Καλλίμαχος | |
ὁ συγγενὴς καὶ ἐπ̣ι̣- | |
στράτηγος καὶ στρα- | |
τηγὸς τῆς Ἰνδικῆς | |
5 | καὶ Ἐρυθρᾶς θαλάσσης |
ἥκω πρὸς τὴν κ[υ]ρίαν Ἶσιν | |
καὶ πεπόηκα τὸ προσκύνημα | |
τοῦ κυρίου βασιλέως θεοῦ νέου | |
Διον(ύσ)ου Φιλοπάτορος | |
10 | Φ̣ι̣λ̣αδέλφου |
(ἔτους) ιθ´, Παχὼν θ´. |
Ο Καλλίμαχος, συγγενής (του βασιλέα) και επιστράτηγος και στρατηγός της Ινδικής (στ. 5) και Ερυθράς θάλασσας, προσήλθα στην κυρία Ίσιδα και έκανα το προσκύνημα του κυρίου βασιλέα θεού νέου Διονύσου Φιλοπάτορα (στ. 10) Φιλαδέλφου. Έτος 19ο, 9η Παχών.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Letronne 1842· Lepsius 1859: πίν. 85 αρ. 226· CIG 4897b· Letronne, Recueil ΙΙ 72· Strack 1897: 270 αρ. 152· OGIS 186· SB 8398· SEG XXIV 1225· I.Philae I 52· Totti 1985: αρ. 27· Π. Νικολόπουλος – Σ. Ανεζίρη στο Ανθολόγιο 153-157: Ε17.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο Π. Νικολόπουλος – Σ. Ανεζίρη στο Ανθολόγιο 153-157: Ε17.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Hutmacher 1965: 2-3, 9, 11· Mooren 1970: 17-24· Bingen 1970: 372-377· Fraser 1972: II 315 σημ. 400-401· David Thomas 1975: 106-108, 121-122· Ricketts 1982-1983: 161· Burstein 1985: 143-144 αρ. 110· Hölbl 1994: 215, 264, 323 σημ. 120· Blasius 2001: 90-98· McGing 2004: 134-136.
Με βάση την ανάγνωση του Lepsius 1859 (η οποία επικράτησε στη μεταγενέστερη βιβλιογραφία) η επιγραφή χρονολογείται στο 19ο έτος της βασιλείας του Πτολεμαίου ΙΒ΄ που, εκτός από Φιλοπάτωρ (επωνυμία που έφερε επίσης ο Πτολεμαίος Δ΄) και Φιλάδελφος (επωνυμία που έφερε και ο Πτολεμαίος Β΄), φέρει –μόνος αυτός ανάμεσα σε όλους τους Πτολεμαίους– και τη λατρευτική επωνυμία Νέος Διόνυσος (Hölbl 1994: 196, 264-265 και Huss 2001: 674-676· γενικά για τη σύνδεση της δυναστείας με τη διονυσιακή λατρεία βλ. Tondriau 1950). Πρόκειται για το έτος 62 π.Χ. H ένατη ημέρα του αιγυπτιακού μήνα Παχών αντιστοιχεί με την δέκατη τετάρτη Μαΐου (αντίθετα ο Letronne 1842: 663 διάβαζε [ἔτος] θ΄ και τοποθετούσε την επιγραφή στο 9ο έτος του Πτολεμαίου ΙΒ΄, δηλαδή στο 72 π.Χ. [κατά αυτής της χρονολόγησης βλ. ήδη Dittenberger στο OGIS 186 σημ. 6]).
Στο ιερό της Ίσιδας στο νησάκι του Νείλου Φίλες.
Μια ιδιαίτερη κατηγορία επιγραφών, με τις οποίες τιμάται το θείο χωρίς να γίνεται προσφορά δώρου/ανάθεση αντικειμένου, είναι οι προσκυνηματικές (συνολική πραγμάτευσή τους από Geraci 1971, όπου περιλαμβάνονται επίσης πάπυροι και όστρακα. Για τα προσκυνήματα στον Σάραπι βλ. Φάσσα 2013-2014). Απαντούν συνήθως σε ναούς και ιερά και προϋποθέτουν ότι ο πιστός έχει προσέλθει στον ιερό τόπο και έχει παραγγείλει τη χάραξη του προσκυνήματος ή το έχει χαράξει ο ίδιος –graffito (διάκριση ανάμεσα στις προσκυνηματικές επιγραφές και στην ίδια την πράξη της προσκύνησης κάνει ο Bernand 1994). Αποτελούν επίσκεψη θεοσέβειας αλλά συγχρόνως και ανάθημα που τη διαμνημονεύει. Τα περισσότερα προσκυνήματα προέρχονται από την –Άνω κυρίως– Αίγυπτο. Ιδιαίτερη συγκέντρωση τέτοιων επιγραφών διαπιστώνεται στο ιερό της Ίσιδας στο νησάκι Φίλες.
Πολλά προσκυνήματα γίνονται υπέρ άλλων, συνήθως συγγενικών ή φιλικών προσώπων αλλά και βασιλέων. Αν και είναι συνηθέστερο να προσφέρονται αναθέσεις στους Πτολεμαίους (χρήση δοτικής) ή υπέρ αυτών (συγκέντρωση υλικού από Iossif 2005: 253-257, πρβλ. Ε16 με σημ. 128), στα χρόνια των τριών τελευταίων Πτολεμαίων τα ονόματα των βασιλέων εμφανίζονται και σε προσκυνήματα (I.Philae Ι σ. 55).
H διατύπωση των κειμένων παρουσιάζει μεγάλη ποικιλία (τους τύπους των προσκυνημάτων από το ιερό των Φιλών με βάση τη δημοσίευσή τους στο I.Philae κατηγοριοποιεί συνοπτικά ο Festugière 1970: 183-185). Παρότι η διατύπωση ὑπὲρ αὐτοῦ δεν απουσιάζει πλήρως από τα προσκυνήματα (π.χ. I.Philae I 14, 23) και βοηθεί έτσι στην ακριβέστερη κατανόηση της σημασίας τους, η χρήση της γενικής είναι πολύ πιο διαδεδομένη: προσκύνημα τοῦ δεῖνος ή τῶν δείνων, όπου ο δείνα είναι εκείνος προς όφελος του οποίου ενεργοποιείται μέσω του προσκυνήματος η εύνοια της θεότητας. Στις περιπτώσεις αυτές είναι δεδομένη η στενή σχέση ανάμεσα σε εκείνον που κάνει το προσκύνημα και εκείνον/εκείνους προς όφελος του οποίου/των οποίων το κάνει, ακόμη και όταν δεν πρόκειται για συγγενείς.
Η επιγραφή είναι χαραγμένη στον ανατολικό ορθοστάτη της κεντρικής πύλης που βρίσκεται στη νότια πλευρά του νότιου πυλώνα του ναού της Ίσιδας. Αναπτύσσεται στο κενό ανάμεσα στις ανάγλυφες μορφές της αιγυπτιακής θεάς-λιονταριού Σεκμέτ και του βασιλέα Νεκτανεβώ, 4 μ. από το έδαφος και 60 εκ. ανατολικά της πύλης.
Η ενεπίγραφη επιφάνεια έχει ύψος 45 εκ. και πλάτος 58 εκ. Η χάραξη είναι φροντισμένη, αν και οι στίχοι αριστερά και δεξιά δεν είναι ευθυγραμμισμένοι. Τα γράμματα C, E, Ω είναι τετραγωνισμένα.
O Καλλίμαχος μας είναι γνωστός από αρκετές επιγραφές, ανάμεσα στις οποίες δύο ακόμη προσκυνήματα στον μεγάλο ναό της Ίσιδας στις Φίλες: το ένα από αυτά κάνει ο ίδιος και πάλι για τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (I.Philae I 53), ενώ το άλλο κάνει ο Σαραπίων Δράκοντος για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56). Ο Καλλίμαχος ανήκε σε μια σημαντική οικογένεια, που είχε και άλλα επιφανή μέλη (Hutmacher 1965: 2-13· David Thomas 1975: 107-109· Blasius 2001: 91-92, 94· McGing 2004).
Ως συγγενής του βασιλέα ο Καλλίμαχος φέρει τον υψηλότερο τιμητικό τίτλο της πτολεμαϊκής αυλής (Mooren 1977: 24-36· για τους τιμητικούς τίτλους των ελληνιστικών βασιλικών αυλών βλ. και Ε6 και Π6) και έχει ως εκ τούτου σημαντική θέση σε αυτή, γεγονός που επιβεβαιώνεται από τα σημαντικότατα αξιώματα που κατέχει.
Στο παρόν προσκύνημα, όπως και στα άλλα δύο (I.Philae I 53, 56) εμφανίζεται ως ἐπιστράτηγος. Παρά τις διαφορετικές γνώμες που έχουν διατυπωθεί σχετικά με τη φύση και τις ακριβείς δικαιοδοσίες αυτού του υψηλού αξιώματος (για την ιστορία της έρευνας βλ. David Thomas 1975: 11-16), τυγχάνει κοινής αποδοχής η άποψη ότι η δημιουργία του είναι αποτέλεσμα των δυσκολιών της κεντρικής πτολεμαϊκής διοίκησης να ελέγξει την αιγυπτιακή χώρα και κυρίως τις απομακρυσμένες περιοχές της Άνω Αιγύπτου· το αξίωμα εμφανίζεται μετά το 187/6 π.Χ., όταν αποκαταστάθηκε η πτολεμαϊκή κυριαρχία στις περιοχές που είχαν αυτονομηθεί με την εξέγερση του 207/6 π.Χ., και –όπως προκύπτει από τον ίδιο τον τίτλο του αξιώματος– είχε υπό τον έλεγχό του στρατηγούς, δηλαδή τους επικεφαλής επιμέρους νομών της Αιγύπτου.
Ο Καλλίμαχος κατέχει, επίσης, το αξίωμα του στρατηγοῦ τῆς Ἰνδικῆς καὶ Ἐρυθρᾶς θαλάσσης. Το αξίωμα με αυτό τον τίτλο, που περιλαμβάνει τόσο την Ἐρυθρά όσο και την Ἰνδική, δημιουργείται από τον Πτολεμαίο ΙΒ’ (Mooren 1972: 132-133), ενώ υπάρχει ίσως ήδη νωρίτερα με άλλη μορφή. Ανεξάρτητα από το ακριβές περιεχόμενο του γεωγραφικού προσδιορισμού Ἰνδική (βλ. σημ. 136), ο σχετικός αξιωματούχος ήταν επιφορτισμένος σίγουρα με την επίβλεψη του εμπορίου από και προς την Αίγυπτο που περνούσε από τα παράλια της Ερυθράς θάλασσας. Καθώς η δημιουργία του αξιώματος αυτού με σκοπό τον έλεγχο των εμπορικών δρόμων λαμβάνει χώρα σε μια χρονική στιγμή που το βασίλειο των Πτολεμαίων αντιμετωπίζει συρρίκνωση και (εσωτερικά/εξωτερικά) προβλήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι συμβάλλει στην ενίσχυση του κύρους της δυναστείας.
H λατρεία της Ίσιδας υπήρξε ιδιαίτερα αγαπητή στους κύκλους των Ελλήνων που εγκαταστάθηκαν στην Αίγυπτο μετά τον Αλέξανδρο, ενώ συγχρόνως διαδόθηκε πολύ εκτός Αιγύπτου, όπου εξάλλου ήταν γνωστή ήδη από τους προελληνιστικούς χρόνους (το σχετικό υλικό έχει συγκεντρωθεί στα Vidman, SIRIS και Bricault 2001).
Η συγκεκριμένη επιγραφή, όπως και πολυάριθμα άλλα προσκυνήματα στην Ίσιδα προέρχονται από το κέντρο λατρείας της θεάς στον χώρο της Αιγύπτου, το μεγάλο ιερό στο νησάκι του Νείλου Φίλες. Τα περισσότερα από αυτά τα προσκυνήματα έχουν γραφτεί στον νότιο τοίχο του νότιου πυλώνα του ιερού, δηλαδή στo προαύλιο του ιερού που βρίσκεται εκτός του κυρίως ναού, και προέρχονται κυρίως από υψηλόβαθμους αξιωματούχους της Θηβαΐδας.
Στο συγκεκριμένο προσκύνημα, όπως και σε πολλά άλλα των Φιλών, η Ἶσις εμφανίζεται ως κυρία· πρόκειται για ένα από τα πολλά επίθετα που συνοδεύουν τη θεά και τα οποία συχνά υποδεικνύουν ιδιότητές της ή σύνδεσή της με άλλες θεότητες (Bricault 1996: 37-42). Το ίδιο επίθετο αποδίδεται στον στ. 8 του παρόντος προσκυνήματος στον θεοποιημένο Πτολεμαίο ΙΒ’.
H σύνδεση του Καλλιμάχου και της οικογένειάς τους με τη λατρεία της Ίσιδας δεν περιορίζεται στο προσκύνημα που αναλύουμε εδώ. Στον ναό της θεάς στις Φίλες καταγράφονται δύο προσκυνήματα γιων του Καλλιμάχου στην Ίσιδα που χρονολογούνται περί τα μέσα του 1ου αι. π.Χ. ή λίγο αργότερα (I.Philae I 57, 58). Εξάλλου, όπως ήδη αναφέραμε, ο ίδιος έχει κάνει (το ίδιο έτος και ημέρα) ένα ακόμη προσκύνημα αφιερωμένο και πάλι στον Πτολεμαίο ΙΒ’ στο συγκεκριμένο ιερό (Ι.Philae Ι 53), ενώ ένας Σαραπίων Δράκοντος κάνει προσκύνημα στην Ίσιδα για τον Καλλίμαχο και τα τέκνα του (I.Philae I 56, 51 π.Χ.). Γνωρίζουμε, τέλος, ότι ο Καλλίμαχος κατασκευάζει ένα ιερό της Ίσιδας (Ἰσιδεῖον) στην Πτολεμαΐδα, το οποίο μάλιστα ανακηρύσσεται ατελές και άσυλο (SB 3926, 46 π.Χ. –για τη χρονολόγηση βλ. Bingen 1970: 375).
Όσο γενικευμένη κι αν ήταν η λατρεία της Ίσιδας, η εκδήλωση ευσέβειας προς αυτή για λογαριασμό του βασιλέα από τον κατεξοχήν υπεύθυνο για την ασφάλεια της πτολεμαϊκής χώρας επιστράτηγο, είχε πιθανότατα μια ειδικότερη πολιτική σημασία και αποτελούσε ίσως μια επιδέξια ένδειξη εύνοιας προς το γηγενές στοιχείο και τις παραδόσεις του.
Σοφία Ανεζίρη