μπροστινή πλευρά (recto) | |
(1ο χέρι) Διονυσίωι τῶν φίλων καὶ | |
στρατηγῶι | |
παρὰ Πτολεμαίου τοῦ Γλαυκίου | |
Μακεδόνος τῶν ὄντων ἐν κατοχῆι | |
5 | ἐν τῶι μεγάλωι Σαραπιείωι ἔτος |
ἤδη δέκατον. Ἀδικοῦμαι | |
ὑπὸ τῶν ἐν τῶι αὐτῶι ἱερῶι | |
καλλυντῶν καὶ ἀρτοκόπων | |
τῶν νυνὶ ἐφημερευόντων, | |
10 | καταβαινόντων δὲ καὶ εἰς τὸ |
Ἀνουβιεῖον, Ἁρχήβιος ἰατροῦ | |
καὶ Μυὸς ἱματιοπώλου καὶ | |
τῶν ἄλλων, ὧν τὰ ὀνόματα | |
ἀγνοῶ. Τοῦ γὰρ ιθ (ἔτους) Φαῶφι ια | |
15 | παραγενόμενοι ἐπὶ τὸ |
Ἀσταρτιεῖον, ἐν ὧι κατέχομαι | |
ἱερῶι, εἰσεβιάζοντο βουλό- | |
μενοι ἐξσπάσαι με καὶ ἀλο- | |
γῆσαι, καθάπερ καὶ ἐν τοῖς πρό- | |
20 | τερον χρόνοις ἐπεχείρησαν |
οὔσης ἀποστάσεως, παρὰ τὸ | |
Ἕλληνά με εἶναι. Ἐπεὶ ο[ὖ]ν | |
ἐγὼ μὲν συνιδὼν αὐτοὺς | |
ἀπονενοημένους ἐμαυτὸν | |
25 | συνέκλεισα, Ἁρμᾶιν δὲ |
τὸν παρ΄ ἐμοῦ εὑρόντες | |
ἐπὶ τοῦ δρόμου καταβαλόντες | |
ἔτυπτον τοῖς χαλκοῖς | |
ξυστῆρσιν. Ἀξιῶ οὖν σε συν- | |
30 | τάξαι γράψαι Μενεδήμωι |
τῶι παρὰ σοῦ ἐν τῶι Ἀνουβιείωι | |
ἐπαναγκάσαι αὐτοὺς τὰ δίκαιά μοι | |
ποιῆσαι, ἐὰν δὲ μὴ ὑπομένωσιν, | |
ἐξαποστεῖλαι αὐτοὺς ἐπὶ σέ, | |
35 | ὅπως διαλάβῃς περὶ αὐτῶν μισο- |
πονήρως. | |
Εὐτύχει. | |
(4ο χέρι) Μενεδήμωι. Προνοήθητι ὡς τεύξεται | |
τῶν δικαίων. | |
40 | (ἔτους) ιθ Φαῶφι ιθ. |
πίσω πλευρά (verso) | |
(3ο χέρι) (ἔτους) ιθ Φαῶφι ιη | |
Πτολεμαίου. (5ο χέρι) Μενεδήμωι | |
(2ο χέρι) τῶν καλ- | |
λυντῶν |
(μπροστινή πλευρά) Στον Διονύσιο, έναν από τους φίλους του βασιλέα και στρατηγό, από τον Πτολεμαίο, γιο του Γλαυκία, Μακεδόνα, έναν από τους “κατόχους” (στ. 5) στο Μεγάλο Σαραπιείο ήδη δέκα χρόνια. Αδικούμαι από τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που υπηρετούν τώρα εκ περιτροπής στο ίδιο ιερό, (στ. 10) οι οποίοι όμως κατεβαίνουν και στο ιερό του Ανούβιδος, από τον Αρχήβι, τον γιατρό, και τον Μυ, τον ιματιοπώλη, και τους άλλους των οποίων τα ονόματα αγνοώ. Γιατί στις 11 του Φαώφι του 19ου έτους, (στ. 15) αφού έφτασαν στο μικρό ιερό της Αστάρτης, στο οποίο παραμένω κάτοχος, εισχώρησαν με τη βία θέλοντας να με σύρουν έξω και να με εκφοβίσουν, όπως ακριβώς επιχείρησαν και (στ. 20) παλαιότερα κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, επειδή είμαι Έλληνας. Εγώ, λοιπόν, αφού διαπίστωσα ότι ήταν εκτός εαυτού, (στ. 25) κλείστηκα μέσα, καθώς όμως βρήκαν στον δρόμο τον Αρμάιν, έναν από τους δικούς μου, τον έριξαν κάτω και τον χτύπησαν με τα χάλκινα ξυστήρια τους. Σου ζητώ, λοιπόν, να δώσεις εντολή (στ. 30) να γράψουν στον Μενέδημο, τον υφιστάμενό σου στο ιερό του Ανούβιδος, να τους εξαναγκάσει να μου αποδώσουν δικαιοσύνη, και αν δεν συμμορφωθούν, να τους στείλει σε σένα (στ. 35) για να αποφασίσεις γι’ αυτούς με αγάπη για τη δικαιοσύνη. Σε χαιρετώ. Στον Μενέδημο. Φρόντισε να του αποδοθεί δικαιοσύνη. (στ. 40) 19ο έτος, 19 Φαώφι. (πίσω πλευρά) 19ο έτος, 18 Φαώφι. (Αφορά) τον Πτολεμαίο. Στον Μενέδημο. Σχετικά με τους καθαριστές.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ
P.Paris 36· UPZ I 7 + σελ. 648-649 (νέα διορθωμένη έκδοση· BL II 2 σελ. 171· BL V σελ. 149)· C.Pap.Hengstl 38· Μ. Μαλούτα στο Ανθολόγιο 277-286 Π6.
ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Braunert 1964: 69· Delekat 1964: 20, 28, 65-66, 83, 128, 134-135, 157· Lewis 1986: 84-86· Thompson 1988: 229-230· Goudriaan 1988: 42-57· Goudriaan 1992: 74-77· Huss 2001: 589-591· Veisse 2004: 36-38, 132-134· Veisse 2007· Legras 2011: 109-111, 169-189· Agut 2011: 285-286· Bauschatz 2013: 209-212.
Στον στ. 14 ο συντάκτης του υπομνήματος αναφέρει την ημερομηνία κατά την οποία υπέστη την αδικία, την 11η ημέρα του αιγυπτιακού μήνα Φαώφι του 19ου έτους· πρόκειται για το 19ο έτος της βασιλείας του Πτολεμαίου Δ’ Φιλομήτορα (180-145 π.Χ.), δηλαδή το 163 π.Χ και συγκεκριμένα την 12η Νοεμβρίου (Skeat 1954: 14). Στην πίσω πλευρά του παπύρου βρίσκουμε την ημερομηνία παραλαβής του υπομνήματος από το γραφείο του στρατηγού Διονυσίου: είναι η 18η ημέρα του μήνα Φαώφι του ίδιου έτους, δηλαδή η 19η Νοεμβρίου του 163 π.Χ. Τέλος, στον στ. 40 έχει καταγραφεί η ημερομηνία προώθησης του υπομνήματος από τον στρατηγό Διονύσιο στον Μενέδημο, η 19η ημέρα του ίδιου μήνα, δηλαδή η 20η Νοεμβρίου.
Ο πάπυρος ανήκει στην ομάδα των παπύρων που βρέθηκαν στο αρχείο του Σαραπιείου της Μέμφιδας και φυλάσσεται στη Βιβλιοθήκη του Βατικανού.
Το υπόμνημα ήταν ένα είδος εγγράφου με το οποίο συνήθως υποβαλλόταν ένα αίτημα προς κάποιον αξιωματούχο. Το αίτημα μπορούσε να αφορά π.χ. τη δικαστική δίωξη κάποιου προσώπου ή τη διεξαγωγή μιας διοικητικής πράξης· ακόμη ο συντάκτης μπορεί να ζητούσε προστασία από τις αρχές ή να του χορηγηθεί κάτι, όπως κάποιο προνόμιο ή χάρη. Διακριτικό στοιχείο δομής των υπομνημάτων είναι η αρχική φράση τῷ δεῖνι παρὰ τοῦ δεῖνος. Στα υπομνήματα με τα οποία υποβάλλεται ένα αίτημα ακολουθεί η διήγηση του περιστατικού. Στη συνέχεια, διατυπώνεται το αίτημα του συντάκτη: εισάγεται με τη φράση ἀξιῶ σε και συνήθως ζητείται να δοθεί η εντολή στον αρμόδιο αξιωματούχο με τη φράση προστάξαι/συντάξαι π.χ. τῷ στρατηγῷ· ακολουθεί το αίτημα ανάλογα με την περίπτωση (ἀνακαλέσαι, ἀναγκάσαι, ἀναγαγεῖν κ.ά.).
Το βασικό χαρακτηριστικό του υπομνήματος προς τις αρμόδιες δημόσιες υπηρεσίες, δηλαδή τη φράση τῷ δεῖνι παρὰ τοῦ δεῖνος, εμφανίζουν και άλλα επίσημα έγγραφα, όπως οι απογραφές, οι δηλώσεις γέννησης και οι δηλώσεις με τις οποίες βεβαιώνεται η προσφορά θυσιών στους παραδοσιακούς θεούς του ρωμαϊκού κράτους. Αρκετά από αυτά τα έγγραφα έχουν υποχρεωτικό χαρακτήρα, δηλαδή απαιτούνται από τον κρατικό μηχανισμό, άλλα είναι, ωστόσο, προαιρετικά, δηλαδή συντάσσονται με ιδιωτική πρωτοβουλία.
Σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση (διαστάσεις δεν αναφέρονται σε καμία από τις εκδόσεις). Το κύριο μέρος είναι γραμμένο στη μπροστινή πλευρά του παπύρου. Στο αριστερό τμήμα της πίσω πλευράς υπάρχει μια ημερομηνία και από κάτω το όνομα του αποστολέα σε γενική, ενώ στο δεξί τμήμα το όνομα του ατόμου στο οποίο προωθήθηκε το έγγραφο. Στο δεξί τμήμα της πίσω πλευράς του παπύρου είναι γραμμένη κάθετα και η φράση τῶν καλλυντῶν.
Το κείμενο έχει γραφτεί από πέντε διαφορετικά χέρια αποκαλύπτοντας τις διάφορες φάσεις επεξεργασίας του στα διαφορετικά επίπεδα διοίκησης όπου προωθήθηκε (η αρίθμηση των χεριών έγινε σύμφωνα με τη χρονική ακολουθία των προσθηκών). Αρχικά συντάχθηκε το υπόμνημα στη μπροστινή πλευρά του παπύρου και ο πάπυρος σφραγίσθηκε. Έπειτα, στο δεξί μέρος της πίσω πλευράς, κάθετα, προστέθηκε από κάποιο άλλο πρόσωπο η φράση τῶν καλλυντῶν, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του παπύρου (2ο χέρι). Στη συνέχεια το υπόμνημα προωθήθηκε στο γραφείο του στρατηγού Διονυσίου, όπου προστέθηκε από ένα τρίτο άτομο, πάλι στην πίσω πλευρά (στ. 41-42), η ημερομηνία παραλαβής του μαζί με την ένδειξη ότι αφορά τον Πτολεμαίο (3ο χέρι). Ο Διονύσιος (4ο χέρι), αφού ξεσφράγισε και διάβασε το υπόμνημα, πρόσθεσε από κάτω μια σημείωση προς τον Μενέδημο, στον οποίο προώθησε το κείμενο, με την εντολή να φροντίσει να αποδοθεί δικαιοσύνη (στ. 38-39) και συμπλήρωσε στο τέλος την ημερομηνία (στ. 40). Ο πάπυρος σφραγίσθηκε ξανά και στο δεξί τμήμα της πίσω πλευράς προστέθηκε από ένα άλλο πρόσωπο, μάλλον στο γραφείο του Διονυσίου, το όνομα του Μενεδήμου, στον οποίο προωθήθηκε το υπόμνημα (5ο χέρι).
Το συγκεκριμένο κείμενο έχει την τυπική δομή υπομνήματος. Πρόκειται για διαμαρτυρία σχετικά με μια φυλετική (;) διαμάχη. Το έγγραφο υποβλήθηκε στον στρατηγό Διονύσιο από τον Μακεδόνα Πτολεμαίο, γιο του Γλαυκία, κάτοχον στο Μεγάλο Σαραπιείο (στ. 1-6). Ακολουθεί η αναλυτική έκθεση των γεγονότων που οδήγησαν τον Πτολεμαίο να συντάξει το υπόμνημα (στ. 6-29). Στη συνέχεια, ο Πτολεμαίος προχωρά στο αίτημά του (στ. 29-36): Ζητά από τον Διονύσιο να δώσει διαταγή στον υφιστάμενό του Μενέδημο να επιληφθεί του θέματος υποχρεώνοντας τους δράστες να του αποδώσουν το δίκιο του, και, αν δεν συμμορφωθούν, να φροντίσει ο ίδιος ο Διονύσιος για την απόδοση της δικαιοσύνης. Το υπόμνημα τελειώνει με τον χαιρετισμό (στ. 37). Κάτω από το υπόμνημα έχει προστεθεί από τον Διονύσιο η εντολή προς τον Μενέδημο να αποδώσει δικαιοσύνη (στ. 38-40).
Συντάκτης και παραλήπτες του υπομνήματος, Πτολεμαϊκοί αξιωματούχοι
Συντάκτης του υπομνήματος είναι ο Πτολεμαίος, γιος του Γλαυκία, Μακεδόνας (Lewis 1986: 74-79). Ο πατέρας του Γλαυκίας ήταν κληρούχος Μακεδονικής καταγωγής εγκατεστημένος στην κώμη Ψίχιν, στον Ηρακλεοπολίτη νομό, και πέθανε το 164 π.Χ. κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων στην Αίγυπτο μάλλον με βίαιο τρόπο (UPZ I 9 και 14). Γνωστά είναι ακόμη τρία αδέλφια του Πτολεμαίου, ο Ίππαλος, ο Σαραπίων και ο Απολλώνιος (UPZ I 9), ο οποίος μάλιστα στρατολογήθηκε ως κληρούχος το 158/7 π.Χ., μετά από αίτημα του αδελφού του Πτολεμαίου προς τους βασιλείς (UPZ I 14). Ο ίδιος ο Πτολεμαίος εγκαταστάθηκε το 172 π.Χ., γύρω στα τριάντα του χρόνια, ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και συγκεκριμένα στο Ἀσταρτιεῖον, τον μικρό ναό της Αστάρτης που βρισκόταν στο συγκρότημα του Σαραπιείου (βλ. παρακ.).
Το υπόμνημα του Πτολεμαίου απευθύνεται, όπως και άλλα δικά του υπομνήματα (UPZ I 2, 5, 8), στον Διονύσιο, τον στρατηγό του Μεμφίτη νομού, όπου βρισκόταν το Μεγάλο Σαραπιείο. Ο στρατηγός κατείχε αρχικά τη στρατιωτική κυρίως εξουσία στο επίπεδο του νομού, αργότερα όμως, από τα μέσα περίπου του 3ου αι. π.Χ., συγκέντρωσε στα χέρια του και ένα μεγάλο μέρος της διοικητικής εξουσίας, που ως τότε βρισκόταν στα χέρια του νομάρχη, αποκτώντας έτσι πολύ μεγαλύτερη δύναμη. Ο Διονύσιος κατέχει επίσης τον τιμητικό τίτλο τῶν φίλων (τοῦ βασιλέως). Πρόκειται για τίτλο συνηθισμένο στις αυλές των ελληνιστικών ηγεμόνων (πρβλ. Ε5). Στο πτολεμαϊκό βασίλειο ο τίτλος αυτός περιοριζόταν αρχικά σε άτομα τα οποία ανήκαν στην αυλή του μονάρχη, στελέχωναν τα βασιλικά συμβούλια και κατείχαν τα ανώτερα αξιώματα∙ όμως τον 2ο αι. π.Χ. έπαψε να δίνεται μόνο σε μέλη της αυλής και επεκτάθηκε σε όσους κατείχαν κάποιο –συνήθως ανώτερο– αξίωμα στην πτολεμαϊκή γραφειοκρατία. Στα μέσα του 2ου αι. π.Χ. μαρτυρούνται κατά ιεραρχική σειρά οι εξής τιμητικοί τίτλοι, που υποδηλώνουν σχέση με το πρόσωπο του βασιλέα (Mooren 1977: 1-73, ειδικά για τους τίτλους που αποδίδονταν στους στρατηγούς σ. 97-108): συγγενής, πρῶτος φίλος, ἀρχισωματοφύλαξ, φίλος, διάδοχος, σωματοφύλαξ. Συνεπώς, ο Διονύσιος δεν είναι υψηλόβαθμος στην ιεραρχία της πτολεμαϊκής αυλής.
Ο Μενέδημος είναι ο υφιστάμενος αξιωματούχος στον οποίο προωθείται το υπόμνημα από τον στρατηγό Διονύσιο. Ο ίδιος ο Πτολεμαίος ζητά από τον στρατηγό να δώσει διαταγή στον Μενέδημο, τῷ παρὰ σοῦ ἐν τῷ Ἀνουβιείῳ, να επιληφθεί του θέματος. Φαίνεται, λοιπόν, ότι πρόκειται για αντιπρόσωπο του στρατηγού στο Ανουβιείο (μάλλον δεν ταυτίζεται με τον ομώνυμο ἀρχιφυλακίτη στο UPZ I 5 στ. 6).
Tο Μεγάλο Σαραπιείο της Μέμφιδας και η ιδιότητα του κατόχου
Ο Μακεδόνας Πτολεμαίος εμφανίζεται ως κάτοχος στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από τη φαραωνική εποχή στη Μέμφιδα είχε κατασκευασθεί ένα σημαντικό συγκρότημα ναών για τη λατρεία των σπουδαιότερων αλλά και κάποιων λιγότερο σημαντικών θεοτήτων της Κάτω Αιγύπτου. Κεντρική θέση κατείχε η λατρεία του θεού-ταύρου Άπιδος, ο οποίος στη χθόνια εκδοχή του λατρευόταν ως Όσιρις-Άπις. Από εδώ προέρχεται η ονομασία του Σαράπιδος, νέας θεότητας που συνδύασε στοιχεία της αιγυπτιακής και ελληνικής λατρείας και εισήχθη –για πολιτικούς λόγους– από τον Πτολεμαίο Α΄ Σωτήρα (Staumbaugh 1972· Fraser 1972: I 246-276· Hornbostel 1973). Μετά τη δημιουργία της νέας λατρείας οι Πτολεμαίοι επέκτειναν το ιερό της Μέμφιδας, που από τότε αναφερόταν ως το Μεγάλο Σαραπιείο (Thompson 1988: 212-215). Εκτός από τον Σάραπι στο συγκρότημα της νεκρόπολης της Μέμφιδας συνέχισαν να λατρεύονται και άλλες θεότητες σχετιζόμενες ή μη με τη λατρεία του Σαράπιδος, όπως η Ίσις, ο Ιμχοτέπ (θεότητα που ταυτιζόταν με τον Ασκληπιό), ο Άνουβις αλλά και η Αστάρτη, στον ναό της οποίας ζούσε ως κάτοχος ο Πτολεμαίος.
Οι κάτοχοι ζούσαν στον ναό και απολάμβαναν την προστασία του θεού προσφέροντας σε αντάλλαγμα κάποιες ιερές υπηρεσίες (Delekat 1964: 176-181· Dunand 1973: 183). Ενδεχομένως λειτουργούσαν ως ‘εκπρόσωποι’ του θεού δίνοντας χρησμούς και ερμηνεύοντας όνειρα (Cumont 1937: 148-149· Merkelbach 1995: 73, 210-211). Οι πάπυροι που αφορούν τον Πτολεμαίο δεν αναφέρουν ποια ήταν τα ακριβή καθήκοντά του στην υπηρεσία του θεού.
Οι πηγές μας δείχνουν ότι οι χωροταξικοί περιορισμοί της κατοχής δεν ήταν απόλυτοι. Ορισμένοι κάτοχοι είχαν ελευθερία κινήσεων σε ολόκληρο το τέμενος του Σαραπιείου, άλλοι παρέμεναν έγκλειστοι σε ένα ναό, ενώ σε ειδικές περιστάσεις μπορούσαν να εγκαταλείψουν για ορισμένο διάστημα το ιερό. Έτσι, ο Πτολεμαίος μπόρεσε να αφήσει για λίγο τον ιερό χώρο στον οποίο ζούσε, προκειμένου να παραστεί στον γάμο του αδελφού του Σαραπίωνα και γενικά διατηρούσε τους δεσμούς του με τον έξω κόσμο, όπως φαίνεται από το γεγονός ότι επικοινωνούσε ελεύθερα με τα αδέλφια του (UPZ I 66, 67, 71, 75), αλλά και με την πτολεμαϊκή διοίκηση (UPZ I 5-11, 14). Ο Πτολεμαίος φαίνεται ότι έζησε τουλάχιστον για είκοσι χρόνια στο Μεγάλο Σαραπιείο, πιθανόν ως τον θάνατό του (Lewis 1986: 75).
Η φιλονικία
Οι εμπλεκόμενοι
Ο Πτολεμαίος απευθύνεται στον στρατηγό της Μέμφιδας Διονύσιο, επειδή δέχθηκε επίθεση από τους καλλυντάς και ἀρτοκόπους (στ. 6-14), δηλαδή τους καθαριστές και τους αρτοποιούς που πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο Μεγάλο Σαραπιείο. Από αυτούς κατονομάζει κάποιον Ἀρχήβιν, ἰατρόν, και ένα Μῦν, ἱματιοπώλην, ενώ αναφέρει ότι συμμετείχαν και άλλοι, τα ονόματα των οποίων δεν γνωρίζει. Ο γιατρός είναι Αιγύπτιος και ταυτίζεται με τον ομώνυμο κλυστήν που συμμετείχε και σε μεταγενέστερη επίθεση εναντίον του Πτολεμαίου (UPZ I 8 στ. 34). Ο Μῦς θα μπορούσε βάσει του ονόματός του να είναι Κάρας ή Αιγύπτιος και συμμετείχε επίσης στην προαναφερθείσα μεταγενέστερη επίθεση (UPZ I 8 στ. 33)∙ ίσως να ταυτίζεται με τον ομώνυμο κοπροξύστην (πρόκειται γι᾿ αυτόν που καθαρίζει ένα χώρο από την κοπριά), που υπήρξε ένας από τους πρωταγωνιστές των συμπλοκών στο Μεγάλο Σαραπιείο κατά το έτος 156 π.Χ. (UPZ I 119 στ. 39).
Στη μεταγενέστερη επίθεση που δέχτηκε ο Πτολεμαίος (UPZ I 8 στ. 32-34) λαμβάνουν μέρος και κατονομάζονται εκτός από τον Αρχήβι και τον Μυ ένας σακκοφόρος (αχθοφόρος), ένας σιτοκάπηλος (πωλητής σιτηρών), ένας ἀσιλλοφόρος (πρόκειται γι’αυτόν που φέρει ζυγό για μεταφορά φορτίων) και ένας ταπιδύφος (υφαντής ταπήτων)∙ όλοι αυτοί υπηρετούν στο Μεγάλο Σαραπιείο, σύμφωνα με τον Πτολεμαίο, ως καλλυνταί (UPZ I 8 στ. 6). Πρόκειται, επομένως, για Αιγυπτίους (όπως φαίνεται από τα ονόματά τους) λαϊκούς οι οποίοι πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στο ιερό μόνο για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κάθε έτος (ίσως ένα συγκεκριμένο μήνα), εκ περιτροπής με άλλες ομάδες, όπως μπορούμε να συμπεράνουμε από τη φράση τῶν νυνὶ ἐφημερευόντων (στ. 9). Το ακριβές αντικείμενο εργασίας των καλλυντῶν δεν είναι εύκολο να καθορισθεί. Τα χάλκινα ξυστήρια που αναφέρονται στον στ. 29 φαίνεται ότι αποτελούσαν τα εργαλεία που χρησιμοποιούσαν στην εργασία τους. Αν θεωρήσουμε ότι ευσταθεί η ταύτιση του Μυός με τον ομώνυμο κοπροξύστην στο UPZ I 119 (εκεί φαίνεται να υπηρετεί κατά τη διάρκεια του μήνα Παῦνι και όχι του Φαῶφι, όπως στο κείμενό μας), τότε οι καλλυνταί θα μπορούσαν να είναι αυτοί που σκούπιζαν στον χώρο του Μεγάλου Σαραπιείου. Η χρήση, ωστόσο, χάλκινων ξυστήρων υποδεικνύει ότι ίσως ήταν επιφορτισμένοι με μια πιο λεπτή εργασία, όπως με τον καθαρισμό κάποιου ιερού χώρου ή ιερών αντικειμένων (UPZ I σ. 137).
Στη συμπλοκή αναφέρεται και κάποιος Ἀρμάις, Αιγύπτιος που δέχθηκε επίθεση, επειδή ανήκε στον κύκλο του Πτολεμαίου. Ο Αρμάις αυτός πιθανόν ταυτίζεται με τον κάτοχον Αρμάι (Pros.Ptol. IX 7325), αποστολέα του υπομνήματος UPZ I 2 στον στρατηγό Διονύσιο εξαιτίας μιας άλλης επίθεσης που υπέστη στο Μεγάλο Σαραπιείο (Goudriaan 1988: 44).
Αίτια και συνθήκες της φιλονικίας
Το περιστατικό της επίθεσης ήταν κάθε άλλο παρά μεμονωμένο. Ο Πτολεμαίος αναφέρει ότι είχαν επιχειρήσει να τον βλάψουν και κατά τη διάρκεια παλαιότερης εξέγερσης (στ. 19-21). Η εξέγερση αυτή ταυτίζεται, όπως φαίνεται, με εκείνη που αναφέρεται στο UPZ I 14 στ. 9 (ἐν τοῖς ταραχῆς χρόνοις) κατά την οποία πέθανε ο πατέρας του Πτολεμαίου, Γλαυκίας, και εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των εξεγέρσεων που είχαν ξεσπάσει μεταξύ των ετών 168-164 π.Χ. στην Αίγυπτο (Veisse 2004: 36-38, 132-134) και οι οποίες πιθανόν σχετίζονται με τη σύγχρονη εξέγερση του Διονυσίου Πετοσαράπιδος στην Αλεξάνδρεια (Διόδωρος 31.15a· για τις εξεγέρσεις των Αιγυπτίων βλ. και McGing 1997). Δύο χρόνια μετά το παρόν υπόμνημα ο Πτολεμαίος απευθύνεται εκ νέου στον στρατηγό Διονύσιο παραπονούμενος πάλι για επίθεση που δέχτηκε (UPZ I 8), ενώ ανάλογα περιστατικά φαίνεται ότι έλαβαν χώρα και στη συνέχεια και οδήγησαν τον Πτολεμαίο να απευθυνθεί στους ίδιους τους βασιλείς το 156 π.Χ. (UPZ I 15).
Ο Πτολεμαίος συνδέει την επίθεση που δέχτηκε, όπως και αυτή που είχε υποστεί κατά τη διάρκεια της εξέγερσης, με το ότι είναι Έλληνας (στ. 21-22), αποδίδοντας έτσι την εχθρότητα των Αιγυπτίων που εργάζονταν στο Μεγάλο Σαραπιείο προς εκείνον σε φυλετικούς λόγους. Το ίδιο επαναλαμβάνει και σε άλλα κείμενα (UPZ I 8 στ. 14, 15 στ. 16-17). Οι δράστες παρουσιάζονται, λοιπόν, από τον Πτολεμαίο ως μια ομάδα ατόμων που διαπράττουν βίαιες επιθέσεις, επειδή τρέφουν αισθήματα αντιπάθειας απέναντι στους Έλληνες.
Τόσο η περίπτωση του Πτολεμαίου, όσο και διάφορα άλλα κείμενα που αναφέρουν –αντίστροφα– παράπονα των Αιγυπτίων για κακομεταχείριση από τους Έλληνες (π.χ. P.Yale I 46∙ P.Col. IV 66), αποκαλύπτουν τη δυσαρέσκεια που ένιωθαν κάποιοι Αιγύπτιοι απέναντι στα μέλη της ελληνικής τάξης. Αυτή η δυσφορία προς την προνομιακή θέση των Ελλήνων εκφράσθηκε πολλές φορές με βίαιο τρόπο περί τα μέσα του 2ου αι. π.Χ., όταν λόγω των συνεχών δυναστικών ερίδων και των εξωτερικών απειλών η πτολεμαϊκή εξουσία έδειξε εμφανή σημάδια εξασθένησης (Lewis 1986: 85-87, βλ. τις εξεγέρσεις που αναφέρθηκαν παραπάνω). Ίσως η ‘διείσδυση’ του Έλληνα Πτολεμαίου σε ένα αιγυπτιακό ιερό όξυνε την ήδη υπάρχουσα δυσαρέσκεια κάποιων Αιγυπτίων, ιδιαίτερα σε μια εποχή εντάσεων, όταν μαίνονταν εξεγέρσεις σε διάφορα σημεία της αιγυπτιακής χώρας.
Ωστόσο, όπως αποκαλύπτουν τα κείμενα από το Σαραπιείο, στον κύκλο του Πτολεμαίου ανήκουν και Αιγύπτιοι, όχι μόνον ο Ἀρμάις, που αναφέρεται στον υπό εξέταση πάπυρο, αλλά και οι δίδυμες Θαυῆς και Ταοῦς, τις οποίες ο Πτολεμαίος –παλιός φίλος του πατέρα τους– είχε υπό την προστασία του ενεργώντας ως εκπρόσωπός τους στις επαφές τους με την πτολεμαϊκή διοίκηση. Οι φιλικές σχέσεις που διατηρούσε ο Πτολεμαίος με κάποιους γηγενείς Αιγυπτίους καταδεικνύουν ότι σε καθημερινή βάση η συμβίωση μεταξύ των δύο λαών μπορούσε να είναι κάτω από ορισμένες συνθήκες αρκετά ομαλή.
Αποδίδοντας τις επιθέσεις που δέχτηκε στο ότι είναι Έλληνας, ο Πτολεμαίος ίσως δίνει απλά τη δική του εξήγηση στα γεγονότα. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο να αποκρύπτει συνειδητά την αληθινή αιτία της φιλονικίας και να εκμεταλλεύεται την ένταση που υπήρχε εκείνη την περίοδο μεταξύ Ελλήνων και Αιγυπτίων πιστεύοντας ότι έτσι έχει περισσότερες πιθανότητες να δικαιωθεί από τον Έλληνα στρατηγό (Huss 2001: 589-590). Ο ισχυρισμός του, άλλωστε, για τον φυλετικό χαρακτήρα της επίθεσης στο πρόσωπό του φαίνεται να προσκρούει στο γεγονός ότι θύμα των καλλυντῶν και ἀρτοκόπων είναι και ο Αιγύπτιος Αρμάις. Η διαμάχη του, επομένως, με τους Αιγυπτίους που υπηρετούσαν στο Σαραπιείο θα μπορούσε να αποδοθεί περισσότερο σε προσωπική αντιπάθεια που είχε αναπτυχθεί μεταξύ τους κατά
Μυρτώ Μαλούτα