(πλευρά Α)
ὑπὲρ βασιλέως Ἀριαρά- | |
θους Ἐπιφανοῦς Ατηζωας | |
Δρυηνου γυμνασιαρχήσας | |
καὶ ἀγωνοθετήσας Ἑρμῇ | |
5 | καὶ Ἡρακλεῖ ἀ[να]γραφὴν γυ- |
μνασίαρχων [τῶν] ἀπὸ τοῦ | |
ε’ ἔτους· [ v. Ατηζ]ωας Δρυη- | |
νου, [ . . . . . . ] Ἡρακλείδου |
(πλευρά Β)
Ἀθήναιος Ἡγ[
Για τον βασιλέα Αριαράθη Επιφανή ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή τον κατάλογο των γυμνασιάρχων από το πέμπτο έτος: [Ατηζ]ώας ο γιος του Δρυηνού, [ ] ο γιος του Ηρακλεί[δου]
Αθήναιος ο γιος του Ηγ[
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Ρίζος 1856: 113· Κουζηνόπουλος 1869: 390· Preuner 1921: 25 αρ. 42· SEG I 466· Robert, Noms indigènes 492-497· I.Tyana 29· Α. Σοφού στο Ανθολόγιο 149-152: Ε16.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο Α. Σοφού στο Ανθολόγιο 149-152: Ε16.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦIΑ
Robert 1960: 124-125· Σοφού 2018.
H επιγραφή χρονολογείται στο πέμπτο έτος της ηγεμονίας του Αριαράθη Στ΄ (περ. 129/8-περ. 114/3 π.Χ.). Με δεδομένο ότι διασώζει τα ονόματα τριών γυμνασιάρχων, μπορούμε να τοποθετήσουμε ακριβέστερα το terminus post quem του αναθήματος το 122 π.Χ. περίπου.
Βρέθηκε στα Τύανα (σημ. Kemerhisar), ένα από τα λίγα αστικά κέντρα της Καππαδοκίας που μετεξελίχθηκαν σε ελληνικού τύπου πόλεις. Δεν είναι γνωστό πού φυλάσσεται σήμερα.
Στις τιμητικές αναθέσεις λογίζονται τόσο εκείνες που το αντικείμενο ανάθεσης είναι το άγαλμα ενός θνητού (το όνομα του οποίου συχνά εμφανίζεται σε αιτιατική πτώση μέσα στο κείμενο της αναθηματικής επιγραφής) όσο και εκείνες που η ανάθεση γίνεται υπέρ ενός θνητού. Οι θνητοί των οποίων τα αγάλματα ανατίθενται ή υπέρ των οποίων γίνεται η ανάθεση έχουν κάποια σχέση (εξουσίας, επαγγελματική ή συγγενική) με τον αναθέτη και η πράξη της ανάθεσης έχει διττή τιμητική λειτουργία: αποδίδει τιμή τόσο στον θνητό (τον οποίο απεικονίζει το ανάθημα ή υπέρ του οποίου γίνεται η ανάθεση) όσο και στις θεότητες στις οποίες προσφέρεται το ανάθημα. Ο αναθέτης δηλώνει την ευνοϊκή του διάθεση προς τον τιμώμενο ή/και τη στενή του σχέση με αυτόν, ενώ συγχρόνως κερδίζει την εύνοια των θεών για την ευσέβειά του.
Το ότι από τις επιγραφές που πιστοποιούν την ανέγερση ενός αγάλματος απουσιάζει κάποιες φορές οποιαδήποτε αναφορά στο θείο, δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο για να τις εντάξουμε στην κατηγορία των απλών τιμητικών και να αποκλείσουμε τον αναθηματικό χαρακτήρα του μνημείου. Οι θεοί που απουσιάζουν μπορεί απλώς να υπονοούνται. Ενίοτε ο ίδιος ο τόπος ανέγερσης του μνημείου καθιστούσε τον αναθηματικό του χαρακτήρα και την ταυτότητα του θεού στοιχεία αυτονόητα για όσους αντίκριζαν το μνημείο αυτό στην εποχή του.
Βάση ή στήλη μεγάλου πάχους.
Ο Ατηζώας, γιος του Δρυηνού, γυμνασίαρχος και αγωνοθέτης στο γυμνάσιο των Τυάνων, ανέθεσε στον Ερμή και τον Ηρακλή έναν κατάλογο γυμνασιάρχων υπέρ του βασιλέα Αριαράθη Στ’ Επιφανούς Φιλοπάτορα.
Η ανάθεση στους θεούς υπέρ του βασιλέα αποτελεί έναν ιδιαίτερο τύπο απόδοσης τιμών και έκφρασης της αφοσίωσης και νομιμοφροσύνης των υπηκόων προς τον ηγεμόνα τους. Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις οι αναθέτες είναι, όπως ο γυμνασίαρχος Ατηζώας, δημόσια πρόσωπα: αξιωματούχοι της βασιλικής αυλής, της διοίκησης και του στρατού ή των πόλεων που βρίσκονται στην περιοχή κυριαρχίας του ηγεμόνα..
Το γυμνάσιο ήταν φυσικά το ιδεώδες μέρος για την ανάθεση ενός καταλόγου γυμνασιάρχων από έναν συνάδελφό τους. Η ύπαρξη του γυμνασίου, ενός θεσμού που μυούσε τους νέους στον ελληνικό τρόπο ζωής και σκέψης εκπαιδεύοντας πολιτικά και κοινωνικά τους μελλοντικούς πολίτες, πιστοποιεί αναμφίβολα έναν βαθμό εξελληνισμού του βασιλείου της Καππαδοκίας –τουλάχιστον στα αστικά κέντρα– και αποτελεί μια έμμεση μαρτυρία για την οργάνωση των Τυάνων κατά τα πρότυπα των ελληνικών πόλεων επί Αριαράθη Στ’ (γενικά για το γυμνάσιο Delorme 1960, ειδικά για τον ρόλο του γυμνασίου στην Ανατολή κατά τους ελληνιστικούς χρόνους βλ. τα άρθρα των Groß-Albenhausen 2004 και Bringmann 2004).
Η επιλογή του πέμπτου έτους της ηγεμονίας του Αριαράθη Στ΄ ως χρονικού ορόσημου για την έναρξη του καταλόγου μπορεί να έχει ποικίλες ερμηνείες: σηματοδοτεί πιθανόν τη χρονιά της θητείας του Ατηζωα ως γυμνασιάρχου ή κάποια σημαντική ευεργεσία του βασιλέα προς το γυμνάσιο ή άλλες σημαντικές εξελίξεις, ενδεχομένως πολιτικού χαρακτήρα. Ο θεσμός του γυμνασίου είχε εισαχθεί στο βασίλειο των Αριαραθιδών μάλλον ήδη σε προγενέστερη εποχή.
Ο γυμνασίαρχος Ατηζωας Δρυηνου είναι πέρα από κάθε αμφιβολία αυτόχθων (για τα ανθρωπωνύμια αυτά βλ. Robert, Noms indigènes 493) και έτσι η επιγραφή του γυμνασίου των Τυάνων αποτελεί την πρωιμότερη μαρτυρία στην ιστορία του ελληνιστικού γυμνασίου για την ανάληψη του αξιώματος του γυμνασιάρχου από έναν αυτόχθονα.
Αξιοσημείωτο είναι ότι οι δύο άλλοι γυμνασίαρχοι του αποσπασματικά σωζόμενου καταλόγου φέρουν ελληνικά θεοφόρα ονόματα ή πατρώνυμα: Ἀθήναιος και Ἡρακλείδης (Parker 2000). Η διάδοση του ονόματος Ἡρακλείδης (όπως και αυτή του αντίστοιχου θεοφόρου ανθρωπωνυμίου Ἡράκλειτος) συνδέεται με τη λατρεία του Ηρακλή (βλ. το ευρετήριο των ανθρωπωνυμίων που προέρχονται από το όνομα Ηρακλής: I.Tyana σ. 535). Τουλάχιστον από τα μέσα του 2ου αι. π.Χ. ο Ηρακλής λατρευόταν στο καππαδοκικό βασίλειο και εκτός του γυμνασίου, που ήταν ο κατεξοχήν χώρος λατρείας του (για τον Ηρακλή στο γυμνάσιο βλ. Aneziri – Damaskos 2004: 248-251). Η γιορτή Ἡράκλεια μνημονεύεται σε ψήφισμα της πόλης Άνισα που χρονολογείται πιθανότατα στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. (Robert, Noms indigènes 499-501). Νομισματικές μαρτυρίες της αυτοκρατορικής περιόδου επιβεβαιώνουν τη σημαντική θέση που κατείχε ο Ηρακλής στο πάνθεον των καππαδοκικών θεών και ηρώων (I.Tyana σ. 373-374). Η απήχηση αυτής της εισαγόμενης λατρείας στον ντόπιο πληθυσμό οφείλεται μάλλον στην ταύτιση του Ηρακλή με κάποια τοπική θεότητα, όπως συνέβη σε άλλες περιοχές της Μ. Ασίας και αλλού. Στα Τύανα ο Ηρακλής θεωρούνταν, ενδεχομένως, γιος της Αστάρτης, της προστάτιδας της πόλης (I.Tyana σ. 373-374, 480-482).
Το όνομα Ἀθήναιος του τρίτου γυμνασιάρχου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένο στο καππαδοκικό βασίλειο, ακόμη και μεταξύ των μελών της επόμενης βασιλικής δυναστείας των Αριοβαρζανιδών (96-36 π.Χ.), λόγω εξομοίωσης της θεάς Αθηνάς με τη μεγάλη καππαδοκική θεά Μα (I.Tyana σ. 372-373, 500-501, 534). Η απήχηση που είχε η λατρεία της Αθηνάς αποτυπώνεται στην καππαδοκική νομισματοκοπία: κυρίαρχο εικονογραφικό θέμα των νομισμάτων του βασιλείου από τον 3ο αι. π.Χ. ως και το τέλος της δυναστείας των Αριοβαρζανιδών το 36 π.Χ. αποτελεί ο ελληνικός νομισματικός τύπος της Αθηνάς Νικηφόρου (Simonetta 1997).
Ο γυμνασίαρχος Ἀθήναιος και ο άγνωστος γυμνασίαρχος με το πατρώνυμο Ἡρακλείδης μπορεί να ήταν εξελληνισμένοι αυτόχθονες. Η υπόθεση αυτή ενισχύεται από τη γενική τάση που είχαν οι εξελληνισμένοι αυτόχθονες να υιοθετούν γρήγορα ελληνικά ονόματα, με αποτέλεσμα να σώζονται ελάχιστα μη ελληνικής προέλευσης ονόματα γηγενών που φοίτησαν ή ανέλαβαν αξιώματα στα γυμνάσια του ελληνιστικού κόσμου (βλ. Groß-Albenhausen 2004: 316· Σοφού 2018).
Αθανασία Σοφού