Ψάφισμα Ἱππία Ἱππία τοῦ Ἱππία Ἀργείου | |
περὶ τᾶς παρακαταθήκας τᾶς Ἀθάνας. | |
Ι | ἐπ’ ἰερέως τᾶς Ἀθάνας Ἀριστείδα, τοῦ δὲ Ἁλίου Πλε[ι]- |
στάρχου Πα. ιϛ΄. ἔδοξε μασ[τ]ροῖς καὶ Λινδίοις Ἱππίας γ΄ Ἀργ. εἶπε· | |
5 | ἐπειδὴ συνβαίνει τὰς μὲν ποθόδους τὰς Λινδίων ὑστερεῖν, τὰ δὲ εἰ[ς] |
τὰς θυσίας καὶ παναγύ[ρε]ις ἀναλ[ώ]ματα πολλάκις ἐπείγειν καὶ τού- | |
[τ]ῳ τρόπῳ τοὺς ἄρχοντας εἰς δυ[σχ]ρη̣στίαν ἐνπείπτειν, συνφέ̣- | |
ρον δέ ἐστι Λινδ[ίοι]ς̣ κ[α]ὶ τὰ[ς τῶ]ν θεῶν τειμὰς καὶ τὸ τοῦ [κ]οινοῦ | |
πρέπον διαφυλά[σσ]εσθαι ὄ[ν]τος ἐξ ἑτοίμου ἀργυρίου εἰς τὰς | |
10 | παναγύρεις καὶ τ[ὰ]ς τῶν θεῶν τειμάς· Τύχᾳ Ἀγαθᾷ· δεδό- |
χθαι Λινδίοις· κυρωθέντος τοῦδε τοῦ ψαφίσματος τὸ γεγο- | |
νὸς περίψαφον τ[ῶ]ν ἰεροταμιᾶν Μενεκράτευς καὶ Ἀσκλαπι- | |
άδα καὶ Ἁγησάνδρου ἀπὸ τᾶς ἰεροταμείας αὐτῶν ἐκ τᾶς τ[ρι]- | |
[ε]τίας καὶ εἴ τι παρειλήφαντι ἐκ τούτου καὶ εἴ τί κα παραλάβωντ[ι] | |
15 | [τ]οὶ ἐνεστακότες ἰεροταμίαι Διονύσιος καὶ Καλλίμαχος κα[ὶ] |
[Π]υθόδωρος, παραδόντω ἰερὸν εἰς παρακαταθήκαν τᾶς Ἀθάνα[ς] | |
[τ]ᾶς Λινδίας καὶ τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέως Καλλιστράτῳ β΄ τῷ ἰερεῖ | |
[τ]ᾶς Ἀθάνας ἐν[ια]υ̣σίῳ̣· [ὁμ]οίως δὲ καὶ τοὶ ἐπιστάται τοὶ ἄρχοντε[ς] | |
[τ]ὸν ἐπ’ ἰερέως Καλλ[ιστρ]άτου καὶ Ῥοδοπείθευς ἐνιαυ[τὸν] | |
20 | [ἑλέ]σθων ἄνδρας [ε΄] ἐγ μὲν τῶν ἰερατευκότων τ[ᾶς] |
[Ἀ]θάνας γ΄, ἐγ δὲ τῶν̣ [ἄλλω]ν Λινδίων β΄· τοὶ δὲ αἱρεθέ[ν]- | |
[τε]ς παραλαβόντ[ω παρ]ὰ τοῦ ἰερέως τᾶς Ἀθάνας | |
τοῦ δαμοσίου ἐπ̣[ιστά]ν̣το[ς τ]ὰ ἀποκείμεν[α ἐν] | |
[τ]ῷ νακορείῳ χάλκ[ε]α καὶ σιδά̣[ρ]εα καὶ [ἐ]πιδειξάν[τω] | |
25 | [τ]οῖς μαστροῖς καὶ Λινδίοι[ς ἐν τῷ] μα[στ]ρείῳ τῷ ἐ̣[ν τᾷ] |
[π]όλει ἀγομένῳ τῷ – – κα[ὶ ἀποδ]όσθω α[ὐ]τὰ παρα[κο]- | |
[λ]ουθούντων πᾶσι καὶ τῶν̣ [δα]μοσίων καὶ ἀποδόμεν̣[οι] | |
παραδόντω τὸ πεσὸν [ἀ]ργ̣ύ̣ριον [τ]ῷ ἰερεῖ τᾶς Ἀθάνα[ς] | |
[ἰ]ερὸν ἦμειν ἐν παρακατ̣[αθ]ήκᾳ τᾶς Ἀθάνας τᾶς Λινδί[ας] | |
30 | καὶ τοῦ Διὸς τοῦ Πολιέω[ς]· ἐπειδὴ δὲ καὶ ἀνδριάντες |
[τ]ινές ἐντι ἐν τᾷ ἀναβ[ά]σει καὶ αὐτᾷ τᾷ ἄκρᾳ ἀνεπίγραφοι καὶ | |
ἄσαμοι, συνφέρον δέ [ἐ]στι καὶ τούτους ἦμειν ἐπισάμους ἐπιγρ[α]- | |
[φ]ὰν ἔχοντας ὅτι θεο(ῖ)ς ἀνάκεινται, δεδόχθαι Λινδίοις· κυ τοῦδε | |
[τ]οῦ ψα τοὶ αὐτοὶ ἐπιστάται μ[ισθω]σάντω ἑκάστου ἀνδριάντος τὰν | |
35 | [ἐ]πιγραφάν, διαχειρο[τονησ]άντων Λινδίων, εἰ δεῖ τοῦ εὑρίσ- |
κοντος κατακυροῦ[ν ἢ μ]ή, καὶ [εἴ κ]α [δ]όξῃ τοῦ εὑρίσκοντος κα- | |
[τ]ακυροῦν τὸ πεσὸν ἀργύριον, [ἀ]πὸ τού[τ]ων καταβαλόμε- | |
[ν]οι λ[όγ]ον, π[ό]σου ἑ[κ]ά[σ]το[υ ἁ] ἐπιγραφ[ὰ ἀπε]δόθ[η] παραδόντω ἰερὸν | |
[ἦ]μ[ειν εἰς] πα[ρ]ακα[τ]α[θ]ήκαν τᾶς Ἀ[θ]άνας τ[ᾶ]ς Λινδία̣ς καὶ τ[οῦ] | |
40 | [Διὸς τοῦ Πολιέ]ω̣ς̣· [τοὶ δὲ] ὠνησά[μ]ε[ν]οι τὰς ἐπιγραφὰς μὴ |
[ἐχόντων ἐξουσίαν ἀπ]ε[νε]νκεῖ[ν] ἐκ τᾶς ἄκρας ἀνδριάν[τας] | |
[τρόπῳ μηδ]ενὶ μηδὲ παρευρέσει μηδεμιᾷ ἢ ἔνοχοι ἐόντ[ω] | |
[ἀσεβεί]ᾳ· πο̣ιησάμενοι δὲ τὰν αἴτησιν ἐχόντων ἐξουσ[ίαν] | |
[μετενεγκ]εῖν ἅ κα συνχωρήσωσι διὰ τᾶς αἰτήσιος Λίν[δ]ιοι· |
Ψήφισμα του Ιππία, γιου του Ιππία, εγγονού του Ιππία, από τον δήμο του Άργους, σχετικά με την παρακαταθήκη της Αθηνάς. Το έτος που ιερέας της Αθηνάς ήταν ο Αριστείδας και του Ήλιου ο Πλείσταρχος, κατά τη 16η ημέρα του μήνα Πανάμου. Αποφάσισαν οι μαστροί και οι Λίνδιοι, ο Ιππίας Γ΄, από τον δήμο του Άργους, πρότεινε. Επειδή συμβαίνει τα μεν έσοδα της κοινότητας των Λινδίων να υστερούν, (στ. 5) τα δε έξοδα για τις θυσίες και τις πανηγύρεις να είναι συχνά πιεστικά και με αυτόν τον τρόπο οι άρχοντες να έρχονται σε δύσκολη θέση, και επειδή είναι συμφέρον για τους Λινδίους να διαφυλάξουν τις τιμές προς τους θεούς και τη συλλογική αξιοπρέπεια, με το να υπάρχουν διαθέσιμα χρήματα τα οποία θα προορίζονται για τις πανηγύρεις και την απόδοση τιμών στους θεούς. Για καλή τύχη, (στ. 10) να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Αφού επικυρωθεί αυτό το ψήφισμα, το οποίο θα ισχύει και για τους ιεροταμίες Μενεκράτη, Ασκληπιάδα και Αγήσανδρο, των οποίων η τριετής θητεία τελειώνει, και αν έχουν παραλάβει κάτι από αυτά και αν και οι ιεροταμίες που πρόκειται να αναλάβουν καθήκοντα Διονύσιος, Καλλίμαχος και (στ. 15) Πυθόδωρος παραλάβουν κάτι, να τα παραδώσουν ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως, στον επόμενο ιερέα της Αθηνάς Καλλίστρατο Β΄. Και ομοίως, όταν επώνυμος ιερέας (της Λίνδου) θα είναι ο Καλλίστρατος και (της Ρόδου) ο Ροδοπείθης, οι επιστάτες και οι άρχοντες να επιλέξουν πέντε άνδρες, (στ. 20) τρεις προερχόμενους από όσους έχουν διατελέσει ιερείς της Αθηνάς και δύο μεταξύ των υπόλοιπων Λινδίων. Αυτοί, αφού εκλεγούν, να παραλάβουν από τον ιερέα της Αθηνάς, με τη βοήθεια του δημόσιου δούλου, τα χάλκινα και τα σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο και να τα παρουσιάσουν στους μαστρούς και τους Λινδίους στον χώρο του μαστρείου (στ. 25) της πόλης – -. Και, αφού οι δημόσιοι τα εξετάσουν όλα, να τα πωλήσουν, και, αφού τα πωλήσουν, να παραδώσουν τα χρήματα στον ιερέα της Αθηνάς ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Και επειδή κάποιοι ανδριάντες, (στ. 30) οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό και πάνω στην ακρόπολη, δεν φέρουν επιγραφές και διακριτικά, είναι συμφέρον να σηματοδοτηθούν, φέροντας επιγραφή (η οποία θα αναγράφει) ότι είναι αφιερωμένοι στους θεούς. Να αποφασίσουν οι Λίνδιοι. Με αυτό το ψήφισμα οι ίδιοι επιστάτες να εκμισθώσουν την επιγραφή του κάθε ανδριάντα, ενώ οι Λίνδιοι να αποφασίσουν με ψήφο (στ. 35) αν πρέπει να επικυρωθεί ή όχι η προσφορά του καλύτερου πλειοδότη. Και αν αποφασισθεί να επικυρωθεί νικητήρια η προσφορά, αφού (οι επιστάτες) κάνουν έναν απολογισμό της τιμής για την οποία η επιγραφή του κάθε ανδριάντα αποδόθηκε, να παραδώσουν τα χρήματα τα οποία θα προέλθουν από αυτά ως ιερά στην παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας και του Διός Πολιέως. Αυτοί που έχουν αγοράσει τις επιγραφές (στ. 40) να μην έχουν εξουσία να μετακινήσουν από την ακρόπολη τους ανδριάντες με κανέναν τρόπο και με καμία πρόφαση, αλλιώς να είναι ένοχοι για ασέβεια. Να έχουν δικαίωμα όμως να αλλάξουν θέση στον ανδριάντα μόνο αν το αιτηθούν στους Λινδίους και αφού τους δώσουν τότε αυτοί σχετική άδεια (στ. 44).
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο LSCG Suppl. 90
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
I.Lindos 419˙ LSCG Suppl. 90˙ Migeotte, Souscriptions 41.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Blanck 1969: 101-102˙ Sherk 1990: 281-283˙ Dignas 2003: 42-44, 46-48˙ Kajava 2003: 69-80˙ Harter-Uibopuu 2012: 51-55˙ Harter-Uibopuu 2013: 53-55˙ Harter-Uibopuu 2014: 464-466˙Chankowski 2015: 122-124˙ Fernoux 2017: 91-93.
Το κείμενο χρονολογείται με ασφάλεια το έτος 22 μ.Χ., την 16η ημέρα του Πανάμου, δηλαδή του 10ου μήνα του χρόνου (σύμφωνα με το ροδιακό ημερολόγιο, βλ. σχετικά Trümpy 1997: 167-178). Το έτος υπολογίζεται με βάση τον ιερέα της Αθηνάς Λινδίας που είναι και ο επώνυμος άρχων της πόλης.
Στήλη κατασκευασμένη από λάρτιο λίθο. Έχει ύψος 0,935μ., κορυφή με γείσο 0,10μ., μέγιστο μήκος 0,56μ., ελάχιστο 0,44-45μ., μέγιστο βάθος 0,40μ., ελάχιστο 0,31-33μ. Και οι τέσσερις πλευρές της είναι άρτια επεξεργασμένες.
Η επιγραφή έχει υποστεί σημαντικές φθορές. Το ψήφισμα αποτελείται από 150 στίχους και χωρίζεται σε 3 μέρη: Ι (στ. 1-61), II (στ. 62-116), ΙΙΙ (στ. 117-150). Εδώ παραθέτουμε τους στίχους 1-44.
Η επιγραφή ξεκινά (στ. 1-2) με αναφορά στο είδος της απόφασης (ψήφισμα), στον εισηγητή (Ιππίας Ιππίου) και στην ίδια την υπόθεση που ρυθμίζει (παρακαταθήκη της θεάς Αθηνάς). Στη συνέχεια, δίνεται η ημερομηνία (στ. 3-4: 16 του μηνός Πανάμου, όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Αριστείδας, δηλαδή το 22 μ.Χ.). Η απόφαση εγκρίθηκε από τους μαστρούς και τη συνέλευση των πολιτών (στ. 4). Αφορμή για το εν λόγω ψήφισμα στάθηκε η δύσκολη οικονομική συγκυρία και, πιο συγκεκριμένα, η έλλειψη πόρων για τη διοργάνωση των εορτών (στ. 5-7). Στο πλαίσιο αυτό, αποφασίστηκε να εξευρεθούν οι απαραίτητοι πόροι (στ. 7-10) μέσω α) της απόδοσης υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες (στ. 11-18), β) της πώλησης σιδερένιων και χάλκινων αντικειμένων (στ. 18-30), γ) της πώλησης του δικαιώματος προσθήκης νέας επιγραφής σε ανδριάντες (στ. 30-44), δ) της πρόσκλησης για επίδοση (στ. 44-58), ε) της εξοικονόμησης των «ιερών χρημάτων» με το να είναι άμισθο το αξίωμα των ιεροθυτών (στ. 59-75) και στ) της πιο σχολαστικής συλλογής πόρων από την ιδιωτική λατρεία (στ. 77-86).
Το ιερό και η πόλη
Η επιγραφή σκιαγραφεί λεπτομερώς τη σχέση μεταξύ της πόλης της Λίνδου και του ιερού της Αθηνάς Λινδίας, της πολιάδος θεότητας. Παρατηρείται στενή σύνδεση μεταξύ ιερού και πόλης, με τις δύο αυτές αρχές να είναι αλληλεξαρτώμενες και να διαπνέουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητα όλης της κοινότητας (για τη σχέση ιερών και πόλεων: βλ. Chankowski 2011: 142-143˙ Camia 2017: 51-52). Τα πολιτικά όργανα της πόλης παρεμβαίνουν για την επίλυση του οικονομικού προβλήματος, χωρίς αυτό να υποβιβάζει θεσμικά το ιερό και τις εξουσίες του. Αντιθέτως, μέσω του ψηφίσματος, αναγνωρίζεται ο κομβικός ρόλος του ιερού, των εορτών και των χρημάτων που πρέπει να εξασφαλισθούν, καθώς με αυτόν τον τρόπο διαφυλάσσεται η συλλογική ευπρέπεια της πόλης (στ. 7-10).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η ποικιλία των αξιωματούχων που εμφανίζονται ως εκτελεστές της απόφασης και οι οποίοι κατέχουν τόσο πολιτικά όσο και θρησκευτικά αξιώματα της πόλης και του ιερού. Η συνεργασία τους είναι μάλιστα ένδειξη της εξεύρεσης μιας αρμονικής λύσης για το υπάρχον οικονομικό πρόβλημα (Dignas 2002: 95). Υπάρχει προφανώς ξεκάθαρος διαχωρισμός των σφαιρών δικαιοδοσίας των δύο μερών. Ό,τι, όμως, τελικώς συμβαίνει εξυπηρετεί την πόλη και τους πολίτες της (Migeotte, Souscriptions 125˙ Camia 2017: 43). Οι πολιτικοί αξιωματούχοι είναι οι μαστροί (στ. 4, 25) και οι ἄρχοντες (στ. 7, 18), ενώ οι αξιωματούχοι του ναού είναι οι ἰεροταμίαι (στ. 12, 15), οι ἐπιστάται (στ. 18, 34, 45), οι ἰεροθύται (στ. 61, 65, 68-69), ο ἀρχιεροθύτης (στ. 65) και ο ἰερεὺς ὁ καθ’ ὑοθεσίαν (στ. 86). Ως ξεχωριστή κατηγορία πρέπει να υπολογιστούν οι πέντε αρμόδιοι άνδρες που θα εκλεγούν για να πωλήσουν τα σιδερένια και χάλκινα αντικείμενα του ναού (στ. 18-28). Αυτοί δεν φέρουν πρακτικά κάποιο αξίωμα αλλά είναι επισήμως εκτελεστές της ληφθείσας απόφασης. Αναφέρεται, τέλος, ο ιερέας της Αθηνάς, ο οποίος αποτελεί ξεχωριστή περίπτωση, καθώς είναι ο ανώτατος αξιωματούχος του ιερού αλλά και ο επώνυμος άρχων της πόλης (Sherk 1990: 281-283).
Η παρακαταθήκη
Το ψήφισμα ασχολείται με την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης η οποία ανήκει στην Αθηνά Λινδία και στον Δία Πολιέα (Chankowski 2015: 122). Ορίζει με ποιες προσόδους θα ενισχυθεί και ποιος θα είναι ο σκοπός αυτού του ταμείου. Επίσης προβλέπεται ποιος θα είναι ο διαχειριστής, πού θα βρίσκεται το κεφάλαιο και ποια θα είναι η διάρκεια ύπαρξης της παρακαταθήκης. Στο σύνολο των 150 στίχων του ψηφίσματος, το συγκεκριμένο ταμείο των θεών αναφέρεται δέκα φορές: τέσσερις φορές προσδιορίζεται ως παρακαταθήκη της Αθηνάς Λινδίας (στ. 2, 59, 62-63, 82-83), τέσσερις φορές της Αθηνάς και του Διός Πολιέος (στ. 16-17, 29-30, 39-40, 57) και δύο φορές δεν υπάρχει αναφορά σε θεότητα (στ. 72, 92).
Οι οικονομικοί πόροι με τους οποίους θα τροφοδοτηθεί η παρακαταθήκη θα προέλθουν από τέσσερις πηγές εσόδων (βλ. παραπάνω, α-δ). Σχετικά με την πρώτη, την απόδοση των υπολειπόμενων χρημάτων που διαχειρίστηκαν οι ιεροταμίες του έτους 22 μ.Χ. (στ. 11-18), ορίζεται ότι οι τελευταίοι οφείλουν να αποδώσουν το πλεονασματικό ποσό στον επερχόμενο ιερέα της θεάς Καλλίστρατο. Κατά το έτος ανάληψης των καθηκόντων του, το 23 μ.Χ., οι ορισθέντες αξιωματούχοι θα πρέπει να εκτελέσουν και τα υπόλοιπα τρία μέτρα (β-δ). Συγκεκριμένα, οι επιστάτες και οι άρχοντες θα εκλέξουν μια επιτροπή πέντε ατόμων η οποία θα συλλέξει τα προς πώληση χάλκινα και σιδερένια αντικείμενα που φυλάσσονται στο νεωκόρειο (στ. 18-30). Ακολούθως, οι επιστάτες θα πωλήσουν τις επιγραφές των ανδριάντων (στ. 30-44) και έπειτα θα προσκαλέσουν δημόσια σε επίδοση (στ. 44-58). Διαχειριστής της παρακαταθήκης ορίζεται ο επώνυμος ιερέας της Αθηνάς Λινδίας Καλλίστρατος. Το ποσό που θα συγκεντρωθεί θα βρίσκεται στο ιερό και θα αποτελεί ιδιοκτησία των θεών (στ. 71-72, 78, 82-83, 102). Προσδιορίζεται, επίσης, η διάρκεια ζωής του ταμείου, καθώς δηλώνεται η επιθυμία να διατηρηθεί αιωνίως και ο ιερέας της Αθηνάς να είναι υπεύθυνος για τη διαχείρισή του (στ. 92-94) – αν και, ως προς το τελευταίο, έχει υποστηριχθεί ότι η παρακαταθήκη δημιουργείται προσωρινά για να καλύψει μια έκτακτη ανάγκη (Migeotte, Souscriptions 124-125˙ για την αντίθετη άποψη, βλ. Harter-Uibopuu 2013: 22).
Επαναχρήσεις αγαλμάτων
Για την ανασυγκρότηση της παρακαταθήκης χρησιμοποιήθηκαν πόροι που συλλέχθηκαν μέσω της πλειοδοσίας ανδριάντων. Συγκεκριμένα, υπάρχουν ανδριάντες που δεν φέρουν επιγραφές (ἀνεπίγραφοι) και διακριτικά (ἄσαμοι) και οι οποίοι βρίσκονται στον δρόμο της ανάβασης προς το ιερό αλλά και στον περίβολό του στην ακρόπολη (στ. 30-32). Αποτελεί γενικό συμφέρον οι ανδριάντες αυτοί να σηματοδοτηθούν (ἐπίσαμοι) και να δηλωθεί με επιγραφή ότι αφιερώνονται στους θεούς (στ. 32-33). Με αυτό το σκεπτικό, οι Λίνδιοι αποφασίζουν τη μίσθωση της επιγραφής κάθε ανδριάντα (στ. 33-35). Τα χρήματα τα οποία θα λάβουν θα καταβληθούν στην παρακαταθήκη (στ. 37-40). Οι μισθωτές των επιγραφών δεν θα έχουν καμία εξουσία πάνω στους ανδριάντες που βρίσκονται στην ακρόπολη –διαφορετικά θα κατηγορηθούν για ασέβεια– και μόνο στην περίπτωση που τους δοθεί σχετική άδεια από τους Λινδίους θα μπορέσουν να τους μετακινήσουν σε άλλον τόπο (στ. 40-44): ίσως τα έργα αυτά να ήταν σημαντικότερα από όσα είχαν τοποθετηθεί στον δρόμο της ανάβασης και να είχαν μεγάλη αξία ή ίσως θα έπρεπε να οριστεί ένα αυστηρό πλαίσιο, το οποίο να προστατεύει την υλική περιουσία του ιερού από όσους πλειοδότες θεωρούσαν ότι τους ανήκαν οι ανδριάντες και, για αυτόν τον λόγο, θα επιχειρούσαν να τους αποσπάσουν από την ακρόπολη χάριν κέρδους (για τις επαναχρήσεις, βλ. Blanck 1969˙ Shear 2007˙ Krumeich 2010˙ Leypold – Mohr – Russenberger 2014˙ Keesling 2017˙ Moser 2017˙ Queyre – von den Hoff 2017˙ Weidgenannt 2019).
Η σύγχρονη έρευνα έχει ερμηνεύσει τις ενεπίγραφες βάσεις που έχουν επαναχρησιμοποιηθεί ως αποτέλεσμα της δυσχερούς οικονομικής κατάστασης που επικρατούσε στην εκάστοτε κοινότητα (Blanck 1969: 98-102). Ο ειδικός όρος που χρησιμοποιείται εκτεταμένα στη βιβλιογραφία για να προσδιορίσει αυτές τις επαναχρήσεις είναι «μεταγραφή». Ως μεταγραφή νοείται τόσο η προσθήκη νέου κειμένου συνήθως κάτω από το διατηρούμενο αρχικό κείμενο (IG I3 850˙ IG II2 4168) όσο και η προσθήκη κειμένου μετά την απόξεση του πρωταρχικού (IG II2 4181). Αυτού του είδους οι επαναχρήσεις πρέπει να ήταν κοινωνικά ανεπιθύμητες (βλ. Κικέρων, Epistulae ad Atticum, 6.1.26) ή ακόμα και έκνομες (βλ. IGR IV 1703, στ. 14-20), γι’ αυτό και δεν υπάρχουν αναφορές πέρα ελαχίστων. Μάλιστα, ο Δίων Χρυσόστομος (Ροδιακός, 161) εκφέρει λόγο έντονα επικριτικό για αυτήν την πρακτική, την οποία αντιλαμβάνεται ως μια πράξη επιβολής λήθης στην κοινότητα, καθώς, προκειμένου αυτή να αποκομίσει πρόσκαιρα, οικονομικά κυρίως, οφέλη, καταστρέφει η ίδια το ιστορικό παρελθόν της.
Οι ανδριάντες οι οποίοι πρόκειται να επαναχρησιμοποιηθούν χαρακτηρίζονται ἀνεπίγραφοι και ἄσαμοι. Ίσως ο όρος «ἄσαμος» να είναι ταυτόσημος με τον όρο «ἀνεπίγραφος» και η επανάληψη αυτή να λειτουργεί εμφατικά, ώστε να τονιστεί περισσότερο το γεγονός ότι οι εν λόγω ανδριάντες δεν φέρουν κάποιο κείμενο, γεγονός που δικαιολογεί την επαναχρησιμοποιήσή τους (Kajava 2003: 72). Ωστόσο, ο ίδιος όρος μπορεί να σημαίνει και την απώλεια ή την απουσία χρώματος στην επιγραφή, με αποτέλεσμα αυτή να καθίσταται δυσανάγνωστη και να δείχνει παραμελημένη (Blanck 1969: 101-102). Είναι αλήθεια πως η απουσία επιγραφής σε ανδριάντες που βρίσκονται σε δημόσια θέα γεννά ερωτήματα, ιδιαίτερα στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με αναθήματα ή τιμητικές αναθέσεις. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι, εάν για κάποιο λόγο η επιγραφή είχε φθαρεί, το ιερό ήταν σε θέση να εντοπίσει την ταυτότητα του αναθέτη (Harter-Uibopuu 2014: 464-467 παρ. 21˙ βλ. επίσης IG XII, 4 2:538, όπου φαίνεται πώς ένα ξεχασμένο ανάθημα παρά το πέρασμα του χρόνου και τη φθορά του διατηρεί τη μνήμη της αναθέτριας).
Σχετικά με τους πλειοδότες, στο ψήφισμα γίνεται χρήση των όρων «μισθωσάντω» (στ. 34) και «ὠνησάμενοι» (στ. 40), με τον πρώτο να αναφέρεται στην ενοικίαση κάποιου αγαθού και τον δεύτερο στην αγορά του. Η χρήση αυτών των δύο διαφορετικών όρων έχει αποδοθεί στο γεγονός ότι η καταβολή του ποσού από τους πλειοδότες γίνεται εφάπαξ (Kajava 2003: 75-77). Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή δεν λύνει το πρόβλημα που σχετίζεται με τον όρο «ὠνησάμενοι», καθώς οι πλειοδότες φαίνονται τελικά να είναι αγοραστές και όχι μισθωτές. Επίσης, απορίες ενδεχομένως να ανακύψουν και ως προς το τι γίνεται σε περίπτωση που υπάρξει ξανά πλειοδοσία για τα ίδια αντικείμενα, όπως και για την αντίδραση του πλειοδότη (πρβλ. Kajava 2003: 76-77˙ Harter-Uibopuu 2014: 465-466 παρ. 59). Αν επανεξετάσει κανείς, όμως, τις αναφορές σε ενοικίαση (στ. 34-35) και αγορά (στ. 40-41) οι οποίες υπάρχουν στο ψήφισμα, παρατηρεί ότι η μίσθωση συνδέεται με τον ανδριάντα ενώ η αγορά και η ιδιοκτησία αποσυνδέεται από αυτόν και συνδέεται με την επιγραφή.
Βασίλης Παπουτσάκης
Επιμέλεια: Αλεξάνδρα Μπαρτζώκα