Μενέδημος Ἀπολλοδότωι καὶ Λαοδικέων | |
[τ]οῖς ἄρχουσι καὶ τῆι πόλει χαίρειν. τοῦ | |
[γ]ραφέντος πρὸς ἡμᾶς προστάγματος | |
[παρὰ τ]οῦ βασιλέως ὑποτέτακται | |
5 | [τὸ ἀντί]γραφον∙ κατακολουθεῖτε οὖν |
τοῖς ἐπεσταλμένοις καὶ φροντίσατε | |
ὅπως ἀναγραφὲν τὸ πρόσταγμα εἰς στήλην | |
λιθίνην ἀνατεθῆι ἐν τῶι ἐπιφανεστάτωι | |
τῶν ἐν τῆι πόλει ἱερῶν. | |
10 | Ἔρρωσθε Θιρ΄ Πανήμου ι΄.
vacat |
Β[α]σιλεὺς Ἀντίοχο[ς Μ]ενεδήμωι χαίρειν. | |
[Βου]λόμενοι τῆς ἀδελφῆς βασιλίσσης | |
Λαοδίκης τὰς τιμὰς ἐπὶ πλεῖστον αὔξειν | |
καὶ τοῦτο ἀναγκαιότατον ἑαυτοῖς | |
15 | νομίζοντες εἶν[αι] διὰ τὸ μὴ μόνον ἡμῖν φιλοστόργως |
καὶ κηδεμονικῶς αὐτὴν συμβιοῦν, [ἀλ]λὰ καὶ | |
πρὸς τὸ θεῖον εὐσεβῶς διακεῖσθαι καὶ τὰ ἄλλα μὲν | |
ὅσα πρέπει καὶ δίκαιόν ἐστιν παρ’ ἡμῶν [αὐτ]ῆι | |
συναντᾶσθαι διατελοῦμεν μετὰ φιλοστοργίας | |
20 | ποιοῦντες, κρίνομεν δὲ καθάπερ ἡμῶν |
ἀποδείκνυνται κατὰ τὴν βασιλείαν ἀρχιερεῖς, | |
καὶ ταύτης κ[αθ]ίστασθαι ἐν τοῖς αὐτοῖς τό[ποι]ς | |
ἀρχιερείας, αἳ φ[ορ]ήσουσιν στεφάνους χρυ[σοῦς] | |
ἔχοντας εἰκόν[α]ς αὐτῆς, ἐνγραφήσονται δὲ [καὶ] | |
25 | ἐν τοῖς συν[αλ]λάγμασ[ι], μετὰ τοὺς τῶν προ[γόνων] |
καὶ ἡμῶν ἀρχι[ερε]ῖς. ἐπεὶ οὖν ἀποδέδει[κται] | |
ἐν τοῖς ὑπὸ σ[ὲ τό]ποις Λαοδίκη{ς}, συ[ντελείσθω] | |
πάντα τοῖς προγεγραμμένοις ἀκολ[ούθως], | |
καὶ τὰ ἀντίγραφα τῶν ἐπιστολῶν ἀναγραφέν[τα] | |
30 | εἰς στήλας ἀνατεθήτω ἐν τοῖς ἐπιφανεστάτοις τό[ποις], |
ὅπως νῦν τε καὶ εἰς τὸ λοιπὸν φανερὰ γ[έν]ηται ἡ ἡμε[τέρα] | |
καὶ ἐν τούτοις πρὸς τὴν ἀδελφὴν [προ]αίρεσις. | |
Θιρ΄ Ξαν[δικοῦ . . ]. |
Ο Μενέδημος χαιρετά τον Απολλόδοτο, τους άρχοντες και την πόλη των Λαοδικέων. Επισυνάπτεται το αντίγραφο του προστάγματος που έστειλε σε εμάς ο βασιλέας∙ (στ. 5) ακολουθήστε λοιπόν τις οδηγίες που έχει στείλει ο βασιλέας μέσω επιστολής και φροντίστε να αναγραφεί το πρόσταγμα σε πέτρινη στήλη και να ανατεθεί στο πιο διακεκριμένο από τα ιερά της πόλης. (στ. 10) Να είστε καλά. 119ο έτος, 10η Πανήμου. Ο βασιλέας Αντίοχος χαιρετά τον Μενέδημο. Επειδή θέλουμε να αυξήσουμε πολύ τις τιμές για την αδελφή μας βασίλισσα Λαοδίκη και επειδή αυτό το θεωρούμε εξαιρετικά αναγκαίο, (στ. 15) όχι μόνο εξαιτίας της στοργής και της φροντίδας που δείχνει στην κοινή της ζωή μαζί μας, αλλά και επειδή επιδεικνύει ευσέβεια στους θεούς, συνεχίζουμε μεν να κάνουμε με στοργή και όλα τα άλλα όσα της ταιριάζουν και είναι δίκαιο να λάβει από μας, (στ. 20) αποφασίζουμε δε ότι, όπως έχουν διορισθεί στο βασίλειο δικοί μας αρχιερείς, να διορισθούν στις ίδιες περιοχές και δικές της αρχιέρειες, οι οποίες θα φορούν χρυσά στεφάνια που θα έχουν την εικόνα της. Θα αναγράφονται επίσης (τα ονόματά τους) (στ. 25) στα συμβόλαια μετά τους αρχιερείς των προγόνων μας και τους δικούς μας. Εφόσον, λοιπόν, έχει διορισθεί (ως αρχιέρεια) στις περιοχές υπό τη διοίκησή σου η Λαοδίκη, ας γίνουν όλα σύμφωνα με αυτά που έχουν διαταχθεί, και τα αντίγραφα των επιστολών, αφού αναγραφούν (στ. 30) σε στήλες, να ανατεθούν στα πιο διακεκριμένα μέρη, ώστε τώρα και στο μέλλον να γίνει φανερή η καλή μας διάθεση προς την αδελφή μας σχετικά με αυτά. 119ο έτος, Μαρτίου…
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Αντίγραφο Λαοδίκειας Μηδίας: Clairmont 1948: 218-226· Robert 1949: 5-29· Pouilloux, Choix 30· Virgilio 2003: αρ. 10· I.Estremo Oriente 277-278· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 301· IG Iran Asie centr. αρ. 66· Κ. Ζουμπουλάκης στο Ανθολόγιο 95-103: Ε9.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο Κ. Ζουμπουλάκης στο Ανθολόγιο 95-103: Ε9.
Αντίγραφο Φρυγίας: Welles, RC 36-37· Ma 1999: 354 αρ. 37· I.Estremo Oriente 452-453· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 302.
Aντίγραφο Kermanshahan: Robert 1967· I.Estremo Oriente 271-272· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 303· IG Iran Asie centr. αρ. 68.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦIΑ
Bikerman 1938: 236-358· Aymard 1949· Roos 1950· Roos 1951· Edson 1954· Boyce – Grenet 1991: 88-89· Sherwin-White – Kuhrt 1993: 117-118, 202-210· Ma 1999: 235· Callieri 2001: 100· Iossif – Lorber 2007: 63-65· Dreyer 2007: 248-249· Capdetrey 2007: 257, 322-324, 350-353· Rahbar – Alibai – Haerinck – Ovelaet 2014· Iossif 2014.
Η χρονολόγηση δεν παρουσιάζει προβλήματα. Τόσο το διαβιβαστικό έγγραφο (στ. 10) όσο και το καθεαυτό πρόσταγμα (στ. 33) τοποθετούνται στο έτος ΘΙΡ (= 119) του σελευκιδικού συστήματος χρονολόγησης, που είχε ως αφετηρία το 312 π.Χ., όταν ο Σέλευκος Α’ νίκησε στη μάχη της Γάζας και απέσπασε τη Βαβυλώνα από τον Αντίγονο το Μονόφθαλμο (Sachs – Wiseman 1954: 203, 205). Το έτος 119 αντιστοιχεί επομένως στο 193 π.Χ. (τοπικά συστήματα χρονολόγησης με βάση σημαντικά για την τοπική ιστορία γεγονότα (π.χ. μάχες, απελευθερώσεις, ιδρύσεις πόλεων και επαρχιών) αποκτούν μεγάλη διάδοση από τις αρχές της ελληνιστικής εποχής και εξής (ειδικά για τον Πόντο και τη Μικρά Ασία, βλ. Leschhorn 1993, πρβλ. Ε4).
Όσον αφορά την ημερομηνία, η ονομασία των μηνών ακολουθεί το μακεδονικό ημερολόγιο (Samuel 1972: 139-145). Το διαβιβαστικό έγγραφο τοποθετείται στη 10η ημέρα του μήνα Πανήμου που αντιστοιχεί στο δικό μας ημερολογιακό σύστημα με την 26η Ιουνίου, ενώ στο καθεαυτό πρόσταγμα αναφέρεται χωρίς ημερομηνία ο μήνας Ξανδικός, ο οποίος αντιστοιχεί στο Φεβρουάριο-Μάρτιο. Οι μήνες που μεσολαβούν από τον Φεβρουάριο-Μάρτιο ως τον Ιούνιο είναι το διάστημα που χρειάστηκε για να φθάσει το πρόσταγμα του βασιλέα στον σατράπη της Μηδίας Μενέδημο, ο οποίος με τη σειρά του το διαβιβάζει στους κατά περιοχές υφισταμένους του, προκειμένου να προχωρήσουν στη δημοσίευσή του στον τομέα ευθύνης τους.
To υπό εξέταση αντίγραφο προέρχεται από τη Λαοδίκεια της Μηδίας (σημ. Nahavand Hamadan στο Ιράν) και φυλάσσεται στο Μουσείο της Τεχεράνης.
Το συγκεκριμένο πρόσταγμα μας έχει σωθεί σε τρια συνολικά αντίγραφα που συνοδεύονται από διαβιβαστικές επιστολές. Το 1884 βρέθηκε το αντίγραφο στα Δόδουργα της Φρυγίας, το σημερινό Dodurcular της Τουρκίας, και πιο προσφατα ένα ακόμη αντίγραφο στο σημερινό Kermanshahan, πάλι στο Ιράν.
Τα προστάγματα/διατάγματα είναι κείμενα με τα οποία βασιλείς και αυτοκράτορες εξέφραζαν τη βούλησή τους δίνοντας οδηγίες και εντολές στους αξιωματούχους της βασιλικής ή αυτοκρατορικής διοίκησης. Κατά την ελληνιστική εποχή αυτό ίσχυε ιδιαίτερα στις προσωποπαγείς και αχανείς ηγεμονίες των Πτολεμαίων και Σελευκιδών που δεν διέθεταν γραπτή νομοθεσία για διάφορα διοικητικά ζητήματα πέρα από τις αποφάσεις του ηγεμόνα. Οι αποφάσεις αυτές διαβιβάζονταν μέσα από μια γραφειοκρατική διοικητική ιεραρχία στην εκάστοτε επικράτειά του με τη μορφή επιστολών. Έτσι, τα προστάγματα/διατάγματα είχαν συχνά τη μορφή επιστολών ή συνοδεύονταν από επιστολές.
Στήλη από πέτρα (ύψ. 1,39 μ.), διακοσμημένη με μετόπη και ακρωτήρια. Μέσα στη μετόπη υπάρχει ένα ανάγλυφο αντικείμενο, πιθανόν στεφάνι. H στήλη στηρίζεται σε βάση, από την οποία ξεκινούν εκατέρωθεν ορθοστάτες που καταλήγουν σε ανθέμια.
Στην μπροστινή ενεπίγραφη επιφάνεια (ύψ. 0,85 μ., πλ. 0,46 μ.) υπάρχουν μικρές αποξέσεις, ενώ λείπει ένα μικρό κομμάτι στην κάτω δεξιά άκρη. Τα γράμματα έχουν διακοσμητικούς ακρέμονες στις άκρες τους. Το Ο και το Θ είναι μικρότερα από τα υπόλοιπα γράμματα. Στο εσωτερικό του Θ δεν υπάρχει τελεία ή γραμμή αλλά ένας μικρός κύκλος. Οι κάθετες κεραίες του Π είναι συμμετρικές. Οι κεραίες του Σ δεν έχουν μεγάλη απόκλιση. Η οριζόντια κεραία του Α είναι θλαστή.
Ο βασιλέας Αντίοχος Γ’ θεσμοθετεί τη λατρεία της συζύγου του βασίλισσας Λαοδίκης διορίζοντας αρχιέρειες σε όλη την επικράτεια. Πρόκειται για τυπικό δείγμα βασιλικής αλληλογραφίας. Η επιγραφή περιλαμβάνει δύο ξεχωριστά κείμενα. Ένα διαβιβαστικό έγγραφο με τη μορφή επιστολής από τον υπεύθυνο σατράπη της περιοχής Μενέδημο προς τον υφιστάμενό του Απολλόδοτο και την πόλη των Λαοδικέων (στ. 1-10) και ένα βασιλικό πρόσταγμα, που έχει επίσης τη μορφή επιστολής (στ. 12-33). Οι αποφάσεις του προστάγματος ακολουθούν τη λέξη κρίνομεν (στ. 20).
Η χρονολογία μάς επιτρέπει να ταυτίσουμε τον βασιλέα Αντίοχο που αναφέρεται στον στ. 11 με τον Αντίοχο Γ’ τον Μέγα (243-187 π.Χ.). Πρόκειται για έναν από τους πλέον δραστήριους και δυναμικούς βασιλείς της δυναστείας (Grainger 1997: 15-22· Sherwin-White – Kuhrt 1993: 188-216· Dreyer 2007: 239-290), μετά τον ιδρυτή της Σέλευκο Α’ Νικάτορα (358-281 π.Χ.). Το συγκεκριμένο έγγραφο γράφτηκε το 193 π.Χ., δηλαδή την παραμονή της σύγκρουσης του Αντιόχου με τη Ρώμη (Grainger 2002· Dreyer 2007).
Ο Μενέδημος, προς τον οποίο γράφει ο Αντίοχος (στ. 11), πρέπει μάλλον να ταυτισθεί με τον Μενέδημο από τα Αλάβανδα, στέλεχος στον στρατό του Αντιόχου (Grainger 1997: 104). Σύμφωνα με την επιγραφή που εξετάζουμε, το 193 π.Χ. τον βρίσκουμε επικεφαλής της σατραπείας της Μηδίας, ενώ μια αναθηματική επιγραφή που χρονολογείται στο 182 π.Χ. πάλι από τη Λαοδίκεια της Μηδίας τον αναφέρει ως επικεφαλής των ἄνω σατραπειῶν (I.Estremo Oriente 279· Merkelbach – Stauber 2005: αρ. 307· IG Iran Asie centr. αρ. 67).
Ο Απολλόδοτος (Robert 1967: 290 σημ. 4), στον οποίο με τη σειρά του γράφει ο Μενέδημος (στ. 1-2), θα πρέπει να είναι ο βασιλικός αντιπρόσωπος στη Λαοδίκεια, γνωστός ως ἐπιστάτης (για το αξίωμα αυτό βλ. Sherwin-White – Kuhrt 1993: 165-166· Capdetrey 2007: 301-306).
Η βασίλισσα Λαοδίκη, την οποία και αφορά το διάταγμα (στ. 12-13), ήταν κόρη του βασιλέα Μιθριδάτη Β’ του Πόντου και παντρεύτηκε τον Αντίοχο Γ’ το 222 π.Χ. στη Σελεύκεια-Ζεύγμα (Grainger 1997: 49· Bielman 2002: 43-47).
Η Λαοδίκη που διορίζεται αρχιέρεια της συνονόματης βασίλισσας στη Μηδία (στ. 27· Grainger 1997: 48) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ και της βασίλισσας Λαοδίκης (Robert 1949: 18· αντίθετη άποψη Edson 1954). Είναι φυσικό οι αρχιέρειες της λατρείας ενός μέλους της βασιλικής οικογένειας να ανήκουν στις οικογένειες της αριστοκρατίας ή και στην ίδια τη βασιλική οικογένεια (για τη Λαοδίκη αλλά και τη Βερενίκη, που ορίζεται αρχιέρεια της λατρείας στο αντίγραφο της επιστολής που βρέθηκε στη Φρυγία, βλ. Iossif – Lorber 2007: 64· Iossif 2014: 140-146).
Στην συγκεκριμένη επιγραφή ο Αντίοχος Γ’ ιδρύει τη λατρεία της συζύγου του, βασίλισσας Λαοδίκης. Η λατρεία των ηγεμόνων αποτελεί μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες και σύνθετες εξελίξεις στην ελληνιστική εποχή. Οι διάδοχοι και επίγονοι του Αλεξάνδρου στράφηκαν σε αυτήν αναζητώντας ερείσματα νομιμότητας, ενώ οι ελληνικές πόλεις βρήκαν στην απόδοση θεϊκών τιμών ένα μέσο διαπραγμάτευσης με τους ελληνιστικούς ηγεμόνες που μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου ήταν πλέον οι ρυθμιστές των πολιτικών εξελίξεων του ελληνιστικού κόσμου. Σημαντικό ρόλο στη διάδοση και εδραίωση αυτής της λατρείας έπαιξε επιπλέον το γεγονός ότι οι κατακτημένοι πληθυσμοί της Αιγύπτου και της Περσίας συνέδεαν παραδοσιακά τον εκάστοτε ηγεμόνα τους με το θείο (αν και οι συνδέσεις αυτές διαφοροποιούνταν ως προς το περιεχόμενο και τον βαθμό). Η λατρεία των ελληνιστικών ηγεμόνων διακρίνεται σε δύο κατηγορίες: τη λατρεία που τους προσφέρουν οι πόλεις και αυτή που διοργανώνουν οι ίδιοι στην επικράτειά τους για τους εαυτούς τους, τα μέλη της οικογένειάς τους και εν γένει τη δυναστεία τους (τη διάκριση αυτή παρουσιάζει αναλυτικά ο Walbank 1987, όπου και παλαιότερη βιβλιογραφία). Η επιγραφή που εξετάζουμε εντάσσεται στη δεύτερη κατηγορία.
Ενδιαφέρον έχει η αιτιολόγηση της ίδρυσης της λατρείας της Λαοδίκης από τον Αντίοχο Γ’: διὰ τὸ μὴ μόνον ἡμῖν φιλοστόργως καὶ κηδεμονικῶς αὐτὴν συμβιοῦν, [ἀλ]λὰ καὶ πρὸς τὸ θεῖον εὐσεβῶς διακεῖσθαι (στ. 15-17). Η στοργή και η μέριμνα για την οικογένεια αλλά και η ευσέβεια προς το θείο αποτελούν τις βασικές αξίες, για τις οποίες επαινούνται και τιμώνται οι ελληνιστικές βασίλισσες (βλ. Kotsidu 1999· γενικά για τις ελληνιστικές βασίλισσες βλ. Savalli-Lestrade 1994· Savalli-Lestrade 2003· Carney 2010: 201-208· Caneva 2012). Από την αρχή της δυναστείας η σύζυγος του Σελευκίδη βασιλέα κατείχε περίοπτη θέση δίπλα του στηρίζοντας την πολιτική του, προσφέροντας ευεργεσίες εκ μέρους του και δίνοντας με την ευσέβειά της κύρος και νομιμότητα στη βασιλική οικογένεια ως μητέρα των παιδιών και διαδόχων του θρόνου (Sherwin-White – Kuhrt 1993: 127-128· Carney 2010: 205-206). Τα κίνητρα του Αντιόχου Γ’ για την καθιέρωση της λατρείας της συζύγου του δεν είναι ξεκάθαρα, καθώς οι πηγές που διαθέτουμε δεν μας βοηθούν να την εντάξουμε σε μια συγκεκριμένη ιστορική συγκυρία. Βέβαια το 193 π.Χ., καθώς ο Αντίοχος Γ’ βρισκόταν στα πρόθυρα της σύγκρουσης με τη Ρώμη (Grainger 2002: 142-143· Dreyer 2007: 203-236), ήταν έντονη η ανάγκη ενίσχυσης και αποδοχής της εξουσίας του και ίσως σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε τη θεοποίηση της Λαοδίκης.
Το πρόσταγμα ορίζει να διορισθούν σε όλη την επικράτεια του βασιλείου αρχιέρειες της Λαοδίκης (στ. 22-23). Επιπλέον, μαθαίνουμε ότι υπάρχουν αρχιερείς για τη λατρεία των προγόνων του Αντιόχου, αλλά και αρχιερείς για τη λατρεία του ιδίου και των προγόνων (στ. 21, 25-26). Οι αρχιερείς που διορίζονται για αυτές τις λατρείες έχουν υπό τον έλεγχό τους περισσότερα ιερά σε μια ευρύτερη περιοχή. Για τον θεσμό του αρχιερέα γενικά βλ. Müller 2000. Για τους αρχιερείς στους Σελευκίδες βλ. Ma 1999: 145-147· Capdetrey 2007: 322-327. Για τις αρχιέρειες βλ. Bielman 2002: 45, 48· Iossif 2014: 143-144. Οι αρχιερείς και οι αρχιέρειες ανήκαν προφανώς στις αριστοκρατικές οικογένειες που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα ή στην ίδια τη βασιλική οικογένεια. Στο αντίγραφο της Μηδίας που πραγματευόμαστε η αρχιέρεια Λαοδίκη (στ. 27) έχει ταυτισθεί με την κόρη του Αντιόχου Γ’ (βλ. παραπ.). Στο αντίγραφο της Φρυγίας (I.Estremo Oriente 452 στ. 4 και 453 στ. 19· Merkelbach – Stauber 2005: 302 στ. 4, 31) αρχιέρεια διορίζεται η Βερενίκη, κόρη του Πτολεμαίου (στ. 4), ο οποίος ήταν δυνάστης της Τελμησσού και συγγενής του Αντιόχου (για την ταύτιση του Πτολεμαίου βλ. Welles, RC σ. 161-162 και Grainger 1997: 115). Από μια επιγραφή που χρονολογείται το 209 π.Χ. και αφορά την τοποθέτηση του Νικάνορα ως αρχιερέα των ιερών στις περιοχές πέρα από τον Ταύρο (Ma 1999: 288-292 αρ. 4), μαθαίνουμε ότι τέτοιου τύπου διορισμοί ίσχυαν ως ανταμοιβή προσώπων που αποτελούσαν το περιβάλλον του ηγεμόνα (φίλοι τοῦ βασιλέως, βλ. Ε5 link), στελέχωναν τη βασιλική διοίκηση και ήταν γνωστοί για την αφοσίωση (πίστιν) και την καλή τους διάθεση (εὔνοιαν) απέναντι στον βασιλέα. Από την ίδια επιγραφή προκύπτει ότι οι αρμοδιότητες ενός αρχιερέα είχαν να κάνουν με την εποπτεία των θυσιών στα ιερά της ευθύνης του και με τον έλεγχο των οικονομικών τους.
Η απουσία της αναφοράς των αρχιερέων της δυναστικής λατρείας σε έγγραφα σφηνοειδούς γραφής από τη Βαβυλώνα δείχνει ότι η διάταξη αυτή πιθανόν αφορούσε μόνο τα έγγραφα σε ελληνική γλώσσα. Η διάταξη προφανώς δεν αφορούσε ούτε τις ελληνικές πόλεις της σελευκιδικής επικράτειας: σύμφωνα με τις μαρτυρίες που διαθέτουμε, οι πόλεις δεν είναι υποχρεωμένες να χρησιμοποιούν ως επώνυμους τους ιερείς της δυναστικής λατρείας, ενώ αντίθετα χρονολογούν ενίοτε με βάση τους ιερείς των βασιλικών λατρειών που έχουν ιδρύσει οι ίδιες (πρβλ. van Nuffelen 2004: 280-281, 298-300). Φαίνεται, λοιπόν, ότι εξαιρούνταν από τη χρήση των αρχιερέων ως χρονολογικού στοιχείου περιοχές υπήκοων πληθυσμών που διέθεταν κάποιο βαθμό αυτονομίας από την κεντρική διοίκηση. Η από το κέντρο εκπορευόμενη λατρεία των προγόνων και των ζώντων βασιλέων απευθυνόταν ενδεχομένως στα στελέχη της διοίκησης και στον στρατό, τα φυσικά στηρίγματα ενός Σελευκίδη ηγεμόνα, προκειμένου να διατηρεί τον έλεγχο του κράτους του (για τη διοίκηση του Σελευκιδικού κράτους βλ. Ma 1999: 108-149).
Κλεάνθης Ζουμπουλάκης