(1η στήλη)
Παγκράτει ἀρχισωματοφύλακι καὶ πρὸς τῆι συντάξει | |
παρʼ Ἀντιμάχου τοῦ Ἀριστομήδου Μακεδόνος [τῶ]ν Ἀπολλωνίου | |
τῆς γ ἱπ(παρχίας) (ἑκατονταρούρου) καὶ παρʼ Ἡρακλείδου Ἀρίστωνος | |
Θραικός, | |
τῆς αὐτῆς ἱππαρχίας, ὀρφανοῦ, μετὰ προστάτιδος | |
5 | τῆς οὔσης αὐτοῦ ἀπὸ συγγραφῆς συνοικισίου τῆς αὐ- |
τοῦ μητρὸς Θαίδος τῆς Ἀπολλωνίου. ἐπαπορούντ̣ω̣ν̣ | |
τῶν παρὰ τοῦ προγεγραμμένου ὀρφανοῦ καὶ τῆς μ̣η̣τ̣ρ̣[ὸς ἐπὶ] | |
τοῖς ὁρίοις οὗ ἔτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχὼς | |
ὁ προγεγραμμένος Ἀντίμαχος κλήρου (ἀρουρῶν) μ περί τε | |
10 | Κερκεσοῦχα καὶ Ἄρεως κώμην τῆς Πολ̣[έ]μ̣ονος |
μερίδος, ἀνθʼ οὗ ἠλλάξατο πρὸς αὐτὸν ὁ τοῦ Ἡρακλείδου | |
πατὴρ Ἀρίστων περὶ Βούβαστον τῆς Ἡρακλείδ̣ο̣υ̣ | |
μερίδος, ἀξιοῦμεν συντάξαι γράψαι Νικο̣λ̣ά̣ωι | |
ἐπιστάτει τῆς ε ἱππαρχίας τῶν Αρ ̣ ̣ς | |
15 | ποιήσασθαι τὴν παράδειξιν τοῦ διασεσαφημένου |
κ̣[λ]ήρου τῶν μ (ἀρουρῶν) ἀκολούθως τῆι ἐ̣γ̣δ̣ο̣θ̣ε̣ί̣σ̣η̣ι̣ | |
Ἀντιμάχωι σχηματογραφίαι ἧς τὸ ἀντ̣ί̣γ̣ρ̣α̣φ̣ο̣ν̣ | |
ὑ̣π̣ο̣τέτακται. τούτου δὲ γενομένου [τευξό-] | |
μ̣ε̣θ̣α τῆς παρὰ σοῦ φιλανθρωπίας. | |
20 | εὐ̣τ̣ύ̣χ̣ε̣ι̣ |
Στον Παγκράτη, αρχισωματοφύλακα και αρμόδιο για τη σύνταξη από τον Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, Μακεδόνα, έναν από τους άνδρες του Απολλωνίου, της τρίτης ιππαρχίας εκατοντάρουρο, και από τον Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνα, Θράκα, από την ίδια ιππαρχία, ορφανό, μαζί με την κηδεμόνα (στ. 5) του, που σύμφωνα με το συμβόλαιο γάμου είναι η μητέρα του Θαΐδα του Απολλωνίου. Καθώς οι συγγενείς του προαναφερθέντος ορφανού και η μητέρα του αμφισβητούν τα όρια του κλήρου των σαράντα αρουρών κοντά στα (στ. 10) Κερκεσούχα και την κώμη του Άρεως στη μερίδα του Πολέμωνος, του οποίου ήδη πρωτύτερα ο προαναφερθείς Αντίμαχος τυχαίνει να έχει κάνει την παράδειξιν και αντί του οποίου ο πατέρας του Ηρακλείδη, Αρίστων, αντάλλαξε αυτόν (τον κλήρο) κοντά στη Βούβαστο, στη μερίδα του Ηρακλείδη, ζητούμε να διατάξεις να γραφεί επιστολή στον Νικόλαο, επιστάτη της πέμπτης ιππαρχίας, έναν από τους άνδρες του Αρ – -, (στ. 15) να κάνει την παράδειξιν του προαναφερόμενου κλήρου των σαράντα αρουρών σύμφωνα με τη σχηματογραφία την εκδοθείσα για τον Αντίμαχο, το αντίγραφο της οποίας έχει επισυναφθεί. Αν γίνει αυτό, θα τύχουμε της φιλανθρωπίας σου. (στ. 20) Χαίρε.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
P.Mil.Congr. XVII σελ. 5-6· SΒ XVI 12720· Μ. Στεφάνου στο Ανθολόγιο 287-293 Π7.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Geraci 1981· Montevecchi 1981· Criscuolo 1981· Richter 1991· Papathomas 1996: 180, 185· Rowlandson 1998: 167-168 αρ. 125· Bagnall – Derow 2004: 205 αρ. 123· Armoni 2012: 189-192.
Η ίδια η αίτηση δεν φέρει ημερομηνία, αλλά αναφέρεται η ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η εντολή για την έκδοση της σχηματογραφίας: 15η ημέρα του αιγυπτιακού μήνα Παύνι κατά το 28ο έτος της βασιλείας του Πτολεμαίου Η’ (SB XVI 12720 στ. 26). Eφόσον η βασιλεία του Πτολεμαίου Η’ άρχισε το 170 π.Χ. (από κοινού με τον Πτολεμαίο Στ’ και την Κλεοπάτρα Γ’), το 28ο έτος είναι το 142 π.Χ. (Skeat 1954: 14). Ο μήνας Παύνι εκείνου του έτους τοποθετείται ανάμεσα στις 25 Ιουνίου και 24 Ιουλίου. Στον στ. 51 δίνεται, επιπλέον, η ημερομηνία έκδοσης της σχηματογραφίας, 20 Παύνι του ίδιου έτους (δηλαδή πέντε μέρες μετά την εντολή), καθώς και η ημερομηνία προώθησης της αίτησης από το γραφείο του Παγκράτη στον αξιωματούχο Νικόλαο κατά τον αιγυπτιακό μήνα Επείφ, που κατά το έτος εκείνο τοποθετείται ανάμεσα στις 25 Iουλίου και 23 Αυγούστου (στ. 56). Συνεπώς, η αίτηση για την παράδειξιν του κλήρου πρέπει να τοποθετηθεί κάπου ενδιάμεσα.
Ο πάπυρος προέρχεται από τον Αρσινοΐτη νομό και φυλάσσεται στο Καθολικό Πανεπιστήμιο του Μιλάνου.
Το υπόμνημα ήταν ένα είδος εγγράφου με το οποίο συνήθως υποβαλλόταν ένα αίτημα προς κάποιον αξιωματούχο. Το αίτημα μπορούσε να αφορά π.χ. τη δικαστική δίωξη κάποιου προσώπου ή τη διεξαγωγή μιας διοικητικής πράξης· ακόμη ο συντάκτης μπορεί να ζητούσε προστασία από τις αρχές ή να του χορηγηθεί κάτι, όπως κάποιο προνόμιο ή χάρη. Διακριτικό στοιχείο δομής των υπομνημάτων είναι η αρχική φράση τῷ δεῖνι παρὰ τοῦ δεῖνος. Στα υπομνήματα με τα οποία υποβάλλεται ένα αίτημα ακολουθεί η διήγηση του περιστατικού. Στη συνέχεια, διατυπώνεται το αίτημα του συντάκτη: εισάγεται με τη φράση ἀξιῶ σε και συνήθως ζητείται να δοθεί η εντολή στον αρμόδιο αξιωματούχο με τη φράση προστάξαι/συντάξαι π.χ. τῷ στρατηγῷ· ακολουθεί το αίτημα ανάλογα με την περίπτωση (ἀνακαλέσαι, ἀναγκάσαι, ἀναγαγεῖν κ.ά.).
Το βασικό χαρακτηριστικό του υπομνήματος προς τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, δηλαδή τη φράση τῷ δεῖνι παρὰ τοῦ δεῖνος, εμφανίζουν και άλλα επίσημα έγγραφα, όπως οι απογραφές, οι δηλώσεις γέννησης και οι δηλώσεις με τις οποίες βεβαιώνεται η προσφορά θυσιών στους παραδοσιακούς θεούς του ρωμαϊκού κράτους. Αρκετά από αυτά τα έγγραφα έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα, δηλαδή απαιτούνται από τον κρατικό μηχανισμό, άλλα είναι, ωστόσο, προαιρετικά, δηλαδή συντάσσονται με ιδιωτική πρωτοβουλία.
Πάπυρος (ύψ. 38,5 εκ., πλ. 31 εκ.).
Η πρώτη στήλη, που αποτελείται από 44 στ., έχει διασωθεί σχεδόν ολόκληρη· έχουν χαθεί μόνο κάποια γράμματα στη δεξιά άκρη του παπύρου και εν μέρει οι στ. 35 ως 41. Η δεύτερη στήλη, που αποτελείται από 12 στ., έχει μεγαλύτερες φθορές. [Εδώ δίνονται μόνον οι στ. 1-20 της πρώτης στήλης, δηλαδή η αίτηση για την παράδειξιν].
Τα γράμματα είναι μικρά, καθαρά και κανονικά, γραμμένα από έμπειρο χέρι. Είναι ενωμένα μεταξύ τους, αλλά διακρίνονται το ένα από το άλλο. Τα γράμματα των τελευταίων στίχων κάτω από τη σχηματογραφία (στ. 52-56) προστέθηκαν από διαφορετικό χέρι, είναι πιο πλαγιαστά και διαβάζονται δυσκολότερα. Στην πίσω πλευρά υπάρχουν στίχοι με γράμματα πολύ πλαγιαστά, σβησμένα σε ορισμένα σημεία.
Το μεγαλύτερο μέρος του παπύρου, η αίτηση καθώς και η συνημμένη σχηματογραφία, έχει συνταχθεί από τον ίδιο γραφέα και στη συνέχεια ο πάπυρος προωθήθηκε στον αξιωματούχο Παγκράτη. Μετά την ανάγνωση της αίτησης, ο Ιμούθης, πιθανότατα υφιστάμενος του Παγκράτη, πρόσθεσε στον ίδιο πάπυρο, κάτω από τη σχηματογραφία, την εντολή προς τον Νικόλαο να προχωρήσει στην παράδειξιν του κλήρου και έπειτα προώθησε σε αυτόν την αίτηση.
Το κείμενο έχει, όπως και το Π14, την τυπική δομή ενός υπομνήματος. Στην αρχή της αίτησης αναφέρεται το όνομα και το αξίωμα του παραλήπτη καθώς επίσης το όνομα και η ιδιότητα των συντακτών της αίτησης (στ. 1-6). Στη συνέχεια αναφέρεται κάπως αναλυτικά ο λόγος σύνταξης της αίτησης (στ. 6-13) και ακολουθεί το αίτημα (στ. 13-19). Το αίτημα αφορά την παράδειξιν ενός κλήρου βάσει μιας επισυναπτόμενης σχηματογραφίας (για την παράδειξιν βλ. παρακ.). Η αίτηση τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 20).
Μετά την αίτηση ακολουθεί συνημμένο το αντίγραφο της σχηματογραφίας, το οποίο δεν έχει περιληφθεί εδώ (στ. 21-51∙ περί σχηματογραφίας βλ. παρακ.). Μετά από αυτό ακολουθούν οι στ. 52-56, όπου δίνεται στον αρμόδιο αξιωματούχο Νικόλαο εντολή ικανοποίησης του αιτήματος.
Οι κληροῦχοι-συντάκτες της αίτησης και οι εμπλεκόμενοι Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι
Η αίτηση υποβάλλεται από δύο κληρούχους ιππείς, τον Μακεδόνα Αντίμαχο, γιο του Αριστομήδη, και τον Θράκα Ηρακλείδη, γιο του Αρίστωνος. Οι κληρούχοι στην πτολεμαϊκή Αίγυπτο ήταν έφεδροι στρατιώτες στους οποίους είχαν εκχωρηθεί κλήροι γης με την υποχρέωση αφενός να καλλιεργούν τη γη (την οποία όμως συχνά δεν καλλιεργούσαν οι ίδιοι, αλλά την εκμίσθωναν –ολόκληρη ή ένα μέρος της– σε κάποιον καλλιεργητή) και αφετέρου να υπηρετούν στον στρατό, όταν καλούνταν (για τον θεσμό των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 30-5· Préaux 1939: 468-480· για προσωπογραφικά στοιχεία βλ. Uebel 1968). Οι κλήροι αυτοί ήταν διασκορπισμένοι στη χώρα της Αιγύπτου και ιδιαίτερα στην περιοχή του Φαγιούμ και η έκτασή τους κυμαινόταν ανάλογα με το στρατιωτικό σώμα στο οποίο ανήκε ο κάθε στρατιώτης δημιουργώντας διαφορετικές κατηγορίες κληρούχων (κατά τον 2ο αι. π.Χ. αναφέρονται κληροῦχοι ἑκατοντάρουροι, ὀγδοηκοντάρουροι, τριακοντάρουροι, εἰκοσιάρουροι, δεκάρουροι, ἑπτάρουροι, πεντάρουροι· για τις κατηγορίες των κληρούχων βλ. Lesquier 1911: 172-183). Ο Αντίμαχος αναφέρεται ως ἑκατοντάρουρος, κάτι που σήμαινε ότι του είχαν εκχωρηθεί 100 άρουρες γης. Oι ἑκατοντάρουροι κληροῦχοι ήταν αυτοί που προέρχονταν από το ιππικό, όπως εδώ ο Αντίμαχος. Το κείμενο δεν αναφέρει σε ποια κατηγορία κληρούχων ανήκαν ο Αρίστων και ο γιος του Ηρακλείδης. Βέβαιο είναι, ωστόσο, ότι υπηρετούσαν και αυτοί στο ιππικό. Στον στ. 3 αναφέρεται ότι ο Αντίμαχος και ο Ηρακλείδης ανήκουν στην 3η ἱππαρχίαν. Ωστόσο, στο στ. 14 ζητούν από τον Παγκράτη να δώσει εντολή στον ἐπιστάτην της 5ης ἱππαρχίας να κάνει την παράδειξιν του κλήρου, κάτι που κατά την Montevecchi στο P.Mil.Congr. XVII σελ. 8 οφείλεται σε αβλεψία του γραφέα είτε στον 3ο είτε στον 14ο στίχο.
Πάντως, κατά τον 2ο αι. π.Χ., ιδιαίτερα από τη βασιλεία του Πτολεμαίου Στ΄ Φιλομήτορα κι έπειτα, η ονομασία των κληρούχων δεν σήμαινε πλέον ότι κατείχαν απαραίτητα και τον αντίστοιχο αριθμό αρουρών. Ο κανόνας, όπως φαίνεται από τα παπυρικά κείμενα του 2ου αι. π.Χ., ήταν η κατοχή μικρότερου αριθμού αρουρών από αυτόν που δήλωνε ο τίτλος, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι σε κάποιες περιπτώσεις δεν μπορούσε τίτλοι και ιδιοκτησία να συμπίπτουν.
Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όπως φαίνεται από τον συγκεκριμένο πάπυρο αλλά και από άλλους (βλ. ενδεικτικά P.Lille I 4 στ. 26-27· P.Lond. VII 2015), ο κλήρος κληροδοτείται από τον πατέρα στον γιο, ακόμη και αν αυτός είναι ανήλικος, όπως στην προκείμενη περίπτωση ο Ηρακλείδης, κάτι που δείχνει ότι ο κλήρος αρχίζει να θεωρείται προσωπική ιδιοκτησία (P.Mil.Congr. XVII σελ. 16).
Η αίτηση απευθύνεται στον Παγκράτη, ο οποίος σε διάφορα παπυρικά έγγραφα εμφανίζεται να κατέχει το αξίωμα του πρὸς τῆι συντάξει (Pros.Ptol. II 2499· Boyaval 1978· Boyaval 1980). Ο πρὸς τῆι συντάξει είναι σύμφωνα με τον Geraci 1981 ένας αξιωματούχος της στρατιωτικής διοίκησης με αρμοδιότητα επί των κληρούχων και των κλήρων τους. Τόσο από τον υπό εξέταση πάπυρο όσο και από άλλα έγγραφα (Papathomas 1996: 179-191 αρ. 1) αντλούμε την πληροφορία ότι έδινε την εντολή για την έκδοση σχηματογραφίας των κλήρων που βρίσκονταν στην περιοχή της αρμοδιότητάς του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση του ζητείται να δώσει εντολή σε έναν άλλον αξιωματούχο, τον ἐπιστάτην τῆς 5ης (;) ἱππαρχίας Νικόλαο, να κάνει την παράδειξιν του κλήρου (στ. 13-14).
Με το αξίωμα του πρὸς τῆι συντάξει αναφέρεται παρακάτω στον ίδιο πάπυρο και ένα άλλο άτομο, ο Αντίπατρος (SB XVI 12720 στ. 29). Σε συνδυασμό με τα στοιχεία που παρέχουν άλλοι δύο πάπυροι (P.Tebt. III 2, 952· Papathomas 1996: 185-186) ο Αντίπατρος φαίνεται ότι κατείχε το αξίωμα του πρὸς τῆι συντάξει τουλάχιστον από το 145 ως το 142 π.Χ. με πεδίο αρμοδιότητας τον Αρσινοΐτη νομό, και συγκεκριμένα την Πολέμωνος μερίδα (Papathomas 1996: 185). Αντίθετα, η αρμοδιότητα του Παγκράτη δεν περιοριζόταν, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του Αντιπάτρου, μόνο σε μια μερίδα, αλλά απλωνόταν σε ολόκληρο τον Αρσινοΐτη νομό, καθώς παρουσιάζεται να έχει εξουσία τόσο στην Πολέμωνος μερίδα (Κερκεσοῦχα, Ἄρεως κώμη, Κερκεόσιρις), όσο και στην Ηρακλείδου μερίδα (Φιλαδέλφεια). Θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι ο Παγκράτης κατείχε ένα ιεραρχικά ανώτερο αξίωμα με αρμοδιότητα σε έναν ολόκληρο νομό, ενώ ταυτόχρονα είχε και υφισταμένους, όπως τον Αντίπατρο, ο οποίος είχε εξουσία σε μια μόνο μερίδα. Στην υπόθεση αυτή συνηγορεί και το γεγονός ότι, εκτός από το αξίωμα του πρὸς τῆι συντάξει, κατείχε τους τιμητικούς τίτλους του ἀρχισωματοφύλακα και τῶν ἰσοτίμων τοῖς πρώτοις φίλοις που βρίσκονταν αρκετά υψηλά στην ιεραρχία (για τους τιμητικούς τίτλους βλ. Π14).
Ο κλῆρος, η παράδειξις και η σχηματογραφία
Στο επίκεντρο της υπόθεσης βρίσκεται ένας κλῆρος που είχε λάβει σε ανταλλαγή ο Αρίστων από τον Αντίμαχο. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι οι δύο κληροῦχοι συμφώνησαν την ανταλλαγή των κλήρων τους και η συμφωνία τους πήρε γραπτή μορφή (στ. 32: σ[υμ]β[ολαίου]). Στο μεταξύ όμως ο Αρίστων πέθανε. Ο Αντίμαχος προχώρησε στην παράδειξιν των 40 αρουρών που είχε ανταλλάξει με τον Αρίστωνα (στ. 8: ἔτι πρότερον τυγχάνει παραδεδειχώς), αλλά οι συγγενείς και η μητέρα του Ηρακλείδη, του ανήλικου και ορφανού πλέον γιου του Αρίστωνα, αμφισβητούν τα όρια αυτού του κλήρου, φοβούμενοι πιθανόν ότι ο Αντίμαχος προσπάθησε να εκμεταλλευθεί τον θάνατο του Αρίστωνα. Ο Ηρακλείδης, λοιπόν, μαζί με τη μητέρα του ως προστάτιν υποβάλλει από κοινού με τον Αντίμαχο αίτηση στον Παγκράτη και ζητούν να δώσει εντολή στον Νικόλαο, τον ἐπιστάτην τῆς 5ης (;) ἱππαρχίας, που ήταν όπως φαίνεται ο υπεύθυνος αξιωματούχος, ώστε η παράδειξις του κλήρου να γίνει σύμφωνα με την επισυναπτόμενη στην αίτηση σχηματογραφίαν (στ. 35-50), την έκδοση της οποίας είχε ζητήσει προηγουμένως ο Αντίμαχος.
Ο όρος παράδειξις δεν απαντά συχνά σε παπυρικά έγγραφα της πτολεμαϊκής περιόδου. Στη προκείμενη περίπτωση παράδειξις σημαίνει την απόδοση του κλήρου με βάση μια συγκεκριμένη διαδικασία. Αυτό που επιδιώκεται εδώ με την παράδειξιν δεν είναι να επικυρωθεί η ανταλλαγή των κλήρων, αλλά να γίνει προσδιορισμός του κλήρου (θέση, σύνορα, έκταση) από τον υπεύθυνο αξιωματούχο σύμφωνα με τη σχηματογραφίαν, ώστε να μην υπάρχει καμία αμφιβολία πλέον για τα σύνορά του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 9-10).
Η σχηματογραφία είναι ένα διάγραμμα στο οποίο δίνονται σχηματικά σε σχοινία οι διαστάσεις του κλήρου σύμφωνα με τα σημεία του ορίζοντα και έπειτα το εμβαδόν του σε άρουρες υπολογισμένο κατά προσέγγιση, ενώ έχει προηγηθεί η περιγραφή της θέσης του κλήρου στην κώμη· στο τέλος ακολουθεί η λεπτομερής καταγραφή των συνόρων του (P.Mil.Congr. XVII σελ. 11). Από τη σχηματογραφία προκύπτει ότι ο κλῆρος του Αντιμάχου αποτελείται από τρία τμήματα. Το πρώτο βρίσκεται στην Άρεως κώμη (στ. 35-41) και τα άλλα δύο στην κώμη των Κερκεσούχων (στ. 42-50). Σώζονται τα σύνορα μόνο του πρώτου τμήματος του κλήρου, έχουμε όμως τις διαστάσεις και των τριών τμημάτων, έτσι ώστε να μπορούμε να υπολογίσουμε κατά προσέγγιση το εμβαδόν τους και να κάνουμε τις απαραίτητες συμπληρώσεις στον πάπυρο (βλ. σχετικά P.Mil.Congr. XVII σ. 12-15).
Ὀρφανός και προστάτις
Η Θαΐς αναφέρεται στο κείμενο (στ. 4) ως προστάτις του ὀρφανοῦ γιου της, του Ηρακλείδη. Όπως έδειξε η Criscuolo 1981, ο όρος ὀρφανός μπορούσε να αποδοθεί τόσο σε κάποιον ορφανό γιο κληρούχου, όσο και σε κάποιον που δεν έχει σχέση με τον στρατό (π.χ. P.Enteux. 9· PSI XIII 1310· BGU VIII 1849). Επιπλέον, δεν δηλώνει απαραίτητα έναν ανήλικο που βρίσκεται υπό κηδεμονία.
Σύμφωνα με το κείμενο η Θαΐς είχε ορισθεί ως προστάτις του γιου της, σε περίπτωση που πέθαινε ο σύζυγός της, στο συμβόλαιο γάμου που είχαν συντάξει (στ. 4-6· για τη συγγραφὴ συνοικισίου, βλ. Π12). Η χρήση του όρου προστάτις για μια γυναίκα είναι μοναδική στα παπυρικά έγγραφα και κατά την Montevecchi 1981 δηλώνει μάλλον ότι η μητέρα έχει την ευθύνη για τη φροντίδα και προστασία του γιου της, κάτι που μοιάζει με την κηδεμονία, χωρίς όμως να έχει νομικό χαρακτήρα. Το ότι σύμφωνα με το αρχαίο ελληνικό δίκαιο μια γυναίκα δεν μπορούσε να έχει την κηδεμονία του ανήλικου παιδιού της, συνετέλεσε πιθανότατα στην επιλογή αυτού του όρου που στερούνταν συγκεκριμένης νομικής σημασίας τόσο στο συμβόλαιο γάμου όσο και στην αίτηση που εξετάζουμε.
Μαίρη Στεφάνου