Ἀγαθῆι vac. τύχηι. | |
Τήν τοῦ θειοτάτου | |
καί ἀνεικήτου αὐτο- | |
κράτορος <σ>εβαστήν | |
5 | μητέρα Μ(άρκου) Αὐρ(ηλίου)Σευή- |
ρου [[ [Ἀλ]εξ[άνδ]ρου ]] | |
καί τῶν ἱερῶν αυτοῦ | |
στρατευμάτων [[ [Ἰου- | |
[λίαν Μαμαί]αν ]] ἡ | |
10 | λαμπροτάτη Θρᾳ- |
κῶν ἐπαρχεία, | |
vacat | |
ἐπιμελουμένου | |
Π(οπλίου) Ἀντίου Τήρου | |
θρᾳκάρχ[ου]. |
Καλή τύχη. Η λαμπρότατη επαρχία της Θράκης [αφιερώνει αυτό το άγαλμα] στην Αυγούστα Ιουλία Μαμαία, μητέρα του θεϊκού και ανίκητου αυτοκράτορα Μάρκου Αυρηλίου Σεβήρου Αλεξάνδρου και των ιερών στρατευμάτων του, μέσω του θρακάρχη Πόπλιου Αντίου Τήρου, ο οποίος αναλαμβάνει την εργασία.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
AE 2006: 1254· Sharankov 2007: 526.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο AE 2006: 1254
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Sharankov 2006: 196-198.
Η επιγραφή χρονολογείται με βεβαιότητα μεταξύ των ετών 222-235 μ.Χ., οπότε ήταν αυτοκράτορας ο Σεβήρος Αλέξανδρος. Ο τίτλος της Μαμαίας «μήτηρ στρατευμάτων» (στ. 5-8) υποδεικνύει χρονολόγηση μετά το 224 μ.Χ., έτος κατά το οποίο φαίνεται ότι απέκτησε τον τίτλο (για τον τίτλο της Μαμαίας, βλ. Kienast 2004: 180). Η περίοδος αυτή επιβεβαιώνεται και από το είδος των γραμμάτων, που είναι χαρακτηριστικά του α΄ μισού του 3ου αι. μ.Χ. (Sharankov 2007: 525-526).
Βρέθηκε στη Φιλιππούπολη (σημερινό Plovdiv της Βουλγαρίας), κοντά στον ποταμό Έβρο. Σήμερα βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Plovdiv (αρ. κατ. NSF II-195).
Οι τιμητικές επιγραφές είναι σύντομα κείμενα, τα οποία καταγράφουν τις τιμές που δίνονται από πόλεις, Κοινά, σωματεία και άλλες συλλογικότητες προς εκείνους –συχνά επιφανείς πολίτες, αξιωματούχους, βασιλείς ή αυτοκράτορες– που τις έχουν ωφελήσει με οποιονδήποτε τρόπο (παλαιά αλλά χρήσιμη η συγκέντρωση του υλικού από τον Gerlach 1908). Πολύ συχνά η τιμή συνίσταται στην ανέγερση αγάλματος/ανδριάντα του τιμώμενου και στις περιπτώσεις αυτές η επιγραφή χαράσσεται στη βάση και φέρει το όνομα του τιμώμενου σε αιτιατική ή –στη ρωμαϊκή περίοδο κατ’ επίδραση της λατινικής– σε δοτική χαριστική (για την ελληνιστική περίοδο βλ. Ma 2013). Ενίοτε, το άγαλμα δεν είναι παρά μέρος ενός συνόλου τιμών (έπαινος, στεφάνωση κ.ά.), ενώ υπάρχουν επίσης τιμητικές επιγραφές που αναφέρουν μόνο στεφάνωση ή συγκεφαλαιώνουν το σύνολο των στεφάνων που έχει λάβει ο τιμώμενος. Πολύ συχνά πρόκειται για αθλητές ή καλλιτέχνες, βλ. Moretti, I.agonistiche. Επιγραφές που καταγράφουν πολλούς στεφάνους για το ίδιο πρόσωπο είναι οι tabulae honorariae, χαρακτηριστικό παράδειγμα των οποίων είναι αυτή του Κασσάνδρου στην Αλεξάνδρεια της Τρωάδας (I.Alexandreia Troas 5).
Οι τιμητικές επιγραφές, όπως και οι τιμές καθεαυτές, αποφασίζονται δια τιμητικών ψηφισμάτων. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα έχουμε τιμητικά ψηφίματα στα οποία καταγράφεται η ακριβής διατύπωση της τιμητικής επιγραφής που θα χαραχτεί στη βάση του αδριάντα (βλ. SEG 32, 453 στ. 23-29· F.Delphes III 2, 48 στ. 43-45· IG V 1, 1432 στ. 18-20 ). Από πολλές τιμητικές επιγραφές που χαράσσονται στη βάση ανδριάντων κατά τους ρωμαϊκούς αυτοκρατορικούς χρόνους, πληροφορούμεθα όχι μόνο τον τιμώντα και τον τιμώμενο αλλά επίσης τα ονόματα των αξιωματούχων που επιμελούνται το έργο, το κόστος του κτλ. Τα στοιχεία αυτά δείχνουν την άμεση συνάρτηση της τιμητικής επιγραφής με το σχετικό ψήφισμα και την καθιστούν κατά κάποιον τρόπο μια περιληπτική απόδοση των κεντρικών σημείων του ψηφίσματος. Η ενσωμάτωση πληροφοριών του τιμητικού ψηφίσματος στην τιμητική επιγραφή αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον αν λάβουμε υπόψη ότι κατά την ρωμαϊκή αυτοκρατορική περίοδο ο αριθμός των τιμητικών ψηφισμάτων που αναγράφονται σε λίθο μειώνεται σημαντικά.
Βάση αγάλματος από λευκό μάρμαρο με ύψος 1,72 μ., πλάτος 0,68 μ. και πάχος 0,58 μ. Επαναχρησιμοποιήθηκε σε μια κατασκευή, πιθανώς γέφυρα, στον ποταμό Έβρο κατά το β΄ μισό του 3ου αι. μ.Χ.
Η επιγραφή είναι σε κακή κατάσταση εξαιτίας της επαναχρησιμοποίησης της βάσης. Στα σημεία όπου αναγράφονται τα ονόματα του αυτοκράτορα και της μητέρας του (στ. 6, 8-9) φαίνονται τα σημάδια της απόξεσης, καθώς ο Σεβήρος Αλέξανδρος και η Μαμαία υπέστησαν damnatio memoriae. Κάποια ίχνη όμως των ονομάτων είναι ακόμα ορατά. Τα τελευταία γράμματα στον στ. 14 είναι κατεστραμμένα από έναν αρμό που φτιάχτηκε κατά τη δεύτερη χρήση της βάσης.
Το άγαλμα αφιερώθηκε στη Μαμαία, μητέρα του Σεβήρου Αλεξάνδρου, εκ μέρους της επαρχίας της Θράκης, όπως γίνεται φανερό από τους στ. 10-11. Ο όρος «Θρᾳκῶν ἐπαρχεία» δηλώνει την ύπαρξη ενός επαρχιακού συμβουλίου, το οποίο πήρε την απόφαση για την ανάθεση του αγάλματος. Το συμβούλιο αυτό εμφανίζεται στις περισσότερες επιγραφές και νομισματικούς τύπους ως «κοινόν τῶν Θρᾳκῶν», ενώ σε μία μόνο επιγραφή διαβάζουμε «κοινοβούλιον τῆς Θρᾳκῶν ἐπαρχείας» (για την επιγραφή που φέρει τον όρο «κοινοβούλιον τῆς Θρᾳκῶν ἐπαρχείας» βλ. Sharankov 2007: 519-520 και Gerassimova-Tomova 2005).
Οι πρωιμότερες μαρτυρίες που έχουμε για το κοινό των Θρακών χρονολογούνται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., αν και η provincia Thracia δημιουργήθηκε το 46 μ.Χ. Πρωτεύουσα της επαρχίας και έδρα του επαρχιακού διοικητή ήταν η Πέρινθος, αλλά στο τέλος του αιώνα η Φιλιππούπολη πήρε τον τίτλο της «μητροπόλεως τῆς Θρᾳκῶν ἐπαρχείας» κι έγινε η έδρα του συμβουλίου του θρακικού κοινού (Sharankov 2005: 241-242, I.Perinthos 74. Για τις πρωιμότερες επιγραφές του κοινού βλ. Sharankov 2007: 518-522). Οι συνελεύσεις του γίνονταν στο θέατρο της πόλης, όπου έχει βρεθεί κι ένα άγαλμα το οποίο ανήγειρε η ίδια η πόλη προς τιμήν του κοινοβουλίου της επαρχίας, κι εξέδιδαν τα «ψηφίσματα» ή «δόγματα». Στο συμβούλιο συμμετείχαν όλες οι πόλεις της επαρχίας, αλλά με διαφορετικό αριθμό αντιπροσώπων ανάλογα με το μέγεθός τους (Sharankov 2007: 521, 523-524. Γενικά για την επαρχία της Θράκης βλ. Sartre 2012: 213-222).
Γενικά, τα επαρχιακά κοινά συνδέονταν στενά με τη διοργάνωση της αυτοκρατορικής λατρείας, αν και η λειτουργία τους δεν περιοριζόταν μόνο σε αυτή τη δραστηριότητα. Ανελάμβαναν τη διαιτησία μεταξύ των πόλεων κι έπαιζαν έναν πιο άμεσο πολιτικό ρόλο ως κοινό συμβούλιο της επαρχίας, σε σχέση με την κάθε πόλη ξεχωριστά. Το κοινό μπορούσε να στέλνει αντιπροσωπείες, να ψηφίζει διατάγματα, να διαμαρτύρεται στον αυτοκράτορα για τη στάση των κυβερνητών. Συνοπτικά, θεωρείται η κύρια μορφή πολιτικής έκφρασης των κατοίκων των επαρχιών. Όλες οι πόλεις των ανατολικών επαρχιών συγκροτούσαν κοινά, στα οποία αντιπροσωπεύονταν από εκπροσώπους και είχαν ως επικεφαλής εκλεγμένους αρχηγούς (Sartre 2012: 96-98, 181-184).
Υπεύθυνος για την κατασκευή και την τοποθέτηση του αγάλματος της αυτοκράτειρας είναι ο θρακάρχης Πόπλιος Άντιος Τήρος (στ. 12-14). Αυτό υποδηλώνει η λέξη ἐπιμελουμένου στον στ. 12. Πολύ συχνά τα θεσμικά όργανα μιας πόλης, ή μιας επαρχίας όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αποφάσιζαν να τιμήσουν κάποιο εξέχων πρόσωπο αλλά την εργασία ανελάμβανε, κάποτε και με δικά του έξοδα, κάποιος αξιωματούχος ή ιδιώτης (βλ. Geagan 1967: 32-33, 48-52 με αφορμή αντίστοιχες επιγραφές από την Αθήνα).
Το αξίωμα του θρακάρχη, που ήταν ταυτόχρονα και ισόβιος τιμητικός τίτλος, εμφανίζεται στις επιγραφές στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ.Χ. Υπάρχει μια άποψη ότι το αξίωμα ταυτίζεται με αυτό του «ἀρχιερέα τῆς Θρᾳκῶν ἐπαρχείας», χωρίς όμως να υπάρχει συμφωνία μεταξύ των μελετητών (Sharankov 2007: 519, 531 και Gerov 1948. Ο Sharankov [2007: 531] αναφέρει ως αντίστοιχη την περίπτωση των «ἀσιαρχών» και των «ἀρχιερέων» στις ασιατικές πόλεις, όπου παρά τις εκατοντάδες επιγραφές δεν είναι βέβαιο αν τα δύο αξιώματα είναι διαφορετικά ή όχι. Για το θέμα στους ασιατικούς τίτλους βλ. Carter 2004, Weiß 2002, Engelmann 2000, Friesen 1999).
Αναφορικά με τον θρακάρχη της επιγραφής, φαίνεται να ανήκει στο γένος των Αντίων, μια εκρωμαϊσμένη οικογένεια ευγενών, πιθανώς καταγόμενη από την Πλαυταλία, η οποία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή της Θράκης κατά τον 2ο και 3ο αι. μ.Χ. Το cognomen Τήρος αποκαλύπτει την αναμφισβήτητη θρακική καταγωγή της οικογένειας (Sharankov 2007: 526, Petersen 1978. Για επιγραφές που αναφέρουν άτομα της οικογένειας των Αντίων βλ. IGBulg IV 2053 και IGBulg III 1.1537).
Οι στ. 5-9 αναφέρουν έναν πολύ διαδεδομένο τιμητικό τίτλο της αυτοκράτειρας Μαμαίας. Ονομάζεται «μήτηρ τῶν στρατευμάτων», μια σπάνια παραλλαγή του τίτλου «μήτηρ τῶν στρατοπέδων» ή λατινιστί «mater castrorum». Πρόκειται για έναν πολύ ενδιαφέροντα τίτλο, ο οποίος εμφανίστηκε στο β΄ μισό του 2ου αι. μ.Χ. και αποδόθηκε για πρώτη φορά στην αυτοκράτειρα Φαυστίνα τη Νεότερη. Στη συνέχεια, αποδόθηκε σε όλες σχεδόν τις αυτοκράτειρες της δυναστείας των Σεβήρων και ο τίτλος διατηρήθηκε μέχρι και τις αρχές του 4ου αι. Αποτελεί πραγματική καινοτομία της εποχής, καθώς συνδυάζει δύο ασυμβίβαστα μέχρι τότε στοιχεία, τις γυναίκες και τον καθαρά αντρικό στρατιωτικό χώρο. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι επεκτείνει τον παραδοσιακό γυναικείο ρόλο της μητρότητας σε ένα ανδροκρατούμενο πεδίο, καθώς ο στρατός γίνεται ένα από τα «παιδιά» του αυτοκρατορικού ζεύγους.
Ο τίτλος εντοπίζεται σε πολλές επιγραφές και νομίσματα, όμως απουσιάζει από τις φιλολογικές μαρτυρίες εκτός από μια πολύ μικρή αναφορά στη Φαυστίνα (Cass. Dio 71.10.5, HA Aur. 26.4-9). Ακριβώς λόγω της έλλειψης των φιλολογικών μαρτυριών δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα τα αίτια δημιουργίας και απονομής του τίτλου. Μελετώντας, ωστόσο την πολιτική και στρατιωτική ιστορία της περιόδου καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι αυτά ποίκιλαν: η δύσκολη στρατιωτική κατάσταση με τις συνεχείς ξένες εισβολές δημιουργεί την ανάγκη να τονιστούν οι δεσμοί του στρατού με την άρχουσα δυναστεία, οι οποίοι σήμαιναν την προστασία της και την προστασία του κράτους. Εν συνεχεία λόγοι δυναστικής διαδοχής «επέβαλαν» την απονομή αυτού του τίτλου είτε για να δηλωθεί ότι ο νέος αυτοκράτορας ήταν «αδερφός» των στρατευμάτων και άρα τελούσε υπό την προστασία τους, όπως στην περίπτωση του Κομμόδου, είτε για να συνδεθεί μια δυναστεία με την προηγούμενή της κι έτσι να νομιμοποιηθεί, όπως συνέβη στην περίπτωση των αυτοκρατόρων της δυναστείας των Σεβήρων. Παράλληλα, ειδικά οι αυτοκράτορες της συριακής δυναστείας, όφειλαν την άνοδό τους στο θρόνο στα στρατεύματα. Ο τίτλος, επομένως, εξυπηρετούσε τόσο τον προπαγανδιστικό ρόλο της κολακείας των στρατευμάτων, όσο και το να υποδηλώσει αφενός στον ρωμαϊκό λαό και τη Σύγκλητο και αφετέρου στους αντιπάλους των αυτοκρατόρων ότι ο στρατός ήταν με το μέρος τους στηρίζοντας και προστατεύοντάς τους ως όφειλε ένας «γιος» προς τους «γονείς και τα αδέρφια» του.
Τέλος, είναι αξιοσημείωτο ότι ο τίτλος αυτός, συνδυαζόμενος σε αρκετές περιπτώσεις και με τον πιο διευρυμένο τίτλο «μήτηρ τῶν στρατοπέδων καί τῆς συγκλήτου καί τῆς πατρίδος» απηχεί και μια μεγάλη αλλαγή που συντελέστηκε την εποχή αυτή αναφορικά με τη δράση των γυναικών του αυτοκρατορικού οίκου. Όλες οι αυτοκράτειρες που τον κατείχαν είχαν συνοδέψει μαζί με τους συζύγους τους ή τους γιους τους τα στρατεύματα σε εκστρατείες, όπως η Φαυστίνα, η Δόμνα και η Μαμαία (Cass. Dio 71.10.5, 75.1-3.2, 80b.3-4, HA Aur. 26.4-9, Ηρωδ. 6.2-6, 6.7), ή είχαν συμμετάσχει με τον τρόπο τους σε κάποια μάχη, όπως η Μαίσα και η Σοαιμιάς (Cass. Dio 79.38.4). Επίσης, όλες με εξαίρεση την Φαυστίνα συμμετείχαν στη διοίκηση της αυτοκρατορίας, με αποκορύφωμα την εποχή του Σεβήρου Αλεξάνδρου, οπότε φαίνεται και από τις φιλολογικές μαρτυρίες ότι η πεποίθηση λαού και στρατού ήταν ότι την πραγματική διοίκηση του κράτους και του στρατού είχε όχι ο αυτοκράτορας αλλά η μητέρα του Μαμαία (για τον τίτλο της «μητρός τῶν στρατοπέδων» βλ. ενδεικτικά Benoist 2015, Levick 2014 και Levick 2007, Langford 2013, Ricciardi 2007, Kienast 2004, Boatwright 2003, Lusnia 1995, Kuhoff 1993, da Costa 1990, Kettenhofen 1979, Benario 1959, Williams 1904).
Δήμητρα Μαργαρίτη