Βασιλεύοντος Μιθραδάτου Εὐπάτορος. ἔτους ισ’, | |
Φαναγοριτῶν ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος τοὺς ἀπὸ ξέ- | |
νης στρατιώτας ἐπολιτογράφησαν διὰ τὸ ἐκ χρό- | |
νων ἱκανῶν συνστρατεύσασθαι καὶ πεποιηκέναι | |
5 | πᾶν τὸ δίκαιον καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς πᾶσι φιλικῶς καὶ εὐ- |
νόως ἐσχηκέναι πρὸς τὴν ἑαυτῶν πόλιν∙ καὶ ἔδω- | |
καν αὐτοῖς τὰ φιλάνθρωπα ταῦτα ἐφ᾿ ᾧ πολιτι- | |
κὸν τὸ γεινόμενον μὴ διδῶσι μηδ᾿ ἐπισκήνωσιν | |
μηδ᾿ ἐπίθεσιν καὶ ἀνείσφοροι πάντων καὶ ἀλε[ι]- | |
10 | τούργητοι παντὸς πράγματος πλὴν πα̣[νδή]- |
μου στρατείας∙ ἔστω δὲ αὐτοῖς ἔκ̣π̣[λους] | |
καἰ εἴσπλους. |
Κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη Ευπάτορα, το έτος 210, η βουλή και ο δήμος των Φαναγοριτών ενέγραψαν ως πολίτες τους ξένους στρατιώτες, επειδή αυτοί για μεγάλο χρονικό διάστημα εκπλήρωσαν μαζί τους στρατιωτικές υπηρεσίες και συμπεριφέρθηκαν (στ. 5) σύμφωνα με το δίκαιο με κάθε τρόπο και σε όλα τα υπόλοιπα υπήρξαν φιλικά και ευνοϊκά διακείμενοι προς την πόλη τους. Και τους παρείχαν τα εξής προνόμια: να μην καταβάλλουν τέλος πολιτογράφησης ούτε ενοίκιο κατοικίας ούτε (έκτακτους;) φόρους και να είναι (στ. 10) απαλλαγμένοι από κάθε εισφορά και λειτουργία εκτός της γενικής επιστράτευσης και ελεύθεροι να ταξιδέψουν από και προς την πόλη.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Vinogradov 1991· Vinogradov – Wörrle 1992 (BE 1993: 377· SEG XLI 625)· Δ. Παπαμάρκος στο Ανθολόγιο 47-54: Ε4.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο Δ. Παπαμάρκος στο Ανθολόγιο 47-54: Ε4.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Hennig 1995: 281-282· Mielczarek 1999: 69-71.
Το κείμενο παρέχει δύο χρονολογίες: μια γενική κατά τη βασιλεία του Μιθριδάτη ΣΤ’ του Ευπάτορος (120-63 π.Χ.) και μια πιο συγκεκριμένη στο έτος 210 του συστήματος χρονολόγησης που απαντά στις περιοχές Πόντου-Βιθυνίας-Βοσπόρου. Έχοντας υπόψη ότι η αρχή αυτού του συστήματος τοποθετείται το φθινόπωρο του έτους 297 π.Χ. (Leschhorn 1993: 83 –για συστήματα χρονολόγησης πρβλ. Ε8), είμαστε σε θέση να χρονολογήσουμε το κείμενο ανάμεσα στο Σεπτέμβριο του 88 π.Χ. και τον Αύγουστο του 87 π.Χ. Βάσει στοιχείων τα οποία θα αναπτυχθούν πληρέστερα σε παρακάτω ενότητα, είναι δυνατή η ακόμη ακριβέστερη χρονολόγηση στο α΄ μισό του 87 π.Χ.
Η επιγραφή βρέθηκε τυχαία τον Ιανουάριο του 1986 στα περίχωρα της αρχαίας Φαναγορείας και αγοράστηκε από το συλλέκτη A.N. Čebotaev, ο οποίος την έστειλε τον ίδιο χρόνο στο Ιστορικό-Αρχαιολογικό Μουσείο του Kertsch.
Το κείμενο έχει έκταση μόλις δώδεκα στίχους και είναι μάλλον η συντόμευση ενός ψηφίσματος. Τα ψηφίσματα είναι κείμενα που διατυπώνονται και ψηφίζονται από τα συλλογικά πολιτειακά όργανα των ελληνικών πόλεων (βουλή/συνέδριον, ἐκκλησία τοῦ δήμου) μέσα από διαδικασίες οι οποίες ποικίλλουν στις διάφορες πόλεις. Τα ψηφίσματα των ελληνικών πόλεων ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την εξωτερική και εσωτερική πολιτική, την οικονομία, τα δημόσια έργα, την οργάνωση γιορτών και αγώνων και γενικά ό,τι αφορά το δημόσιο βίο. Ψηφίσματα δεν εκδίδονται μόνο από ελληνικές πόλεις αλλά επίσης από Συμπολιτείες, Κοινά, Αμφικτυονίες, σωματεία.
Τα ψηφίσματα περιορισμένης έκτασης αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία. Αρκετά τέτοια έχουμε από τους Δελφούς. Πρόκειται για συντομευμένη μορφή του εκάστοτε ψηφίσματος η οποία προορίζεται ειδικά για την αναγραφή σε λίθο (Rhodes – Lewis, Decrees σ. 5-6). Πολύ σωστά ο L. Robert σε περιπτώσεις σύντομων κειμένων που χορηγούν προξενία χρησιμοποιεί τον όρο “actes” (δηλαδή “πράξεις”) και όχι “décrets” (βλ. π.χ. BE 1971: αρ. 508a). Ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων ψηφισμάτων αφορά χορήγηση προνομίων ή/και τιμών σε άτομα και ομάδες που έχουν επιδείξει ευεργετικές δραστηριότητες ή υποδειγματικές συμπεριφορές προς την πόλη ή όποιον οργανισμό εκδίδει το ψήφισμα. τα οποία έχουν συνήθως περιεχόμενο τιμητικών ψηφισμάτων.
Φορέας της επιγραφής είναι μια πλάκα μαρμάρου (ύψ. 0,51 μ., πλ. 0,28 μ., πάχ. 0,03 μ.), που, κρίνοντας από την πίσω όψη της, ήταν κάποτε εντοιχισμένη.
Η μαρμάρινη πλάκα που φέρει το κείμενο είναι θραυσμένη στην κάτω δεξιά γωνία της ήδη από την αρχαιότητα, πιθανότατα εξαιτίας επαναχρησιμοποίησης του λίθου ως οικοδομικού υλικού. Το δωδεκάστιχο κείμενο είναι σκαλισμένο προσεχτικά και χωρίς λάθη.
Πρόκειται για την απόφαση της βουλής και του δήμου της Φαναγορείας να χορηγήσουν το δικαίωμα της πολιτείας και άλλα προνόμια σε μισθοφόρους. Το κείμενο έχει έκταση μόλις δώδεκα στίχους και είναι μάλλον η συντόμευση ενός ψηφίσματος (ελλείψει, ωστόσο, παραλλήλων και στοιχείων για τις επιγραφικές συνήθειες στη Φαναγόρεια, αλλά και για λόγους ευκολίας, θα αναφερόμαστε σε αυτό ως ‘ψήφισμα’). Αμέσως μετά τη δήλωση της χρονολογίας και της εκδίδουσας αρχής (στ. 1-2) απαριθμούνται με συντομία τα δικαιώματα-προνόμια που δίδονται στους μισθοφόρους (στ. 3-12), ενώ παρεμβάλλεται η αιτιολογία της χορήγησης. Οι χορηγήσεις πολιτείας από ελληνιστικές πόλεις σε ξένους στρατιώτες διακρίνονται σε δύο κατηγορίες: εκείνες που γίνονται, όπως εδώ, μαζικά σε έναν αριθμό στρατιωτών (Λιλαία [Moretti, ISE 81], Δύμη [Syll.3 531], Φάρσαλος, Λάρισα, Φάλαννα [IG IX 2, 234, 517, 1228], Άσπενδος [Segre 1934], Σμύρνη [OGIS 229], Μίλητος [I.Delphinion αρ. 33-38], Πέργαμος [OGIS 338], Μεσσήνη [IG V 1, 1426]), και αυτές που προσφέρονται ατομικά σε κάποιον ξένο στρατιωτικό αξιωματούχο (π.χ. IG II3 918 και 919· Syll.3 331 και 333· ΙG XII 6, 119· I.Cret. ΙΙΙ iv 2, 3· I.Iasos 33 και 34). Στη δεύτερη περίπτωση η χορήγηση της πολιτείας έχει κυρίως τιμητικό χαρακτήρα για τον αποδέκτη της (πρβλ. Ε3).
Στο παρόν κείμενο έχουμε να κάνουμε με την παροχή του δικαιώματος του πολίτη από την πόλη Φαναγόρεια σε ένα μισθοφορικό σώμα. Αιτία της πολιτογράφησης αυτής φαίνεται να είναι η μακρόχρονη συνεργασία των μισθοφόρων με τους πολίτες της Φαναγορείας σε διάφορους πολέμους (στ. 3-4: ἐκ χρόνων ἱκανῶν συνστρατεύσασθαι) και η εν γένει διαγωγή τους προς την πόλη (στ. 4-6: καὶ πεποιηκέναι πᾶν τὸ δίκαιον καὶ ἐν τοῖς λοιποῖς πᾶσι φιλικῶς καὶ εὐνοϊκῶς ἐσχηκέναι πρὸς τὴν ἑαυτῶν πόλιν).
Στα ψηφίσματα μαζικών πολιτογραφήσεων ξένων στρατιωτών και μισθοφόρων (βλ. σημ. 29) διακρίνουμε ποικίλες αιτιολογήσεις. Παρόμοιo αιτιολογικό με αυτό από τη Φαναγόρεια μπορούμε να εντοπίσουμε σε ένα ψήφισμα από τη θεσσαλική πόλη της Φαρσάλου, όπου οι πολιτογραφούμενοι τιμώνται ως ἐξ ἀρχὰς συμπολιτευόμενοι καὶ συμπολεμείσαντες (IG IX 2, 234 στ. 1-2), ενώ με τη στάση τους σε συγκεκριμένα πολεμικά γεγονότα –μάλλον στο πλαίσιο του Συμμαχικού πολέμου, 220-217 π.Χ.– συνδέεται η πολιτογράφηση των μισθοφόρων στην πόλη της Δύμης (Rizakis, Achaie III 4 στ. 9-10: συμπολεμήσαντες τὸμ πόλεμον καὶ τὰμ πόλιν συνδιασώισαντες).
Στη συγκεκριμένη επιγραφή οι μισθοφόροι περιγράφονται ως οἱ ἀπὸ ξένης, έκφραση για την οποία δεν έχουμε κανένα επιγραφικό παράλληλο (στ. 2-3). Στην αρχαία ελληνική γλώσσα δεν υπήρχε κάποιος καθιερωμένος τεχνικός όρος για τα μισθοφορικά στρατιωτικά σώματα.
Προνόμια, που περιγράφονται στο σύνολό τους ως φιλάνθρωπα (στ. 7), συμπληρώνουν την πράξη της πολιτογράφησης των μισθοφόρων. Πρώτη στη δέσμη αυτών των προνομίων αναφέρεται η απαλλαγή των στρατιωτών από το πολιτικὸν τὸ γεινόμενον (στ. 7-8), δηλαδή από την καταβολή του τέλους πολιτογράφησης. Ακολουθεί η απαλλαγή τους από την ἐπισκήνωσιν (στ. 8). Εδώ δεν είναι σαφές αν πρόκειται για απαλλαγή των μισθοφόρων από την υποχρέωση να προσφέρουν –ως πολίτες πλέον– στέγη σε στρατεύματα ή από την υποχρέωση να καταβάλλουν μισθώματα για τα καταλύματα που τους παρείχε η πόλη (μάλλον οικίες που βρίσκονταν στο άστυ και όχι πρόχειροι καταυλισμοί εκτός των τειχών). Οι μισθοφόροι εξαιρούνται επίσης από την ἐπίθεσιν (στ. 9). Ως προς το περιεχόμενο του προνομίου αυτού μπορούμε να κάνουμε μόνο εικασίες ελλείψει άλλου επιγραφικού παραλλήλου και εξαιτίας των πολλαπλών νοημάτων που μπορεί να προσλάβει η λέξη. Ενδεχομένως πρόκειται για κάποιον ειδικό φόρο που αφορούσε τους ξένους της Φαναγορείας ή έκτακτη επιβάρυνση όλων των κατοίκων σε ειδικές περιστάσεις. Οι μισθοφόροι καθίστανται επιπλέον ἀνείσφοροι (στ. 9), δηλαδή ως νέοι πολίτες πλέον απαλλάσσονται από την εἰσφορά, τον έκτακτο φόρο που επιβαλλόταν στους πολίτες για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών.
Οι μισθοφόροι εξαιρούνται επίσης από κάθε λειτουργία (στ. 9-10: ἀλειτούργητοι παντὸς πράγματος). Οι λειτουργίαι ήταν δραστηριότητες πολιτικού ή στρατιωτικού χαρακτήρα, που αναλάμβαναν οι πολίτες προς όφελος της πόλης τους. Χωρίς να έχουν αποκλειστικά οικονομικό περιεχόμενο, όπως η εἰσφορά, οι λειτουργίες σήμαιναν πάντοτε μια οικονομική επιβάρυνση για όποιον τις αναλάμβανε. Εδώ, ωστόσο, η απαλλαγή από τις λειτουργίες δεν περιλαμβάνει την πάνδημον στρατείαν (στ. 10: πλὴν πανδήμου στρατείας). Οι νεοπολιτογραφηθέντες απαλλάσσονται από τη συμμετοχή σε όποιον πόλεμο λάβει μέρος η Φαναγόρεια, εκτός κι αν πρόκειται για γενική επιστράτευση. Υποχρεούνται, δηλαδή, να συμμετέχουν μόνο σε μεγάλης κλίμακας επιχειρήσεις και όχι σε όλες, όπως έπρατταν όσο υπηρετούσαν ως μισθοφόροι. Τα παραπάνω εγείρουν ενδιαφέροντα ερωτήματα σχετικά με τον στρατό των πόλεων κατά την υστεροελληνιστική περίοδο. Πρέπει να αναρωτηθούμε μήπως γενικά οι πολίτες στρατεύονταν πλέον μόνο σε έκτακτες περιστάσεις και σε μεγάλης έκτασης επιχειρήσεις, ενώ για όλες τις άλλες χρησιμοποιούνταν μισθοφορικά σώματα (πρβλ. το ψήφισμα Syll.3 709 από τη Χερσόνησο, όπου γίνεται αναφορά σε επιλεκτική στρατολόγηση πολιτών). Είναι βέβαια επίσης πιθανόν να πρόκειται για ένα προνόμιο το οποίο η πόλη χορηγεί ειδικά στη συγκεκριμένη ομάδα νεοπολιτών, που ήταν ενδεχομένως μεγάλης ηλικίας και ήθελαν με αυτόν τον τρόπο να εξασφαλίσουν το ίδιο δικαίωμα στη μη στράτευση, όπως και οι παλαιοί πολίτες που ανήκαν στην ίδια ηλικιακή ομάδα με αυτούς. Τα στοιχεία που μας είναι διαθέσιμα δεν επαρκούν για την εξαγωγή κάποιου ασφαλούς συμπεράσματος.
Τελευταίο χορηγείται στους μισθοφόρους το προνόμιο να εξέρχονται από και να εισέρχονται στα λιμάνια της Φαναγορείας (στ. 11-12: ἔστω δὲ αὐτοῖς ἔκπλους καὶ εἴσπλους). Η θέση του ανάμεσα στα υπόλοιπα προνόμια φαίνεται να αποτελεί πλεονασμό, γιατί από τη στιγμή που κάποιος λαμβάνει τον δικαίωμα του πολίτη δεν υπόκειται σε περιορισμούς μετακίνησης από και προς την πόλη της οποίας είναι πλέον πολίτης. Ωστόσο, σίγουρα δεν πρόκειται για αβλεψία του συντάκτη, καθώς σε κείμενα όπως το εξεταζόμενο τυχόν επαναλήψεις ή πλεονασμοί υπάρχουν για να προσδίδουν έμφαση και μεγαλύτερη σαφήνεια σε κάτι που μπορεί να αγνοηθεί ή να παρερμηνευθεί –σκοπίμως ή μη– από τους αναγνώστες του. Είναι προφανές ότι κατά τη διάρκεια της μακρόχρονης υπηρεσίας των μισθοφόρων στη Φαναγόρεια (στ. 3-4) είχε εδραιωθεί στον γηγενή πληθυσμό της πόλης μια πολύ συγκεκριμένη εικόνα για τη θέση και τις υποχρεώσεις τους. Στις υποχρεώσεις προς τον εργοδότη τους, στην προκείμενη περίπτωση την πόλη Φαναγόρεια, συμπεριλαμβάνονταν η διαρκής παρουσία και ετοιμότητά τους, υποχρέωση που καταργούσε αυτόματα το δικαίωμα της ελεύθερης μετακίνησης. Η προσφάτως χορηγηθείσα σε αυτούς ιδιότητα του πολίτη και τα πρόσθετα προνόμια απαιτούσαν σίγουρα χρόνο για να εμπεδωθούν στη συνείδηση του υπόλοιπου πληθυσμού της πόλης. Οι μισθοφόροι επιθυμούσαν ίσως μια πιο ξεκάθαρη διατύπωση του δικαιώματός τους να ταξιδεύουν από και προς τη Φαναγόρεια, ώστε να προλάβουν τυχόν περιορισμούς απότοκους της χρόνιας παραμονής τους στην πόλη με την ιδιότητα του μισθοφόρου.
Δημοσθένης Παπαμάρκος