[θ]εοί· | |
ἐπὶ Νικοκράτους ἄρχοντ- | |
ος, ἐπὶ τῆς Αἰγεῖδος πρώτ- | |
ης πρυτανείας· τῶν προέδ- | |
5 | ρων ἐπεψήφιζεν Θεόφιλο- |
ς Φηγούσιος· ἔδοξεν τῆι β- | |
ουλεῖ· Ἀντίδοτος Ἀπολλο- | |
δώρου Συπαλήττιος εἶπε- | |
ν· περὶ ὧν λέγουσιν οἱ Κιτ- | |
10 | ιεῖς περὶ τῆς ἱδρύσειως |
τῆι Ἀφροδίτηι τοῦ ἱεροῦ, | |
ἐψηφίσθαι τεῖ βουλεῖ το- | |
ὺς προέδρους, οἳ ἂν λάχωσ- | |
ι προεδρεύειν εἰς τὴν πρ- | |
15 | ώτην ἐκκλησίαν, προσαγα- |
γεῖν αὐτοὺς καὶ χρηματί- | |
σαι, γνώμην δὲ ξυνβάλλεσ- | |
θαι τῆς βουλῆς εἰς τὸν δῆ- | |
μον, ὅτι δοκεῖ τῆι βουλεῖ | |
20 | ἀκούσαντα τὸν δῆμον τῶν |
Κιτιείων περὶ τῆς ἱδρύσ- | |
ειως τοῦ ἱεροῦ καὶ ἄλλου | |
Ἀθηναίων τοῦ βουλομένο- | |
υ βουλεύσασθαι, ὅ τι ἂν αὐ- | |
25 | τῶι δοκεῖ ἄριστον εἶναι. |
ἐπὶ Νικοκράτους ἄρχοντ- | |
ος, ἐπὶ τῆς Πανδιονίδος δ- | |
ευτέρας πρυτανείας· τῶν | |
προέδρων ἐπεψήφιζεν Φα- | |
30 | νόστρατος Φιλαίδης· ἔδο- |
ξεν τῶι δήμωι· Λυκο͂ργος Λ- | |
υκόφρονος Βουτάδης εἶπ- | |
εν· περὶ ὧν οἱ ἔνποροι οἱ Κ- | |
ιτιεῖς ἔδοξαν ἔννομα ἱκ- | |
35 | ετεύειν αἰτοῦντες τὸν δ- |
ῆμον χωρίου ἔνκτησιν, ἐν | |
ὧι ἱδρύσονται ἱερὸν Ἀφρ- | |
οδίτης, δεδόχθαι τῶι δήμ- | |
ωι· δοῦναι τοῖς ἐμπόροις | |
40 | τῶν Κιτιέων ἔνκτησιν χ[ω]- |
ρίου, ἐν ὧι ἱδρύσονται τὸ | |
ἱερὸν τῆς Ἀφροδίτης, καθ- | |
άπερ καὶ οἱ Αἰγύπτιοι τὸ | |
τῆς Ἴσιδος ἱερὸν ἵδρυντ- | |
45 | αι. |
Θεοί· Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την πρώτη πρυτανεία, της Αιγεΐδος φυλής, ο Θεόφιλος από τον Φηγούντα έθεσε εκ μέρους (στ. 5) των προέδρων το ζήτημα προς ψηφοφορία. Η Βουλή αποφάσισε· ο Αντίδοτος, γιος του Απολλοδώρου, από τον δήμο Συπαληττού έκανε την εισήγηση· σχετικά με όσα υποστηρίζουν οι Κιτιείς (στ. 10) για την ίδρυση του ιερού της Αφροδίτης, να αποφασίσει η Βουλή: οι πρόεδροι, όποιοι τυχόν κληρωθούν, να τους καλέσουν στην πρώτη (στ. 15) Συνέλευση και να θέσουν προς συζήτηση το θέμα, και να γνωστοποιήσουν την άποψη της Βουλής στο Δήμο, ότι δηλαδή αυτή κρίνει σωστό, (στ. 20) αφού ακούσει ο Δήμος τους Κιτιείς σχετικά με την ίδρυση του ιερού, και όποιον άλλο Αθηναίο επιθυμεί να εκφράσει τη γνώμη του, να αποφασίσει ό,τι (στ. 25) θεωρεί καλύτερο.
Όταν ήταν άρχοντας ο Νικοκράτης, κατά την δεύτερη πρυτανεία, της Πανδιονίδος φυλής, εκ μέρους των προέδρων έθεσε το ζήτημα προς ψηφοφορία (στ. 30) ο Φανόστρατος από το δήμο Φιλαϊδών. Ο Δήμος αποφάσισε· ο Λυκούργος, γιος του Λυκόφρονα, από τον δήμο Βουτάδων έκανε την εισήγηση· σχετικά με το νόμιμο κατά τους Κιτιείς εμπόρους (στ. 35) αίτημά τους, να τους παραχωρήσει ο Δήμος το δικαίωμα κατοχής γης, στην οποία θα ιδρύσουν ιερό της Αφροδίτης, να αποφασίσει ο Δήμος· να παραχωρήσουν στους Κιτιείς εμπόρους (στ. 40) έκταση γης, όπου θα ιδρύσουν το ιερό της Αφροδίτης, όπως ακριβώς και οι Αιγύπτιοι έχουν ιδρύσει το ιερό της Ίσιδας.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
Foucart 1873: 187-189 αρ. 1· Michel, Recueil 114 αρ. 104 (Prott – Ziehen, Leges sacrae 95-97 αρ. 30)· Syll.3 280· IG II2 337· Tod 1933-1948: 250-252 αρ. 189· LSCG 66-68· Vidman, SIRIS 10· Schwenk, Athens Alexander 141-146 αρ. 27· Le Guen-Pollet 1991: 216-219 αρ. 81· Rhodes – Osborne, GHI 462-467 αρ. 91· RICIS 101/0101· I.Kition T159· IG II3.1 337· Kloppenborg – Ascough 2011: 26-32 αρ. 3.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Pečirka 1966: 59-61· Habermann 1986: 98-99· Simms 1988-1989· Faraguna 1992: 363· Tracy, ALC I 112-114· Baslez 1996: 42, 49 αρ. 1+2· Brodersen, HGI II 55 αρ. 262; Parker 1996: 160, 337-338· Ascough 1997: 229· Zelnick-Abramovitz 1998: 554-573· Jones 1999: 40-45· Raptou 1999: 163-164 και 189-190· Lambert 2002α: 76 σημ. 9· Arnaoutoglou 2003: 89-92· Muñiz Grijalvo 2005: 278· Πωλογιώργη 2008: 132· Rhodes 2010: 83· Tracy 2011: 47· Demetriou 2012: 218-223 και 228· Lambert 2012: 65 σημ. 4 και 278· Bonnet 2015: 427-435· CAPInv. 295 [I. Arnaoutoglou]· Lambert 2018: 39, 151 σημ. 26 και 235.
Η επιγραφή χρονολογείται μετά το 378/7 π.Χ., καθώς η φράση τῶν προέδρων ἐπεψήφιζεν εμφανίζεται στα αττικά ψηφίσματα εκείνη περίπου την εποχή, κατόπιν μεταρρύθμισης που αφορούσε στο αξίωμα του προέδρου της βουλής (Guarducci 2010: 148-149). Καθοριστική είναι, ωστόσο, η αναφορά στον επώνυμο άρχοντα, χάρη στην οποία μπορούμε να χρονολογήσουμε με ασφάλεια την επιγραφή στο 333/2 π.Χ. Τα δύο ψηφίσματα εγκρίθηκαν όταν επώνυμος άρχων ήταν ο Νικοκράτης, το πρώτο όταν πρυτάνευε η φυλή Αιγηΐς, και το δεύτερο κατά την πρυτανεία της Πανδιονίδος. Οι φράσεις πρώτης και δευτέρας πρυτανείας δείχνουν ότι οι συζητήσεις στη βουλή και την εκκλησία του δήμου έλαβαν χώρα στην αρχή του διοικητικού έτους, δηλαδή κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, με μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους (Guarducci 2010: 516).
Εντοπίστηκε το 1870, και σήμερα φυλάσσεται στο Επιγραφικό Μουσείο (ΕΜ 7173).
Τα ψηφίσματα είναι κείμενα που διατυπώνονται και ψηφίζονται από τα συλλογικά πολιτειακά όργανα των ελληνικών πόλεων (βουλή/συνέδριον, ἐκκλησία τοῦ δήμου) μέσα από διαδικασίες οι οποίες ποικίλλουν στις διάφορες πόλεις. Τα ψηφίσματα των ελληνικών πόλεων ρυθμίζουν θέματα σχετικά με την εξωτερική και εσωτερική πολιτική, την οικονομία, τα δημόσια έργα, την οργάνωση γιορτών και αγώνων και γενικά ό,τι αφορά το δημόσιο βίο. Ψηφίσματα δεν εκδίδονται μόνο από ελληνικές πόλεις αλλά επίσης από Συμπολιτείες, Κοινά, Αμφικτυονίες, σωματεία.
Ένας μεγάλος αριθμός ψηφισμάτων αφορά χορήγηση προνομίων ή/και τιμών σε άτομα και ομάδες που έχουν επιδείξει ευεργετικές δραστηριότητες ή υποδειγματικές συμπεριφορές προς την πόλη ή όποιον οργανισμό εκδίδει το ψήφισμα. Πρόκειται για τα τιμητικά ψηφίσματα.
Στήλη από πεντελικό μάρμαρο.
Η επιγραφή αποτελείται από δύο διακριτά ψηφίσματα. Οι στίχοι 1-25 περιλαμβάνουν το προβούλευμα της Βουλής των Πεντακοσίων, ενώ οι στίχοι 26-45 το ψήφισμα της Εκκλησίας του Δήμου. Και τα δύο αφορούν το αίτημα μίας ομάδας Κιτιέων εμπόρων για χορήγηση προνομίων, συγκεκριμένα αυτού της έγκτησης, προκειμένου να ανεγείρουν ναό της Αφροδίτης.
Προβούλευμα και ψήφισμα: Η πορεία του αιτήματος των Κιτιέων
Η επιγραφή φωτίζει ποικίλες όψεις της πολιτικής και θρησκευτικής ζωής της Αθήνας του 4ου αι. π.Χ. Και τα δύο κείμενα απαρτίζονται από τα τυπικά δομικά συστατικά ενός ψηφίσματος, αν και παραλείπονται το αιτιολογικό μέρος και η απόφαση για την αναγραφή, παράλειψη που φανερώνει ότι η δημοσίευση της απόφασης έγινε με τη φροντίδα των εμπόρων και όχι της πόλης (Schwenk 1985: 144· Lambert 2018: 39). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι το προβούλευμα δεν περιλαμβάνει μία σαφώς διατυπωμένη πρόταση επί της οποίας θα αποφάσιζε η εκκλησία του δήμου, αλλά συνιστά ένα «ανοιχτό προβούλευμα» (Rhodes – Osborne, GHI 465-466), αναθέτει δηλαδή τη λήψη απόφασης εξ ολοκλήρου στη συνέλευση των Αθηναίων. Κατά τους P.J. Rhodes – R. Osborne η βουλή δεν επέδειξε το ίδιο ενδιαφέρον με τον Λυκούργο για την υπόθεση των Κιτιέων, ενώ κατά τον Sokolowski (LSCG 68) η βουλή προώθησε το αίτημα στην εκκλησία, καθώς δεν μπόρεσε να λάβει θετική απόφαση κατά πλειοψηφία (για τον επίμαχο χαρακτήρα του θέματος βλ. επίσης Pečirka 1966: 139 και Lambert 2018: 235 και 255). Τα ακριβή γεγονότα δεν μπορούν να ανασυσταθούν, προκαλεί, ωστόσο, εντύπωση ότι η βουλή δεν έλαβε θέση για ένα θέμα που είχε και οικονομικές προεκτάσεις, ενώ παράλληλα η Αθήνα δεν φαίνεται να είχε λόγο να αρνηθεί την παραχώρηση του συγκεκριμένου προνομίου, δεδομένου ότι στο παρελθόν είχε δοθεί «άδεια» σε Αιγυπτίους, πιθανότατα πάλι εμπόρους, για ανέγερση ιερού της Ίσιδος (στ. 42-45˙ για την εισαγωγή ξένων λατρειών στην Αθήνα και ιδίως τον Πειραιά βλ. π.χ. Πλ. Πολ. 327a και Garland 1987: 108-109).
Η σύγκριση των δύο ψηφισμάτων αποδεικνύει ότι εκείνο της βουλής είναι γενικά διατυπωμένο χωρίς να χρησιμοποιούνται τεχνικοί όροι σχετικά με το αίτημα των εμπόρων. Σύμφωνα με το πρώτο ψήφισμα, η βουλή κλήθηκε να αποφασίσει περὶ ὧν λέγουσιν οἱ Κιτιεῖς, ενώ στο δεύτερο χρησιμοποιούνται οι φράσεις αἰτοῦντες και ἔννομα ἱκετεύειν, οι οποίες παραπέμπουν σε διαδικασία διατύπωσης αιτήματος κυρίως από μη Αθηναίους πολίτες (βλ. αναλυτικά Zelnick-Abramovitz 1998). Ακόμη, από το ψήφισμα της βουλής απουσιάζει ο όρος ἔγκτησις. Τέλος, οι αιτούντες αποκαλούνται απλώς Κιτιείς, ενώ στο ψήφισμα της εκκλησίας χαρακτηρίζονται επιπλέον ως ἔνποροι. Το ερώτημα που γεννάται είναι εάν το αίτημα παρουσιάστηκε αναλυτικά και στα δύο αυτά σώματα, και μάλιστα παρουσία των εμπόρων. Είναι γνωστό πως στη βουλή και τη συνέλευση συμμετείχαν μόνο Αθηναίοι πολίτες, ενώ ένας ξένος μπορούσε να μιλήσει αυτοπροσώπως σε μία συνεδρίαση, μόνο αν του είχε δοθεί το προνόμιο της προσόδου. Δεδομένης της αναφοράς σε ακρόαση (στ. 20), μπορούμε να εικάσουμε ότι η βουλή επιθυμούσε να παρουσιάσουν οι ίδιοι οι Κιτιείς το αίτημά τους ενώπιον των οργάνων της πόλης επιτρέποντάς τους για τον λόγο αυτό να παρευρεθούν στη συνέλευση και μεταθέτοντας στην τελευταία τη λήψη απόφασης.
Η ταυτότητα και το αίτημα των Κιτιέων
Ένα ακόμη ερώτημα που έχει απασχολήσει την έρευνα είναι αν οι Κιτιείς είχαν συστήσει σωματείο. Η άποψη πως οι έμποροι αποκαλούνται δῆμος τῶν Κιτιειῶν (Demetriou 2012: 218) και συνεπώς αποτελούν ένα οργανωμένο σύλλογο στηρίζεται σε συντακτική παρανόηση. Ο όρος δῆμον δηλώνει τους Αθηναίους πολίτες και αποτελεί υποκείμενο της μετοχής ἀκούσαντα, η οποία δέχεται αντικείμενο σε πτώση γενική (τῶν Κιτιείων και ἄλλου)· άλλωστε ο όρος δῆμος μαρτυρείται ως τώρα μόνο μία φορά ως δηλωτικός ενός σωματείου στην ύστερη κλασική Λήμνο (CAPInv. 262). Ακόμη κι αν απουσιάζει κάποιος σχετικός όρος (σύνοδος, κοινόν), δεν μπορεί πάντως να αποκλειστεί το ενδεχόμενο σύστασης σωματείου. Ο Leiwo (1997: 115) τάσσεται υπέρ της άποψης αυτής, και ο Jones (1999: 41) εύστοχα τονίζει τη σημασία του ρήματος δοκῶ, το οποίο δηλώνει τη λήψη μιας επίσημης απόφασης και ίσως παραπέμπει σε μια συγκροτημένη ομάδα εμπόρων που λειτουργούσε βάσει συγκεκριμένων κανόνων και διαδικασιών. Αντίθετα, ο Arnaoutoglou (2003: 90) αντιμετωπίζει τους εμπόρους ως «εθνοτική ομάδα» και όχι ως λατρευτικό ή επαγγελματικό σωματείο, ενώ πιο πρόσφατα παρατηρεί ότι ο σωματειακός χαρακτήρας αυτής της ομάδας βρίσκεται ακόμη εν τη γενέσει (CAPInv. 295).
Σε κάθε περίπτωση, το αίτημα των Κιτιέων εμπόρων, το οποίο γίνεται τελικά δεκτό, αφορά την παραχώρηση του δικαιώματος κατοχής γης, αποκλειστικό δικαίωμα των πολιτών, προκειμένου να ιδρύσουν ιερό της θεάς Αφροδίτης. Η φράση χωρίου ἔνκτησιν δεν είναι η συνήθης, καθώς η φράση γῆς ἔνκτησιν απαντά στις περισσότερες σχετικές επιγραφές (Pečirka 1966: 140-141˙ βλ. όμως IG II2 43 στ. 37-39). Κατά τον M.I. Finley η λέξη χωρίον δηλώνει το «οικόπεδο προς οικοδόμηση», ερμηνεία που εν μέρει επιβεβαιώνεται από το γεγονός ότι η λέξη γῆ, που χρησιμοποιείται συνήθως μαζί με τον όρο οἰκία, δηλώνει την έκταση προς καλλιέργεια, ενώ κατά τον W.K. Pritchett χωρίον σημαίνει γενικά την ακίνητη περιουσία. Πιθανώς ο όρος αυτός επελέγη επειδή το δικαίωμα έγγειας ιδιοκτησίας παραχωρείται εδώ άπαξ και για συγκεκριμένο σκοπό και όχι στο γενικό πλαίσιο απονομής προνομίων, ενώ παράλληλα ίσως υποδηλώνει ήδη καθορισμένο οικόπεδο (Pečirka 1966: 60 σημ. 2).
Αντικρουόμενες απόψεις έχουν διατυπωθεί επίσης ως προς το αν η χορήγηση του προνομίου σήμαινε και την αποδοχή της ξένης λατρείας (Foucart 1873: 127-128), ή αν απλώς παραχωρούνταν το δικαίωμα κατοχής γης (Poland 1909: 81). Ο Arnaoutoglou (2003: 90, με την παλαιότερη βιβλιογραφία) εύστοχα επισημαίνει ότι η απονομή του προνομίου συνιστά και μια έμμεση αποδοχή της λατρείας, η ακριβής ταυτότητα της οποίας δεν μπορεί να προσδιοριστεί δεδομένης της απουσίας λατρευτικού επιθέτου (pace Raptou 1999: 190). Μερίδα ερευνητών θεωρεί πως πρόκειται για την Αφροδίτη Ουρανία, καθώς στην ίδια περιοχή έχει βρεθεί η ανάθεση της Αριστόκλειας από το Κίτιο στη θεά (IG II2 4636, πρβλ. Kloppenborg – Ascough 2011: 31)· δεδομένης της έντονης παρουσίας του φοινικικού στοιχείου στο Κίτιο ίσως πρόκειται εδώ για μία «Αφροδίτη» που συγχωνεύει στοιχεία της ελληνικής θεότητας και της φοινικικής Αστάρτης (Bonnet 2015: 428-429), η οποία ενδέχεται να συνδεόταν ακριβώς με την Αφροδίτη Ουρανία (Burkert 1993: 324-325).
Αθηναϊκή οικονομία και παραχώρηση προνομίων
Πρέπει, τέλος, να διερευνηθούν τα κίνητρα πίσω από την απόφαση των Αθηναίων σχετικά με την ίδρυση ιερού της Ίσιδος και της Αφροδίτης (για την πιθανή ανάμειξη στην απόφαση υπέρ των Αιγυπτίων ενός προγόνου του Λυκούργου, βλ. Simms 1989, η οποία απορρίπτει την άποψη αυτή και θεωρεί πιθανότερο να αποτελεί η παροχή έγκτησης στους Αιγυπτίους, την οποία επικαλείται εδώ ο Λυκούργος, ένα πρόσφατο γεγονός). Στο διάστημα 338-326 π.Χ. ο Λυκούργος, εισηγητής του ψηφίσματος στην εκκλησία του δήμου, διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην πολιτική ζωή της Αθήνας, ιδίως στον έλεγχο των οικονομικών της πόλης (για την πολιτική του δράση βλ. συνοπτικά Rhodes 2010). Στους Πόρους ο Ξενοφών είχε ήδη υποστηρίξει την ανάγκη λήψης μέτρων που θα ενίσχυαν τις εμπορικές συναλλαγές της πόλης και θα βελτίωναν τις συνθήκες διαβίωσης των μετοίκων και των εμπόρων (Ξεν., Πόρ., 2.6-3.5, όπου αναφέρεται χαρακτηριστικά: εἰ ἡ πόλις διδοίη οἰκοδομησομένοις ἐγκεκτῆσθαι οἳ ἂν αἰτούμενοι ἄξιοι δοκῶσιν εἶναι). Πράγματι, ο Λυκούργος εφάρμοσε μέτρα, όπως η αξιοποίηση των μεταλλείων του Λαυρίου, που συνέβαλαν στη σταδιακή ανάκαμψη των οικονομικών της πόλης. Η παραχώρηση προνομίων σε εμπόρους αποτέλεσε επίσης βασικό στοιχείο της πολιτικής της Αθήνας κατά την ύστερη κλασική και ελληνιστική περίοδο, ιδίως μετά τη μάχη της Χαιρώνειας, με στόχο την προώθηση των συνεργασιών της πόλης (Lambert 2018: 100-102). Αξίζει να σημειωθούν εδώ οι σταθερές εμπορικές επαφές της Αθήνας με την Αίγυπτο (Habermann 1986: 97-99) και το Κίτιο, καθώς και οι εν γένει στενές επαφές της πόλης με την Κύπρο στην περίοδο αυτή (Raptou 1999: 160-162). Η Αθήνα θα εξασφάλιζε, λοιπόν, μέσω της παραχώρησης του δικαιώματος της έγκτησης και άλλων προνομίων τον ανεφοδιασμό της σε αγαθά, ιδίως σιτηρά, ενώ πιθανώς θα προσείλκυε ξένους για μόνιμη εγκατάσταση στην πόλη αυξάνοντας τα έσοδά της μέσω της φορολογίας (μετοίκιον).
Γεώργιος Αθανασιάδης