1 [ἐ]πὶ Ποσειδωνίου ἄρχοντος ἀνέθηκαν.
Ανέθεσαν (το κληρωτήριο) επί άρχοντος Ποσειδωνίου.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
IG II2 2864a˙ Ν. Μπιργάλιας στο Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Μπουραζέλης 2007: 30-33.
Η έκδοση του κειμένου βασίζεται στο Ν. Μπιργάλιας στο Λαγογιάννη-Γεωργακαράκου – Μπουραζέλης 2007: 30-33.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
——
Σύμφωνα με την επιγραφή, η ανάθεση του κληρωτηρίου έγινε επί άρχοντος Ποσειδωνίου (162/1 π.Χ.).
Βρέθηκε στο Γυμνάσιο του Αδριανού, όπου και η Βιβλιοθήκη, ανατολικά της αρχαίας Αγοράς της Αθήνας, και φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο (ΕΜ 8984).
Ναόσχημη στήλη από πεντελικό μάρμαρο, ελλιπής στο κάτω μέρος και με σκόρπιες αποκρούσεις (ύψ. 0.47 μ., πλ. 0.035 μ., πάχ. 0.18 μ.). Αποτελεί παράδειγμα κληρωτηρίου. Φέρει δώδεκα εσοχές που αντιστοιχούσαν στις δώδεκα αθηναϊκές φυλές εκείνης της περιόδου και στις οποίες τοποθετούνταν τα πινάκια με το όνομα των φυλών. Στο αριστερό του μέρος έφερε έναν σωλήνα, στον οποίο τοποθετούνταν τα σφαιρίδια. Η μορφή κάθε κληρωτηρίου και ειδικότερα ο αριθμός των εσοχών του εξαρτάτο από την κλήρωση για την οποία προοριζόταν. Το συγκεκριμένο προσδιοριζόταν για τον προσδιορισμό της σειράς με την οποία οι φυλές θα αναλάμβαναν την πρυτανεία.
Η επιγραφή σώζεται στο επιστύλιο κληρωτηρίου το οποίο ανατέθηκε ενδεχομένως από τους πρυτάνεις σε προστάτιδα θεότητα του σώματός τους, επί άρχοντος Ποσειδωνίου.
Μετά την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας και κατά τη διάρκεια του 5ου αι. π.Χ. η κλήρωση (που οργανώνονταν με βάση τις δέκα φυλές που ίδρυσε ο Κλεισθένης) ως τρόπος ανάδειξης των πολιτών σε αξιώματα θα επεκταθεί σε όλες τις αρχές και τα πολιτειακά όργανα της πόλης (εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως στρατιωτικές και οικονομικές αρχές για τις οποίες διατηρήθηκε δικαίωμα επανεκλογής και η ψηφοφορία μεταξύ εκείνων που ανήκαν στην πρώτη εισοδηματική τάξη). Ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ. η κλήρωση συστηματοποιήθηκε σε τέτοιο βαθμό ώστε η πόλη χρησιμοποιούσε εξελιγμένες μεθόδους, οι οποίες περιλάμβαναν τη χρήση κληρωτικών μηχανών ή κληρωτήρια ([Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 63-66).
Με κλήρωση ορίζονταν η θέση αθλητών και κριτών στους αγώνες, η επιλογή των ιερέων, ακόμη και όσων εμπλέκονταν στους δραματικούς αγώνες (διδάσκαλοι, πρωταγωνιστές, σειρά των παραστάσεων κλπ). Ωστόσο η κλήρωση αποκτά ιδιαίτερη πολιτική σημασία, γιατί συνδέεται με τέσσερις βασικούς θεσμούς της δημόσιας ζωής. Συγκεκριμένα πρόκειται για την ανάδειξη και συμμετοχή των πολιτών στην αρχή των εννέα αρχόντων, τη βουλή των πεντακοσίων, σε δικαστικά σώματα, όπως το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, και των επιμέρους δικαστηρίων της, καθώς και στο πλήθος των εξειδικευμένων αρχόντων των οποίων ο αριθμός, ιδιαίτερα κατά τον 4ο αι. π.Χ., αυξάνεται εντυπωσιακά ξεπερνώντας τους χίλιους (π.χ. δήμαρχοι, λογιστές, εύθυνοι, ταμίες αποδέκτες, ιεροποιοί, εισαγωγείς, πωλητές, επισκευαστές των ιερών, μετρονόμοι, σιτοφύλακες, επιμελητές του εμπορίου, αστυνόμοι, οδοποιοί, νομοθέτες, ένδεκα, τετταράκοντα, ναυτοδίκες, ξενοδίκες κλπ: [Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 63-66).
Το 487/6 π.Χ. το δικαίωμα συμμετοχής στην αρχή των εννέα αρχόντων (επώνυμος, πολέμαρχος, βασιλεύς, και έξι θεσμοθέτες), καθώς και του γραμματέα των θεσμοθετών, επεκτάθηκε και στη δεύτερη εισοδηματική τάξη (ιππείς) διευρύνοντας έτσι την κοινωνική σύνθεση των μελών αυτής της αρχής. Η εκλογή με ψηφοφορία αντικαταστάθηκε από ένα νέο σύστημα που συνδύαζε την εκλογή και την κλήρωση (κληρωτοί εκ προκρίτων). Οι άρχοντες αναδεικνύονταν από τις φυλές. Αρχικά εκλέγονταν δέκα πολίτες από κάθε φυλή για κάθε θέση (στη συνέχεια ο αριθμός των προκρίτων ανά φυλή αυξήθηκε σε εκατό) και έπειτα κληρώνονταν ο ένας από τους δέκα. Η φυλή, ανάλογα με τη σειρά που ορίστηκε, αναδείκνυε μια χρονιά τον επώνυμο άρχοντα, την επόμενη τον πολέμαρχο και ούτω καθεξής. Μετά τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και μεταξύ του 458 και του 456 π.Χ. το δικαίωμα ανάδειξης στην αρχή των εννέα αρχόντων επεκτάθηκε και στην τρίτη εισοδηματική τάξη, τους ζευγίτες ([Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 26.2). Παράλληλα η κλήρωση μεταξύ περισσοτέρων προεκλεγομένων αντικαταστάθηκε με ένα σύστημα διπλής κλήρωσης (κλήρωση μεταξύ κληρωτών).
Τα διαδοχικά συστήματα κλήρωσης εφαρμόστηκαν και για την επιλογή των μελών της βουλής των πεντακοσίων. Ο Κλεισθένης είχε διατηρήσει την ψηφοφορία ως σύστημα ανάδειξης των βουλευτών. Το 487/6 π.Χ. όμως έγινε η πρώτη τροποποίηση που συνδύαζε εκλογή και κλήρωση, ώστε να μειωθεί η μεγάλη συμμετοχή στη βουλή των πλουσιότερων πολιτών. Η κάθε φυλή εξέλεγε πεντακόσιους πολίτες, που είχαν προκύψει από κάθε δήμο χωριστά ανάλογα με τον πληθυσμό του ([Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 62.1), από τους οποίους κληρώνονταν οι πενήντα βουλευτές. Μετά τον Εφιάλτη έγινε νέα ρύθμιση και εφαρμόστηκε η απλή κλήρωση, που γινόταν με κυάμους (δηλαδή κουκιά ως κλήροι, η ψήφοι). Η διαδικασία είχε ως εξής: διέθεταν δύο ίδιες κάλπες. Στη μια κάλπη (κληρωτίδα ή κληρωτήριο) έβαζαν τα ονόματα των μελών της φυλής που είχαν θέσει υποψηφιότητα και στην άλλη ισάριθμους κυάμους εκ των οποίων οι λευκοί ήταν τόσοι, όσοι επρόκειτο να εκλεγούν και οι υπόλοιποι ήταν μαύροι. Στη συνέχεια έβγαζαν ένα όνομα από τη μια κάλπη και έναν κύαμο από την άλλη κάλπη. Αν ο κύαμος ήταν λευκός, ο υποψήφιος εκλεγόταν, αν ήταν μαύρος, αποκλείονταν. Μετά από αυτή την εκλογή εκλέγονταν οι αναπληρωτές. Με κλήρο οριζόταν και η σειρά των πενήντα βουλευτών της φυλής (πρυτάνεις) που θα προήδρευε της βουλής για έναν από τους δέκα μήνες (πρυτανεία) του πολιτικού ημερολογίου. Η σειρά δεν οριζόταν στην αρχή του έτους αλλά πριν από κάθε επί μέρους πρυτανεία, ώστε να μην είναι εξ αρχής γνωστός ο χρόνος που μια φυλή θα αναλάμβανε την πρυτανεία. Έως τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. οι πενήντα πρυτάνεις προέδρευαν στη βουλή και στην εκκλησία και με κλήρο εξέλεγαν μεταξύ τους τον πρόεδρό τους (επιστάτην). Μεταξύ του 399 και του 379/8 π.Χ. άλλαξε ο τρόπος εκλογής των προέδρων της βουλής και της εκκλησίας του δήμου. Από τότε ο επιστάτης επέλεγε με κλήρο έναν από αυτούς ως πρόεδρο ([Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 44.1-3). Στη δεκαετία του 360 π.Χ. και ο γραμματέας της βουλής επιλεγόταν με κλήρωση και όχι με ψηφοφορία.
Ωστόσο το πεδίο, στο οποίο η διαδικασία της κλήρωσης βρίσκει την πλήρη ανάπτυξή της, εντοπίζεται στον τρόπο επιλογής των μελών του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, το οποίο με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη απέκτησε πολύ μεγάλες εξουσίες. Από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. οι Αθηναίοι κάθε χρόνο επέλεγαν με κλήρο 6.000 πολίτες (600 από κάθε φυλή, 5.000 τακτικούς και 1.000 αναπληρωματικούς) ως ηλιαστές/δικαστές. Η Ηλιαίας σπάνια συγκαλείτο σε σώμα (Ανδοκίδης, Περὶ Μυστηρίων 17). Οι 6.000 ηλιαστές κατανέμονταν με κλήρωση και για όλο το έτος σε δέκα μικρότερες ομάδες δικαστών/τμήματα που αποτελούνταν από πολίτες που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές. Κάθε τμήμα/δικαστήριο είχε 500 ή 501 μέλη (Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 52· [Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 68) που και αυτά με τη σειρά τους κληρώνονταν από τον κατάλογο των 6.000. Βέβαια γνωρίζουμε και περιπτώσεις με δικαστήρια 201 και 401 δικαστών (Δημοσθένης Κατὰ Μειδίου 223· [Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 53.3), όπως και περιπτώσεις που η εκκλησία ψήφιζε την ίδρυση ενός ειδικού δικαστηρίου που αποτελείτο από 1.000, 1.500 ή 2.000 δικαστές (Λυσίας, Κατὰ Αγοράτου 35· [Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 68.1· Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου 223 και Κατὰ Τιμοκράτους 9· Δείναρχος, Κατὰ Δημοσθένους 107· Πλούταρχος, Περικλῆς 32· Πολυδεύκης 8.53, 123). Μαζί με την κατανομή των ηλιαστών σε τμήματα/δικαστήρια προσδιορίζονταν και οι διάφορες υποθέσεις που το καθένα από αυτά θα εκδίκαζε. Κάθε δικαστήριο αναλάμβανε να διεκπεραιώσει μέσα σε μια δικάσιμη ημέρα μια δημόσια δίκη ή τρεις έως τέσσερις ιδιωτικές δίκες.
Η διαδικασία κλήρωσης α) για την εκλογή ηλιαστών, β) τη συγκρότηση των επιμέρους δικαστηρίων, και γ) τη σύνθεση των μελών του δικαστηρίου, απαιτούσε πολύπλοκες διαδικασίες και στάδια, τα οποία ουσιαστικά εισήχθησαν τον 4ο αι. π.Χ. Προς τα τέλη του 5ου αι. π.Χ. φαίνεται ότι εμφανίστηκε κάποιο πρόβλημα δωροδοκίας των δικαστών. Σύμφωνα με τον Ψευδο-Αριστοτέλη (Ἀθηναίων Πολιτεία 27.5) ένας από τους τρεις κατηγόρους του Σωκράτη, ο Άνυτος, είχε επινοήσει πρώτος τον χρηματισμό (δεκάζειν). Για τον λόγο αυτό βλέπουμε ότι τουλάχιστον μέχρι το 388 π.Χ. εφαρμόζεται ένα νέο σύστημα κατανομής των δικαστών σε δικαστήρια. Κάθε δικαστής δεν κατανέμεται στην αρχή του χρόνου και για όλη του τη θητεία σε διάφορα δικαστήρια, αλλά κάθε πρωί, πριν από την ανατολή του ηλίου, γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν συγκεντρωθεί έξω από το δικαστήριο της Ηλιαίας η συγκρότηση των δικαστηρίων της συγκεκριμένης ημέρας. Οι ηλιαστές χωρίζονταν σε δέκα ισάριθμες ομάδες (που αντιστοιχούσαν στις δέκα φυλές) και η κάθε μια συμβολιζόταν με ένα γράμμα του αλφαβήτου από το Α έως το Κ ([Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 63.4· Αριστοφάνης, Ἐκκλησιάζουσαι 681-690). Στη συνέχεια ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από δύο κιβώτια δύο σειρές κλήρων: μια για το δικαστήριο και μια για την ομάδα των δικαστών. Η πρώτη ομάδα που κληρωνόταν, δίκαζε στο αντίστοιχα πρώτο δικαστήριο που κληρωνόταν, η δεύτερη στο δεύτερο και ούτω καθεξής, μέχρι να συμπληρωθεί ο απαιτούμενος αριθμός της ομάδας των δικαστών για κάθε δικαστήριο που ήταν απαραίτητο για τη συγκεκριμένη ημέρα. Όσοι ηλιαστές περίσσευαν, επέστρεφαν σπίτι τους (Αριστοφάνης, Πλοῦτος 1166-1167). Για την εκδίκαση θρησκευτικών ή στρατιωτικών υποθέσεων η κλήρωση δεν γινόταν μεταξύ των δικαστών που είχαν προσέλθει, αλλά μεταξύ δικαστών που είχαν σχετικές γνώσεις.
Ωστόσο και το σύστημα αυτό, που καθιστούσε αδύνατον να γνωρίζει κάποιος πριν από μια δίκη ποια ομάδα δικαστών θα εκδίκαζε μια υπόθεση, δεν πρέπει να κρίθηκε ικανοποιητικό, γι’ αυτό και άλλαξε. Σύμφωνα με το νέο σύστημα, που εισήχθη πριν το 352 π.Χ., η κλήρωση για κάθε ομάδα δικαστών αντικαταστάθηκε με την κλήρωση για κάθε δικαστή ατομικά.
Το νέο αυτό σύστημα, που εφαρμόστηκε και για την κλήρωση των αρχόντων αντικαθιστώντας την κλήρωση με κυάμους, ήταν εξαιρετικά περίπλοκο και μας το περιγράφει λεπτομερώς ο Αριστοτέλης (Ἀθηναίων Πολιτεία 63-65).
Κάθε ηλιαστής έπαιρνε εν είδει ταυτότητας ένα πλακίδιο (βλ. Kroll 1972: 5-7, 62-68, 87-100), μια μικρή δηλαδή χάλκινη πλάκα μήκους 8-10 εκ., πλάτους 2 εκ. και πάχους 1-2 εκ., η οποία του ήταν χρήσιμη για το κληρωτήριο. Σε κάθε πλακίδιο αναγραφόταν το όνομά του, το όνομα του πατέρα του, του δήμου του και ένα γράμμα του αλφαβήτου (από το Α έως το Κ) που αντιπροσώπευε τη φυλή του.
Η διαδικασία της κλήρωσης για τη σύνθεση των μελών των δικαστηρίων άρχιζε νωρίς το πρωί της κάθε δικάσιμης ημέρας και γινόταν σε έναν ειδικό μηχανισμό που ονομαζόταν κληρωτήριο (βλ. Dow 1937: 198-215˙ Dow 1939˙ Bishop 1970). Τα κληρωτήρια που βρέθηκαν στο χώρο της Αγοράς ήταν μόνιμα τοποθετημένα και χρονολογούνται τον 2ο αι. π.Χ. (π.χ. το συγκεκριμένο του 162 π.Χ.). Συνήθως χρησιμοποιούνταν δύο κληρωτήρια μαζί. Το καθένα από τα δύο είχε πέντε στήλες οριζόντιων εγκοπών που στην κορυφή τους αναγραφόταν ένα γράμμα της αλφαβήτου, από το Α έως το Κ, δηλωτικό κάθε μιας από τις δέκα φυλές. Κάθε στήλη (δηλαδή κάθετη σειρά) διέθετε πενήντα εγκοπές. Ένα κληρωτήριο που βρέθηκε με έντεκα στήλες χρονολογείται πιθανότατα τον 3ο αι. π.Χ., περίοδο κατά την οποία οι Αθηναίοι προσέθεσαν φυλές προς τιμή σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής (βλ. σελ. 113). Στην αριστερή του πλευρά κάθε κληρωτήριο διέθετε έναν ενσωματωμένο σωλήνα που το πάνω του μέρος είχε σχήμα χωνιού, ενώ το κάτω κατέληγε σε ένα άνοιγμα με κινητό πώμα. Το σωλήνα αυτόν ο αρμόδιος άρχων τον γέμιζε με μπρούτζινα ή μαρμάρινα λευκά σφαιρίδια (ένα λευκό για κάθε πέντε δικαστές που θα κληρώνονταν από την κάθε φυλή για την συγκεκριμένη ημέρα) και μαύρα σφαιρίδια (ένα μαύρο για κάθε πέντε δικαστές που θα αποκλείονταν). Ο αριθμός των λευκών και μαύρων σφαιριδίων που τοποθετούνταν εξαρτιόταν από την αναλογία του αριθμού των ηλιαστών που απαιτούνταν εκείνη την ημέρα και των υποψηφίων που παρουσιάζονταν.
Αρχικά κάθε ηλιαστής έριχνε το πλακίδιό του (δηλ. την ταυτότητά του) μέσα σε ένα καλάθι που ήταν της φυλής του. Έπειτα ο αρμόδιος άρχων τραβούσε από κάθε καλάθι ένα πλακίδιο. Ο δικαστής που κληρωνόταν (από το κάθε καλάθι) ήταν υπεύθυνος να τοποθετήσει στην τύχη τα υπόλοιπα πλακίδια, που υπήρχαν στο καλάθι του, στις εγκοπές της στήλης, στις οποίες αναγραφόταν το γράμμα της φυλής του (δηλ. κάθε μια κάθετη σειρά περιελάμβανε τα πλακίδια που έφεραν το γράμμα Α, μια άλλη το Β και ούτω καθεξής). Κατόπιν ο αρμόδιος άρχων τραβούσε ένα ένα τα σφαιρίδια που βρίσκονταν στο σωλήνα. Αν το πρώτο που έπεφτε ήταν άσπρο, οι πέντε ηλιαστές, των οποίων τα πλακίδια ήταν στην πρώτη οριζόντια σειρά εγκοπών, κληρώνονταν ως δικαστές για εκείνην την ημέρα. Αν ήταν μαύρο αποκλείονταν. Το δεύτερο σφαιρίδιο έκρινε τη δεύτερη σειρά και ούτω καθεξής μέχρι να συμπληρωθεί ο απαραίτητος αριθμός δικαστών. Στη συνέχεια, όσοι είχαν επιλεγεί, τραβούσαν με κλήρο ένα βελανίδι που έφερε ένα γράμμα του αλφαβήτου, από το Λ και μετά, το οποίο αντιστοιχούσε στο δικαστήριο που θα πήγαιναν. Στο τέλος έδιναν σε κάθε δικαστή ένα χρωματιστό ραβδί ([Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 63.2-3), το οποίο του έδινε το δικαίωμα εισόδου στο δικαστήριο και με το οποίο γνώριζε σε ποιο δικαστήριο θα πήγαινε (κάθε δικαστήριο έφερε στην είσοδό του ένα δοκάρι διαφορετικού χρώματος). Αντίστοιχη διαδικασία προβλεπόταν και για τους προέδρους των δικαστηρίων ([Αριστοτέλης,] Ἀθηναίων Πολιτεία 66.1). Αφού ολοκληρωνόταν η διαδικασία, τα πλακίδια των ηλιαστών περνούσαν από έλεγχο νομιμότητας και τα έστελναν στο δικαστήριο όπου θα δίκαζε ο καθένας. Με το τέλος της δίκης τα πλακίδια τους επιστρέφονταν μαζί με την αμοιβή τους.
Γίνεται συνεπώς φανερό ότι τα διάφορα αυτά συστήματα κλήρωσης που επινοήθηκαν είχαν ως στόχο να μην γνωρίζει κανείς εκ των προτέρων σε ποιο δικαστήριο, ποιοι δικαστές θα συμμετείχαν, ούτε και ποια υπόθεση θα εκδίκαζαν. Με αυτά τα μέτρα πίστευαν ότι αποτρεπόταν κάθε πιθανότητα δωροδοκίας των δικαστών και εξασφαλιζόταν η άψογη απονομή της δικαιοσύνης. Η αθηναϊκή δημοκρατία ήταν αξιοθαύμαστα επινοητική.
Νίκος Μπιργάλιας