[ – – – ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησαν – – ] | |
[ (τὸν δεῖνα) Ἡρακλείδου καὶ (τὸν δεῖνα)] | |
[Ἡρ]α̣κλείδου τὸν καὶ Ση[ …., τῶν πρώ-] | |
[τ]ων φίλων βασιλέως Ἀριοβαρ[ζάνου] | |
5 | [Φ]ιλορωμαίου καὶ μάλιστα πιστευομ̣[έ-] |
νων καὶ τιμωμένων παρ’ αὐτῶι, γέ̣γ[ο]ν̣ό- | |
τας δὲ καὶ ἐπ[ὶ] τῆς πόλεως καὶ [τοὺς ἀ-] | |
δ̣ελφοὺς τοὺς κοινοὺς εὐεργέ[τας ἀ-] | |
ρετῆς ἕνεκεν καὶ εὐνοίας, ἧς ἔχο[ντες] | |
10 | διατελοῦσι εἴς τε τοὺς βασιλεῖς |
[κ]αὶ τὸν δῆμον, οἱ δὲ ἀνδριάντες | |
[αὐτῶν ἀνέ]σθησαν τιμῇ δημοσίᾳ. |
[η βουλή και ο δήμος τίμησαν (τον δείνα), γιο του Ηρακλείδου και (τον δείνα), γιο του Ηρ]ακλείδου, τον αποκαλούμενο και Ση[ ], που ανήκουν στους πρώτους φίλους του βασιλέα Αριοβαρζάνη (στ. 5) Φιλορωμαίου, απολαμβάνουν ιδιαίτερα την εμπιστοσύνη του και έχουν τύχει πολλών βασιλικών διακρίσεων, διετέλεσαν δε και κυβερνήτες της πόλεως, τους αδελφούς ευεργέτες πάντων, για την αρετή και την εύνοιά τους (στ. 10) απέναντι στους βασιλείς και τον δήμο. Το στήσιμο των ανδριάντων τους έγινε με δημόσια δαπάνη.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Pridik 1900· Weber 1908: 370-371 αρ. 78· Linton Smith – Tod 1912: 42· I.Tyana 30· Α. Σοφού στο Ανθολόγιο 55-58: Ε5.
Η έκδοση βασίζεται στο Α. Σοφού στο Ανθολόγιο 55-58: Ε5.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Bengtson 1964: 253-255· Sullivan 1990: 177-180· Erskine 1994· Savalli-Lestrade 1998: 195-197· Van Dam 2002: 16-20.
Το κείμενο χρονολογείται επί της ηγεμονίας του βασιλέα της Μεγάλης Καππαδοκίας Αριοβαρζάνη Φιλορωμαίου. Το τιμητικό προσωνύμιο Φιλορώμαιος έφεραν δύο ομώνυμα μέλη της δυναστείας των Αριοβαρζανιδών (96-36 π.Χ.): ο ιδρυτής της Αριοβαρζάνης Α’ (96-63 π.Χ.) και ο εγγονός του Αριοβαρζάνης Γ’ (52-42 π.Χ.). Δεδομένου όμως ότι η επιγραφή κάνει λόγο για την εύνοια των τιμώμενων προσώπων στους βασιλεῖς, που δεν μπορεί να είναι άλλοι από τα μέλη της φιλορωμαϊκής δυναστείας των Αριοβαρζανιδών, συμπεραίνεται ότι ο Αριοβαρζάνης δεν μπορεί να ταυτίζεται με τον πρώτο αλλά με τον τελευταίο ομώνυμο ηγεμόνα της δυναστείας. Επομένως, η επιγραφή τοποθετείται μεταξύ 52 και 42 π.Χ.
Η επιγραφή βρέθηκε στα Τύανα (σημ. Kemerhisar) της Καππαδοκίας, ενσωματωμένη στην εξωτερική σκάλα ενός σπιτιού ως σκαλοπάτι. Παραμένει στη θέση όπου βρέθηκε.
Πρόκειται για ένα ψήφισμα περιορισμένης έκτασης.
Τα ψηφίσματα είναι κείμενα που διατυπώνονται και ψηφίζονται από τα συλλογικά πολιτειακά όργανα των ελληνικών πόλεων (βουλή/συνέδριον, ἐκκλησία τοῦ δήμου) μέσα από διαδικασίες οι οποίες ποικίλλουν στις διάφορες πόλεις. Τα ψηφίσματα των ελληνικών πόλεων ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την εξωτερική και εσωτερική πολιτική, την οικονομία, τα δημόσια έργα, την οργάνωση γιορτών και αγώνων και γενικά ό,τι αφορά το δημόσιο βίο. Ψηφίσματα δεν εκδίδονται μόνο από ελληνικές πόλεις αλλά επίσης από Συμπολιτείες, Κοινά, Αμφικτυονίες, σωματεία.
Τα ψηφίσματα περιορισμένης έκτασης αποτελούν ιδιαίτερη κατηγορία. Αρκετά τέτοια έχουμε από τους Δελφούς. Πρόκειται για συντομευμένη μορφή του εκάστοτε ψηφίσματος η οποία προορίζεται ειδικά για την αναγραφή σε λίθο (Rhodes – Lewis, Decrees σελ. 5-6). Πολύ σωστά ο L. Robert σε περιπτώσεις σύντομων κειμένων που χορηγούν προξενία χρησιμοποιεί τον όρο “actes” (δηλαδή “πράξεις”) και όχι “décrets” (βλ. π.χ. BΕ 1971: αρ. 508a). Ένας μεγάλος αριθμός τέτοιων ψηφισμάτων αφορά χορήγηση προνομίων ή/και τιμών σε άτομα και ομάδες που έχουν επιδείξει ευεργετικές δραστηριότητες ή υποδειγματικές συμπεριφορές προς την πόλη ή όποιον οργανισμό εκδίδει το ψήφισμα. τα οποία έχουν συνήθως περιεχόμενο τιμητικών ψηφισμάτων.
Πρόκειται για πλάκα από λευκό μάρμαρο (ύψ. 0,52 μ., πλ. 0,76 μ., πάχ. 0,025 μ.).
Το δεξιό ήμισυ της πλάκας έχει διαβρωθεί και άνω τμήμα έχει αποκρουσθεί.
Πρόκειται για το παλαιότερο σωζόμενο δημόσιο ενεπίγραφο κείμενο των Τυάνων και το μοναδικό που ρίχνει φως στην πολιτειακή οργάνωση της σημαντικότερης, μετά την πρωτεύουσα Μάζακα, πόλης του βασιλείου της Καππαδοκίας. Παρόλο που οι πρώτες γραμμές δεν σώζονται, η ψηφισματική δομή του κειμένου και η μνεία του δήμου των Τυάνων καθιστούν αυτονόητη την ύπαρξη βουλής, η οποία θα εισηγήθηκε στον δήμο την ψήφιση των τιμών.
Ωστόσο, η ύπαρξη των δύο αυτών πολιτειακών σωμάτων, δηλαδή της βουλής και του δήμου, προσδίδει στα Τύανα μια κατ’ επίφαση μόνον πολιτική αυτονομία. Στην πραγματικότητα την πόλη διοικούσε ὁ ἐπὶ τῆς πόλεως (στ. 5), ένας βασιλικός κυβερνήτης γνωστός και από τα βασίλεια των Ατταλιδών και των Πτολεμαίων. Ως τοποτηρητής του βασιλέα είχε υπό τον έλεγχό του τη λειτουργία των πολιτειακών οργάνων των Τυάνων με συνέπεια τον περιορισμό των πολιτικών ελευθεριών.
Η υπαγωγή των πολιτικών θεσμών των Τυάνων στην έμμεση βασιλική εποπτεία επιβεβαιώνεται και από τον προσδιορισμό των τιμώμενων προσώπων ως πρώτων φίλων του βασιλέα. Ο αυλικός αυτός τίτλος, που απαντά και σε άλλα ελληνιστικά βασίλεια κατά τον 2ο και 1ο αι. π.Χ., αναφέρεται σε ένα στενό κύκλο προσώπων που περιέβαλλαν το βασιλέα και από τις τάξεις των οποίων προέρχονταν τα στελέχη του κρατικού μηχανισμού (Savalli-Lestrade 1998: 267-270, 273).
Στο καππαδοκικό βασίλειο οι φίλοι του βασιλέα, ανεξάρτητα από τον ειδικότερο τίτλο που έφεραν, ήταν ως επί το πλείστον μέλη μιας αριστοκρατίας γαιοκτημόνων ή και ιερέων, τοπικοί ηγεμόνες και αρχηγοί φύλων που συνενώθηκαν κάτω από το σκήπτρο του ισχυρότερου σε ένα είδος ομοσπονδίας. Η ισχύς τους ήταν μεγάλη: διέθεταν δικά τους φρούρια, ορισμένοι ήταν κύριοι χιλιάδων σκλάβων και την εποχή του Αριοβαρζάνη Γ΄ ήταν πιο πλούσιοι ακόμη και από τον ίδιο τον βασιλέα. Η αφοσίωσή τους στον βασιλέα ήταν αναγκαία για την ομαλή διακυβέρνηση, όχι όμως και αυτονόητη, για αυτό και αρκετές φορές στην ιστορία της Μεγάλης Καππαδοκίας πρωτοστάτησαν σε κινήματα εναντίον του (Van Dam 2002: 16-20).
Μια τέτοια περίοδος εσωτερικής πολιτικής αστάθειας και οικονομικής κρίσης ήταν η ηγεμονία του Αριοβαρζάνη Γ΄. Μια μερίδα ευγενών φιλικά προσκείμενων στους Πάρθους απέρριπτε τη φιλορωμαϊκή πολιτική του και μια συνωμοσία εναντίον του, στην οποία είχε αναμειχθεί και ο αδελφός του, είχε αποτραπεί χάρη στη ρωμαϊκή παρέμβαση. Ο βασιλέας ήταν καταχρεωμένος στους Ρωμαίους πιστωτές του και τόσο ανίσχυρος, ώστε δεν διέθετε ούτε επαρκή στρατό για να προστατέψει τη ζωή του (Syme 1995: 146-147).
Δηλωτικός της σημασίας των υπηρεσιών των δύο τιμώμενων προς τον δήμο και τους βασιλείς είναι ο χαρακτηρισμός τους ως κοινῶν εὐεργετῶν (στ. 6). Κοινοὺς εὐεργέτας αποκαλούσαν στην ελληνική Ανατολή τους Ρωμαίους· πρόκειται για μια φιλοφροσύνη που εξήρε την απόλυτη παντοδυναμία τους (Erskine 1994: 82-87). Η απόδοση του χαρακτηρισμού αυτού σε μεμονωμένες προσωπικότητες, όπως στην περίπτωση των κυβερνητών των Τυάνων, αποτυπώνει τη μεγάλη δύναμη που διέθεταν οι συγκεκριμένοι αξιωματούχοι σε τοπικό επίπεδο, παράλληλα όμως σημαίνει μάλλον ότι ενήργησαν για το καλό του συνόλου της πόλης και του βασιλέα (I.Tyana σ. 208 σημ. 105).
Η απονομή διακρίσεων από την πόλη των Τυάνων στα δύο αυτά πρόσωπα ίσως δεν συνιστά μια απλή αναγνώριση της προσφοράς τους προς την πόλη και τους βασιλείς, αλλά εκφράζει εμμέσως τη νομιμοφροσύνη και υποστήριξη των Τυανέων στον βασιλέα, σε μια εποχή έντονης πολιτικής διαμάχης για την εξουσία (I.Tyana σ. 209).
Αθανασία Σοφού