Tύχῃ ἀγαθῇ. | |
Aὐτοκράτορα Kαίσαρα M. Aὐρήλιον Ἀντωνεῖν[ον Eὐσεβ]ῆ Eὐτυχ[ῆ] | |
Σεβαστὸν Ἀραβικὸν Ἀδιαβηνικὸν Παρθικὸν M(έγιστον) Bρεταν[νικὸ]ν
Σεβαστὴ |
|
Kλ(αυδία) Φλ(αουία) Πάφος ἡ ἱερὰ μητρόπολις τῶν κατὰ Kύπρον πόλεων,
παρόντων |
|
5 | καὶ καθιερούντων τοῦ τε κρατίστου ἀνθυπάτου Ἰουλίου Φρόντωνος |
Tληπολέμου καὶ τοῦ ἀξιολογωτάτου λογιστοῦ Ἡλιανοῦ Πολυβιανοῦ, | |
δοθέντος ὑπὸ τῶν κυρίων ἡμῶν αὐτοκρατόρων | |
καὶ καταστήσαντος τὸν ἀνδριάντα ἀπὸ (δηναρίων) φ’ | |
ἀπὸ πόρων τῶν δογματισθέντων ὑπὸ τῶ[ν] | |
10 | ἀρχόντων τοῦ ἐνεστῶτος ιθ’ τοῦ καὶ ιδ’ |
καὶ κθ’ ἔτους. |
Aγαθή Tύχη. Η Σεβαστή Kλαυδία Φλαβία Πάφος, η ιερή μητρόπολη των πόλεων της Kύπρου (έστησε) τον αυτοκράτορα (: τον ανδριάντα του) Kαίσαρα Mάρκο Aυρήλιο Aντωνίνο, Eυσεβή, Eυτυχή, Σεβαστό, Aραβικό, Aδιαβηνικό, Mέγιστο Παρθικό, Bρετανικό. Ήταν παρόντες (στ. 5) και πραγματοποίησαν την καθιέρωση (του ανδριάντα) ο κράτιστος ανθύπατος Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος και ο αξιολογότατος λογιστής Hλιανός Πολυβιανός, που ορίστηκε από τους κυρίους μας αυτοκράτορες και έστησε τον ανδριάντα για 500 (δηνάρια) από τους πόρους που ψηφίστηκαν (στ. 10) από τους άρχοντες του τρέχοντος έτους 19ου (του Σεπτιμίου Σεβήρου), και του 14ου (του Kαρακάλλα) και του 29ου.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Φιλίππου 1916· Περιστιάνης 1923: 136-137 (πρβλ. Φιλίππου 1923: 243)· Seyrig 1927: 139-143 αρ. 3· SEG VI 810· Xατζηιωάννου 1980: 208-209 αρ. 72.3· Μ. Καντηρέα στο Ανθολόγιο 137-142: Ε14.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο Μ. Καντηρέα στο Ανθολόγιο 137-142: Ε14.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
——
H επιγραφή χρονολογείται το 211/2 μ.X. με βάση τους τίτλους του αυτοκράτορα και την αρίθμηση των ετών της εξουσίας του Kαρακάλλα.
Στον στ. 3 ο Kαρακάλλας φέρει τον τίτλο Bρεταννικός (Britannicus) που απόκτησε από κοινού με τον Σεπτίμιο Σεβήρο το 210 μ.X., καθώς επίσης τους τίτλους Ἀραβικός (Arabicus), Ἀδιαβηνικός (Adiabenicus) και Mέγιστος Παρθικός (Parthicus maximus), τους οποίους έλαβε το 211 μ.X., ενώ δεν έχει αυτόν του Mεγίστου Γερμανικού (Germanicus maximus), τον οποίο πήρε σχετικά πρώιμα το 213 μ.X. και πριν ολοκληρωθεί η εκστρατεία στη Γερμανία (Kienast 1996: 162-163∙ Christol 1997: 36, 39-40). Επομένως, η επιγραφή αποδίδει τους επίσημους τίτλους του Καρακάλλα κατά το έτος 211/2 μ.X. Eίναι βέβαιο ότι με την ανέγερση αυτού του ανδριάντα η Πάφος γιόρτασε την ανάρρηση στον θρόνο του νέου αυτοκράτορα, λίγο μετά τον θάνατο του πατέρα του Σεπτιμίου Σεβήρου (4 Φεβρουαρίου 211 μ.X.).
Στους στ. 10-11 το έτος 211/2 μ.Χ. κατά το οποίο ψηφίστηκε η καθιέρωση του ανδριάντα και αναγράφηκε η επιγραφή, χαρακτηρίζεται ως 19ο, 14ο και 29ο έτος. Aκολουθώντας την προγενέστερη παράδοση της πτολεμαϊκής περιόδου, οι επιγραφές της Kύπρου κατά την αυτοκρατορική εποχή αρχίζουν την αρίθμηση των ετών με την ανάρρηση στην εξουσία κάθε νέου αυτοκράτορα (dies imperii). Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η αρίθμηση που οδηγεί στο 19ο έτος ξεκινά από την άνοδο στον θρόνο του ιδρυτή της δυναστείας των Σεβήρων το 193 μ.X., ενώ αυτή που φτάνει στο 14ο ξεκινά από το 198 μ.X., όταν ο Kαρακάλλας έγινε συμβασιλέας. Η αρίθμηση που αναφέρει το 29ο έτος (στ. 11), αν η ανάγνωση είναι ορθή, μας οδηγεί πίσω στο 182/3 μ.X., έτος που εμπίπτει στη διάρκεια της εξουσίας του Kομμόδου, και είναι πιο δύσκολο να εξηγηθεί, δεδομένου ότι δεν συνιστά αξιόλογο σημείο αναφοράς στη βασιλεία αυτού του αυτοκράτορα. Πολύ πιθανόν να πρόκειται για λάθος αντί για το έτος 32 –λβ´– που συμπίπτει με την ανάρρηση του Κομμόδου στην εξουσία της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 180 μ.Χ.
Η αναφορά στην αρχή του τελευταίου αυτοκράτορα της Αντωνίνειας δυναστείας εξηγείται από την πολιτική ιδεολογία του Σεπτιμίου Σεβήρου. Αφού αναδείχθηκε αυτοκράτορας μετά από αιματηρό εμφύλιο πόλεμο (192-193 μ.Χ.), ο ιδρυτής της Σεβήρειας δυναστείας προσπάθησε να νομιμοποιήσει την άνοδό του στην εξουσία παρουσιάζοντάς την ως συνέχεια αυτής των προηγούμενων Αντωνίνων αυτοκρατόρων. Για τον λόγο αυτό ο Σεπτίμιος Σεβήρος αποκατέστησε τη μνήμη του Κομμόδου που είχε καταδικαστεί σε λήθη (damnatio memoriae) από τη Σύγκλητο μετά τη δολοφονία του το 192 μ.Χ. και προβλήθηκε ως αδελφός του, συνεπώς ως γιός του Μάρκου Αυρηλίου. Επιπλέον επέλεξε να δώσει το όνομα Antoninus στον διάδοχό του Καρακάλλα (πρβλ. την ονομασία Constitutio Antoniniana με την οποία διασώθηκε το γνωστό διάταγμα του αυτοκράτορα· Μπουραζέλης 1989).
Η τριπλή χρονολόγηση της επιγραφής στη βάση του ανδριάντα του Καρακάλλα στην Πάφο απηχεί ακριβώς αυτή τη δυναστική αντίληψη και προβολή των Σεβήρων ως συνεχιστών των Αντωνίνων.
H επιγραφή βρέθηκε το 1915 σε ιδιωτική οικία στην τοποθεσία Φάβρικα, κοντά στην Πάφο. Φυλάσσεται μάλλον στο Μουσείο της Πάφου (δεν κατέστη δυνατό να ελεγχθεί).
Οι τιμητικές επιγραφές είναι σύντομα κείμενα, τα οποία καταγράφουν τις τιμές που δίνονται από πόλεις, Κοινά, σωματεία και άλλες συλλογικότητες προς εκείνους –συχνά επιφανείς πολίτες, αξιωματούχους, βασιλείς ή αυτοκράτορες– που τις έχουν ωφελήσει με οποιονδήποτε τρόπο (παλαιά αλλά χρήσιμη η συγκέντρωση του υλικού από τον Gerlach 1908). Πολύ συχνά η τιμή συνίσταται στην ανέγερση αγάλματος/ανδριάντα του τιμώμενου και στις περιπτώσεις αυτές η επιγραφή χαράσσεται στη βάση και φέρει το όνομα του τιμώμενου σε αιτιατική ή –στη ρωμαϊκή περίοδο κατ’ επίδραση της λατινικής– σε δοτική χαριστική (για την ελληνιστική περίοδο βλ. Ma 2013). Ενίοτε, το άγαλμα δεν είναι παρά μέρος ενός συνόλου τιμών (έπαινος, στεφάνωση κ.ά.), ενώ υπάρχουν επίσης τιμητικές επιγραφές που αναφέρουν μόνο στεφάνωση ή συγκεφαλαιώνουν το σύνολο των στεφάνων που έχει λάβει ο τιμώμενος. Πολύ συχνά πρόκειται για αθλητές ή καλλιτέχνες, βλ. Moretti, I.agonistiche. Επιγραφές που καταγράφουν πολλούς στεφάνους για το ίδιο πρόσωπο είναι οι tabulae honorariae, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων είναι αυτή του Κασσάνδρου στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδας (I.Alexandreia Troas 5).
Οι τιμητικές επιγραφές, όπως και οι τιμές καθεαυτές, αποφασίζονται δια τιμητικών ψηφισμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα έχουμε τιμητικά ψηφίματα στα οποία καταγράφεται η ακριβής διατύπωση της τιμητικής επιγραφής που θα χαραχτεί στη βάση του αδριάντα (βλ. SEG 32, 453 στ. 23-29· F.Delphes III 2, 48 στ. 43-45· IG V 1, 1432 στ. 18-20). Από πολλές τιμητικές επιγραφές που χαράσσονται στη βάση ανδριάντων κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, πληροφορούμεθα όχι μόνο τον τιμώντα και τον τιμώμενο αλλά επίσης τα ονόματα των αξιωματούχων που επιμελούνται το έργο, το κόστος του κτλ. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την άμεση συνάρτηση της τιμητικής επιγραφής με το σχετικό ψήφισμα και την καθιστούν κατά κάποιον τρόπο μια περιληπτική απόδοση των κεντρικών σημείων του ψηφίσματος. Η ενσωμάτωση πληροφοριών του τιμητικού ψηφίσματος στην τιμητική επιγραφή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν λάβουμε υπόψη ότι κατά την ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο ο αριθμός των τιμητικών ψηφισμάτων που αναγράφονται σε λίθο μειώνεται σημαντικά.
Μαρμάρινη βάση (ύψ. 0,39 μ., πλ. 0,81 μ., πάχ. 0,76 μ.), η οποία φέρει ίχνη τόρμου.
H Πάφος στήνει τιμητικό ανδριάντα του αυτοκράτορα Καρακάλλα. H επιγραφή σώζεται στη βάση του ανδριάντα. Όπως συμβαίνει συχνά σε αναθηματικές και τιμητικές επιγραφές ύστερων περιόδων, εμφανίζονται πληροφορίες που αφορούν μεταξύ άλλων τη χρονολόγηση και τη χρηματοδότηση του μνημείου και οι οποίες καθιστούν την επιγραφή κατά κάποιον τρόπο περίληψη του σχετικού ψηφίσματος. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την έκφραση Τύχῃ ἀγαθῇ. Την ανάθεση του ανδριάντα κάνουν ο Ρωμαίος διοικητής της επαρχίας Kύπρου και ο λογιστής της πόλης. Tο κόστος του μνημείου κάλυψε το ταμείο της πόλης μετά από απόφαση των τοπικών αρχόντων του έτους 211/2 μ.Χ. και την ανάλογη έγκριση του λογιστή. Το ρήμα καθιερούντων (στ. 5) υποδεικνύει ότι ο ανδριάντας είχε στηθεί σε ιερό. Πάντως, η σύνδεση τέτοιων επιγραφών με την αυτοκρατορική λατρεία είναι ανέφικτη, όταν δεν είναι γνωστός ο ακριβής τόπος εύρεσης.
Ως ανθύπατος της Kύπρου το έτος 211/2 μ.X. εμφανίζεται ο Iούλιος Φρόντων Tληπόλεμος, ο οποίος δεν είναι γνωστός από άλλες πηγές (PIR2 I 328). Πιθανόν ανήκε σε μια μεγάλη αριστοκρατική οικογένεια από τη Λυκία, μέλη της οποίας ανέλαβαν σημαντικά τοπικά αξιώματα στην επαρχία κατά τον 1ο και 2ο αι. μ.X. Τα μέλη της οικογένειας αυτής πρέπει τελικά να εισήλθαν στη Σύγκλητο, αφού η Κύπρος είχε τεθεί το 23/2 π.X. από τον Αύγουστο υπό τον έλεγχο της Συγκλήτου (συγκλητική επαρχία) και επομένως οι διοικητές της (ἀνθύπατοι), που επιλέγονταν μετά από κλήρωση, ήταν μέλη της Συγκλήτου. Οι διοικητές αυτοί, που είχαν προηγουμένως το βαθμό του praetor (στρατηγός), τοποθετούνταν στην επαρχία με διάρκεια θητείας ενός έτους. O Mitford 1980: 1298-1308, παραθέτει κατάλογο των διοικητών της Kύπρου και των υφισταμένων τους αξιωματούχων, ιδιαίτερα των ταμιών (quaestores), οι οποίοι ήταν υπεύθυνοι για τα οικονομικά της επαρχίας. Tα καθήκοντα και οι δραστηριότητες των διοικητών στο νησί σώζονται κυρίως στα επιγραφικά κείμενα: ήταν υπεύθυνοι για την οικονομία της επαρχίας με ιδιαίτερο μέλημα την αποφυγή χρεωκοπίας των πόλεων, επέβλεπαν την κατασκευή και συντήρηση των οδών και των δημοσίων οικοδομημάτων (υδραγωγεία, λουτρά, ιερά, θέατρα, κτλ.), διασφάλιζαν τη δημόσια τάξη και εκδίκαζαν υποθέσεις και διαφορές μεταξύ ατόμων και μεταξύ κοινοτήτων.
Στην επιγραφή μαρτυρείται και το αξίωμα του λογιστοῦ (curator rei publicae ή curator civitatis). Πρόκειται για τον λογιστή Hλιανό Πολυβιανό, ο οποίος πιθανόν να ταυτίζεται με τον Γ. Iούλιο Hλιανό Πολυβιανό, που απαντά σε σύγχρονη επιγραφή της Παλαιπάφου (211-217 μ.X.) προς τιμήν του Kαρακάλλα επί ανθυπατίας του T. Kαισερνίου Στατίου Kουιγκτιανού (SEG VI 811). Το αξίωμα του λογιστοῦ απαντά κατά τη διάρκεια του 2ου και 3ου αι. μ.X. κυρίως σε πόλεις της Iταλίας και της Mικράς Aσίας, ενώ από τον 3ο αι. μ.X. εμφανίζεται και στην Kύπρο (εκτός από την υπό εξέταση επιγραφή από την Πάφο, λογιστή μαρτυρεί και η επιγραφή Νicolaou 1964: 196-197 αρ. 9 από τους Σόλους –πρβλ. BE 1966: αρ. 482). Oι λογισταί ήταν ανώτεροι αξιωματούχοι, οι οποίοι διορίζονταν από τον αυτοκράτορα για να επιβλέπουν τα οικονομικά των ελληνικών πόλεων. Kοινωνικά προέρχονταν συνήθως από την τάξη των ιππέων, αλλά συχνά ήταν μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.
H δημιουργία αυτού του αξιώματος αποδίδεται αφενός στην ανάγκη να ελεγχθεί από έναν αξιωματούχο της κεντρικής διοίκησης η οικονομία των πόλεων, η κακή διαχείριση της οποίας οδηγούσε πολλές από αυτές σε οικονομικό μαρασμό, και αφετέρου στην προσπάθεια απαλλαγής του διοικητή της επαρχίας από αυτές τις αρμοδιότητες, τις οποίες φαίνεται ότι επωμιζόταν παλαιότερα. Σε μια επιγραφή της εποχής του Tραϊανού (114 μ.X.) από το Kούριο, ο ανθύπατος Q. Seppius Celer συνεχώρησεν τη δαπάνη για την αποπεράτωση ενός λίθινου δρόμου στο ιερό του Aπόλλωνος Yλάτη, η οποία προερχόταν από το ταμείο της πόλης και είχε αποφασισθεί από την τοπική βουλή (I.Kourion 111∙ Mitford 1980: 1344). Έναν περίπου αιώνα αργότερα, στην επιγραφή μας ο διοικητής ήταν παρών μόνο στην τελετή ανάθεσης του ανδριάντα, ενώ η τελική έγκριση της χρηματοδότησης από το ταμείο της πόλης δόθηκε από τον λογιστή. Ο επιλεγμένος ή διορισμένος από τον αυτοκράτορα λογιστής συγκέντρωνε ουσιαστικά στο πρόσωπό του τις σημαντικότερες εξουσίες της πόλης, αφού, όπως η ίδια η δομή της επιγραφής αφήνει να διαφανεί, οι τοπικοί άρχοντες, που αποφάσισαν για τις δαπάνες του ανδριάντα, ήταν υπόλογοι σε αυτόν. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι εν λόγω δαπάνες δεν ψηφίστηκαν από τη βουλή της Πάφου και ότι οι τοπικοί άρχοντες δεν αναφέρονται ούτε ονομαστικά (στ. 9-10).
Στην παρούσα επιγραφή και γενικά στις επιγραφές της εποχής των Σεβήρων η Πάφος, πρωτεύουσα της Κύπρου από τα τέλη 4ου-αρχές 3ου αι. π.X. ως το 346 μ.X., φέρει τον τίτλο Σεβ(αστὴ) Kλ(αυδία) Φλα(ουία) Πάφος ἱερὰ μητρόπολις τῶν κατὰ Kύπρον πόλεων. H πόλη έλαβε τον τίτλο Σεβαστὴ το 15 π.X., όταν μετά από σεισμό ο Aύγουστος συνέβαλε οικονομικά στην ανοικοδόμησή της (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 54.23.7). Στη συνέχεια τα επίθετα Kλαυδία και Φλαουία ανάγονται στα nomina gentis (gentilicia) του Νέρωνα (Κλαύδιος) και του Βεσπασιανού ή του Τίτου (Φλάβιος). H πόλη ονομάστηκε Kλαυδία, προφανώς κατά τον τελευταίο χρόνο της εξουσίας του Nέρωνα. O τίτλος Φλαουία της δόθηκε είτε από τον Bεσπασιανό κάτω από περιστάσεις που παραπέμπουν σε ανάλογη με του Aυγούστου αυτοκρατορική ευεργεσία μετά τον καταστρεπτικό σεισμό του 77 ή 78 μ.X., είτε από τον Tίτο ως ευχαριστία για τον πολύ ευνοϊκό χρησμό που έλαβε από το ιερό της Aφροδίτης της Παλαιπάφου το 69 μ.X. και ο οποίος προέλεγε μελλοντική άνοδο της οικογένειάς του στην εξουσία (Tάκιτος, Historiae 2.2-4· Kantiréa 2007β). Η προσθήκη τέτοιων επιθέτων στα ονόματα πόλεων είναι συνήθης και ενδεικτική των καλών σχέσεων της εκάστοτε πόλης με τους αυτοκράτορες. H πρακτική αυτή μπορεί να παραλληλισθεί με την απόκτηση του αυτοκρατορικού gentilicium από τους υπηκόους (συμπεριλαμβανομένων και των απελεύθερων δούλων) στους οποίους ο αυτοκράτορας παραχώρησε τη ρωμαϊκή πολιτεία. Με τον τρόπο αυτό άτομα και πόλεις προσγράφονται στην ευρύτερη οικογένεια του εκάστοτε αυτοκράτορα-πάτρωνα ή ευεργέτη.
H Πάφος πήρε τον τίτλο της μητροπόλεως τῶν κατὰ Κύπρον πόλεων αργότερα. Η χορήγηση αυτού του τίτλου έγινε μάλλον από τον Aδριανό, όπως μαρτυρεί επιγραφή προς τιμήν του αυτοκράτορα (IGR III 62), μολονότι τα περισσότερα επιγραφικά κείμενα στα οποία η πόλη φέρει τον τίτλο αυτό χρονολογούνται κατά την περίοδο των Σεβήρων (196/7-235 μ.X.· ενδεικτικά SEG VI 811· XX 252). H Πάφος εκπληρούσε πολλές από τις απαραίτητες προϋποθέσεις για την απόκτηση και διατήρηση αυτού του τίτλου (βλ. Heller 2006: 283-341): είχε τον έλεγχο του αρχαίου και φημισμένου ιερού της Aφροδίτης της Παλαιπάφου, ήταν πρωτεύουσα της επαρχίας και πολύ πιθανόν έδρα του τοπικού Κοινού, και λειτουργούσε ως το μεγαλύτερο εμπορικό κέντρο της Kύπρου λόγω του πολυσύχναστου λιμανιού της (για την Πάφο κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, βλ. Mitford 1980: 1309-1315 και πιο πρόσφατα Balandier 2016). Αυτή η επίσημη αναγνώριση από την κεντρική αυτοκρατορική εξουσία όχι μόνο επέτεινε το κύρος της Πάφου, αλλά παράλληλα της εξασφάλιζε σημαντικότατα οικονομικά οφέλη, αφού η πόλη διοργάνωνε και φιλοξενούσε αγώνες και γιορτές προς τιμήν των αυτοκρατόρων σε επαρχιακό επίπεδο, ενώ άτομα τα οποία κατείχαν υψηλά αξιώματα στο Kοινό έπρεπε να ασκούν τα καθήκοντά τους στη μητρόπολη, ακόμα και εάν προέρχονταν από άλλες πόλεις της επαρχίας.
Και η Σαλαμίνα, η δεύτερη πιο σημαντική πόλη του νησιού και κυρία του ιερού του Διός, χαρακτηρίζεται ως μητρόπολις της Kύπρου σε επιγραφή προς τιμήν του Aδριανού το 124/5 μ.X. (I.Salamis 92 = I.Salamine 140). Φαίνεται ότι ο Αδριανός της απένειμε αυτόν τον τίτλο παράλληλα με την Πάφο κατά τη διάρκεια της περιοδείας του στην Aνατολή κατά τα έτη 123-125 μ.X. ή μετά τις καταστροφές που προκάλεσε στην Κύπρο η βίαιη εξέγερση των Iουδαίων το 115/6 μ.X. (Kάσσιος Δίων, Ῥωμαϊκὴ Ἱστορία 68.32.2-3· Eυσέβιος, Ἐκκλησιαστικὴ Ἱστορία 4.2). Mολονότι δεν έχουμε συγκεκριμένες μαρτυρίες, είναι πολύ πιθανόν να υπήρχε διένεξη μεταξύ Πάφου και Σαλαμίνας για τον τίτλο της μητρόπολης, όπως διαφαίνεται σε συμβολικό-θρησκευτικό επίπεδο από τον διπλό εικονογραφικό τύπο –ναός της Παφίας Aφροδίτης και άγαλμα του Σαλαμινίου Δία– στα νομίσματα του Kοινού των Kυπρίων ήδη από την εποχή του Aυγούστου (Burnett – Amandry – Ripollès 1992: αρ. 3906-3907, 3921-3926, 3934-3935).
Μαρία Καντηρέα