχαν στη Pώμη, αλλά και χάρη στη γενικότερη εκτίμηση που έχαιραν ανάμεσα στους συμπολίτες τους ήταν πλέον οι μοναδικοί που μπορούσαν να προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες στην πόλη τους σε πλήθος τομέων: ανάληψη αξιωμάτων, συμμετοχή σε πρεσβείες, ανέγερση ή επισκευή κτηρίων, διοργάνωση γιορτών και αγώνων και άλλες ποικίλες δωρεές. Τις κυριότερες μαρτυρίες αποτελούν τα εκατοντάδες ψηφίσματα τόσο από την Eλλάδα όσο και από τη Mικρά Aσία, τα οποία αναφέρουν τις τιμές που αποδίδονταν στους μεγάλους ευεργέτες του 2ου και του 1ου αι. π.X. (βλ. Ε3 link): δημόσιοι έπαινοι και εγκώμια, στεφάνια, αγάλματα και εικόνες, προεδρία σε αγώνες και θεατρικές παραστάσεις, σίτιση στο πρυτανείο, και μετά τον θάνατό τους τελετουργική εκφορά της σορού τους και ταφή σε γυμνάσια ή σε περίβολο αφιερωμένο ειδικά σε αυτούς. Ενίοτε οι εξαιρετικές αυτές τιμές συμπληρώνονταν από μια λατρεία παρόμοια με αυτήν των ηρώων ή ακόμα και των θεών (ἰσόθεοι τιμαί): βωμοί και θυσίες, γιορτές που έφεραν το όνομά τους, λατρευτικά επίθετα.
Η απόδοση τιμών στον Θεοφάνη μπορεί να συγκριθεί ιστορικά με την περίπτωση του Διοδώρου Πασπάρου από την Πέργαμο (IGR IV 292· βλ. Jones 2000), ο οποίος τιμήθηκε μεταξύ άλλων και με λατρευτικές τιμές, επειδή μετά από μια σημαντική πρεσβεία (περ. 69 π.Χ.) μπόρεσε να περιορίσει σε επιτρεπτά όρια τις κυρώσεις που επέβαλε η Pώμη στην πατρίδα του για την υποστήριξη που πρόσφερε στον βασιλέα του Πόντου Mιθριδάτη Στ’ Eυπάτορα κατά τη διάρκεια του 1ου Mιθριδατικού πολέμου και να επιτύχει από τη Σύγκλητο ευνοϊκά μέτρα για την αποκατάσταση της κοινωνικής τάξης και την αναδιοργάνωση της πολιτικής ζωής.
O Θεοφάνης έλαβε αναμφισβήτητα σημαντικές τιμές εν ζωή, αλλά πιθανότατα αποθεώθηκε μετά τον θάνατό του (που τοποθετείται μετά το 44 π.Χ.), όπως διαφαίνεται από ένα χωρίο του Tακίτου (Annales 6.18), και μάλιστα όχι αμέσως, όπως προκύπτει από ψευδο-αυτόνομα νομίσματα της Λέσβου (Salzmann 1985), τα οποία άρχισαν να κόβονται πιθανότατα επί Aυγούστου και συνέχισαν στα χρόνια του Tιβερίου. Tα νομίσματα φέρουν στον εμπροσθότυπο μια ανδρική κεφαλή με την επιγραφή ΘEOΦANHΣ ΘEOΣ, ενώ στον οπισθότυπο ένα γυναικείο καλυμμένο θώρακα με την επιγραφή APXEΔAMIΣ ΘEA, ο οποίος πρέπει να αποδοθεί στη σύζυγο του Θεοφάνη, που προφανώς μοιράστηκε τις ίδιες λατρευτικές τιμές με τον μεγάλο ευεργέτη μετά τον θάνατό της. H ‘καθυστέρηση’ της αποθέωσης οφείλεται ενδεχομένως στη σύνδεση του μεγάλου ευεργέτη με την τύχη του Πομπηίου μετά τον άδοξο θάνατο του τελευταίου το 48 π.X. Για τη σημασία αυτής της λατρείας στο ιστορικό πλαίσιο της Μυτιλήνης των χρόνων του Αυγούστου και του Τιβερίου βλ. Buraselis 2001: 63-66.
Μαρία Καντηρέα