1 | Ξενοκράτης, |
Θεόπομπος, | |
Μνασίλαος. | |
vacat | |
4 | ἁνίκα τὸ Σπάρτας ἐκράτει δόρυ, τηνάκις εἷλεν |
5 | Ξεινοκράτης κλάρωι Ζηνὶ τροπαῖα φέρειν |
οὐ τὸν ἀπ’ Εὐρώτα δείσας στόλον οὐδὲ Λάκαιναν | |
ἀσπίδα. “Θηβαῖοι κρείσσονες ἐν πολέμωι” | |
καρύσσει Λεύκτροις νικαφόρα δουρὶ τροπαῖα, | |
οὐδ’ Ἐπαμεινώνδα δεύτεροι ἐδράμομεν. |
Ξενοκράτης, Θεόπομπος, Μνασίλαος. Όταν το δόρυ της Σπάρτης ήταν κυρίαρχο, τότε έλαχε (στ. 5) στον Ξενοκράτη να φέρει τρόπαιο στον Δία, χωρίς να φοβηθεί τη στρατιά από τον Ευρώτα ή την ασπίδα των Λακεδαιμονίων. “Οι Θηβαίοι είναι καλύτεροι στον πόλεμο” διατυμπανίζει το τρόπαιο που κερδήθηκε από τη νίκη του δόρατος στα Λεύκτρα· ούτε από τον Επαμεινώνδα είμαστε δεύτεροι.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Larfeld 1883: αρ. 308· IG VII 2462· Tod, GHI αρ. 130· Rhodes – Osborne, GHI αρ. 30· Aravantinos 2010: 230 (φωτογραφία).
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Beister 1973· Tuplin 1987: 94-107· Papazarkadas 2016α· Oikonomou 2021-2022: 27-28.
Η πλειονότητα των μελετητών τοποθετεί την επιγραφή στα χρόνια αμέσως μετά τη μάχη των Λεύκτρων που διεξήχθη το 371 π.Χ. (Rhodes – Osborne 2003: αρ. 30). Εξαίρεση αποτελεί ο Παπαζαρκάδας, ο οποίος, βασιζόμενος σε παλαιογραφικά κριτήρια, υποστηρίζει ότι η επιγραφή αυτή χαράχθηκε μετά την επανίδρυση της Θήβας από τον Κάσσανδρο, το 315 π.Χ. (προς τα τέλη του 4ου ή, το αργότερο, στον πρώιμο 3ο αι. π.Χ.). Κατά τον Παπαζαρκάδα, το μνημείο αυτό πιθανότατα αντικατέστησε ένα πρωιμότερο μνημείο, το οποίο είχε καταστραφεί από τους στρατιώτες του Μεγάλου Αλεξάνδρου, το 335 π.Χ. Συγκρίνοντας τη μορφή των γραμμάτων της συγκεκριμένης επιγραφής με άλλες επιγραφές της Πρώιμης Ελληνιστικής περιόδου, όπως την επιγραφή όπου αναγράφονται οι οικονομικές συνεισφορές για την επανίδρυση της Θήβας (IG VII 2419 + Buraselis 2014), διαπιστώνει πολλές ομοιότητες στη μορφή των γραμμάτων. Αναφέρεται μάλιστα και σε άλλες παλαιότερες περιπτώσεις στις οποίες συνέβη κάτι αντίστοιχο, η ύπαρξη δηλαδή διαφορετικών εκδοχών της ίδιας επιγραφές σε διαφορετικές χρονικές περιόδους (βλ. σχετικά Meiggs – Lewis, GHI αρ. 15). Επιπροσθέτως, θεωρεί ότι στην περίπτωση που η επιγραφή αυτή αντικατέστησε προηγούμενη που είχε καταστραφεί, τότε επιλύεται και το σημαντικότερο πρόβλημα της συγκεκριμένης επιγραφής που δεν είναι άλλο από τη μη καταγραφή αξιομνημόνευτων πράξεων για τα δύο από τα τρία πρόσωπα που μνημονεύονται στην αρχή της επιγραφής. Σύμφωνα με υπόδειξη της Μαλούχου στον Παπαζαρκάδα, αυτό ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι η εκ νέου χάραξη της επιγραφής ήταν αποτέλεσμα ιδιωτικής και όχι δημόσιας πρωτοβουλίας (Papazarkadas 2016α: 142-146).
Βρέθηκε στο Πυρί Θηβών (ΒΔ προάστιο των Θηβών) και φυλάσσεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θηβών (ΑΕ 88).
Οι επιτάφιες επιγραφές αποτελούν, όπως και οι αναθηματικές, ένα από τα μεγαλύτερα σύνολα αρχαίων ελληνικών επιγραφών (Guarducci 2019: 452-454). Μπορεί να περιορίζονται απλώς στο όνομα του νεκρού, πολλές φορές όμως περιλαμβάνουν και άλλα στοιχεία, όπως το όνομα εκείνου που φρόντισε για την ταφή ή το μνημείο, πληροφορίες για τον νεκρό (επάγγελμα, καριέρα, ηλικία) και τον τρόπο του θανάτου του (συνηθέστατα σε επιτάφιες επιγραφές δημόσιου χαρακτήρα για επιφανείς νεκρούς αλλά και σε πολυάριθμες ιδιωτικές από την ελληνιστική εποχή και εξής), λόγια χαιρετισμού και οδύνης, αλλά και απειλές εναντίον εκείνων που θα παραβιάσουν τον τάφο (κυρίως σε επιτάφιες επιγραφές της αυτοκρατορικής εποχής). Στην ελληνική βιβλιογραφία έχει επικρατήσει ο όρος “επιτύμβιες”, παρότι δεν έχουν όλοι οι τάφοι τη μορφή τύμβου.
Οι ελληνικές επιτάφιες επιγραφές, όπως και οι αναθηματικές, είναι συχνά γραμμένες σε έμμετρο λόγο (βλ. Ε1). Στην επιγραφή που εξετάζουμε προηγούνται τα ονόματα τριών ανδρών και έπεται επίγραμμα. Οι έμμετρες επιτάφιες επιγραφές (αλλιώς επιτάφια επιγράμματα) εκτείνονται χρονικά από τον 7ο αι. π.Χ. ως και την ύστερη αυτοκρατορική εποχή. Οι δημιουργοί τους χρησιμοποιούν ρεπερτόρια στίχων μικρότερης ή μεγαλύτερης αξίας, τους οποίους συνδυάζουν κατά περίσταση και ανάλογα με το γούστο του εκάστοτε πελάτη που κάνει την παραγγελία. Κάποια επιγράμματα ή λεκτικοί τόποι γνωρίζουν μεγάλη διάδοση στον αρχαιοελληνικό κόσμο.
Στήλη από γκρίζο ασβεστόλιθο (ύψ. 0,86 μ., πλ. 0,48 μ., πάχ. 0,36 μ.).
Σώζεται ακέραιο, σε άριστη κατάσταση, και είναι ευανάγνωστο.
Δημήτριος Κόττος