Ἰουλίαν θεὰν Σεβαστὴν Πρόνοιαν | |
ἡ βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρήου πάγου καὶ ἡ βου- | |
λὴ τῶν ἑξακοσίων καὶ ὁ δῆμος | |
ἀναθέντος ἐκ τῶν ἰδίων | |
5 | Διονυσίου τοῦ Αὔλου Μαρα- |
θωνίου, ἀγορανομούντων | |
αὐτοῦ τε Διονυσίου Μαρα- | |
θωνίου καὶ Κοίντου Ναιβίου | |
Ῥούφου Μελιτέως. |
Ο Άρειος Πάγος, η βουλή των εξακοσίων και ο δήμος (αφιερώνουν αυτό το άγαλμα) στη θεά Ιουλία Σεβαστή Πρόνοια, (στ. 5) μέσω του Διονυσίου, του γιου του Αύλου από τον Μαραθώνα, ο οποίος ανέλαβε την εργασία με δικά του έξοδα, όταν ήταν αγορανόμοι ο ίδιος ο Διονύσιος από τον Μαραθώνα και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος, ο γιος του Μελιτέως.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
IG III 461· IG II2 3238· Ehrenberg – Jones 1955: αρ. 128.
Η έκδοση του κειμένου βασίστηκε στο IG II2 3238.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Martin 1982: 105-106· Hahn 1994: αρ. 5· Mikocki 1995: αρ. 104 σελ. 27, 133· Bartman 1999: αρ. 36· Schmalz 2009: 107-108.
Δεν μπορούμε για να χρονολογήσουμε την επιγραφή με βεβαιότητα, καθώς δεν γνωρίζουμε λεπτομέρειες για τους δύο ἀγορανόμους που αναφέρονται σε αυτή. Οι μελετητές την τοποθετούν γενικά στην περίοδο της βασιλείας του Τιβερίου ή και αργότερα, με ορισμένους από αυτούς να υποθέτουν ότι ανατέθηκε μεταξύ των ετών 14 και 29 μ.Χ. και άλλους να θεωρούν ότι η ανάθεση έγινε μετά το 29 μ.Χ. (μεταξύ των ετών 14 και 29 μ.Χ. την τοποθετεί ο Schmalz 2009: 107, ενώ μετά το 29 μ.Χ. οι Mikocki 1995: 166 αρ. 104 και Geagan 1967: 124. Η Kantiréa 2007α: 102-103 αναφέρεται γενικά στην περίοδο του Τιβερίου και η Bartman 1999: αρ. 36 υποστηρίζει ότι θα μπορούσε να είναι και μεταγενέστερη). Η Λιβία πήρε τον τίτλο της Αὐγούστας –ή αλλιώς Σεβαστής (στ. 1), όπως πολλές φορές αποδιδόταν ο τίτλος αυτός στα ελληνικά– με τη διαθήκη του συζύγου της Αυγούστου μετά τον θάνατό του, το 14 μ.Χ. Επίσης από το ίδιο έτος και μετά η αυτοκράτειρα εμφανίζεται στις επιγραφές με το όνομα «Ιουλία» και όχι «Λιβία» ή «Λιβία Δρουσίλλα» με το οποίο αναφερόταν ως τότε (Lozano 2004: 178-179). Το 29 μ.Χ. είναι το έτος θανάτου της ίδιας της αυτοκράτειρας, όμως η αποθέωσή της έγινε το 41 μ.Χ. Παρόλα αυτά, η χρήση του όρου «θεά» (στ. 1) δεν είναι βέβαιο ότι υποδεικνύει χρονολογία μετά την αποθέωσή της, γιατί ο όρος χρησιμοποιούνταν και πριν τον θάνατό της (για τη χρήση του όρου «θεά» πριν την επίσημη αποθέωση της Λιβίας, βλ. Stafford 2013: 207-208 και 208-209).
Έστεκε στο δυτικό πρόπυλο της Ρωμαϊκής Αγοράς (Ευαγγελίδης 2007: 105 σημ. 368). Φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο (αρ. ευρ. 10355).
Στις τιμητικές αναθέσεις λογίζονται τόσο εκείνες που το αντικείμενο ανάθεσης είναι το άγαλμα ενός θνητού (το όνομα του οποίου συχνά εμφανίζεται σε αιτιατική πτώση μέσα στο κείμενο της αναθηματικής επιγραφής), όσο και εκείνες που η ανάθεση γίνεται υπέρ ενός θνητού. Οι θνητοί των οποίων τα αγάλματα ανατίθενται ή υπέρ των οποίων γίνεται η ανάθεση έχουν κάποια σχέση (εξουσίας, επαγγελματική ή συγγενική) με τον αναθέτη και η πράξη της ανάθεσης έχει διττή τιμητική λειτουργία: αποδίδει τιμή τόσο στο θνητό (τον οποίο απεικονίζει το ανάθημα ή υπέρ του οποίου γίνεται η ανάθεση) όσο και στις θεότητες στις οποίες προσφέρεται το ανάθημα. Ο αναθέτης δηλώνει την ευνοϊκή του διάθεση προς τον τιμώμενο ή/και τη στενή του σχέση με αυτόν, ενώ συγχρόνως κερδίζει την εύνοια των θεών για την ευσέβειά του.
Το ότι από τις επιγραφές που πιστοποιούν την ανέγερση ενός αγάλματος απουσιάζει κάποιες φορές οποιαδήποτε αναφορά στο θείο, δεν είναι πάντα ασφαλές κριτήριο για να τις εντάξουμε στην κατηγορία των απλών τιμητικών και να αποκλείσουμε τον αναθηματικό χαρακτήρα του μνημείου. Οι θεοί που απουσιάζουν μπορεί απλώς να υπονοούνται. Ενίοτε ο ίδιος ο τόπος ανέγερσης του μνημείου καθιστούσε τον αναθηματικό του χαρακτήρα και την ταυτότητα του θεού στοιχεία αυτονόητα για όσους αντίκριζαν το μνημείο αυτό στην εποχή του.
Βάση αγάλματος.
Από τον 1ο στίχο της επιγραφής μαθαίνουμε ότι το άγαλμα αφιερώθηκε στη Λιβία «θεά Σεβαστή Πρόνοια». Δύο ακόμα επιγραφές από το ανατολικό μέρος της αυτοκρατορίας αποδίδουν στη Λιβία αυτό τον χαρακτηρισμό: η επιγραφή IG ΧΙΙ Suppl. 124 από την Ερεσό της Λέσβου και η IGR IV 584 από τους Αϊζανούς της Φρυγίας. Το επίθετο «Πρόνοια» αποδιδόταν κατά κύριο λόγο στη θεά Αθηνά και γι’ αυτό, αν και σε καμία από τις τρεις επιγραφές δεν γίνεται αναφορά στο όνομα της θεάς, μπορούμε να υποθέσουμε ταύτιση της αυτοκράτειρας μαζί της. Ιδιαίτερα στην περίπτωση της αθηναϊκής επιγραφής, αυτό αποτελεί μεγάλη πιθανότητα καθώς η Αθηνά Πολιάδα είναι η θεά προστάτιδα της πόλης και ο Άρειος Πάγος, ο δήμος και η βουλή των Αθηναίων που κάνουν την ανάθεση είναι λογικό να ήθελαν να τιμήσουν την αυτοκράτειρα με το να την ταυτίσουν με τη βασικότερη θεότητα που λάτρευαν. Επίσης, ο συσχετισμός με την Αθηνά ίσως να γίνεται για να αποδοθεί στη Λιβία η έννοια της προστασίας που προσφέρει η ίδια ως πάτρωνας σε κάποια πόλη ή ιδιώτη και γι’ αυτό χρησιμοποιείται το επίθετο «Πρόνοια». Από την άλλη είναι πιθανό η απόδοση αυτού του επιθέτου στη Λιβία να θέλει να δηλώσει την ευγνωμοσύνη πόλεων ή ιδιωτών για κάποια ευεργεσία της αυτοκράτειρας (βλ. Frija 2010: 45-46, Barrett 2002: 208, Kajava 2002: 92, Mikocki 1995: 27 και 166 αρ. 104-106, Geagan 1967: 33, 124).
Παράλληλα, πρέπει να αναφερθεί και η περίπτωση της μίμησης της ρωμαϊκής θεάς Providentia Augusta. Ο τίτλος της «Σεβαστής Πρόνοιας» που φέρει η Λιβία σε όλες τις παραπάνω επιγραφές μοιάζει να είναι ακριβής μετάφραση του όρου «Providentia Augusta». Ειδικά για την περίπτωση της επιγραφής από την Αθήνα, η Καντηρέα (Kantiréa 2007α: 102-103) επισημαίνει ότι πρέπει να μελετηθεί στο πλαίσιο του συσχετισμού της Λιβίας με την Providentia Augusta, καθώς στα χρόνια της βασιλείας του Τιβερίου, οπότε και χρονολογείται η επιγραφή, γινόταν επίμονη προσπάθεια να διατηρηθεί η διαδοχή μέσα στον οίκο των Ιουλίων – Κλαυδίων και γι’ αυτό η Providentia Augusta συνδέθηκε με τη Salus Publica, ώστε να επιβεβαιώσει τη νομιμότητα της διαδοχής και τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας.
Οι στίχοι 2-3 αποδίδουν τον επίσημο τρόπο με τον οποίο αναφέρεται η πόλη των Αθηνών κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Η βουλή του Αρείου Πάγου (στ. 2), που κάποτε υπήρξε το κυρίαρχο σώμα της πόλης αλλά αργότερα οι δικαιοδοσίες της συρρικνώθηκαν σημαντικά, γνώρισε ξανά ιδιαίτερη άνθηση κατά τη ρωμαϊκή εποχή. Είχε ποικίλες δικαστικές αρμοδιότητες. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονταν διάφορα αδικήματα όπως η απάτη η σχετική με τα μέτρα και τα σταθμά της αγοράς, οι απαγωγές, οι επιθέσεις. Μπορούσε ακόμα να αποφασίζει για περιπτώσεις εξορίας, κτηματικών διαφορών, εισαγωγής νέων θεοτήτων στη λατρεία της πόλης, για την εκπαίδευση των νέων καθώς και για τη νομισματική πολιτική. Την περίοδο αυτή έφτασε να γίνει το πιο σημαντικό από τα θεσμικά όργανα της Αθήνας. Γι’ αυτό το όνομά της έμπαινε πρώτο σε περιπτώσεις κατά τις οποίες τα τρία όργανα της αθηναϊκής κυβέρνησης – ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 500 ή των 600 και ο δήμος – αναφέρονταν από κοινού.
Η βουλή απαρτίζεται από 600 μέλη μέχρι τη βασιλεία του Αδριανού και στη συνέχεια από 500, εκλεγμένα ανά φυλή. Έχει τη δυνατότητα να ψηφίσει διατάγματα, μόνη ή μαζί με την εκκλησία του δήμου. Οι δικαιοδοσίες της ήταν διευρυμένες και περιελάμβαναν δικαστικές αρμοδιότητες, την ψήφιση τιμητικών διαταγμάτων, την προστασία ορισμένων λατρειών, την εποπτεία της δραστηριότητας των αρχόντων και του θεσμού της εφηβείας.
Η εκκλησία του δήμου, αν και συνεχίζει τη λειτουργία της, δεν έχει την ίδια δύναμη με την προρωμαϊκή εποχή. Ακόμα και μέσα σε αυτήν, δεν έχουν όλοι οι πολίτες τα ίδια δικαιώματα, αλλά διακρίνονται οι εκκλησιάζοντες που κατέχουν τα ανώτερα. Διατηρεί ακόμα τη δύναμη να ψηφίζει τα διατάγματα κι έχει κάποιες δικαστικές αρμοδιότητες. Σταδιακά όμως οι εξουσίες της περιορίζονται μέχρι που από τον 3ο αι. μ.Χ. και έξης δεν βλέπουμε πια ψήφισμα του δήμου (για τα τρία όργανα της αθηναϊκής πολιτείας βλ. Sartre 2012: 194-195 και για τον θεσμό της εφηβείας 123 υποσημ. 3).
Το πιο κοινό παράδειγμα των συνεργατικών ψηφισμάτων ήταν οι αφιερώσεις σε βάσεις αγαλμάτων και ερμαϊκές στήλες, όπως είναι και η επιγραφή IG II2 3238. Χρησιμοποιήθηκαν πολλοί τρόποι αναφοράς των τριών οργάνων της πόλης, αλλά ο πιο διαδεδομένος ήταν αυτός που μας παραδίδεται στους στίχους 2 – 3 της εξεταζόμενης επιγραφής. Τα άτομα που τιμώνταν στις επιγραφές ήταν υψηλά ιστάμενα, όπως αυτοκράτορες, τοπικοί παράγοντες και αφηρωισμένοι νεκροί.
Πολλές αφιερώσεις αναφέρουν έναν ιδιώτη ο οποίος λειτουργεί ως επιμελητής ή κατασκευαστής του έργου που ανατίθεται. Αυτό βλέπουμε να συμβαίνει και στην παραπάνω επιγραφή, καθώς στους στ. 4 – 6 διαβάζουμε «ἀναθέντος ἐκ τῶν ἰδίων/ Διονυσίου τοῦ Αὔλου Μαρα/ θωνίου» (σε άλλες επιγραφές για να δηλωθεί το άτομο που αναλαμβάνει την εργασία βλέπουμε τις διατυπώσεις «ἐπιμεληθέντος της ἀναθήσεως», «ἐπιμεληθέντος», «διά τῆς προνοίας τοῦ», «ἀνέθηκαν». Για παραδείγματα επιγραφών με τις παραπάνω διατυπώσεις βλ. Geagan 1967: 33 υποσημ. 9). Εδώ ο Άρειος Πάγος, η βουλή των 600 και ο δήμος ψηφίζουν το διάταγμα για την ανέγερση του αγάλματος της Λιβίας, αλλά το κόστος της αφιέρωσης καθώς και την επίβλεψη του έργου αναλαμβάνει ο αγορανόμος Διονύσιος, ο γιος του Αύλου από τον Μαραθώνα. Είναι πιθανό ότι οποιοσδήποτε Αθηναίος, με αρκετό πλούτο και κύρος, μπορούσε να εξασφαλίσει ψήφισμα των τριών οργάνων για να αναγείρει κάποιο μνημείο (Geagan 1967: 32-33, 48-52).
Στην επιγραφή αναφέρονται οι δύο αγορανόμοι της πόλης, ο Διονύσιος ο Μαραθωνεύς και ο Κόιντος Ναίβιος Ρούφος. Το αξίωμα του αγορανόμου άρχισε να εμφανίζεται στο ρωμαϊκό cursus honorum από τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ, ενώ ως αξίωμα υπήρχε ήδη από την κλασική περίοδο. Ως κύριο καθήκον του είχε να ελέγχει την καλή λειτουργία της αγοράς. Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι της ρωμαϊκής περιόδου απορρόφησαν τα καθήκοντα των μετρονόμων της εποχής του Αριστοτέλη (Ath. Pol. 51.2) μαζί με την αρμοδιότητα να επιβλέπουν τη γνησιότητα και την ποιότητα των προϊόντων. Επιπλέον στα καθήκοντά τους υπάγονταν, εκτός από την αστυνόμευση της αγοράς, η διασφάλιση της προμήθειας του ψωμιού παράλληλα με την επιτήρηση της ποιότητας και του βάρους του, η εποπτεία του επισιτισμού και της ύδρευσης της πόλης, ο έλεγχος των τιμών και η καταπολέμηση της ακρίβειας καθώς και η υποχρέωση να διατηρούν τα αναγκαία δημόσια οικοδομήματα που αφορούσαν το εμπόριο: λιμάνια, αγορά, στοές. Ακόμα, οι αγορανόμοι μεριμνούσαν για την αποφυγή της δημιουργίας μονοπωλίων. Συχνά παρατηρούνταν ελλείμματα στον επισιτισμό και τότε ο αρμόδιος αξιωματούχος ήταν υποχρεωμένος να τα καλύπτει με προσωπικά του έξοδα και γι’ αυτό τιμώνταν ως ευεργέτης της πόλης (χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί ο πλουσιότερος Αθηναίος του 2ου μ.Χ. και μεγάλος ευεργέτης της πόλης, Ηρώδης Αττικός, ο οποίος ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα σε νεαρή ηλικία με το αξίωμα του αγορανόμου [βλ. IG II² 3602] και πιθανόν να τιμήθηκε για κάποια ευεργεσία που έκανε στα πλαίσια του αξιώματος αυτού (βλ. IG II² 3600). Για τον Ηρώδη ως αγορανόμο βλ. Oliver 2012: 95 αρ. 16 και σ. 99, Camia 2008: 26-27, Κοκολάκης 2004: 289, Byrne 2003: 115 αρ. 8 (iv), Tobin 1997: 24-27, 29, 32, 35.). Φαίνεται ότι οι αγορανόμοι λειτουργούσαν στη Ρωμαϊκή Αγορά, στο Αγορανομείο, για το οποίο έχει προταθεί ότι βρισκόταν στα ανατολικά της αγοράς κοντά στην πύλη της Αθηνάς Αρχηγέτιδος, που αποτελούσε την κύρια είσοδό της. Η υπόθεση για την τοποθεσία του Αγορανομείου στηρίζεται σε πολλά αρχεία αναφερόμενα στο αξίωμα του αγορανόμου που έχουν βρεθεί στο σημείο αυτό, όπως και η επιγραφή IG II2 3238 (για το αξίωμα του αγορανόμου βλ. Oliver 2012, Sartre 2012: 113, Κοκολάκης 2004: 288-289, Geagan 1967: 123-124, Graindor 1931: 81-82).
Δήμητρα Μαργαρίτη