Ἰούλιος Τήρης ἐξ ἑκατο[ντάρχου] | |
σπείρης αʹ [Φ]λ(αβίας) <Β>έσ(σων) ζῶν ἑα[υτῷ] | |
ἡρόειον κα[τ]εσκεύασεν καὶ Οὐ- | |
αλερίᾳ Ἀρτέμεινι τῇ εὐσεβεστά- | |
5 | τῃ γ[υ]ναικὶ καὶ Ἰουλίῳ Ἰουλιανῷ |
ἱππ[ε]ῖ Ῥωμαίων τῷ υἱῷ καὶ Ἰουλ̣ίᾳ | |
Ἀρτέμεινι τῇ θυγατρί | |
[Iul]ius Teres ex (centurione) coh(ortis) ∙ I ∙ F̣ḷ(aviae) | |
[Bes]sọr(um) ∙ vivo sibi fecit et Vạ[le]- | |
10 | riae Artemini coiugi carissim[ae] |
et Iulio Iuliano equiti Romanọ | |
filio suo et Iuliae Artemini filiae. |
Ο Ιούλιος Τήρης εκατόνταρχος της α΄ κοόρτης Φλαβίας Βέσσων κατασκεύασε όντας ακόμη εν ζωή αυτό το ηρώο για τον ίδιο και την Ουαλερία Άρτεμη, την ευσεβέστατη (στ. 5) σύζυγό του, και τον Ιούλιο Ιουλιανό, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την Ιουλία Άρτεμη, την κόρη του.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Janakievski 1966 (SEG XXIV 492· AE 1974: αρ. 587· BE 1974: αρ. 334· Pflaum 1974· ILJug 454)· IG X 2.2, 45· Epigraphic Database Heidelberg HD011577 (https://edh.ub.uni-heidelberg.de/edh/inschrift/HD011577).
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Papazoglou 1979: 350 και σημ. 216a· Papazoglou 1988: 269 σημ. 84· Σβέρκος 1996: 1099 αρ. 16· Σβέρκος 2000: 99 σημ. 362 και 154 σημ. 681.
Η απουσία εσωτερικών κριτηρίων χρονολόγησης και η αδυναμία εντοπισμού της (βλ. κατωτέρω Τόπος) δυσχεραίνουν την ακριβέστερη χρονολόγηση της επιγραφής. Από άλλες επιγραφές πληροφορούμαστε ότι η α΄ κοόρτη Φλαβία Βέσσων βρισκόταν ακόμη στην Άνω Μοισία το 100 μ.Χ., ενώ σε ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα του 120 μ.Χ. μαρτυρείται ρητά η παρουσία της στην επαρχία της Μακεδονίας (CIL 16, 67). Ο Pflaum 1974: 454 τάσσεται υπέρ της χρονολόγησης στον 3ο αι. μ.Χ., λόγω της ταχείας κοινωνικής ανόδου της οικογένειας του Ιουλίου Τήρη (βλ. κατωτέρω Σχόλια). Η μορφή των γραμμάτων, στον βαθμό που είναι αξιόπιστο το απόγραφο της πρώτης εκδότριας (Janakievski 1966), παραπέμπει πράγματι στο δεύτερο μισό του 2ου αι. μ.Χ. ή στον 3ο αι. μ.X.
Προέρχεται πιθανότατα από τη βόρεια Λυγκηστίδα. Βρέθηκε το 1935 κοντά στο χωριό Gorno Srpci και μεταφέρθηκε στο Μουσείο της Μπίτολα (Μοναστήρι) το 1965. Το 1982 μελετήθηκε από τις N. Proeva και M. Ricl, αλλά έκτοτε αγνοείται.
Οι επιτάφιες επιγραφές αποτελούν, όπως και οι αναθηματικές, ένα από τα μεγαλύτερα σύνολα αρχαίων ελληνικών επιγραφών (Guarducci 2019: 452-454). Μπορεί να περιορίζονται απλώς στο όνομα του νεκρού, πολλές φορές όμως περιλαμβάνουν και άλλα στοιχεία, όπως το όνομα εκείνου που φρόντισε για την ταφή ή το μνημείο, πληροφορίες για τον νεκρό (επάγγελμα, σταδιοδρομία, ηλικία) και τον τρόπο του θανάτου του (συνηθέστατα σε επιτάφιες επιγραφές δημόσιου χαρακτήρα για επιφανείς νεκρούς αλλά και σε πολυάριθμες ιδιωτικές από την ελληνιστική εποχή και εξής), λόγια χαιρετισμού και οδύνης, αλλά και απειλές εναντίον εκείνων που θα παραβιάσουν τον τάφο (κυρίως σε επιτάφιες επιγραφές της αυτοκρατορικής εποχής). Στην ελληνική βιβλιογραφία έχει επικρατήσει ο όρος “επιτύμβιες”, παρότι δεν έχουν όλοι οι τάφοι τη μορφή τύμβου.
Οι ελληνικές επιτάφιες επιγραφές, όπως και οι αναθηματικές, είναι συχνά γραμμένες σε έμμετρο λόγο (βλ. Ε1). Οι έμμετρες επιτάφιες επιγραφές (αλλιώς επιτάφια επιγράμματα) εκτείνονται χρονικά από τον 7ο αι. π.Χ. ως και την ύστερη αυτοκρατορική εποχή. Οι δημιουργοί τους χρησιμοποιούν ρεπερτόρια στίχων μικρότερης ή μεγαλύτερης αξίας, τους οποίους συνδυάζουν κατά περίσταση και ανάλογα με το γούστο του εκάστοτε πελάτη που κάνει την παραγγελία. Κάποια επιγράμματα ή λεκτικοί τόποι γνωρίζουν μεγάλη διάδοση στον αρχαιοελληνικό κόσμο.
Στήλη από λευκό μάρμαρο (ύψ. 1,03 μ., πλ. 2,08 μ., πάχ. 0,22 μ.).
Το ύψος των γραμμάτων είναι 0,04 μ. και το διάστιχο κυμαίνεται από 0,01 έως 0,015 μ.
Πρόκειται για δίγλωσση –ελληνική (στ. 1-7) και λατινική (στ. 8-12)– επιτάφια επιγραφή ενός εκατόνταρχου και της οικογένειάς του από την οποία πληροφορούμαστε ότι αυτός, ενόσω βρισκόταν ακόμη στη ζωή, κατασκεύασε ηρώο για τον ίδιο, τη σύζυγό του, το γιο του, ιππέα στο ρωμαϊκό στρατό, και την κόρη του.
Το φαινόμενο των δίγλωσσων επιγραφών στον αρχαίο ελληνικό κόσμο και οι διαφοροποιήσεις μεταξύ της ελληνικής και της λατινικής εκδοχής στην εν λόγω επιγραφή
Δίγλωσσες επιγραφές απαντούν στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήδη από την Αρχαϊκή εποχή (βλ. ενδεικτικά SEG XXIX 63: ελληνικά-καρικά). Το πιο γνωστό παράδειγμα αποτελεί ίσως η ελληνιστική «Στήλη της Ροζέτας», που συντάχθηκε σε ελληνικά και αιγυπτιακά (δημοτική και ιερογλυφική γραφή). Μία από τις συνέπειες της ρωμαϊκής επέκτασης στην ανατολή ήταν και η διάδοση της λατινικής γλώσσας, η οποία, ωστόσο, υπήρξε ομολογουμένως περιορισμένη στο ανατολικό τμήμα της αυτοκρατορίας. Αντανάκλαση του φαινομένου αυτού αποτελούν, μεταξύ άλλων, οι δίγλωσσες (λατινικές/ελληνικές ή ελληνικές/λατινικές) επιγραφές, κυρίως επιτάφιες και αναθηματικές, που χαράσσονταν με πρωτοβουλία Ρωμαίων πολιτών εγκατεστημένων στην ανατολή αλλά και ντόπιων, καθώς και επίσημα έγγραφα για τη σύνταξη των οποίων μεριμνούσαν οι αρχές μιας πόλης και η ρωμαϊκή διοίκηση (για τις δίγλωσσες επιγραφές στη ρωμαϊκή ανατολή βλ. Touloumakos 1995· βλ. επίσης EpigraphicDatabaseHeidelberg [https://edh.ub.uni-heidelberg.de], όπου έχει δημοσιευθεί πολύ μεγάλος αριθμός δίγλωσσων επιγραφών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας). Στην εδώ σχολιαζόμενη επιγραφή, οι πρώτοι επτά στίχοι ακολουθούνται από ακόμη πέντε, που συνιστούν τη λατινική εκδοχή του επιταφίου κειμένου.
Όσον αφορά το κείμενο που εξετάζουμε, η ελληνική εκδοχή του (στ. 1-7) διαφοροποιείται από τη λατινική (στ. 8-12) σε δύο σημεία. Πρώτον, ο όρος ἡρῷον παραλείπεται στη λατινική απόδοση. Ο αφηρωισμός των νεκρών μαρτυρείται συχνά σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές της Ρωμαϊκής αυτοκρατορικής περιόδου και το ταφικό μνημείο αποκαλείται συχνά ἡρῷον, ιδίως σε επιγραφές της Μακεδονίας συγκριτικά με άλλες περιοχές του ελλαδικού χώρου (για τον όρο, βλ. Στεφανίδου-Τιβερίου 2009: 391). Αντιθέτως, η πρακτική αυτή δεν μαρτυρείται συχνά στις λατινικές επιγραφές, στις οποίες, μάλιστα, παραλείπεται συχνά η αναφορά του ταφικού μνημείου ως αντικείμενου του ρήματος fecit, όπως ακριβώς και στην παρούσα επιγραφή.
Δεύτερον, η σύζυγος του Ιούλιου Τήρη προσδιορίζεται στην ελληνική εκδοχή ως εὐσεβεστάτη, στη λατινική εκδοχή ως carissima. Το επίθετο υπερθετικού βαθμού carissima αποτελεί τον τυπικό προσδιορισμό που αποδίδεται σε τεθνεώσες συζύγους και συνήθως συνοδεύεται από άλλες φράσεις ή επίθετα, όπως bene merens, incomparabilis, sanctissima, dignissima, rarissima και pia/pientissima/piissima (Rieß 2012: 492-493). Το επίθετο εὐσεβὴς δεν αντιστοιχεί σημασιολογικά στο carissima (πολυαγαπημένη), ούτε χαρακτηρίζει σταθερά τις συζύγους σε ελληνικές επιτάφιες επιγραφές (βλ. όμως I.Smyrna 216 και ιδίως I.Sinope 121), αν και η ευσέβεια αποτελεί βασική αρετή των γυναικών. Διαπιστώνεται έτσι ότι οι προσδιορισμοί αυτοί δεν μεταφράζονται απλώς από τη μία γλώσσα στην άλλη, αλλά ακολουθούν το πολιτισμικό πλαίσιο της κάθε γλώσσας. Όσον αφορά την αποκατάσταση του κειμένου, αξίζει να σημειωθεί ότι το ελληνικό κείμενο βοηθάει στη συμπλήρωση του λατινικού (π.χ. Ἰούλιος – [Iul]ius, <Β>έσ(σων) – [Bes]sọr(um)), αλλά συμβαίνει και το αντίστροφο (F̣ḷ(aviae) – [Φ]λ(αβίας)).
Η καταγωγή της οικογένειας του Ιούλιου Τήρη
Η καταγωγή του Ιούλιου Τήρη και της οικογένειάς του είναι δύσκολο να εξακριβωθεί. Το όνομα Τήρης είναι χαρακτηριστικό θρακικό με ευρεία διάδοση στη Θράκη και τη Μακεδονία (Dana, OnomThrac 355-358). Η χρονολόγηση της επιγραφής και η παρουσία της κοόρτης ήδη από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. στη Μακεδονία ίσως συνηγορούν υπέρ της μακεδονικής του καταγωγής, αν και αυτό δεν μπορεί να επιβεβαιωθεί. Όσον αφορά την καταγωγή της συζύγου του, το όνομά της πιθανότατα αποτελεί ενδεικτικό στοιχείο, καθώς χρησιμοποιείται η δοτική του ονόματος Ἄρτεμις με επένθετο –ν-, που αποτελεί χαρακτηριστικό της μακεδονικής διαλέκτου (Σβέρκος – Τζαναβάρη 2009: 216-217). Τα συμπεράσματα αυτά δεν είναι απολύτως ασφαλή, βέβαιη είναι, όμως, η κατοχή ρωμαϊκών πολιτικών δικαιωμάτων τόσο από τον Τήρη όσο και από την Άρτεμη, η οποία συνεπάγεται το δικαίωμα σύναψης γάμου βάσει ρωμαϊκού δικαίου (ius conubii), με αποτέλεσμα τα τέκνα τους να θεωρούνται νόμιμα και με πλήρη δικαιώματα στο πλαίσιο του ρωμαϊκού δικαίου.
Η cohors I Flavia Bessorum και η θητεία στα auxilia
Ο Ιούλιος Τήρης υπηρέτησε στα βοηθητικά σώματα (auxilia) του ρωμαϊκού στρατού, τα οποία στελεχώνονταν κυρίως από επαρχιώτες σε αντίθεση με τις ρωμαϊκές λεγεώνες. Το όνομα κάθε «μονάδας» δήλωνε συνήθως τον αυτοκράτορα επί του οποίου αυτή δημιουργήθηκε και τον τόπο καταγωγής των στρατιωτών. Εν προκειμένω, το επίθετο Φλαβία (Flavia) παραπέμπει σε έναν από τους τρεις αυτοκράτορες της ομώνυμης δυναστείας (69-96 μ.Χ.), πιθανότατα στον Ουεσπασιανό (69-79 μ.Χ.· Matei-Popescu 2013: 222-223), και η γενική Βέσσων (Bessorum) στο θρακικό φύλο Βέσσοι που ήταν εγκατεστημένο στη δυτική Θράκη. Ο ακριβής χρόνος της αρχικής στρατολόγησης της κοόρτης αυτής δεν είναι γνωστός, αλλά οι πρώτες επιγραφικές μαρτυρίες της προέρχονται από τις αρχές του 2ου αι. μ.Χ. Αρχικά είχε σταθμεύσει στην επαρχία της Άνω Μοισίας, αλλά αργότερα μετακινήθηκε στην επαρχία της Μακεδονίας, όπως γνωρίζουμε από μαρτυρίες από τη Λυγκηστίδα, τη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες. Η παλαιότερη χρονικά μαρτυρία για παρουσία της κοόρτης στην επαρχία της Μακεδονίας είναι ένα ρωμαϊκό στρατιωτικό δίπλωμα του 120 μ.Χ. που αναφέρει ρητά: in coh(orte) I F(lavia) Be[ssorum quae est Mace]/doniae (CIL 16, 67 στ. 6-7· βλ. και ανωτέρω Χρονολόγηση). Η μετακίνηση του στρατιωτικού σώματος δεν φαίνεται να συνδέεται με κάποιο συγκεκριμένο εξωτερικό κίνδυνο ή αναταραχή. Ο Sherk 1957: 54 θεωρεί πως έλαβε χώρα μετά τους Δακικούς πολέμους του Τραϊανού (101/2 και 105/6 μ.Χ.) και επισημαίνει την ανάγκη ύπαρξης στρατού στην επαρχία ακόμη και σε μία σχετικά ειρηνική περίοδο, για την προστασία από άλλους κινδύνους, όπως η ληστεία. Ακολουθεί χρονικά το πρόσφατα δημοσιευθέν δίπλωμα από τις Σέρρες, το οποίο χρονολογείται το 178 μ.Χ. και μαρτυρεί την ύπαρξη τόσο έφιππου όσο και πεζοπόρου τμήματος (Eck – Pangerl 2022). Τέλος, μετά το 212 μ.Χ. χρονολογείται η επιτάφια επιγραφή ενός eques singularis από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος είχε αποσπαστεί από την κοόρτη στη φρουρά του επαρχιακού διοικητή (IG X 2.1, 384).
Είναι γνωστό ότι η υπηρεσία στο ρωμαϊκό στρατό συνεπαγόταν δυνατότητες κοινωνικής ανέλιξης. Μετά από είκοσι πέντε χρόνια υπηρεσίας στα auxilia ο στρατιώτης αποκτούσε ρωμαϊκά πολιτικά δικαιώματα, τα οποία αποδίδονταν και στα τέκνα του. Η ρωμαϊκή πολιτεία του Τήρη ανάγεται, βέβαια, σε κάποιο πρόγονό του που πολιτογραφήθηκε, όπως αποδεικνύει το gentilicium του, επί Ιουλίων-Κλαυδίων· η στρατολόγησή του, αν και Ρωμαίου πολίτη, στα auxilia και όχι σε κάποια λεγεώνα φανερώνει ίσως την επιθυμία του να παραμείνει κοντά στον τόπο καταγωγής του, όπου στρατοπέδευε η κοόρτη εκείνο το διάστημα, και όχι σε κάποια μεθοριακή επαρχία της αυτοκρατορίας.
Η οικογένεια του Τήρη επωφελήθηκε πάντως από τα προνόμια που συνδέονταν με τη στρατιωτική υπηρεσία. Στην επόμενη γενιά ανήλθε ταχύτατα κοινωνικά, αφού ο γιος του Τήρη έγινε μέλος της τάξης των ιππέων (ordo equester). Η άνοδος στην τάξη των ιππέων για όσους υπηρετούσαν στο ρωμαϊκό στρατό ως εκατόνταρχοι, όπως ακριβώς ο Ιούλιος Τήρης, και έφταναν στον βαθμό του primus pilus ήταν δυνατή αν και δύσκολη. Από την εποχή του Σεπτιμίου Σεβήρου (193-211 μ.Χ.), ωστόσο, η κοινωνική άνοδος των εκατόνταρχων διευκολύνθηκε και το status του ιππέα έγινε κατ’ ουσίαν κληρονομικό (Alföldy 2009: 289). Η απουσία αναφοράς στην κοινωνική θέση του Τήρη, ο οποίος ανεγείρει το μνημείο, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ο γιος του Ιουλιανός εντάχθηκε στην τάξη των ιππέων πιθανώς χάρη στη δική του υπηρεσία, αφού η παράλειψη των πληροφοριών εκείνων που θα συνέδεαν την κοινωνική άνοδο της οικογένειας με τον ίδιο τον Τήρη και συνεπώς θα τον προέβαλαν, δεν είναι αναμενόμενη.
Γεώργιος Αθανασιάδης